Πέτρος και οι συν αυτώ
εορταζόμενοι κατά την σήμερον Άγιοι Μάρτυρες, εκ διαφόρων πατρίδων ορμώμενοι,
την αυτήν προς Χριστόν ωμολόγησαν πίστιν ενώπιον των τυράννων και των ίσων
ηξιώθησαν μαρτυρικών στεφάνων. Και ο μεν Πέτρος κατήγετο εκ της πόλεως
Λαμψάκου, οδηγηθείς δε προ του άρχοντος της Αβυδηνών πόλεως Δεκίου, προσετάχθη
να θυσιάση εις την Αφροδίτην.
Όμως μη πεισθείς, αλλ’ ομολογήσας τον Χριστόν, συνετρίβη καθ’ όλον το σώμα με αλύσεις και ξύλα και μαρτυρικούς τροχούς, κατά την βάσανον δε ταύτην παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβεν εκ Θεού τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον. Οι δε Άγιοι Παύλος και Ανδρέας κατήγοντο εκ της Μεσοποταμίας, στρατιώται όντες υπό τον άρχοντα Δάκνον, μετά του οποίου μετέβησαν εις τας Αθήνας. Εκεί δε ευρισκομένων, συνελήφθησαν και ερρίφθησαν εις την φυλακήν οι Άγιοι Διονύσιος και Χριστίνα, την οποίαν, βλέποντες ο Παύλος και ο Ανδρέας παρθένον ωραίαν και εις καιρόν γάμου, παρεκίνουν ταύτην εις αισχράν πράξιν. Αλλ’ η Αγία δεν εκάμφθη. Όθεν, αντί να βιάσωσιν αυτήν, μετεβλήθησαν εκείνοι δια των νουθεσιών της και επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτου ένεκα αυτοί μεν οι δύο και ο θείος Διονύσιος ελιθοβολήθησαν, η δε Αγία Χριστίνα πεσούσα επ’ αυτών απεκεφαλίσθη. Οι δε Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδιμος ήσαν Αθηναίοι και εκήρυττον τον λόγον του Ευαγγελίου παρακινούντες τους ασεβείς και τους ειδωλολάτρας να αποστραφώσι την ματαιότητα και την πλάνην των ειδώλων. Διο, συλληφθέντες, παρεδόθησαν εις τον άρχοντα και αφού πρώτον εδάρησαν δυνατά και άλλας πολλάς τιμωρίας εδοκίμασαν, κατόπιν ερρίφθησαν εντός ανημμένης καμίνου, όπου, φυλαχθέντες αβλαβείς υπό της δυνάμεως του Θεού, τελευταίον απεκεφαλίσθησαν και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του Μαρτυρίου.
Όμως μη πεισθείς, αλλ’ ομολογήσας τον Χριστόν, συνετρίβη καθ’ όλον το σώμα με αλύσεις και ξύλα και μαρτυρικούς τροχούς, κατά την βάσανον δε ταύτην παρέδωσε το πνεύμα του και έλαβεν εκ Θεού τον της αθλήσεως αμάραντον στέφανον. Οι δε Άγιοι Παύλος και Ανδρέας κατήγοντο εκ της Μεσοποταμίας, στρατιώται όντες υπό τον άρχοντα Δάκνον, μετά του οποίου μετέβησαν εις τας Αθήνας. Εκεί δε ευρισκομένων, συνελήφθησαν και ερρίφθησαν εις την φυλακήν οι Άγιοι Διονύσιος και Χριστίνα, την οποίαν, βλέποντες ο Παύλος και ο Ανδρέας παρθένον ωραίαν και εις καιρόν γάμου, παρεκίνουν ταύτην εις αισχράν πράξιν. Αλλ’ η Αγία δεν εκάμφθη. Όθεν, αντί να βιάσωσιν αυτήν, μετεβλήθησαν εκείνοι δια των νουθεσιών της και επίστευσαν εις τον Χριστόν. Τούτου ένεκα αυτοί μεν οι δύο και ο θείος Διονύσιος ελιθοβολήθησαν, η δε Αγία Χριστίνα πεσούσα επ’ αυτών απεκεφαλίσθη. Οι δε Ηράκλειος, Παυλίνος και Βενέδιμος ήσαν Αθηναίοι και εκήρυττον τον λόγον του Ευαγγελίου παρακινούντες τους ασεβείς και τους ειδωλολάτρας να αποστραφώσι την ματαιότητα και την πλάνην των ειδώλων. Διο, συλληφθέντες, παρεδόθησαν εις τον άρχοντα και αφού πρώτον εδάρησαν δυνατά και άλλας πολλάς τιμωρίας εδοκίμασαν, κατόπιν ερρίφθησαν εντός ανημμένης καμίνου, όπου, φυλαχθέντες αβλαβείς υπό της δυνάμεως του Θεού, τελευταίον απεκεφαλίσθησαν και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του Μαρτυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου