Αθανάσιος, ο μέγας Πατήρ ημών, διήγεν αγγελικώς τον εν τη γη βίον, ως
τούτο είναι εις πάντας γνωστόν. Διότι τους αγώνας τους οποίους ηγωνίσθη ο
αξιομακάριστος ούτος δια την Ορθόδοξον Πίστιν, τους πολέμους και τας
αντιστάσεις αυτού κατά των αιρετικών, τας συνεχείς και αδίκους εξορίας, τας
οποίας υπέμεινεν, ως και τας συκοφαντίας, και τας ματαίας κατηγορίας, τας
οποίας έλαβε παρά των κακοδόξων, ταύτα πάντα διηγούνται πολλοί ιστορικοί,
πλατύτερον όμως διηγείται ταύτα ο Θεολόγος Γρηγόριος, γράφονται δε και εις το
Συναξάριον της μνήμης αυτού, δια τούτο ολίγα τινά θέλομεν είπει εδώ προς
υπενθύμισιν.
Ο μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος, πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, γονείς δε πλουσίους και εναρέτους, πλησίον των οποίων ανετρέφετο. Όταν δε ήτο μικρόν παιδίον συνανεστρέφετο με άλλα παιδία, τα οποία έπαιζον παρά την ακτήν της θαλάσσης. Έπαιζον δε ποτε το ακόλουθον παιγνίδιον· άλλα μεν παιδία προσεποιούντο τους Ιερείς και άλλα τους Διακόνους, τον δε Αθανάσιον εχειροτόνησαν Αρχιερέα, προσέφερον δε προς αυτόν βρέφη τινά αβάπτιστα ακόμη, τα οποία ο Αθανάσιος εβάπτιζεν εις το ύδωρ της θαλάσσης. Τούτο ιδών κατά τύχην ο Αλέξανδρος, ο της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν πολύ, προγνωρίσας δε δια του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Αθανασίου ήτο προμήνυμα των πραγμάτων και αληθούς χειροτονίας, την οποίαν έμελλε να λάβη αργότερον, τα μεν παιδία δεν εβάπτισε δια δευτέραν φοράν, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Μύρον και ούτω τα συνεπλήρωσε, τον δε Αθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, ίνα διδαχθή παρ’ αυτού τα ιερά γράμματα. Όταν δε ενηλικιώθη ο Άγιος, εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Αρχιεπισκόπου τούτου της Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Ότε δε εν έτει τκε΄ (325), επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Αλέξανδρος παρέλαβε μεθ’ εαυτού εις Κωνσταντινούπολιν τον Αθανάσιον ως συνεργόν και βοηθόν του και μετ’ αυτού απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Αρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Μετά ταύτα δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και απέθανεν ο Αλέξανδρος. Όθεν εγένετο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο μέγας ούτος Αθανάσιος, εν έτος μετά την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκστ΄ (326). Οι περί τον αρειανόν όμως Επίσκοπον Ευσέβιον, μη υποφέροντες τον προβιβασμόν του θείου Αθανασίου, με τους δολερούς λόγους των έπεισαν τον Μέγαν Κωνσταντίνον να εκδιώξη του θρόνου τον Αθανάσιον. Όθεν εξώρισε τούτον εις την Γαλλίαν. Ολίγον μετά ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος ετελεύτησεν, ο δε Αθανάσιος, μεταβάς εις Ρώμην, συνωμίλησε μετά του Κωνσταντίνου και λαβών γράμματα παρ’ αυτού, επανήλθεν εις την επαρχίαν του την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο Ευσέβιος και οι ομόφρονές του δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι· δια τούτο πλάσαντες και συρράψαντες πρωτοφανείς συκοφαντίας, έπεισαν τον Κωνσταντίνον, τον δεύτερον υιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Τύρον και υπ’ αυτής να κριθή ο Αθανάσιος. Πολλά δε ήσαν τα εγκλήματα, τα οποία προέβαλον κατ’ αυτού οι Αρειανοί, αλλ’ εκ τούτων εν μόνον αναφέρομεν ενταύθα. Λαβόντες οι Αρειανοί χείρα νεκρού και ξηράναντες αυτήν, την έθεσαν εντός θήκης· έπειτα παρουσίασαν αυτήν εις την σύνοδον λέγοντες, ότι η χειρ αύτη είναι Αρσενίου τινός, τον οποίον έλεγον ότι εθανάτωσεν ο Αθανάσιος με μαγικόν τρόπον. Κατά θείαν δε πρόνοιαν, κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις Τύρον ο Αρσένιος, τον οποίον απέκρυπτον οι Αρειανοί, φοβούμενοι μήπως καταπέση η κατά του Αθανασίου συκοφαντία. Αλλ’ ο μέγας Αθανάσιος μαθών, ότι ευρίσκεται εκεί ο παρά των Αρειανών θρυλούμενος νεκρός Αρσένιος, συνήντησεν αυτόν και τον έπεισε να τον ακολουθήση και όταν έλθη η ημέρα κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή και να κριθή υπό της συνόδου ο Αθανάσιος, να παρουσιασθή και αυτός. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα παρέλαβεν ο Άγιος μεθ’ εαυτού και τον Αρσένιον, ενδεδυμένον όμως με άλλα ενδύματα δια να μη γνωρισθή αμέσως, και μετέβη εις την σύνοδον. Κρινόμενος λοιπόν ο Αθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Αρσένιον, ηρώτησε τους παρόντας εις την σύνοδον, εάν τις εξ αυτών γνωρίζη τον Αρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί ότι τον γνωρίζουν, τότε παρουσίασεν αυτόν έμπροσθεν της συνόδου και ηρώτα αν αυτός είναι ο Αρσένιος. Οι δε γνωρίζοντες αυτόν απεκρίθησαν καταφατικώς. Έπειτα έδειξε τας δύο χείρας εκείνου και είπεν· «Ιδού η δεξιά χειρ, ιδού και η αριστερά, τας οποίας ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Αδάμ γεννηθέντες και ουδείς ας μη ζητή τρίτην χείρα του Αρσενίου». Καταισχυνθέντες εκ τούτου οι Αρειανοί, εξήλθον της συνόδου και παρώξυνον τον λαόν εις εξέγερσιν κατά του Αθανασίου. Τότε ο μακάριος Αθανάσιος εξήλθε κρυφίως της πόλεως της Τύρου και κατήλθεν εντός φρέατος σκοτεινού και ανύδρου, όπου εκρύβη επί εξ ολόκληρα έτη. Έπειτα, εξελθών εκείθεν, μετέβη εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Κώνστας, ο τρίτος υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όθεν συναντήσας τον βασιλέα και τον τότε Πάπαν Ιούλιον τον Α΄ διηγείτο μετά λύπης τα καθ’ εαυτόν· εκείνοι δε αφού παρέδωσαν εις τον Άγιον συστατικά γράμματα απέστειλαν αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο της Ανατολής βασιλεύς Κωνστάντιος, όστις, απατηθείς, εφρόνει τα των Αρειανών, προστάσσει άρχοντα τινά, Συριανόν ονόματι, να μεταβή εις την Αλεξάνδρειαν και αφού θανατώση τον Άγιον, να αναβιβάση εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας κάποιον Γρηγόριον. Αλλ’ ο Αθανάσιος, διαφυγών τας χείρας του Συριανού, μετέβη πάλιν εις την Ρώμην προς τον Κώνσταντα. Ο Κώνστας τότε έγραψεν απειλητικώς προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Αθανάσιον, διότι εάν δεν πράξη τούτο, θέλει αποκαταστήσει αυτόν ο ίδιος δια των βασιλικών όπλων. Ταύτα τα γράμματα αφού έλαβεν ο Κωνστάντιος εφοβήθη και αποκατέστησεν, αν και ακουσίως, τον Αθανάσιον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Όταν όμως μετ’ ολίγον απέθανεν ο Κώνστας, ανεκηρύθη δε αυτοκράτωρ ο Κωνστάντιος, απέστειλεν ανθρώπους ίνα συλλάβωσι τον Αθανάσιον. Τούτο προγνωρίσας ο Άγιος εξήλθε κρυφίως του Πατριαρχείου και κατέφυγεν εις γυναίκα τινά εστολισμένην με παρθενίαν και άλλας αρετάς, η οποία, μαθούσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν μετά χαράς και όχι μόνον τον υπηρέτει, αλλά και πάσαν άλλην περιποίησιν προσέφερεν εις τον Άγιον επί διάστημα εξ ολοκλήρων ετών. Ότε δε ο Κωνστάντιος ετελεύτησε και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Ιουλιανός, τότε εξήλθεν ευθύς ο Άγιος εκ της οικίας της παρθένου, κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθη εν τω μέσω της Εκκλησίας. Πόσον δε εχάρησαν όλοι οι Αλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον και πόσον έτρεχον και ηυχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος να είπω. Αλλά και ο Ιουλιανός, γενόμενος αυτοκράτωρ εν έτει τξα΄ (361), όλας μεν τας άλλας υποθέσεις ενόμισε δευτερευούσας, ως μόνην δε σοβαρωτέραν εθεώρησε το να εξώση τον Άγιον του θρόνου του, επί πλέον δε να του αφαιρέση και την ζωήν. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους με την εντολήν να τον θανατώσωσιν. Αλλ’ αυτοί δεν εύρον τον Άγιον, διότι, εξελθών ούτος εν καιρώ νυκτός και πορευθείς εις τον ποταμόν Νείλον, εύρεν εκεί πλοιάριον, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθη, μετέβη εις την Θηβαϊδα. Επειδή δε κατέφθασαν κατόπιν αυτού οι διώκται του, απατήσας αυτούς επέστρεψεν εις την Αλεξάνδρειαν, και εκρύπτετο εις αυτήν έως ου έζη ο Ιουλιανός. Αφού δε και αυτός ο κακός σφαγεύς κακώς ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Ιοβιανός εν έτει τξγ΄ (363). Όμως ταχέως και αυτός ετελεύτησε, διότι εβασίλευσεν επτά μόνον μήνας και είκοσι δύο ημέρας, τούτον δε διεδέχθη ο βασιλεύς Ουαλεντιανός, διαμοιρασθείς την βασιλείαν μετά του αδελφού του Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ (364). Και ο μεν Ουαλεντιανός εβασίλευσεν εις την Δύσιν, ο δε Ουάλης εις την Ανατολήν. Ούτος δε ο Ουάλης, επειδή έπιε μέχρι κορεσμού από τα θολερά νάματα του Αρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων εβασάνιζε με διαφόρους τιμωρίας, ιδιαιτέρως δε δια τον Αθανάσιον κατέβαλε πάσαν σπουδήν και προθυμίαν να τον συλλάβη. Ταύτα μαθών ο Άγιος εκρύβη εντός του προγονικού του τάφου και ούτως εσώθη εκ των χειρών των φονέων. Επειδή δε ο Ουάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Αθανασίου, δια τούτο ακουσίως αφήκε τον Αθανάσιον να έχη την προστασίαν της Αλεξανδρείας και ούτως ο μακάριος Αθανάσιος μετά πολλούς άθλους και εξορίας και μετά τοσούτους διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε τεσσαράκοντα δύο ολόκληρα έτη, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του εν έτει τογ΄ (373) και απήλθε προς Κύριον.
Ο μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος, πατρίδα μεν είχε την Αίγυπτον, γονείς δε πλουσίους και εναρέτους, πλησίον των οποίων ανετρέφετο. Όταν δε ήτο μικρόν παιδίον συνανεστρέφετο με άλλα παιδία, τα οποία έπαιζον παρά την ακτήν της θαλάσσης. Έπαιζον δε ποτε το ακόλουθον παιγνίδιον· άλλα μεν παιδία προσεποιούντο τους Ιερείς και άλλα τους Διακόνους, τον δε Αθανάσιον εχειροτόνησαν Αρχιερέα, προσέφερον δε προς αυτόν βρέφη τινά αβάπτιστα ακόμη, τα οποία ο Αθανάσιος εβάπτιζεν εις το ύδωρ της θαλάσσης. Τούτο ιδών κατά τύχην ο Αλέξανδρος, ο της Αλεξανδρείας Αρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν πολύ, προγνωρίσας δε δια του Αγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Αθανασίου ήτο προμήνυμα των πραγμάτων και αληθούς χειροτονίας, την οποίαν έμελλε να λάβη αργότερον, τα μεν παιδία δεν εβάπτισε δια δευτέραν φοράν, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Μύρον και ούτω τα συνεπλήρωσε, τον δε Αθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, ίνα διδαχθή παρ’ αυτού τα ιερά γράμματα. Όταν δε ενηλικιώθη ο Άγιος, εχειροτονήθη Διάκονος υπό του Αρχιεπισκόπου τούτου της Αλεξανδρείας Αλεξάνδρου. Ότε δε εν έτει τκε΄ (325), επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, συνεκροτήθη εν Νικαία η Αγία Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, ο Αλέξανδρος παρέλαβε μεθ’ εαυτού εις Κωνσταντινούπολιν τον Αθανάσιον ως συνεργόν και βοηθόν του και μετ’ αυτού απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Αρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Μετά ταύτα δεν παρήλθε πολύς χρόνος, και απέθανεν ο Αλέξανδρος. Όθεν εγένετο Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας ο μέγας ούτος Αθανάσιος, εν έτος μετά την Αγίαν Α΄ Οικουμενικήν Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκστ΄ (326). Οι περί τον αρειανόν όμως Επίσκοπον Ευσέβιον, μη υποφέροντες τον προβιβασμόν του θείου Αθανασίου, με τους δολερούς λόγους των έπεισαν τον Μέγαν Κωνσταντίνον να εκδιώξη του θρόνου τον Αθανάσιον. Όθεν εξώρισε τούτον εις την Γαλλίαν. Ολίγον μετά ταύτα ο Μέγας Κωνσταντίνος ετελεύτησεν, ο δε Αθανάσιος, μεταβάς εις Ρώμην, συνωμίλησε μετά του Κωνσταντίνου και λαβών γράμματα παρ’ αυτού, επανήλθεν εις την επαρχίαν του την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο Ευσέβιος και οι ομόφρονές του δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι· δια τούτο πλάσαντες και συρράψαντες πρωτοφανείς συκοφαντίας, έπεισαν τον Κωνσταντίνον, τον δεύτερον υιόν του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Τύρον και υπ’ αυτής να κριθή ο Αθανάσιος. Πολλά δε ήσαν τα εγκλήματα, τα οποία προέβαλον κατ’ αυτού οι Αρειανοί, αλλ’ εκ τούτων εν μόνον αναφέρομεν ενταύθα. Λαβόντες οι Αρειανοί χείρα νεκρού και ξηράναντες αυτήν, την έθεσαν εντός θήκης· έπειτα παρουσίασαν αυτήν εις την σύνοδον λέγοντες, ότι η χειρ αύτη είναι Αρσενίου τινός, τον οποίον έλεγον ότι εθανάτωσεν ο Αθανάσιος με μαγικόν τρόπον. Κατά θείαν δε πρόνοιαν, κατ’ εκείνας τας ημέρας ήλθεν εις Τύρον ο Αρσένιος, τον οποίον απέκρυπτον οι Αρειανοί, φοβούμενοι μήπως καταπέση η κατά του Αθανασίου συκοφαντία. Αλλ’ ο μέγας Αθανάσιος μαθών, ότι ευρίσκεται εκεί ο παρά των Αρειανών θρυλούμενος νεκρός Αρσένιος, συνήντησεν αυτόν και τον έπεισε να τον ακολουθήση και όταν έλθη η ημέρα κατά την οποίαν έμελλε να παρουσιασθή και να κριθή υπό της συνόδου ο Αθανάσιος, να παρουσιασθή και αυτός. Όταν λοιπόν ήλθεν η ωρισμένη ημέρα παρέλαβεν ο Άγιος μεθ’ εαυτού και τον Αρσένιον, ενδεδυμένον όμως με άλλα ενδύματα δια να μη γνωρισθή αμέσως, και μετέβη εις την σύνοδον. Κρινόμενος λοιπόν ο Αθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Αρσένιον, ηρώτησε τους παρόντας εις την σύνοδον, εάν τις εξ αυτών γνωρίζη τον Αρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί ότι τον γνωρίζουν, τότε παρουσίασεν αυτόν έμπροσθεν της συνόδου και ηρώτα αν αυτός είναι ο Αρσένιος. Οι δε γνωρίζοντες αυτόν απεκρίθησαν καταφατικώς. Έπειτα έδειξε τας δύο χείρας εκείνου και είπεν· «Ιδού η δεξιά χειρ, ιδού και η αριστερά, τας οποίας ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Αδάμ γεννηθέντες και ουδείς ας μη ζητή τρίτην χείρα του Αρσενίου». Καταισχυνθέντες εκ τούτου οι Αρειανοί, εξήλθον της συνόδου και παρώξυνον τον λαόν εις εξέγερσιν κατά του Αθανασίου. Τότε ο μακάριος Αθανάσιος εξήλθε κρυφίως της πόλεως της Τύρου και κατήλθεν εντός φρέατος σκοτεινού και ανύδρου, όπου εκρύβη επί εξ ολόκληρα έτη. Έπειτα, εξελθών εκείθεν, μετέβη εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Κώνστας, ο τρίτος υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όθεν συναντήσας τον βασιλέα και τον τότε Πάπαν Ιούλιον τον Α΄ διηγείτο μετά λύπης τα καθ’ εαυτόν· εκείνοι δε αφού παρέδωσαν εις τον Άγιον συστατικά γράμματα απέστειλαν αυτόν εις την Αλεξάνδρειαν. Τούτο μαθών ο της Ανατολής βασιλεύς Κωνστάντιος, όστις, απατηθείς, εφρόνει τα των Αρειανών, προστάσσει άρχοντα τινά, Συριανόν ονόματι, να μεταβή εις την Αλεξάνδρειαν και αφού θανατώση τον Άγιον, να αναβιβάση εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας κάποιον Γρηγόριον. Αλλ’ ο Αθανάσιος, διαφυγών τας χείρας του Συριανού, μετέβη πάλιν εις την Ρώμην προς τον Κώνσταντα. Ο Κώνστας τότε έγραψεν απειλητικώς προς τον αδελφόν του Κωνστάντιον, να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Αθανάσιον, διότι εάν δεν πράξη τούτο, θέλει αποκαταστήσει αυτόν ο ίδιος δια των βασιλικών όπλων. Ταύτα τα γράμματα αφού έλαβεν ο Κωνστάντιος εφοβήθη και αποκατέστησεν, αν και ακουσίως, τον Αθανάσιον εις τον θρόνον της Αλεξανδρείας. Όταν όμως μετ’ ολίγον απέθανεν ο Κώνστας, ανεκηρύθη δε αυτοκράτωρ ο Κωνστάντιος, απέστειλεν ανθρώπους ίνα συλλάβωσι τον Αθανάσιον. Τούτο προγνωρίσας ο Άγιος εξήλθε κρυφίως του Πατριαρχείου και κατέφυγεν εις γυναίκα τινά εστολισμένην με παρθενίαν και άλλας αρετάς, η οποία, μαθούσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν μετά χαράς και όχι μόνον τον υπηρέτει, αλλά και πάσαν άλλην περιποίησιν προσέφερεν εις τον Άγιον επί διάστημα εξ ολοκλήρων ετών. Ότε δε ο Κωνστάντιος ετελεύτησε και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Ιουλιανός, τότε εξήλθεν ευθύς ο Άγιος εκ της οικίας της παρθένου, κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθη εν τω μέσω της Εκκλησίας. Πόσον δε εχάρησαν όλοι οι Αλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον και πόσον έτρεχον και ηυχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος να είπω. Αλλά και ο Ιουλιανός, γενόμενος αυτοκράτωρ εν έτει τξα΄ (361), όλας μεν τας άλλας υποθέσεις ενόμισε δευτερευούσας, ως μόνην δε σοβαρωτέραν εθεώρησε το να εξώση τον Άγιον του θρόνου του, επί πλέον δε να του αφαιρέση και την ζωήν. Έστειλε λοιπόν ανθρώπους με την εντολήν να τον θανατώσωσιν. Αλλ’ αυτοί δεν εύρον τον Άγιον, διότι, εξελθών ούτος εν καιρώ νυκτός και πορευθείς εις τον ποταμόν Νείλον, εύρεν εκεί πλοιάριον, επί του οποίου, αφού επεβιβάσθη, μετέβη εις την Θηβαϊδα. Επειδή δε κατέφθασαν κατόπιν αυτού οι διώκται του, απατήσας αυτούς επέστρεψεν εις την Αλεξάνδρειαν, και εκρύπτετο εις αυτήν έως ου έζη ο Ιουλιανός. Αφού δε και αυτός ο κακός σφαγεύς κακώς ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Ιοβιανός εν έτει τξγ΄ (363). Όμως ταχέως και αυτός ετελεύτησε, διότι εβασίλευσεν επτά μόνον μήνας και είκοσι δύο ημέρας, τούτον δε διεδέχθη ο βασιλεύς Ουαλεντιανός, διαμοιρασθείς την βασιλείαν μετά του αδελφού του Ουάλεντος εν έτει τξδ΄ (364). Και ο μεν Ουαλεντιανός εβασίλευσεν εις την Δύσιν, ο δε Ουάλης εις την Ανατολήν. Ούτος δε ο Ουάλης, επειδή έπιε μέχρι κορεσμού από τα θολερά νάματα του Αρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων εβασάνιζε με διαφόρους τιμωρίας, ιδιαιτέρως δε δια τον Αθανάσιον κατέβαλε πάσαν σπουδήν και προθυμίαν να τον συλλάβη. Ταύτα μαθών ο Άγιος εκρύβη εντός του προγονικού του τάφου και ούτως εσώθη εκ των χειρών των φονέων. Επειδή δε ο Ουάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Αλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Αθανασίου, δια τούτο ακουσίως αφήκε τον Αθανάσιον να έχη την προστασίαν της Αλεξανδρείας και ούτως ο μακάριος Αθανάσιος μετά πολλούς άθλους και εξορίας και μετά τοσούτους διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε τεσσαράκοντα δύο ολόκληρα έτη, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του εν έτει τογ΄ (373) και απήλθε προς Κύριον.
Λόγος Εγκωμιαστικός εις τον Μέγαν Ιεράρχην Αθανάσιον.
Αρχίζει επάνω εις το στερέωμα η πνοή του ανέμου να συναθροίζη τα πυκνά
και σκοτεινά νέφη, όχι μόνον δια να καλύψη με την φοβεράν ταύτην θύελλαν τας
φεγγοβόλους αστραπάς του ηλίου, αλλά (μη υποφέρουσα από τον φθόνον να βλέπη
εκείνην την ηλιοστάλακτον λάμψιν) μηχανάται με μαύρα και σκοτεινά παραπετάσματα
και να αρπάση, αν ήτο δυνατόν, όλην την ακτινοβολούσαν και λάμπουσαν μορφήν του
προσώπου του. Αρχίζει λοιπόν εδώ κάτω εις την επιφάνειαν του νοητού ουρανού το
πονηρόν πνεύμα του διαβόλου να πλέκη εν πυκνόν και σκοτεινόν νέφος,
ζοφωδέστερον τούτο του Άδου, όχι μόνον δια να καλύψη με την συσκότισιν ταύτην
τας φεγγοβόλους ακτίνας του ανατέλλοντος ηλίου, του Αθανασίου, αλλά μη υποφέρων
από τον φθόνον του να βλέπη την λάμψιν της Ορθοδοξίας ακτινοβολούσαν εκ των
λόγων της διδασκαλίας του, προσπαθεί με τα μαύρα και σκοτεινά παραπετάσματα των
αιρέσεων να του αρπάση, αν ήτο δυνατόν, όλην την φεγγοβόλον και απαυγάζουσαν
πνοήν της ζωής του. Αλλά καθώς με την πρώτην ριπήν του ανέμου διασκορπίζονται
και αφανίζονται εντός ελαχίστου χρόνου τα σύννεφα του ουρανού και ακτινοβολεί
πάλιν ο ήλιος εις όλον το σύμπαν, ούτω και υπό της θείας Δυνάμεως
διασκορπίζονται και αφανίζονται εν συντόμω τα νέφη, αι αιρέσεις του μιαρού
διαβόλου, ακτινοβολεί δε πάλιν ο Αθανάσιος με τας αστραπάς των διδασκαλιών του,
πάσι τοις ανθρώποις το της Ορθοδοξίας τιμαλφέστατον φως· «Ου δύναται πόλις
κρυβήναι επάνω όρους κειμένη· ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον
μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε:14-15).
Αλλά που είναι αι επίβουλοι και εχθρικαί σου δυνάμεις, σκοτεινόμορφε και
φθονερέ διάβολε, δια των οποίων ωπλίσθης εναντίον του ανδρικωτάτου Αθανασίου;
Που είναι τα κατασκότεινα και ζοφερά σου τεχνάσματα και αι πανουργίαι, δια των
οποίων εβιάσθης όχι μόνον να κρύψης τον λαμπρότατον τούτον λύχνον της ευσεβείας
υπό τον μόδιον, αλλά και να τον σβέσης τελείως εντός του σκότους της απιστίας;
Που είναι αι απατηλαί αιρέσεις σου, δια των οποίων ηγωνίζεσο, ω μιαρέ, να
στερήσης τον Υιόν του Θεού από την θείαν ουσίαν και φύσιν του Πατρός;
Εσβέσθησαν, απωλέσθησαν και ηφανίσθη με κρότον το ανόσιον εφεύρημά σου της
βλασφημίας και «απώλετο το μνημόσυνον αυτού μετ’ ήχου» (Ψαλμ. θ:7). Διότι ο
Αθανάσιος, έστω και αν δεν είναι το φως του κόσμου, ακτινοβολεί όμως το
ανέσπερον φως της θεολογίας του και απαυγάζει την λαμπροτάτην ακτίνα, τον θείον
Λόγον, όστις και ομοούσιος και ομόδοξος είναι μετά του προανάρχου Πατρός·
«Υμείς εστέ το φως του κόσμου» (Ματθ. ε:14). Όθεν δια τοιούτον θεολόγον της
Εκκλησίας μας, ω ευσεβείς Χριστιανοί, δια τοιούτον λαμπρότατον φωστήρα, τον
Αθανάσιον, ανάγκη ήτο σήμερον να ομιλήση ή εις βροντόφωνος θεολόγος και ρήτωρ
των θείων Ευαγγελιστών, οι οποίοι, ως δεδιδαγμένοι και πεφωτισμένοι εξ Αυτού
του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, της πηγής της θείας σοφίας, θα ηδύναντο να τον
εγκωμιάσουν ή αυτό το Πανάγιον και τελεταρχικόν Πνεύμα, το οποίον εκένωσεν
όλους τους ποταμούς της σοφίας και της συνέσεως αυτού εις την μακαρίαν ψυχήν
του Αθανασίου. Αλλ’ επειδή και εγώ ο αμαθής και αμαρτωλός ανέλαβον τούτο το
υπέρ την δύναμίν μου, να ευφημήσω δηλαδή τον μέγαν τούτον φωστήρα, τα μεν άλλα
θεολογικά προτερήματα του Αγίου αφήνω να ανομολογούσιν οι διδάσκαλοι και οι
θεολόγοι της Εκκλησίας μας, τούτο δε μόνον υπόσχομαι· δια πρεσβειών του Αγίου
να αποδείξω εις την υμετέραν αγάπην, ότι αν και με όλα τα σκότη του Άδου
επολέμησεν ο διάβολος δια να αμαυρώση την λαμπροτάτην ψυχήν του Αθανασίου,
πάλιν φεγγοβόλος και ακτινοβολούσα λάμπει η Ορθοδοξία. Ευθύς ότε ο μέγας φωστήρ
και της αθανασίας επώνυμος Αθανάσιος ήρχισε να εξαπλώνη τας χρυσολαμπούσας
ακτίνας της Ορθοδοξίας από αυτής έτι της νεαράς του ηλικίας και ήρχισε να
βαπτίζη, παίζων, τους συνομηλίκους αυτού παίδας, παις ων και αυτός, εν τη των
Αλεξανδρέων πόλει, ήρχισε και ο μιαρός διάβολος από τα κατασκότεινα βασίλεια
του Άδου να φθονή, να αφρίζη και να εξαποστέλλη μαύρους καπνούς και σκοτεινά
νέφη, δια να αμαυρώση όχι μόνον την φεγγοβόλον ψυχήν εκείνου, αλλά και δια να
θανατώση με τα βέλη των αιρέσεων τον αθάνατον, κατά το όνομα και την πίστιν· «Το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό· και εν
αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο· ιδού
ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν ανομίαν» (Ψαλμ. ζ: 13-15). Τι
κάμνομεν, ω σύντροφοί μου, έλεγεν ο μιαρός διάβολος εις τα πνεύματα, κάτω εις
την άβυσσον της κολάσεως; Τι αναμένομεν; Δεν βλέπομεν τον Αθανάσιον πως
αγωνίζεται και διδάσκεται εις τα σχολεία των φιλοσόφων, δια να καταυγάση από
τους ιερούς άμβωνας την αίγλην της τρισυποστάτου Θεότητος και να ακτινοβολή με
τας αστραπάς της φεγγοβόλου γλώσσης του ως μέλλων να διδάξη μονάδα εν τριάδι
και τριάδα εν μονάδι, τρισυπόστατον Φύσιν και αδιαίρετον Ουσίαν; Δεν βλέπετε
πως θέλει φωταγωγεί με την διδακτικήν του θεολογίαν, κηρύττων ομοούσιον και
ομόδοξον και συναϊδιον τω Πατρί τον Υιόν του Θεού; Δεν βλέπετε πόσας ψυχάς
θέλει σύρει από την κόλασιν εις τον Παράδεισον, αρπάζων ταύτας από την φάρυγγα
και τους όνυχας ημών των νοητών δρακόντων, με το λαμπρότατον φως της
Ορθοδοξίας; Υπομένομεν, εξηκολούθει λέγων ο μιαρός, τοιαύτην ύβριν και ατιμίαν
του Αθανασίου, να κηρύττη εκείνος άναρχον γέννησιν του Υιού μετά του Πατρός και
χρονικήν μετά της μητρός, ουσίας και φύσεις δύο δογματίζων και θεολογών ο
Αθανάσιος εν μια μόνη τη υποστάσει του Χριστού; Όχι, να μη νικήση ο Αθανάσιος
και να καταισχυνθώμεν ημείς· ας τανύσωμεν το φαρμακερόν κατά του Αθανασίου
τόξον μας, τον φίλον μας δηλαδή και υπηρέτην Άρειον, και ας οπλίσωμεν ισχυρώς
τούτον με τα εχθρικά μας βέλη των σκοτεινών αιρέσεων, δια να θανατώσωμεν με
ταύτα τον Αθανάσιον. Ας συλλογισθώμεν την αδικίαν αυτήν και ας γεννήσωμεν την
ανομίαν μέσα εις την καρδίαν του Αρείου, ίνα δογματίζη και διδάσκη, ως άλλης
φύσεως και ουσίας όντα τον Υιόν του Θεού και όχι ομοούσιον και ομόδοξον τω
Πατρί, καθώς ευαγγελίζεται ο Αθανάσιος, δια να πνίξωμεν την ψυχήν του με την
αίρεσιν ταύτην και να σύρωμεν πλήθη ανθρώπων αιρεσιαρχών κάτω εδώ εις την
κόλασιν, ίνα συντροφεύωσιν ημάς. «Το τόξον αυτού ενέτεινε και ητοίμασεν αυτό·
και εν αυτώ ητοίμασε σκεύη θανάτου, τα βέλη αυτού τοις καιομένοις εξειργάσατο· ιδού ωδίνησεν αδικίαν, συνέλαβε πόνον και έτεκεν
ανομίαν» (Ψαλμ. ζ: 13-15). Τοιουτοτρόπως αφού ωμίλησεν ο μιαρός διάβολος προς
τους συντρόφους του κάτω εις τον Άδην, ευθύς απέστειλε τα πονηρά πνεύματα, δια
να κατοικήσωσι μέσα εις την καρδίαν του Αρείου και να τον διδάξωσι την
βλασφημίαν κατά του Υιού του Θεού. Τι δεν ενήργει δε τότε η πονηρία του
διαβόλου δια του οργάνου της του Αρείου, με τον σκοπόν να σκοτίση την λάμψιν
του Αθανασίου! Και τι δεν εμηχανάτο ο Άρειος δια να αποστομώση το θεολογικόν
στόμα του Αθανασίου! Εβλασφήμει ο μιαρός, απέκοπτε το ομοούσιον, ανήρει τον
Υιόν του Θεού, φευ! από την θείαν Ουσίαν και Φύσιν. Έλεγεν ότι κατά φαντασίαν
μόνον εγένετο άνθρωπος και ότι δεν ήτο αληθής Θεός. Ύβριζεν, ητίμαζεν αφρόνως
τον Αθανάσιον, έσυρε δια του λόγου του βασιλείς και Επισκόπους, λαϊκούς τε και
Ιερείς. Εντεύθεν σκάνδαλα και ταραχαί, εντεύθεν μάχαι και θόρυβοι, εντεύθεν
μεγάλη φλοξ και πυρ κατά της Εκκλησίας, αλλ’ όμως και εκ Θεού η Σύνοδος των
Αγίων τριακοσίων δέκα και οκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Πως λέγεις, αιρεσιάρχα, λέγει
ο Αθανάσιος, ότι άλλης φύσεως είναι ο Πατήρ και άλλης ο Υιός; Και εάν συ, όστις
είσαι πλάσμα Θεού, έχεις μίαν ουσίαν και φύσιν, αν και διηρημένην, με τον ίδιον
πατέρα όστις σε εγέννησε και δια τούτο λέγεσαι άνθρωπος, ο Υιός του Θεού πως
δεν έχει μίαν και την αυτήν ουσίαν και φύσιν μετά του προανάρχου αυτού Πατρός;
Και αν ο Υιός του Θεού, κατά την μιαράν σου αίρεσιν, είναι άλλης φύσεως και
ουσίας από τον Πατέρα, έπρεπε και συ, εφ’ όσον είσαι υιός του πατρός σου, να
έχης άλλην φύσιν και ουσίαν εν τη ανθρωπίνη σου μορφή, από εκείνην του πατρός
σου. Έπρεπεν ασφαλώς να είσαι ή εν άλογον ζώον ή εν δένδρον. Αλλά τι είπα ζώον
και δένδρον; Έπρεπε να είσαι εις άλλος διάβολος, όστις διδάσκει την πονηράν σου
ψυχήν τοιαύτην βλασφημίαν να εκφέρη κατά του Υιού του Θεού, προς τον οποίον
διάβολον και εντός ολίγου θέλεις πορευθή δια να κληρονομήσης την αιώνιον
κόλασιν. Ούτως επροφήτευσεν ο Άγιος κατά του Αρείου, ευθύς δε, ω των θαυμασίων
σου, Χριστέ ομοούσιε! Διερχόμενος από εν αποχωρητήριον, δια να αποβάλη την
κόπρον του, έχυσεν ομού και τα έντερα, συναπολέσας και την βρωμεράν ψυχήν καθώς
ο Ιούδας εντός του τενάγους της αιωνίου κολάσεως. Έψαλλε λοιπόν η θεολόγος
γλώσσα του Αθανασίου πανεφροσύνως τον προφητικόν τούτον λόγον· «Ιδού οι εχθροί
σου, (Κύριε, ιδού οι εχθροί Σου) απολούνται και διασκορπισθήσονται πάντες οι
εργαζόμενοι την ανομίαν» (Ψαλμ. 91: 10). «Λάκκον ώρυξε και ανέσκαψεν αυτόν και
εμπεσείται εις βόθρον, ον ειργάσατο. Επιστρέψει ο πόνος αυτού εις κεφαλήν
αυτού, και επί κορυφήν αυτού η αδικία αυτού καταβήσεται» (Ψαλμ. ζ: 16-17). Αλλά
αν έσθεσε το σκότος του διαβόλου, ο πονηρότατος Άρειος, και αν ήστραπτε πάλιν η
μακαρία ψυχή του Αθανασίου το της Ορθοδοξίας αγλαότατον φως, νομίζετε ότι τόσον
μόνον επολέμησεν ο μιαρός διάβολος, δια να αμαυρώση την λάμψιν της ψυχής του;
Όχι· ακούσατε και θαυμάσατε. Επί τεσσαράκοντα δύο χρόνους επολέμησεν ο
σκοτεινόμορφος δράκων τον Αθανάσιον εις την εξορίαν όπου τον έστελλε, δια μέσου
του Ουαλεντιανού και του Ουάλεντος, των πονηρών βασιλέων, δια να του σβέση το
φως της Ορθοδοξίας, το οποίον διεκήρυττεν. Αλλά πάλιν δεν επεκράτησεν ο μιαρός.
Διότι με όλας τας εξορίας, μ’ όλον ότι κατεβίβαζε τον Αθανάσιον πολλάκις από
του θρόνου του, με όλα τα βάσανα και τας ασθενείας τας οποίας επροξένει από τον
φθόνον του, πάλιν ο Αθανάσιος έγραφε και απέστελλεν επιστολάς εις τας απανταχού
Ορθοδόξους Εκκλησίας και Μοναστήρια. Έτρεχεν μακράν ως κεραυνός δια την Πίστιν
από της Ανατολής έως της Δύσεως, ίνα μη κινδυνεύση η Εκκλησία και μυρίους
συνήντα κινδύνους εις την γην και εις την θάλασσαν. Και δια να μη κλέψη η
αρειανή ασέβεια το άκτιστον Φως και την ομοούσιον δόξαν του θείου Λόγου,
δοκιμάζει ευχαρίστως τόσας ταλαιπωρίας, τόσα δριμύτατα πάθη, χωρίς να αλλάξη
ποτέ όψιν και χωρίς να χάση ποτέ την έμφυτον γαλήνην του προσώπου του. Βλέπων
δε πάλιν ο μιαρός διάβολος την τοιαύτην ανίκητον πάλην του Αθανασίου,
οργίζεται, φρίττει και εκβάλλων εκ του στόματος καιόμενον θείον και σκότος, το
εμφυσά με οργήν κατά του Αθανασίου. Τι ήτο λοιπόν τούτο το σκότος του διαβόλου;
Κατά τον καιρόν ότε συνηθροίσθη η μιαρά σύνοδος κατά του αγιωτάτου Αθανασίου
και ενώ συνέρραπτον οι κατήγοροι και εχθροί του τόσα εγκλήματα, δια να τον
εξορίσουν από τον θρόνον του, προσέθετον πάλιν και ταύτα. Ότι ο Αθανάσιος, ως
πόρνος, μοιχεύει μίαν γυναίκα και ως μάγος έκοψε την χείρα του Αρσενίου, δια να
κάμνη με ταύτην τας μαγείας του. Ίδετε, Χριστιανοί, ίδετε, ω άρχοντες, δύο
μελανά νέφη του διαβόλου, δύο συκοφαντίας, τόσον βαρείας, ώστε ελεεινήν
εντύπωσιν κάμνουσιν, ως προερχόμεναι όχι τόσον από τους εχθρούς του Αγίου, όσον
από την κόλασιν του Άδου. Δια να ίδωμεν λοιπόν το δίκαιον, δια να ίδωμεν προς
τίνα θέλει στρέψει η δυσωδία αύτη των δύο εγκλημάτων, θέλω εξετάσει την
υπόθεσιν, θέλω κρίνει την προ της τοιαύτης συνόδου κατάστασιν, δια να γνωρίσετε
αν πταίη εις ταύτα ο Αθανάσιος. Ελθέ εδώ, μιαρώτατον γύναιον, άγριον και κακόν
θηρίον, χαρά του Άδου και έμψυχον άγκιστρον του διαβόλου και ειπέ αν ο
Αθανάσιος εκοιμήθη πράγματι, ή δεν εκοιμήθη, μετά σου! Και αν δεν εκοιμήθη,
πρώτον, διατί με τόσην αυθάδειαν κατηγορείς τον άξιον Αρχιερέα εις μίαν σύνοδον
των ιδίων του εχθρών; Δεν φοβείσαι την οργήν του Θεού και τους κεραυνούς του
ουρανού; Αν εκοιμήθη, πως δεν γνωρίζεις το πρόσωπον; Πως δεν διαχωρίζεις την
φωνήν; Πως τον Τιμόθεον λέγεις Αθανάσιον και αναισχύντως ομνύεις ότι ο
Αθανάσιος σου ήρπασε την παρθενίαν; Ω πονηρία κακής γυναικός! Είπατε τώρα, ω
άρχοντες, εις ποίον έστρεψεν η δυσωδία του σκότους τούτου; Είδετε ότι δεν
πταίει ο άπταιστος Αθανάσιος; Ίδετε και τον Αρσένιον, δια τον οποίον λέγουσιν
οι κατήγοροι του Αγίου, ότι τον εφόνευσε και έκοψε την χείρα του, δια να κάμνει
μαγείας και θέλετε ακόμη ιδή ότι δεν έπταισε και εις τούτο ο Αθανάσιος. Τι
υλακτείτε τώρα και σεις από το άλλο μέρος, ω κέρβεροι του Άδου, εναντίον του
Αθανασίου; Ποία θανατηφόρα δηλητήρια ρίπτετε, ω σατανικοί δράκοντες, δια να
δηλητηριάσετε το γλυκύτατον όνομα του Αθανασίου, με το οποίον ο ένδοξος ούτος
ήρως ποτίζει όλην την κτίσιν, την αμβροσίαν και το νέκταρ της διδασκαλίας του;
Ο Αθανάσιος εθανάτωσε τον Αρσένιον και του έκοψε την δεξιάν χείρα, δια να κάμη
με αυτήν μαγείας; Ψεύδεσθε, ω πλάνοι· διότι τον Αθανάσιον εκ της ευσεβείας, εκ
του ήθους, εκ των αρετών και εκ της αγιότητος, που κοσμούν όχι μόνον την ψυχήν
αυτού, αλλά και όλους τους Ορθοδόξους, καλώς γνωρίζει ο κόσμος. Δεν είναι μάγος
τις ή κλέπτης, αλλά το πάθος, η λύσσα και ο φθόνος σάς αναταράσσουν την καρδίαν
δια να λέγετε τόσας ψευδολογίας εναντίον τούτου του αθώου ανδρός. Ελθέ έξω
λοιπόν, ελθέ εις το μέσον, ω Αρσένιε! Τι λέγετε τώρα, ψεύσται και επίβουλοι του
Αγίου; Είναι ούτος ο Αρσένιος; Ναι, βεβαίως. Έχει και τας δύο του χείρας; Του
ελλείπει καμμία; Όχι, καμμία. Τι λέγετε λοιπόν; Ελλείπει από σας η Χριστιανική
Πίστις και η γνώσις από τον μυελόν! Ω μίσος και φθόνος, όστις σας κατατρώγει
την καρδίαν. Ω κακία και πονηρία δύο μεγάλων συκοφαντιών, τας οποίας
εμεθοδεύθητε κατά του Αθανασίου! Είδετε πάλιν, Χριστιανοί, το δίκαιον; Είδετε,
ότι δεν πταίει ο άπταιστος Αθανάσιος; Ιδού λοιπόν, ότι εδικαιώη ο Άγιος, ιδού
ότι η δυσωδία των εγκλημάτων εστράφη κατά των κατηγόρων του Αγίου.
Κατησχύνθησαν οι εχθροί, κατεστράφη η σύνοδος, την οποίαν συνήθροισαν.
Εσβέσθησαν και αυτά τα πονηρά σκότη του διαβόλου, δια των οποίων προσεπάθησεν ο
επαναστάτης να τον θανατώση. Αναλάμπων δε πάλιν επί την λυχνίαν, ως φωτοπάροχος
λύχνος, απαστράπτει εκείθεν το της Ορθοδοξίας αγλαότατον φως· «Ευλογητός
Κύριος» έψαλλεν η ψυχή του Αθανασίου, «ος ουκ έδωκεν ημάς εις θήραν τοις
οδούσιν αυτών. Η ψυχή ημών, ως στρουθίου ερρύσθη εκ της παγίδος των θηρευόντων,
η παγίς συνετρίβη και ημείς ερρύσθημεν» (Ψαλμ. ρκγ: 6-7). Και πάλιν αλλαχού·
«Όπλω κυκλώσει με η αλήθεια του Θεού μου. Ου φοβηθήσομαι από φόβου νυκτερινού,
από βέλους πετομένου ημέρας, από πράγματος διαπορευομένου εν σκότει, από
συμπτώματος και δαιμονίου μεσημβρινού» (Ψαλμ. 90: 4-6). Εγώ, ω διάβολε, έλεγεν
ο Αθανάσιος, εγώ δια της ομοουσίου, ομοθρόνου και ομοδόξου του μονογενούς Υιού
του Θεού δυνάμεως, αποδιώκω τα δυσώδη σου σκότη, καταπολεμώ τας ανισχύρους σου
δυνάμεις, αποκρούω τους εχθρούς μου, σβύνω τας εχθρικάς αιρέσεις, καταφωτίζω τα
πέρατα του κόσμου δια του λαμπροτάτου φωτός της Ορθοδοξίας και πορευόμενος με
τούτο το του Κυρίου μου φως, ψάλλω με αγαλλίασιν και χαράν. «Κύριε εν τω φωτί
του προσώπου Σου πορεύσομαι και εν τω ονόματί Σου αγαλλιάσομαι εις τον αιώνα»
(Ψαλμ. πη: 16-17). «Δια τούτο υψωθήσεται ως μονοκέρωτος το κέρας μου και το
γήρας μου εν ελαίω πίονι» (Ψαλμ. 91:11). Ταύτα μετ’ ευφροσύνης εμελέτα καθ’
εαυτόν ο Αθανάσιος εναντίον του μιαρού διαβόλου. Και ο διάβολος πάλιν, από της
αβύσσου του ασβέστου πυρός κλαίων και ολοφυρόμενος, ηρώτα με πόνον και με λύπην
τα πονηρά πνεύματα· «Ω φίλοι μου και υπηρέται, άρχοντες της κολάσεως, απορώ,
αδυνατώ, λυπούμαι, δεν ηξεύρω πλέον με ποίον τρόπον να καταστρέψω τον Αθανάσιον
και να αμαυρώσω την ψυχήν του. Διότι αν απέστειλα κατ’ αυτής το μεγαλύτερον
σκότος του Άδου, τον Άρειον, δια να σβύσω με εκείνο την λάμψιν της ομοουσίου
Θεότητος, την οποίαν κηρύττει, αν εξήγειρον εναντίον του τόσους εχθρούς,
οίτινες τον κατεβίβασαν πολλάκις από τον θρόνον του, αν τον επαίδευσα μα πάθη,
θλίψεις και ασθενείας μακράς, αν τον εξώρισα εις δύσβατα όρη και πέτρας επί
τεσσαράκοντα δύο ολοκλήρους χρόνους, αν με τα δύο ζοφωδέστερα σκότη, του φόνου
και της μοιχείας, προσεπάθησα να σβύσω το φως το οποίον κηρύττει και αυτός
πάλιν ακτινοβολεί, πάλιν φωτίζει δια του τοιούτου λαμπροτάτου φωτός της
θεολογίας, εγώ δεν ηξεύρω, αν δεν με συμβουλεύσητε σεις, ποίον άλλο σκότος θα
είναι τάχα αρκετόν, δια να αμαυρώσωμεν με εκείνο την ψυχήν του Αθανασίου και να
διαψεύσωμεν την διδασκαλίαν του. Αλλ’ ω αποστάτα και βασιλεύ της κολάσεως,
ημείς οι υπηρέται και δούλοι σου δυνάμεθα να θανατώσωμεν τον Αθανάσιον, και δια
τούτο μη λυπείσαι, μη κλαίεις. Αν ημείς ερρίψαμεν τον Δανιήλ εις τον κάκκον των
λεόντων, αν ημείς τον Ιερεμίαν εν τω ζοφωδεστάτω βυθώ κατεκλείσαμεν και τον
Ιωσήφ εις έτερον λάκκον κατεβυθίσαμεν, πως δεν θέλομεν ρίψει και τον Αθανάσιον
εντός του ξηρού φρέατος, να τον κρατήσωμεν εντός αυτού εξ ολοκλήρους χρόνους,
έως ότου να σβύση τελείως, όχι μόνον η λάμψις της Ορθοδοξίας, αλλά και το φως
εκείνο της ζωής του; Παύσε λοιπόν τον κλαυθμόν και ιδού σκότος αρκετόν, δια του
οποίου θα ελευθερωθής από τον Αθανάσιον». Με τοιούτους αλαζονικούς λόγους
επαρηγόρουν τα πονηρά πνεύματα τον βασιλέα του σκότους, ευθύς δε πετάξαντα εκ
του ζόφου της κολάσεως, ενεφώλευσαν εντός των καρδιών των εχθρών του Αγίου.
Πρέπει εδώ να θαυμάζη και να απορή πας ανθρώπινος νους δια τας επιβουλάς των
εχθρών αιρετικών. Διότι όσον έλαμπεν η καθαρωτάτη ψυχή του Αθανασίου εκ των
αμετρήτων του αρετών και όσον ηκτινοβόλει το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας δια
των ακτίνων των καθημερινών θεολογικών διδασκαλιών του, τόσον αυτοί τον
εμίσουν, τον εφθόνουν, τον επεβουλεύοντο, επεδίωκον να τον εξορίσουν και εδίψων
να τον ίδωσιν αδίκως φονευόμενον. Ω της επιβουλής και του φθόνου, ω της
επαράτου βασκανίας και του φόνου! Τώτα, δια να παύσουν τα σκάνδαλα, Χριστιανοί,
δια να ημερώσουν τα άγρια θηρία του φθόνου, δια να σβύση ο φθόνος και η έχθρα
από τας καρδίας των κατηγόρων του Αγίου, φεύγει ο Αθανάσιος και κρύπτεται εντός
φρέατος από μίαν ευλαβεστάτην γυναίκα, δια να φυλάξη μεγαλοψύχως την ζωήν και
δια να προφυλαχθή από άλλους κινδύνους και από περισσοτέρας ταλαιπωρίας.
Παρέμεινε λοιπόν εντός του ξηρού φρέατος επί εξ ολοκλήρους χρόνους, αλλά πόσους
αιρετικούς δεν επλήγωνε καθ’ εκάστην δια του καλάμου του από τον λάκκον
εκείνον, όπως ακριβώς έκαμνε και άνωθεν του ιερού άμβωνος δια της γλώσσης! Δεν
έδυσεν εντός του φρέατος, ως ο ήλιος εις την δύσιν, αλλά πάλιν εφωταγώγει με
τας ακτίνας των βιβλίων, τα οποία συνέγραφε, σκορπίζων τα εχθρικά σκότη του
Άδου και της απιστίας, όχι δε μόνον εν όσω ευρίσκετο εν τη ζωή, αλλά και όταν,
κατόπιν τόσων κόπων και κινδύνων, ανήλθεν εις τους ουρανούς και τότε εφώτιζε με
τας αυγάς των θεολογικών του βιβλίων. Όντως, κατά τον Δαβίδ, «φως ανέτειλε τω
δικαίω και τοις ευθέσι τη καρδία ευφροσύνη» (Ψαλμ. 96:11). Ιδού λοιπόν,
ευλαβέστατοι ακροαταί, ο μέγας Αθανάσιος, ιδού ο μέγας φωστήρ και θεολόγος της
Εκκλησίας μας λάμπων και φωταγωγών δια του φωτός της Χριστιανικής Πίστεως και
ζων με τας καθημερινάς του διδασκαλίας και κοιμηθείς με τας βίβλους της
τρισυποστάτου θεολογίας. Ώστε αν και με όλα τα σκότη του Άδου επολέμησεν ο
διάβολος δια να αμαυρώση την λαμπροτάτην ψυχήν του Αθανασίου, πάλιν φεγγοβόλος
και ακτινοβολούσα αστράπτει δια παντός, ως το φως της Ορθοδοξίας. Ω δόξαι
λαμπρότεραι του ηλίου, φωστήρα λαμπρότατον κάμνουσαι τον Αθανάσιον! Ω λάμψεις
της θεολογικωτάτης και μακαρίας του ψυχής, με τας οποίας φωταγωγείται δια
παντός η ευσέβεια! Και λοιπόν, ω φεγγοβόλε φωστήρ της Εκκλησίας και λύχνε
αείφωτε της Ορθοδοξίας, πάμφωτε ήλιε της Αλεξανδρείας και ομώνυμε της
αθανασίας, λαμπτήρ διαπρύσιε της Θεολογίας και πηγή ανεξάντλητε της φιλοσοφίας,
πάνσοφε Αθανάσιε, ο μεγάλους κινδύνους εξορίας υπομείνας, ο ανδρείως κηρύξας το
ομοούσιον του Υιού μετά του Πατρός, ο το μέγα σκότος του Άδου, τον παράφρονα
Άρειον, δια των πανσόφων σου διδασκαλιών καταπνίξας και το λαμπρότατον φως της
Ορθοδοξίας απαυγάσας, ο πάμπολλα σκότη του διαβόλου κατασβέσας και τας των
εχθρών αιρέσεις καταστρέψας, σου δεόμεθα και ικετεύομεν άπαντες, λάμπρυνον και
ημάς με τας φεγγοβόλους σου ακτίνας και απάστραπτε διηνεκώς εντός των ψυχών μας
το λαμπρότατον φως της Ορθοδοξίας, ίνα κηρύττωμεν ομοούσιον και ομόθρονον μετά
του Πατρός τον Υιόν του Θεού, ίνα και συμβασιλεύσωμεν μετά σου εν τη Βασιλεία
των ουρανών. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου