Νείλος
ο Όσιος Πατήρ ημών, ο εν τω όρει του Άθωνος ασκήσας ο και Μυροβλύτης λεγόμενος,
ανέθαλε περί το τελευταίον τέταρτον του ιστ΄ αιώνος εν τη κωμοπόλει Άγιος
Πέτρος της Κυνουρίας, γεννηθείς εξ ευσεβών γονέων. Είχε δε και θείον τινα
Ιερομόναχον, ονόματι Μακάριον, όστις και παρέλαβε τούτον εκ νεαράς ηλικίας και
καλώς εξεπαίδευσεν εις τα ιερά γράμματα και εις την άσκησιν της αρετής.
Όταν δε ο θείος Νείλος ήλθεν εις ηλικίαν μετέβησαν μετά του θείου του Μακαρίου και ενετάχθησαν εις το εν Κυνουρία ευρισκόμενον Ιερόν Μοναστήριον, το καλούμενον Μαλεβή, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εις το Μοναστήριον αυτό ησύχασαν επί τινα καιρόν. Έπειτα ο θείος του Οσίου Νείλου Μακάριος, βλέπων τας αρετάς του νέου, προσεκάλεσε τον Αρχιερέα του τόπου και εχειροτόνησε τον Νείλον Ιεροδιάκονον κατόπιν δε και Ιερομόναχον εκεί εις το Μοναστήριον της Μαλεβή. Ποθούντες όμως να εύρουν θειοτέραν ζωήν, εγκατέλειψαν την πατρίδα των και φίλους και συγγενείς και μετέβησαν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος. Περιελθόντες δε τα εν τω όρει ιερά καταφύγια, ήλθον και κατώκησαν πλησίον του σπηλαίου, εις το οποίον ησκήτευσεν ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης. Καθώς λοιπόν η πατρίς του Οσίου εκαλείτο Άγιος Πέτρος, ούτω, κατ’ οικονομίαν Θεού, και εις τα όρια του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου κατώκησαν, ως μιμηταί και κληρονόμοι της εκείνου υψηλής και ισαγγέλου ασκητικής πολιτείας γενόμενοι. Ήτο δε τότε τελείως έρημος ο τόπος ούτος και εντελώς ακατοίκητος, διότι η Σκήτη, Καυσοκαλύβια καλουμένη, κατόπιν ιδρύθη, κατά το έτος 1740, αλλ’ ούτε τα κελλία της Κερασιάς ήσαν τότε, πλην των ησυχαστηρίων του Αγίου Συμεών μακράν απέχοντα το εν από του άλλου. Τούτον τον τόπον ιδόντες εχάρησαν και απελθόντες εις την Λαύραν του Αγίου Αθανασίου ηγόρασαν τον τόπον αντί ενός φλωρίου. Οπόσους δε κόπους κατέβαλον δια να καθαρίσουν τον τόπον από τους αγρίους θάμνους και τας ακάνθας φαίνονται εις την Διαθήκην του Αγίου Μακαρίου, από δε την επωνυμίαν του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου και από την ιδίαν πατρίδα των Οσίων, τον Άγιον Πέτρον, ωνομάσθη ο τόπος εκείνος Αγία Πέτρα. Έκτισαν δε και Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου της Υπαπαντής και επειδή εγνώριζον την τέχνην της ζωγραφικής, εζωγράφησαν τούτον και τον εκόσμησαν θαυμασίως. Ο δε θείος Νείλος, καταφλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, εζήτει τόπον ερημικώτερον και ευρών σπήλαιον κατάκρημνον και από τα δύο μέρη, φοβερόν εις την θέαν δια το κρημνώδες, κατέβαλε μεγάλας προσπαθείας και κατήλθεν εις αυτό. Έμεινε δε εκεί ο αείμνηστος, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και καταγινόμενος εις θεωρίας, άλλος δε κανείς δεν εγνώριζε τούτο, ειμή μόνος εκείνος, όστις τον ωδήγησεν εις αυτό. Εις αυτό δε και έμεινεν έως τέλους άγνωστος και αγωνιζόμενος ο μακάριος· οπόσα δε δάκρυα έχυσε και πόσους αγώνας, αγρυπνίας, γονυκλισίας, στάσεις και νηστείας υπέμεινε και πόσας φαντασίας και απειλάς εδοκίμασεν από τους δαίμονας, οίτινες προσεπάθουν να τον εκδιώξουν εκείθεν, πόσας δε πάλιν αγγελικάς οπτασίας και παρηγορίας είδεν, αδύνατον είναι να διηγηθή τις. Βλέπων λοιπόν ο Πανάγαθος Θεός την καρδίαν του και την υπομονήν του, εδόξασε τούτον δι’ οσίας κοιμήσεώς του, ήτις έγινε κατά το έτος από Χριστού αχνα΄ (1651) δωδεκάτην (12ην) του μηνός Νοεμβρίου. Το δε άγιον αυτού σώμα ενεταφιάσθη πλησίον του σπηλαίου και ανέβλυσε μύρον ευώδες, το οποίον έτρεχεν εκ του σπηλαίου έως κάτω εις την θάλασσαν. Διεδόθη λοιπόν η φήφη και ήρχαντο τα πλοία και ελάμβανον το μύρον, ως από κρήνης αρυόμενοι, το οποίον ιάτρευε πάσαν ασθένειαν. Ωνομάσθη δε ο τόπος ούτος Καραβοστάσιον. Εις το μέρος αυτό εστάθη παλαιότερον και το πλοίον, δια του οποίου ήλθεν εις Άγιον Όρος και ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης και δεν ηδύνατο να αποπλεύση εκείθεν, έως ότου οι ναύται εξήγαγον αυτού τον Άγιον, όστις ησκήτευσεν εκεί εις το σπήλαιόν του, ως διηγείται η ιστορία του. Ωνομάσθη δε ο Άγιος Νείλος και Μυροβλύτης, δια το μύρον, το οποίον, ως είπομεν, ανέβλυζεν εκ του αγίου Λειψάνου του. Ο δε τάφος του έμεινεν επί πολλούς χρόνους αγνοούμενος, δια την εξής αιτίαν. Μίαν φοράν ηθέλησαν δύο Μοναχοί κελλιώται να εύρουν το Λείψανον του Οσίου και ελθόντες με σκαπάνας ήρχισαν να σκάπτουν τον τόπον, ότε αίφνης έπεσεν άνωθεν του σπηλαίου πέτρα μεγάλη και συνέτριψε τον πόδα του ενός εξ αυτών, όστις εκ των πόνων εκοίτετο ως νεκρός. Ο δε άλλος, μη δυνάμενος να τον βοηθήση, ούτε να τον εκβάλη από τον τόπον εκείνον, εξεκίνησε να υπάγη δια να φέρη και άλλον αδελφόν μετά ημιόνου, ίνα τον παραλάβουν και παράσχουν βοήθειαν. Έμεινε λοιπόν μόνος ο αδελφός εκείνος, βοών και στενάζων. Εις μίαν στιγμήν εφάνη ο Όσιος Νείλος εις σχήμα Μοναχού, όστις τον ηρώτα τι έχει, τι εζήτει εκεί και τι του συνέβη. Ο δε αδελφός διηγήθη τον σκοπόν δι’ ον ήλθον και το συμβάν. Του λέγει τότε ο Άγιος· «Και πως ετόλμησες, πτωχέ, χωρίς την βουλήν του Αγίου να επιχειρήσης τοιούτον επικίνδυνον έργον; Αλλ’ ιδού ότι ο Άγιος σε θεραπεύει. Πρόσεξε δε εις το εξής, χωρίς το θείον θέλημα να μη αποτολμάς έργον υπέρ την δύναμίν σου». Ομού τότε με τον λόγον ήγγισε το συντριβέν σκέλος του αδελφού και ευθύς ούτος εθεραπεύθη, ο δε Άγιος έγινεν άφαντος. Πλησθείς δε χαράς ο αδελφός, εξεκίνησε προς το κελλίον του. Καθ’ οδόν συνήντησε τον έτερον Μοναχόν, όστις ήρχετο οδηγών τον ημίονον, εκείνος δε, ως τον είδεν υγιά, έμεινεν εκστατικός. Εδόξασαν λοιπόν τον Θεόν αμφότεροι και ηυχαρίστησαν μεγάλως τον Άγιον. Έκτοτε ουδείς άλλος ετόλμησε να επιχειρισθή τοιούτον τι. Κατά δε το έτος αωιε΄ (1815), Μοναχός τις καλούμενος Αιχμάλωτος, έπασχεν από δαιμόνιον χαλεπόν και σπάσιμον εις τα δίδυμα. Τούτον εθεράπευσεν ο Άγιος Νείλος, έδειξε δε εις αυτόν και πολλάς οπτασίας προειπών εις αυτόν και τα μέλλοντα να συμβώσι, τους κινδύνους δηλαδή εις τους οποίους έμελλε να υποπέση το Άγιον Όρος, την επανάστασιν, ήτις εξερράγη, την επίθεσιν των Αγαρηνών και άλλα πολλά προεφήτευσε, τα οποία σώζονται γεγραμμένα εις βιβλίον. Τούτον προσέταξεν ο Άγιος Νείλος να διορθώση την οδόν του σπηλαίου, δια να μεταβαίνουν οι αδελφοί να προσκυνώσι προς ψυχικήν των ωφέλειαν και να λειτουργήται η Εκκλησία αυτού, την οποίαν μόνος έκτισεν όταν έζη εκεί εις το σπήλαιον. Ακούσαντες λοιπόν οι Πατέρες τούτο συνέδραμον, καθαρίσαντες δε τον τόπον ηθέλησαν να κτίσουν και νέαν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου. Ενώ δε έσκαπτον τα θεμέλια ευρέθη ο τάφος του Αγίου και τα πάνσεπτα Λείψανα αυτού, ευωδίαν άρρητον αναδίδοντα κατά το έτος αωιε΄ (1815), Μαϊου ζ΄ (7η), οπότε και καθωρίσθη να εορτάζεται και η μνήμη του. Επλήσθησαν λοιπόν τότε χαράς απείρου και αφού ειδοποίησαν εις την Λαύραν, ήλθον οι Πατέρες με λαμπάδας και θυμιάματα και μετεκόμισαν τα Λείψανα του Αγίου εις την Λαύραν, αφήσαντες την σιαγόνα μόνον εις το κελλίον προς αγιασμόν των προσερχομένων. Πολλά δε θαύματα έγιναν τότε εις πολλούς κατά την ανακομιδήν των ιερών Λειψάνων και πολλοί, οίτινες έλαβον μέρος εξ αυτών, ιάθησαν εκ διαφόρων ασθενειών. Τον δε τάφον του Αγίου εκαλλώπισαν όπισθεν του Αγίου Βήματος, ως φαίνεται σήμερον. Ιδού λοιπόν ότι και εις τας εσχάτας ταύτας ημέρας, μολονότι η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία ήτο αιχμάλωτος και υπήρχον πολλαί ανωμαλίαι, όμως εθριάμβευσε και θριαμβεύει κατά του αποστάτου Εωσφόρου και όλων των δυσμενών αυτού δαιμόνων, εγκαυχάται δε και δια νέους Αγίους, νέα δε νικηφόρα και λαμπρά τρόπαια εξαπλοί άνωθεν η τρισήλιος Θεαρχία, τας χρυσαυγιζούσας ακτίνας των ουρανίων χαρίτων της, δια μέσου των νεοφανών Αγίων εις όλα της οικουμένης τα πέρατα. Ιδού και ο ουρανός αντιβοά και ανακηρύττει εις όλα τα έθνη της Χριστιανικής ημών Ορθοδόξου Πίστεως την πολύφωτον χάριν και την του Ιερού Ευαγγελίου ακαταμάχητον αλήθειαν. Ιδού ότι και τώρα φράττονται τα απύλωτα στόματα των αιρετικών, οίτινες αλογίστως λέγουσιν, ότι απολέσαντες το βασίλειον, συναπωλέσαμεν άμα και την των Ιερών ανδρών θαυματουργίαν και την αγαθότητα του Θεού. Ιδού η αγαθότης του Θεού πλουσίως εκχεομένη εις τους αξίους της θείας αγαθότητος, διαλάμπει δε η Ορθόδοξος Εκκλησία δια της αγιότητος νέων ενδόξων Μαρτύρων και Μυροβλυτών Οσίων Πατέρων διαλαμψάντων δια των ενδόξων και υπερφυών κατορθωμάτων αυτών. Διότι «έως της συντελείας του αιώνος ουκ εκλείψουσι γενναίοι στρατιώται του Ιησού Χριστού», αλλ’ εκάστη γενεά και γενεά των πιστών Ορθοδόξων θέλει έχει τους εξ αυτής ιεροπρεπώς και θεοειδώς διαλάμποντας και ως πολυφώτους φωστήρας πάντα τον κόσμον καταυγάζοντας. Και ότι αληθές είναι το λεγόμενον, επιβεβαιούσι και άλλοι Άγιοι επί της των Αγαρηνών αιχμαλωσίας, μαρτυρικώς και ασκητικώς διαπομπεύσαντες των αοράτων δαιμόνων και ωμοτάτων τυράννων τας πονηράς φάλαγγας και κατατροπώσαντες κατά κράτος την σάρκα και τον κοσμοκράτορα, δια της αηττήτου δυνάμεως του Εσταυρωμένου και δια βραβείων νίκης και υπερφυσικών θεοσημειών της αγιότητος, οίτινες και ζώντες και μετά θάνατον διαπρέπουσι και εις αιώνα τον άπαντα θέλουσι διαπρέπει, ελέω και Χάριτι Θεού. Έτι δε επιβεβαιοί τούτο και ο σήμερον παρ’ ημών εορταζόμενος Πανόσιος και θαυματουργός Μυροβλύτης Νείλος το της κωμοπόλεως Άγιος Πέτρος της Κυνουριέων επαρχίας βλάστημα, γέννημα, θρέμμα και καύχημα και πάντων των απανταχού Ορθοδόξων φαιδρόν αγαλλίαμα και λαμπρόν εγκαλλώπισμα, του οποίου, αν θελήσωμεν να περιγράψωμεν τα κατορθώματα και να διηγηθώμεν τα όσα θαυμάσια τελεί, θέλει εγκαταλείψει ημάς ο χρόνος διηγουμένους. Όθεν, όλα ταύτα αποσιωπώντες ως πολλά και αναρίθμητα, λέγομεν, ότι αρκούσιν όσα ηκούσατε εν συντόμω, ίνα πληροφορήσουν τας καρδίας των πιστών, ότι ο άπιστος και Θεόν εάν ίδη θαυματουργούντα, ως οι Ιουδαίοι τον Κύριον, ου μη πιστεύση, ως τετυφλωμένος τον νουν εκ του σκοτεινομόρφου σατανά, λόγω της εις τα πάθη υποδουλώσεως της φθειρομένης σαρκός. Τότε δε μόνον θέλει γνωρίσει την ασέβειαν και την πλάνην του, όταν θα συγκαταλεχθή μετά του απατήσαντος αυτόν, κατακαιόμενος εις το φοβερόν πυρ της αιωνίου κολάσεως, πλην ανωφελώς και ανοήτως. Με ποίους λοιπόν επαίνους σήμερον, Αγιώτατε Νείλε, θα ηθέλομεν δυνηθή να καταστρέψωμεν την ιερωτάτην σου κεφαλήν, έστω και αν είχομεν δέκα ρητορικά στόματα; Με ποίους εγκωμιαστικούς λόγους θέλομεν υμνολογήσει την υπεράνθρωπον και ισάγγελον πολιτείαν σου, την οποίαν εκαλλιέργησας δια τόσων λαμπρών πολυχρονίων ασκητικών αγώνων και κόπων; Ω! συ είσαι, κατ’ αλήθειαν, η παντοτεινή στήλη της ταπεινοφροσύνης, το θεμέλιον της μοναδικής πολιτείας, η αρραγής πέτρα της υπομονής και της καρτερίας, η δόξα της Εκκλησίας, των θλιβομένων η παραμυθία, των αμαρτωλών οδηγός εις μετάνοιαν, της Πελοποννήσου η σωτηρία, της πατρίδος σου Άγιος Πέτρος, η προστασία και παντός του κόσμου ο ακοίμητος προστάτης. Συ είσαι, αληθώς, το θησαυροφυλάκιον των πνευματικών χαρισμάτων, η ακένωτος πηγή των θαυμάτων, η αείρρους κρήνη των ιαμάτων, ο άοκνος εκπληρωτής πάντων των υπερφυών του Πνεύματος χαρίτων, ο συγκληρονόμος των υπερφώτων διαδημάτων, ο πανταχόθεν λαμπρυνόμενος με τας γλυκείας εκείνας ακτίνας των θείων απαυγασμάτων, το περιτείχισμα των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών, του όρους Άθω το κλέος, των πονηρών δαιμονίων ο διώκτης, των θείων μυστηρίων το αποθησαύρισμα και των δυστυχούντων η παρηγορία. Aλλά σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν, Πάτερ ημών Αγιώτατε Νείλε, ευσπλαγχνίσθητι ημάς τους αμαρτωλούς και αναξίους δούλους σου και κατάπεμψον εφ’ ημάς τους ευλαβώς τιμώντας σε τα ελέη του Κυρίου τα πλούσια και την εξ ύψους χάριν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, δια των προς Θεόν αγίων και ευπροσδέκτων πρεσβειών σου, ίνα δυνηθώμεν να νικήσωμεν και ημείς την σάρκα, τον κόσμον και τον πονηρόν κοσμοκράτορα και ούτω, απολυμαινόμενοι εκ των παθών, να λάβωμεν φωτισμόν των σωματικών και ψυχικών μας αισθήσεων, ώστε ο νους μας να μη εννοή άλλο τι, ει μη μόνον τα κάλλη του Παραδείσου και τους άθλους και τους αγώνας των Αγίων. Η φαντασία μας να μη ανέρχεται εις άλλο τι παρά μόνον εις την υπέρλαμπρον δόξαν της μελλούσης μακαριότητος. Παρακαλούμεν σε, Αγιώτατε Πάτερ, όπως διαφυλάξης τας αισθήσεις μας, ίνα μη αισθάνωνται άλλο τι, ει μη μόνον εκείνο το οποίον είναι το ακρότατον εφετόν. Οι οφθαλμοί μας να μη θεωρούσιν άλλο τι παρά μόνον την καλλονήν και ευπρέπειαν των ορωμένων κτισμάτων και δια μέσου αυτών τον τα πάντα δημιουργήσαντα, η ακοή μας να μη ακούη άλλο τι, ει μη μόνον τους ευαγγελικούς λόγους και τα θεία διδάγματα, η όσφρησίς μας να μη οσφραίνηται άλλο τι, ει μη μόνον την εκ των προσευχών και δοξολογιών πνευματικήν ευωδίαν και χάριν, η γεύσις μας να μη γεύηται μεθ’ ηδονής και ορέξεως άλλο τι, ει μη μόνον των Αχράντων Μυστηρίων, της τεθεωμένης Σαρκός και του Τιμίου Αίματος του Κυρίου μας. Η αφή των χειρών μας να μη άπτηται άλλων τινών, ει μη μόνον εκείνων όσα προς δόξαν του Κυρίου αποβλέπουσι και προς την του πλησίον οικοδομήν και ωφέλειαν. Ενίσχυσον ημάς, Άγιε του Θεού, όπως με τας πέντε του Θεού χάριτας συνενούμενοι, εν μεν τω παρόντι βίω διάγωμεν εν σώματι ως ασώματοι, εν δε τω μέλλοντι αιώνι να συναυλιζώμεθα μετά σου εις τον χορόν των Αγγέλων και πάντων των Αγίων και κατοπτριζόμενοι εκείνο το αμήχανον κάλλος της Αγίας Τριάδος να συνυμνολογούμεν και συνδοξάζωμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την μίαν Βασιλείαν και Κυριότητα, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
Όταν δε ο θείος Νείλος ήλθεν εις ηλικίαν μετέβησαν μετά του θείου του Μακαρίου και ενετάχθησαν εις το εν Κυνουρία ευρισκόμενον Ιερόν Μοναστήριον, το καλούμενον Μαλεβή, τιμώμενον επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εις το Μοναστήριον αυτό ησύχασαν επί τινα καιρόν. Έπειτα ο θείος του Οσίου Νείλου Μακάριος, βλέπων τας αρετάς του νέου, προσεκάλεσε τον Αρχιερέα του τόπου και εχειροτόνησε τον Νείλον Ιεροδιάκονον κατόπιν δε και Ιερομόναχον εκεί εις το Μοναστήριον της Μαλεβή. Ποθούντες όμως να εύρουν θειοτέραν ζωήν, εγκατέλειψαν την πατρίδα των και φίλους και συγγενείς και μετέβησαν εις το Άγιον Όρος του Άθωνος. Περιελθόντες δε τα εν τω όρει ιερά καταφύγια, ήλθον και κατώκησαν πλησίον του σπηλαίου, εις το οποίον ησκήτευσεν ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης. Καθώς λοιπόν η πατρίς του Οσίου εκαλείτο Άγιος Πέτρος, ούτω, κατ’ οικονομίαν Θεού, και εις τα όρια του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου κατώκησαν, ως μιμηταί και κληρονόμοι της εκείνου υψηλής και ισαγγέλου ασκητικής πολιτείας γενόμενοι. Ήτο δε τότε τελείως έρημος ο τόπος ούτος και εντελώς ακατοίκητος, διότι η Σκήτη, Καυσοκαλύβια καλουμένη, κατόπιν ιδρύθη, κατά το έτος 1740, αλλ’ ούτε τα κελλία της Κερασιάς ήσαν τότε, πλην των ησυχαστηρίων του Αγίου Συμεών μακράν απέχοντα το εν από του άλλου. Τούτον τον τόπον ιδόντες εχάρησαν και απελθόντες εις την Λαύραν του Αγίου Αθανασίου ηγόρασαν τον τόπον αντί ενός φλωρίου. Οπόσους δε κόπους κατέβαλον δια να καθαρίσουν τον τόπον από τους αγρίους θάμνους και τας ακάνθας φαίνονται εις την Διαθήκην του Αγίου Μακαρίου, από δε την επωνυμίαν του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου και από την ιδίαν πατρίδα των Οσίων, τον Άγιον Πέτρον, ωνομάσθη ο τόπος εκείνος Αγία Πέτρα. Έκτισαν δε και Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου της Υπαπαντής και επειδή εγνώριζον την τέχνην της ζωγραφικής, εζωγράφησαν τούτον και τον εκόσμησαν θαυμασίως. Ο δε θείος Νείλος, καταφλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, εζήτει τόπον ερημικώτερον και ευρών σπήλαιον κατάκρημνον και από τα δύο μέρη, φοβερόν εις την θέαν δια το κρημνώδες, κατέβαλε μεγάλας προσπαθείας και κατήλθεν εις αυτό. Έμεινε δε εκεί ο αείμνηστος, μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και καταγινόμενος εις θεωρίας, άλλος δε κανείς δεν εγνώριζε τούτο, ειμή μόνος εκείνος, όστις τον ωδήγησεν εις αυτό. Εις αυτό δε και έμεινεν έως τέλους άγνωστος και αγωνιζόμενος ο μακάριος· οπόσα δε δάκρυα έχυσε και πόσους αγώνας, αγρυπνίας, γονυκλισίας, στάσεις και νηστείας υπέμεινε και πόσας φαντασίας και απειλάς εδοκίμασεν από τους δαίμονας, οίτινες προσεπάθουν να τον εκδιώξουν εκείθεν, πόσας δε πάλιν αγγελικάς οπτασίας και παρηγορίας είδεν, αδύνατον είναι να διηγηθή τις. Βλέπων λοιπόν ο Πανάγαθος Θεός την καρδίαν του και την υπομονήν του, εδόξασε τούτον δι’ οσίας κοιμήσεώς του, ήτις έγινε κατά το έτος από Χριστού αχνα΄ (1651) δωδεκάτην (12ην) του μηνός Νοεμβρίου. Το δε άγιον αυτού σώμα ενεταφιάσθη πλησίον του σπηλαίου και ανέβλυσε μύρον ευώδες, το οποίον έτρεχεν εκ του σπηλαίου έως κάτω εις την θάλασσαν. Διεδόθη λοιπόν η φήφη και ήρχαντο τα πλοία και ελάμβανον το μύρον, ως από κρήνης αρυόμενοι, το οποίον ιάτρευε πάσαν ασθένειαν. Ωνομάσθη δε ο τόπος ούτος Καραβοστάσιον. Εις το μέρος αυτό εστάθη παλαιότερον και το πλοίον, δια του οποίου ήλθεν εις Άγιον Όρος και ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης και δεν ηδύνατο να αποπλεύση εκείθεν, έως ότου οι ναύται εξήγαγον αυτού τον Άγιον, όστις ησκήτευσεν εκεί εις το σπήλαιόν του, ως διηγείται η ιστορία του. Ωνομάσθη δε ο Άγιος Νείλος και Μυροβλύτης, δια το μύρον, το οποίον, ως είπομεν, ανέβλυζεν εκ του αγίου Λειψάνου του. Ο δε τάφος του έμεινεν επί πολλούς χρόνους αγνοούμενος, δια την εξής αιτίαν. Μίαν φοράν ηθέλησαν δύο Μοναχοί κελλιώται να εύρουν το Λείψανον του Οσίου και ελθόντες με σκαπάνας ήρχισαν να σκάπτουν τον τόπον, ότε αίφνης έπεσεν άνωθεν του σπηλαίου πέτρα μεγάλη και συνέτριψε τον πόδα του ενός εξ αυτών, όστις εκ των πόνων εκοίτετο ως νεκρός. Ο δε άλλος, μη δυνάμενος να τον βοηθήση, ούτε να τον εκβάλη από τον τόπον εκείνον, εξεκίνησε να υπάγη δια να φέρη και άλλον αδελφόν μετά ημιόνου, ίνα τον παραλάβουν και παράσχουν βοήθειαν. Έμεινε λοιπόν μόνος ο αδελφός εκείνος, βοών και στενάζων. Εις μίαν στιγμήν εφάνη ο Όσιος Νείλος εις σχήμα Μοναχού, όστις τον ηρώτα τι έχει, τι εζήτει εκεί και τι του συνέβη. Ο δε αδελφός διηγήθη τον σκοπόν δι’ ον ήλθον και το συμβάν. Του λέγει τότε ο Άγιος· «Και πως ετόλμησες, πτωχέ, χωρίς την βουλήν του Αγίου να επιχειρήσης τοιούτον επικίνδυνον έργον; Αλλ’ ιδού ότι ο Άγιος σε θεραπεύει. Πρόσεξε δε εις το εξής, χωρίς το θείον θέλημα να μη αποτολμάς έργον υπέρ την δύναμίν σου». Ομού τότε με τον λόγον ήγγισε το συντριβέν σκέλος του αδελφού και ευθύς ούτος εθεραπεύθη, ο δε Άγιος έγινεν άφαντος. Πλησθείς δε χαράς ο αδελφός, εξεκίνησε προς το κελλίον του. Καθ’ οδόν συνήντησε τον έτερον Μοναχόν, όστις ήρχετο οδηγών τον ημίονον, εκείνος δε, ως τον είδεν υγιά, έμεινεν εκστατικός. Εδόξασαν λοιπόν τον Θεόν αμφότεροι και ηυχαρίστησαν μεγάλως τον Άγιον. Έκτοτε ουδείς άλλος ετόλμησε να επιχειρισθή τοιούτον τι. Κατά δε το έτος αωιε΄ (1815), Μοναχός τις καλούμενος Αιχμάλωτος, έπασχεν από δαιμόνιον χαλεπόν και σπάσιμον εις τα δίδυμα. Τούτον εθεράπευσεν ο Άγιος Νείλος, έδειξε δε εις αυτόν και πολλάς οπτασίας προειπών εις αυτόν και τα μέλλοντα να συμβώσι, τους κινδύνους δηλαδή εις τους οποίους έμελλε να υποπέση το Άγιον Όρος, την επανάστασιν, ήτις εξερράγη, την επίθεσιν των Αγαρηνών και άλλα πολλά προεφήτευσε, τα οποία σώζονται γεγραμμένα εις βιβλίον. Τούτον προσέταξεν ο Άγιος Νείλος να διορθώση την οδόν του σπηλαίου, δια να μεταβαίνουν οι αδελφοί να προσκυνώσι προς ψυχικήν των ωφέλειαν και να λειτουργήται η Εκκλησία αυτού, την οποίαν μόνος έκτισεν όταν έζη εκεί εις το σπήλαιον. Ακούσαντες λοιπόν οι Πατέρες τούτο συνέδραμον, καθαρίσαντες δε τον τόπον ηθέλησαν να κτίσουν και νέαν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου. Ενώ δε έσκαπτον τα θεμέλια ευρέθη ο τάφος του Αγίου και τα πάνσεπτα Λείψανα αυτού, ευωδίαν άρρητον αναδίδοντα κατά το έτος αωιε΄ (1815), Μαϊου ζ΄ (7η), οπότε και καθωρίσθη να εορτάζεται και η μνήμη του. Επλήσθησαν λοιπόν τότε χαράς απείρου και αφού ειδοποίησαν εις την Λαύραν, ήλθον οι Πατέρες με λαμπάδας και θυμιάματα και μετεκόμισαν τα Λείψανα του Αγίου εις την Λαύραν, αφήσαντες την σιαγόνα μόνον εις το κελλίον προς αγιασμόν των προσερχομένων. Πολλά δε θαύματα έγιναν τότε εις πολλούς κατά την ανακομιδήν των ιερών Λειψάνων και πολλοί, οίτινες έλαβον μέρος εξ αυτών, ιάθησαν εκ διαφόρων ασθενειών. Τον δε τάφον του Αγίου εκαλλώπισαν όπισθεν του Αγίου Βήματος, ως φαίνεται σήμερον. Ιδού λοιπόν ότι και εις τας εσχάτας ταύτας ημέρας, μολονότι η Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία ήτο αιχμάλωτος και υπήρχον πολλαί ανωμαλίαι, όμως εθριάμβευσε και θριαμβεύει κατά του αποστάτου Εωσφόρου και όλων των δυσμενών αυτού δαιμόνων, εγκαυχάται δε και δια νέους Αγίους, νέα δε νικηφόρα και λαμπρά τρόπαια εξαπλοί άνωθεν η τρισήλιος Θεαρχία, τας χρυσαυγιζούσας ακτίνας των ουρανίων χαρίτων της, δια μέσου των νεοφανών Αγίων εις όλα της οικουμένης τα πέρατα. Ιδού και ο ουρανός αντιβοά και ανακηρύττει εις όλα τα έθνη της Χριστιανικής ημών Ορθοδόξου Πίστεως την πολύφωτον χάριν και την του Ιερού Ευαγγελίου ακαταμάχητον αλήθειαν. Ιδού ότι και τώρα φράττονται τα απύλωτα στόματα των αιρετικών, οίτινες αλογίστως λέγουσιν, ότι απολέσαντες το βασίλειον, συναπωλέσαμεν άμα και την των Ιερών ανδρών θαυματουργίαν και την αγαθότητα του Θεού. Ιδού η αγαθότης του Θεού πλουσίως εκχεομένη εις τους αξίους της θείας αγαθότητος, διαλάμπει δε η Ορθόδοξος Εκκλησία δια της αγιότητος νέων ενδόξων Μαρτύρων και Μυροβλυτών Οσίων Πατέρων διαλαμψάντων δια των ενδόξων και υπερφυών κατορθωμάτων αυτών. Διότι «έως της συντελείας του αιώνος ουκ εκλείψουσι γενναίοι στρατιώται του Ιησού Χριστού», αλλ’ εκάστη γενεά και γενεά των πιστών Ορθοδόξων θέλει έχει τους εξ αυτής ιεροπρεπώς και θεοειδώς διαλάμποντας και ως πολυφώτους φωστήρας πάντα τον κόσμον καταυγάζοντας. Και ότι αληθές είναι το λεγόμενον, επιβεβαιούσι και άλλοι Άγιοι επί της των Αγαρηνών αιχμαλωσίας, μαρτυρικώς και ασκητικώς διαπομπεύσαντες των αοράτων δαιμόνων και ωμοτάτων τυράννων τας πονηράς φάλαγγας και κατατροπώσαντες κατά κράτος την σάρκα και τον κοσμοκράτορα, δια της αηττήτου δυνάμεως του Εσταυρωμένου και δια βραβείων νίκης και υπερφυσικών θεοσημειών της αγιότητος, οίτινες και ζώντες και μετά θάνατον διαπρέπουσι και εις αιώνα τον άπαντα θέλουσι διαπρέπει, ελέω και Χάριτι Θεού. Έτι δε επιβεβαιοί τούτο και ο σήμερον παρ’ ημών εορταζόμενος Πανόσιος και θαυματουργός Μυροβλύτης Νείλος το της κωμοπόλεως Άγιος Πέτρος της Κυνουριέων επαρχίας βλάστημα, γέννημα, θρέμμα και καύχημα και πάντων των απανταχού Ορθοδόξων φαιδρόν αγαλλίαμα και λαμπρόν εγκαλλώπισμα, του οποίου, αν θελήσωμεν να περιγράψωμεν τα κατορθώματα και να διηγηθώμεν τα όσα θαυμάσια τελεί, θέλει εγκαταλείψει ημάς ο χρόνος διηγουμένους. Όθεν, όλα ταύτα αποσιωπώντες ως πολλά και αναρίθμητα, λέγομεν, ότι αρκούσιν όσα ηκούσατε εν συντόμω, ίνα πληροφορήσουν τας καρδίας των πιστών, ότι ο άπιστος και Θεόν εάν ίδη θαυματουργούντα, ως οι Ιουδαίοι τον Κύριον, ου μη πιστεύση, ως τετυφλωμένος τον νουν εκ του σκοτεινομόρφου σατανά, λόγω της εις τα πάθη υποδουλώσεως της φθειρομένης σαρκός. Τότε δε μόνον θέλει γνωρίσει την ασέβειαν και την πλάνην του, όταν θα συγκαταλεχθή μετά του απατήσαντος αυτόν, κατακαιόμενος εις το φοβερόν πυρ της αιωνίου κολάσεως, πλην ανωφελώς και ανοήτως. Με ποίους λοιπόν επαίνους σήμερον, Αγιώτατε Νείλε, θα ηθέλομεν δυνηθή να καταστρέψωμεν την ιερωτάτην σου κεφαλήν, έστω και αν είχομεν δέκα ρητορικά στόματα; Με ποίους εγκωμιαστικούς λόγους θέλομεν υμνολογήσει την υπεράνθρωπον και ισάγγελον πολιτείαν σου, την οποίαν εκαλλιέργησας δια τόσων λαμπρών πολυχρονίων ασκητικών αγώνων και κόπων; Ω! συ είσαι, κατ’ αλήθειαν, η παντοτεινή στήλη της ταπεινοφροσύνης, το θεμέλιον της μοναδικής πολιτείας, η αρραγής πέτρα της υπομονής και της καρτερίας, η δόξα της Εκκλησίας, των θλιβομένων η παραμυθία, των αμαρτωλών οδηγός εις μετάνοιαν, της Πελοποννήσου η σωτηρία, της πατρίδος σου Άγιος Πέτρος, η προστασία και παντός του κόσμου ο ακοίμητος προστάτης. Συ είσαι, αληθώς, το θησαυροφυλάκιον των πνευματικών χαρισμάτων, η ακένωτος πηγή των θαυμάτων, η αείρρους κρήνη των ιαμάτων, ο άοκνος εκπληρωτής πάντων των υπερφυών του Πνεύματος χαρίτων, ο συγκληρονόμος των υπερφώτων διαδημάτων, ο πανταχόθεν λαμπρυνόμενος με τας γλυκείας εκείνας ακτίνας των θείων απαυγασμάτων, το περιτείχισμα των απανταχού Ορθοδόξων Χριστιανών, του όρους Άθω το κλέος, των πονηρών δαιμονίων ο διώκτης, των θείων μυστηρίων το αποθησαύρισμα και των δυστυχούντων η παρηγορία. Aλλά σου δεόμεθα και σε παρακαλούμεν, Πάτερ ημών Αγιώτατε Νείλε, ευσπλαγχνίσθητι ημάς τους αμαρτωλούς και αναξίους δούλους σου και κατάπεμψον εφ’ ημάς τους ευλαβώς τιμώντας σε τα ελέη του Κυρίου τα πλούσια και την εξ ύψους χάριν και δύναμιν του Αγίου Πνεύματος, δια των προς Θεόν αγίων και ευπροσδέκτων πρεσβειών σου, ίνα δυνηθώμεν να νικήσωμεν και ημείς την σάρκα, τον κόσμον και τον πονηρόν κοσμοκράτορα και ούτω, απολυμαινόμενοι εκ των παθών, να λάβωμεν φωτισμόν των σωματικών και ψυχικών μας αισθήσεων, ώστε ο νους μας να μη εννοή άλλο τι, ει μη μόνον τα κάλλη του Παραδείσου και τους άθλους και τους αγώνας των Αγίων. Η φαντασία μας να μη ανέρχεται εις άλλο τι παρά μόνον εις την υπέρλαμπρον δόξαν της μελλούσης μακαριότητος. Παρακαλούμεν σε, Αγιώτατε Πάτερ, όπως διαφυλάξης τας αισθήσεις μας, ίνα μη αισθάνωνται άλλο τι, ει μη μόνον εκείνο το οποίον είναι το ακρότατον εφετόν. Οι οφθαλμοί μας να μη θεωρούσιν άλλο τι παρά μόνον την καλλονήν και ευπρέπειαν των ορωμένων κτισμάτων και δια μέσου αυτών τον τα πάντα δημιουργήσαντα, η ακοή μας να μη ακούη άλλο τι, ει μη μόνον τους ευαγγελικούς λόγους και τα θεία διδάγματα, η όσφρησίς μας να μη οσφραίνηται άλλο τι, ει μη μόνον την εκ των προσευχών και δοξολογιών πνευματικήν ευωδίαν και χάριν, η γεύσις μας να μη γεύηται μεθ’ ηδονής και ορέξεως άλλο τι, ει μη μόνον των Αχράντων Μυστηρίων, της τεθεωμένης Σαρκός και του Τιμίου Αίματος του Κυρίου μας. Η αφή των χειρών μας να μη άπτηται άλλων τινών, ει μη μόνον εκείνων όσα προς δόξαν του Κυρίου αποβλέπουσι και προς την του πλησίον οικοδομήν και ωφέλειαν. Ενίσχυσον ημάς, Άγιε του Θεού, όπως με τας πέντε του Θεού χάριτας συνενούμενοι, εν μεν τω παρόντι βίω διάγωμεν εν σώματι ως ασώματοι, εν δε τω μέλλοντι αιώνι να συναυλιζώμεθα μετά σου εις τον χορόν των Αγγέλων και πάντων των Αγίων και κατοπτριζόμενοι εκείνο το αμήχανον κάλλος της Αγίας Τριάδος να συνυμνολογούμεν και συνδοξάζωμεν Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την μίαν Βασιλείαν και Κυριότητα, Η πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου