Ευθύμιος ο Όσιος Πατήρ ημών εγεννήθη κατά το β΄ ήμισυ του Ι΄ (10ου) αιώνος εις πόλιν τινά
της Ιβηρίας καλουμένην Τάω, υιός υπάρχων γονέων ευσεβών, ενδόξων και πλουσίων.
Επειδή δε ο πατήρ αυτού, μεταβάς εις Κωνσταντινούπολιν, ηρνήθη μετ’ ολίγον την
πρόσκαιρον και φθαρτήν λαμπρότητα και την δόξαν του κόσμου τούτου και
ηκολούθησε την εν Χριστώ πλουτοποιόν πτωχείαν, ενδυθείς
το Αγγελικόν Σχήμα των Μοναχών και μετονομασθείς Ιωάννης, ο υιός του Ευθύμιος,
πολύ μικρός ων ακόμη, ευρίσκετο πλησίον του πάππου του, ανδρός περιβοήτου
δια την δόξαν και την αρετήν του, ο οποίος ανέτρεφεν αυτόν εν παιδεία και
νουθεσία Κυρίου.
Αφού δε παρήλθεν ολίγος καιρός, λαβών ο πάππος τον Ευθύμιον, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, εις αναζήτησιν του υιού του Ιωάννου. Ευρών δε αυτόν παρεκίνει τούτον με πολλούς θρήνους και δάκρυα να επιστρέψη εις την πατρίδα των. Αλλ’ εκείνος όχι μόνον δεν επείθετο να πράξη τούτο, αλλά δια παντός τρόπου εζήτει να κρατήση μετ’ αυτού και τον υιόν του Ευθύμιον, πράγμα το οποίον επροξένει μεγάλην λύπην εις τον πατέρα του και πάππον του Ευθυμίου. Ηγέρθη λοιπόν μεγάλη φιλονεικία μεταξύ των, διότι ο μεν Ιωάννης εζήτει να λάβη τον υιόν του, ο δε πατήρ του δεν τον άφηνεν. Επληροφορήθη δε τούτο ο τότε βασιλεύς Νικηφόρος και επρόσταξε να υπάγουν προς αυτόν και οι δύο, φέροντες μαζί των και τον Ευθύμιον. Ότε λοιπόν παρουσιάσθησαν προ αυτού και οι τρεις και ήκουσε την φιλονεικίαν, την οποίαν είχον δια το παιδίον, είπεν ο βασιλεύς να μη παρασύρουν αυτό με βίαν, ούτε ο εις ούτε ο άλλος, αλλά να το αφήσουν μόνον, αφιερούντες εις τον Θεόν την διάκρισιν αυτού και εις εκείνον μετά του οποίου θα θελήση να υπάγη το παιδίον, ας υπάγη. Ως δε τούτο έπραξαν, το παιδίον έδραμεν ευθύς εις τας χείρας του πατρός του, τον οποίον ούτε είδε ποτέ ούτε εγνώρισεν έως την ώραν εκείνην. Τούτο δε το οποίον έκαμε το παιδίον παρεκίνησεν όλους τους εκεί παρευρεθέντας εις θαυμασμόν και δάκρυα. Δεχθείς λοιπόν ο μακάριος Ιωάννης, ως εκ χειρός Θεού, τον υιόν του, ενέδυσεν αυτόν ευθύς δια του Μοναχικού Σχήματος και παρέδωκεν αυτόν εις διδασκάλους δια να διδαχθή τα αρμόζοντα μαθήματα. Ο δε καλός Ευθύμιος, έχων, μετά της οξύτητος του νοός, ζέσιν πολλήν και επιμέλειαν, έμαθεν εις ολίγον καιρόν και την έξω σοφίαν και την έσω θεοσοφίαν και ανεφάνη ως ποταμός των διδαγμάτων του Αγίου Πνεύματος. Μετά ταύτα ησθένησε βαρέως, αλλά με την βοήθειαν της Υπεραγίας Θεοτόκου ηλευθερώθη από την ασθένειαν και επρόκοπτεν εις πάσαν αρετήν, εις την σοφίαν και την χάριν και τα άλλα πολλά θαυμαστά προτερήματα, από τα οποία όλοι ηννόουν οπόσον θαυμαστός έμελλε να γίνη. Αναγκαίον όθεν είναι να διηγηθώμεν εν των κατορθωμάτων του, ίνα εξ αυτού συμπεράνωμεν και τα λοιπά. Μίαν ημέραν μετέβη προς αυτόν Εβραίος τις ζητών να συνομιλήση μετ’ αυτού περί Πίστεως. Ο δε μακάριος Ευθύμιος δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον να διαλεχθή με τον Εβραίον, λέγων ότι η μετά των Εβραίων συνομιλία είναι ματαία. Αλλά παρακινούμενος προς τούτο πολύ από τον πατέρα του, μετά βίας επείσθη και ήρχισε να αναιρή τους λόγους του Εβραίου και να εξαναγκάζη αυτόν εις σιωπήν με λόγους και αποδείξεις της Παλαιάς Γραφής. Ο Εβραίος τότε, μη υποφέρων την ήτταν την οποίαν υφίστατο, απετόλμησεν ο μιαρός να λέγη βλασφημίας εναντίον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τόσον, ώστε ο Ευθύμιος, θείω ζήλω κινούμενος, είπε· «Να κλεισθή το στόμα, το οποίον λαλεί βλασφημίας κατά του Κυρίου και Θεού ημών». Και, ω του θαύματος! ευθύς ο Εβραίος έμεινεν άφωνος και έπεσε κατά γης. Εξήρχοντο δε εκ του βλασφήμου αυτού στόματος αφροί και έκειτο θέαμα ελεεινόν, την δε επομένην ημέραν απέρριψε βιαίως την μιαράν αυτού ψυχήν. Τούτο το θαύμα επροξένησεν εις όλους μεγάλον φόβον και έκπληξιν και κατέστησε τον θαυμάσιον Ευθύμιον περιβόητον εις όλην την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν, μισών ο μακάριος την δόξαν των ανθρώπων, ως εναντίαν της δόξης του Θεού, έφυγεν ευθύς και μετέβη εις το Άγιον Όρος και αυτός και ο πατήρ του Ιωάννης, όπου, ευρόντες τον Όσιον Αθανάσιον, ηθέλησαν να συγκατοικήσουν μετ’ αυτού εις την Ιεράν Λαύραν. Ο δε πράγματι θείος Αθανάσιος, βλέπων δια του διορατικού όμματος της ψυχής του την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ήτις κατώκει εις τον Ευθύμιον, παρεκίνει τούτον να λάβη το αξίωμα της Ιερωσύνης. Ούτος δε, αν και δεν ήθελε κατ’ αρχάς να δεχθή τούτο, προβάλλων το ανάξιον, όμως, τέλος, υπακούσας εις τους λόγους του Οσίου Αθανασίου, εχειροτονήθη Ιερεύς. Και τότε προσέθεσεν αγώνας επί των αγώνων και εγκράτειαν επί της εγκρατείας, αυξάνων κατά πολύ όλας τας άλλας αρετάς τας οποίας είχε. Δια τούτο και εγένετο θείον σκεύος του Αγίου Πνεύματος και μετέφρασεν όλην την θείαν Γραφήν εις την γλώσσαν των Ιβήρων. Συνέγραψε δε και ο ίδιος πολλά βιβλία πλήρη ηθικής διδασκαλίας και πολλούς Ναούς ανοικοδόμησεν, ως και νοσοκομεία, όλον δε το Άγιον Όρος εκόσμησε με ησυχαστήρια. Τις δε λόγος δύναται να διηγηθή επαξίως την καλοκαγαθίαν, μεθ’ ης τους πάντας συνανεστρέφετο και την ασύγκριτον ταπείνωσιν, μετά της οποίας υπηρέτει επί δεκατέσσαρα έτη τον πατέρα του, όστις ήτο ασθενής και τον μέγαν Αθανάσιον; Τούτους δε, αμφοτέρους προς Κύριον απελθόντας, διεδέχθη εις την προστασίαν της Ιεράς Λαύρας ο μακάριος Ευθύμιος. Και όχι μόνον της Λαύρας, αλλά και όλου του Αγίου Όρους, διότι ήτο πρόθυμος και ταχύς εις την διπλήν θεραπείαν και την οικονομίαν των ψυχών και των σωμάτων των αδελφών, το δε θείον στόμα του ανέβρυε πάντοτε ποταμούς σοφίας και διδασκαλίας εις δόξαν Θεού. Αλλ’ επειδή εκυρίευσε τον Άγιον ο έρως της άκρας ησυχίας, κατ΄ςστησεν ούτος Ηγούμενον της Λαύρας τον συγγενή του Γεώργιον και ούτω ησύχαζε κατά μόνας, ευαρεστών τον Θεόν νύκτα και ημέραν, χωρίς ουδείς να γιγνώσκη τους πνευματικούς του αγώνας και τους καρπούς αυτών. Διότι προσεπάθει να ασκή τούτους κρυφίως και να μη τους μανθάνη άλλος, ει μη μόνος ο Θεός, παρά του οποίου και πασιφανώς εδοξάσθη δια πολλών κατορθωμάτων, καθώς θέλει φανερώσει ο λόγος εν συνεχεία. Μεταβάς ποτέ ο Όσιος εις την Θεσσαλονίκην εγένετο δεκτός με πολλήν φιλοφροσύνην από τον Αρχιερέα, ο οποίος ήτο θαυμάσιος κατά τας αρετάς και εθαύμαζε τον Όσιον δι’ όλα του τα προτερήματα. Εβραίος δε τις συνεδέετο δια φιλίας με τον Αρχιερέα, του οποίου έκαμνεν όλας τας υπηρεσίας. Όθεν, ο Αρχιερεύς, προς ανταμοιβήν της φιλίας του, τον συνεβούλευε πάντοτε και παρεκίνει τούτον, δια πολλών νουθεσιών, να πιστεύση εις τον Χριστόν. Αλλ’ εκείνος ουδόλως επείθετο. Όσον δε χρόνον διέμεινε μετά του Αρχιερέως ο Όσιος, ο Εβραίος μετέβαινεν εκεί, κατά την συνήθειάν του, και συνεβούλευεν αυτόν ο Αρχιερεύς τα προς σωτηρίαν. Αυτός δε όχι μόνον δεν επείθετο, αλλά και εζήτει να συνομιλήση μετ’ αυτού περί Πίστεως υπερασπίζων την θρησκείαν του με μεγάλην αυθάδειαν και εξουθενών τους λόγους του Αρχιερέως. Ο δε Αρχιερεύς παρεκάλει τον Άγιον να καταβάλη την έπαρσιν του Εβραίου με την σοφίαν των λόγων του, αλλ’ ο Άγιος, μαθητής ων γνήσιος του πράου και ταπεινού Ιησού Χριστού, έλεγε δι’ εαυτόν, ότι είναι γη και σποδός και ότι το καθήκον τούτο αρμόζει μάλιστα εις τον Αρχιερέα και όχι εις αυτόν. Ως δε ο Αρχιερεύς είπε προς τον Άγιον ότι, εάν δεν υπακούση εις τον λόγον του, δεν θέλει παύσει από του να τον παρακαλή, μόλις και μετά βίας επείσθη ο Άγιος και εκείνα τα οποία προέβαλεν ο Εβραίος, ευθύς ανήρεσεν όλα με αποδείξεις προφητικάς και πειστικώτατον λόγον και αυτόν μεν απεστόμωσε, την δε ένσαρκον οικονομίαν εκήρυξε λαμπρώς και εβεβαίωσεν. Όθεν, μη υποφέρων ο Εβραίος την καταισχύνην, την οποίαν έλαβεν, ήρχισε να προφέρη λόγους βλασφήμους κατά του Χριστού. Τότε ο Άγιος, βλέψας προς αυτόν αυστηρώς, είπε· «Να κοπή η λαλιά σου, αλιτήριε, διότι λαλείς ψεύδος και βλασφημίαν κατά του πάντων Κτίστου και Δεσπότου Χριστού». Ευθύς δε, ω του θαύματος! ο Εβραίος έμεινεν άφωνος και πεσών εις την γην συνέστρεφε τους οφθαλμούς και το στόμα του. Ιδόντες τότε τούτο πάντες οι εκεί ευρισκόμενοι Εβραίοι και Χριστιανοί εξεπλάγησαν και εφοβήθησαν πολύ. Προσπεσόντες δε εις τον Όσιον, παρεκάλουν αυτόν να τον λυπηθή και να τον θεραπεύση. Ευσπλαγχνισθείς τότε αυτόν ο Όσιος, εισήκουσε την δέησίν των και σφραγίσας αυτόν με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, εθεράπευσεν αυτόν και υγιά κατέστησε, καθώς ήτο και πρότερον. Τότε ο Εβραίος εκήρυττε μεγαλοφώνως, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός αληθής, Κτίστις του παντός, Κηδεμών και Κυβερνήτης πάντων των ζώντων και ευθύς εβαπτίσθη μεθ’ όλων των οικείων του. Όχι δε μόνον αυτός, αλλά και όσοι Εβραίοι είδον το θαύμα τούτο. Ακόμη και άλλοι πολλοί Εβραίοι επίστευσαν εις τον Χριστόν. Εκείνος δε όστις ιατρεύθη, προσέφερεν εις τον Άγιον χρήματα πολλά προς ευχαριστίαν, αλλ’ ο Άγιος δεν τα εδέχθη, προστάξας τούτον να τα διανείμη εις τους πτωχούς. Έγινε κάποτε ηγρασία εις όλον το Άγιον Όρος και οι Πατέρες άπαντες ευρίσκοντο εις λύπην απερίγραπτον δια τον λόγον τούτον. Παρεκάλουν δε τον Όσιον να αναπέμψη δέησιν προς τον Θεόν, ίνα πέμψη βροχήν, ο δε Όσιος, μετά βίας πεισθείς, ανήλθεν εις την Εκκλησίαν του Προφήτου Ηλιού, η οποία είναι πλησίον της Ιεράς Μονής των Ιβήρων. Δεηθείς τότε προς τον πανοικτίρμονα Θεόν μετά δακρύων και προσφέρων εις Εκείνον την λογικήν και αναίμακτον θυσίαν, ω του θαύματος! ευθύς έβρεξε τόσην βροχήν, ώστε εποτίσθη και εχόρτασεν η γη, άπαντες δε εδόξαζον τον Θεόν, τον αντιδοξάζοντα τους δοξάζοντας Αυτόν. Παλαιάν συνήθειαν έχουν οι Μοναχοί του Αγίου Όρους, κατά την ολόφωτον εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, να αναβαίνουν εις την κορυφήν του Όρους και να τελούν εκεί, αφ’ εσπέρας, ολονύκτιον αγρυπνίαν, την δε επομένην, αφ’ ου τελεσθή η θεία Ιερουργία, να καταβαίνουν πάλιν. Μίαν φοράν λοιπόν, όταν ήλθεν η εορτή αύτη, ανήλθε και ο Όσιος Ευθύμιος μετ’ άλλων πολλών αδελφών, εις καιρόν δε ότε έμελλε να τελεσθή η θεία Λειτουργία, άπαντες ομοφώνως παρεκάλουν τον Όσιον να τελέση την θείαν Ιερουργίαν. Ο δε Όσιος υπήκουσε με πολλήν ταπεινοφροσύνην. Τελών δε την θείαν Λειτουργίαν, έφθασεν έως την εκφώνησιν, την λέγουσαν· «Τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα». Ενώ δε έλεγον οι αδελφοί το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ», αίφνης φως αμέτρητον περιήστραψεν άπαντας και σεισμός εγένετο και όλοι έπεσον πρηνείς κατά γης. Μόνος δε ο μακάριος Ευθύμιος ίστατο, φαινόμενος ως στύλος πυρός και μένων ακίνητος προ του ιερού Θυσιαστηρίου. Τούτο το θαυμάσιον κατέστησεν αυτόν πανταχού περιβόητον. Δια τούτο, όταν απήλθε προς Κύριον ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο τότε αυτοκράτωρ Βασίλειος απέστειλεν ανθρώπους με επιστολάς και παρεκάλει θερμώς τον Όσιον να αποδεχθή την προστασίαν της Αρχιεπισκοπής ταύτης. Ο δε Όσιος δεν εδέχετο ουδέ να ακούση τούτο, αλλ’ έλεγεν, ότι είναι όλως διόλου ανάξιος της τοιαύτης προστασίας και μάλλον άξιος να ποιμαίνεται ή να ποιμαίνη άλλους. Ούτως είχεν ερριζωμένην εις την καρδίαν του την ταπεινοφροσύνην, την μητέρα όλων των αρετών. Όθεν ο αποστάτης διάβολος, όστις φθονεί και πολεμεί πάντοτε τα καλά και θεάρεστα έργα, δεν υπέφερε να βλέπη τας αρετάς του Αγίου προοδευούσας καθ’ εκάστην πολύ θεαρέστως και να τελούνται άπαντα εις δόξαν του Κυρίου ημών ΙησούΧριστού, του Θεού ημών, και εκ του φθόνου και της κακίας του κατετήκετο περισσότερον. Ευρών λοιπόν ο μισόκαλος σκεύος τι ιδικόν του, Μοναχόν φαινόμενον κατά το σχήμα, κατά δε την καρδίαν παμμίαρον και ακάθαρτον και άξιον ιδικόν του κατοικητήριον, εισήλθεν εντός αυτού και κατέπεισε τούτον να φονεύση τον Όσιον ψιθυρίσας εις τα ώτα του, ως ποτέ εις την Εύαν, ότι εάν φονεύσης τούτον τον Ευθύμιον, θέλεις λάβει παρ’ εμού μεγάλας ευεργεσίας. Εκείνος δε ο δείλαιος επροθυμοποιήθη εις το έργον του φόνου και ενώ ητοίμαζε την μάχαιραν, έκλεισεν ο Όσιος την θύραν του κελλίου και δεν άφηνε τούτον να εισέλθη. Ο δε φονεύς, μη ευρίσκων τον Όσιον δια να καταπραϋνη την λύσσαν, την οποίαν είχεν εναντίον του, κατέσφαξεν ευθύς τον μακάριον μαθητήν του. Φεύγων δε εκείθεν με ατάκτους φωνάς και αλαλαγμούς, συνήντησε τον άλλον μαθητήν του Οσίου και έσφαξε και αυτόν. Έπειτα, βαδίσας επ’ ολίγον διάστημα, έπεσε κατά γης πρηνής και ομολογών τους λόγους τους οποίους του είπεν ο διάβολος, απέρριψε βιαίως την μιαράν του ψυχήν. Ο δε Άγιος, γνωρίσας δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος το συμβάν εις τους μαθητάς του, εκ συνεργείας του διαβόλου, κατήλθεν από τον πύργον δρομαίως και ετέλεσεν επί των μαθητών του τας ευχάς του Μεγάλου Σχήματος των Μοναχών και, μετά το τέλος τούτων, απήλθον προς Κύριον. O δε αναιδής και βρωμερός κύων, ο διάβολος, δεν υπέφερε να βλέπη τα κατορθώματα του Αγίου, άτινα εποίει προς δόξαν Θεού, αλλά παρεκίνησε πάλιν κηπουρόν τινά να φονεύση τον Άγιον. Ετοιμάσας δε εκείνος την μάχαιραν, επλησίασε τον Άγιον και εκέντησεν αυτόν εις την κοιλίαν. Αλλ’ ω του εξαισίου θαύματος! Ο μεν Άγιος έμεινεν αβλαβής, το δε άκρον της μαχαίρας έστρεψεν ως κηρίον και η χειρ, ήτις εκτύπησε τον Άγιον, εξηράνθη και έμεινεν ακίνητος. Τότε ο κηπουρός, προσπεσών μετά δακρύων προ του Οσίου, εξωμολογήθη την επιβουλήν του δαίμονος και παρεκάλει θερμώς να τύχη συγχωρήσεως και θεραπείας. Ο δε Άγιος, ευσπλαγχνισθείς αυτόν, ανέπεμψε προσευχήν δι’ αυτόν προς τον Θεόν, όστις και εδώρησεν εις αυτόν την υγείαν εις την ψυχήν και εις το σώμα. Αλλά τις λόγος δύναται να διηγηθή επαξίως τας αρετάς του Αγίου Ευθυμίου; Την συμπάθειαν, την οποίαν είχε προς πάντας, την ευσπλαγχνίαν, την ιλαρότητα, την αοργησίαν, το ησυχαστικόν, την ολονύκτιον στάσιν, την ακατάπαυστον προσευχήν, την ταπείνωσιν, την ευτέλειαν εις όλα και εις τας τροφάς και εις τα ενδύματα, την σκληραγωγίαν του σώματος; Ή ότι έφερεν εις την σάρκα του σίδηρα βαρέα; Αλλά, ίνα δι’ ολίγων είπωμεν, Άγγελος ήτο πράγματι εν σώματι γηϊνω και φωστήρ εις τον κόσμον απλανής, επέχων λόγον ζωής. Αλλ’ επειδή παντού συμβαίνουν σκάνδαλα και η γη είναι κυρίως τόπος σκανδάλων, συνέβησαν δε σκάνδαλα τινά και εις το Άγιον Όρος, δια τούτο άπαντες οι Πατέρες παρεκάλουν τον Άγιον να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν, δια να διασκορπίση τα σκάνδαλα δια βασιλικών διαταγών και να επαναφέρη εις τον τόπον απόλυτον ειρήνην. Ο δε Όσιος, υπακούσας εις τους λόγους των Πατέρων, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, όπου ο βασιλεύς, μεθ’ όλης της συγκλήτου και των αρχόντων, δεξάμενοι αυτόν με πολλήν ευλάβειαν, τον υπεδέχθησαν με μεγάλην φιλοφροσύνην και ευθύς επλήρωσαν την αίτησίν του. Ότε δε ευρίσκετο εκεί ο Όσιος, ίππευσεν ημέραν τινά ένα ημίονον και μετέβαινε μεθ’ ενός Μοναχού εις τινα τόπον της Πόλεως λεγόμενον Πλατεία, δι’ υπόθεσιν τινά. Εις την οδόν εκάθητο εις επαίτης και εζήτει ελεημοσύνην. Τούτον ιδών ο Άγιος ευσπλαγχνίσθη και ητοιμάζετο να τον ελεήση. Αλλ’ ο ημίονος, ως είδε τον επαίτην, εφοβήθη και αγρίεψε, αρπάσας δε με βίαν τον Όσιον, έτρεχε κτυπών ατάκτως τους πόδας του και δεν εστάθη έως ότου έρριψε τον Άγιον εις την γην και συνέτριψεν αυτόν. Προστρέξαντες τότε Χριστιανοί τινές ανήγειραν αυτόν και τον μετέφεραν εις την κατοικίαν όπου διέμενε και ούτω, μετ’ ολίγας ημέρας, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού τη ιγ΄ (13η) του Μαϊου μηνός, εν έτει από Χριστού Γεννήσεως ακη΄ (1028). Κατά τον ενταφιασμόν του ιερού αυτού Λειψάνου πολλαί ιάσεις και θαύματα ετελέσθησαν, εις ένδειξιν της αγιότητος και της προς Θεόν παρρησίας του Οσίου και εις δόξαν του Κυρίου. Κατόπιν το ιερόν αυτού Λείψανον ανεκομίσθη εις το Άγιον Όρος και κατετέθη εις την σεβασμίαν Μονήν του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, η οποία ανωκοδομήθη από τούτον τον Όσιον Ευθύμιον, επονομάζεται δε νυν των Ιβήρων. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος και Βασιλείας, Η πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αφού δε παρήλθεν ολίγος καιρός, λαβών ο πάππος τον Ευθύμιον, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, εις αναζήτησιν του υιού του Ιωάννου. Ευρών δε αυτόν παρεκίνει τούτον με πολλούς θρήνους και δάκρυα να επιστρέψη εις την πατρίδα των. Αλλ’ εκείνος όχι μόνον δεν επείθετο να πράξη τούτο, αλλά δια παντός τρόπου εζήτει να κρατήση μετ’ αυτού και τον υιόν του Ευθύμιον, πράγμα το οποίον επροξένει μεγάλην λύπην εις τον πατέρα του και πάππον του Ευθυμίου. Ηγέρθη λοιπόν μεγάλη φιλονεικία μεταξύ των, διότι ο μεν Ιωάννης εζήτει να λάβη τον υιόν του, ο δε πατήρ του δεν τον άφηνεν. Επληροφορήθη δε τούτο ο τότε βασιλεύς Νικηφόρος και επρόσταξε να υπάγουν προς αυτόν και οι δύο, φέροντες μαζί των και τον Ευθύμιον. Ότε λοιπόν παρουσιάσθησαν προ αυτού και οι τρεις και ήκουσε την φιλονεικίαν, την οποίαν είχον δια το παιδίον, είπεν ο βασιλεύς να μη παρασύρουν αυτό με βίαν, ούτε ο εις ούτε ο άλλος, αλλά να το αφήσουν μόνον, αφιερούντες εις τον Θεόν την διάκρισιν αυτού και εις εκείνον μετά του οποίου θα θελήση να υπάγη το παιδίον, ας υπάγη. Ως δε τούτο έπραξαν, το παιδίον έδραμεν ευθύς εις τας χείρας του πατρός του, τον οποίον ούτε είδε ποτέ ούτε εγνώρισεν έως την ώραν εκείνην. Τούτο δε το οποίον έκαμε το παιδίον παρεκίνησεν όλους τους εκεί παρευρεθέντας εις θαυμασμόν και δάκρυα. Δεχθείς λοιπόν ο μακάριος Ιωάννης, ως εκ χειρός Θεού, τον υιόν του, ενέδυσεν αυτόν ευθύς δια του Μοναχικού Σχήματος και παρέδωκεν αυτόν εις διδασκάλους δια να διδαχθή τα αρμόζοντα μαθήματα. Ο δε καλός Ευθύμιος, έχων, μετά της οξύτητος του νοός, ζέσιν πολλήν και επιμέλειαν, έμαθεν εις ολίγον καιρόν και την έξω σοφίαν και την έσω θεοσοφίαν και ανεφάνη ως ποταμός των διδαγμάτων του Αγίου Πνεύματος. Μετά ταύτα ησθένησε βαρέως, αλλά με την βοήθειαν της Υπεραγίας Θεοτόκου ηλευθερώθη από την ασθένειαν και επρόκοπτεν εις πάσαν αρετήν, εις την σοφίαν και την χάριν και τα άλλα πολλά θαυμαστά προτερήματα, από τα οποία όλοι ηννόουν οπόσον θαυμαστός έμελλε να γίνη. Αναγκαίον όθεν είναι να διηγηθώμεν εν των κατορθωμάτων του, ίνα εξ αυτού συμπεράνωμεν και τα λοιπά. Μίαν ημέραν μετέβη προς αυτόν Εβραίος τις ζητών να συνομιλήση μετ’ αυτού περί Πίστεως. Ο δε μακάριος Ευθύμιος δεν ήθελε κατ’ ουδένα τρόπον να διαλεχθή με τον Εβραίον, λέγων ότι η μετά των Εβραίων συνομιλία είναι ματαία. Αλλά παρακινούμενος προς τούτο πολύ από τον πατέρα του, μετά βίας επείσθη και ήρχισε να αναιρή τους λόγους του Εβραίου και να εξαναγκάζη αυτόν εις σιωπήν με λόγους και αποδείξεις της Παλαιάς Γραφής. Ο Εβραίος τότε, μη υποφέρων την ήτταν την οποίαν υφίστατο, απετόλμησεν ο μιαρός να λέγη βλασφημίας εναντίον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τόσον, ώστε ο Ευθύμιος, θείω ζήλω κινούμενος, είπε· «Να κλεισθή το στόμα, το οποίον λαλεί βλασφημίας κατά του Κυρίου και Θεού ημών». Και, ω του θαύματος! ευθύς ο Εβραίος έμεινεν άφωνος και έπεσε κατά γης. Εξήρχοντο δε εκ του βλασφήμου αυτού στόματος αφροί και έκειτο θέαμα ελεεινόν, την δε επομένην ημέραν απέρριψε βιαίως την μιαράν αυτού ψυχήν. Τούτο το θαύμα επροξένησεν εις όλους μεγάλον φόβον και έκπληξιν και κατέστησε τον θαυμάσιον Ευθύμιον περιβόητον εις όλην την Κωνσταντινούπολιν. Όθεν, μισών ο μακάριος την δόξαν των ανθρώπων, ως εναντίαν της δόξης του Θεού, έφυγεν ευθύς και μετέβη εις το Άγιον Όρος και αυτός και ο πατήρ του Ιωάννης, όπου, ευρόντες τον Όσιον Αθανάσιον, ηθέλησαν να συγκατοικήσουν μετ’ αυτού εις την Ιεράν Λαύραν. Ο δε πράγματι θείος Αθανάσιος, βλέπων δια του διορατικού όμματος της ψυχής του την χάριν του Αγίου Πνεύματος, ήτις κατώκει εις τον Ευθύμιον, παρεκίνει τούτον να λάβη το αξίωμα της Ιερωσύνης. Ούτος δε, αν και δεν ήθελε κατ’ αρχάς να δεχθή τούτο, προβάλλων το ανάξιον, όμως, τέλος, υπακούσας εις τους λόγους του Οσίου Αθανασίου, εχειροτονήθη Ιερεύς. Και τότε προσέθεσεν αγώνας επί των αγώνων και εγκράτειαν επί της εγκρατείας, αυξάνων κατά πολύ όλας τας άλλας αρετάς τας οποίας είχε. Δια τούτο και εγένετο θείον σκεύος του Αγίου Πνεύματος και μετέφρασεν όλην την θείαν Γραφήν εις την γλώσσαν των Ιβήρων. Συνέγραψε δε και ο ίδιος πολλά βιβλία πλήρη ηθικής διδασκαλίας και πολλούς Ναούς ανοικοδόμησεν, ως και νοσοκομεία, όλον δε το Άγιον Όρος εκόσμησε με ησυχαστήρια. Τις δε λόγος δύναται να διηγηθή επαξίως την καλοκαγαθίαν, μεθ’ ης τους πάντας συνανεστρέφετο και την ασύγκριτον ταπείνωσιν, μετά της οποίας υπηρέτει επί δεκατέσσαρα έτη τον πατέρα του, όστις ήτο ασθενής και τον μέγαν Αθανάσιον; Τούτους δε, αμφοτέρους προς Κύριον απελθόντας, διεδέχθη εις την προστασίαν της Ιεράς Λαύρας ο μακάριος Ευθύμιος. Και όχι μόνον της Λαύρας, αλλά και όλου του Αγίου Όρους, διότι ήτο πρόθυμος και ταχύς εις την διπλήν θεραπείαν και την οικονομίαν των ψυχών και των σωμάτων των αδελφών, το δε θείον στόμα του ανέβρυε πάντοτε ποταμούς σοφίας και διδασκαλίας εις δόξαν Θεού. Αλλ’ επειδή εκυρίευσε τον Άγιον ο έρως της άκρας ησυχίας, κατ΄ςστησεν ούτος Ηγούμενον της Λαύρας τον συγγενή του Γεώργιον και ούτω ησύχαζε κατά μόνας, ευαρεστών τον Θεόν νύκτα και ημέραν, χωρίς ουδείς να γιγνώσκη τους πνευματικούς του αγώνας και τους καρπούς αυτών. Διότι προσεπάθει να ασκή τούτους κρυφίως και να μη τους μανθάνη άλλος, ει μη μόνος ο Θεός, παρά του οποίου και πασιφανώς εδοξάσθη δια πολλών κατορθωμάτων, καθώς θέλει φανερώσει ο λόγος εν συνεχεία. Μεταβάς ποτέ ο Όσιος εις την Θεσσαλονίκην εγένετο δεκτός με πολλήν φιλοφροσύνην από τον Αρχιερέα, ο οποίος ήτο θαυμάσιος κατά τας αρετάς και εθαύμαζε τον Όσιον δι’ όλα του τα προτερήματα. Εβραίος δε τις συνεδέετο δια φιλίας με τον Αρχιερέα, του οποίου έκαμνεν όλας τας υπηρεσίας. Όθεν, ο Αρχιερεύς, προς ανταμοιβήν της φιλίας του, τον συνεβούλευε πάντοτε και παρεκίνει τούτον, δια πολλών νουθεσιών, να πιστεύση εις τον Χριστόν. Αλλ’ εκείνος ουδόλως επείθετο. Όσον δε χρόνον διέμεινε μετά του Αρχιερέως ο Όσιος, ο Εβραίος μετέβαινεν εκεί, κατά την συνήθειάν του, και συνεβούλευεν αυτόν ο Αρχιερεύς τα προς σωτηρίαν. Αυτός δε όχι μόνον δεν επείθετο, αλλά και εζήτει να συνομιλήση μετ’ αυτού περί Πίστεως υπερασπίζων την θρησκείαν του με μεγάλην αυθάδειαν και εξουθενών τους λόγους του Αρχιερέως. Ο δε Αρχιερεύς παρεκάλει τον Άγιον να καταβάλη την έπαρσιν του Εβραίου με την σοφίαν των λόγων του, αλλ’ ο Άγιος, μαθητής ων γνήσιος του πράου και ταπεινού Ιησού Χριστού, έλεγε δι’ εαυτόν, ότι είναι γη και σποδός και ότι το καθήκον τούτο αρμόζει μάλιστα εις τον Αρχιερέα και όχι εις αυτόν. Ως δε ο Αρχιερεύς είπε προς τον Άγιον ότι, εάν δεν υπακούση εις τον λόγον του, δεν θέλει παύσει από του να τον παρακαλή, μόλις και μετά βίας επείσθη ο Άγιος και εκείνα τα οποία προέβαλεν ο Εβραίος, ευθύς ανήρεσεν όλα με αποδείξεις προφητικάς και πειστικώτατον λόγον και αυτόν μεν απεστόμωσε, την δε ένσαρκον οικονομίαν εκήρυξε λαμπρώς και εβεβαίωσεν. Όθεν, μη υποφέρων ο Εβραίος την καταισχύνην, την οποίαν έλαβεν, ήρχισε να προφέρη λόγους βλασφήμους κατά του Χριστού. Τότε ο Άγιος, βλέψας προς αυτόν αυστηρώς, είπε· «Να κοπή η λαλιά σου, αλιτήριε, διότι λαλείς ψεύδος και βλασφημίαν κατά του πάντων Κτίστου και Δεσπότου Χριστού». Ευθύς δε, ω του θαύματος! ο Εβραίος έμεινεν άφωνος και πεσών εις την γην συνέστρεφε τους οφθαλμούς και το στόμα του. Ιδόντες τότε τούτο πάντες οι εκεί ευρισκόμενοι Εβραίοι και Χριστιανοί εξεπλάγησαν και εφοβήθησαν πολύ. Προσπεσόντες δε εις τον Όσιον, παρεκάλουν αυτόν να τον λυπηθή και να τον θεραπεύση. Ευσπλαγχνισθείς τότε αυτόν ο Όσιος, εισήκουσε την δέησίν των και σφραγίσας αυτόν με το σημείον του ζωοποιού Σταυρού, εθεράπευσεν αυτόν και υγιά κατέστησε, καθώς ήτο και πρότερον. Τότε ο Εβραίος εκήρυττε μεγαλοφώνως, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός αληθής, Κτίστις του παντός, Κηδεμών και Κυβερνήτης πάντων των ζώντων και ευθύς εβαπτίσθη μεθ’ όλων των οικείων του. Όχι δε μόνον αυτός, αλλά και όσοι Εβραίοι είδον το θαύμα τούτο. Ακόμη και άλλοι πολλοί Εβραίοι επίστευσαν εις τον Χριστόν. Εκείνος δε όστις ιατρεύθη, προσέφερεν εις τον Άγιον χρήματα πολλά προς ευχαριστίαν, αλλ’ ο Άγιος δεν τα εδέχθη, προστάξας τούτον να τα διανείμη εις τους πτωχούς. Έγινε κάποτε ηγρασία εις όλον το Άγιον Όρος και οι Πατέρες άπαντες ευρίσκοντο εις λύπην απερίγραπτον δια τον λόγον τούτον. Παρεκάλουν δε τον Όσιον να αναπέμψη δέησιν προς τον Θεόν, ίνα πέμψη βροχήν, ο δε Όσιος, μετά βίας πεισθείς, ανήλθεν εις την Εκκλησίαν του Προφήτου Ηλιού, η οποία είναι πλησίον της Ιεράς Μονής των Ιβήρων. Δεηθείς τότε προς τον πανοικτίρμονα Θεόν μετά δακρύων και προσφέρων εις Εκείνον την λογικήν και αναίμακτον θυσίαν, ω του θαύματος! ευθύς έβρεξε τόσην βροχήν, ώστε εποτίσθη και εχόρτασεν η γη, άπαντες δε εδόξαζον τον Θεόν, τον αντιδοξάζοντα τους δοξάζοντας Αυτόν. Παλαιάν συνήθειαν έχουν οι Μοναχοί του Αγίου Όρους, κατά την ολόφωτον εορτήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, να αναβαίνουν εις την κορυφήν του Όρους και να τελούν εκεί, αφ’ εσπέρας, ολονύκτιον αγρυπνίαν, την δε επομένην, αφ’ ου τελεσθή η θεία Ιερουργία, να καταβαίνουν πάλιν. Μίαν φοράν λοιπόν, όταν ήλθεν η εορτή αύτη, ανήλθε και ο Όσιος Ευθύμιος μετ’ άλλων πολλών αδελφών, εις καιρόν δε ότε έμελλε να τελεσθή η θεία Λειτουργία, άπαντες ομοφώνως παρεκάλουν τον Όσιον να τελέση την θείαν Ιερουργίαν. Ο δε Όσιος υπήκουσε με πολλήν ταπεινοφροσύνην. Τελών δε την θείαν Λειτουργίαν, έφθασεν έως την εκφώνησιν, την λέγουσαν· «Τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα και λέγοντα». Ενώ δε έλεγον οι αδελφοί το «Άγιος, Άγιος, Άγιος Κύριος Σαβαώθ», αίφνης φως αμέτρητον περιήστραψεν άπαντας και σεισμός εγένετο και όλοι έπεσον πρηνείς κατά γης. Μόνος δε ο μακάριος Ευθύμιος ίστατο, φαινόμενος ως στύλος πυρός και μένων ακίνητος προ του ιερού Θυσιαστηρίου. Τούτο το θαυμάσιον κατέστησεν αυτόν πανταχού περιβόητον. Δια τούτο, όταν απήλθε προς Κύριον ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο τότε αυτοκράτωρ Βασίλειος απέστειλεν ανθρώπους με επιστολάς και παρεκάλει θερμώς τον Όσιον να αποδεχθή την προστασίαν της Αρχιεπισκοπής ταύτης. Ο δε Όσιος δεν εδέχετο ουδέ να ακούση τούτο, αλλ’ έλεγεν, ότι είναι όλως διόλου ανάξιος της τοιαύτης προστασίας και μάλλον άξιος να ποιμαίνεται ή να ποιμαίνη άλλους. Ούτως είχεν ερριζωμένην εις την καρδίαν του την ταπεινοφροσύνην, την μητέρα όλων των αρετών. Όθεν ο αποστάτης διάβολος, όστις φθονεί και πολεμεί πάντοτε τα καλά και θεάρεστα έργα, δεν υπέφερε να βλέπη τας αρετάς του Αγίου προοδευούσας καθ’ εκάστην πολύ θεαρέστως και να τελούνται άπαντα εις δόξαν του Κυρίου ημών ΙησούΧριστού, του Θεού ημών, και εκ του φθόνου και της κακίας του κατετήκετο περισσότερον. Ευρών λοιπόν ο μισόκαλος σκεύος τι ιδικόν του, Μοναχόν φαινόμενον κατά το σχήμα, κατά δε την καρδίαν παμμίαρον και ακάθαρτον και άξιον ιδικόν του κατοικητήριον, εισήλθεν εντός αυτού και κατέπεισε τούτον να φονεύση τον Όσιον ψιθυρίσας εις τα ώτα του, ως ποτέ εις την Εύαν, ότι εάν φονεύσης τούτον τον Ευθύμιον, θέλεις λάβει παρ’ εμού μεγάλας ευεργεσίας. Εκείνος δε ο δείλαιος επροθυμοποιήθη εις το έργον του φόνου και ενώ ητοίμαζε την μάχαιραν, έκλεισεν ο Όσιος την θύραν του κελλίου και δεν άφηνε τούτον να εισέλθη. Ο δε φονεύς, μη ευρίσκων τον Όσιον δια να καταπραϋνη την λύσσαν, την οποίαν είχεν εναντίον του, κατέσφαξεν ευθύς τον μακάριον μαθητήν του. Φεύγων δε εκείθεν με ατάκτους φωνάς και αλαλαγμούς, συνήντησε τον άλλον μαθητήν του Οσίου και έσφαξε και αυτόν. Έπειτα, βαδίσας επ’ ολίγον διάστημα, έπεσε κατά γης πρηνής και ομολογών τους λόγους τους οποίους του είπεν ο διάβολος, απέρριψε βιαίως την μιαράν του ψυχήν. Ο δε Άγιος, γνωρίσας δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος το συμβάν εις τους μαθητάς του, εκ συνεργείας του διαβόλου, κατήλθεν από τον πύργον δρομαίως και ετέλεσεν επί των μαθητών του τας ευχάς του Μεγάλου Σχήματος των Μοναχών και, μετά το τέλος τούτων, απήλθον προς Κύριον. O δε αναιδής και βρωμερός κύων, ο διάβολος, δεν υπέφερε να βλέπη τα κατορθώματα του Αγίου, άτινα εποίει προς δόξαν Θεού, αλλά παρεκίνησε πάλιν κηπουρόν τινά να φονεύση τον Άγιον. Ετοιμάσας δε εκείνος την μάχαιραν, επλησίασε τον Άγιον και εκέντησεν αυτόν εις την κοιλίαν. Αλλ’ ω του εξαισίου θαύματος! Ο μεν Άγιος έμεινεν αβλαβής, το δε άκρον της μαχαίρας έστρεψεν ως κηρίον και η χειρ, ήτις εκτύπησε τον Άγιον, εξηράνθη και έμεινεν ακίνητος. Τότε ο κηπουρός, προσπεσών μετά δακρύων προ του Οσίου, εξωμολογήθη την επιβουλήν του δαίμονος και παρεκάλει θερμώς να τύχη συγχωρήσεως και θεραπείας. Ο δε Άγιος, ευσπλαγχνισθείς αυτόν, ανέπεμψε προσευχήν δι’ αυτόν προς τον Θεόν, όστις και εδώρησεν εις αυτόν την υγείαν εις την ψυχήν και εις το σώμα. Αλλά τις λόγος δύναται να διηγηθή επαξίως τας αρετάς του Αγίου Ευθυμίου; Την συμπάθειαν, την οποίαν είχε προς πάντας, την ευσπλαγχνίαν, την ιλαρότητα, την αοργησίαν, το ησυχαστικόν, την ολονύκτιον στάσιν, την ακατάπαυστον προσευχήν, την ταπείνωσιν, την ευτέλειαν εις όλα και εις τας τροφάς και εις τα ενδύματα, την σκληραγωγίαν του σώματος; Ή ότι έφερεν εις την σάρκα του σίδηρα βαρέα; Αλλά, ίνα δι’ ολίγων είπωμεν, Άγγελος ήτο πράγματι εν σώματι γηϊνω και φωστήρ εις τον κόσμον απλανής, επέχων λόγον ζωής. Αλλ’ επειδή παντού συμβαίνουν σκάνδαλα και η γη είναι κυρίως τόπος σκανδάλων, συνέβησαν δε σκάνδαλα τινά και εις το Άγιον Όρος, δια τούτο άπαντες οι Πατέρες παρεκάλουν τον Άγιον να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν, δια να διασκορπίση τα σκάνδαλα δια βασιλικών διαταγών και να επαναφέρη εις τον τόπον απόλυτον ειρήνην. Ο δε Όσιος, υπακούσας εις τους λόγους των Πατέρων, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν, όπου ο βασιλεύς, μεθ’ όλης της συγκλήτου και των αρχόντων, δεξάμενοι αυτόν με πολλήν ευλάβειαν, τον υπεδέχθησαν με μεγάλην φιλοφροσύνην και ευθύς επλήρωσαν την αίτησίν του. Ότε δε ευρίσκετο εκεί ο Όσιος, ίππευσεν ημέραν τινά ένα ημίονον και μετέβαινε μεθ’ ενός Μοναχού εις τινα τόπον της Πόλεως λεγόμενον Πλατεία, δι’ υπόθεσιν τινά. Εις την οδόν εκάθητο εις επαίτης και εζήτει ελεημοσύνην. Τούτον ιδών ο Άγιος ευσπλαγχνίσθη και ητοιμάζετο να τον ελεήση. Αλλ’ ο ημίονος, ως είδε τον επαίτην, εφοβήθη και αγρίεψε, αρπάσας δε με βίαν τον Όσιον, έτρεχε κτυπών ατάκτως τους πόδας του και δεν εστάθη έως ότου έρριψε τον Άγιον εις την γην και συνέτριψεν αυτόν. Προστρέξαντες τότε Χριστιανοί τινές ανήγειραν αυτόν και τον μετέφεραν εις την κατοικίαν όπου διέμενε και ούτω, μετ’ ολίγας ημέρας, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού τη ιγ΄ (13η) του Μαϊου μηνός, εν έτει από Χριστού Γεννήσεως ακη΄ (1028). Κατά τον ενταφιασμόν του ιερού αυτού Λειψάνου πολλαί ιάσεις και θαύματα ετελέσθησαν, εις ένδειξιν της αγιότητος και της προς Θεόν παρρησίας του Οσίου και εις δόξαν του Κυρίου. Κατόπιν το ιερόν αυτού Λείψανον ανεκομίσθη εις το Άγιον Όρος και κατετέθη εις την σεβασμίαν Μονήν του Τιμίου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, η οποία ανωκοδομήθη από τούτον τον Όσιον Ευθύμιον, επονομάζεται δε νυν των Ιβήρων. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της μιας Θεότητος και Βασιλείας, Η πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου