Αθανάσιος ο
αγιώτατος Επίσκοπος Χριστιανουπόλεως εγεννήθη εις Κέρκυραν το έτος 1665, εκ
γονέων ευσεβών. Ο πατήρ αυτού εκαλείτο Ανδρέας, η δε μήτηρ του Ευφροσύνη.
Επειδή δε ο πατήρ αυτού ήτο εκ των επισήμων αρχόντων της Ενετικής Διοικήσεως των
Ιονίων νήσων, μετώκησεν οικογενειακώς εις Καρύταιναν, ακολουθήσας τον τότε
κυβερνήτην της Πελοποννήσου νεοδιορισθέντα τω 1684. Διότι τότε η Πελοπόννησος
άπασα ως και αι Ιόνιοι νήσοι ήσαν υπό
την εξουσίαν των Ενετών.
Εκτός του Αγίου ο πατήρ αυτού είχε και ετέρους τρεις υιούς, εκ των οποίων ο μεν εις, νυμφευθείς, αποκατέστη εις Χριστιανούπολιν, ο δε έτερος, Αντώνιος καλούμενος, έμεινεν εις Καρύταιναν, λαβών ως σύζυγον την αυταδέλφην του τότε διασήμου αρματωλού Αθανασίου Κουλά, καπετάν Θανάση κοινώς ονομαζομένου, ο δε τρίτος, έχων κλίσιν εις τα στρατιωτικά, κατετάχθη εις το ναυτικόν Ενετικόν τάγμα. Τον δε Αναστάσιον, διότι ούτως ωνομάζετο ο Άγιος πρότερον, έχοντα μεγάλην κλίσιν προς την παιδείαν και μάλιστα την έσω, παρέδωκε παιδιόθεν εις εξόχους διδασκάλους, κατά τε την αρετήν και την παιδείαν. Το δε παιδίον, τυχών εις εξ εκείνων, τους οποίους ο Θεός προέγνω και προώρισε και εκάλεσε και εδόξασεν, επεδόθη μάλλον εις την χριστιανικήν διδασκαλίαν ή εις την θύραθεν. Διο και νέος έτι ων ησκείτο εις την εγκράτειαν, την αέναον προσευχήν, την μετάληψιν των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων, την χριστιανικήν και φιλοπροσήγορον συμπεριφοράν προς πάντας τους συναναστρεφομένους, εις την ταπείνωσιν και εν γένει εις την αποστροφήν προς πάσαν ματαιότητα. Προσεπάθει από στιγμής εις στιγμήν και από ημέρας εις ημέραν να προσθέτη εις την ψυχήν αυτού νέαν τινά χριστιανικήν αρετήν, ίνα ούτω πλησιάζη περισσότερον προς τον Θεόν. Δια τούτο και πολλάκις προσευχόμενος έλεγεν ενδομύχως το του Δαβίδ: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προ σε ήρα την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ρμβ: 8). Όταν δε έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν, ο πατήρ του ηνάγκασεν αυτόν να έλθη εις γάμον, ως τούτο συμβαίνει εις τους πλείστους εκ των ανθρώπων. Διότι καύχημα και χαράν νομίζουσιν οι γονείς να βλέπωσιν υιούς υιών και θυγατέρας θυγατέρων. Πράγματι δε τερπνόν και ευάρεστον είναι το να βλέπη τις υιούς, θυγατέρας και εγγόνους ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης αυτού, πλην όμως η παρθενία υπερβαίνει πάντα ταύτα, διότι είναι μέγα και υψηλόν αξίωμα και τοις Αγγέλοις ομότιμον. Διο και ολίγοι είναι οι ταύτην ασπαζόμενοι, ολίγιστοι δε οι δι’ αυτής σωζόμενοι. «Πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ.κ: 16). Ο Αθανάσιος λοιπόν, υπογραμμόν έχων τον θείον Παύλον και την λοιπήν των Πατέρων χορείαν και σπεύδων προς υψηλότερον βαθμόν τελειότητος, απέκρουσε την περί νυμφεύσεως πρότασιν του πατρός, προφασιζόμενος οτέ μεν το άστατον του καιρού, οτέ δε τας διαφόρους του βίου περιπετείας και ότι έπρεπε να σκεφθή ωριμώτερον. Αλλ’ ο πατήρ επέμενε να πραγματοποιήση το μελετώμενον. Όθεν και μη θέλοντος αυτού ηρραβώνισε τον Αθανάσιον μετά κόρης τινός περιφήμου πλουσίου εκ Πατρών, αναλόγου βεβαίως και της αξίας και της οικογενείας αυτού. Ότε δε ήλθεν ο καιρός των γάμων, ο πατήρ του, ημέρας τινάς ενωρίτερον, απέστειλεν αυτόν εις Ναύπλιον, την πρωτεύουσαν τότε της Πελοποννήσου, όπως ετοιμάση, κατά την συνήθειαν, τα νυμφικά ενδύματα όσον το δυνατόν καλλίτερα. Αλλ’ ο Αθανάσιος πιεζόμενος αφ’ ενός υπό του πατρός, αφ’ ετέρου δε υπεκκαιόμενος υπό του εν εαυτώ ιερού αισθήματος και αισθανόμενος μεγίστην αποστροφήν προς τα κοσμικά, ευρέθη μεταξύ σφύρας και άκμονος, δηλαδή εις αμηχανίαν και στενοχωρίαν τι να πράξη. Όθεν, ενώ επορεύετο προς το Ναύπλιον, διέταξεν εν τω μέσω της οδού τους μετ’ αυτού υπηρέτας, όπως προπορευθώσι. Παρεκκλίνας τότε ολίγον από της οδού, εισήλθεν εις Ναόν της Θεοτόκου, παρά την θέσιν Βιδώνι, και γονυπετήσας εδέετο μετά δακρύων και καρδίας συντετριμμένης, λέγων ταύτα· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, καρδίας και νεφρούς ο ετάζων και τα κρυπτά των ανθρώπων σαφώς επιστάμενος, Συ γνωρίζεις την καρδίαν μου και την θέλησίν μου. Γνωρίζεις, Κύριε καρδιογνώστα, ότι εκ κοιλίας μητρός μου Σε επόθησα και ηγάπησα. Και ήδη ο πατήρ μου με βιάζει· όθεν γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου». Ταύτα ενθέρμως αφού προσηυχήθη ο Αθανάσιος, εξηκολούθησε την πορείαν του. Όταν δε έφθασεν εις Ναύπλιον, ήρχισε να κατασκευάζη τα νυμφικά ενδύματα, αλλά πάντοτε υπό το κράτος της πάλης των λογισμών, της ψυχρότητος και της αδιαφορίας εκείνης, την οποίαν δεικνύει πας τις, όταν αισθάνεται αηδίαν και αποστροφήν προς κανέν πράγμα. Συχνότερον δε παρεκάλει τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον, ότε πλέον η θλίψις και η στενοχωρία του ηύξησεν. Ενώ λοιπόν έμελλε να αναχωρήση την επομένην, επιφαίνεται εις αυτόν καθ’ ύπνους η Υπεραγία Θεοτόκος μετά του Τιμίου Προδρόμου, λέγουσα· «Σκεύος εκλογής και υπηρέτης του Υιού μου μέλλεις να γίνης, ω Αθανάσιε. Απόστειλον λοιπόν τους δούλους μετά των νυμφικών ενδυμάτων προς τον πατέρα σου και η κόρη ας έλθη εις γάμον μετ’ άλλου ανδρός. Συ δε πορεύου εις Κωνσταντινούπολιν». Ο δε Αθανάσιος, εξυπνήσας και έντρομος γενόμενος, ανεβόησεν· «Ευλογητός ο Θεός, ο εξαγαγών με της θλίψεως και στενοχωρίας μου. Ουχί το εμόν, αλλά το του Κυρίου μου γενέσθω θέλημα». Όστις ηγάπησε τον Θεόν και ηγαπήθη υπ’ Αυτού τόσον, ώστε να αξιωθή να δοκιμάση τοιαύτην υπερφυά και ανερμήνευτον επιφάνειαν, εκείνος δύναται να εννοήση εις ποίον βαθμόν πνευματικής ευφροσύνης και ψυχικής αγαλλιάσεως ευρίσκετο, κατά την στιγμήν εκείνην, ο θεοσεβής ούτος άνθρωπος. Έγραψε λοιπόν πάραυτα επιστολήν και δια των υπηρετών αυτού απέστειλε προς τον πατέρα του. Έγραφε δε η επιστολή ταύτα· «Απόστειλον, ω πάτερ, εις την μέχρι τούδε μνηστήν μου τα νυμφικά ενδύματα και συμβούλευσον ταύτην, ίνα εκλέξη δι’ εαυτήν έτερον άνδρα προς συμβίωσιν, διότι ο Αναστάσιος αναχωρεί εις τόπον μακρινόν και ίσως ουδέποτε πλέον θα ίδη αυτόν». Ταύτα γράψας, ανεχώρησεν εις Κωνσταντινούπολιν. Εκεί γνωρισθείς μετά του Πατριάρχου Γαβριήλ, του από Χαλκηδόνος, του Σμυρναίου, το 1702, και εκδηλώσας εις αυτόν την επιθυμίαν του, ότι, δηλαδή, εφλέγετο ίνα ασπασθή το Μοναχικόν σχήμα, εζήτησεν από τον Πατριάρχην την άδειαν. Ο δε Πατριάρχης Γαβριήλ, δοκιμάσας και ιδών την σύνεσιν του ανδρός ως και την ενάρετον και αγίαν αυτού διαγωγήν, εχειροτόνησε τούτον εν τοις Πατριαρχείοις Ιεροδιάκονον και μετά τινα έτη προήγαγεν εις τον βαθμόν του Πρεσβυτέρου. Κατά δε το έτος 1711, ότε ο διάσημος εκκλησιαστικός ρήτωρ Ηλίας Μηνιάτης ήτο Ιεροκήρυξ εις Κέρκυραν, ο τότε Ενετός κυβερνήτης της Πελοποννήσου Άγγελος Έμος, γνωρίζων εκ του πλησίον τον Μηνιάτην και υπεραγαπών αυτόν δια τα έξοχα αυτού προτερήματα, επρότεινεν αυτόν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν ως υποψήφιον της τότε χηρευούσης Αρχιεπισκοπής της Χριστιανουπόλεως. Αλλ’ ο Μηνιάτης, είτε κινούμενος υπό ταπεινοφροσύνης, είτε γνωρίζων ότι, προκειμένου να επιτύχη την ωφέλειαν του πλησίον, ηδύνατο να επιτύχη τούτο καλλίτερον εις Κέρκυραν ευρισκόμενος, δεν εδέχθη την πρότασιν. Παραιτηθέντος όθεν τούτου, ο Πατριάρχης Γαβριήλ εχειροτόνησεν ως τοιούτον τον Αθανάσιον. Αναβάς λοιπόν ο Αθανάσιος εις τον μέγαν και υψηλόν της αρχιερωσύνης βαθμόν, συνησθάνθη οποίον και οπόσον βάρος εδέχθη επί των ώμων αυτού ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Όθεν ευθύς ως έφθασεν εις το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον, ενέγραψε πρώτον εν τη καρδία αυτού το «Χριστός έπαθεν υπέρ ημών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» (Α΄ Πέτρου β:21), προς δε τούτοις έχων πάντοτε και εν τη μνήμη αυτού το «Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη ούτος μέγας κληθήσεται» (Ματθ. ε:19), προσέθηκεν αρετάς επί τας αρετάς και πόνους επί των πόνων. Βλέπων, δηλαδή, ότι οι Ενετοί τότε πλαγίως κάπως επεβουλεύοντο την θρησκείαν προσπαθούντες να σύρωσιν εις τον λατινισμόν τους υπηκόους των, οδηγούντες αυτούς εις την αμάθειαν δια της απαγορεύσεως των γραμμάτων, πράγμα το οποίον ουδέ αυτοί οι άγριοι Τούρκοι έπραξαν, έστρεψε πάσαν την προσοχήν αυτού εις την κατά τους τόπους της επαρχίας του ανέγερσιν σχολείων προς εκμάθησιν των ιερών γραμμάτων. Και δια λόγων και δι’ έργων εδίδασκε τους Χριστιανούς, όπως μένωσι συαθεροί και ακλόνητοι εις την αγίαν ημών Πίστιν, την οποίαν εστερέωσε το αίμα δεκατεσσάρων εκατομμυρίων Μαρτύρων και η οποία κατενίκησε και αντέστη εις τα κατά καιρούς άγρια κύματα των διωγμών και της αθεϊας δέκα οκτώ αιώνων. Παρεκίνει δε αυτούς περιοδεύων να στέλλωσι τα τέκνα των εις τα σχολεία, των οποίων τα πλείστα δι’ ιδίων δαπανών συνίστα, διότι η κοινότης εκείνη ήτο άπορος, με τον σκοπόν όπως μανθάνοντα τα ιερά γράμματα, ως και τα Ελληνικά, στηρίζωνται εις την πατρώαν ευσέβειαν. Δια της διδασκαλίας λοιπόν και συνδρομής του Αγίου ανηγέρθησαν πολλοί κατά την επαρχίαν του χριστιανικοί Ναοί, εκ των οποίων εις είναι και ο νυν έτι σωζόμενος επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Καρυταίνη. Έδιδε δε αφθονοπαρόχως εις τους πτωχούς πάντα όσα συνήθροιζεν ως δικαιώματα υπανδρεύων κόρας πτωχάς και ορφανάς, ενδύων γυμνούς, παρηγορών τους θλιβομένους, νουθετών τους ατάκτους, επιτιμών τους απειθείς, επαναφέρων τους πεπλανημένους και καταμαλάσσων τους σκληροκαρδίους. Και δια μεν τους θρασείς και αυθάδεις ήτο μάστιξ ελέγχουσα και προσκαλούσα αυτούς εις μετάνοιαν, εις δε τους ευθείς τη καρδία και μετανοούντας μειλίχιος και πράος. Και εις μεν τους εναρέτους υπογραμμός και τύπος αρετής, εις δε τους ραθύμους και αμελείς πλήκτρον διεγερτικόν και οδός μετανοίας. Η τροφή αυτού ήτο ομοία προς την των παλαιών Αγίων Ιεραρχών, οίτινες, εκπληρούντες το παράγγελμα του θείου Αποστόλου Παύλου, ηρκούντο εις τα απολύτως μόνον αναγκαία· «Έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. στ: 8), έλεγεν ο μακάριος Παύλος. Πριν όμως αρχίσωμεν την διήγησιν των θαυμασίων, άτινα ο Θεός δια τούτου του Αγίου Ιεράρχου εποίησε, θα είπωμεν ολίγα τινά προς στερέωσιν των δυσπιστούντων, διότι πολλοί των ευσεβών ακούοντες ή και αναγινώσκοντες τα εις τα Μαρτυρολόγια και τους Βίους των Αγίων διάφορα τεράστια, τα υπό των Αγίων ανδρών ενεργηθέντα, διστάζουν και αφήνουν να αναβαίνωσιν εν τη διανοία των λογισμοί δυσπιστίας και διαλογίζονται λέγοντες· «Άραγε αληθή είναι ταύτα; Άραγε ούτως έχουσι; Μήπως είναι υπερβολαί και αποτελέσματα θεοβλαβείας»; Αλλ’ οι ταύτα διαλογιζόμενοι ας αναλάβωσι πίστιν. Διότι εάν πρόκειται περί γεγονότος, το οποίον εκάλυψεν ο χρόνος και δεν έχομεν μάρτυρας, ίσως να δικαιολογήται και κάποια αμφιβολία. Αλλ’ όταν φέρωμεν μάρτυρας ζώντας ήδη και ιδίοις όμμασιν ιδόντες τινά των θαυμάτων του Αγίου τούτου, τότε θα μείνη άραγε η ελαχίστη αμφιβολία; Τούτον βεβαίως δεν είναι επιτρεπτέον. Από καταβολής κόσμου οι άνθρωποι είναι όργανα, δια των οποίων ο Θεός εκτελεί τας βουλάς Του και δι’ ων η θεία Αυτού Πρόνοια επενεργεί εις τας μεταβολάς και τας ευχάς της ανθρωπότητος. Αλλ’ οι της Χάριτος άνθρωποι, οι Άγιοι του Θεού φίλοι, οι τον Ιησούν Χριστόν μιμηθέντες και τα ίχνη Αυτού ακολουθήσαντες, δοξάζονται δια σημείων και τεράτων και ζώντες και μετά θάνατον. Ταύτα δε τελούνται ή προς ευεργεσίαν της ανθρωπότητος και στήριξιν της αληθινής του Χριστού Πίστεως ή προς σωφρονισμόν των εν τη κακία επιμενόντων. Η Πίστις του Ιησού Χριστού κατ’ αρχάς εθριάμβευσεν ουχί δια λόγων και ανθρωπίνων επινοημάτων, αλλά δια σημείων και θαυμάτων. Όταν ο Ιησούς Χριστός απέστειλε του θεοπνεύστους Αποστόλους ίνα κηρύξωσι το Ευαγγέλιον εις πάσαν την κτίσιν, είπεν, ότι εις τους πιστεύσαντας θα επακολουθήσωσι σημεία. «Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει· εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι· καν θανάσιμον τι πίωσι ου μη αυτούς βλάψη· επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν» (Μάρκ. ιστ: 17-18). Εις δε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον λέγει ο Ιησούς· «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιωάν. ιδ: 12). Ας διηγηθώμεν λοιπόν ήδη, πρώτον, όσα ζων έπραξεν ο Άγιος, τα οποία διέσωσεν η παράδοσις, κατόπιν δε και τα μετά θάνατον. Διεσώθη εκ παραδόσεως, ότι ενώ ο Άγιος ιερούργει, πολλάκις, καθ’ ην στιγμήν εξήρχετο της ωραίας πύλης του Ιερού, ίνα εκφωνήση το «Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού…», οι καθαροί την καρδίαν και οπωσδήποτε ενάρετοι Χριστιανοί έβλεπον έμπροσθεν του στόματος αυτού φεγγοβόλον και λαμπρόν αστέρα. Κάποτε δε εις εκ των Χριστιανών, βλέπων το θαυμάσιον τούτο φαινόμενον, εξ ευλαβείας κινούμενος προς τον Άγιον, έσπευσε και είπεν εις αυτόν εκείνο το οποίον έβλεπε. Τότε ο Άγιος πλήρης ταπεινοφροσύνης λέγει προς αυτόν· «Σιώπα, διότι απατάσαι. Αντανάκλασιν φωτός, ένεκα των πολλών εν τω ναώ φώτων, βλέπεις και ουχί τοιούτον τι το οποίον λέγεις». Αφού δε εκείνος επέμενεν, ο Άγιος επετίμησεν αυτόν δριμύτατα και του έδωσεν εντολήν να μη είπη εις ουδένα τίποτε εν όσω ζη. Εις Χριστιανούπολιν υπήρχεν οικογενειάρχης τις ονόματι Χρήστος, έμπορος, θεοσεβής και γνώριμος του Αγίου. Τούτου ο υιός Παντελής μετέβη μετά δύο ίππων χάριν εμπορίου εις Πάτρας. Αλλά καθ’ οδόν τον συνέλαβον λησταί και αφού εφόνευσαν τους ίππους, έδεσαν αυτόν και απήγαγον αιχμάλωτον εις τα όρη, παραγγείλαντες δι’ ενός διαβάτου εις τους γονείς του ότι, εάν εντός δεκαπέντε ημερών δεν στείλωσι λύτρα, θα φονεύσωσι τον δέσμιον. Αλλά τα απαιτούμενα λύτρα υπερέβαινον την περιουσίαν του δυστυχούς εκείνου. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός κατέλαβε τους γονείς και αδελφούς. Προστρέχει τότε ο τεθλιμμένος πατήρ εις τον Αρχιερέα διηγούμενος την συμφοράν του. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Εις τίποτε άλλο, παιδί μου, δεν δύναμαι να σε βοηθήσω, ει μη να αναπέμψωμεν δεήσεις προς τον εύσπλαγχνον Θεόν και Εκείνος είναι μέγας και δυνατός». Και ούτως έπραξε. Την δεκάτην τετάρτην ημέραν λοιπόν το εσπέρας, ότε οι λησταί, ευθυμήσαντες, εμέθυσαν, ηπείλησαν τον αιχμάλωτον, ότι εάν έως αύριον την εσπέραν δεν έλθουν τα χρήματα, θα στείλουν εις τους γονείς του την κεφαλήν του! Ρίγος τότε κατέλαβε τον δυστυχή Παντελήν. Οι δε λησταί έθεσαν εν τω μέσω αυτών τον αιχμάλωτον σιδηροδέσμιον και εκοιμήθησαν ύπνον βαθύτατον. Περί το μεσονύκτιον βλέπει καθ’ ύπνον ο Παντελής τον Αρχιερέα, λέγοντα· «Σήκω, παιδί μου, και φύγε γρήγορα, διότι οι γονείς σου θρηνούν απαρηγόρητα»! Εξυπνήσας ο δυστυχής Παντελής εύρεν εαυτόν λελυμένον από τα δεσμά. Και εγερθείς πάραυτα διεσκέλισε τους ληστάς και έφυγε. Την επομένην, ήτις ήτο η δεκάτη Πέμπτη και τελευταία ημέρα της προθεσμίας, ο Χρήστος, μετά της συζύγου και των τέκνων, ελθόντες εις την οικίαν του Αρχιερέως, εθρήνουν και ωδύροντο απαρηγόρητοι. Τότε ο Άγιος έμπροσθεν των παρισταμένων συγκεκινημένος είπεν· «Ησύχασε, Χρήστο, και αύριον το εσπέρας ο Παντελής έρχεται». Ω των ισχυρών του Αθανασίου δεήσεων! Ο Παντελής πράγματι ήλθε και ελθών εις τον Άγιον έβρεχε τους πόδας του δια δακρύων και διηγείτο την αποκάλυψιν. Φανερόν λοιπόν είναι ότι και ζων ο Άγιος είχε λάβει παρά Θεού το χάρισμα της προοράσεως και ότι ο Θεός εισήκουσε τας δεήσεις αυτού. «Θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει, και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ:19). Περιοδεύων ποτέ ο Άγιος εις την επαρχίαν του έφθασεν εις την Μεγαλόπολιν. Εκεί ήτο Ναός της Μεταμορφώσεως, παρά τον οποίον υπήρχε λίμνη μεγάλη, ήτις ήτο πλήρης βατράχων. Μετά τον Εσπερινόν ο Άγιος έμεινεν ίνα διανυκτερεύση εκεί μετά του Διακόνου του, ως τούτο πολλάκις συνήθιζε, κατά το θέρος, χάριν ησυχίας. Καθ’ όλον όμως το διάστημα της νυκτός οι βάτραχοι εκόαζον δια της συνειθισμένης των φωνής και, ένεκα του πλήθους των, επροξένουν μέγαν θόρυβον. Όθεν μετά βίας ο Άγιος ηδυνήθη να κλείση δι’ ολίγας στιγμάς τους οφθαλμούς του. Την επαύριον, μετά την θείαν Λειτουργίαν, ότε οι Ιερείς και οι λοιποί ηρώτων τον Άγιον πως διήλθε την νύκτα εις το ύπαιθρον, ο Άγιος απεκρίθη· «Τι να σας είπω, τέκνα μου. Αυτά τα βατράχια, κακόν χρόνον νάχουν, έκαμνον τόσον θόρυβον απόψε, ώστε σχεδόν δεν εκοιμήθην». Μετά δε τον λόγον τούτον οι βάτραχοι έπαυσαν και έμειναν άφωνοι. Αλλά τότε ουδείς των περιεστώτων έδωκε προσοχήν, καθόσον οι βάτραχοι δεν κοάζουν τόσον συχνά την ημέραν όσον την νύκτα. Το άξιον όμως εκπλήξεως είναι, ότι οι βάτραχοι έκτοτε ουδέποτε πλέον ημέρας τε και νυκτός ελάλησαν, αλλά νεκρική σιγή επί της λίμνης εκράτει. Τούτο ενεποίησε μεγίστην απορίαν και έκπληξιν εις τους κατοίκους. Μετά δε δύο έτη, ότε ο Άγιος επανήλθε, το εσπέρας ουδεμίαν φωνήν βατράχου ήκουσεν. Εκ περιεργείας λοιπόν ηρώτησεν ένα εκ των Ιερέων εν μέσω της ομηγύρεως, μετά την θείαν Λειτουργίαν· «Τι έγινε το πλήθος εκείνο των βατράχων, το οποίον ηκούετο άλλοτε»; Απεκρίθη ο Ιερεύς· «Δέσποτα, από την ημέραν, ότε είπετε, κακόν χρόνον νάχουν, και δεν σας άφησαν να κοιμηθήτε, ουδέποτε πλέον ηκούσθησαν». Τότε ο Άγιος, υπομειδιών, είπε· «Και με ήκουσαν τα ευλογημένα»; Μόλις ετελείωσε την λέξιν και, ω του θαύματος! Αμέσως ήρχισαν να κοάζουν οι βάτραχοι, μέγαν θόρυβον προξενούντες, ως και πρότερον. Ζώντος έτι του Αγίου, περί τα τελευταία έτη της ζωής του, γυνή τις εκ του χωρίου Σουλιμά ήτο μάγισσα, πλανώσα πολλούς και πολλάς ψυχάς εις τον Σατανάν παραδίδουσα. Ταύτα μαθών ο Άγιος και προσκαλέσας αυτήν την επετίμησεν, ειπών να παύση τας μαγείας, να εξομολογηθή και να υποστή κανόνα των ανομημάτων της, ει δε μη θα είναι εκτός της Εκκλησίας. Η γυνή τότε, συνελθούσα και κατανυγείσα, είπεν εις τον Αρχιερέα, ότι μετανοεί εξ όλης καρδίας και επιθυμεί να την εξομολογήση ο ίδιος. Πλήρης λοιπόν ενθουσιασμού ο Άγιος επωφελήθη της ευκαιρίας όπως αρπάση εκ των δικτύων του διαβόλου την προ τόσου καιρού αιχμάλωτον ψυχήν. Εξωμολόγησε λοιπόν ταύτην, την παρηγόρησε και επέβαλεν εις αυτήν κανόνα ανάλογον των αμαρτημάτων, κατά τους θείους και ιερούς Κανόνας. Παρήγγειλε δε εις αυτήν μετά το τέλος του κανόνος να επανέλθη όπως την συγχωρήση και της δώση την άδειαν, ίνα προσέλθη και μεταλάβη των Αχράντων Μυστηρίων. Αλλ’ εν τω μεταξύ η γυνή, έκπληκτος, μανθάνει ότι ο Αρχιερεύς ασθενεί βαρέως και πρόκειται να αποθάνη! Τρέχει λοιπόν αύτη δρομαίως εις Χριστιανούπολιν, ίνα προφθάση, αλλ’ ήδη ο Άγιος είχε τελειωθή και ήτο η στιγμή καθ’ ην εκηδεύετο, φερόμενος εις τον τάφον. Διασχίσασα λοιπόν το πλήθος μεθ’ ορμής, πίπτει πρηνής επί του ιερού Λειψάνου ολολύζουσα και γοερώς θρηνούσα. Τότε οι βαστάζοντες το ιερόν Λείψανον εσταμάτησαν. Έλεγε δε η γυνή εκείνη· «Ω δυστυχία μου, τι θα γίνω η ταλαίπωρος; Διατί, Άγιε του Θεού, με άφησες την δυστυχή ασυγχώρητον; Πως θα ζήσω του λοιπού υπό τον δεσμόν του επιτιμίου; Ελέησόν με, Άγιε, και δος μοι την συγχώρησιν». Ταύτα μετά δακρύων και οιμωγών έλεγεν εκείνη. Ο δε Άγιος, παρευθύς, ω της μεγάλης σου προς Θεόν παρρησίας, Αθανάσιε! Υψώσας την χείρα ηυλόγησεν αυτήν ως να ήτο ζων. Τούτο το τεράστιον ιδόντες άπαντες οι ακολουθούντες το άγιον Λείψανον εξεπλάγησαν και εβόων· «Κύριε ελέησον»! Κατά το έτος 1834 η αντιβασιλεία του Όθωνος διέλυσε τας πλείστας Μονάς του Ελληνικού Κράτους, μεταξύ δε των άλλων συμπεριελήφθη και η εν Γορτυνία Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Κατά συνέπειαν ο τότε διοικητής έπαρχος Π. Νέγκας διέταξε δύο υπαλλήλους ίνα, μεταβάντες εις Μονήν, μεταφέρωσιν εις Δημητσάναν την κινητήν περιουσίαν αυτής. Ελθόντες όθεν οι ιεροκάπηλοι ούτοι και αναμοχλεύσαντες τα της Μονής, ήρπασαν, μεταξύ των άλλων, τα ιερά σκεύη και τα ιερά του Αγίου Λείψανα, το κιβώτιον το περιέχον το πλείστον μέρος του αγίου Λειψάνου και την Αγίαν Κάραν, εμπεριεχομένην εις ιδιαίτερον αργυρούν κιβώτιον. Και στιβάσαντες εντός ερρυπωμένων σάκκων, μετέφερον ταύτα εις το επαρχείον, όπου τα μεν κιβώτια απέθεσαν εις το υπόγειον, τους δε σάκκους εξεκένωσαν επί των σανίδων εις εν δωμάτιον. Φρίκη αληθώς κατελάμβανε πάντα ευσυνείδητον να βλέπη εδώ μεν το Άγιον Ποτήριον, εκεί δε την Ιεράν Λαβίδα, αλλού τον Σπόγγον, εις άλλο μέρος τον Δίσκον και την Λόγχην, όλα κατά γης ερριμμένα, ως να ήσαν άχρηστα αντικείμενα της αγοράς! Ως δε ήλθεν η νυξ, περί το μεσονύκτιον, κρότος φρικτός εκ των κιβωτίων ηκούσθη ως να εξερριζούτο μέγα και υψίκορμον δένδρον και ομού με τον κρότον δόνησις της οικίας, ήτις κατεπτόησε τον έπαρχον, όστις απέδωκε τούτο εις σεισμόν. Μετά δε από ολίγα λεπτά της ώρας και ενώ είχε συνέλθει ο έπαρχος και ητοιμάζετο να κατακλιθή, εκ δευτέρου έτερος κρότος παταγωδέστερος και ετέρα δόνησις σφοδροτέρα ηνάγκασαν αυτόν να εξέλθη έντρομος, ως ευρέθη, ημίγυμνος. Αμηχανών λοιπόν ο Έπαρχος και μη γνωρίζων που να πορευθή, μετέβη εις την παρακειμένην οικίαν, όπου κατώκει ο τότε διοικών την Επισκοπήν Γορτυνίας Επίσκοπος Ιγνάτιος, πρώην Αρδαμερίων, όστις εγνώριζε τα κατά τον Άγιον παρά του Επισκόπου Ανδρούσης Ιωσήφ. Κρούσας δε την θύραν εισήλθεν έντρομος και λέγει· «Φοβερόν πράγμα, Δεσπότη μου, συμβαίνει εις την οικίαν μου». Κρότος μέγας και φοβερός ηκούσθη δις εις το κατώγειον και, ομού με τον κρότον, σεισμός, ώστε παρ’ ολίγον να πέση η οικία μου». Λέγει ο Αρχιερεύς· «Περίεργον, εγώ σεισμόν δεν ήκουσα». Εγείρει τότε αμέσως τον Διάκονον και ερωτά αν ησθάνθη σεισμόν. Αλλά και αυτός είπεν όχι. Τότε ο Αρχιερεύς είπε· «Τι συμπεραίνετε λοιπόν, κύριε Νέγκα»; Λέγει εκείνος· «Σήμερον έφερον από το Μοναστήρι δύο σάκκους με μερικά πράγματα από την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου, εξ αυτών δε είναι δύο κιβώτια, εν μέγα ξύλινον και εν μικρόν αργυρούν. Είπον δε οι απεσταλμένοι, ότι περιέχουν Λείψανα». Τότε ο Επίσκοπος ανέκραξε· «Μήπως έφεραν εδώ τα Λείψανα του Αγίου Χριστιανουπόλεως»; Εις το άκουσμα των λέξεων τούτων ο έπαρχος έμεινεν άναυδος. Ευθύς τότε ο Αρχιερεύς, ενδυθείς, έσπευσεν εις το επαρχείον και καταβάς εις το υπόγειον είδε τα Λείψανα του Αγίου, τα οποία και πρότερον εγνώριζε, διότι τα είχεν επισκεφθή εις την Μονήν. Πικρώς δε επιπλήξας τον έπαρχον και ασέβειαν τούτο αποκαλέσας, μετέφερε τα Λείψανα εις τον οίκον του. Ο δε έπαρχος ώμνυεν εις Θεόν και ανθρώπους ότι η μεταφορά του αγίου Λειψάνου εγένετο εν αγνοία του. Την αυτήν εσπέραν ο Αρχιερεύς, δια του υπηρέτου, προσεκάλεσε τους Πατέρας της Μονής Αιμυαλών, εν τέταρτον της ώρας απεχούσης, οίτινες, ελθόντες λίαν πρωϊ, έλαβον και έφεραν το άγιον Λείψανον εις την Μονήν των, ενδυθέντες την ιεράν στολήν μετά φανών και θυμιαμάτων, ολίγον έξω της πόλεως, δια τον φόβον του λαού. Μετά δε την αποκατάστασιν της Μονής του Τιμίου Προδρόμου μετεκομίσθη πάλιν το ιερόν Λείψανον εν τω οικείω τόπω, πλην της κάτω σιαγόνος, την οποίαν εκράτησαν εις την Μονήν των Αιμυαλών. Του θαύματος τούτου αυτόπται μεν ήσαν ο τότε έπαρχος Π. Νέγκας, ο Επίσκοπος πρώην Αρδαμερίων Ιγνάτιος, ο εν Πειραιεί Νικόλαος Κυδωνάκης, έμπορος, γραμματεύς τότε του οικονομικού Επιτρόπου, ο εκ Τριπόλεως Αθανάσιος Συνανιώτης, πρωτοκολλητής τότε του επαρχείου, ο Επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, προς τον οποίον έγραψε ταύτα έπειτα ο πρώην Αρδαμερίων και προς τον οποίον ο αυτός Π. Νέγκας διηγήθη τούτο εν Ναυπλίω έπειτα, ότε ήτο Συνοδικός. Παρά των αυτοπτών ήκουσε και ο τότε Ηγούμενος της Μονής Αγάπιος Οικονόμου, ο Ιωάννης Κυριακός, Ελληνοδιδάσκαλος και ο εκ Στεμνίτσης ευλαβής Ιερεύς Ιωάννης Σακελλάριος. Μετά ταύτα δε διεδόθη ανά πάσαν την επαρχίαν το θαύμα τούτο του Αγίου, το οποίον και μέχρι σήμερον διηγούνται οι γέροντες εις τους νεωτέρους. Όντως δε εκπληκτικόν είναι και εκείνο το οποίον μέχρι σήμερον ενεργείται υπό του ιερού τούτου Λειψάνου. Οσάκις μέλλει να συμβή θεομηνία τις, μέλλουσα να καταστρέψη τα κτήματα της Μονής ή και όλης της επαρχίας ή καταδρομή τις γενική κατά του Έθνους ή νόσος τις φθοροποιός, η περιέχουσα το ιερόν Λείψανον λάρναξ εκπέμπει τριγμόν τινα, άλλοτε μεν ελαφρόν, άλλοτε δε σφοδρόν, αναλόγως του μεγέθους της επερχομένης συμφοράς, ώστε εκ τούτου του σημείου και πας ο μη γινώσκων, ότι εν τω Ιερώ Βήματι κείται το ιερόν Λείψανον, εάν τυχόν ακούση τον τριγμόν τούτον, ευθύς καταλαμβάνεται υπό φρίκης και τρόμου ανεξηγήτου. Τοιούτον φοβερόν ήχον τριγμού εξέφερεν, ότε κατά το έτος 1769 η Μονή έμελλε να πολιορκηθή υπό των Αλβανών, ήτις, μετά των διαφόρων ανθρώπων των εν αυτή καταφυγόντων, εσώθη ως εκ θαύματος. Τοιούτον τριγμόν εξέπεμψε και συχνάκις εξέπεμπεν ένα έτος προ της εγέρσεως της Ελληνικής Επαναστάσεως. Τοιούτος τριγμός παρά των Πατέρων ηκούσθη προ της διαλύσεως των Μονών. Τοιούτος τριγμός ηκούσθη το έτος 1849, ότε σφοδροτάτη πλημμύρα κατέστρεψε καιρίως τα κτήματα της Μονής και πλείστοι άνθρωποι και ζώα κατεπνίγησαν. Τοιούτος τριγμός ακούεται, πλην ελαφρός, οσάκις μέλλει τις των Πατέρων να αποθάνη ή οσάκις τυχόν παραμελούν να ανάψουν την κανδήλαν του Αγίου Βήματος. Το ιερόν του Αγίου Λείψανον έφερεν αρχικώς εκ Χριστιανουπόλεως εις Καρύταιναν ο εξ αγχιστείας συγγενής του Αγίου Αθανάσιος Κουλάς. Ούτος ανορύξας τον τάφον, εύρε το σώμα του Αγίου ημιλελυμένον και άρρητον ευωδίαν εκπέμπον. Κατόπιν μετέφεραν αυτό εκ Καρυταίνης εις την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου και δια το απόρθητον της Μονής και διότι η θεία Πρόνοια ούτως ηυδόκησε. Πολλά δε λέγονται τα κατά την μεταφοράν του αγίου Λειψάνου εμφανισθέντα σημεία, τα οποία, συντομίας χάριν, παραλείπομεν. Και η ευωδία, την οποίαν το άγιον τούτο Λείψανον εκπέμπει, είναι τοσούτον αισθητή, ώστε εκίνησε και κινεί την περιέργειαν πολλών μεταβάντων εν τη Μονή δηλούντων ότι αισθάνονται ευωδίαν τινά υπερκόσμιον. Ιδού λοιπόν, ευσεβείς αναγνώσται, ότι και εν Γορτυνία κέκρυπται θησαυρός μέγας, ως οι θησαυροί και στύλοι εκείνοι της Κερκύρας, Ζακύνθου και Κεφαλληνίας, όστις δια των θαυμάτων αποδεικνύει κατά καιρούς τι είναι η Ορθόδοξος Χριστιανική Πίστις. Διότι, προσκαλουμένη η του Αγίου τούτου Κάρα εις περιστάσεις καταστρεπτικάς, ήτοι δεινάς ασθενείας, εις λοιμικάς νόσους, εις ανομβρίας, εις εμφάνισιν του φθοροποιού σμήνους ακρίδων και εις άλλα παρόμοια επιφέρει ταχύτατα το ποθούμενον αίτημα και αποτέλεσμα. Όσοι δε μετά πίστεως επικαλούνται το όνομα του Αγίου ευθύς λυτρούνται εκ του επικειμένου κινδύνου. Θα ήθελε με καταλάβει ο χρόνος, εάν θελήσω να διηγηθώ τας κατά τόπους πολυειδείς του Αγίου Αθανασίου θαυματουργίας, ου ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσαι ημάς. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Εκτός του Αγίου ο πατήρ αυτού είχε και ετέρους τρεις υιούς, εκ των οποίων ο μεν εις, νυμφευθείς, αποκατέστη εις Χριστιανούπολιν, ο δε έτερος, Αντώνιος καλούμενος, έμεινεν εις Καρύταιναν, λαβών ως σύζυγον την αυταδέλφην του τότε διασήμου αρματωλού Αθανασίου Κουλά, καπετάν Θανάση κοινώς ονομαζομένου, ο δε τρίτος, έχων κλίσιν εις τα στρατιωτικά, κατετάχθη εις το ναυτικόν Ενετικόν τάγμα. Τον δε Αναστάσιον, διότι ούτως ωνομάζετο ο Άγιος πρότερον, έχοντα μεγάλην κλίσιν προς την παιδείαν και μάλιστα την έσω, παρέδωκε παιδιόθεν εις εξόχους διδασκάλους, κατά τε την αρετήν και την παιδείαν. Το δε παιδίον, τυχών εις εξ εκείνων, τους οποίους ο Θεός προέγνω και προώρισε και εκάλεσε και εδόξασεν, επεδόθη μάλλον εις την χριστιανικήν διδασκαλίαν ή εις την θύραθεν. Διο και νέος έτι ων ησκείτο εις την εγκράτειαν, την αέναον προσευχήν, την μετάληψιν των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων, την χριστιανικήν και φιλοπροσήγορον συμπεριφοράν προς πάντας τους συναναστρεφομένους, εις την ταπείνωσιν και εν γένει εις την αποστροφήν προς πάσαν ματαιότητα. Προσεπάθει από στιγμής εις στιγμήν και από ημέρας εις ημέραν να προσθέτη εις την ψυχήν αυτού νέαν τινά χριστιανικήν αρετήν, ίνα ούτω πλησιάζη περισσότερον προς τον Θεόν. Δια τούτο και πολλάκις προσευχόμενος έλεγεν ενδομύχως το του Δαβίδ: «Γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προ σε ήρα την ψυχήν μου» (Ψαλμ. ρμβ: 8). Όταν δε έφθασεν εις ανδρικήν ηλικίαν, ο πατήρ του ηνάγκασεν αυτόν να έλθη εις γάμον, ως τούτο συμβαίνει εις τους πλείστους εκ των ανθρώπων. Διότι καύχημα και χαράν νομίζουσιν οι γονείς να βλέπωσιν υιούς υιών και θυγατέρας θυγατέρων. Πράγματι δε τερπνόν και ευάρεστον είναι το να βλέπη τις υιούς, θυγατέρας και εγγόνους ως νεόφυτα ελαιών κύκλω της τραπέζης αυτού, πλην όμως η παρθενία υπερβαίνει πάντα ταύτα, διότι είναι μέγα και υψηλόν αξίωμα και τοις Αγγέλοις ομότιμον. Διο και ολίγοι είναι οι ταύτην ασπαζόμενοι, ολίγιστοι δε οι δι’ αυτής σωζόμενοι. «Πολλοί γαρ εισί κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί» (Ματθ.κ: 16). Ο Αθανάσιος λοιπόν, υπογραμμόν έχων τον θείον Παύλον και την λοιπήν των Πατέρων χορείαν και σπεύδων προς υψηλότερον βαθμόν τελειότητος, απέκρουσε την περί νυμφεύσεως πρότασιν του πατρός, προφασιζόμενος οτέ μεν το άστατον του καιρού, οτέ δε τας διαφόρους του βίου περιπετείας και ότι έπρεπε να σκεφθή ωριμώτερον. Αλλ’ ο πατήρ επέμενε να πραγματοποιήση το μελετώμενον. Όθεν και μη θέλοντος αυτού ηρραβώνισε τον Αθανάσιον μετά κόρης τινός περιφήμου πλουσίου εκ Πατρών, αναλόγου βεβαίως και της αξίας και της οικογενείας αυτού. Ότε δε ήλθεν ο καιρός των γάμων, ο πατήρ του, ημέρας τινάς ενωρίτερον, απέστειλεν αυτόν εις Ναύπλιον, την πρωτεύουσαν τότε της Πελοποννήσου, όπως ετοιμάση, κατά την συνήθειαν, τα νυμφικά ενδύματα όσον το δυνατόν καλλίτερα. Αλλ’ ο Αθανάσιος πιεζόμενος αφ’ ενός υπό του πατρός, αφ’ ετέρου δε υπεκκαιόμενος υπό του εν εαυτώ ιερού αισθήματος και αισθανόμενος μεγίστην αποστροφήν προς τα κοσμικά, ευρέθη μεταξύ σφύρας και άκμονος, δηλαδή εις αμηχανίαν και στενοχωρίαν τι να πράξη. Όθεν, ενώ επορεύετο προς το Ναύπλιον, διέταξεν εν τω μέσω της οδού τους μετ’ αυτού υπηρέτας, όπως προπορευθώσι. Παρεκκλίνας τότε ολίγον από της οδού, εισήλθεν εις Ναόν της Θεοτόκου, παρά την θέσιν Βιδώνι, και γονυπετήσας εδέετο μετά δακρύων και καρδίας συντετριμμένης, λέγων ταύτα· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, καρδίας και νεφρούς ο ετάζων και τα κρυπτά των ανθρώπων σαφώς επιστάμενος, Συ γνωρίζεις την καρδίαν μου και την θέλησίν μου. Γνωρίζεις, Κύριε καρδιογνώστα, ότι εκ κοιλίας μητρός μου Σε επόθησα και ηγάπησα. Και ήδη ο πατήρ μου με βιάζει· όθεν γνώρισόν μοι, Κύριε, οδόν εν η πορεύσομαι, ότι προς σε ήρα την ψυχήν μου». Ταύτα ενθέρμως αφού προσηυχήθη ο Αθανάσιος, εξηκολούθησε την πορείαν του. Όταν δε έφθασεν εις Ναύπλιον, ήρχισε να κατασκευάζη τα νυμφικά ενδύματα, αλλά πάντοτε υπό το κράτος της πάλης των λογισμών, της ψυχρότητος και της αδιαφορίας εκείνης, την οποίαν δεικνύει πας τις, όταν αισθάνεται αηδίαν και αποστροφήν προς κανέν πράγμα. Συχνότερον δε παρεκάλει τον Θεόν και την Υπεραγίαν Θεοτόκον, ότε πλέον η θλίψις και η στενοχωρία του ηύξησεν. Ενώ λοιπόν έμελλε να αναχωρήση την επομένην, επιφαίνεται εις αυτόν καθ’ ύπνους η Υπεραγία Θεοτόκος μετά του Τιμίου Προδρόμου, λέγουσα· «Σκεύος εκλογής και υπηρέτης του Υιού μου μέλλεις να γίνης, ω Αθανάσιε. Απόστειλον λοιπόν τους δούλους μετά των νυμφικών ενδυμάτων προς τον πατέρα σου και η κόρη ας έλθη εις γάμον μετ’ άλλου ανδρός. Συ δε πορεύου εις Κωνσταντινούπολιν». Ο δε Αθανάσιος, εξυπνήσας και έντρομος γενόμενος, ανεβόησεν· «Ευλογητός ο Θεός, ο εξαγαγών με της θλίψεως και στενοχωρίας μου. Ουχί το εμόν, αλλά το του Κυρίου μου γενέσθω θέλημα». Όστις ηγάπησε τον Θεόν και ηγαπήθη υπ’ Αυτού τόσον, ώστε να αξιωθή να δοκιμάση τοιαύτην υπερφυά και ανερμήνευτον επιφάνειαν, εκείνος δύναται να εννοήση εις ποίον βαθμόν πνευματικής ευφροσύνης και ψυχικής αγαλλιάσεως ευρίσκετο, κατά την στιγμήν εκείνην, ο θεοσεβής ούτος άνθρωπος. Έγραψε λοιπόν πάραυτα επιστολήν και δια των υπηρετών αυτού απέστειλε προς τον πατέρα του. Έγραφε δε η επιστολή ταύτα· «Απόστειλον, ω πάτερ, εις την μέχρι τούδε μνηστήν μου τα νυμφικά ενδύματα και συμβούλευσον ταύτην, ίνα εκλέξη δι’ εαυτήν έτερον άνδρα προς συμβίωσιν, διότι ο Αναστάσιος αναχωρεί εις τόπον μακρινόν και ίσως ουδέποτε πλέον θα ίδη αυτόν». Ταύτα γράψας, ανεχώρησεν εις Κωνσταντινούπολιν. Εκεί γνωρισθείς μετά του Πατριάρχου Γαβριήλ, του από Χαλκηδόνος, του Σμυρναίου, το 1702, και εκδηλώσας εις αυτόν την επιθυμίαν του, ότι, δηλαδή, εφλέγετο ίνα ασπασθή το Μοναχικόν σχήμα, εζήτησεν από τον Πατριάρχην την άδειαν. Ο δε Πατριάρχης Γαβριήλ, δοκιμάσας και ιδών την σύνεσιν του ανδρός ως και την ενάρετον και αγίαν αυτού διαγωγήν, εχειροτόνησε τούτον εν τοις Πατριαρχείοις Ιεροδιάκονον και μετά τινα έτη προήγαγεν εις τον βαθμόν του Πρεσβυτέρου. Κατά δε το έτος 1711, ότε ο διάσημος εκκλησιαστικός ρήτωρ Ηλίας Μηνιάτης ήτο Ιεροκήρυξ εις Κέρκυραν, ο τότε Ενετός κυβερνήτης της Πελοποννήσου Άγγελος Έμος, γνωρίζων εκ του πλησίον τον Μηνιάτην και υπεραγαπών αυτόν δια τα έξοχα αυτού προτερήματα, επρότεινεν αυτόν εις την Μεγάλην Εκκλησίαν ως υποψήφιον της τότε χηρευούσης Αρχιεπισκοπής της Χριστιανουπόλεως. Αλλ’ ο Μηνιάτης, είτε κινούμενος υπό ταπεινοφροσύνης, είτε γνωρίζων ότι, προκειμένου να επιτύχη την ωφέλειαν του πλησίον, ηδύνατο να επιτύχη τούτο καλλίτερον εις Κέρκυραν ευρισκόμενος, δεν εδέχθη την πρότασιν. Παραιτηθέντος όθεν τούτου, ο Πατριάρχης Γαβριήλ εχειροτόνησεν ως τοιούτον τον Αθανάσιον. Αναβάς λοιπόν ο Αθανάσιος εις τον μέγαν και υψηλόν της αρχιερωσύνης βαθμόν, συνησθάνθη οποίον και οπόσον βάρος εδέχθη επί των ώμων αυτού ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Όθεν ευθύς ως έφθασεν εις το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον, ενέγραψε πρώτον εν τη καρδία αυτού το «Χριστός έπαθεν υπέρ ημών, υμίν υπολιμπάνων υπογραμμόν, ίνα επακολουθήσητε τοις ίχνεσιν αυτού» (Α΄ Πέτρου β:21), προς δε τούτοις έχων πάντοτε και εν τη μνήμη αυτού το «Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη ούτος μέγας κληθήσεται» (Ματθ. ε:19), προσέθηκεν αρετάς επί τας αρετάς και πόνους επί των πόνων. Βλέπων, δηλαδή, ότι οι Ενετοί τότε πλαγίως κάπως επεβουλεύοντο την θρησκείαν προσπαθούντες να σύρωσιν εις τον λατινισμόν τους υπηκόους των, οδηγούντες αυτούς εις την αμάθειαν δια της απαγορεύσεως των γραμμάτων, πράγμα το οποίον ουδέ αυτοί οι άγριοι Τούρκοι έπραξαν, έστρεψε πάσαν την προσοχήν αυτού εις την κατά τους τόπους της επαρχίας του ανέγερσιν σχολείων προς εκμάθησιν των ιερών γραμμάτων. Και δια λόγων και δι’ έργων εδίδασκε τους Χριστιανούς, όπως μένωσι συαθεροί και ακλόνητοι εις την αγίαν ημών Πίστιν, την οποίαν εστερέωσε το αίμα δεκατεσσάρων εκατομμυρίων Μαρτύρων και η οποία κατενίκησε και αντέστη εις τα κατά καιρούς άγρια κύματα των διωγμών και της αθεϊας δέκα οκτώ αιώνων. Παρεκίνει δε αυτούς περιοδεύων να στέλλωσι τα τέκνα των εις τα σχολεία, των οποίων τα πλείστα δι’ ιδίων δαπανών συνίστα, διότι η κοινότης εκείνη ήτο άπορος, με τον σκοπόν όπως μανθάνοντα τα ιερά γράμματα, ως και τα Ελληνικά, στηρίζωνται εις την πατρώαν ευσέβειαν. Δια της διδασκαλίας λοιπόν και συνδρομής του Αγίου ανηγέρθησαν πολλοί κατά την επαρχίαν του χριστιανικοί Ναοί, εκ των οποίων εις είναι και ο νυν έτι σωζόμενος επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Καρυταίνη. Έδιδε δε αφθονοπαρόχως εις τους πτωχούς πάντα όσα συνήθροιζεν ως δικαιώματα υπανδρεύων κόρας πτωχάς και ορφανάς, ενδύων γυμνούς, παρηγορών τους θλιβομένους, νουθετών τους ατάκτους, επιτιμών τους απειθείς, επαναφέρων τους πεπλανημένους και καταμαλάσσων τους σκληροκαρδίους. Και δια μεν τους θρασείς και αυθάδεις ήτο μάστιξ ελέγχουσα και προσκαλούσα αυτούς εις μετάνοιαν, εις δε τους ευθείς τη καρδία και μετανοούντας μειλίχιος και πράος. Και εις μεν τους εναρέτους υπογραμμός και τύπος αρετής, εις δε τους ραθύμους και αμελείς πλήκτρον διεγερτικόν και οδός μετανοίας. Η τροφή αυτού ήτο ομοία προς την των παλαιών Αγίων Ιεραρχών, οίτινες, εκπληρούντες το παράγγελμα του θείου Αποστόλου Παύλου, ηρκούντο εις τα απολύτως μόνον αναγκαία· «Έχοντες δε διατροφάς και σκεπάσματα τούτοις αρκεσθησόμεθα» (Α΄ Τιμ. στ: 8), έλεγεν ο μακάριος Παύλος. Πριν όμως αρχίσωμεν την διήγησιν των θαυμασίων, άτινα ο Θεός δια τούτου του Αγίου Ιεράρχου εποίησε, θα είπωμεν ολίγα τινά προς στερέωσιν των δυσπιστούντων, διότι πολλοί των ευσεβών ακούοντες ή και αναγινώσκοντες τα εις τα Μαρτυρολόγια και τους Βίους των Αγίων διάφορα τεράστια, τα υπό των Αγίων ανδρών ενεργηθέντα, διστάζουν και αφήνουν να αναβαίνωσιν εν τη διανοία των λογισμοί δυσπιστίας και διαλογίζονται λέγοντες· «Άραγε αληθή είναι ταύτα; Άραγε ούτως έχουσι; Μήπως είναι υπερβολαί και αποτελέσματα θεοβλαβείας»; Αλλ’ οι ταύτα διαλογιζόμενοι ας αναλάβωσι πίστιν. Διότι εάν πρόκειται περί γεγονότος, το οποίον εκάλυψεν ο χρόνος και δεν έχομεν μάρτυρας, ίσως να δικαιολογήται και κάποια αμφιβολία. Αλλ’ όταν φέρωμεν μάρτυρας ζώντας ήδη και ιδίοις όμμασιν ιδόντες τινά των θαυμάτων του Αγίου τούτου, τότε θα μείνη άραγε η ελαχίστη αμφιβολία; Τούτον βεβαίως δεν είναι επιτρεπτέον. Από καταβολής κόσμου οι άνθρωποι είναι όργανα, δια των οποίων ο Θεός εκτελεί τας βουλάς Του και δι’ ων η θεία Αυτού Πρόνοια επενεργεί εις τας μεταβολάς και τας ευχάς της ανθρωπότητος. Αλλ’ οι της Χάριτος άνθρωποι, οι Άγιοι του Θεού φίλοι, οι τον Ιησούν Χριστόν μιμηθέντες και τα ίχνη Αυτού ακολουθήσαντες, δοξάζονται δια σημείων και τεράτων και ζώντες και μετά θάνατον. Ταύτα δε τελούνται ή προς ευεργεσίαν της ανθρωπότητος και στήριξιν της αληθινής του Χριστού Πίστεως ή προς σωφρονισμόν των εν τη κακία επιμενόντων. Η Πίστις του Ιησού Χριστού κατ’ αρχάς εθριάμβευσεν ουχί δια λόγων και ανθρωπίνων επινοημάτων, αλλά δια σημείων και θαυμάτων. Όταν ο Ιησούς Χριστός απέστειλε του θεοπνεύστους Αποστόλους ίνα κηρύξωσι το Ευαγγέλιον εις πάσαν την κτίσιν, είπεν, ότι εις τους πιστεύσαντας θα επακολουθήσωσι σημεία. «Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει· εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσαις λαλήσουσι καιναίς, όφεις αρούσι· καν θανάσιμον τι πίωσι ου μη αυτούς βλάψη· επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσιν» (Μάρκ. ιστ: 17-18). Εις δε το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον λέγει ο Ιησούς· «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα α εγώ ποιώ κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει» (Ιωάν. ιδ: 12). Ας διηγηθώμεν λοιπόν ήδη, πρώτον, όσα ζων έπραξεν ο Άγιος, τα οποία διέσωσεν η παράδοσις, κατόπιν δε και τα μετά θάνατον. Διεσώθη εκ παραδόσεως, ότι ενώ ο Άγιος ιερούργει, πολλάκις, καθ’ ην στιγμήν εξήρχετο της ωραίας πύλης του Ιερού, ίνα εκφωνήση το «Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού…», οι καθαροί την καρδίαν και οπωσδήποτε ενάρετοι Χριστιανοί έβλεπον έμπροσθεν του στόματος αυτού φεγγοβόλον και λαμπρόν αστέρα. Κάποτε δε εις εκ των Χριστιανών, βλέπων το θαυμάσιον τούτο φαινόμενον, εξ ευλαβείας κινούμενος προς τον Άγιον, έσπευσε και είπεν εις αυτόν εκείνο το οποίον έβλεπε. Τότε ο Άγιος πλήρης ταπεινοφροσύνης λέγει προς αυτόν· «Σιώπα, διότι απατάσαι. Αντανάκλασιν φωτός, ένεκα των πολλών εν τω ναώ φώτων, βλέπεις και ουχί τοιούτον τι το οποίον λέγεις». Αφού δε εκείνος επέμενεν, ο Άγιος επετίμησεν αυτόν δριμύτατα και του έδωσεν εντολήν να μη είπη εις ουδένα τίποτε εν όσω ζη. Εις Χριστιανούπολιν υπήρχεν οικογενειάρχης τις ονόματι Χρήστος, έμπορος, θεοσεβής και γνώριμος του Αγίου. Τούτου ο υιός Παντελής μετέβη μετά δύο ίππων χάριν εμπορίου εις Πάτρας. Αλλά καθ’ οδόν τον συνέλαβον λησταί και αφού εφόνευσαν τους ίππους, έδεσαν αυτόν και απήγαγον αιχμάλωτον εις τα όρη, παραγγείλαντες δι’ ενός διαβάτου εις τους γονείς του ότι, εάν εντός δεκαπέντε ημερών δεν στείλωσι λύτρα, θα φονεύσωσι τον δέσμιον. Αλλά τα απαιτούμενα λύτρα υπερέβαινον την περιουσίαν του δυστυχούς εκείνου. Θρήνος, κλαυθμός και οδυρμός κατέλαβε τους γονείς και αδελφούς. Προστρέχει τότε ο τεθλιμμένος πατήρ εις τον Αρχιερέα διηγούμενος την συμφοράν του. Ο δε Άγιος είπε προς αυτόν· «Εις τίποτε άλλο, παιδί μου, δεν δύναμαι να σε βοηθήσω, ει μη να αναπέμψωμεν δεήσεις προς τον εύσπλαγχνον Θεόν και Εκείνος είναι μέγας και δυνατός». Και ούτως έπραξε. Την δεκάτην τετάρτην ημέραν λοιπόν το εσπέρας, ότε οι λησταί, ευθυμήσαντες, εμέθυσαν, ηπείλησαν τον αιχμάλωτον, ότι εάν έως αύριον την εσπέραν δεν έλθουν τα χρήματα, θα στείλουν εις τους γονείς του την κεφαλήν του! Ρίγος τότε κατέλαβε τον δυστυχή Παντελήν. Οι δε λησταί έθεσαν εν τω μέσω αυτών τον αιχμάλωτον σιδηροδέσμιον και εκοιμήθησαν ύπνον βαθύτατον. Περί το μεσονύκτιον βλέπει καθ’ ύπνον ο Παντελής τον Αρχιερέα, λέγοντα· «Σήκω, παιδί μου, και φύγε γρήγορα, διότι οι γονείς σου θρηνούν απαρηγόρητα»! Εξυπνήσας ο δυστυχής Παντελής εύρεν εαυτόν λελυμένον από τα δεσμά. Και εγερθείς πάραυτα διεσκέλισε τους ληστάς και έφυγε. Την επομένην, ήτις ήτο η δεκάτη Πέμπτη και τελευταία ημέρα της προθεσμίας, ο Χρήστος, μετά της συζύγου και των τέκνων, ελθόντες εις την οικίαν του Αρχιερέως, εθρήνουν και ωδύροντο απαρηγόρητοι. Τότε ο Άγιος έμπροσθεν των παρισταμένων συγκεκινημένος είπεν· «Ησύχασε, Χρήστο, και αύριον το εσπέρας ο Παντελής έρχεται». Ω των ισχυρών του Αθανασίου δεήσεων! Ο Παντελής πράγματι ήλθε και ελθών εις τον Άγιον έβρεχε τους πόδας του δια δακρύων και διηγείτο την αποκάλυψιν. Φανερόν λοιπόν είναι ότι και ζων ο Άγιος είχε λάβει παρά Θεού το χάρισμα της προοράσεως και ότι ο Θεός εισήκουσε τας δεήσεις αυτού. «Θέλημα των φοβουμένων Αυτόν ποιήσει, και της δεήσεως αυτών εισακούσεται» (Ψαλμ. ρμδ:19). Περιοδεύων ποτέ ο Άγιος εις την επαρχίαν του έφθασεν εις την Μεγαλόπολιν. Εκεί ήτο Ναός της Μεταμορφώσεως, παρά τον οποίον υπήρχε λίμνη μεγάλη, ήτις ήτο πλήρης βατράχων. Μετά τον Εσπερινόν ο Άγιος έμεινεν ίνα διανυκτερεύση εκεί μετά του Διακόνου του, ως τούτο πολλάκις συνήθιζε, κατά το θέρος, χάριν ησυχίας. Καθ’ όλον όμως το διάστημα της νυκτός οι βάτραχοι εκόαζον δια της συνειθισμένης των φωνής και, ένεκα του πλήθους των, επροξένουν μέγαν θόρυβον. Όθεν μετά βίας ο Άγιος ηδυνήθη να κλείση δι’ ολίγας στιγμάς τους οφθαλμούς του. Την επαύριον, μετά την θείαν Λειτουργίαν, ότε οι Ιερείς και οι λοιποί ηρώτων τον Άγιον πως διήλθε την νύκτα εις το ύπαιθρον, ο Άγιος απεκρίθη· «Τι να σας είπω, τέκνα μου. Αυτά τα βατράχια, κακόν χρόνον νάχουν, έκαμνον τόσον θόρυβον απόψε, ώστε σχεδόν δεν εκοιμήθην». Μετά δε τον λόγον τούτον οι βάτραχοι έπαυσαν και έμειναν άφωνοι. Αλλά τότε ουδείς των περιεστώτων έδωκε προσοχήν, καθόσον οι βάτραχοι δεν κοάζουν τόσον συχνά την ημέραν όσον την νύκτα. Το άξιον όμως εκπλήξεως είναι, ότι οι βάτραχοι έκτοτε ουδέποτε πλέον ημέρας τε και νυκτός ελάλησαν, αλλά νεκρική σιγή επί της λίμνης εκράτει. Τούτο ενεποίησε μεγίστην απορίαν και έκπληξιν εις τους κατοίκους. Μετά δε δύο έτη, ότε ο Άγιος επανήλθε, το εσπέρας ουδεμίαν φωνήν βατράχου ήκουσεν. Εκ περιεργείας λοιπόν ηρώτησεν ένα εκ των Ιερέων εν μέσω της ομηγύρεως, μετά την θείαν Λειτουργίαν· «Τι έγινε το πλήθος εκείνο των βατράχων, το οποίον ηκούετο άλλοτε»; Απεκρίθη ο Ιερεύς· «Δέσποτα, από την ημέραν, ότε είπετε, κακόν χρόνον νάχουν, και δεν σας άφησαν να κοιμηθήτε, ουδέποτε πλέον ηκούσθησαν». Τότε ο Άγιος, υπομειδιών, είπε· «Και με ήκουσαν τα ευλογημένα»; Μόλις ετελείωσε την λέξιν και, ω του θαύματος! Αμέσως ήρχισαν να κοάζουν οι βάτραχοι, μέγαν θόρυβον προξενούντες, ως και πρότερον. Ζώντος έτι του Αγίου, περί τα τελευταία έτη της ζωής του, γυνή τις εκ του χωρίου Σουλιμά ήτο μάγισσα, πλανώσα πολλούς και πολλάς ψυχάς εις τον Σατανάν παραδίδουσα. Ταύτα μαθών ο Άγιος και προσκαλέσας αυτήν την επετίμησεν, ειπών να παύση τας μαγείας, να εξομολογηθή και να υποστή κανόνα των ανομημάτων της, ει δε μη θα είναι εκτός της Εκκλησίας. Η γυνή τότε, συνελθούσα και κατανυγείσα, είπεν εις τον Αρχιερέα, ότι μετανοεί εξ όλης καρδίας και επιθυμεί να την εξομολογήση ο ίδιος. Πλήρης λοιπόν ενθουσιασμού ο Άγιος επωφελήθη της ευκαιρίας όπως αρπάση εκ των δικτύων του διαβόλου την προ τόσου καιρού αιχμάλωτον ψυχήν. Εξωμολόγησε λοιπόν ταύτην, την παρηγόρησε και επέβαλεν εις αυτήν κανόνα ανάλογον των αμαρτημάτων, κατά τους θείους και ιερούς Κανόνας. Παρήγγειλε δε εις αυτήν μετά το τέλος του κανόνος να επανέλθη όπως την συγχωρήση και της δώση την άδειαν, ίνα προσέλθη και μεταλάβη των Αχράντων Μυστηρίων. Αλλ’ εν τω μεταξύ η γυνή, έκπληκτος, μανθάνει ότι ο Αρχιερεύς ασθενεί βαρέως και πρόκειται να αποθάνη! Τρέχει λοιπόν αύτη δρομαίως εις Χριστιανούπολιν, ίνα προφθάση, αλλ’ ήδη ο Άγιος είχε τελειωθή και ήτο η στιγμή καθ’ ην εκηδεύετο, φερόμενος εις τον τάφον. Διασχίσασα λοιπόν το πλήθος μεθ’ ορμής, πίπτει πρηνής επί του ιερού Λειψάνου ολολύζουσα και γοερώς θρηνούσα. Τότε οι βαστάζοντες το ιερόν Λείψανον εσταμάτησαν. Έλεγε δε η γυνή εκείνη· «Ω δυστυχία μου, τι θα γίνω η ταλαίπωρος; Διατί, Άγιε του Θεού, με άφησες την δυστυχή ασυγχώρητον; Πως θα ζήσω του λοιπού υπό τον δεσμόν του επιτιμίου; Ελέησόν με, Άγιε, και δος μοι την συγχώρησιν». Ταύτα μετά δακρύων και οιμωγών έλεγεν εκείνη. Ο δε Άγιος, παρευθύς, ω της μεγάλης σου προς Θεόν παρρησίας, Αθανάσιε! Υψώσας την χείρα ηυλόγησεν αυτήν ως να ήτο ζων. Τούτο το τεράστιον ιδόντες άπαντες οι ακολουθούντες το άγιον Λείψανον εξεπλάγησαν και εβόων· «Κύριε ελέησον»! Κατά το έτος 1834 η αντιβασιλεία του Όθωνος διέλυσε τας πλείστας Μονάς του Ελληνικού Κράτους, μεταξύ δε των άλλων συμπεριελήφθη και η εν Γορτυνία Μονή του Τιμίου Προδρόμου. Κατά συνέπειαν ο τότε διοικητής έπαρχος Π. Νέγκας διέταξε δύο υπαλλήλους ίνα, μεταβάντες εις Μονήν, μεταφέρωσιν εις Δημητσάναν την κινητήν περιουσίαν αυτής. Ελθόντες όθεν οι ιεροκάπηλοι ούτοι και αναμοχλεύσαντες τα της Μονής, ήρπασαν, μεταξύ των άλλων, τα ιερά σκεύη και τα ιερά του Αγίου Λείψανα, το κιβώτιον το περιέχον το πλείστον μέρος του αγίου Λειψάνου και την Αγίαν Κάραν, εμπεριεχομένην εις ιδιαίτερον αργυρούν κιβώτιον. Και στιβάσαντες εντός ερρυπωμένων σάκκων, μετέφερον ταύτα εις το επαρχείον, όπου τα μεν κιβώτια απέθεσαν εις το υπόγειον, τους δε σάκκους εξεκένωσαν επί των σανίδων εις εν δωμάτιον. Φρίκη αληθώς κατελάμβανε πάντα ευσυνείδητον να βλέπη εδώ μεν το Άγιον Ποτήριον, εκεί δε την Ιεράν Λαβίδα, αλλού τον Σπόγγον, εις άλλο μέρος τον Δίσκον και την Λόγχην, όλα κατά γης ερριμμένα, ως να ήσαν άχρηστα αντικείμενα της αγοράς! Ως δε ήλθεν η νυξ, περί το μεσονύκτιον, κρότος φρικτός εκ των κιβωτίων ηκούσθη ως να εξερριζούτο μέγα και υψίκορμον δένδρον και ομού με τον κρότον δόνησις της οικίας, ήτις κατεπτόησε τον έπαρχον, όστις απέδωκε τούτο εις σεισμόν. Μετά δε από ολίγα λεπτά της ώρας και ενώ είχε συνέλθει ο έπαρχος και ητοιμάζετο να κατακλιθή, εκ δευτέρου έτερος κρότος παταγωδέστερος και ετέρα δόνησις σφοδροτέρα ηνάγκασαν αυτόν να εξέλθη έντρομος, ως ευρέθη, ημίγυμνος. Αμηχανών λοιπόν ο Έπαρχος και μη γνωρίζων που να πορευθή, μετέβη εις την παρακειμένην οικίαν, όπου κατώκει ο τότε διοικών την Επισκοπήν Γορτυνίας Επίσκοπος Ιγνάτιος, πρώην Αρδαμερίων, όστις εγνώριζε τα κατά τον Άγιον παρά του Επισκόπου Ανδρούσης Ιωσήφ. Κρούσας δε την θύραν εισήλθεν έντρομος και λέγει· «Φοβερόν πράγμα, Δεσπότη μου, συμβαίνει εις την οικίαν μου». Κρότος μέγας και φοβερός ηκούσθη δις εις το κατώγειον και, ομού με τον κρότον, σεισμός, ώστε παρ’ ολίγον να πέση η οικία μου». Λέγει ο Αρχιερεύς· «Περίεργον, εγώ σεισμόν δεν ήκουσα». Εγείρει τότε αμέσως τον Διάκονον και ερωτά αν ησθάνθη σεισμόν. Αλλά και αυτός είπεν όχι. Τότε ο Αρχιερεύς είπε· «Τι συμπεραίνετε λοιπόν, κύριε Νέγκα»; Λέγει εκείνος· «Σήμερον έφερον από το Μοναστήρι δύο σάκκους με μερικά πράγματα από την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου, εξ αυτών δε είναι δύο κιβώτια, εν μέγα ξύλινον και εν μικρόν αργυρούν. Είπον δε οι απεσταλμένοι, ότι περιέχουν Λείψανα». Τότε ο Επίσκοπος ανέκραξε· «Μήπως έφεραν εδώ τα Λείψανα του Αγίου Χριστιανουπόλεως»; Εις το άκουσμα των λέξεων τούτων ο έπαρχος έμεινεν άναυδος. Ευθύς τότε ο Αρχιερεύς, ενδυθείς, έσπευσεν εις το επαρχείον και καταβάς εις το υπόγειον είδε τα Λείψανα του Αγίου, τα οποία και πρότερον εγνώριζε, διότι τα είχεν επισκεφθή εις την Μονήν. Πικρώς δε επιπλήξας τον έπαρχον και ασέβειαν τούτο αποκαλέσας, μετέφερε τα Λείψανα εις τον οίκον του. Ο δε έπαρχος ώμνυεν εις Θεόν και ανθρώπους ότι η μεταφορά του αγίου Λειψάνου εγένετο εν αγνοία του. Την αυτήν εσπέραν ο Αρχιερεύς, δια του υπηρέτου, προσεκάλεσε τους Πατέρας της Μονής Αιμυαλών, εν τέταρτον της ώρας απεχούσης, οίτινες, ελθόντες λίαν πρωϊ, έλαβον και έφεραν το άγιον Λείψανον εις την Μονήν των, ενδυθέντες την ιεράν στολήν μετά φανών και θυμιαμάτων, ολίγον έξω της πόλεως, δια τον φόβον του λαού. Μετά δε την αποκατάστασιν της Μονής του Τιμίου Προδρόμου μετεκομίσθη πάλιν το ιερόν Λείψανον εν τω οικείω τόπω, πλην της κάτω σιαγόνος, την οποίαν εκράτησαν εις την Μονήν των Αιμυαλών. Του θαύματος τούτου αυτόπται μεν ήσαν ο τότε έπαρχος Π. Νέγκας, ο Επίσκοπος πρώην Αρδαμερίων Ιγνάτιος, ο εν Πειραιεί Νικόλαος Κυδωνάκης, έμπορος, γραμματεύς τότε του οικονομικού Επιτρόπου, ο εκ Τριπόλεως Αθανάσιος Συνανιώτης, πρωτοκολλητής τότε του επαρχείου, ο Επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ, προς τον οποίον έγραψε ταύτα έπειτα ο πρώην Αρδαμερίων και προς τον οποίον ο αυτός Π. Νέγκας διηγήθη τούτο εν Ναυπλίω έπειτα, ότε ήτο Συνοδικός. Παρά των αυτοπτών ήκουσε και ο τότε Ηγούμενος της Μονής Αγάπιος Οικονόμου, ο Ιωάννης Κυριακός, Ελληνοδιδάσκαλος και ο εκ Στεμνίτσης ευλαβής Ιερεύς Ιωάννης Σακελλάριος. Μετά ταύτα δε διεδόθη ανά πάσαν την επαρχίαν το θαύμα τούτο του Αγίου, το οποίον και μέχρι σήμερον διηγούνται οι γέροντες εις τους νεωτέρους. Όντως δε εκπληκτικόν είναι και εκείνο το οποίον μέχρι σήμερον ενεργείται υπό του ιερού τούτου Λειψάνου. Οσάκις μέλλει να συμβή θεομηνία τις, μέλλουσα να καταστρέψη τα κτήματα της Μονής ή και όλης της επαρχίας ή καταδρομή τις γενική κατά του Έθνους ή νόσος τις φθοροποιός, η περιέχουσα το ιερόν Λείψανον λάρναξ εκπέμπει τριγμόν τινα, άλλοτε μεν ελαφρόν, άλλοτε δε σφοδρόν, αναλόγως του μεγέθους της επερχομένης συμφοράς, ώστε εκ τούτου του σημείου και πας ο μη γινώσκων, ότι εν τω Ιερώ Βήματι κείται το ιερόν Λείψανον, εάν τυχόν ακούση τον τριγμόν τούτον, ευθύς καταλαμβάνεται υπό φρίκης και τρόμου ανεξηγήτου. Τοιούτον φοβερόν ήχον τριγμού εξέφερεν, ότε κατά το έτος 1769 η Μονή έμελλε να πολιορκηθή υπό των Αλβανών, ήτις, μετά των διαφόρων ανθρώπων των εν αυτή καταφυγόντων, εσώθη ως εκ θαύματος. Τοιούτον τριγμόν εξέπεμψε και συχνάκις εξέπεμπεν ένα έτος προ της εγέρσεως της Ελληνικής Επαναστάσεως. Τοιούτος τριγμός παρά των Πατέρων ηκούσθη προ της διαλύσεως των Μονών. Τοιούτος τριγμός ηκούσθη το έτος 1849, ότε σφοδροτάτη πλημμύρα κατέστρεψε καιρίως τα κτήματα της Μονής και πλείστοι άνθρωποι και ζώα κατεπνίγησαν. Τοιούτος τριγμός ακούεται, πλην ελαφρός, οσάκις μέλλει τις των Πατέρων να αποθάνη ή οσάκις τυχόν παραμελούν να ανάψουν την κανδήλαν του Αγίου Βήματος. Το ιερόν του Αγίου Λείψανον έφερεν αρχικώς εκ Χριστιανουπόλεως εις Καρύταιναν ο εξ αγχιστείας συγγενής του Αγίου Αθανάσιος Κουλάς. Ούτος ανορύξας τον τάφον, εύρε το σώμα του Αγίου ημιλελυμένον και άρρητον ευωδίαν εκπέμπον. Κατόπιν μετέφεραν αυτό εκ Καρυταίνης εις την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου και δια το απόρθητον της Μονής και διότι η θεία Πρόνοια ούτως ηυδόκησε. Πολλά δε λέγονται τα κατά την μεταφοράν του αγίου Λειψάνου εμφανισθέντα σημεία, τα οποία, συντομίας χάριν, παραλείπομεν. Και η ευωδία, την οποίαν το άγιον τούτο Λείψανον εκπέμπει, είναι τοσούτον αισθητή, ώστε εκίνησε και κινεί την περιέργειαν πολλών μεταβάντων εν τη Μονή δηλούντων ότι αισθάνονται ευωδίαν τινά υπερκόσμιον. Ιδού λοιπόν, ευσεβείς αναγνώσται, ότι και εν Γορτυνία κέκρυπται θησαυρός μέγας, ως οι θησαυροί και στύλοι εκείνοι της Κερκύρας, Ζακύνθου και Κεφαλληνίας, όστις δια των θαυμάτων αποδεικνύει κατά καιρούς τι είναι η Ορθόδοξος Χριστιανική Πίστις. Διότι, προσκαλουμένη η του Αγίου τούτου Κάρα εις περιστάσεις καταστρεπτικάς, ήτοι δεινάς ασθενείας, εις λοιμικάς νόσους, εις ανομβρίας, εις εμφάνισιν του φθοροποιού σμήνους ακρίδων και εις άλλα παρόμοια επιφέρει ταχύτατα το ποθούμενον αίτημα και αποτέλεσμα. Όσοι δε μετά πίστεως επικαλούνται το όνομα του Αγίου ευθύς λυτρούνται εκ του επικειμένου κινδύνου. Θα ήθελε με καταλάβει ο χρόνος, εάν θελήσω να διηγηθώ τας κατά τόπους πολυειδείς του Αγίου Αθανασίου θαυματουργίας, ου ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσαι ημάς. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου