Νεκτάριος και
Θεοφάνης οι Όσιοι Πατέρες ημών, οι κτίτορες της εν Μετεώροις θαυμαστής Μονής
του Βαρλαάμ, ήσαν αδελφοί κατά κόσμον γεννηθέντες κατά το δεύτερον ήμισυ του
ΙΕ΄ (15ου) αιώνος εις τα Ιωάννινα της Ηπείρου. Η οικογένειά των
υπήρξε εκ των εξοχωτέρων αρχοντικών οικογενειών των Ιωαννίνων, ονομαζομένη των
Αψαράδων.
Η οικογένεια αυτή διεδραμάτισε σπουδαίον ρόλον εις την ζωήν των Ιωαννίνων. Είχε πλούτη, δόξαν και δύναμιν, αλλά και πολλήν αρετήν και αγιότητα. Παρά την μεγάλην ισχύν αυτής επτά μέλη της, ο πατήρ και η μήτηρ των Αγίων, καθώς και τρεις αδελφαί των, ηκολούθησαν την Μοναχικήν πολιτείαν και αφιέρωσαν εις τον Θεόν τον εαυτόν των και τα πλούτη των. Η οικογενειακή των κατάστασις και η δεξιά αυτών φύσις τους επέτρεψε να τύχωσιν όλως εξαιρετικής παιδείας, πλην όμως ούτοι, ως σκύβαλα τα του κόσμου ηγησάμενοι, εγκατέλειψαν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω τερπνά και εγένοντο Μοναχοί. Πρώτοι ανεχώρησαν εκ του κόσμου οι δύο αυτάδελφοι ο Νεκτάριος και ο Θεοφάνης. Κατά την φρόνησιν δε και την μόρφωσιν αυτών δεν επορεύθησαν ακρίτως, αλλ’ εξέλεξαν Γέροντα διακριτικόν και αγιώτατον, Σάββαν ονόματι, εις ον και υπετάχθησαν όλη ψυχή και διανοία, τας εντολάς αυτού έως τέλους τηρήσαντες. Μετά του αγίου εκείνου Γέροντος ο Νεκτάριος και ο Θεοφάνης έμειναν δέκα ολοκλήρους χρόνους και τότε ο μακάριος εκείνος, αφού τους εδίδαξε πάσαν την μοναχικήν πολιτείαν και εις το αξίωμα της Ιερωσύνης, ως υπεραξίους, ανέδειξεν, απήλθε προς Κύριον, οι δε Άγιοι, επειδή, ως γράφουν οι ίδιοι, «έμειναν ορφανοί από τοιούτου πατρός και ήσαν ακόμη νέοι», επήγαν εις το Αγιώνυμον Όρος και εκεί ελθόντες εις την Μονήν του Διονυσίου εύρον τον πρώην Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Νήφωνα, όστις εμόναζεν εκεί. Ο Άγιος Νήφων, αφού τους εδέχθη μετά χαράς και ήκουσε το ζήτημά των, τους συνεβούλευσε να επιστρέψουν εις το ασκητήριόν των, εις το Νησί των Ιωαννίνων. Τότε οι Άγιοι, ως τέκνα υπακοής, επέστρεψαν εις το πρώτον αυτών ασκητήριον, επειδή όμως αυτό είχεν εν τω μεταξύ καταληφθή από άλλους, έκτισαν εις το εσωτερικόν του Νησίου άλλο Ησυχαστήριον, ανήγειραν δε εν αυτώ κατά το έτος 1507 και Ναόν του Τιμίου Προδρόμου· κατόπιν δε και άλλον ακόμη Ναόν, τον του Αγίου Νικολάου, ωκοδόμησαν εκεί. Επειδή όμως εις τον τόπον εκείνον ηγέρθησαν σκάνδαλα πολλά, οι δε Άγιοι επόθουν την ησυχίαν, υπακούοντες δε και εις την εντολήν του Αγίου Νήφωνος, ο οποίος τους είχεν είπει· «Όταν σας έλθη πειρασμός μη αντισταθήτε εις αυτόν, αλλά φύγετε από τον τόπον εκείνον και υπάγετε εις άλλον δια να διέλθετε ειρηνικά», εγκατέλειψαν όσα με τόσους κόπους και έξοδα είχαν έως τότε κάμει και αναχωρήσαντες εκείθεν, ήλθον κατά το έτος 1511 εις τα Μετέωρα της Θεσσαλίας. Εκεί ερευνήσαντες τον τόπον έκριναν καταλληλότερον, όπως διαμείνωσι προσωρινώς εις ένα εκ των αποκρήμνων βράχων των Μετεώρων, τον καλούμενον Στύλον του Τιμίου Προδρόμου, όπου και ως αετοί υπόπτεροι ανήλθον με την ευλογίαν του Καθηγουμένου του Μετεώρου. Εις τον βράχον αυτόν αγωνισθέντες επί επτά ολόκληρα χρόνια, υπό του Θεού οδηγούμενοι, τη προτροπή δε και τη ευλογία του τότε Μητροπολίτου Λαρίσης, υπό τον οποίον υπήγετο τότε η περιοχή των Σταγών (Καλαμπάκας) και των Μετεώρων, καθώς και του Καθηγουμένου της σεβασμίας και βασιλικής Μονής του Μετεώρου, εις την οποίαν, ως αρχαιοτέραν, εθεωρείτο ότι ανήκον τα Μετέωρα, επεχείρησαν και επραγματοποίησαν κατά το έτος 1518 την νέαν ανάβασίν των εις την απρόσιτον κορυφήν την καλουμένην Πέτραν του Βαρλαάμ, έρημον τότε υπάρχουσαν και εκεί έστησαν την ασκητικήν αυτών παλαίστρα μόνοι κατ’ αρχάς, μόνω τω Θεώ προσευχόμενοι. Εις την Πέτραν αυτήν ευρόντες τα ερείπια του αγίου Βήματος του Ναού των Αγίων Μεγάλων Τριών Ιεραρχών Βασιλείου, Γρηγορίου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τον οποίον είχε ανεγείρει παλαιός τις Μοναχός ονόματι Βαρλαάμ, εξ ου και ο βράχος έφερε το όνομα, ανωκοδόμησαν τον Ναόν τούτον μικρόν μεν, αλλ’ ωραιότατον. Εκεί, συν τη παρόδω του χρόνου, ήρχισαν να προσέρχωνται και άλλοι Μοναχοί, ελκυόμενοι υπό της αρετής των Οσίων, ως ο μαγνήτης έλκεται από τον σίδηρον. Ούτως εντός ολίγου κατεστάθη εκεί τελεία Μονή. Μετά ταύτα, βλέποντες οι Όσιοι ότι ο Ναός των Αγίων Τριών Ιεραρχών δεν επήρκει πλέον, λόγω του πλήθους των προσερχομένων αδελφών, ωκοδόμησαν νέον μεγαλοπρεπέστατον Ναόν επ’ ονόματι των Αγίων Πάντων, αποπερατωθέντα κατά το έτος 1544, όστις έκτοτε αποτελεί το Καθολικόν της Μονής. Αλλά και έτερα κτίρια δια τας ανάγκας της πληθυνομένης αδελφότητος ωκοδόμησαν οι Όσιοι ούτοι Πατέρες και νοσοκομείον δια τους ασθενούντας αδελφούς και γηροκομείον δια τους γέροντας και πύργον έκτισαν και δι’ αγρούς και αμπελώνας εφρόντισαν και δι’ ότι άλλο ήτο αναγκαίον προς σύστασιν και συντήρησιν της αδελφότητος, καθώς ταύτα πάντα εύρηνται εις κώδικα εν τη Μονή φυλαττόμενον, ιδιοχείρως γεγραμμένον υπό των αυταδέλφων τούτων Οσίων. Δια πάντα δε ταύτα φροντίζοντες οι όσιοι ουδόλως ημέλησαν και δια την πνευματικήν πρόοδον και κοινοβιακήν τελείωσιν των υπ’ αυτούς ασκουμένων Μοναχών, έτι δε περισσότερον και δια την ιδικήν των τελείωσιν εν Χριστώ, αλλά μάλιστα δια ταύτης και τας οικοδομάς εις αίσιον πέρας ήγαγον και με κτήματα και Μετόχια την υπ’ αυτών συσταθείσαν Μονήν επλούτισαν και ο αριθμός των αδελφών ηύξησε τόσον, ώστε εκεί που πρότερον ουδέν ίχνος ζωής υπήρχε, κατεστάθη ήδη τέλειον φροντιστήριον ψυχών, οικισμός ανθρώπων τον Θεόν φοβουμένων και δι’ Αυτόν μόνον ζώντων και γενικώς ειπείν, ο πρώην απεριπάτητος εκείνος βράχος κατεστάθη άλλη κλίμαξ από γης προς ουρανόν μετάγουσα τους θέλοντας να σωθώσιν ευσεβείς Χριστιανούς. Ούτως οσίως έως τέλους οι Όσιοι ούτοι Πατέρες αγωνιζόμενοι και μεγάλως τω Θεώ ευαρεστήσαντες και πλείστων αξιωθέντων δωρεών και Χαρίτων απήλθον προς Ον επόθησαν και δι’ Ον ηγωνίσθησαν Κύριον, ο μεν Όσιος Θεοφάνης κατά την ιζ΄ (17ην) Μαϊου του έτους 1544, ο δε Όσιος Νεκτάριος κατά την ζ΄ (7ην) Απριλίου του έτους 1550 . Την ζωήν των Οσίων τούτων ως εξής περιγράφει εις εκ των μαθητών των: «Αφ’ ου δε τα του μονήρους βίου ημφιάσατο (ο Θεοφάνης), ούτε έλαιον, ούτε οίνον, ουκ ιχθύας, ου τυρόν ή γάλακτι ουδαμώς εγεύσατο, μετά και του συγκοινωνού αυτού Νεκταρίου του Πατρός, αλλά μόνοις οσπρίοις και λαχάνοις μετ’ όξους και οπώραις τρεφόμενοι και δια τους συνασκητάς κατ’ ιδίαν εκαθέζοντο, αλλ’ ουδέ μετά φίλου ποτέ μια τραπέζη συνέφαγον, ούτε μετ’ ιδίου ουδέ μετά ξένου ούπω… λέγεται δε ότι και άλυσον τη σαρκί αυτού δεσμούμενον βαστάσας γενναίως χρόνοις πολλοίς ο κυρ Θεοφάνης και πολλάκις τη πρώτη εβδομάδι της Τεσσαρακοστής μόνον το Σάββατον ήσθιεν, τον δ’ όλον καιρόν αυτού ημέραν παρ’ ημέραν· μεθ’ όλας δε τας αρετάς τούτο μείζον εκέκτητο, το διδακτικόν φημί και νουθετικόν συν τω ευδιακρίτω, τη γλυκύτητι της γλώττης ψελλίζων παρά μικρόν και πάσαν τε Παλαιάν και Νέαν Γραφήν ευφυώς μιμνησκόμενος τω τάχει της διανοίας και αναγγέλλων αεί». Συνεχίζων περαιτέρω ο αυτός, ως εξής περιγράφει και το οσιακόν τέλος του Οσίου Θεοφάνη: «Επί έτους ζνβ΄ (7052), (ήτοι 7052 – 5508 = 1544) εν μηνί Μαϊω τη ιζ΄ (17ην) Σαββάτου λαχούσης της ημέρας, ώρα δε ενάτη, ετελειώθη ο πάνσεπτος και περικαλλής Ναός (των Αγίων Πάντων) συν τω Νάρθηκι επάνω της ιεράς Πέτρας του Βαρλαάμ, δια συνδρομής κόπων τε και εξόδων των Πανοσιωτάτων και αιδεσιμωτάτων Πατέρων των και αυταδέλφων κυρ Νεκταρίου και κυρ Θεοφάνους, των μακαρίων ανδρών· εν ω δε καιρώ ησθένησεν ωσεί μήνας δέκα ο μακάριος Θεοφάνης, και τοσούτον δοκιμασθείς υπό της πολλής ασθενείας, έτι σχεδόν εγγύς έως των πυλών του θανάτου· από δε του πόθου, ούπερ είχε προς τον Ναόν, εγερθείς προθύμως και περιχαρής, οία και ην ασθενής, στηριζόμενος υπό της ράβδου αυτού, ένδον εισελθών και ιδών την τελείωσιν του Ιερού Ναού, και υψώσας τας χείρας εις τον Ουρανόν και το δόξα σοι ο Θεός επειπών, τους Αγίους Πάντας ηυχαρίστησεν εκ πόθου. Ούτω γαρ τω Ναώ τω καινώ ούτος προσηγορεύσατο. Ομοίως ουν ευχόμενος και ευλογών, και πάντας τους αδελφούς λατόμους και οικοδόμους, κτίστας τε και λεπτουργούς επίσης εδεξιώσατο και υπερευχήσατο η ηγιασμένη ψυχή· είτα πάλιν εστράφη τοις ιδίοις ποσί πορευόμενος εν τω κελλίω αυτού, και σχηματισάμενος εαυτόν τω τύπω του Τιμίου Σταυρού, κατέθετο το ιερόν Σκήνος επί την στρωμνήν αυτού, ορών προς ανατολάς και τους τιμίους αυτού πόδας εκτείνας, ήρξατο ψυχορραγείν· ώρα δ΄ην ωσεί δεκάτη, γλυκεί τω όμματι και ιλαρώ βλέπων ημάς και ευμενώς· οι δε συμπαρεστώτες αδελφοί και Πατέρες άπαντες θρήνοις και οδυρμοίς συνεκόπτοντο, εκ σπλάγχνων κλαίων ο αδελφός τον αδελφόν και οι φοιτηταί τον Διδάσκαλον και οι μονάζοντες τον μυσταγωγόν και ψάλλοντες επάνω αυτού κατανυκτικόν Κανόνα· και, ω του θαύματος! εν τω ψάλλειν αστήρ διαυγέστατος και λαμπρός επάνω του οικήματος κατέλαμψε, παμφαώς γαρ κατέλαμπε. Και μετά την ηλίου δύσιν, άμα και ούτος ο ήλιος εξεδήμει της μοναδικής πολιτείας και καταστάσεως και εισήλθεν η αγία αυτού ψυχή εν ανακτόροις ουρανίοις και υψηλοίς, ένθα ο των εορταζόντων Οσίων ήχος ο ακατάληκτος· τότε και ο αστήρ απέβη εν τω άμα». Τους Οσίους τούτους Πατέρας τιμώσα η Μήτηρ ημών Αγία Εκκλησία ώρισε κατά την σήμερον την ετησίαν μνήμην αυτών, ότε και ο Όσιος Θεοφάνης εκοιμήθη, πρώτος ούτος εκ των αυταδέλφων Οσίων απελθών εις τα ουράνια σκηνώματα, ων ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον τας ψυχάς ημών. Αμήν.
Η οικογένεια αυτή διεδραμάτισε σπουδαίον ρόλον εις την ζωήν των Ιωαννίνων. Είχε πλούτη, δόξαν και δύναμιν, αλλά και πολλήν αρετήν και αγιότητα. Παρά την μεγάλην ισχύν αυτής επτά μέλη της, ο πατήρ και η μήτηρ των Αγίων, καθώς και τρεις αδελφαί των, ηκολούθησαν την Μοναχικήν πολιτείαν και αφιέρωσαν εις τον Θεόν τον εαυτόν των και τα πλούτη των. Η οικογενειακή των κατάστασις και η δεξιά αυτών φύσις τους επέτρεψε να τύχωσιν όλως εξαιρετικής παιδείας, πλην όμως ούτοι, ως σκύβαλα τα του κόσμου ηγησάμενοι, εγκατέλειψαν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω τερπνά και εγένοντο Μοναχοί. Πρώτοι ανεχώρησαν εκ του κόσμου οι δύο αυτάδελφοι ο Νεκτάριος και ο Θεοφάνης. Κατά την φρόνησιν δε και την μόρφωσιν αυτών δεν επορεύθησαν ακρίτως, αλλ’ εξέλεξαν Γέροντα διακριτικόν και αγιώτατον, Σάββαν ονόματι, εις ον και υπετάχθησαν όλη ψυχή και διανοία, τας εντολάς αυτού έως τέλους τηρήσαντες. Μετά του αγίου εκείνου Γέροντος ο Νεκτάριος και ο Θεοφάνης έμειναν δέκα ολοκλήρους χρόνους και τότε ο μακάριος εκείνος, αφού τους εδίδαξε πάσαν την μοναχικήν πολιτείαν και εις το αξίωμα της Ιερωσύνης, ως υπεραξίους, ανέδειξεν, απήλθε προς Κύριον, οι δε Άγιοι, επειδή, ως γράφουν οι ίδιοι, «έμειναν ορφανοί από τοιούτου πατρός και ήσαν ακόμη νέοι», επήγαν εις το Αγιώνυμον Όρος και εκεί ελθόντες εις την Μονήν του Διονυσίου εύρον τον πρώην Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Άγιον Νήφωνα, όστις εμόναζεν εκεί. Ο Άγιος Νήφων, αφού τους εδέχθη μετά χαράς και ήκουσε το ζήτημά των, τους συνεβούλευσε να επιστρέψουν εις το ασκητήριόν των, εις το Νησί των Ιωαννίνων. Τότε οι Άγιοι, ως τέκνα υπακοής, επέστρεψαν εις το πρώτον αυτών ασκητήριον, επειδή όμως αυτό είχεν εν τω μεταξύ καταληφθή από άλλους, έκτισαν εις το εσωτερικόν του Νησίου άλλο Ησυχαστήριον, ανήγειραν δε εν αυτώ κατά το έτος 1507 και Ναόν του Τιμίου Προδρόμου· κατόπιν δε και άλλον ακόμη Ναόν, τον του Αγίου Νικολάου, ωκοδόμησαν εκεί. Επειδή όμως εις τον τόπον εκείνον ηγέρθησαν σκάνδαλα πολλά, οι δε Άγιοι επόθουν την ησυχίαν, υπακούοντες δε και εις την εντολήν του Αγίου Νήφωνος, ο οποίος τους είχεν είπει· «Όταν σας έλθη πειρασμός μη αντισταθήτε εις αυτόν, αλλά φύγετε από τον τόπον εκείνον και υπάγετε εις άλλον δια να διέλθετε ειρηνικά», εγκατέλειψαν όσα με τόσους κόπους και έξοδα είχαν έως τότε κάμει και αναχωρήσαντες εκείθεν, ήλθον κατά το έτος 1511 εις τα Μετέωρα της Θεσσαλίας. Εκεί ερευνήσαντες τον τόπον έκριναν καταλληλότερον, όπως διαμείνωσι προσωρινώς εις ένα εκ των αποκρήμνων βράχων των Μετεώρων, τον καλούμενον Στύλον του Τιμίου Προδρόμου, όπου και ως αετοί υπόπτεροι ανήλθον με την ευλογίαν του Καθηγουμένου του Μετεώρου. Εις τον βράχον αυτόν αγωνισθέντες επί επτά ολόκληρα χρόνια, υπό του Θεού οδηγούμενοι, τη προτροπή δε και τη ευλογία του τότε Μητροπολίτου Λαρίσης, υπό τον οποίον υπήγετο τότε η περιοχή των Σταγών (Καλαμπάκας) και των Μετεώρων, καθώς και του Καθηγουμένου της σεβασμίας και βασιλικής Μονής του Μετεώρου, εις την οποίαν, ως αρχαιοτέραν, εθεωρείτο ότι ανήκον τα Μετέωρα, επεχείρησαν και επραγματοποίησαν κατά το έτος 1518 την νέαν ανάβασίν των εις την απρόσιτον κορυφήν την καλουμένην Πέτραν του Βαρλαάμ, έρημον τότε υπάρχουσαν και εκεί έστησαν την ασκητικήν αυτών παλαίστρα μόνοι κατ’ αρχάς, μόνω τω Θεώ προσευχόμενοι. Εις την Πέτραν αυτήν ευρόντες τα ερείπια του αγίου Βήματος του Ναού των Αγίων Μεγάλων Τριών Ιεραρχών Βασιλείου, Γρηγορίου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τον οποίον είχε ανεγείρει παλαιός τις Μοναχός ονόματι Βαρλαάμ, εξ ου και ο βράχος έφερε το όνομα, ανωκοδόμησαν τον Ναόν τούτον μικρόν μεν, αλλ’ ωραιότατον. Εκεί, συν τη παρόδω του χρόνου, ήρχισαν να προσέρχωνται και άλλοι Μοναχοί, ελκυόμενοι υπό της αρετής των Οσίων, ως ο μαγνήτης έλκεται από τον σίδηρον. Ούτως εντός ολίγου κατεστάθη εκεί τελεία Μονή. Μετά ταύτα, βλέποντες οι Όσιοι ότι ο Ναός των Αγίων Τριών Ιεραρχών δεν επήρκει πλέον, λόγω του πλήθους των προσερχομένων αδελφών, ωκοδόμησαν νέον μεγαλοπρεπέστατον Ναόν επ’ ονόματι των Αγίων Πάντων, αποπερατωθέντα κατά το έτος 1544, όστις έκτοτε αποτελεί το Καθολικόν της Μονής. Αλλά και έτερα κτίρια δια τας ανάγκας της πληθυνομένης αδελφότητος ωκοδόμησαν οι Όσιοι ούτοι Πατέρες και νοσοκομείον δια τους ασθενούντας αδελφούς και γηροκομείον δια τους γέροντας και πύργον έκτισαν και δι’ αγρούς και αμπελώνας εφρόντισαν και δι’ ότι άλλο ήτο αναγκαίον προς σύστασιν και συντήρησιν της αδελφότητος, καθώς ταύτα πάντα εύρηνται εις κώδικα εν τη Μονή φυλαττόμενον, ιδιοχείρως γεγραμμένον υπό των αυταδέλφων τούτων Οσίων. Δια πάντα δε ταύτα φροντίζοντες οι όσιοι ουδόλως ημέλησαν και δια την πνευματικήν πρόοδον και κοινοβιακήν τελείωσιν των υπ’ αυτούς ασκουμένων Μοναχών, έτι δε περισσότερον και δια την ιδικήν των τελείωσιν εν Χριστώ, αλλά μάλιστα δια ταύτης και τας οικοδομάς εις αίσιον πέρας ήγαγον και με κτήματα και Μετόχια την υπ’ αυτών συσταθείσαν Μονήν επλούτισαν και ο αριθμός των αδελφών ηύξησε τόσον, ώστε εκεί που πρότερον ουδέν ίχνος ζωής υπήρχε, κατεστάθη ήδη τέλειον φροντιστήριον ψυχών, οικισμός ανθρώπων τον Θεόν φοβουμένων και δι’ Αυτόν μόνον ζώντων και γενικώς ειπείν, ο πρώην απεριπάτητος εκείνος βράχος κατεστάθη άλλη κλίμαξ από γης προς ουρανόν μετάγουσα τους θέλοντας να σωθώσιν ευσεβείς Χριστιανούς. Ούτως οσίως έως τέλους οι Όσιοι ούτοι Πατέρες αγωνιζόμενοι και μεγάλως τω Θεώ ευαρεστήσαντες και πλείστων αξιωθέντων δωρεών και Χαρίτων απήλθον προς Ον επόθησαν και δι’ Ον ηγωνίσθησαν Κύριον, ο μεν Όσιος Θεοφάνης κατά την ιζ΄ (17ην) Μαϊου του έτους 1544, ο δε Όσιος Νεκτάριος κατά την ζ΄ (7ην) Απριλίου του έτους 1550 . Την ζωήν των Οσίων τούτων ως εξής περιγράφει εις εκ των μαθητών των: «Αφ’ ου δε τα του μονήρους βίου ημφιάσατο (ο Θεοφάνης), ούτε έλαιον, ούτε οίνον, ουκ ιχθύας, ου τυρόν ή γάλακτι ουδαμώς εγεύσατο, μετά και του συγκοινωνού αυτού Νεκταρίου του Πατρός, αλλά μόνοις οσπρίοις και λαχάνοις μετ’ όξους και οπώραις τρεφόμενοι και δια τους συνασκητάς κατ’ ιδίαν εκαθέζοντο, αλλ’ ουδέ μετά φίλου ποτέ μια τραπέζη συνέφαγον, ούτε μετ’ ιδίου ουδέ μετά ξένου ούπω… λέγεται δε ότι και άλυσον τη σαρκί αυτού δεσμούμενον βαστάσας γενναίως χρόνοις πολλοίς ο κυρ Θεοφάνης και πολλάκις τη πρώτη εβδομάδι της Τεσσαρακοστής μόνον το Σάββατον ήσθιεν, τον δ’ όλον καιρόν αυτού ημέραν παρ’ ημέραν· μεθ’ όλας δε τας αρετάς τούτο μείζον εκέκτητο, το διδακτικόν φημί και νουθετικόν συν τω ευδιακρίτω, τη γλυκύτητι της γλώττης ψελλίζων παρά μικρόν και πάσαν τε Παλαιάν και Νέαν Γραφήν ευφυώς μιμνησκόμενος τω τάχει της διανοίας και αναγγέλλων αεί». Συνεχίζων περαιτέρω ο αυτός, ως εξής περιγράφει και το οσιακόν τέλος του Οσίου Θεοφάνη: «Επί έτους ζνβ΄ (7052), (ήτοι 7052 – 5508 = 1544) εν μηνί Μαϊω τη ιζ΄ (17ην) Σαββάτου λαχούσης της ημέρας, ώρα δε ενάτη, ετελειώθη ο πάνσεπτος και περικαλλής Ναός (των Αγίων Πάντων) συν τω Νάρθηκι επάνω της ιεράς Πέτρας του Βαρλαάμ, δια συνδρομής κόπων τε και εξόδων των Πανοσιωτάτων και αιδεσιμωτάτων Πατέρων των και αυταδέλφων κυρ Νεκταρίου και κυρ Θεοφάνους, των μακαρίων ανδρών· εν ω δε καιρώ ησθένησεν ωσεί μήνας δέκα ο μακάριος Θεοφάνης, και τοσούτον δοκιμασθείς υπό της πολλής ασθενείας, έτι σχεδόν εγγύς έως των πυλών του θανάτου· από δε του πόθου, ούπερ είχε προς τον Ναόν, εγερθείς προθύμως και περιχαρής, οία και ην ασθενής, στηριζόμενος υπό της ράβδου αυτού, ένδον εισελθών και ιδών την τελείωσιν του Ιερού Ναού, και υψώσας τας χείρας εις τον Ουρανόν και το δόξα σοι ο Θεός επειπών, τους Αγίους Πάντας ηυχαρίστησεν εκ πόθου. Ούτω γαρ τω Ναώ τω καινώ ούτος προσηγορεύσατο. Ομοίως ουν ευχόμενος και ευλογών, και πάντας τους αδελφούς λατόμους και οικοδόμους, κτίστας τε και λεπτουργούς επίσης εδεξιώσατο και υπερευχήσατο η ηγιασμένη ψυχή· είτα πάλιν εστράφη τοις ιδίοις ποσί πορευόμενος εν τω κελλίω αυτού, και σχηματισάμενος εαυτόν τω τύπω του Τιμίου Σταυρού, κατέθετο το ιερόν Σκήνος επί την στρωμνήν αυτού, ορών προς ανατολάς και τους τιμίους αυτού πόδας εκτείνας, ήρξατο ψυχορραγείν· ώρα δ΄ην ωσεί δεκάτη, γλυκεί τω όμματι και ιλαρώ βλέπων ημάς και ευμενώς· οι δε συμπαρεστώτες αδελφοί και Πατέρες άπαντες θρήνοις και οδυρμοίς συνεκόπτοντο, εκ σπλάγχνων κλαίων ο αδελφός τον αδελφόν και οι φοιτηταί τον Διδάσκαλον και οι μονάζοντες τον μυσταγωγόν και ψάλλοντες επάνω αυτού κατανυκτικόν Κανόνα· και, ω του θαύματος! εν τω ψάλλειν αστήρ διαυγέστατος και λαμπρός επάνω του οικήματος κατέλαμψε, παμφαώς γαρ κατέλαμπε. Και μετά την ηλίου δύσιν, άμα και ούτος ο ήλιος εξεδήμει της μοναδικής πολιτείας και καταστάσεως και εισήλθεν η αγία αυτού ψυχή εν ανακτόροις ουρανίοις και υψηλοίς, ένθα ο των εορταζόντων Οσίων ήχος ο ακατάληκτος· τότε και ο αστήρ απέβη εν τω άμα». Τους Οσίους τούτους Πατέρας τιμώσα η Μήτηρ ημών Αγία Εκκλησία ώρισε κατά την σήμερον την ετησίαν μνήμην αυτών, ότε και ο Όσιος Θεοφάνης εκοιμήθη, πρώτος ούτος εκ των αυταδέλφων Οσίων απελθών εις τα ουράνια σκηνώματα, ων ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον τας ψυχάς ημών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου