Σολόχων, Παμφαμήρ και Παμφυλών οι Άγιοι Μάρτυρες ήκμασαν κατά τους
χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπστ΄ - τε΄ (286
– 305), κατήγοντο δε εκ της Αιγύπτου, στρατιώται όντες το επάγγελμα υπό
τριβούνον Καμπανόν ονομαζόμενον, μετά χιλίων άλλων στρατιωτών. Αναχωρήσαντες δε
εκ της Αιγύπτου μετά του ρηθέντος Καμπανού, επορεύθησαν εις την Χαλκηδόνα.
Επειδή δε διέταξεν ο βασιλεύς ίνα έκαστος αρχιστράτηγος αναγκάζη τους υπ’ αυτόν στρατιώτας να θυσιάζωσιν εις τα είδωλα, δια τούτο ο Καμπανός εβίαζε και αυτός τους στρατιώτας του να εκτελέσωσι την προσταγήν του βασιλέως. Όλοι λοιπόν οι στρατιώται επείσθησαν, μόνον δε οι τρεις ούτοι αντέστησαν. Ο Σολόχων, ο Παμφαμήρ και ο Παμφυλών, κηρύττοντες εαυτούς Χριστιανούς και λέγοντες μετά πεποιθήσεως, ότι οιανδήποτε και αν λάβωσι βάσανον, δεν θα αρνηθώσι τον Χριστόν, αλλά μέχρι θανάτου θα επιμείνωσιν εις την τούτου Πίστιν. Τούτου ένεκα τόσον πολύ εδάρησαν και ετιμωρήθησαν οι αοίδιμοι, ώστε εξωγκώθησαν αι ωμοπλάται των και οι όγκοι των χειροτερεύσαντες ανήλθον υπεράνω της κεφαλής των. Όθεν εν τω δαρμώ τούτω παρέδωκαν εις τον Θεόν τας ψυχάς ο Παμφαμήρ και ο Παμφυλών. Ο δε Άγιος Σολόχων, ενδυναμωθείς ολίγον, επεκαλείτο παρρησία το όνομα του Χριστού και κατηγόρει τον Καμπανόν δια την αγνωσίαν του, επειδή ωνόμαζε θεούς τα άψυχα είδωλα. Ένεκα τούτου λοιπόν οργισθείς ο Καμπανός διέταξε να ανοίξωσι δια του ξίφους το στόμα του Μάρτυρος και να χύσωσιν εν αυτώ οίνον, όστις είχε προσφερθή ως θυσία εις τους θεούς. Ο δε Άγιος, σφίγξας δια των οδόντων του το ξίφος, έκοψε μέρος αυτού, κόψας δε τα δεσμά, δι’ ων ήτο δεδεμένος, εστάθη έμπροσθεν του Καμπανού, μεγαλύνων την Θεότητα του Χριστού και εμπαίζων την του άρχοντος κακοδαιμονίαν. Τότε ήκουσε και φωνήν ελθούσαν εξ ουρανού, παρακινούσαν και ενισχύουσαν αυτόν προς το Μαρτύριον. Μετά ταύτα εσκόρπισαν κεράμους τραχείς εις τον τόπον του σταδίου και έπειτα δέσαντες τους πόδας του Αγίου έσυρον αυτόν επτάκις εκ των ποδών επί των τραχέων εκείνων και σκληρών κεράμων, υπό των οποίων κατατριβόμεναι αι πληγαί του Αγίου προυξένουν εις αυτόν δριμυτάτους πόνους. Κρεμάσαντες δε εκ της δεξιάς χειρός τον Μάρτυρα εις δοκόν, προσδέσαντες δε και εις τον αριστερόν αυτού πόδα βαρείαν πέτρα, αφήκαν αυτόν εκεί κρεμάμενον από της έκτης μέχρι της δεκάτης ώρας. Αλλά καίτοι τοιαύτην υφιστάμενος βάσανον, δεν επείθετο να αρνηθή τον Χριστόν. Κατόπιν έκοψαν το σχοινίον δια δρεπάνου και αν και έπεσεν ο Άγιος κάτω, όμως εστάθη όρθιος επί ποδός. Όταν δε ενύκτωσεν, ωργίσθη πολύ ο Καμπανός, διότι δεν ηδυνήθη να καταπείση τον Άγιον, λαβών δε κάλαμον δια του οποίου έγραφεν, ενέπηξεν αυτόν εις το ωτίον του Αγίου και βιάσας αυτόν διεπέρασεν έως του ενδοτέρου μέρους της κεφαλής του. Τότε αυτός μεν μετέβη ίνα δώση το σιτηρέσιον εις τους στρατιώτας του, οι δε παρευρεθέντες εκεί Χριστιανοί έλαβον τον Άγιον επί ξυλοκρεββάτου, επειδή παρελύθησαν όλα τα μέλη του και δεν ηδύνατο πλέον να περιπατή και έφεραν αυτόν εις την οικίαν χήρας τινός. Εκεί λοιπόν ο Άγιος, φαγών ολίγον άρτον, ηυχήθη τους παρεστώτας Χριστιανούς και έπειτα, αναβλέψας εις τον ουρανόν, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, λαβών τον στέφανον της αθλήσεως.
Επειδή δε διέταξεν ο βασιλεύς ίνα έκαστος αρχιστράτηγος αναγκάζη τους υπ’ αυτόν στρατιώτας να θυσιάζωσιν εις τα είδωλα, δια τούτο ο Καμπανός εβίαζε και αυτός τους στρατιώτας του να εκτελέσωσι την προσταγήν του βασιλέως. Όλοι λοιπόν οι στρατιώται επείσθησαν, μόνον δε οι τρεις ούτοι αντέστησαν. Ο Σολόχων, ο Παμφαμήρ και ο Παμφυλών, κηρύττοντες εαυτούς Χριστιανούς και λέγοντες μετά πεποιθήσεως, ότι οιανδήποτε και αν λάβωσι βάσανον, δεν θα αρνηθώσι τον Χριστόν, αλλά μέχρι θανάτου θα επιμείνωσιν εις την τούτου Πίστιν. Τούτου ένεκα τόσον πολύ εδάρησαν και ετιμωρήθησαν οι αοίδιμοι, ώστε εξωγκώθησαν αι ωμοπλάται των και οι όγκοι των χειροτερεύσαντες ανήλθον υπεράνω της κεφαλής των. Όθεν εν τω δαρμώ τούτω παρέδωκαν εις τον Θεόν τας ψυχάς ο Παμφαμήρ και ο Παμφυλών. Ο δε Άγιος Σολόχων, ενδυναμωθείς ολίγον, επεκαλείτο παρρησία το όνομα του Χριστού και κατηγόρει τον Καμπανόν δια την αγνωσίαν του, επειδή ωνόμαζε θεούς τα άψυχα είδωλα. Ένεκα τούτου λοιπόν οργισθείς ο Καμπανός διέταξε να ανοίξωσι δια του ξίφους το στόμα του Μάρτυρος και να χύσωσιν εν αυτώ οίνον, όστις είχε προσφερθή ως θυσία εις τους θεούς. Ο δε Άγιος, σφίγξας δια των οδόντων του το ξίφος, έκοψε μέρος αυτού, κόψας δε τα δεσμά, δι’ ων ήτο δεδεμένος, εστάθη έμπροσθεν του Καμπανού, μεγαλύνων την Θεότητα του Χριστού και εμπαίζων την του άρχοντος κακοδαιμονίαν. Τότε ήκουσε και φωνήν ελθούσαν εξ ουρανού, παρακινούσαν και ενισχύουσαν αυτόν προς το Μαρτύριον. Μετά ταύτα εσκόρπισαν κεράμους τραχείς εις τον τόπον του σταδίου και έπειτα δέσαντες τους πόδας του Αγίου έσυρον αυτόν επτάκις εκ των ποδών επί των τραχέων εκείνων και σκληρών κεράμων, υπό των οποίων κατατριβόμεναι αι πληγαί του Αγίου προυξένουν εις αυτόν δριμυτάτους πόνους. Κρεμάσαντες δε εκ της δεξιάς χειρός τον Μάρτυρα εις δοκόν, προσδέσαντες δε και εις τον αριστερόν αυτού πόδα βαρείαν πέτρα, αφήκαν αυτόν εκεί κρεμάμενον από της έκτης μέχρι της δεκάτης ώρας. Αλλά καίτοι τοιαύτην υφιστάμενος βάσανον, δεν επείθετο να αρνηθή τον Χριστόν. Κατόπιν έκοψαν το σχοινίον δια δρεπάνου και αν και έπεσεν ο Άγιος κάτω, όμως εστάθη όρθιος επί ποδός. Όταν δε ενύκτωσεν, ωργίσθη πολύ ο Καμπανός, διότι δεν ηδυνήθη να καταπείση τον Άγιον, λαβών δε κάλαμον δια του οποίου έγραφεν, ενέπηξεν αυτόν εις το ωτίον του Αγίου και βιάσας αυτόν διεπέρασεν έως του ενδοτέρου μέρους της κεφαλής του. Τότε αυτός μεν μετέβη ίνα δώση το σιτηρέσιον εις τους στρατιώτας του, οι δε παρευρεθέντες εκεί Χριστιανοί έλαβον τον Άγιον επί ξυλοκρεββάτου, επειδή παρελύθησαν όλα τα μέλη του και δεν ηδύνατο πλέον να περιπατή και έφεραν αυτόν εις την οικίαν χήρας τινός. Εκεί λοιπόν ο Άγιος, φαγών ολίγον άρτον, ηυχήθη τους παρεστώτας Χριστιανούς και έπειτα, αναβλέψας εις τον ουρανόν, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού, λαβών τον στέφανον της αθλήσεως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου