Σεραφείμ ο Όσιος και Θεοφόρος
Πατήρ ημών συνεκάλεσεν ημάς, ω φιλόχριστοι εορτασταί, εις φαιδράν και
χαρμόσυνον πανήγυριν, εν τη εαρινή ταύτη ημέρα, κατά την οποίαν το των πτηνών
γλυκύ άσμα και η ευωδία των ανθέων ευφραίνουσι τους ανθρώπους και καθιστώσιν
αυτούς ζωηροτέρους. Διότι την λαμπράν αυτήν του έαρος εποχήν και της φύσεως την
ωραιότητα εξέλεξεν ο Κύριος, ίνα επικοσμήση και η μνήμη του σήμερον
εορταζομένου Αγίου τούτου, του εν αρεταίς και θαύμασι διαλάμψαντος Οσίου και
Θεοφόρου Πατρός ημών Σεραφείμ, όστις, ως αστήρ φαεινός, ανέτειλεν εν τω λαμπρώ
της Ελλάδος ορίζοντι, κατά τας ζοφεράς της δουλείας ημέρας.
Ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών ούτος, ο των Ασκητών μέγιστος, ο εν θαύμασι δοξασθείς Σεραφείμ, πατρίδα είχε το νυν καλούμενον Ζέλι, χωρίον μικρόν υποκείμενον εις την περιοχήν του Ταλαντίου της Βοιωτίας, γονείς έχων ευσεβείς και εναρέτους. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο ο Άγιος εις τα σπάργανα, μέγα τι σημείον εδείκνυε την μετά ταύτα προκοπήν και επίδοσιν αυτού προς τα πνευματικά και εδήλου εμφανέστατα, ότι έμελλε να γίνη σκεύος εκλεκτόν και δοχείον του Παναγίου Πνεύματος. Διότι, ενώ ήτο ακόμη βρέφος και ως εκ τούτου μη δυνάμενος να διακρίνη τας ημέρας από τας νύκτας ή το καλόν από του κακού, όμως τούτο το Πανάγιον Πνεύμα, προγιγνώσκον την μέλλουσαν αυτού πνευματικήν άνοδον, εφώτιζε και εδίδασκε τούτον, ότι η Τετάρτη και η Παρασκευή είναι αι ημέραι των Παθών του Κυρίου, τας οποίας οφείλομεν να τιμώμεν δια της αποχής της τροφής. Δια τούτο κατά τας δύο αυτάς ημέρας της εβδομάδος έμενε νήστις, μη θέλων να φάγη γάλα, ως αυτή η ιδία η μήτηρ του έλεγεν εις τους γείτονας. Μόνον δε περί την δύσιν του ηλίου, επειδή δεν ηδύνατο να ανθέξη έτι πλέον νηστεύων, εθήλαζεν ολίγον και εκοιμάτο. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν επτά ετών, οι γονείς του παρέδωκαν τούτον πιθανώς εις τον Εφημέριον του χωρίου, ίνα εκμάθη τα ιερά γράμματα. Ο δε φιλομαθής και αγαθός παις, καλής φύσεως ων και λίαν επιμελής, ησθάνετο μεγάλην αγάπην προς τα ιερά γράμματα και μετά ζήλου πολλού εμελέτα και εμάνθανε τα υπό του διδασκάλου οριζόμενα μαθήματα. Τις δε δύναται να διηγηθή την εν τω σχολείω προσοχήν και κοσμιότητα, μετά της οποίας συμπεριεφέρετο προς τους ομηλίκους του, την άκραν ταπείνωσιν και απεριόριστον προς τους γονείς αυτού υποταγήν, εν ολίγοις δε την προς πάντας τους ανθρώπους σεμνότητα και παραδειγματικήν αυτού διαγωγήν; Διότι πάντες οι άνθρωποι του χωρίου έλεγον δια τον Άγιον, ότι ήτο τύπος και υπογραμμός ηθικής και κοσμιότητος, προτρέποντες τους νέους να έχωσι τούτον ως παράδειγμα. Εν όσω δε επροχώρει η ηλικία του Αγίου, έτι περισσότερον ηύξανε και ο ζήλος τον οποίον απ’ αρχής είχε προς τα ιερά γράμματα. Όθεν, ως ακάματος μέλισσα ενετρύφα εις τον ανθοφόρον λειμώνα των αγίων Γραφών, εις την ανάγνωσιν των οποίων εύρισκεν ευφροσύνην πνευματικήν και χαράν ανεκλάλητον, ήτις, ως ο μαγνήτης έλκει τον σίδηρον, ούτω δεν άφηνεν αυτόν να απομακρυνθή από την γλυκείαν ταύτην και ζωηφόρον τράπεζαν και να τραπή προς τας μερίμνας του βίου. Δια τούτο, αν και νεώτατος κατά την ηλικίαν ο Άγιος, ουδεμίαν άλλην ηδονήν ησθάνετο, ει μη μίαν και μόνην. Πως, δηλαδή, να απομακρυνθή από τον κόσμον και να υπηρετήση ανενόχλητος τον Δημιουργόν και Πλάστην ημών, μιμούμενος τα Σεραφείμ και τας χορείας των Οσίων, ίνα και ούτος καταταχθή μετ’ αυτών εις την αιώνιον μακαριότητα. Ούτω θεαρέστως διάγων και τοιαύτα διαλογιζόμενος ο Όσιος, νεανίας, τότε, μετά ζήλου δε θερμού αναγιγνώσκων και τους Βίους των Αγίων, απεφάσισε τέλος να εγκαταλείψη γονείς, πατρίδα, συγγενείς και φίλους και να μεταβή εις Μοναστήριον, όπου ενδυόμενος το Μοναχικόν σχήμα να αφιερωθή ψυχή και σώματι εις τον Θεόν και ούτω να κορέση την πνευματικήν δίψαν την οποίαν ησθάνετο. Όθεν, μίαν των ημερών, προσήλθε προς τους φιλτάτους αυτού γονείς και αφού ησπάσθη την δεξιάν αυτών, εζήτησε παρ’ αυτών την ευλογίαν, παρακαλών τούτους μετά δακρύων να συγκατατεθώσι και συνοδεύσωσιν αυτόν με τας ευχάς των εις το νέον του στάδιον, το Μοναχικόν, το οποίον εκ παιδός ηγάπησεν, υποσχεθείς εις τον Θεόν να διέλθη τον βίον αυτού μονάζων. Τότε οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς αυτού, αφού ήκουσαν τους λόγους του προσφιλούς αυτών υιού, εχάρησαν μεν δια την θερμήν ευσέβειαν και την τελείαν προς τον Χριστόν αφοσίωσιν αυτού, ελυπήθησαν όμως σφόδρα και ως θανατηφόρα βέλη διεπέρασαν τας προ ολίγου ευφραινομένας καρδίας των οι λόγοι ούτοι του τέκνου των. Διότι η απομάκρυνσις αυτού μέγα κενόν θα κατέλειπε και μεγάλην κατήφειαν θα επροξένει όχι μόνον εις τους γονείς αυτού, αλλά και εις άπαντας τους ανθρώπους του χωρίου εκείνου, διότι θα εστερούντο τοσούτον εναρέτου νέου, του οποίου ο βίος ήτο δι’ αυτούς, ως είπομεν, άριστον παράδειγμα της αρετής και του καθήκοντος. Ταύτα λοιπόν διαλογιζόμενοι οι γονείς αυτού, προσεπάθουν δια λίαν συγκινητικών λόγων να αποτρέψωσιν αυτόν από της αποφάσεώς του ταύτης, έλεγον δε μετά δακρύων και διακοπτομένης υπό των λυγμών φωνής· «Τέκνον, εάν συ απέλθης εις Μοναστήριον, ποίαν θα έχωμεν ημείς παρηγορίαν εις τον κόσμον τούτον και βακτηρίαν κατά το γήρας ημών; Τις θέλει ανακουφίσει ημάς εις τας πικρίας του βίου τούτου και μάλιστα κατά τας πονηράς ταύτας ημέρας της πικράς δουλείας του αλλοφύλου Αγαρηνού, εάν μη συ, τέκνον ποθητόν και πολυαγάπητον, το οποίον δια της καλής πολιτείας σου και της προς πάντας τους ανθρώπους συμπεριφοράς σου, καθώς και της γλυκύτητός σου, ποτίζεις τας πληγωθείσας ημών καρδίας με το γλυκύ βάλσαμον της παρηγορίας; Αν λοιπόν συ, τέκνον, εγκαταλείψης ημάς τους γέροντας και ασθενείς γονείς σου και απέλθης εις Μοναστήριον, κατά την επιθυμίαν σου, προς ποίον θέλομεν αποβλέψει ημείς και παρά τίνος θα αναμένωμεν βοήθειαν; Μη αποφασίσης, τέκνον, να εγκαταλείψης ημάς ερήμους εις τον κόσμον τούτον, αλλά μείνε πλησίον μας έως ότου παραδώσης ημάς εις την γην και τότε ύπαγε εις τα Μοναστήρια και τας ερήμους, ίνα εύρης την παρά σου ποθουμένην εν Κυρίω ησυχίαν και ανάπαυσιν». Ταύτα έλεγον μετά δακρύων οι γονείς του Οσίου, προς αυτόν ατενίζοντες και ωσάν να ανέμενον συγκατάθεσιν αυτού. Αλλ’ ο στερρός ούτος αδάμας της αρετής, ο νεαρός Σωτήριος, διότι ούτω τότε εκαλείτο ο Άγιος, έρριψε μεν βλέμμα συμπαθείας και υιϊκής στοργής προς τους κλαίοντας και πονούντας γονείς του, συνετρίβη η ευαίσθητος καρδία του, αλλά παρέμεινεν αμετάτρεπτος εις την παρ’ αυτού ληφθείσαν απόφασιν, υπακούων περισσότερον εις την θείαν κλήσιν την καλούσαν αυτόν εις το στάδιον των αγώνων, ως και εις την πλήρη αυταπάρνησιν, παρά εις την συμπαθή φωνήν των γονέων του. Ερρίφθη λοιπόν εις τας αγκάλας αυτών και τούτους περιπτυχθείς ησπάσθη την δεξιάν αυτών και μετέβη εις τι Μονύδριον, επ’ ονόματι του Προφήτου Ηλιού τιμώμενον, μίαν δε ώραν από του χωρίου απέχον και κείμενον επί του όρους του λεγομένου Κάρκαρα. Πλησίον του όρους αυτού ανήγειρεν ο Όσιος μικρόν ναόν επ’ ονόματι του Σωτήρος και οικίσκον εντός σπηλαίου τινός, ούτινος υπολείμματα σώζονται μέχρι σήμερον, οι δε κάτοικοι των πέριξ χωρίων καλούσιν Ασκητήριον του Αγίου Σεραφείμ. Πλησίον δε τούτου υπάρχει έτερος Ναός προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου τιμώμενος και κελλία τινά, τα οποία, καθώς λέγουσιν οι γέροντες, ανήγειραν οι κάτοικοι της Ελατείας εις καιρόν λοιμικής νόσου, οπότε, φεύγοντες τον κίνδυνον, κατέφυγον εις τον Ναόν τούτον επιζητούντες την προστασίαν της Θεοτόκου και την βοήθειαν του Αγίου. Εντός λοιπόν του ως άνω σπηλαίου παρέμεινεν επ’ αρκετόν χρόνον ο Άγιος, αγωνιζόμενος με αγρυπνίας και προσευχάς, ως καλός εργάτης του μυστικού αμπελώνος του Κυρίου και γνήσιος φίλος του Δεσπότου ημών Χριστού. Επειδή όμως την πνευματικήν αυτού ησυχίαν ετάραττον αι συχναί επισκέψεις των γονέων αυτού και συγγενών και φίλων, εγκατέλειψε το προσφιλές εις αυτόν σπήλαιον και μετέβη εις το πλησίον του Ταλαντίου κείμενον Ιερόν Μοναστήριον των Αγίων Αναργύρων. Αλλά και εκεί πάλιν ενοχλούμενος υπό των συχνών επισκέψεων των συγγενών αυτού, δεν ηδυνήθη να παραμείνη πλέον των εξ μηνών. Αναχωρήσας όθεν εκείθεν και την έρημον επιζητών, ως άλλη τις τρυγών φιλέρημος, έφθασεν εις το Σαγμάτιον όρος, επί της κορυφής του οποίου υπάρχει Μοναστήριον τιμώμενον επ’ ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και κείμενον μεταξύ Θηβών και Ευβοίας, εις το οποίον υπάρχει μέγα τεμάχιον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, επί του οποίου παρέδωκε το πνεύμα ο Σωτήρ της ανθρωπότητος. Τούτο εδώρησεν εις την Μονήν ταύτην ο ευσεβής αυτοκράτωρ Αλέξιος ο Κομνηνός δια χρυσοβούλλου αυτού γράμματος, ίνα οι εις την Μονήν ταύτην ασκούμενοι Μοναχοί έχωσι τον ουράνιον τούτον θησαυρόν βοήθειαν και σκέπην εις την σταδιοδρομίαν του ασκητικού αυτών βίου. Εις το Μοναστήριον τούτο λοιπόν κατέφυγεν ο πιστότατος ούτος θεράπων του Χριστού και κατετάγη εις την αγγελικήν εκείνην χορείαν των Ασκητών, οίτινες εφημίζοντο δια την αρετήν και την άσκησίν των. Παρεδόθη τότε όλος εις τας αγκάλας της ποθητής παρ’ αυτού ασκήσεως, την οποίαν, ως διψώσα έλαφος, επεζήτει πολλούς αλλάσσων τόπους. Τις δε δύναται να διηγηθή τους πνευματικούς αυτού αγώνας και κόπους, τους οποίους κατέβαλλε νυχθημερόν αγωνιζόμενος, τας νηστείας, τας αγρυπνίας, τας προσευχάς και τα δάκρυα; Την απεριόριστον αυτού υπακοήν προς πάντας, την υπομονήν εις τας θλίψεις και, ίνα δι’ ολίγων είπωμεν, την πλήρη αυτού αφοσίωσιν εις την πνευματικήν αυτού καλλιέργειαν; Ένεκα τούτων λοιπόν των αρετών αυτού ο ταπεινόφρων και πράος Σεραφείμ εις μικρόν διάστημα υπερέβη πάντας τους συνασκητάς αυτού κατά την αρετήν και την άσκησιν. Δια τούτο και ως αστήρ φαεινός διεκρίνετο εν τω μέσω της πνευματικής εκείνης των Ασκητών χορείας και πάντες, υπό των ακτίνων των αρετών αυτού φωτιζόμενοι, ερρύθμιζον την πνευματικήν των πολιτείαν κατά το παράδειγμα αυτού. Βλέπων ο Ηγούμενος τας αρετάς και την προς τα πνευματικά πρόοδον του Οσίου και διαισθανόμενος την μετά ταύτα προκοπήν και επίδοσιν αυτού εις τα έργα της ασκήσεως, εκούρευσεν αυτόν Μοναχόν, μετονομάσας Σεραφείμ, μετ’ ολίγον δε εχειροτόνησεν αυτόν και Διάκονον. Ο δε ταπεινόφρων Σεραφείμ, μετά μεγάλης βίας εδέχθη τούτο, ενδώσας εις τας θερμάς παρακλήσεις του Ηγουμένου και των άλλων Πατέρων, οίτινες προέβλεπον ότι έμελλε να γίνη σκεύος εκλογής του Παναγίου Πνεύματος και οδηγός των πλανωμένων και να τεθή, κατά τον λέγοντα (Ματθ. ε΄ 15), ως λύχνος επί την λυχνίαν, ίνα φωτίζη τους εν τω σκότει. Μετά πολλάς δε και άλλας παρακλήσεις και πιέσεις, απεδέχθη και το αξίωμα της Ιερωσύνης. Μετά την ανάδειξιν αυτού εις το υψηλόν της Ιερωσύνης αξίωμα, αναλογιζόμενος ο Όσιος την βαρείαν ευθύνην, την οποίαν ανέλαβεν απέναντι του Θεού και των ανθρώπων και αναμετρήσας τας πνευματικάς αυτού δυνάμεις, ως ταπεινός δε τω πνεύματι και απλούς την καρδίαν, ευρών ταύτας ανεπαρκείς ως προς τας ανάγκας της Εκκλησίας, μεγάλους κατέβαλε κόπους και πολλάς αγρυπνίας και προσευχάς ετέλεσεν, ίνα φθάση εις το μέτρον εκείνο της τελειότητος, δια του οποίου θα ηδύνατο να ανταποκριθή προς τας μεγάλας υποχρεώσεις, τας οποίας επέβαλλεν εις τον Όσιον το αξίωμα τούτο. Έμεινε δε εις την Μονήν ταύτην της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ο θεσπέσιος ούτος ανήρ δέκα ολοκλήρους χρόνους, καθ’ ους ηγωνίζετο τον πνευματικόν της αρετής αγώνα και ως τύπον και υπογραμμόν παρέχων τας εναρέτους αυτού πράξεις εις τους συνασκουμένους Μοναχούς, παρ’ αυτών δε διδασκόμενος τα ωφέλιμα και σωτήρια. Κατόπιν, επιθυμών να αποφύγη την φήμην των αρετών αυτού, ήτις ήρχισεν ήδη να εξαπλούται, καθώς και τους ανθρωπίνους επαίνους, εζήτησε παρά του Ηγουμένου την άδειαν και αφού απεχαιρέτησε τους συνασκητάς αυτού και τον πνευματοφόρον Γερμανόν, συνασκητήν του Αγίου Κλήμεντος, του εις το όρος Σαγματά ασκήσαντος και τελειωθέντος, παρά του οποίου πλείστα σωτήρια διδάγματα έλαβεν, εξήλθε του Μοναστηρίου σπεύδων να εύρη πνευματικήν ησυχίαν. Μακρόν δε διανύσας δρόμον και πολλά όρη διελθών, έφθασεν εις τον δυτικώς του Ελικώνος μίαν ώραν άνωθεν της αρχαίας Βούλιδος κείμενον λόφον, εις την τοποθεσίαν Δομπού, εκεί δε, αφού ανήγειρε μικρόν Ναϊσκον επ’ ονόματι του Σωτήρος μετά τινων κελλίων, συνήθροισεν ολίγους Μοναχούς και μετ’ αυτών παρέμεινεν εκεί επί δέκα έτη, ασκών τα έργα της αρετής και διδάσκων τους μαθητάς του τα σωτήρια της μοναδικής πολιτείας διδάγματα. Ενταύθα παραμένων ο Άγιος και ακαμάτως ασκούμενος, ως άλλος Αντώνιος της Λιβυκής ερήμου, περικαλύπτων την αγγελικήν αυτού πολιτείαν, πολλάς ψυχάς απολωλότων ανθρώπων ωδήγησεν εις τον εύδιον της σωτηρίας λιμένα. Πλησίον δε του Ασκητηρίου του Αγίου, περί το τέταρτον της ώρας, βορειοανατολικώς, εις θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται σήμερον το Μοναστήριον, υπήρχον ολίγαι οικογένειαι αλβανικής καταγωγής, ηθών δε σκληρών και αγρίων, των οποίων ο τρόπος του βίου ήτο ληστρικός και επίφοβος δια τους γειτνιάζοντας κατοίκους. Τούτους πλησιάσας ο Άγιος και δια καρποφόρων λόγων κατηχήσας, μετέβαλε την σκληρότητα και αγριότητα αυτών εις ημερότητα, πείσας τούτους να μετανοήσωσι δια τον πρότερον άγριον και σκληρόν αυτών βίον. Ενώ λοιπόν οι άγριοι ούτοι Αλβανοί έφερον μεθ’ εαυτών όπλα και μαχαίρας και δια τούτων ανεζήτουν την καθημερινήν αυτών τροφήν, κλέπτοντες και απειλούντες φόνους και κακώσεις, ευθύς ως ήκουσαν τας ψυχοσωτηρίους συμβουλάς του Οσίου, εγκατέλειψαν τα όπλα και αντ’ αυτών έλαβον άλλος την αξίνην, άλλος το άροτρον και άλλος άλλο έντιμον βιοποριστικόν έργον και ειργάζοντο. Την φήμηνδε του Αγίου ήκουον πολλοί εκ διαφόρων τόπων Χριστιανοί, οίτινες επεκαλούντο και ελάμβανον την βοήθειαν αυτού, όστις δια των προς τον Θεόν προσευχών και της μετά δακρύων επικλήσεως της θείας αντιλήψεως εθεράπευε τας ψυχικάς και σωματικάς αυτών ασθενείας. Όμως η μεγάλη πληθύς των καθ’ εκάστην προσερχομένων και η προς τους ασθενείς αυτών συμπάθεια του Αγίου ετάραττον, ως ήτο φυσικόν, την πνευματικήν αυτού γαλήνην και ως εκ τούτου ημποδίζετο από του να αναπέμπη τας αδιαλείπτους αυτού προσευχάς, ως και να ασκή τους πνευματικούς αυτού αγώνας. Τούτο σφόδρα ελύπει τον Όσιον, όστις, ακριβώς δια τον λόγον τούτον, εγκατέλειψε τους μαθητάς αυτού και το Μονύδριον, μετά δεκαετή περίπου εν αυτώ διαβίωσιν, και μετέβη βορειοδυτικώς του Ελικώνος, εις δύο ώρας μακράν από του Μονυδρίου απέχουσαν κορυφήν, την καλουμένην νυν Κελλί του Αγίου, όπου εύρη εν αυτή την ποθουμένην πνευματικήν αυτού ανάπαυσιν. Εις την απομεμονωμένην ταύτην κορυφήν ως ο Θεσβίτης Ηλίας προσκαρτερήσας και αφού εκαθάρισε την ψυχήν αυτού, ήκουσε παρά του Δεσπότου ημών Ιησού Χριστού φωνήν, ήτις εκάλει αυτόν να αφήση την κορυφήν εκείνην και να κατέλθη εις μέρος επίπεδον και εκεί να κτίση Μοναστήριον, το οποίον να χρησιμεύση ως άλλη τις χλοερά όασις της ερήμου του Ιορδάνου, ίνα ευρίσκωσιν εκεί πνευματικόν καταφύγιον οι την τύρβην του κόσμου αποφεύγοντες ευσεβείς Χριστιανοί, επιζητούντες την ψυχικήν αυτών σωτηρίαν. Πράγματι, ως ήκουσε της φωνής του Κυρίου, ευθύς κατήλθεν από της κορυφής και αφού συνήθροισε τους ολίγους αυτού μαθητάς, τους οποίους άλλοτε είχεν αφήσει, έφερε τεχνίτας οικοδόμους και ήρχισε να κτίζη Μοναστήριον, το οποίον όμως ήτο ακατάλληλον δια τους μεταγενεστέρους Μοναχούς, λόγω της φυσικής του τόπου αγριότητος και της ανηλίου θέσεως αυτού. Ενώ λοιπόν ο Άγιος εφρόντιζε δι’ όλων του των δυνάμεων να αποπερατώση το έργον, ενεφανίσθη εις αυτόν η Υπεραγία Θεοτόκος και διέταξεν αυτόν να εγκαταλείψη την περαιτέρω οικοδόμησιν του Μοναστηρίου τούτου, ως όντος ακαταλλήλου δια τους μεταγενεστέρους, και να κτίση έτερον εις την θέσιν όπου ευρίσκετο το χωρίον Δομπός. Εκπληρών όθεν ο Άγιος την προσταγήν ταύτην της Υπεραγίας Θεοτόκου, μετέβη προς τους κατοίκους του χωρίου Δομπού, ανεκοίνωσε ταύτην και έπεισε τούτους να αφήσωσι τας καλύβας των και τον τόπον αυτών και να εγκατασταθώσιν αλλαχού, αφού λάβωσι το αντίτιμον της ιδιοκτησίας των. Μετά λοιπόν την αγοράν του τόπου των Δομποϊτών και την εκείθεν απομάκρυνσιν αυτών, ο Άγιος μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και λαβών παρά του Πατριάρχου άδειαν, ήτις και μέχρι σήμερον σώζεται, ήρχισε να ανεγείρη Ναόν σταυροπηγιακόν επ’ ονόματι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ως και Μοναστήριον, καθώς τον διέταξεν η Υπεραγία Θεοτόκος. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, μηχανευθείς να ματαιώση το θεάρεστον τούτον έργον, έσπειρε ζιζάνια εις τας καρδίας ανθρώπων τινών και εξώθησεν αυτούς να διαβάλωσι τον Άγιον ως ραδιούργον και απατηλόν. Γενόμενοι όθεν ούτοι όργανα του φθονερού διαβόλου, κατήγγειλαν τον Άγιον εις τον Αγαρηνόν άρχοντα της Λεβαδείας, ειπόντες, ότι ραδιούργος τις Μοναχός έπεισε δια των ραδιουργιών αυτού τους υπηκόους Δομποϊας και απεξένωσεν αυτούς από της ιδιοκτησίας των, αντί ευτελεστάτης χρηματικής αποζημιώσεως. Ταύτα ακούσας ο άρχων της Λεβαδείας ωργίσθη σφόδρα κατά του Αγίου και έστειλε τρεις Τούρκους στρατιώτας, ίνα οδηγήσωσιν αυτόν δεδεμένον εις Λεβάδειαν και ούτω λάβη την πρέπουσαν τιμωρίαν. Ως δε έφθασαν οι στρατιώται εις το μέρος όπου ειργάζετο ο Άγιος, εξύβρισαν αυτόν δια βαναύσων λόγων και κατέφερον επί της κεφαλής αυτού άγριον κτύπημα, τόσον ώστε έμεινεν ημιθανής. Εσχίσθη δε η κεφαλή αυτού κατά μέγα μέρος, καθώς το σημείον τούτο φαίνεται και σήμερον επί της Αγίας αυτού κάρας. Ως δε συνήλθεν ολίγον ο Άγιος, έδεσαν αυτόν και τον ωδήγουν εις την Λεβάδειαν. Καθ’ οδόν οι στρατιώται εδίψασαν, αλλά δεν εύρισκον ύδωρ, ίνα πίωσι, διότι το μέρος ήτο άνυδρον. Φθάσαντες δε εις την θέσιν Παμπλούκι, μίαν ώραν μακράν από του μέρους από του οποίου ανεχώρησαν, επετέθησαν και πάλιν κατά του Αγίου και ηπείλουν να τον φονεύσωσι, διότι, ως έλεγον, εξ αιτίας του υπέφερον δίψαν και κόπους και εκινδύνευον να αποθάνωσιν εις την ξηράν ταύτην έρημον. Όμως ο Άγιος, αν και καταβεβλημένος υπό του κόπου και των κακώσεων, καίτοι δε αισθανόμενος δριμυτάτους πόνους εκ της πληγής, την οποίαν οι άσπλαγχνοι ούτοι στρατιώται επροξένησαν εις την κεφαλήν αυτού, ουδόλως εμνησικάκει κατ’ αυτών δια την σκληρότητα και απανθρωπίαν των, αλλά μιμούμενος τον Σωτήρα ημών, όστις από του Σταυρού Αυτού ηύχετο υπέρ των σταυρωτών του, εζήτησεν άδειαν δια να προσευχηθή εις τον Θεόν τον δυνάμενον να ανακουφίση την δίψαν αυτών. Λαβών λοιπόν την άδειαν των διψασμένων Τούρκων και ελευθερωθείς από των δεσμών, εγονάτισε και ηυχήθη προς τον Κύριον, όπως και κατά την στιγμήν ταύτην δείξη την θείαν Αυτού δύναμιν, εξάγων ύδωρ εκ του καταξήρου εκείνου τόπου, ως εξήγαγε ποτε εκ της σκληράς του Σιναίου πέτρας εις δόξαν μεν του θείου Αυτού Ονόματος, προς ανακούφισιν δε του υπέρ Αυτού πάσχοντος δούλου του. Μετά την προσευχήν, αφού εκτύπησε την ράβδον αυτού εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον έχυσε πηγάς δακρύων προσευχόμενος, ω του θαύματος! Ευθύς εξήλθεν ύδωρ γλυκύ και διαυγές, το οποίον και μέχρι σήμερον αναβρύει και εξ ου πίνοντες οι διαβάται δοξάζουσι τον Θεόν, αναμιμνησκόμενοι το εξαίσιον θαύμα, το οποίον ετέλεσε, δια της προσευχής του υπό των αλλοφύλων πάσχοντος δούλου Αυτού. Ως δε οι Τούρκοι έπιον εκ του αναβλύσαντος ύδατος και έσβεσαν την δίψαν των, συνέχισαν την οδοιπορίαν, ευλαβούμενοι τον Άγιον και δείξαντες μετάνοιαν δι’ όσα κακά επροξένησαν εις αυτόν. Διότι εκ του θαύματος τούτου επείσθησαν, ότι ο υπ’ αυτών συνοδευόμενος δεν ήτο ως τον κατηγόρησαν οι διαβαλόντες αυτόν. Την δε περί τούτου πεποίθησιν αυτών επεβεβαίωσε και το εξής θαύμα του Αγίου. Πέριξ της οδού επί της οποίας εβάδιζον εφάνησαν πετώσαι άγριαι περιστεραί, τας οποίας οι Τούρκοι ήθελον να φονεύσωσιν. Αλλ’ όμως, αν και πολλούς πυροβολισμούς έρριψαν κατ’ αυτών, ουδεμίαν περιστεράν ηδυνήθησαν να φονεύσωσι. Τότε ο Άγιος είπε προς αυτούς να παύσωσι να πυροβολώσι και ούτος δύναται να προσφέρη εις αυτούς ζώσας περιστεράς. Πράγματι δε, αφού προσηυχήθη, ήπλωσε τας χείρας και λαβών τρεις περιστεράς έδωκεν ανά μίαν εις έκαστον των τριών Τούρκων. Τότε οι Τούρκοι, ιδόντες το θαύμα, εξεπλάγησαν και αφήκαν τον Άγιον ελεύθερον να μεταβή εις το έργον αυτού και να πράξη ό,τι επιθυμεί και ό,τι ο Θεός ήθελε διατάξει αυτόν. Και οι μεν Τούρκοι εξηκολούθησαν τον δρόμον των προς την Λεβάδειαν, ο δε Άγιος Σεραφείμ κατήλθεν εις την Μονήν και ευρών τους μαθητάς του βεβυθισμένους εις λύπην απαρηγόρητον, δια την απώλειαν του διδασκάλου και προστάτου αυτών, ενεθάρρυνεν αυτούς, ειπών, ότι είναι θέλημα Θεού να περατωθή το έργον, προτρέψας συγχρόνως τούτους να δοξάσωσι τον Θεόν, όστις ουδέποτε εγκαταλείπει τους πιστούς αυτού θεράποντας, ώστε να γίνωσιν έρμαιον των ραδιουργιών των πονηρών ανθρώπων και της δεσποτικής μανίας των ισχυρών, αλλά διαφυλάττει αυτούς και εις τας κρισιμωτάτας στιγμάς των ακόμη. Αφού είπε ταύτα ο Όσιος προς τους μαθητάς του προσέθηκε και τα εξής· «Είναι λοιπόν ανάγκη, ω τέκνα μου, να εργασθώμεν αόκνως, όπως έλθη εις πέρας το έργον το οποίον δια της θείας συγκαταβάσεως ηρχίσαμεν». Πράγματι, εντός βραχέος χρονικού διαστήματος το έργον ετελείωσεν. Η δε ταχύπτερος φήμη των αρετών του Αγίου, απλωθείσα ανά την υφήλιον, πολλούς πολλαχόθεν εργάτας του μυστικού αμπελώνος του Κυρίου συνήθροισε και ούτως η τραχεία και άγονος έρημος του Δομπού, η πρότερον υπό των αγροίκων και σκληρών Αλβανών κατοικουμένη, απέβη τώρα πόλις μουσοτραφής και εύανδρος, διότι, ευθύς ως συνεστήθη η Μονή, συνέρρευσαν πανταχόθεν άνδρες αρετής και παιδείας ουχί της τυχούσης, ως αποδεικνύεται εκ των αρίστων αυτών εκκλησιαστικών συγγραμμάτων, των οποίων λείψανα περιεσώθησαν εν τη Μονή γεγραμμένα επί μεμβράνης και χάρτου, μαρτυρούντα την αξίαν των εναρέτων εκείνων ανδρών. Τόσον δε ήτο το πλήθος των προσερχομένων εις το Μοναστήριον του Αγίου Σεραφείμ και ποθούντων την μοναδικήν πολιτείαν και την εις τους πνευματικούς αγώνας άσκησιν, ώστε το οικοδομηθέν Μοναστήριον να μη επαρκή εις τον αριθμόν των καθ’ εκάστην προσερχομένων φιλερήμων του Αγίου οπαδών. Ως εκ τούτου πλείστοι σπουδαίοι άνδρες, λάτραι των γραμμάτων και πιστοί θεράποντες της ασκήσεως, μη δυνάμενοι να ικανοποιήσωσι τας πνευματικάς αυτών ανάγκας, αποχωρούντες εκ της Μονής, κατέφευγον εις την προσφιλή εις αυτούς ερημίαν, όπου διήρχοντο τον βίον αυτών εις ιδιαίτερα καθίσματα, συγγράφοντες και τηρούντες αυστηρώς τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας. Εφηρμόζετο δηλαδή και εις την περίπτωσιν ταύτην το προφητικόν λόγιον του μεγαλοφωνοτάτου Ησαϊου, κατά το οποίον «Πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα» (Ησ. νδ:1). Αφού δε παρήλθον τρία έτη αφ’ ότου ετελείωσε το έργον του ο Όσιος, ήλθεν ο καιρός κατά τον οποίον ο οικιστής ούτος της ερήμου και διδάσκαλος της μοναδικής πολιτείας, ο Άγιος Σεραφείμ, έμελλε να εγκαταλείψη τον κόσμον τούτον και να απέλθη εις τον ουράνιον αυτού πατρίδα, ίνα λάβη παρά του μισθαποδότου Θεού την αμοιβήν των διηνεκών αυτού κόπων, τους οποίους κατέβαλεν επί της γης, προς δόξαν του θείου Αυτού ονόματος. Προϊδών δε και τον χρόνον της τελειώσεως αυτού, εκάλεσε τους φιλτάτους αυτού μαθητάς και μετά γλυκείας και ιλαράς φωνής είπε προς αυτούς· «Τέκνα μου αγαπητά, ο χρόνος της επιγείου ζωής μου επερατώθη. Τον αγώνα, τον οποίον μοι ανέθηκεν ο Κύριος, ηγωνίσθην όσον ηδυνάμην. Λοιπόν απομένει εις εμέ άπαξ να αποθάνω. Μη λυπείσθε, τέκνα μου αγαπητά, διότι εγώ αφ’ υμών απέρχομαι, αλλά χαίρετε και αγάλλεσθε· διότι επερατώσαμεν το έργον, το οποίον θέλει μένει επί της γης, εις δόξαν του ονόματος του Υψίστου Θεού. Μη λησμονήσετε, τέκνα μου αγαπητά, τα διδάγματα εκείνα, τα οποία παρ’ εμού του ασθενούς εδιδάχθητε και μη εγκαταλείψετε ποτέ τον πνευματικόν της ασκήσεως αγώνα, διότι, δι’ αυτού και μόνου, διαπλέων ο άνθρωπος το πολυκύμαντον πέλαγος του παρόντος βίου, δύναται, ως δια σχεδίας τινός, να φθάση εις τον ποθητόν ουράνιον λιμένα της αιωνίου ζωής. Η προσευχή, αγαπητά μου τέκνα, είναι η γλυκυτάτη συνομιλία μετά του ουρανίου Βασιλέως, ήτις αποβαίνει πνευματική της ψυχής τροφή και δια ταύτης ανοίγεται η θύρα προς την ουράνιον Βασιλείαν. Μη λησμονήτε λοιπόν την προσευχήν, αγαπητά μου τέκνα, ίνα μη στερηθήτε της γλυκυτάτης μετά του Θεού συνομιλίας, διότι η εγκατάλειψις της προσευχής είναι πνευματικός της ψυχής θάνατος. Ας μη απορροφήσουν την ψυχήν σας, αγαπητά μου τέκνα, αι βιοτικαί μέριμναι και ας μη καταλάβη υμάς η θανατηφόρος ασθένεια της υπερηφανείας, ήτις αρμόζει εις τον Εωσφόρον, αλλά να είσθε πάντοτε ταπεινόφρονες και ολιγαρκείς, μιμούμενοι και κατά τούτο τον Σωτήρα ημών, όστις δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι και όστις εταπείνωσεν εαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Μίαν δε ακόμη εντολήν δίδω προς υμάς, αγαπητά μου τέκνα, και παρακαλώ να εκπληρώσητε ταύτην. Όταν η ψυχή μου εξέλθη εκ του σώματος τούτου, να παραλάβετε και να θάψετε αυτό εις το παλαιόν Μοναστήριον, όπου μοι απεκαλύφθη η Υπεραγία Θεοτόκος και ίνα μένη άγνωστος ο τόπος της ταφής μου και ούτω αποφεύγεται η συρροή των ανθρώπων». Αφού είπε τους λόγους τούτους ο Όσιος Σεραφείμ, ανέπεμψε την τελευταίαν αυτού προσευχήν και ούτω προσευχόμενος απήλθε προς τον Θεόν και Πλάστην, τον οποίον εκ της βρεφικής του ηλικίας επόθησε και μετ’ αυταπαρνήσεως ηκολούθησεν, αναλαβών επί των ώμων αυτού τον Σταυρόν του Κυρίου, μεθ’ ου εβάδισε την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την οποίαν έδειξεν ο Κύριος προς τους αγαπώντας Αυτόν. Μετά δε την τελείωσιν του Αγίου, οι μαθηταί αυτού, παραλαβόντες ευλαβώς και μετά δακρύων το καταπεπονημένον υπό της ασκήσεως σώμα του, κατέθεσαν τούτο εις τον τόπον τον οποίον ο Άγιος έτι ζων υπέδειξεν εις αυτούς, ίνα και την θείαν του Κυρίου απόφασιν εκπληρώση, την λέγουσαν· «Γη ει και εις γην απελεύσει» (Γεν. γ: 19). Εις τον τόπον δε εκείνον Μοναχός εντεταλμένος υπό της αδελφότητος εφύλαττεν επί δύο ολόκληρα έτη τον θείον τούτον θησαυρόν, ίνα μη υπό ιεροσύλου χειρός συληθή, αιτία δια την οποίαν και ταχέως εγένετο η ανακομιδή των ιερών του Αγίου Λειψάνων. Διότι, αν και υπό την γην ευρίσκετο το σώμα του Αγίου, δεν αφήκεν ο Θεός τούτον άνευ μαρτυρίας. Καθώς λοιπόν εις την παρούσαν ζωήν εδώρησεν εις αυτόν την θαυματουργικήν Αυτού χάριν, ούτω και κατά το διετές διάστημα καθ’ ο το άπνουν αυτού σώμα ανεπαύετο υπό την γην, θείον φως εξ ουρανού κατερχόμενον εφώτιζε τον τάφον αυτού, δηλούν την προς τον Θεόν παρρησίαν του Αγίου και οδηγούν πολλούς ευσεβείς Χριστιανούς, οίτινες, προσερχόμενοι, έπιπτον επί του τάφου αυτού και μετά δακρύων επεκαλούντο την του Αγίου βοήθειαν και αντίληψιν. Αφού συνεπληρώθησαν δύο έτη, εγένετο η ανακομιδή των ιερών του Αγίου Σεραφείμ Λειψάνων, άτινα, ως ευωδέστατα ρόδα και κρίνα γλυκύπνοα μετεφέρθησαν υπό των Μοναχών ευλαβώς εκ του παλαιού Μοναστηρίου εις το νυν διατηρούμενον και κατετέθησαν εντός του Ιερού αυτού Ναού, εις τον ίδιον τόπον, ως ιερόν κειμήλιον και θησαυρός αδάπανος του Μοναστηρίου τούτου, το οποίον δια πολλών κόπων και μόχθων ίδρυσεν ο Άγιος, προς δόξαν Θεού και ψυχικήν των Χριστιανών ωφέλειαν. Ετελειώθη δε ο Άγιος Σεραφείμ την στ΄ (6ην) Μαϊου του έτους από Χριστού γεννήσεως αχβ΄ (1602) ημέραν της Μεσοπεντηκοστής και ώραν έκτην της μεσημβρίας, ζήσας εν όλω έτη εβδομήκοντα πέντε. Τοιούτος εν ολίγοις, αγαπητοί αδελφοί, υπήρξεν ο Όσιος Σεραφείμ, ούτινος την μνήμην σήμερον εορτάζομεν. Τοιούτους αγώνας πνευματικούς κατέβαλεν ο εν Ασκηταίς εκλάμψας και κανόνα της αρετής εαυτόν προς αυτούς παρασχών Πατήρ ημών Σεραφείμ και δια ταύτα μεγάλης παρά του Θεού ηξιώθη χάριτος, του να αποδιώκη τας ασθενείας των ανθρώπων και άλλα να επιτελή θαύματα, εξ ων θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά προς δόξαν μεν του Θεού του ούτω τους Αγίους Αυτού δοξάζοντος, προς τιμήν δε του Αγίου, ούτινος την προς τον Θεόν μεσιτείαν εις πάσαν ημών ανάγκην επικαλούμενοι, λαμβάνομεν ταχέως την εξ ύψους αντίληψιν και βοήθειαν. Δεύτε λοιπόν και υμείς, φιλόχριστοι εορτασταί, οίτινες μετά χριστιανικής ευλαβείας αφήσατε τους οίκους και τα έργα υμών, ίνα τιμήσητε τον Άγιον Σεραφείμ, δεύτε, ακούσατε μετά προσοχής και χριστιανικού ενδιαφέροντος ολίγα τινά εκ των επιτελεσθέντων παρ’ αυτού πολλών θαυμάτων, τα οποία και ζων και μετά την μακαρίαν αυτού μετάστασιν εποίησεν, ίνα, αφού αποκομίσετε πνευματικήν ωφέλειαν, επανέλθετε εις τας εστίας σας χαίροντες και αγαλλόμενοι. Ο εν Αγίοις Άγιος και εν Οσίοις Όσιος Πατήρ ημών Σεραφείμ, αποφεύγων, ως είπομεν, τους ανθρωπίνους επαίνους, δεν ηδυνήθη να μείνη άγνωστος εις τους ανθρώπους. Διότι αι μεγάλαι αυτού αρεταί και οι διηνεκείς πνευματικοί αγώνες διέδραμον ως αι ηλιακαί ακτίνες την οικουμένην άπασαν και πανταχόθεν συνέτρεχον ευλαβείς Χριστιανοί, πνευματικήν και σωματικήν παρά του Αγίου απολαμβάνοντες βοήθειαν. Ούτω λοιπόν ο Άγιος, τεθείς παρά του Θεού ως λύχνος επί της λυχνίας και το φως αυτού άπλετον διαχέων, όχι μόνον εφώτιζε τας ψυχάς των εις αυτόν προσερχομένων δια των σωτηρίων αυτού διδαγμάτων, αλλά και τα σώματα αυτών εθεράπευεν από των παντοίων αυτών ασθενειών. Πλησίον της Μονής και εις απόστασιν μιας και ημισείας ώρας ανατολικομεσημβρινώς αυτής, πλησίον του χωρίου Χώστια, υπάρχει Μοναστήριον επ’ ονόματι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Εν τω Μοναστηρίω τούτω ειργάζετο νέος τις καλούμενος Γεώργιος· αλλ’ ο δυστυχής ούτος νέος ηνωχλείτο υπό του διαβόλου και πολλούς κινδύνους ένεκα τούτου διέτρεχε. Διότι ο ενοχλών αυτόν διάβολος έρριπτεν αυτόν πότε εντός ύδατος, πότε εις το πυρ και άλλοτε εις αποκρήμνους τόπους, όπως θανατώση αυτόν. Μη δυνάμενοι δε οι Μοναχοί του Μοναστηρίου εκείνου να βοηθήσωσιν αυτόν, αλλά τουναντίον φοβούμενοι μη ο διάβολος ρίψη αυτόν εις κρημνόν ή εις πυρ και αποθάνη, γινώσκοντες δε την θαυματουργόν δύναμιν του Αγίου Σεραφείμ, έφερον και παρέδωκαν αυτόν εις την προστασίαν του Αγίου. Ιδών ο Άγιος την ελεεινήν του νέου κατάστασιν εδάκρυσε και υψώσας τας χείρας προς τα άνω επεκαλέσθη την θείαν συμπάθειαν και την ταχείαν του ασθενούς θεραπείαν. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! Μετά την ένθερμον του Αγίου προσευχήν ιάθη ο νέος, όστις εκπληρών φόρον ευγνωμοσύνης έμεινε πλησίον του Αγίου ως υποτακτικός, υπηρετών αυτόν εις τας καθημερινάς αυτού χρείας και αγωνιζόμενος μετ’ αυτού τους πνευματικούς της ασκήσεως αγώνας.Έτερος εκ του χωρίου Ζέλι, ιδιαιτέρας του Αγίου πατρίδος, καταγόμενος, ονόματι Δήμος, εδαιμονίζετο και αυτός ο δυστυχής και, υπό του δαίμονος αναγκαζόμενος, περιεφέρετο νύκτα και ημέραν εις τόπους αποκρήμνους και μη συχναζομένους υπό των ανθρώπων. Έσχιζε τα ενδύματά του και περιεπάτει γυμνός, μάλιστα δε εν ώρα χειμώνος, ότε το ψύχος ήτο δριμύτατον και κρύσταλλοι πάγου εκρέμαντο εκ των κεράτων των οικιών. Οι δε δυστυχείς γονείς αυτού έτρεχον τήδε κακείσε αναζητούντες τον υιόν των, τον οποίον άλλοτε μεν εύρισκον εξηπλωμένον επί της χιόνος, γυμνόν και ημιθανή, άλλοτε δε τρέχοντα κατά κρημνών και άλλοτε άλλας αταξίας ασυνειδήτως κάμνοντα. Την ελεεινήν δε του υιού αυτών κατάστασιν βλέποντες έκλαιον απαρηγόρητα και ετήκοντο, διότι δεν ανέμενον βελτίωσιν τινά ή θεραπείαν αυτού. Αλλ’ ενώ ήσαν βεβυθισμένοι εις τοιαύτας απελπιστικάς σκέψεις και εις ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν ήλπιζον, εσκέφθησαν, λίαν ευλόγως, να φέρωσι τον υιόν αυτών Δήμον εις τον Άγιον Σεραφείμ, ούτινος η φήμη είχε διαδοθή πανταχού και η θαυματουργός δύναμις ήτο γνωστή εις πάντας και να ζητήσωσι την παρά τούτου βοήθειαν και θεραπείαν του υιού αυτών. Μίαν ημέραν λοιπόν παρέλαβον τον πάσχοντα υιόν αυτών Δήμον και ήλθον εις την Μονήν, επικαλούμενοι μετά δακρύων την βοήθειαν του Αγίου. Αλλ’ ο Δήμος, ευθύς ως είδε τον Άγιον, ήρχισε να υβρίζη αυτόν με αγρίας φωνάς και να αποστρέφεται τούτον, πολλά δεικνύων άτοπα κινήματα. Ο δε Άγιος Σεραφείμ, ιδών την αγρίαν αυτού κατάστασιν και γνωρίσας ότι πολύν χρόνον ο δυστυχής ούτος νέος εβασανίζετο υπό του ασπλάγχνου δαίμονος, γινώσκων δε καλώς εκ του Ιερού Ευαγγελίου, ότι το γένος τούτο ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία, τον μεν Δήμον διέταξε να περιορίσωσιν εις κελλίον, αυτός δε επί τεσσαράκοντα ημέρας, νηστεύων και προσευχόμενος, εδέετο του Θεού, όπως ελεήση το δυστυχές πλάσμα και εκβάλη εξ αυτού το βασανίζον αυτόν δαιμόνιον. Μετά την συμπλήρωσιν και των τεσσαράκοντα ημερών εξέβαλεν εκ του κελλίου τον Δήμον και, εισαγαγών εις την Εκκλησίαν, ωδήγησεν αυτόν ενώπιον της Δεσποτικής εικόνος του Σωτήρος, μετά δε πολύωρον του Αγίου προσευχήν εθεραπεύθη ο υπό του δαίμονος πολλούς χρόνους βασανιζόμενος Δήμος και ήρχισε να δοξάζη τον Θεόν και να ευχαριστή τον Άγιον, διότι δια της προσευχής αυτού εθεραπεύθη. Διηγείτο δε κατόπιν άπειρα φρικώδη και φοβερά, άτινα υπέφερεν, υπό των δαιμόνων βασανιζόμενος. Τοιαύτα θαύματα και μέχρι σήμερον έτι τελούνται δια των ιερών του Αγίου Σεραφείμ Λειψάνων, πολλοί δε, υπό δεινών ασθενειών κατεχόμενοι και την προς τον Θεόν μεσιτείαν του Αγίου επικαλούμενοι, λαμβάνουσι την ποθουμένην αυτών υγείαν. Όχι δε μόνον ανθρώπους εθεράπευσεν ο Άγιος Σεραφείμ δια της προσευχής του, αλλά και λίθον παμμεγέθη αποκοπέντα και απειλούντα καταστροφήν της νεοδμήτου Εκκλησίας εσταμάτησε και σμήνος ακρίδων εξεδίωξε και καταστρεπτικά θηρία εθανάτωσε, ως θέλετε ακούσι εν συνεχεία. Ότε εκτίζετο η Εκκλησία του Ιερού Μοναστηρίου και οι τεχνίται έκοπτον πέτρας ολίγα βήματα άνωθεν της Εκκλησίας, αίφνης απεκόπη εκ μιας πέτρας σώμα υπερμέγεθες, όπερ κλίναν προς τα κάτω θα έπιπτε και σπουδαίως θα έβλαπτε την Εκκλησίαν, αν δεν ευρίσκετο προ της αποκοπείσης πέτρας ο Άγιος Σεραφείμ, όστις, υψώσας την ράβδον του, είπε· «Παναγία Τριάς, βοήθησον ημάς». Κι, ω του θαύματος! Εστάθη η πέτρα επί της αυτής κατωφερούς θέσεως, εις την οποίαν λαβούσα την ορμήν αυτής έμελλεν, ανατρεπομένη, να παρασύρη και καταστρέψη μέγα μέρος της Εκκλησίας. Η πέτρα αύτη, ύψους και πάχους πλέον των δέκα μέτρων, φαίνεται μέχρι σήμερον στηριζομένη επί της οξείας αυτής άκρας και παρά τα κάτω κλίνουσα, προς μαρτυρίαν του θαυμασίου γεγονότος, το οποίον εν όσω υφίσταται το Μοναστήριον θέλει κηρύττει δι’ αλαλήλου φωνής την αρετήν του και την μεγάλην αυτού προς τον Θεόν παρρησίαν. Άλλοτε πάλιν σμήνος ακρίδων κατέτρωγε τους πέριξ του Μοναστηρίου καρπούς, απειλούν και αυτά ακόμη τα καρποφόρα δένδρα, ήτοι τας ελαίας, τας συκάς και τας αμυγδαλέας. Ο δε Άγιος, μαθών παρά του Οικουνόμου τούτο, εξήλθε του Νοναστηρίου και αφού μετέβη εις τον τόπον όπου το φθηροποιόν έντομον ελυμαίνετο τους καρπούς, εγονάτισε και, προσευχηθείς, εχάραξεν εις τον αέρα δια της ράβδου αυτού το σημείον του Τιμίου Σταυρού και απήλθε. Την δε επομένην επληροφορήθη, ότι όλον το σμήνος των ακρίδων έφυγε και επνίγη εις την θάλασσαν. Ανατολικώς του Μοναστηρίου και εις απόστασιν δέκα περίπου λεπτών της ώρας είχεν ο Άγιος τοποθετήσει τας κυψέλας με τας μελίσσας του Μοναστηρίου και επιστάτην ίνα φυλάττη και περιποιείται ταύτας. Αλλά πέριξ των κυψελών ενεφώλευεν άρκτος, ήτις, ελθούσα δια νυκτός, έφαγεν εν ολόκληρον σμήνος μελισσών και πολλάς άλλας κυψέλας ανέτρεψε, σοβαρώς βλάψασα τας μελίσσας. Ο επιστάτης, ιδών την υπό της άρκτου γενομένην ζημίαν, μετέβη και ανέφερε ταύτην εις τον Άγιον, όστις είπε προς αυτόν να επιστρέψη εις την υπηρεσίαν αυτού και ο Θεός θέλει αποδιώξει το καταστρεπτικόν τούτο θηρίον. Την δε πρωϊαν της επομένης έστειλε δύο Μοναχούς εις το Μακρύ Λιθάρι, πέριξ της μάνδρας των μελισσών, να εκδάρωσι την άρκτον, την οποίαν θα εύρισκον νεκράν και να φέρωσι το δέρμα αυτής εις το Μοναστήριον. Οι Μοναχοί τότε, εκπληρούντες την διαταγήν του Αγίου, μετέβησαν εις τον ωρισμένον τόπον και ευρόντες πράγματι την άρκτον νεκράν, ως είπεν εις αυτούς ο Άγιος, αφού εξέδαραν αυτήν, έφεραν το δέρμα εις το Μοναστήριον, μέρος του οποίου σώζεται μέχρι σήμερον, επιβεβαιούν το θαύμα του Αγίου. Όχι μόνον δε τα θηρία τα βλάπτοντα την περιφέρειαν και τα κτήματα του Μοναστηρίου τιμωρεί ο Θεός δια της εσχάτης ποινής του θανάτου, αλλά και αυτούς έτι τους κακοποιούς και αυθάδεις ανθρώπους, οίτινες, ουδέν ιερόν και όσιον έχοντες, επιτίθενται κατά των εναρέτων και Αγίων ανθρώπων και βαναύσως εξυβρίζουσι το σχήμα και τας αρετάς αυτών. Ούτω ποιμήν τις προβάτων, έχων τα ποίμνια αυτού πέριξ του Μοναστηρίου, προεκάλει ζημίαν όχι μόνον εις τα σπαρτά, αλλά και εις τους κήπους και τας αμπέλους, ο δε Άγιος παρετήρησεν εις αυτόν μετά πραότητος και ηρεμίας, άπαξ, δις και πολλάκις, ότι τα πρόβατα αυτού προξενούσι ζημίαν εις την Μονήν και είναι άδικον να επιθυμή την ζημίαν του Μοναστηρίου. Ούτος δε, αντί να αναγνωρίση το λάθος αυτού και να ζητήση συγχώρησιν, τουναντίον εξύβρισε βαναυσότατα τον Άγιον και το Αγγελικόν αυτού Σχήμα, χωρίς καν να σκεφθή, ο άθλιος, ότι, ούτω συμπεριφερόμενος προς τον Άγιον, κάμνει αντίδικον αυτού τον Θεόν, όστις δοξάζει τους Αγίους Αυτού και τιμωρεί τους περιφρονούντας και χλευάζοντας τούτους. Τας βαναύσους δε και ασεβείς ύβρεις του αλαζόνος ποιμένος ακούσας ο Άγιος, ελυπήθη μεν σφόδρα, αφήκεν όμως αυτόν να βόσκη τα ποίμνια αυτού, όπου θέλει. Αλλ’ η θεία Δίκη δεν επέτρεψε την περαιτέρω αδικίαν του αυθάδους ποιμένος και δεν εσυγχώρησε την αυθάδειαν αυτού, όστις εξύβρισε τον Άγιον και το Αγγελικόν Σχήμα αυτού, το οποίον και αυτοί οι δαίμονες εσεβάσθησαν και μετά τρόμου βλέποντες τον Άγιον έφευγον, υπ’ αυτού εξορκιζόμενοι. Έφθασεν όθεν ταχέως και αυστηρότατα ετιμώρησε τον αυθάδη, δια σκληρού και πολυωδύνου θανάτου. Έκτοτε δε το φοβερόν τούτο παράδειγμα έχοντες υπ’ όψιν οι λοιποί ποιμένες, δεν ετόλμων να παραβιάσωσι τα όρια της Μονής και να εισβάλωσιν εντός της περιφερείας των κτημάτων της δια να βοσκήσωσι τα κτήνη των. Είπομεν αλλαχού, ότι ο Άγιος εξεδίωξεν εκ των αγρών της Μονής σμήνος ακρίδων, το οποίον ηπείλει τελείαν καταστροφήν. Η φήμη δε του γεγονότος τούτου διεδόθη πανταχού και πάντες εγνώριζον, ότι ο Άγιος Σεραφείμ έλαβε παρά του Θεού και την χάριν ταύτην, του να αποδιώκη το φθοροποιόν τούτο έντομον. Συνέβη δε ποτέ, ζωντος ακόμη του Αγίου, να επιδράμη άπειρον σμήνος καταστρεπτικών ακρίδων εις τους αγρούς των Αθηναίων και να απειλή καταστροφήν όχι μόνον εις τους αγρούς, αλλά και εις τα δένδρα. Τότε οι Αθηναίοι, ενθυμηθέντες τον Άγιον Σεραφείμ και ερευνήσαντες, ανεύρον και έφερον αυτόν επί τόπου, ίνα εκδιώξη την απειλούσαν τον τόπον των ακρίδα. Ο δε Άγιος Σεραφείμ, οδηγηθείς, ήλθεν εις το εις Πειραιά Ιερόν Μοναστήριον του Αγίου Σπυρίδωνος και εκεί, λιτανείας γενομένης, έψαλεν αγιασμόν. Ότε δε είπε το· Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου, και έρριψε τον Σταυρόν εις την θάλασσαν, ω του θαύματος! Το σμήνος των ακρίδων, συσσωρευθέν, έπεσεν εις την θάλασσαν και επνίγη. Εκ δε του ύδατος της θαλάσσης εις το οποίον εβαπτίσθη ο Τίμιος Σταυρός, λαβόντες πολλοί, όχι μόνον Χριστιανοί, αλλά και εκ των παρευρεθέντων Αγαρηνών, έπιον και πολλοί εθεραπεύθησαν εκ χρονίων νόσων εξ ων έπασχον. Το υπερφυές τούτο θαύμα βλέποντες οι Αθηναίοι και πιόντες εκ του θαλασσίου ύδατος, εις γλυκύ μεταβληθέντος, εδώρησαν εις τον Άγιον ένα πολύτιμον Σταυρόν, πολλά δε χρήματα έδωκαν εις αυτόν, ίνα διαθέση ταύτα προς τελειοτέραν του Ναού κατασκευήν και διακόσμησιν. Έκτοτε δε και μέχρι σήμερον οι Αθηναίοι ουδέποτε ελησμόνησαν το υπερφυές τούτο θαύμα, μάλιστα δε και Ναόν επ’ ονόματι του Αγίου Σεραφείμ ωκοδόμησαν εις το άνω Φάληρον και την μνήμην αυτού κατά την στ΄ (6ην) Μαϊου πανηγυρικώτατα εορτάζουσι, κατ’ εξοχήν δε η γεωργική τάξις των Αθηναίων και εις πάσαν αυτών ανάγκην επιζητούσι την ταχείαν αυτού αντίληψιν, μεταφέροντες εκ της Μονής την αγίαν αυτού κάραν μακράν διατρέχοντες οδόν. Προς γνώσιν δε των ευσεβών ακροατών λέγομεν, ότι, γνωστής γενομένης της επί των φθοροποιών ακρίδων θαυματουργού του Αγίου Σεραφείμ δυνάμεως, δεν παύουν και μέχρι σήμερον, κατά την εαρινήν ιδίως εποχήν, οπότε το φθοροποιόν τούτο έντομον μεγάλην προξενεί βλάβην εις τα σπαρτά, τας αμπέλους και τον βάμβακα, να ζητώσι πολλαχόθεν τα ιερά αυτού Λείψανα πολλάκις μάλιστα δι’ αναφορών προς τας διοικητικάς και τας Εκκλησιαστικάς αρχάς, ίνα επί τόπου ψαλή δι’ αυτών αγιασμός, προς αποσόβησιν του κινδύνου του απειλουμένου υπό του βλαβερού τούτου εντόμου. Και αληθώς. Η θερμή των Χριστιανών πίστις αφ’ ενός και η προς τον Θεόν μεσιτεία του Αγίου αφ’ ετέρου ενεργούσιν αρρήτως το θαύμα και η ακρίς εξαφανίζεται. Διότι, κατά τους θείους λόγους του Σωτήρος, η άνευ διακρίσεως πίστις είναι εκείνη, ήτις τα πάντα δύναται· «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε… καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. κα:21). Όχι δε μόνον ευλαβείς Χριστιανοί αξιούνται της θαυματουργού του Αγίου ενεργείας, αλλά και αυτοί οι Αγαρηνοί, ότε ήσαν κύριοι της Ελλάδος, ηξιούντο της αυτής χάριτος. Διότι πολλοί, βλέποντες την ενέργειαν του δια των ιερών Λειψάνων του Αγίου Σεραφείμ ψαλλομένου αγιασμού, εζήτουν και ελάμβανον παρά των Χριστιανών εκ του αγιασμού τούτου και ραντίζοντες τους υπό της ακρίδος απειλουμένους αγρούς των ηξιούντο και ούτοι της θαυματουργού ταύτης ενεργείας. Εν Αμαρουσίω μάλιστα, γέροντες προκεχωρημένης ηλικίας διηγούνται το εξής γεγονός, το οποίον έλαβε χώραν κατά τας ημέρας αυτών. Τούρκος τις είχε κτήμα μεγάλης εκτάσεως, κατάφυτον εξ οπωροφόρων δένδρων, επί του οποίου, κατά την εποχήν της ανοίξεως, επέπεσε μέγα σμήνος ακρίδων και ηπείλει καταστροφήν όχι μόνον των τρυφερών φύλλων, αλλά και των κλάδων αυτών και των κορμών. Αλλ’ ο Τούρκος ούτος είχεν ακούσει, ότι οι Χριστιανοί, εις τας τοιαύτας περιστάσεις, επικαλούνται την θείαν βοήθειαν δια των Ιερέων αυτών. Εκάλεσε λοιπόν τότε και ούτος τον λειτουργόν της θρησκείας αυτού, ίνα επικαλεσθή την βοήθειαν του Μωάμεθ. Αλλά αν και ο Οθωμανός λειτουργός επεκαλέσθη την επί τούτω βοήθειαν του υπ’ αυτών πιστευομένου ως μεγάλου προφήτου και αν και ισχυρώς εβόα από πρωϊας μέχρι εσπέρας, όμως ο λάτρης ούτος του αντιχρίστου Μωάμεθ έπαθε ό,τι έπαθον ποτέ οι ιερείς της αισχύνης, διότι ουκ ην φωνή ουδέ ακρόασις εις την προσευχήν αυτού. Ενώ δε ο Τούρκος ήτο τελείως απηλπισμένος δια την συντελουμένην υπό της ακρίδος καταστροφήν του κτήματός του, Χριστιανός τις ανεπτέρωσε τας ματαιωθείσας αυτού ελπίδας δια της υποσχέσεως, ότι αυτός δύναται να φέρη Ιερέα Χριστιανόν, όστις δια της προσευχής αυτού θέλει εκδιώξει την απειλούσαν το κτήμα αυτού ακρίδα. Κατ’ αυτάς τας ημέρας είχε κληθή εις Αμαρούσιον, δια την αυτήν αιτίαν, Ιερεύς τις εκ του Μοναστηρίου του Αγίου Σεραφείμ, όστις έφερε μεθ’ εαυτού και την χαριτόβρυτον του Αγίου Κάραν. Αφού λοιπόν εύρε τον Ιερέα εκείνον ο Χριστιανός, τον ωδήγησεν εις το κτήμα του Τούρκου, όπου, αφού ο Ιερεύς ετέλεσεν Αγιασμόν, η ακρίς ανυψώθη και εγένετο άφαντος. Ιδών τότε ο Τούρκος το εξαίσιον τούτο θαύμα, τον μεν Χριστιανόν Ιερέα ηυχαρίστησεν, έδειρε δε ανηλεώς τον μύστην του Μωάμεθ, και έκτοτε δεν έπαυσε να κηρύττη την προς τον Άγιον Σεραφείμ ευγνωμοσύνην αυτού. Θα ηδυνάμεθα να απαριθμήσωμεν και πλείστα άλλα παρεμφερή θαύματα τελεσθέντα υπό του Αγίου μετά την οσίαν αυτού τελείωσιν, παραλείπομεν όμως ταύτα, ίνα μη μακρηγορούμεν. Όθεν επανερχόμεθα εις την διήγησιν εκείνων, τα οποία ο Άγιος ζων ετέλεσεν. Αφ’ ότου ο Άγιος ηγόρασε τους αγρούς και την άλλην των Δομποϊτών περιοχήν, διώρισεν εκ των Μοναχών γεωργούς και επιστάτας, ίνα καλλιεργώσι τους καλλιεργησίμους τόπους και να σπείρουν αυτούς με σίτον, κριθήν και όσπρια άνυδρα, διότι άλλο προϊόν δεν παράγει ο τόπος εκείνος, ένεκα της ελλείψεως του ύδατος και της ακαταλλήλου γης. Είχεν όμως παραγγείλει εις αυτούς ρητώς, κατά τας παραμονάς των Εορτών να αφήνωσιν ενωρίς τας εργασίας των και να έρχωνται εις την Μονήν, ίνα παρευρίσκωνται και αυτοί μετά των άλλων Μοναχών εις την ανάγνωσιν του Εσπερινού. Εν δε Σάββατον, επειδή δεν επρόφθασαν να τελειώσωσι το σπαρέν χωράφιον μέχρι της ώρας του Εσπερινού, παρέτειναν την εργασίαν αυτών, παραβάντες την εντολήν του Αγίου. Εις ερώτησιν δε αυτού, όταν εζήτησε τον λόγον της βραδύτητος, απήντησεν ο Οικονόμος, ότι, επειδή έμεινε μέρος ενός χωραφίου ατελείωτον και επειδή δεν ηθέλομεν να χάσωμεν άλλην ημέραν, δια τούτο εμείναμεν, ίνα τελειώσωμεν και το μικτόν εκείνο μέρος. Ο δε Άγιος, μειδιάσας, είπεν· «Ας είναι ευλογημένον, αλλά μη επαναλάβετε άλλοτε τούτο». Την επομένην διέταξε τον Οικονόμον να υπάγη εις το χωράφιον και να τοποθετήση σημεία εις το μετά τον Εσπερινόν σπαρέν τεμάχιον δια να γνωρίζεται. Ότε δε έφθασεν ο καιρός του θερισμού, μετέβη ο Άγιος μετά του Οικονόμου εις το σημειωθέν χωράφιον και διέταξε τους θεριστάς να θέσωσι πυρ, ίνα καή ο καρπός του μέρους εκείνου, ειπών, ότι είναι άδικον να ενωθή ο καρπός αυτός μετά του καρπού του άλλου χωραφίου, καθ’ όσον ο Θεός ευλογεί την εργασίαν των εργασίμων ημερών και όχι την εργασίαν των εορτών. Διότι αι εορταί καθιερώθησαν υπό της Εκκλησίας προς δοξολογίαν και λατρείαν του Θεού και όχι δια βιοτικάς εργασίας. Ο δε Οικονόμος και οι λοιποί Μοναχοί εδίσταζον να θέσωσι πυρ, λέγοντες ότι, εάν εις το σημειωθέν μέρος ανάψωσι πυρ, τούτο θέλει εξαπλωθή και εις το άλλο χωράφιον, μεθ’ ου συνέχεται. Αλλ’ ο Άγιος, πεπεισμένος ότι μόνον η εργασία της Εορτής θέλει καή, ουχί δε και η εργασία των άλλων ημερών, επέμενε, διατάσσων αυτούς να υπακούσωσιν εις την εντολήν του. Τότε ο Οικονόμος, υπακούσας εις την προσταγήν του Αγίου, με τρέμουσαν χείρα ήναψε πυρ και έθεσεν αυτό εις το σημειωθέν μέρος. Τούτο δε ως εκάη, ευθύς εσβέσθη το πυρ χωρίς να βλάψη ουδέ κατ’ ελάχιστον το λοιπόν εσπαρμένον χωράφιον. Άριστον αληθώς, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, τούτο το παράδειγμα, το επιβεβαιούν την αγιότητα των εορτών, τας οποίας οφείλομεν να τιμώμεν, επισκεπτόμενοι τας Εκκλησίας και προσφέροντες την λατρείαν ημών προς τον Θεόν ημών και Πλάστην και ευχαριστούντες Αυτόν δι’ όσα αγαθά εδώρησε και εξακολουθεί να δωρίζη εις ημάς. Μη λησμονώμεν, αδελφοί, ότι ο Θεός, τελειώσας το έργον της δημιουργίας, ανεπαύθη τη εβδόμη ημέρα, αγιάσας αυτήν και ειπών· «Εξ ημέρας εργά, και ποιήσεις πάντα τα έργα σου· τη δε ημέρα τη εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου» (Έξοδ. κ: 9-10). Ας τιμήσωμεν λοιπόν και ημείς τας υπό της Εκκλησίας καθιερωμένας αγίας των εορτών ημέρας, ίνα ο Θεός ευλογήση τα έργα ημών και παράσχη εις ημάς πλούσια τα ελέη Του. Αλλ’ ας επανέλθωμεν πάλιν εις την διήγησιν ημών. Την φήμην του Αγίου και τα κατορθώματα αυτού ακούοντες οι ευλαβείς Χριστιανοί, έτρεχον πανταχόθεν και ήρχοντο εις την Μονήν οι μεν ίνα ίδωσι και προσκυνήσωσι τον Άγιον, οι δε, υπό ασθενείας τινός κατεχόμενοι, να λάβωσι παρ’ αυτού θεραπείαν. Μίαν δε των ημερών, ενώ δύο Χριστιανοί Θηβαίοι, εξ ευλαβείας κινούμενοι, ήρχοντο προς την Μονήν, ίνα επισκεφθώσι τον Άγιον και λάβωσι την ευλογίαν αυτού, συνήντησαν καθ’ οδόν Αγαρηνόν τινα στρατιώτην, όστις μετέβαινεν εις την Μονήν, όχι βεβαίως χάριν προσκυνήσεως, αλλά χάριν διασκεδάσεως. Δια τούτο και εβίαζε τους Θηβαίους Χριστιανούς να σπεύσωσιν, ίνα προφθάσωσι και εξαναγκάσωσι τον »Καλόγηρον», ως έλεγον τον Άγιον, να παρασκευάση δι’ αυτούς φαγητά και να ετοιμάση καλόν φιλοδώρημα. Οι Θηβαίοι Χριστιανοί, ακούσαντες ταύτα, εξεπλάγησαν· ελεεινολογήσαντες δε την αυθάδειαν του Αγαρηνού στρατιώτου, προέτρεπον αυτόν να μη κακολογή τον Άγιον και να μη ζητή παρ’ αυτού φαγητά και ποτά εκλεκτά, διότι εις τα Μοναστήρια μεταβαίνουσιν οι άνθρωποι δια να προσκυνήσωσι και να λάβωσι ψυχικήν ωφέλειαν και όχι να διασκεδάσωσιν. Ο Αγαρηνός όμως ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις τας ορθάς των Χριστιανών παρατηρήσεις, αλλ’ εχλεύαζεν αυτούς ως μωρούς και ανοήτους. Όταν δε έφθασαν εις την Μονήν, οι μεν Θηβαίοι Χριστιανοί, καταβάντες εκ των ίππων αυτών, εισήλθον εις την Εκκλησίαν, ίνα προσκυνήσωσιν, ο δε Αγαρηνός στρατιώτης ματαίως προσεπάθει να καταβή από του ίππου και να εισέλθη εις την Μονήν, ίνα εκβιάση τον Άγιον να παρασκευάση τα εκλεκτά δι’ αυτόν φαγητά. Διότι η θεία Δίκη, ο άγρυπνος ούτος οφθαλμός, ετιμώρησε την αυθάδειαν του Αγαρηνού και εκράτει αυτόν δεδεμένον, εις παράδειγμα των άλλων. Τότε ο Άγιος, ιδών αυτόν ούτω καθήμενον επί του ίππου και μη δυνάμενον να καταβή απ’ αυτού, επλησίασε προς αυτόν, τον εχαιρέτησε και είπε προς αυτόν να κατέλθη του ίππου του. Και ω του θαύματος! Ο προ ολίγου μη δυνάμενος να κινηθή, ευθύς κατήλθεν από του ίππου και ευχαριστήσας τον Άγιον εισήλθεν εις την Μονήν. Αντί δε να ζητήση φαγητά και ποτά εκλεκτά, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και εζήτει παρ’ αυτού συγχώρησιν δια την προτέραν αυθάδειαν και ασέβειαν, την οποίαν, εν αγνοία, έδειξε προς τον Άγιον. Έκτοτε δεν έπαυε κηρύττων μετά φρίκης και φόβου πολλού το γενόμενον όπου και αν ευρίσκετο, εξυμνών την πραότητα και αμνησικακίαν του Αγίου. Αλλά και έτερα θαύματα θέλομεν διηγηθή προς δόξαν μεν του Θεού, προς τιμήν δε του Αγίου, όστις και μετά την εις ουρανούς ανάβασιν αυτού δεν έπαυσε ποτέ να επαγρυπνή και φυλάττη το Ιερόν αυτού Μοναστήριον, δια τούτο δε και δεν επέτρεψεν εις τους κατά καιρούς τυράννους να παραβιάσωσι και κατεδαφίσωσιν αυτό, ως πολλοί εξ αυτών διενοήθησαν και διαταγάς μάλιστα τοιαύτας εξέδωκαν. Ότε ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ο ήρως εκείνος της Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως, ήτο διοικητής του Αλή πασά και περιήρχετο, ως τοιούτος, την επαρχίαν της Λεβαδείας, ήλθε και εις το Μοναστήριον του Αγίου Σεραφείμ, απειλών τους Μοναχούς και διαλογιζόμενος να κακοποιήση αυτούς, ίνα, δια της βίας, λάβη παρ’ αυτών χρήματα και δώρα. Εν πρώτοις λοιπόν εζήτησε παρ’ αυτών αμνόν εψημένον, τον οποίον οι δυστυχείς Μοναχοί, παρασκευάσαντες και τράπεζαν παραθέσαντες, έθεσαν επ’ αυτής, αυτοί δε ίσταντο έμφοβοι και ανέμενον από στιγμής εις στιγμήν την κατ’ αυτών διαταγήν του αρχηγού δια να υποστώσι τας διατεταγμένας βασάνους. Αλλ’ αίφνης ο αρχηγός μετεβλήθη. Και αντί να φάγη εκ του παρασκευασθέντος αμνού, ώθησε την τράπεζαν και απήλθεν, ίνα κοιμηθή· διότι μόλις παρετέθη το κρέας του αμνού, ηκούσθη, ως εκ θαύματος, εκ της εψημένης του αμνού κεφαλής φωνή προβάτου και δια τούτο οργισθείς ή και φοβηθείς ο Οδυσσεύς δεν ηθέλησε να φάγη. Την φωνήν δε ταύτην ήκουσαν και πάντες οι ομοτράπεζοι και οι παριστάμενοι στρατιώται και Μοναχοί, παρά των οποίων ηκούσαμεν και εγράψαμεν τούτο το γεγονός. Ο δε Αθανάσιος Διάκος, ο ήρως της Αλαμάνας, τον οποίον ο Οδυσσεύς είχε μεθ’ εαυτού, ερωτηθείς παρά του Οδυσσέως, είπεν· «Είναι θαύμα του Αγίου και προστάτου της Μονής, διότι ίσως είχες σκοπόν να κακοποιήσης τους Μοναχούς, πράγμα το οποίον ο Άγιος δεν επέτρεψε να συμβή εις την Μονήν αυτού». Κατά δε την επιούσαν ο Οδυσσεύς ανεχώρησε λίαν πρωϊ εκ της Μονής νήστις και προχωρήσας μέχρι του Παμπλουκίου, όπου υπάρχει Ναός του Αγίου εις μνήμην του εξαισίου γεγονότος, ότε, ως είπομεν, ο Άγιος προσευχηθείς εξήγαγεν ύδωρ εκ του αυχμηρού εκείνου τόπου, έπεσε χαμαί ταραττόμενος υπό σφοδροτάτου ρίγους. Εις δε τους περί αυτόν έλεγεν· «Ο Άγιος του Μοναστηρίου τούτου είναι φοβερός πρόμαχος αυτού, διότι πολλά έπαθον την παρελθούσαν νύκτα και τώρα βλέπω, ότι η τιμωρία του Αγίου είναι αύτη, η οποία με ταράττει. Αλλ’ ας με σώση ο Άγιος Σεραφείμ και ποτέ δεν θα ζητήσω ουδέ μίαν βελόνην». Και αληθώς, έκτοτε, οσάκις ήρχετο ο Οδυσσεύς εις την Μονήν, όχι μόνον δεν εζήτει τι, αλλ’ ουδέ κρέας έτρωγεν, ει μη μόνον όσπρια και χόρτα. Άλλοτε πάλιν, ότε οι Τούρκοι, ηπείλουν την επαρχίαν της Λεβαδείας και άπασαν σχεδόν την Στερεάν Ελλάδα, με λεηλασίαν και παντελή καταστροφήν, όλων των τόπων τους οποίους εκυρίευον, τότε οι μεν Μοναχοί, φοβούμενοι τας κακώσεις των αγρίων τούτων δεσποτών, κατέφυγον εις την Πελοπόννησον, οι δε Τούρκοι, κύριοι της Μονής γενόμενοι, αφού ήρπασαν ό,τι εύρον εντός αυτής, ηθέλησαν να κατεδαφίσωσι και τον Ναόν. Αλλ’ ευθύς ως εισήλθον εντός αυτού, βλέπουσιν ιστάμενον εις το μέσον του Ναού, ως φοβερόν τινά γίγαντα, τον προστάτην αυτού Όσιον Σεραφείμ, όστις, έχων υψωμένην την ράβδον, ητένισε προς αυτούς δι’ απειλητικού βλέμματος. Και ωσάν να ηπείλει με θάνατον, ένευσεν εις αυτούς να εξέλθωσιν εκ του Ιερού Ναού, χωρίς να εγγίσουν τίποτε, ουδέ την παραμικράν ζημίαν να προξενήσουν εις την Μονήν. Τότε οι Τούρκοι, ιδόντες τον Άγιον ούτως απειλούντα αυτούς και νοήσαντες ότι ούτος είναι ο προστάτης του Μοναστηρίου τούτου, έντρομοι εξήλθον του Ναού και διηγήθησαν μετά φόβου εις τους άλλους το παράδοξον τούτο θαύμα. Τόσον δε εφοβήθησαν, ώστε όχι μόνον εγκατέλειψαν το μελετώμενον σχέδιον, αλλά και διέταξαν ένα Μοναχόν, εκεί ευρεθέντα, να ανάπτη την κανδήλαν του Αγίου. Επειδή όμως οι Τούρκοι, αν και φοβηθέντες εκ του εξαισίου τούτου θαύματος του Αγίου, παρέμενον εις την Μονήν, έτερον τότε θαύμα ηκολούθησε το πρώτον. Νέφος πυκνόν εκάλυψε το Μοναστήριον την πρωϊαν της άλλης ημέρας και αστραπαί και βρονταί ηκούοντο εντός του χώρου ακριβώς του Μοναστηρίου, ουχί δε και εκτός αυτού, όπου τελείως αιθρία ήτο η ατμόσφαιρα και ήλιος λαμπρός έρριπτε τας ακτίνας αυτού. Χάλαζα δε, ως άμμος, πίπτουσα, έθραυε τας κεράμους των κελλίων απειλούσα θάνατον εις τους εντός των κελλίων διεσπαρμένους Τούρκους. Φόβος και τρόμος τότε κατέλαβεν αυτούς και εδέοντο του Αγίου να παύση την οργήν αυτού, λέγοντες, ότι θα φύγωσι, χωρίς να προξενήσωσι ζημίαν εις το Μοναστήριον. Ο δε αρχηγός αυτών, δι’ αγρίων φωνών καλών τούτους, εζήτει παρ’ αυτών βοήθειαν, διότι ο «Καλόγηρος του Μοναστηρίου», ως έλεγεν εννοών τον Άγιον, δεν αφήνει αυτόν να ησυχάση, αλλ’ ανηλεώς βασανίζει αυτόν με θάνατον, εάν δεν εξέλθη μετά των στρατιωτών αυτού εκ του Μοναστηρίου και χωρίς να προξενήση ουδέ την ελαχίστην ζημίαν εις αυτό. Ταύτα ιδόντες οι Τούρκοι και απελπισθέντες, διότι δεν θα ηδύναντο να λεηλατήσουν και κατεδαφίσουν το Μοναστήριον, φοβούμενοι δε μη η περαιτέρω εντός αυτού διαμονή των προξενήση εις αυτούς θάνατον, εξήλθον μετά του αρχηγού αυτών και επορεύθησαν εις την προς Λεβάδειαν άγουσαν. Ως δε έφθασαν εις το Παμπλούκι εύρον εκεί έτερον Τούρκον, εκ Λεβαδείας απεσταλμένον και ερχόμενον προς την Μονήν, έντρομον και περιδεή, όστις, ερωτηθείς υπό του αρχηγού δια την αιτίαν του μεγάλου αυτού φόβου, ήρχισε να διηγήται μετά διακεκομμένης υπό του φόβου φωνής ότι μόλις επλησίασεν εις το εκεί φρέαρ, τούτο δε είναι το εκ του θαύματος του Αγίου αναβλύσαν, και ήπλωσε δια να λάβη ύδωρ ίνα πλυθή, κατά την θρησκευτικήν των Τούρκων συνήθειαν, ευθύς ενεφανίσθη εις «Καλόγηρος», ως έλεγεν ο Τούρκος, εννοών και ούτος τον Άγιον, και δι’ απειλητικού βλέμματος είπεν εις αυτόν· «Μιαρέ, δεν σας αρκεί ότι ηρημώσατε τον οίκον μου, αλλ’ ήλθες να μολύνης και το ύδωρ, το οποίον ο Θεός απεκάλυψε δια να πίνωσιν οι διαβάται»; Ουδεμίαν δε προσοχήν έδωκεν εις το κατ’ αυτού προταθέν όπλον, δια του οποίου ο θρασύς ούτος Τούρκος εζήτησε να φονεύση αυτόν, αλλά χωρίς ουδόλως να δειλιάση και τελείως ατάραχος είπε· «Μη εγγίζεις το όπλον σου, αλλά σπεύσον κατάβα εις την Μονήν και ειπέ και εις τους άλλους να εκκενώσωσι το Μοναστήριόν μου, διότι άλλως δεν θα μείνη κανείς εξ αυτών». Αφού διηγήθη ταύτα ο εκ του φόβου κατεχόμενος Τούρκος και μικρόν αναπνεύσας, προσέθηκε και τα εξής· «Εξ όσων λοιπόν είπεν εις εμέ ο ενώπιόν μου εμφανισθείς, εννοήσας ότι δεν ήτο απλούς Μοναχός, αλλά προστάτης και πρόμαχος του Μοναστηρίου, του οποίου την ερήμωσιν και την κατερείπωσιν επεδιώκαμεν, εφοβήθην και τρέμων έσπευσα να ειδοποιήσω και σας να αφήσετε το Μοναστήριον τούτο και να απέλθετε εις άλλο μέρος, ίνα μη πάθετε κανέν κακόν». Τότε παραλαβών ο αρχηγός μεθ’ εαυτού και τον Τούρκον τούτον, μετέβη εις Λεβάδειαν και παρουσιασθείς ενώπιον του βοεβόδα Μουφτή μπέη διηγήθη μετά φρίκης και φόβου τα συμβεβηκότα και προέτρεψε τον Μουφτή μπέην να παύση να καταφέρεται κατά του Μοναστηρίου του Αγίου Σεραφείμ, διότι ο Άγιος ούτος είναι φοβερός φύλαξ του Μοναστηρίου αυτού και δεν επιτρέπει εις κανένα να βλάψη τούτο. Πράγματι, το Μοναστήριον τούτο ουδεμίαν βλάβην υπέστη καθ’ όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας, αλλ’ ευρίσκεται ως εκτίσθη υπό του Αγίου, αν και πολλάκις οι Τούρκοι διενοήθησαν και απεφάσισαν να καταστρέψουν αυτό. Πολλοί δε εκ των ημετέρων οπλαρχηγών, ερχόμενοι εις την Μονήν κατά την Εθνοσωτήριον Επανάστασιν και την βοήθειαν του Αγίου Σεραφείμ επικαλούμενοι, εύρισκον αυτόν βοηθόν και αντιλήπτορα εις τας κατά των Τούρκων εκστρατείας αυτών. Ούτω, ότε ο ήρως της Επαναστάσεως Γεώργιος ο Καραϊσκάκης, εκστρατεύσας εκ Σαλαμίνος και τον Δομβραίναν διαβάς, επορεύετο προς την Αράχωβαν, την επί της δυτικής κλιτύος του Παρνασσού κειμένην κωμόπολιν, όπως προκαταλάβη τα επίκαιρα αυτής μέρη, οπόθεν έμελλε να διέλθη ο εχθρός, όστις είχε μεταβή εις Άμφισσαν προς απελευθέρωσιν των υπό του Πανουργιά και Δυοβουνιώτου πολιορκουμένων Τούρκων, ήλθεν εις την Μονήν και μετά χριστιανικής ευλαβείας ασπασθείς την εικόνα του Αγίου, επεκαλέσθη μετά δακρύων την βοήθειαν και αντίληψιν αυτού επί του μελετωμένου υπ’ αυτού σχεδίου. Και αληθώς υπό τοιούτου θρησκευτικού αισθήματος κατεχόμενος ο αείμνηστος Καραϊσκάκης είδε τας ελπίδας του αναπτερουμένας και δεν απέτυχε των σχεδίων του. Αλλ’ ελθών εις Αράχωβαν και μάχην ανοίξας κατά των εχθρών, πάντα τα σχέδια αυτού είδεν επιτυγχάνοντα, οι δε αγώνες αυτού εστέφθησαν δια λαμπράς νίκης κατά του στρατηγικωτάτου και ικανωτάτου εχθρού Μουστάμπεη, του οποίου το πολυάριθμον στράτευμα εξηφάνισε, την δε κεφαλήν αυτού του αρχηγού απέστειλε προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ως δείγμα της στρατηγικής αυτού εξοχότητος και μαρτύριον της νίκης των Ελλήνων. Την λαμπράν δε ταύτην νίκην αποδίδων ο χριστιανικώτατος Καραϊσκάκης εις την θείαν αντίληψιν, εις την οποίαν εστήριζε πάντοτε τας ελπίδας αυτού, ευγνωμονών δε προς τον Άγιον Σεραφείμ, του οποίου την προς τον Θεόν μεσιτείαν προς ευόδωσιν της εκστρατείας αυτού επεκαλέσθη, εκ της Μονής τότε διερχόμενος, μετά τα λαμπρά αυτού κατορθώματα καθ’ όλην την εις την Στερεάν Ελλάδα στρατηγικήν αυτού πορείαν, επέστρεψε πάλιν δια της αυτής Μονής και ευχαριστήσας τον Άγιον επορεύθη δια της Ελευσίνος εις Πειραιά, όπου η φωνή της πατρίδος εκάλει αυτόν, ίνα και εκεί δοξάση τα Ελληνικά όπλα και επισφραγίση την πατριωτικήν αυτού αυταπάρνησιν δια του ενδόξου αυτού θανάτου. Τοιαύτα είναι, αγαπητοί αδελφοί, τα θαύματα του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Σεραφείμ, του οποίου την μνήμην εορτάζοντες συνήλθομεν ενταύθα, ίνα δοξάσωμεν τον Θεόν τον ούτω τους Αγίους Αυτού δοξάζοντα. Τοιαύτης χάριτος ηξιώθη παρά του Θεού ο τον Θεόν αγαπήσας και την εαυτού ψυχήν υπέρ Αυτού θέμενος Άγιος Σεραφείμ και δια τούτο ζων και μετά θάνατον δεν έπαυσε θαυματουργών και παρέχων την βοήθειαν και αντίληψιν αυτού προς πάντας τους επικαλουμένους αυτόν μετ’ ευλαβείας. Τοιούτον λοιπόν και ημείς, φιλόχριστοι εορτασταί, πρέσβυν προς τον Θεόν έχοντες, έλθετε, ίνα παρακαλέσωμεν αυτόν, όπως πρεσβεύη προς τον Θεόν ημών και Πλάστην και οδηγή ημάς εις παν έργον αγαθόν, αξιώση δε της ουρανίου Αυτού Βασιλείας, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, εν Χριστώ Ιησού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Ο Όσιος και Θεοφόρος Πατήρ ημών ούτος, ο των Ασκητών μέγιστος, ο εν θαύμασι δοξασθείς Σεραφείμ, πατρίδα είχε το νυν καλούμενον Ζέλι, χωρίον μικρόν υποκείμενον εις την περιοχήν του Ταλαντίου της Βοιωτίας, γονείς έχων ευσεβείς και εναρέτους. Ενώ δε ακόμη ευρίσκετο ο Άγιος εις τα σπάργανα, μέγα τι σημείον εδείκνυε την μετά ταύτα προκοπήν και επίδοσιν αυτού προς τα πνευματικά και εδήλου εμφανέστατα, ότι έμελλε να γίνη σκεύος εκλεκτόν και δοχείον του Παναγίου Πνεύματος. Διότι, ενώ ήτο ακόμη βρέφος και ως εκ τούτου μη δυνάμενος να διακρίνη τας ημέρας από τας νύκτας ή το καλόν από του κακού, όμως τούτο το Πανάγιον Πνεύμα, προγιγνώσκον την μέλλουσαν αυτού πνευματικήν άνοδον, εφώτιζε και εδίδασκε τούτον, ότι η Τετάρτη και η Παρασκευή είναι αι ημέραι των Παθών του Κυρίου, τας οποίας οφείλομεν να τιμώμεν δια της αποχής της τροφής. Δια τούτο κατά τας δύο αυτάς ημέρας της εβδομάδος έμενε νήστις, μη θέλων να φάγη γάλα, ως αυτή η ιδία η μήτηρ του έλεγεν εις τους γείτονας. Μόνον δε περί την δύσιν του ηλίου, επειδή δεν ηδύνατο να ανθέξη έτι πλέον νηστεύων, εθήλαζεν ολίγον και εκοιμάτο. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν επτά ετών, οι γονείς του παρέδωκαν τούτον πιθανώς εις τον Εφημέριον του χωρίου, ίνα εκμάθη τα ιερά γράμματα. Ο δε φιλομαθής και αγαθός παις, καλής φύσεως ων και λίαν επιμελής, ησθάνετο μεγάλην αγάπην προς τα ιερά γράμματα και μετά ζήλου πολλού εμελέτα και εμάνθανε τα υπό του διδασκάλου οριζόμενα μαθήματα. Τις δε δύναται να διηγηθή την εν τω σχολείω προσοχήν και κοσμιότητα, μετά της οποίας συμπεριεφέρετο προς τους ομηλίκους του, την άκραν ταπείνωσιν και απεριόριστον προς τους γονείς αυτού υποταγήν, εν ολίγοις δε την προς πάντας τους ανθρώπους σεμνότητα και παραδειγματικήν αυτού διαγωγήν; Διότι πάντες οι άνθρωποι του χωρίου έλεγον δια τον Άγιον, ότι ήτο τύπος και υπογραμμός ηθικής και κοσμιότητος, προτρέποντες τους νέους να έχωσι τούτον ως παράδειγμα. Εν όσω δε επροχώρει η ηλικία του Αγίου, έτι περισσότερον ηύξανε και ο ζήλος τον οποίον απ’ αρχής είχε προς τα ιερά γράμματα. Όθεν, ως ακάματος μέλισσα ενετρύφα εις τον ανθοφόρον λειμώνα των αγίων Γραφών, εις την ανάγνωσιν των οποίων εύρισκεν ευφροσύνην πνευματικήν και χαράν ανεκλάλητον, ήτις, ως ο μαγνήτης έλκει τον σίδηρον, ούτω δεν άφηνεν αυτόν να απομακρυνθή από την γλυκείαν ταύτην και ζωηφόρον τράπεζαν και να τραπή προς τας μερίμνας του βίου. Δια τούτο, αν και νεώτατος κατά την ηλικίαν ο Άγιος, ουδεμίαν άλλην ηδονήν ησθάνετο, ει μη μίαν και μόνην. Πως, δηλαδή, να απομακρυνθή από τον κόσμον και να υπηρετήση ανενόχλητος τον Δημιουργόν και Πλάστην ημών, μιμούμενος τα Σεραφείμ και τας χορείας των Οσίων, ίνα και ούτος καταταχθή μετ’ αυτών εις την αιώνιον μακαριότητα. Ούτω θεαρέστως διάγων και τοιαύτα διαλογιζόμενος ο Όσιος, νεανίας, τότε, μετά ζήλου δε θερμού αναγιγνώσκων και τους Βίους των Αγίων, απεφάσισε τέλος να εγκαταλείψη γονείς, πατρίδα, συγγενείς και φίλους και να μεταβή εις Μοναστήριον, όπου ενδυόμενος το Μοναχικόν σχήμα να αφιερωθή ψυχή και σώματι εις τον Θεόν και ούτω να κορέση την πνευματικήν δίψαν την οποίαν ησθάνετο. Όθεν, μίαν των ημερών, προσήλθε προς τους φιλτάτους αυτού γονείς και αφού ησπάσθη την δεξιάν αυτών, εζήτησε παρ’ αυτών την ευλογίαν, παρακαλών τούτους μετά δακρύων να συγκατατεθώσι και συνοδεύσωσιν αυτόν με τας ευχάς των εις το νέον του στάδιον, το Μοναχικόν, το οποίον εκ παιδός ηγάπησεν, υποσχεθείς εις τον Θεόν να διέλθη τον βίον αυτού μονάζων. Τότε οι ευσεβείς και ενάρετοι γονείς αυτού, αφού ήκουσαν τους λόγους του προσφιλούς αυτών υιού, εχάρησαν μεν δια την θερμήν ευσέβειαν και την τελείαν προς τον Χριστόν αφοσίωσιν αυτού, ελυπήθησαν όμως σφόδρα και ως θανατηφόρα βέλη διεπέρασαν τας προ ολίγου ευφραινομένας καρδίας των οι λόγοι ούτοι του τέκνου των. Διότι η απομάκρυνσις αυτού μέγα κενόν θα κατέλειπε και μεγάλην κατήφειαν θα επροξένει όχι μόνον εις τους γονείς αυτού, αλλά και εις άπαντας τους ανθρώπους του χωρίου εκείνου, διότι θα εστερούντο τοσούτον εναρέτου νέου, του οποίου ο βίος ήτο δι’ αυτούς, ως είπομεν, άριστον παράδειγμα της αρετής και του καθήκοντος. Ταύτα λοιπόν διαλογιζόμενοι οι γονείς αυτού, προσεπάθουν δια λίαν συγκινητικών λόγων να αποτρέψωσιν αυτόν από της αποφάσεώς του ταύτης, έλεγον δε μετά δακρύων και διακοπτομένης υπό των λυγμών φωνής· «Τέκνον, εάν συ απέλθης εις Μοναστήριον, ποίαν θα έχωμεν ημείς παρηγορίαν εις τον κόσμον τούτον και βακτηρίαν κατά το γήρας ημών; Τις θέλει ανακουφίσει ημάς εις τας πικρίας του βίου τούτου και μάλιστα κατά τας πονηράς ταύτας ημέρας της πικράς δουλείας του αλλοφύλου Αγαρηνού, εάν μη συ, τέκνον ποθητόν και πολυαγάπητον, το οποίον δια της καλής πολιτείας σου και της προς πάντας τους ανθρώπους συμπεριφοράς σου, καθώς και της γλυκύτητός σου, ποτίζεις τας πληγωθείσας ημών καρδίας με το γλυκύ βάλσαμον της παρηγορίας; Αν λοιπόν συ, τέκνον, εγκαταλείψης ημάς τους γέροντας και ασθενείς γονείς σου και απέλθης εις Μοναστήριον, κατά την επιθυμίαν σου, προς ποίον θέλομεν αποβλέψει ημείς και παρά τίνος θα αναμένωμεν βοήθειαν; Μη αποφασίσης, τέκνον, να εγκαταλείψης ημάς ερήμους εις τον κόσμον τούτον, αλλά μείνε πλησίον μας έως ότου παραδώσης ημάς εις την γην και τότε ύπαγε εις τα Μοναστήρια και τας ερήμους, ίνα εύρης την παρά σου ποθουμένην εν Κυρίω ησυχίαν και ανάπαυσιν». Ταύτα έλεγον μετά δακρύων οι γονείς του Οσίου, προς αυτόν ατενίζοντες και ωσάν να ανέμενον συγκατάθεσιν αυτού. Αλλ’ ο στερρός ούτος αδάμας της αρετής, ο νεαρός Σωτήριος, διότι ούτω τότε εκαλείτο ο Άγιος, έρριψε μεν βλέμμα συμπαθείας και υιϊκής στοργής προς τους κλαίοντας και πονούντας γονείς του, συνετρίβη η ευαίσθητος καρδία του, αλλά παρέμεινεν αμετάτρεπτος εις την παρ’ αυτού ληφθείσαν απόφασιν, υπακούων περισσότερον εις την θείαν κλήσιν την καλούσαν αυτόν εις το στάδιον των αγώνων, ως και εις την πλήρη αυταπάρνησιν, παρά εις την συμπαθή φωνήν των γονέων του. Ερρίφθη λοιπόν εις τας αγκάλας αυτών και τούτους περιπτυχθείς ησπάσθη την δεξιάν αυτών και μετέβη εις τι Μονύδριον, επ’ ονόματι του Προφήτου Ηλιού τιμώμενον, μίαν δε ώραν από του χωρίου απέχον και κείμενον επί του όρους του λεγομένου Κάρκαρα. Πλησίον του όρους αυτού ανήγειρεν ο Όσιος μικρόν ναόν επ’ ονόματι του Σωτήρος και οικίσκον εντός σπηλαίου τινός, ούτινος υπολείμματα σώζονται μέχρι σήμερον, οι δε κάτοικοι των πέριξ χωρίων καλούσιν Ασκητήριον του Αγίου Σεραφείμ. Πλησίον δε τούτου υπάρχει έτερος Ναός προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου τιμώμενος και κελλία τινά, τα οποία, καθώς λέγουσιν οι γέροντες, ανήγειραν οι κάτοικοι της Ελατείας εις καιρόν λοιμικής νόσου, οπότε, φεύγοντες τον κίνδυνον, κατέφυγον εις τον Ναόν τούτον επιζητούντες την προστασίαν της Θεοτόκου και την βοήθειαν του Αγίου. Εντός λοιπόν του ως άνω σπηλαίου παρέμεινεν επ’ αρκετόν χρόνον ο Άγιος, αγωνιζόμενος με αγρυπνίας και προσευχάς, ως καλός εργάτης του μυστικού αμπελώνος του Κυρίου και γνήσιος φίλος του Δεσπότου ημών Χριστού. Επειδή όμως την πνευματικήν αυτού ησυχίαν ετάραττον αι συχναί επισκέψεις των γονέων αυτού και συγγενών και φίλων, εγκατέλειψε το προσφιλές εις αυτόν σπήλαιον και μετέβη εις το πλησίον του Ταλαντίου κείμενον Ιερόν Μοναστήριον των Αγίων Αναργύρων. Αλλά και εκεί πάλιν ενοχλούμενος υπό των συχνών επισκέψεων των συγγενών αυτού, δεν ηδυνήθη να παραμείνη πλέον των εξ μηνών. Αναχωρήσας όθεν εκείθεν και την έρημον επιζητών, ως άλλη τις τρυγών φιλέρημος, έφθασεν εις το Σαγμάτιον όρος, επί της κορυφής του οποίου υπάρχει Μοναστήριον τιμώμενον επ’ ονόματι της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και κείμενον μεταξύ Θηβών και Ευβοίας, εις το οποίον υπάρχει μέγα τεμάχιον του Τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, επί του οποίου παρέδωκε το πνεύμα ο Σωτήρ της ανθρωπότητος. Τούτο εδώρησεν εις την Μονήν ταύτην ο ευσεβής αυτοκράτωρ Αλέξιος ο Κομνηνός δια χρυσοβούλλου αυτού γράμματος, ίνα οι εις την Μονήν ταύτην ασκούμενοι Μοναχοί έχωσι τον ουράνιον τούτον θησαυρόν βοήθειαν και σκέπην εις την σταδιοδρομίαν του ασκητικού αυτών βίου. Εις το Μοναστήριον τούτο λοιπόν κατέφυγεν ο πιστότατος ούτος θεράπων του Χριστού και κατετάγη εις την αγγελικήν εκείνην χορείαν των Ασκητών, οίτινες εφημίζοντο δια την αρετήν και την άσκησίν των. Παρεδόθη τότε όλος εις τας αγκάλας της ποθητής παρ’ αυτού ασκήσεως, την οποίαν, ως διψώσα έλαφος, επεζήτει πολλούς αλλάσσων τόπους. Τις δε δύναται να διηγηθή τους πνευματικούς αυτού αγώνας και κόπους, τους οποίους κατέβαλλε νυχθημερόν αγωνιζόμενος, τας νηστείας, τας αγρυπνίας, τας προσευχάς και τα δάκρυα; Την απεριόριστον αυτού υπακοήν προς πάντας, την υπομονήν εις τας θλίψεις και, ίνα δι’ ολίγων είπωμεν, την πλήρη αυτού αφοσίωσιν εις την πνευματικήν αυτού καλλιέργειαν; Ένεκα τούτων λοιπόν των αρετών αυτού ο ταπεινόφρων και πράος Σεραφείμ εις μικρόν διάστημα υπερέβη πάντας τους συνασκητάς αυτού κατά την αρετήν και την άσκησιν. Δια τούτο και ως αστήρ φαεινός διεκρίνετο εν τω μέσω της πνευματικής εκείνης των Ασκητών χορείας και πάντες, υπό των ακτίνων των αρετών αυτού φωτιζόμενοι, ερρύθμιζον την πνευματικήν των πολιτείαν κατά το παράδειγμα αυτού. Βλέπων ο Ηγούμενος τας αρετάς και την προς τα πνευματικά πρόοδον του Οσίου και διαισθανόμενος την μετά ταύτα προκοπήν και επίδοσιν αυτού εις τα έργα της ασκήσεως, εκούρευσεν αυτόν Μοναχόν, μετονομάσας Σεραφείμ, μετ’ ολίγον δε εχειροτόνησεν αυτόν και Διάκονον. Ο δε ταπεινόφρων Σεραφείμ, μετά μεγάλης βίας εδέχθη τούτο, ενδώσας εις τας θερμάς παρακλήσεις του Ηγουμένου και των άλλων Πατέρων, οίτινες προέβλεπον ότι έμελλε να γίνη σκεύος εκλογής του Παναγίου Πνεύματος και οδηγός των πλανωμένων και να τεθή, κατά τον λέγοντα (Ματθ. ε΄ 15), ως λύχνος επί την λυχνίαν, ίνα φωτίζη τους εν τω σκότει. Μετά πολλάς δε και άλλας παρακλήσεις και πιέσεις, απεδέχθη και το αξίωμα της Ιερωσύνης. Μετά την ανάδειξιν αυτού εις το υψηλόν της Ιερωσύνης αξίωμα, αναλογιζόμενος ο Όσιος την βαρείαν ευθύνην, την οποίαν ανέλαβεν απέναντι του Θεού και των ανθρώπων και αναμετρήσας τας πνευματικάς αυτού δυνάμεις, ως ταπεινός δε τω πνεύματι και απλούς την καρδίαν, ευρών ταύτας ανεπαρκείς ως προς τας ανάγκας της Εκκλησίας, μεγάλους κατέβαλε κόπους και πολλάς αγρυπνίας και προσευχάς ετέλεσεν, ίνα φθάση εις το μέτρον εκείνο της τελειότητος, δια του οποίου θα ηδύνατο να ανταποκριθή προς τας μεγάλας υποχρεώσεις, τας οποίας επέβαλλεν εις τον Όσιον το αξίωμα τούτο. Έμεινε δε εις την Μονήν ταύτην της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ο θεσπέσιος ούτος ανήρ δέκα ολοκλήρους χρόνους, καθ’ ους ηγωνίζετο τον πνευματικόν της αρετής αγώνα και ως τύπον και υπογραμμόν παρέχων τας εναρέτους αυτού πράξεις εις τους συνασκουμένους Μοναχούς, παρ’ αυτών δε διδασκόμενος τα ωφέλιμα και σωτήρια. Κατόπιν, επιθυμών να αποφύγη την φήμην των αρετών αυτού, ήτις ήρχισεν ήδη να εξαπλούται, καθώς και τους ανθρωπίνους επαίνους, εζήτησε παρά του Ηγουμένου την άδειαν και αφού απεχαιρέτησε τους συνασκητάς αυτού και τον πνευματοφόρον Γερμανόν, συνασκητήν του Αγίου Κλήμεντος, του εις το όρος Σαγματά ασκήσαντος και τελειωθέντος, παρά του οποίου πλείστα σωτήρια διδάγματα έλαβεν, εξήλθε του Μοναστηρίου σπεύδων να εύρη πνευματικήν ησυχίαν. Μακρόν δε διανύσας δρόμον και πολλά όρη διελθών, έφθασεν εις τον δυτικώς του Ελικώνος μίαν ώραν άνωθεν της αρχαίας Βούλιδος κείμενον λόφον, εις την τοποθεσίαν Δομπού, εκεί δε, αφού ανήγειρε μικρόν Ναϊσκον επ’ ονόματι του Σωτήρος μετά τινων κελλίων, συνήθροισεν ολίγους Μοναχούς και μετ’ αυτών παρέμεινεν εκεί επί δέκα έτη, ασκών τα έργα της αρετής και διδάσκων τους μαθητάς του τα σωτήρια της μοναδικής πολιτείας διδάγματα. Ενταύθα παραμένων ο Άγιος και ακαμάτως ασκούμενος, ως άλλος Αντώνιος της Λιβυκής ερήμου, περικαλύπτων την αγγελικήν αυτού πολιτείαν, πολλάς ψυχάς απολωλότων ανθρώπων ωδήγησεν εις τον εύδιον της σωτηρίας λιμένα. Πλησίον δε του Ασκητηρίου του Αγίου, περί το τέταρτον της ώρας, βορειοανατολικώς, εις θέσιν εις την οποίαν ευρίσκεται σήμερον το Μοναστήριον, υπήρχον ολίγαι οικογένειαι αλβανικής καταγωγής, ηθών δε σκληρών και αγρίων, των οποίων ο τρόπος του βίου ήτο ληστρικός και επίφοβος δια τους γειτνιάζοντας κατοίκους. Τούτους πλησιάσας ο Άγιος και δια καρποφόρων λόγων κατηχήσας, μετέβαλε την σκληρότητα και αγριότητα αυτών εις ημερότητα, πείσας τούτους να μετανοήσωσι δια τον πρότερον άγριον και σκληρόν αυτών βίον. Ενώ λοιπόν οι άγριοι ούτοι Αλβανοί έφερον μεθ’ εαυτών όπλα και μαχαίρας και δια τούτων ανεζήτουν την καθημερινήν αυτών τροφήν, κλέπτοντες και απειλούντες φόνους και κακώσεις, ευθύς ως ήκουσαν τας ψυχοσωτηρίους συμβουλάς του Οσίου, εγκατέλειψαν τα όπλα και αντ’ αυτών έλαβον άλλος την αξίνην, άλλος το άροτρον και άλλος άλλο έντιμον βιοποριστικόν έργον και ειργάζοντο. Την φήμηνδε του Αγίου ήκουον πολλοί εκ διαφόρων τόπων Χριστιανοί, οίτινες επεκαλούντο και ελάμβανον την βοήθειαν αυτού, όστις δια των προς τον Θεόν προσευχών και της μετά δακρύων επικλήσεως της θείας αντιλήψεως εθεράπευε τας ψυχικάς και σωματικάς αυτών ασθενείας. Όμως η μεγάλη πληθύς των καθ’ εκάστην προσερχομένων και η προς τους ασθενείς αυτών συμπάθεια του Αγίου ετάραττον, ως ήτο φυσικόν, την πνευματικήν αυτού γαλήνην και ως εκ τούτου ημποδίζετο από του να αναπέμπη τας αδιαλείπτους αυτού προσευχάς, ως και να ασκή τους πνευματικούς αυτού αγώνας. Τούτο σφόδρα ελύπει τον Όσιον, όστις, ακριβώς δια τον λόγον τούτον, εγκατέλειψε τους μαθητάς αυτού και το Μονύδριον, μετά δεκαετή περίπου εν αυτώ διαβίωσιν, και μετέβη βορειοδυτικώς του Ελικώνος, εις δύο ώρας μακράν από του Μονυδρίου απέχουσαν κορυφήν, την καλουμένην νυν Κελλί του Αγίου, όπου εύρη εν αυτή την ποθουμένην πνευματικήν αυτού ανάπαυσιν. Εις την απομεμονωμένην ταύτην κορυφήν ως ο Θεσβίτης Ηλίας προσκαρτερήσας και αφού εκαθάρισε την ψυχήν αυτού, ήκουσε παρά του Δεσπότου ημών Ιησού Χριστού φωνήν, ήτις εκάλει αυτόν να αφήση την κορυφήν εκείνην και να κατέλθη εις μέρος επίπεδον και εκεί να κτίση Μοναστήριον, το οποίον να χρησιμεύση ως άλλη τις χλοερά όασις της ερήμου του Ιορδάνου, ίνα ευρίσκωσιν εκεί πνευματικόν καταφύγιον οι την τύρβην του κόσμου αποφεύγοντες ευσεβείς Χριστιανοί, επιζητούντες την ψυχικήν αυτών σωτηρίαν. Πράγματι, ως ήκουσε της φωνής του Κυρίου, ευθύς κατήλθεν από της κορυφής και αφού συνήθροισε τους ολίγους αυτού μαθητάς, τους οποίους άλλοτε είχεν αφήσει, έφερε τεχνίτας οικοδόμους και ήρχισε να κτίζη Μοναστήριον, το οποίον όμως ήτο ακατάλληλον δια τους μεταγενεστέρους Μοναχούς, λόγω της φυσικής του τόπου αγριότητος και της ανηλίου θέσεως αυτού. Ενώ λοιπόν ο Άγιος εφρόντιζε δι’ όλων του των δυνάμεων να αποπερατώση το έργον, ενεφανίσθη εις αυτόν η Υπεραγία Θεοτόκος και διέταξεν αυτόν να εγκαταλείψη την περαιτέρω οικοδόμησιν του Μοναστηρίου τούτου, ως όντος ακαταλλήλου δια τους μεταγενεστέρους, και να κτίση έτερον εις την θέσιν όπου ευρίσκετο το χωρίον Δομπός. Εκπληρών όθεν ο Άγιος την προσταγήν ταύτην της Υπεραγίας Θεοτόκου, μετέβη προς τους κατοίκους του χωρίου Δομπού, ανεκοίνωσε ταύτην και έπεισε τούτους να αφήσωσι τας καλύβας των και τον τόπον αυτών και να εγκατασταθώσιν αλλαχού, αφού λάβωσι το αντίτιμον της ιδιοκτησίας των. Μετά λοιπόν την αγοράν του τόπου των Δομποϊτών και την εκείθεν απομάκρυνσιν αυτών, ο Άγιος μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και λαβών παρά του Πατριάρχου άδειαν, ήτις και μέχρι σήμερον σώζεται, ήρχισε να ανεγείρη Ναόν σταυροπηγιακόν επ’ ονόματι του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, ως και Μοναστήριον, καθώς τον διέταξεν η Υπεραγία Θεοτόκος. Αλλ’ ο μισόκαλος διάβολος, μηχανευθείς να ματαιώση το θεάρεστον τούτον έργον, έσπειρε ζιζάνια εις τας καρδίας ανθρώπων τινών και εξώθησεν αυτούς να διαβάλωσι τον Άγιον ως ραδιούργον και απατηλόν. Γενόμενοι όθεν ούτοι όργανα του φθονερού διαβόλου, κατήγγειλαν τον Άγιον εις τον Αγαρηνόν άρχοντα της Λεβαδείας, ειπόντες, ότι ραδιούργος τις Μοναχός έπεισε δια των ραδιουργιών αυτού τους υπηκόους Δομποϊας και απεξένωσεν αυτούς από της ιδιοκτησίας των, αντί ευτελεστάτης χρηματικής αποζημιώσεως. Ταύτα ακούσας ο άρχων της Λεβαδείας ωργίσθη σφόδρα κατά του Αγίου και έστειλε τρεις Τούρκους στρατιώτας, ίνα οδηγήσωσιν αυτόν δεδεμένον εις Λεβάδειαν και ούτω λάβη την πρέπουσαν τιμωρίαν. Ως δε έφθασαν οι στρατιώται εις το μέρος όπου ειργάζετο ο Άγιος, εξύβρισαν αυτόν δια βαναύσων λόγων και κατέφερον επί της κεφαλής αυτού άγριον κτύπημα, τόσον ώστε έμεινεν ημιθανής. Εσχίσθη δε η κεφαλή αυτού κατά μέγα μέρος, καθώς το σημείον τούτο φαίνεται και σήμερον επί της Αγίας αυτού κάρας. Ως δε συνήλθεν ολίγον ο Άγιος, έδεσαν αυτόν και τον ωδήγουν εις την Λεβάδειαν. Καθ’ οδόν οι στρατιώται εδίψασαν, αλλά δεν εύρισκον ύδωρ, ίνα πίωσι, διότι το μέρος ήτο άνυδρον. Φθάσαντες δε εις την θέσιν Παμπλούκι, μίαν ώραν μακράν από του μέρους από του οποίου ανεχώρησαν, επετέθησαν και πάλιν κατά του Αγίου και ηπείλουν να τον φονεύσωσι, διότι, ως έλεγον, εξ αιτίας του υπέφερον δίψαν και κόπους και εκινδύνευον να αποθάνωσιν εις την ξηράν ταύτην έρημον. Όμως ο Άγιος, αν και καταβεβλημένος υπό του κόπου και των κακώσεων, καίτοι δε αισθανόμενος δριμυτάτους πόνους εκ της πληγής, την οποίαν οι άσπλαγχνοι ούτοι στρατιώται επροξένησαν εις την κεφαλήν αυτού, ουδόλως εμνησικάκει κατ’ αυτών δια την σκληρότητα και απανθρωπίαν των, αλλά μιμούμενος τον Σωτήρα ημών, όστις από του Σταυρού Αυτού ηύχετο υπέρ των σταυρωτών του, εζήτησεν άδειαν δια να προσευχηθή εις τον Θεόν τον δυνάμενον να ανακουφίση την δίψαν αυτών. Λαβών λοιπόν την άδειαν των διψασμένων Τούρκων και ελευθερωθείς από των δεσμών, εγονάτισε και ηυχήθη προς τον Κύριον, όπως και κατά την στιγμήν ταύτην δείξη την θείαν Αυτού δύναμιν, εξάγων ύδωρ εκ του καταξήρου εκείνου τόπου, ως εξήγαγε ποτε εκ της σκληράς του Σιναίου πέτρας εις δόξαν μεν του θείου Αυτού Ονόματος, προς ανακούφισιν δε του υπέρ Αυτού πάσχοντος δούλου του. Μετά την προσευχήν, αφού εκτύπησε την ράβδον αυτού εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον έχυσε πηγάς δακρύων προσευχόμενος, ω του θαύματος! Ευθύς εξήλθεν ύδωρ γλυκύ και διαυγές, το οποίον και μέχρι σήμερον αναβρύει και εξ ου πίνοντες οι διαβάται δοξάζουσι τον Θεόν, αναμιμνησκόμενοι το εξαίσιον θαύμα, το οποίον ετέλεσε, δια της προσευχής του υπό των αλλοφύλων πάσχοντος δούλου Αυτού. Ως δε οι Τούρκοι έπιον εκ του αναβλύσαντος ύδατος και έσβεσαν την δίψαν των, συνέχισαν την οδοιπορίαν, ευλαβούμενοι τον Άγιον και δείξαντες μετάνοιαν δι’ όσα κακά επροξένησαν εις αυτόν. Διότι εκ του θαύματος τούτου επείσθησαν, ότι ο υπ’ αυτών συνοδευόμενος δεν ήτο ως τον κατηγόρησαν οι διαβαλόντες αυτόν. Την δε περί τούτου πεποίθησιν αυτών επεβεβαίωσε και το εξής θαύμα του Αγίου. Πέριξ της οδού επί της οποίας εβάδιζον εφάνησαν πετώσαι άγριαι περιστεραί, τας οποίας οι Τούρκοι ήθελον να φονεύσωσιν. Αλλ’ όμως, αν και πολλούς πυροβολισμούς έρριψαν κατ’ αυτών, ουδεμίαν περιστεράν ηδυνήθησαν να φονεύσωσι. Τότε ο Άγιος είπε προς αυτούς να παύσωσι να πυροβολώσι και ούτος δύναται να προσφέρη εις αυτούς ζώσας περιστεράς. Πράγματι δε, αφού προσηυχήθη, ήπλωσε τας χείρας και λαβών τρεις περιστεράς έδωκεν ανά μίαν εις έκαστον των τριών Τούρκων. Τότε οι Τούρκοι, ιδόντες το θαύμα, εξεπλάγησαν και αφήκαν τον Άγιον ελεύθερον να μεταβή εις το έργον αυτού και να πράξη ό,τι επιθυμεί και ό,τι ο Θεός ήθελε διατάξει αυτόν. Και οι μεν Τούρκοι εξηκολούθησαν τον δρόμον των προς την Λεβάδειαν, ο δε Άγιος Σεραφείμ κατήλθεν εις την Μονήν και ευρών τους μαθητάς του βεβυθισμένους εις λύπην απαρηγόρητον, δια την απώλειαν του διδασκάλου και προστάτου αυτών, ενεθάρρυνεν αυτούς, ειπών, ότι είναι θέλημα Θεού να περατωθή το έργον, προτρέψας συγχρόνως τούτους να δοξάσωσι τον Θεόν, όστις ουδέποτε εγκαταλείπει τους πιστούς αυτού θεράποντας, ώστε να γίνωσιν έρμαιον των ραδιουργιών των πονηρών ανθρώπων και της δεσποτικής μανίας των ισχυρών, αλλά διαφυλάττει αυτούς και εις τας κρισιμωτάτας στιγμάς των ακόμη. Αφού είπε ταύτα ο Όσιος προς τους μαθητάς του προσέθηκε και τα εξής· «Είναι λοιπόν ανάγκη, ω τέκνα μου, να εργασθώμεν αόκνως, όπως έλθη εις πέρας το έργον το οποίον δια της θείας συγκαταβάσεως ηρχίσαμεν». Πράγματι, εντός βραχέος χρονικού διαστήματος το έργον ετελείωσεν. Η δε ταχύπτερος φήμη των αρετών του Αγίου, απλωθείσα ανά την υφήλιον, πολλούς πολλαχόθεν εργάτας του μυστικού αμπελώνος του Κυρίου συνήθροισε και ούτως η τραχεία και άγονος έρημος του Δομπού, η πρότερον υπό των αγροίκων και σκληρών Αλβανών κατοικουμένη, απέβη τώρα πόλις μουσοτραφής και εύανδρος, διότι, ευθύς ως συνεστήθη η Μονή, συνέρρευσαν πανταχόθεν άνδρες αρετής και παιδείας ουχί της τυχούσης, ως αποδεικνύεται εκ των αρίστων αυτών εκκλησιαστικών συγγραμμάτων, των οποίων λείψανα περιεσώθησαν εν τη Μονή γεγραμμένα επί μεμβράνης και χάρτου, μαρτυρούντα την αξίαν των εναρέτων εκείνων ανδρών. Τόσον δε ήτο το πλήθος των προσερχομένων εις το Μοναστήριον του Αγίου Σεραφείμ και ποθούντων την μοναδικήν πολιτείαν και την εις τους πνευματικούς αγώνας άσκησιν, ώστε το οικοδομηθέν Μοναστήριον να μη επαρκή εις τον αριθμόν των καθ’ εκάστην προσερχομένων φιλερήμων του Αγίου οπαδών. Ως εκ τούτου πλείστοι σπουδαίοι άνδρες, λάτραι των γραμμάτων και πιστοί θεράποντες της ασκήσεως, μη δυνάμενοι να ικανοποιήσωσι τας πνευματικάς αυτών ανάγκας, αποχωρούντες εκ της Μονής, κατέφευγον εις την προσφιλή εις αυτούς ερημίαν, όπου διήρχοντο τον βίον αυτών εις ιδιαίτερα καθίσματα, συγγράφοντες και τηρούντες αυστηρώς τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας. Εφηρμόζετο δηλαδή και εις την περίπτωσιν ταύτην το προφητικόν λόγιον του μεγαλοφωνοτάτου Ησαϊου, κατά το οποίον «Πολλά τα τέκνα της ερήμου μάλλον ή της εχούσης τον άνδρα» (Ησ. νδ:1). Αφού δε παρήλθον τρία έτη αφ’ ότου ετελείωσε το έργον του ο Όσιος, ήλθεν ο καιρός κατά τον οποίον ο οικιστής ούτος της ερήμου και διδάσκαλος της μοναδικής πολιτείας, ο Άγιος Σεραφείμ, έμελλε να εγκαταλείψη τον κόσμον τούτον και να απέλθη εις τον ουράνιον αυτού πατρίδα, ίνα λάβη παρά του μισθαποδότου Θεού την αμοιβήν των διηνεκών αυτού κόπων, τους οποίους κατέβαλεν επί της γης, προς δόξαν του θείου Αυτού ονόματος. Προϊδών δε και τον χρόνον της τελειώσεως αυτού, εκάλεσε τους φιλτάτους αυτού μαθητάς και μετά γλυκείας και ιλαράς φωνής είπε προς αυτούς· «Τέκνα μου αγαπητά, ο χρόνος της επιγείου ζωής μου επερατώθη. Τον αγώνα, τον οποίον μοι ανέθηκεν ο Κύριος, ηγωνίσθην όσον ηδυνάμην. Λοιπόν απομένει εις εμέ άπαξ να αποθάνω. Μη λυπείσθε, τέκνα μου αγαπητά, διότι εγώ αφ’ υμών απέρχομαι, αλλά χαίρετε και αγάλλεσθε· διότι επερατώσαμεν το έργον, το οποίον θέλει μένει επί της γης, εις δόξαν του ονόματος του Υψίστου Θεού. Μη λησμονήσετε, τέκνα μου αγαπητά, τα διδάγματα εκείνα, τα οποία παρ’ εμού του ασθενούς εδιδάχθητε και μη εγκαταλείψετε ποτέ τον πνευματικόν της ασκήσεως αγώνα, διότι, δι’ αυτού και μόνου, διαπλέων ο άνθρωπος το πολυκύμαντον πέλαγος του παρόντος βίου, δύναται, ως δια σχεδίας τινός, να φθάση εις τον ποθητόν ουράνιον λιμένα της αιωνίου ζωής. Η προσευχή, αγαπητά μου τέκνα, είναι η γλυκυτάτη συνομιλία μετά του ουρανίου Βασιλέως, ήτις αποβαίνει πνευματική της ψυχής τροφή και δια ταύτης ανοίγεται η θύρα προς την ουράνιον Βασιλείαν. Μη λησμονήτε λοιπόν την προσευχήν, αγαπητά μου τέκνα, ίνα μη στερηθήτε της γλυκυτάτης μετά του Θεού συνομιλίας, διότι η εγκατάλειψις της προσευχής είναι πνευματικός της ψυχής θάνατος. Ας μη απορροφήσουν την ψυχήν σας, αγαπητά μου τέκνα, αι βιοτικαί μέριμναι και ας μη καταλάβη υμάς η θανατηφόρος ασθένεια της υπερηφανείας, ήτις αρμόζει εις τον Εωσφόρον, αλλά να είσθε πάντοτε ταπεινόφρονες και ολιγαρκείς, μιμούμενοι και κατά τούτο τον Σωτήρα ημών, όστις δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι και όστις εταπείνωσεν εαυτόν μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού. Μίαν δε ακόμη εντολήν δίδω προς υμάς, αγαπητά μου τέκνα, και παρακαλώ να εκπληρώσητε ταύτην. Όταν η ψυχή μου εξέλθη εκ του σώματος τούτου, να παραλάβετε και να θάψετε αυτό εις το παλαιόν Μοναστήριον, όπου μοι απεκαλύφθη η Υπεραγία Θεοτόκος και ίνα μένη άγνωστος ο τόπος της ταφής μου και ούτω αποφεύγεται η συρροή των ανθρώπων». Αφού είπε τους λόγους τούτους ο Όσιος Σεραφείμ, ανέπεμψε την τελευταίαν αυτού προσευχήν και ούτω προσευχόμενος απήλθε προς τον Θεόν και Πλάστην, τον οποίον εκ της βρεφικής του ηλικίας επόθησε και μετ’ αυταπαρνήσεως ηκολούθησεν, αναλαβών επί των ώμων αυτού τον Σταυρόν του Κυρίου, μεθ’ ου εβάδισε την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την οποίαν έδειξεν ο Κύριος προς τους αγαπώντας Αυτόν. Μετά δε την τελείωσιν του Αγίου, οι μαθηταί αυτού, παραλαβόντες ευλαβώς και μετά δακρύων το καταπεπονημένον υπό της ασκήσεως σώμα του, κατέθεσαν τούτο εις τον τόπον τον οποίον ο Άγιος έτι ζων υπέδειξεν εις αυτούς, ίνα και την θείαν του Κυρίου απόφασιν εκπληρώση, την λέγουσαν· «Γη ει και εις γην απελεύσει» (Γεν. γ: 19). Εις τον τόπον δε εκείνον Μοναχός εντεταλμένος υπό της αδελφότητος εφύλαττεν επί δύο ολόκληρα έτη τον θείον τούτον θησαυρόν, ίνα μη υπό ιεροσύλου χειρός συληθή, αιτία δια την οποίαν και ταχέως εγένετο η ανακομιδή των ιερών του Αγίου Λειψάνων. Διότι, αν και υπό την γην ευρίσκετο το σώμα του Αγίου, δεν αφήκεν ο Θεός τούτον άνευ μαρτυρίας. Καθώς λοιπόν εις την παρούσαν ζωήν εδώρησεν εις αυτόν την θαυματουργικήν Αυτού χάριν, ούτω και κατά το διετές διάστημα καθ’ ο το άπνουν αυτού σώμα ανεπαύετο υπό την γην, θείον φως εξ ουρανού κατερχόμενον εφώτιζε τον τάφον αυτού, δηλούν την προς τον Θεόν παρρησίαν του Αγίου και οδηγούν πολλούς ευσεβείς Χριστιανούς, οίτινες, προσερχόμενοι, έπιπτον επί του τάφου αυτού και μετά δακρύων επεκαλούντο την του Αγίου βοήθειαν και αντίληψιν. Αφού συνεπληρώθησαν δύο έτη, εγένετο η ανακομιδή των ιερών του Αγίου Σεραφείμ Λειψάνων, άτινα, ως ευωδέστατα ρόδα και κρίνα γλυκύπνοα μετεφέρθησαν υπό των Μοναχών ευλαβώς εκ του παλαιού Μοναστηρίου εις το νυν διατηρούμενον και κατετέθησαν εντός του Ιερού αυτού Ναού, εις τον ίδιον τόπον, ως ιερόν κειμήλιον και θησαυρός αδάπανος του Μοναστηρίου τούτου, το οποίον δια πολλών κόπων και μόχθων ίδρυσεν ο Άγιος, προς δόξαν Θεού και ψυχικήν των Χριστιανών ωφέλειαν. Ετελειώθη δε ο Άγιος Σεραφείμ την στ΄ (6ην) Μαϊου του έτους από Χριστού γεννήσεως αχβ΄ (1602) ημέραν της Μεσοπεντηκοστής και ώραν έκτην της μεσημβρίας, ζήσας εν όλω έτη εβδομήκοντα πέντε. Τοιούτος εν ολίγοις, αγαπητοί αδελφοί, υπήρξεν ο Όσιος Σεραφείμ, ούτινος την μνήμην σήμερον εορτάζομεν. Τοιούτους αγώνας πνευματικούς κατέβαλεν ο εν Ασκηταίς εκλάμψας και κανόνα της αρετής εαυτόν προς αυτούς παρασχών Πατήρ ημών Σεραφείμ και δια ταύτα μεγάλης παρά του Θεού ηξιώθη χάριτος, του να αποδιώκη τας ασθενείας των ανθρώπων και άλλα να επιτελή θαύματα, εξ ων θέλομεν διηγηθή ολίγα τινά προς δόξαν μεν του Θεού του ούτω τους Αγίους Αυτού δοξάζοντος, προς τιμήν δε του Αγίου, ούτινος την προς τον Θεόν μεσιτείαν εις πάσαν ημών ανάγκην επικαλούμενοι, λαμβάνομεν ταχέως την εξ ύψους αντίληψιν και βοήθειαν. Δεύτε λοιπόν και υμείς, φιλόχριστοι εορτασταί, οίτινες μετά χριστιανικής ευλαβείας αφήσατε τους οίκους και τα έργα υμών, ίνα τιμήσητε τον Άγιον Σεραφείμ, δεύτε, ακούσατε μετά προσοχής και χριστιανικού ενδιαφέροντος ολίγα τινά εκ των επιτελεσθέντων παρ’ αυτού πολλών θαυμάτων, τα οποία και ζων και μετά την μακαρίαν αυτού μετάστασιν εποίησεν, ίνα, αφού αποκομίσετε πνευματικήν ωφέλειαν, επανέλθετε εις τας εστίας σας χαίροντες και αγαλλόμενοι. Ο εν Αγίοις Άγιος και εν Οσίοις Όσιος Πατήρ ημών Σεραφείμ, αποφεύγων, ως είπομεν, τους ανθρωπίνους επαίνους, δεν ηδυνήθη να μείνη άγνωστος εις τους ανθρώπους. Διότι αι μεγάλαι αυτού αρεταί και οι διηνεκείς πνευματικοί αγώνες διέδραμον ως αι ηλιακαί ακτίνες την οικουμένην άπασαν και πανταχόθεν συνέτρεχον ευλαβείς Χριστιανοί, πνευματικήν και σωματικήν παρά του Αγίου απολαμβάνοντες βοήθειαν. Ούτω λοιπόν ο Άγιος, τεθείς παρά του Θεού ως λύχνος επί της λυχνίας και το φως αυτού άπλετον διαχέων, όχι μόνον εφώτιζε τας ψυχάς των εις αυτόν προσερχομένων δια των σωτηρίων αυτού διδαγμάτων, αλλά και τα σώματα αυτών εθεράπευεν από των παντοίων αυτών ασθενειών. Πλησίον της Μονής και εις απόστασιν μιας και ημισείας ώρας ανατολικομεσημβρινώς αυτής, πλησίον του χωρίου Χώστια, υπάρχει Μοναστήριον επ’ ονόματι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Εν τω Μοναστηρίω τούτω ειργάζετο νέος τις καλούμενος Γεώργιος· αλλ’ ο δυστυχής ούτος νέος ηνωχλείτο υπό του διαβόλου και πολλούς κινδύνους ένεκα τούτου διέτρεχε. Διότι ο ενοχλών αυτόν διάβολος έρριπτεν αυτόν πότε εντός ύδατος, πότε εις το πυρ και άλλοτε εις αποκρήμνους τόπους, όπως θανατώση αυτόν. Μη δυνάμενοι δε οι Μοναχοί του Μοναστηρίου εκείνου να βοηθήσωσιν αυτόν, αλλά τουναντίον φοβούμενοι μη ο διάβολος ρίψη αυτόν εις κρημνόν ή εις πυρ και αποθάνη, γινώσκοντες δε την θαυματουργόν δύναμιν του Αγίου Σεραφείμ, έφερον και παρέδωκαν αυτόν εις την προστασίαν του Αγίου. Ιδών ο Άγιος την ελεεινήν του νέου κατάστασιν εδάκρυσε και υψώσας τας χείρας προς τα άνω επεκαλέσθη την θείαν συμπάθειαν και την ταχείαν του ασθενούς θεραπείαν. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! Μετά την ένθερμον του Αγίου προσευχήν ιάθη ο νέος, όστις εκπληρών φόρον ευγνωμοσύνης έμεινε πλησίον του Αγίου ως υποτακτικός, υπηρετών αυτόν εις τας καθημερινάς αυτού χρείας και αγωνιζόμενος μετ’ αυτού τους πνευματικούς της ασκήσεως αγώνας.Έτερος εκ του χωρίου Ζέλι, ιδιαιτέρας του Αγίου πατρίδος, καταγόμενος, ονόματι Δήμος, εδαιμονίζετο και αυτός ο δυστυχής και, υπό του δαίμονος αναγκαζόμενος, περιεφέρετο νύκτα και ημέραν εις τόπους αποκρήμνους και μη συχναζομένους υπό των ανθρώπων. Έσχιζε τα ενδύματά του και περιεπάτει γυμνός, μάλιστα δε εν ώρα χειμώνος, ότε το ψύχος ήτο δριμύτατον και κρύσταλλοι πάγου εκρέμαντο εκ των κεράτων των οικιών. Οι δε δυστυχείς γονείς αυτού έτρεχον τήδε κακείσε αναζητούντες τον υιόν των, τον οποίον άλλοτε μεν εύρισκον εξηπλωμένον επί της χιόνος, γυμνόν και ημιθανή, άλλοτε δε τρέχοντα κατά κρημνών και άλλοτε άλλας αταξίας ασυνειδήτως κάμνοντα. Την ελεεινήν δε του υιού αυτών κατάστασιν βλέποντες έκλαιον απαρηγόρητα και ετήκοντο, διότι δεν ανέμενον βελτίωσιν τινά ή θεραπείαν αυτού. Αλλ’ ενώ ήσαν βεβυθισμένοι εις τοιαύτας απελπιστικάς σκέψεις και εις ουδεμίαν ανθρωπίνην βοήθειαν ήλπιζον, εσκέφθησαν, λίαν ευλόγως, να φέρωσι τον υιόν αυτών Δήμον εις τον Άγιον Σεραφείμ, ούτινος η φήμη είχε διαδοθή πανταχού και η θαυματουργός δύναμις ήτο γνωστή εις πάντας και να ζητήσωσι την παρά τούτου βοήθειαν και θεραπείαν του υιού αυτών. Μίαν ημέραν λοιπόν παρέλαβον τον πάσχοντα υιόν αυτών Δήμον και ήλθον εις την Μονήν, επικαλούμενοι μετά δακρύων την βοήθειαν του Αγίου. Αλλ’ ο Δήμος, ευθύς ως είδε τον Άγιον, ήρχισε να υβρίζη αυτόν με αγρίας φωνάς και να αποστρέφεται τούτον, πολλά δεικνύων άτοπα κινήματα. Ο δε Άγιος Σεραφείμ, ιδών την αγρίαν αυτού κατάστασιν και γνωρίσας ότι πολύν χρόνον ο δυστυχής ούτος νέος εβασανίζετο υπό του ασπλάγχνου δαίμονος, γινώσκων δε καλώς εκ του Ιερού Ευαγγελίου, ότι το γένος τούτο ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία, τον μεν Δήμον διέταξε να περιορίσωσιν εις κελλίον, αυτός δε επί τεσσαράκοντα ημέρας, νηστεύων και προσευχόμενος, εδέετο του Θεού, όπως ελεήση το δυστυχές πλάσμα και εκβάλη εξ αυτού το βασανίζον αυτόν δαιμόνιον. Μετά την συμπλήρωσιν και των τεσσαράκοντα ημερών εξέβαλεν εκ του κελλίου τον Δήμον και, εισαγαγών εις την Εκκλησίαν, ωδήγησεν αυτόν ενώπιον της Δεσποτικής εικόνος του Σωτήρος, μετά δε πολύωρον του Αγίου προσευχήν εθεραπεύθη ο υπό του δαίμονος πολλούς χρόνους βασανιζόμενος Δήμος και ήρχισε να δοξάζη τον Θεόν και να ευχαριστή τον Άγιον, διότι δια της προσευχής αυτού εθεραπεύθη. Διηγείτο δε κατόπιν άπειρα φρικώδη και φοβερά, άτινα υπέφερεν, υπό των δαιμόνων βασανιζόμενος. Τοιαύτα θαύματα και μέχρι σήμερον έτι τελούνται δια των ιερών του Αγίου Σεραφείμ Λειψάνων, πολλοί δε, υπό δεινών ασθενειών κατεχόμενοι και την προς τον Θεόν μεσιτείαν του Αγίου επικαλούμενοι, λαμβάνουσι την ποθουμένην αυτών υγείαν. Όχι δε μόνον ανθρώπους εθεράπευσεν ο Άγιος Σεραφείμ δια της προσευχής του, αλλά και λίθον παμμεγέθη αποκοπέντα και απειλούντα καταστροφήν της νεοδμήτου Εκκλησίας εσταμάτησε και σμήνος ακρίδων εξεδίωξε και καταστρεπτικά θηρία εθανάτωσε, ως θέλετε ακούσι εν συνεχεία. Ότε εκτίζετο η Εκκλησία του Ιερού Μοναστηρίου και οι τεχνίται έκοπτον πέτρας ολίγα βήματα άνωθεν της Εκκλησίας, αίφνης απεκόπη εκ μιας πέτρας σώμα υπερμέγεθες, όπερ κλίναν προς τα κάτω θα έπιπτε και σπουδαίως θα έβλαπτε την Εκκλησίαν, αν δεν ευρίσκετο προ της αποκοπείσης πέτρας ο Άγιος Σεραφείμ, όστις, υψώσας την ράβδον του, είπε· «Παναγία Τριάς, βοήθησον ημάς». Κι, ω του θαύματος! Εστάθη η πέτρα επί της αυτής κατωφερούς θέσεως, εις την οποίαν λαβούσα την ορμήν αυτής έμελλεν, ανατρεπομένη, να παρασύρη και καταστρέψη μέγα μέρος της Εκκλησίας. Η πέτρα αύτη, ύψους και πάχους πλέον των δέκα μέτρων, φαίνεται μέχρι σήμερον στηριζομένη επί της οξείας αυτής άκρας και παρά τα κάτω κλίνουσα, προς μαρτυρίαν του θαυμασίου γεγονότος, το οποίον εν όσω υφίσταται το Μοναστήριον θέλει κηρύττει δι’ αλαλήλου φωνής την αρετήν του και την μεγάλην αυτού προς τον Θεόν παρρησίαν. Άλλοτε πάλιν σμήνος ακρίδων κατέτρωγε τους πέριξ του Μοναστηρίου καρπούς, απειλούν και αυτά ακόμη τα καρποφόρα δένδρα, ήτοι τας ελαίας, τας συκάς και τας αμυγδαλέας. Ο δε Άγιος, μαθών παρά του Οικουνόμου τούτο, εξήλθε του Νοναστηρίου και αφού μετέβη εις τον τόπον όπου το φθηροποιόν έντομον ελυμαίνετο τους καρπούς, εγονάτισε και, προσευχηθείς, εχάραξεν εις τον αέρα δια της ράβδου αυτού το σημείον του Τιμίου Σταυρού και απήλθε. Την δε επομένην επληροφορήθη, ότι όλον το σμήνος των ακρίδων έφυγε και επνίγη εις την θάλασσαν. Ανατολικώς του Μοναστηρίου και εις απόστασιν δέκα περίπου λεπτών της ώρας είχεν ο Άγιος τοποθετήσει τας κυψέλας με τας μελίσσας του Μοναστηρίου και επιστάτην ίνα φυλάττη και περιποιείται ταύτας. Αλλά πέριξ των κυψελών ενεφώλευεν άρκτος, ήτις, ελθούσα δια νυκτός, έφαγεν εν ολόκληρον σμήνος μελισσών και πολλάς άλλας κυψέλας ανέτρεψε, σοβαρώς βλάψασα τας μελίσσας. Ο επιστάτης, ιδών την υπό της άρκτου γενομένην ζημίαν, μετέβη και ανέφερε ταύτην εις τον Άγιον, όστις είπε προς αυτόν να επιστρέψη εις την υπηρεσίαν αυτού και ο Θεός θέλει αποδιώξει το καταστρεπτικόν τούτο θηρίον. Την δε πρωϊαν της επομένης έστειλε δύο Μοναχούς εις το Μακρύ Λιθάρι, πέριξ της μάνδρας των μελισσών, να εκδάρωσι την άρκτον, την οποίαν θα εύρισκον νεκράν και να φέρωσι το δέρμα αυτής εις το Μοναστήριον. Οι Μοναχοί τότε, εκπληρούντες την διαταγήν του Αγίου, μετέβησαν εις τον ωρισμένον τόπον και ευρόντες πράγματι την άρκτον νεκράν, ως είπεν εις αυτούς ο Άγιος, αφού εξέδαραν αυτήν, έφεραν το δέρμα εις το Μοναστήριον, μέρος του οποίου σώζεται μέχρι σήμερον, επιβεβαιούν το θαύμα του Αγίου. Όχι μόνον δε τα θηρία τα βλάπτοντα την περιφέρειαν και τα κτήματα του Μοναστηρίου τιμωρεί ο Θεός δια της εσχάτης ποινής του θανάτου, αλλά και αυτούς έτι τους κακοποιούς και αυθάδεις ανθρώπους, οίτινες, ουδέν ιερόν και όσιον έχοντες, επιτίθενται κατά των εναρέτων και Αγίων ανθρώπων και βαναύσως εξυβρίζουσι το σχήμα και τας αρετάς αυτών. Ούτω ποιμήν τις προβάτων, έχων τα ποίμνια αυτού πέριξ του Μοναστηρίου, προεκάλει ζημίαν όχι μόνον εις τα σπαρτά, αλλά και εις τους κήπους και τας αμπέλους, ο δε Άγιος παρετήρησεν εις αυτόν μετά πραότητος και ηρεμίας, άπαξ, δις και πολλάκις, ότι τα πρόβατα αυτού προξενούσι ζημίαν εις την Μονήν και είναι άδικον να επιθυμή την ζημίαν του Μοναστηρίου. Ούτος δε, αντί να αναγνωρίση το λάθος αυτού και να ζητήση συγχώρησιν, τουναντίον εξύβρισε βαναυσότατα τον Άγιον και το Αγγελικόν αυτού Σχήμα, χωρίς καν να σκεφθή, ο άθλιος, ότι, ούτω συμπεριφερόμενος προς τον Άγιον, κάμνει αντίδικον αυτού τον Θεόν, όστις δοξάζει τους Αγίους Αυτού και τιμωρεί τους περιφρονούντας και χλευάζοντας τούτους. Τας βαναύσους δε και ασεβείς ύβρεις του αλαζόνος ποιμένος ακούσας ο Άγιος, ελυπήθη μεν σφόδρα, αφήκεν όμως αυτόν να βόσκη τα ποίμνια αυτού, όπου θέλει. Αλλ’ η θεία Δίκη δεν επέτρεψε την περαιτέρω αδικίαν του αυθάδους ποιμένος και δεν εσυγχώρησε την αυθάδειαν αυτού, όστις εξύβρισε τον Άγιον και το Αγγελικόν Σχήμα αυτού, το οποίον και αυτοί οι δαίμονες εσεβάσθησαν και μετά τρόμου βλέποντες τον Άγιον έφευγον, υπ’ αυτού εξορκιζόμενοι. Έφθασεν όθεν ταχέως και αυστηρότατα ετιμώρησε τον αυθάδη, δια σκληρού και πολυωδύνου θανάτου. Έκτοτε δε το φοβερόν τούτο παράδειγμα έχοντες υπ’ όψιν οι λοιποί ποιμένες, δεν ετόλμων να παραβιάσωσι τα όρια της Μονής και να εισβάλωσιν εντός της περιφερείας των κτημάτων της δια να βοσκήσωσι τα κτήνη των. Είπομεν αλλαχού, ότι ο Άγιος εξεδίωξεν εκ των αγρών της Μονής σμήνος ακρίδων, το οποίον ηπείλει τελείαν καταστροφήν. Η φήμη δε του γεγονότος τούτου διεδόθη πανταχού και πάντες εγνώριζον, ότι ο Άγιος Σεραφείμ έλαβε παρά του Θεού και την χάριν ταύτην, του να αποδιώκη το φθοροποιόν τούτο έντομον. Συνέβη δε ποτέ, ζωντος ακόμη του Αγίου, να επιδράμη άπειρον σμήνος καταστρεπτικών ακρίδων εις τους αγρούς των Αθηναίων και να απειλή καταστροφήν όχι μόνον εις τους αγρούς, αλλά και εις τα δένδρα. Τότε οι Αθηναίοι, ενθυμηθέντες τον Άγιον Σεραφείμ και ερευνήσαντες, ανεύρον και έφερον αυτόν επί τόπου, ίνα εκδιώξη την απειλούσαν τον τόπον των ακρίδα. Ο δε Άγιος Σεραφείμ, οδηγηθείς, ήλθεν εις το εις Πειραιά Ιερόν Μοναστήριον του Αγίου Σπυρίδωνος και εκεί, λιτανείας γενομένης, έψαλεν αγιασμόν. Ότε δε είπε το· Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου, και έρριψε τον Σταυρόν εις την θάλασσαν, ω του θαύματος! Το σμήνος των ακρίδων, συσσωρευθέν, έπεσεν εις την θάλασσαν και επνίγη. Εκ δε του ύδατος της θαλάσσης εις το οποίον εβαπτίσθη ο Τίμιος Σταυρός, λαβόντες πολλοί, όχι μόνον Χριστιανοί, αλλά και εκ των παρευρεθέντων Αγαρηνών, έπιον και πολλοί εθεραπεύθησαν εκ χρονίων νόσων εξ ων έπασχον. Το υπερφυές τούτο θαύμα βλέποντες οι Αθηναίοι και πιόντες εκ του θαλασσίου ύδατος, εις γλυκύ μεταβληθέντος, εδώρησαν εις τον Άγιον ένα πολύτιμον Σταυρόν, πολλά δε χρήματα έδωκαν εις αυτόν, ίνα διαθέση ταύτα προς τελειοτέραν του Ναού κατασκευήν και διακόσμησιν. Έκτοτε δε και μέχρι σήμερον οι Αθηναίοι ουδέποτε ελησμόνησαν το υπερφυές τούτο θαύμα, μάλιστα δε και Ναόν επ’ ονόματι του Αγίου Σεραφείμ ωκοδόμησαν εις το άνω Φάληρον και την μνήμην αυτού κατά την στ΄ (6ην) Μαϊου πανηγυρικώτατα εορτάζουσι, κατ’ εξοχήν δε η γεωργική τάξις των Αθηναίων και εις πάσαν αυτών ανάγκην επιζητούσι την ταχείαν αυτού αντίληψιν, μεταφέροντες εκ της Μονής την αγίαν αυτού κάραν μακράν διατρέχοντες οδόν. Προς γνώσιν δε των ευσεβών ακροατών λέγομεν, ότι, γνωστής γενομένης της επί των φθοροποιών ακρίδων θαυματουργού του Αγίου Σεραφείμ δυνάμεως, δεν παύουν και μέχρι σήμερον, κατά την εαρινήν ιδίως εποχήν, οπότε το φθοροποιόν τούτο έντομον μεγάλην προξενεί βλάβην εις τα σπαρτά, τας αμπέλους και τον βάμβακα, να ζητώσι πολλαχόθεν τα ιερά αυτού Λείψανα πολλάκις μάλιστα δι’ αναφορών προς τας διοικητικάς και τας Εκκλησιαστικάς αρχάς, ίνα επί τόπου ψαλή δι’ αυτών αγιασμός, προς αποσόβησιν του κινδύνου του απειλουμένου υπό του βλαβερού τούτου εντόμου. Και αληθώς. Η θερμή των Χριστιανών πίστις αφ’ ενός και η προς τον Θεόν μεσιτεία του Αγίου αφ’ ετέρου ενεργούσιν αρρήτως το θαύμα και η ακρίς εξαφανίζεται. Διότι, κατά τους θείους λόγους του Σωτήρος, η άνευ διακρίσεως πίστις είναι εκείνη, ήτις τα πάντα δύναται· «Εάν έχητε πίστιν και μη διακριθήτε… καν τω όρει τούτω είπητε, άρθητι και βλήθητι εις την θάλασσαν, γενήσεται» (Ματθ. κα:21). Όχι δε μόνον ευλαβείς Χριστιανοί αξιούνται της θαυματουργού του Αγίου ενεργείας, αλλά και αυτοί οι Αγαρηνοί, ότε ήσαν κύριοι της Ελλάδος, ηξιούντο της αυτής χάριτος. Διότι πολλοί, βλέποντες την ενέργειαν του δια των ιερών Λειψάνων του Αγίου Σεραφείμ ψαλλομένου αγιασμού, εζήτουν και ελάμβανον παρά των Χριστιανών εκ του αγιασμού τούτου και ραντίζοντες τους υπό της ακρίδος απειλουμένους αγρούς των ηξιούντο και ούτοι της θαυματουργού ταύτης ενεργείας. Εν Αμαρουσίω μάλιστα, γέροντες προκεχωρημένης ηλικίας διηγούνται το εξής γεγονός, το οποίον έλαβε χώραν κατά τας ημέρας αυτών. Τούρκος τις είχε κτήμα μεγάλης εκτάσεως, κατάφυτον εξ οπωροφόρων δένδρων, επί του οποίου, κατά την εποχήν της ανοίξεως, επέπεσε μέγα σμήνος ακρίδων και ηπείλει καταστροφήν όχι μόνον των τρυφερών φύλλων, αλλά και των κλάδων αυτών και των κορμών. Αλλ’ ο Τούρκος ούτος είχεν ακούσει, ότι οι Χριστιανοί, εις τας τοιαύτας περιστάσεις, επικαλούνται την θείαν βοήθειαν δια των Ιερέων αυτών. Εκάλεσε λοιπόν τότε και ούτος τον λειτουργόν της θρησκείας αυτού, ίνα επικαλεσθή την βοήθειαν του Μωάμεθ. Αλλά αν και ο Οθωμανός λειτουργός επεκαλέσθη την επί τούτω βοήθειαν του υπ’ αυτών πιστευομένου ως μεγάλου προφήτου και αν και ισχυρώς εβόα από πρωϊας μέχρι εσπέρας, όμως ο λάτρης ούτος του αντιχρίστου Μωάμεθ έπαθε ό,τι έπαθον ποτέ οι ιερείς της αισχύνης, διότι ουκ ην φωνή ουδέ ακρόασις εις την προσευχήν αυτού. Ενώ δε ο Τούρκος ήτο τελείως απηλπισμένος δια την συντελουμένην υπό της ακρίδος καταστροφήν του κτήματός του, Χριστιανός τις ανεπτέρωσε τας ματαιωθείσας αυτού ελπίδας δια της υποσχέσεως, ότι αυτός δύναται να φέρη Ιερέα Χριστιανόν, όστις δια της προσευχής αυτού θέλει εκδιώξει την απειλούσαν το κτήμα αυτού ακρίδα. Κατ’ αυτάς τας ημέρας είχε κληθή εις Αμαρούσιον, δια την αυτήν αιτίαν, Ιερεύς τις εκ του Μοναστηρίου του Αγίου Σεραφείμ, όστις έφερε μεθ’ εαυτού και την χαριτόβρυτον του Αγίου Κάραν. Αφού λοιπόν εύρε τον Ιερέα εκείνον ο Χριστιανός, τον ωδήγησεν εις το κτήμα του Τούρκου, όπου, αφού ο Ιερεύς ετέλεσεν Αγιασμόν, η ακρίς ανυψώθη και εγένετο άφαντος. Ιδών τότε ο Τούρκος το εξαίσιον τούτο θαύμα, τον μεν Χριστιανόν Ιερέα ηυχαρίστησεν, έδειρε δε ανηλεώς τον μύστην του Μωάμεθ, και έκτοτε δεν έπαυσε να κηρύττη την προς τον Άγιον Σεραφείμ ευγνωμοσύνην αυτού. Θα ηδυνάμεθα να απαριθμήσωμεν και πλείστα άλλα παρεμφερή θαύματα τελεσθέντα υπό του Αγίου μετά την οσίαν αυτού τελείωσιν, παραλείπομεν όμως ταύτα, ίνα μη μακρηγορούμεν. Όθεν επανερχόμεθα εις την διήγησιν εκείνων, τα οποία ο Άγιος ζων ετέλεσεν. Αφ’ ότου ο Άγιος ηγόρασε τους αγρούς και την άλλην των Δομποϊτών περιοχήν, διώρισεν εκ των Μοναχών γεωργούς και επιστάτας, ίνα καλλιεργώσι τους καλλιεργησίμους τόπους και να σπείρουν αυτούς με σίτον, κριθήν και όσπρια άνυδρα, διότι άλλο προϊόν δεν παράγει ο τόπος εκείνος, ένεκα της ελλείψεως του ύδατος και της ακαταλλήλου γης. Είχεν όμως παραγγείλει εις αυτούς ρητώς, κατά τας παραμονάς των Εορτών να αφήνωσιν ενωρίς τας εργασίας των και να έρχωνται εις την Μονήν, ίνα παρευρίσκωνται και αυτοί μετά των άλλων Μοναχών εις την ανάγνωσιν του Εσπερινού. Εν δε Σάββατον, επειδή δεν επρόφθασαν να τελειώσωσι το σπαρέν χωράφιον μέχρι της ώρας του Εσπερινού, παρέτειναν την εργασίαν αυτών, παραβάντες την εντολήν του Αγίου. Εις ερώτησιν δε αυτού, όταν εζήτησε τον λόγον της βραδύτητος, απήντησεν ο Οικονόμος, ότι, επειδή έμεινε μέρος ενός χωραφίου ατελείωτον και επειδή δεν ηθέλομεν να χάσωμεν άλλην ημέραν, δια τούτο εμείναμεν, ίνα τελειώσωμεν και το μικτόν εκείνο μέρος. Ο δε Άγιος, μειδιάσας, είπεν· «Ας είναι ευλογημένον, αλλά μη επαναλάβετε άλλοτε τούτο». Την επομένην διέταξε τον Οικονόμον να υπάγη εις το χωράφιον και να τοποθετήση σημεία εις το μετά τον Εσπερινόν σπαρέν τεμάχιον δια να γνωρίζεται. Ότε δε έφθασεν ο καιρός του θερισμού, μετέβη ο Άγιος μετά του Οικονόμου εις το σημειωθέν χωράφιον και διέταξε τους θεριστάς να θέσωσι πυρ, ίνα καή ο καρπός του μέρους εκείνου, ειπών, ότι είναι άδικον να ενωθή ο καρπός αυτός μετά του καρπού του άλλου χωραφίου, καθ’ όσον ο Θεός ευλογεί την εργασίαν των εργασίμων ημερών και όχι την εργασίαν των εορτών. Διότι αι εορταί καθιερώθησαν υπό της Εκκλησίας προς δοξολογίαν και λατρείαν του Θεού και όχι δια βιοτικάς εργασίας. Ο δε Οικονόμος και οι λοιποί Μοναχοί εδίσταζον να θέσωσι πυρ, λέγοντες ότι, εάν εις το σημειωθέν μέρος ανάψωσι πυρ, τούτο θέλει εξαπλωθή και εις το άλλο χωράφιον, μεθ’ ου συνέχεται. Αλλ’ ο Άγιος, πεπεισμένος ότι μόνον η εργασία της Εορτής θέλει καή, ουχί δε και η εργασία των άλλων ημερών, επέμενε, διατάσσων αυτούς να υπακούσωσιν εις την εντολήν του. Τότε ο Οικονόμος, υπακούσας εις την προσταγήν του Αγίου, με τρέμουσαν χείρα ήναψε πυρ και έθεσεν αυτό εις το σημειωθέν μέρος. Τούτο δε ως εκάη, ευθύς εσβέσθη το πυρ χωρίς να βλάψη ουδέ κατ’ ελάχιστον το λοιπόν εσπαρμένον χωράφιον. Άριστον αληθώς, αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, τούτο το παράδειγμα, το επιβεβαιούν την αγιότητα των εορτών, τας οποίας οφείλομεν να τιμώμεν, επισκεπτόμενοι τας Εκκλησίας και προσφέροντες την λατρείαν ημών προς τον Θεόν ημών και Πλάστην και ευχαριστούντες Αυτόν δι’ όσα αγαθά εδώρησε και εξακολουθεί να δωρίζη εις ημάς. Μη λησμονώμεν, αδελφοί, ότι ο Θεός, τελειώσας το έργον της δημιουργίας, ανεπαύθη τη εβδόμη ημέρα, αγιάσας αυτήν και ειπών· «Εξ ημέρας εργά, και ποιήσεις πάντα τα έργα σου· τη δε ημέρα τη εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου» (Έξοδ. κ: 9-10). Ας τιμήσωμεν λοιπόν και ημείς τας υπό της Εκκλησίας καθιερωμένας αγίας των εορτών ημέρας, ίνα ο Θεός ευλογήση τα έργα ημών και παράσχη εις ημάς πλούσια τα ελέη Του. Αλλ’ ας επανέλθωμεν πάλιν εις την διήγησιν ημών. Την φήμην του Αγίου και τα κατορθώματα αυτού ακούοντες οι ευλαβείς Χριστιανοί, έτρεχον πανταχόθεν και ήρχοντο εις την Μονήν οι μεν ίνα ίδωσι και προσκυνήσωσι τον Άγιον, οι δε, υπό ασθενείας τινός κατεχόμενοι, να λάβωσι παρ’ αυτού θεραπείαν. Μίαν δε των ημερών, ενώ δύο Χριστιανοί Θηβαίοι, εξ ευλαβείας κινούμενοι, ήρχοντο προς την Μονήν, ίνα επισκεφθώσι τον Άγιον και λάβωσι την ευλογίαν αυτού, συνήντησαν καθ’ οδόν Αγαρηνόν τινα στρατιώτην, όστις μετέβαινεν εις την Μονήν, όχι βεβαίως χάριν προσκυνήσεως, αλλά χάριν διασκεδάσεως. Δια τούτο και εβίαζε τους Θηβαίους Χριστιανούς να σπεύσωσιν, ίνα προφθάσωσι και εξαναγκάσωσι τον »Καλόγηρον», ως έλεγον τον Άγιον, να παρασκευάση δι’ αυτούς φαγητά και να ετοιμάση καλόν φιλοδώρημα. Οι Θηβαίοι Χριστιανοί, ακούσαντες ταύτα, εξεπλάγησαν· ελεεινολογήσαντες δε την αυθάδειαν του Αγαρηνού στρατιώτου, προέτρεπον αυτόν να μη κακολογή τον Άγιον και να μη ζητή παρ’ αυτού φαγητά και ποτά εκλεκτά, διότι εις τα Μοναστήρια μεταβαίνουσιν οι άνθρωποι δια να προσκυνήσωσι και να λάβωσι ψυχικήν ωφέλειαν και όχι να διασκεδάσωσιν. Ο Αγαρηνός όμως ουδεμίαν προσοχήν έδιδεν εις τας ορθάς των Χριστιανών παρατηρήσεις, αλλ’ εχλεύαζεν αυτούς ως μωρούς και ανοήτους. Όταν δε έφθασαν εις την Μονήν, οι μεν Θηβαίοι Χριστιανοί, καταβάντες εκ των ίππων αυτών, εισήλθον εις την Εκκλησίαν, ίνα προσκυνήσωσιν, ο δε Αγαρηνός στρατιώτης ματαίως προσεπάθει να καταβή από του ίππου και να εισέλθη εις την Μονήν, ίνα εκβιάση τον Άγιον να παρασκευάση τα εκλεκτά δι’ αυτόν φαγητά. Διότι η θεία Δίκη, ο άγρυπνος ούτος οφθαλμός, ετιμώρησε την αυθάδειαν του Αγαρηνού και εκράτει αυτόν δεδεμένον, εις παράδειγμα των άλλων. Τότε ο Άγιος, ιδών αυτόν ούτω καθήμενον επί του ίππου και μη δυνάμενον να καταβή απ’ αυτού, επλησίασε προς αυτόν, τον εχαιρέτησε και είπε προς αυτόν να κατέλθη του ίππου του. Και ω του θαύματος! Ο προ ολίγου μη δυνάμενος να κινηθή, ευθύς κατήλθεν από του ίππου και ευχαριστήσας τον Άγιον εισήλθεν εις την Μονήν. Αντί δε να ζητήση φαγητά και ποτά εκλεκτά, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και εζήτει παρ’ αυτού συγχώρησιν δια την προτέραν αυθάδειαν και ασέβειαν, την οποίαν, εν αγνοία, έδειξε προς τον Άγιον. Έκτοτε δεν έπαυε κηρύττων μετά φρίκης και φόβου πολλού το γενόμενον όπου και αν ευρίσκετο, εξυμνών την πραότητα και αμνησικακίαν του Αγίου. Αλλά και έτερα θαύματα θέλομεν διηγηθή προς δόξαν μεν του Θεού, προς τιμήν δε του Αγίου, όστις και μετά την εις ουρανούς ανάβασιν αυτού δεν έπαυσε ποτέ να επαγρυπνή και φυλάττη το Ιερόν αυτού Μοναστήριον, δια τούτο δε και δεν επέτρεψεν εις τους κατά καιρούς τυράννους να παραβιάσωσι και κατεδαφίσωσιν αυτό, ως πολλοί εξ αυτών διενοήθησαν και διαταγάς μάλιστα τοιαύτας εξέδωκαν. Ότε ο Οδυσσεύς Ανδρούτσος, ο ήρως εκείνος της Εθνοσωτηρίου Επαναστάσεως, ήτο διοικητής του Αλή πασά και περιήρχετο, ως τοιούτος, την επαρχίαν της Λεβαδείας, ήλθε και εις το Μοναστήριον του Αγίου Σεραφείμ, απειλών τους Μοναχούς και διαλογιζόμενος να κακοποιήση αυτούς, ίνα, δια της βίας, λάβη παρ’ αυτών χρήματα και δώρα. Εν πρώτοις λοιπόν εζήτησε παρ’ αυτών αμνόν εψημένον, τον οποίον οι δυστυχείς Μοναχοί, παρασκευάσαντες και τράπεζαν παραθέσαντες, έθεσαν επ’ αυτής, αυτοί δε ίσταντο έμφοβοι και ανέμενον από στιγμής εις στιγμήν την κατ’ αυτών διαταγήν του αρχηγού δια να υποστώσι τας διατεταγμένας βασάνους. Αλλ’ αίφνης ο αρχηγός μετεβλήθη. Και αντί να φάγη εκ του παρασκευασθέντος αμνού, ώθησε την τράπεζαν και απήλθεν, ίνα κοιμηθή· διότι μόλις παρετέθη το κρέας του αμνού, ηκούσθη, ως εκ θαύματος, εκ της εψημένης του αμνού κεφαλής φωνή προβάτου και δια τούτο οργισθείς ή και φοβηθείς ο Οδυσσεύς δεν ηθέλησε να φάγη. Την φωνήν δε ταύτην ήκουσαν και πάντες οι ομοτράπεζοι και οι παριστάμενοι στρατιώται και Μοναχοί, παρά των οποίων ηκούσαμεν και εγράψαμεν τούτο το γεγονός. Ο δε Αθανάσιος Διάκος, ο ήρως της Αλαμάνας, τον οποίον ο Οδυσσεύς είχε μεθ’ εαυτού, ερωτηθείς παρά του Οδυσσέως, είπεν· «Είναι θαύμα του Αγίου και προστάτου της Μονής, διότι ίσως είχες σκοπόν να κακοποιήσης τους Μοναχούς, πράγμα το οποίον ο Άγιος δεν επέτρεψε να συμβή εις την Μονήν αυτού». Κατά δε την επιούσαν ο Οδυσσεύς ανεχώρησε λίαν πρωϊ εκ της Μονής νήστις και προχωρήσας μέχρι του Παμπλουκίου, όπου υπάρχει Ναός του Αγίου εις μνήμην του εξαισίου γεγονότος, ότε, ως είπομεν, ο Άγιος προσευχηθείς εξήγαγεν ύδωρ εκ του αυχμηρού εκείνου τόπου, έπεσε χαμαί ταραττόμενος υπό σφοδροτάτου ρίγους. Εις δε τους περί αυτόν έλεγεν· «Ο Άγιος του Μοναστηρίου τούτου είναι φοβερός πρόμαχος αυτού, διότι πολλά έπαθον την παρελθούσαν νύκτα και τώρα βλέπω, ότι η τιμωρία του Αγίου είναι αύτη, η οποία με ταράττει. Αλλ’ ας με σώση ο Άγιος Σεραφείμ και ποτέ δεν θα ζητήσω ουδέ μίαν βελόνην». Και αληθώς, έκτοτε, οσάκις ήρχετο ο Οδυσσεύς εις την Μονήν, όχι μόνον δεν εζήτει τι, αλλ’ ουδέ κρέας έτρωγεν, ει μη μόνον όσπρια και χόρτα. Άλλοτε πάλιν, ότε οι Τούρκοι, ηπείλουν την επαρχίαν της Λεβαδείας και άπασαν σχεδόν την Στερεάν Ελλάδα, με λεηλασίαν και παντελή καταστροφήν, όλων των τόπων τους οποίους εκυρίευον, τότε οι μεν Μοναχοί, φοβούμενοι τας κακώσεις των αγρίων τούτων δεσποτών, κατέφυγον εις την Πελοπόννησον, οι δε Τούρκοι, κύριοι της Μονής γενόμενοι, αφού ήρπασαν ό,τι εύρον εντός αυτής, ηθέλησαν να κατεδαφίσωσι και τον Ναόν. Αλλ’ ευθύς ως εισήλθον εντός αυτού, βλέπουσιν ιστάμενον εις το μέσον του Ναού, ως φοβερόν τινά γίγαντα, τον προστάτην αυτού Όσιον Σεραφείμ, όστις, έχων υψωμένην την ράβδον, ητένισε προς αυτούς δι’ απειλητικού βλέμματος. Και ωσάν να ηπείλει με θάνατον, ένευσεν εις αυτούς να εξέλθωσιν εκ του Ιερού Ναού, χωρίς να εγγίσουν τίποτε, ουδέ την παραμικράν ζημίαν να προξενήσουν εις την Μονήν. Τότε οι Τούρκοι, ιδόντες τον Άγιον ούτως απειλούντα αυτούς και νοήσαντες ότι ούτος είναι ο προστάτης του Μοναστηρίου τούτου, έντρομοι εξήλθον του Ναού και διηγήθησαν μετά φόβου εις τους άλλους το παράδοξον τούτο θαύμα. Τόσον δε εφοβήθησαν, ώστε όχι μόνον εγκατέλειψαν το μελετώμενον σχέδιον, αλλά και διέταξαν ένα Μοναχόν, εκεί ευρεθέντα, να ανάπτη την κανδήλαν του Αγίου. Επειδή όμως οι Τούρκοι, αν και φοβηθέντες εκ του εξαισίου τούτου θαύματος του Αγίου, παρέμενον εις την Μονήν, έτερον τότε θαύμα ηκολούθησε το πρώτον. Νέφος πυκνόν εκάλυψε το Μοναστήριον την πρωϊαν της άλλης ημέρας και αστραπαί και βρονταί ηκούοντο εντός του χώρου ακριβώς του Μοναστηρίου, ουχί δε και εκτός αυτού, όπου τελείως αιθρία ήτο η ατμόσφαιρα και ήλιος λαμπρός έρριπτε τας ακτίνας αυτού. Χάλαζα δε, ως άμμος, πίπτουσα, έθραυε τας κεράμους των κελλίων απειλούσα θάνατον εις τους εντός των κελλίων διεσπαρμένους Τούρκους. Φόβος και τρόμος τότε κατέλαβεν αυτούς και εδέοντο του Αγίου να παύση την οργήν αυτού, λέγοντες, ότι θα φύγωσι, χωρίς να προξενήσωσι ζημίαν εις το Μοναστήριον. Ο δε αρχηγός αυτών, δι’ αγρίων φωνών καλών τούτους, εζήτει παρ’ αυτών βοήθειαν, διότι ο «Καλόγηρος του Μοναστηρίου», ως έλεγεν εννοών τον Άγιον, δεν αφήνει αυτόν να ησυχάση, αλλ’ ανηλεώς βασανίζει αυτόν με θάνατον, εάν δεν εξέλθη μετά των στρατιωτών αυτού εκ του Μοναστηρίου και χωρίς να προξενήση ουδέ την ελαχίστην ζημίαν εις αυτό. Ταύτα ιδόντες οι Τούρκοι και απελπισθέντες, διότι δεν θα ηδύναντο να λεηλατήσουν και κατεδαφίσουν το Μοναστήριον, φοβούμενοι δε μη η περαιτέρω εντός αυτού διαμονή των προξενήση εις αυτούς θάνατον, εξήλθον μετά του αρχηγού αυτών και επορεύθησαν εις την προς Λεβάδειαν άγουσαν. Ως δε έφθασαν εις το Παμπλούκι εύρον εκεί έτερον Τούρκον, εκ Λεβαδείας απεσταλμένον και ερχόμενον προς την Μονήν, έντρομον και περιδεή, όστις, ερωτηθείς υπό του αρχηγού δια την αιτίαν του μεγάλου αυτού φόβου, ήρχισε να διηγήται μετά διακεκομμένης υπό του φόβου φωνής ότι μόλις επλησίασεν εις το εκεί φρέαρ, τούτο δε είναι το εκ του θαύματος του Αγίου αναβλύσαν, και ήπλωσε δια να λάβη ύδωρ ίνα πλυθή, κατά την θρησκευτικήν των Τούρκων συνήθειαν, ευθύς ενεφανίσθη εις «Καλόγηρος», ως έλεγεν ο Τούρκος, εννοών και ούτος τον Άγιον, και δι’ απειλητικού βλέμματος είπεν εις αυτόν· «Μιαρέ, δεν σας αρκεί ότι ηρημώσατε τον οίκον μου, αλλ’ ήλθες να μολύνης και το ύδωρ, το οποίον ο Θεός απεκάλυψε δια να πίνωσιν οι διαβάται»; Ουδεμίαν δε προσοχήν έδωκεν εις το κατ’ αυτού προταθέν όπλον, δια του οποίου ο θρασύς ούτος Τούρκος εζήτησε να φονεύση αυτόν, αλλά χωρίς ουδόλως να δειλιάση και τελείως ατάραχος είπε· «Μη εγγίζεις το όπλον σου, αλλά σπεύσον κατάβα εις την Μονήν και ειπέ και εις τους άλλους να εκκενώσωσι το Μοναστήριόν μου, διότι άλλως δεν θα μείνη κανείς εξ αυτών». Αφού διηγήθη ταύτα ο εκ του φόβου κατεχόμενος Τούρκος και μικρόν αναπνεύσας, προσέθηκε και τα εξής· «Εξ όσων λοιπόν είπεν εις εμέ ο ενώπιόν μου εμφανισθείς, εννοήσας ότι δεν ήτο απλούς Μοναχός, αλλά προστάτης και πρόμαχος του Μοναστηρίου, του οποίου την ερήμωσιν και την κατερείπωσιν επεδιώκαμεν, εφοβήθην και τρέμων έσπευσα να ειδοποιήσω και σας να αφήσετε το Μοναστήριον τούτο και να απέλθετε εις άλλο μέρος, ίνα μη πάθετε κανέν κακόν». Τότε παραλαβών ο αρχηγός μεθ’ εαυτού και τον Τούρκον τούτον, μετέβη εις Λεβάδειαν και παρουσιασθείς ενώπιον του βοεβόδα Μουφτή μπέη διηγήθη μετά φρίκης και φόβου τα συμβεβηκότα και προέτρεψε τον Μουφτή μπέην να παύση να καταφέρεται κατά του Μοναστηρίου του Αγίου Σεραφείμ, διότι ο Άγιος ούτος είναι φοβερός φύλαξ του Μοναστηρίου αυτού και δεν επιτρέπει εις κανένα να βλάψη τούτο. Πράγματι, το Μοναστήριον τούτο ουδεμίαν βλάβην υπέστη καθ’ όλην την διάρκειαν της Τουρκοκρατίας, αλλ’ ευρίσκεται ως εκτίσθη υπό του Αγίου, αν και πολλάκις οι Τούρκοι διενοήθησαν και απεφάσισαν να καταστρέψουν αυτό. Πολλοί δε εκ των ημετέρων οπλαρχηγών, ερχόμενοι εις την Μονήν κατά την Εθνοσωτήριον Επανάστασιν και την βοήθειαν του Αγίου Σεραφείμ επικαλούμενοι, εύρισκον αυτόν βοηθόν και αντιλήπτορα εις τας κατά των Τούρκων εκστρατείας αυτών. Ούτω, ότε ο ήρως της Επαναστάσεως Γεώργιος ο Καραϊσκάκης, εκστρατεύσας εκ Σαλαμίνος και τον Δομβραίναν διαβάς, επορεύετο προς την Αράχωβαν, την επί της δυτικής κλιτύος του Παρνασσού κειμένην κωμόπολιν, όπως προκαταλάβη τα επίκαιρα αυτής μέρη, οπόθεν έμελλε να διέλθη ο εχθρός, όστις είχε μεταβή εις Άμφισσαν προς απελευθέρωσιν των υπό του Πανουργιά και Δυοβουνιώτου πολιορκουμένων Τούρκων, ήλθεν εις την Μονήν και μετά χριστιανικής ευλαβείας ασπασθείς την εικόνα του Αγίου, επεκαλέσθη μετά δακρύων την βοήθειαν και αντίληψιν αυτού επί του μελετωμένου υπ’ αυτού σχεδίου. Και αληθώς υπό τοιούτου θρησκευτικού αισθήματος κατεχόμενος ο αείμνηστος Καραϊσκάκης είδε τας ελπίδας του αναπτερουμένας και δεν απέτυχε των σχεδίων του. Αλλ’ ελθών εις Αράχωβαν και μάχην ανοίξας κατά των εχθρών, πάντα τα σχέδια αυτού είδεν επιτυγχάνοντα, οι δε αγώνες αυτού εστέφθησαν δια λαμπράς νίκης κατά του στρατηγικωτάτου και ικανωτάτου εχθρού Μουστάμπεη, του οποίου το πολυάριθμον στράτευμα εξηφάνισε, την δε κεφαλήν αυτού του αρχηγού απέστειλε προς την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, ως δείγμα της στρατηγικής αυτού εξοχότητος και μαρτύριον της νίκης των Ελλήνων. Την λαμπράν δε ταύτην νίκην αποδίδων ο χριστιανικώτατος Καραϊσκάκης εις την θείαν αντίληψιν, εις την οποίαν εστήριζε πάντοτε τας ελπίδας αυτού, ευγνωμονών δε προς τον Άγιον Σεραφείμ, του οποίου την προς τον Θεόν μεσιτείαν προς ευόδωσιν της εκστρατείας αυτού επεκαλέσθη, εκ της Μονής τότε διερχόμενος, μετά τα λαμπρά αυτού κατορθώματα καθ’ όλην την εις την Στερεάν Ελλάδα στρατηγικήν αυτού πορείαν, επέστρεψε πάλιν δια της αυτής Μονής και ευχαριστήσας τον Άγιον επορεύθη δια της Ελευσίνος εις Πειραιά, όπου η φωνή της πατρίδος εκάλει αυτόν, ίνα και εκεί δοξάση τα Ελληνικά όπλα και επισφραγίση την πατριωτικήν αυτού αυταπάρνησιν δια του ενδόξου αυτού θανάτου. Τοιαύτα είναι, αγαπητοί αδελφοί, τα θαύματα του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Σεραφείμ, του οποίου την μνήμην εορτάζοντες συνήλθομεν ενταύθα, ίνα δοξάσωμεν τον Θεόν τον ούτω τους Αγίους Αυτού δοξάζοντα. Τοιαύτης χάριτος ηξιώθη παρά του Θεού ο τον Θεόν αγαπήσας και την εαυτού ψυχήν υπέρ Αυτού θέμενος Άγιος Σεραφείμ και δια τούτο ζων και μετά θάνατον δεν έπαυσε θαυματουργών και παρέχων την βοήθειαν και αντίληψιν αυτού προς πάντας τους επικαλουμένους αυτόν μετ’ ευλαβείας. Τοιούτον λοιπόν και ημείς, φιλόχριστοι εορτασταί, πρέσβυν προς τον Θεόν έχοντες, έλθετε, ίνα παρακαλέσωμεν αυτόν, όπως πρεσβεύη προς τον Θεόν ημών και Πλάστην και οδηγή ημάς εις παν έργον αγαθόν, αξιώση δε της ουρανίου Αυτού Βασιλείας, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν, εν Χριστώ Ιησού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου