Παχώμιος ο αοίδιμος νέος Οσιομάρτυς κατήγετο εκ της Μικράς Ρωσίας, υιός
γονέων ευσεβών υπάρχων. Νέος δε έτι ων συνελήφθη αιχμάλωτος υπό των Τατάρων,
οίτινες τον επώλησαν εις Τούρκον τινά βυρσοδέψην, εκείνος δε τον έφερεν εις την
πατρίδα του, το νυν λεγόμενον Ουσάκι, το εν τη επαρχία της Φιλαδελφείας
ευρισκόμενον, όπου και κατεγίνετο εις το να διδάσκη τον νέον όχι μόνον την
τέχνην του, αλλά και την θρησκείαν του.
Βλέπων δε ότι ο Άγιος Παχώμιος την μεν τέχνην εμάνθανε, την δε θρησκείαν του εμίσει και απεστρέφετο, ετυράννει αυτόν δια ραβδισμών και ύβρεων, απειλών και στερήσεως της τροφής του. Αλλ’ ο του Χριστού γενναίος στρατιώτης πάντα ταύτα υπέμενε μετά χαράς δια την ευσέβειαν, επί χρόνους ολοκλήρους είκοσι επτά, όσον ήτο αιχμάλωτος και υπηρέτει τον αυθέντην του με πάσαν προθυμίαν και εμπιστοσύνην, εις τρόπον ώστε παρεκίνησεν αυτόν να τον ζητήση ως σύζυγον της θυγατρός του και να κάμη αυτόν κληρονόμον του, μόνον εάν ηρνείτο τον Χριστόν. Ο καλός όμως νέος και της σωφροσύνης ακρότατος εραστής γάμους και πλούτη ως σκύβαλα ελογίζετο, μελετών καθ’ εαυτόν το αποστολικόν ρητόν, το λέγον· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή μάχαιρα»; (Ρωμ. η:35). Τότε ιδών ο αυθέντης του το αμετάθετον της γνώμης του ηλευθέρωσεν αυτόν. Ενώ δε ο Μάρτυς ητοιμάζετο να αναχωρήση, ησθένησεν, οι δε Αγαρηνοί οίτινες μετέβησαν δια να τον ίδουν, έπλασαν ψεύδος, ότι ο Μάρτυς είπεν, ότι επιθυμεί να αρνηθή τον Χριστόν και να γίνη Τούρκος. Όθεν, μετά την ασθένειαν, ενέδυσαν αυτόν δια τουρκικών ενδυμάτων, χωρίς όμως και να τον περιτάμουν. Ο δε του Χριστού Μάρτυς, αποστρεφόμενος τούτο, ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις Σμύρνην ως πραγματευτής και εκεί, αφού απέρριψε τα τουρκικά ενδύματα, μετέβη εις το Άγιον Όρος. Ως δε έφθασεν εις τα μέρη της Μονής του Αγίου Παύλου, εύρεν Ιερομόναχον τινά ενάρετον και διακριτικόν, Ιωσήφ ονόματι, προς τον οποίον εξομολογηθείς τα κρύφια της καρδίας του, έπεισε τούτον να τον δεχθή εις την υπακοήν του και να τον κάμη Μοναχόν. Όπερ και εγένετο. Ούτως έζησε μετ’ αυτού επί δώδεκα χρόνους μιμούμενος αυτόν εις κάθη αρετήν. Μετά τους δώδεκα χρόνους, ακούων την θαυμαστήν πολιτείαν του Οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου, μετώκησεν εις τα Καυσοκαλύβια, διήλθε δε εκεί χρόνους εξ, τρεφόμενος δια των ιδίων του χειρών και ως φιλόπονος μέλισσα συλλέγων παν άνθος αρετής, έως ότου εγένετο, δι’ όλους τους Πατέρας, τύπος και παράδειγμα της μοναδικής πολιτείας. Ήτο δε τόσον γλυκύς και χαριτωμένος, ώστε ένεκα τούτου ηγαπάτο υπό πάντων. Όμως, αν και επλουτίσθη δια τόσων αρετών, δεν ηυχαριστείτο η καρδία του Παχωμίου, αλλ’ επεθύμει και να μαρτυρήση δια τον Χριστόν, πρώτον μεν εκ θείας αγάπης, εξ άλλου δε, διότι εφοβείτο, μήπως, εις τον καιρόν της ασθενείας του, έτυχεν εξ απροσεξίας να εξήλθεν εκ του στόματός του ο λόγος εκείνος της αρνήσεως, δια τον οποίον οι Τούρκοι ενέδυσαν αυτόν τα πράσινα ενδύματα με τα οποία ενεδύοντο αυτοί. Τον πόθον τούτον του Μαρτυρίου ενεπιστεύθη ο μακάριος Παχώμιος εις τον Γέροντά του, ο οποίος όμως τον επέπληξε δριμύτατα, επειδή ενόμιζεν ότι εξ υπερηφανείας ήλθεν εις τον Παχώμιον τοιούτος λογισμός. Αλλ’ επειδή ο Παχώμιος επέμενεν, ο Γέρων εδοκίμασεν αυτόν επί ένα χρόνον με διαφόρους κανόνας και τιμωρίας. Εις όλα όμως εύρεν αυτόν πρόθυμον. Παρεκάλεσαν τότε αμφότεροι τον Θεόν εν νηστείαις και αγρυπνίαις να δείξη εις αυτούς αν είναι τούτο το θέλημά Του. Έπειτα ανεκοίνωσαν τον σκοπόν αυτόν και εις τους εναρετωτέρους Πατέρας του Όρους και όλους εύρον συμφώνους προς τον πόθον του Παχωμίου. Όθεν, με τας ευχάς και τας συμβουλάς τούτων και μάλιστα του Οσίου Ακακίου ανεχώρησαν εκ του Όρους ο Παχώμιος και ο Γέρων αυτού Ιωσήφ και μετέβησαν εις το Ουσάκι την πατρίδα του αυθέντου του Παχωμίου. Και ο μεν Ιωσήφ έμεινεν, εις το κοινόν κατάλυμα, ο δε Παχώμιος έσπευσε δρομαίως εις τον οίκον του αυθέντου του και κατόπιν εις την αγοράν, δια να γνωρισθή. Πράγματι, οι Αγαρηνοί τον ανεγνώρισαν και αρπάσαντες αυτόν τον ωδήγησαν εις τον κριτήν και είπον, ότι ούτος είναι ο δούλος του δείνα, όστις, ασθενών κάποτε, ηρνήθη τον Χριστόν και αφού εθεραπεύθη, ενεδύσαμεν αυτόν με πράσινα ενδύματα, τώρα δε, ίδε, ω κριτά, πως είναι ενδεδυμένος! Ο κριτής ηρώτησε τον Παχώμιον, αν είναι ταύτα αληθή. Ο δε του Χριστού Μάρτυς Παχώμιος με χαρούμενον πρόσωπον εκήρυξε παρρησία, ότι δεν ηρνήθη ποτέ τον Κύριον αυτού Ιησούν Χριστόν, ούτε δια του λόγου, ούτε δια της διανοίας και ότι ομολογεί τον Χριστόν Θεόν τέλειον και τέλειον άνθρωπον και ότι δια την ομολογίαν του ταύτην είναι έτοιμος να υπομείνη μύρια βασανιστήρια, ως και παν είδος θανάτου. Ταύτα ο κριτής ακούσας και ιδών την μεγαλοψυχίαν του Αγίου, ηπείλησε και ύβρισεν αυτόν. Έπειτα είπεν· «Επειδή μίαν φοράν είπες λόγον αρνήσεως, αδύνατον είναι να ζης εις το εξής φέρων τα χριστιανικά ταύτα ενδύματα. Αλλ’ εν εκ των δύο πρέπει να εκλέξης· ή να αρνηθής τον Χριστόν ή να δοκιμάσης σκληρότατον θάνατον». Ο δε του Χριστού Μάρτυς απεκρίθη· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, ουδέ με ψιλόν νόημα να αρνηθώ εγώ το Πανάγιον Όνομά Σου, διότι είμαι έτοιμος, δια την αγάπην Σου, και εις πυρ να πέσω και θάνατον να δεχθώ μετά χαράς». Ταύτα ακούσας ο κριτής επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις την πλέον σκοτεινήν φυλακήν, όστις έμενε εκεί ως εις τον Παράδεισον, αν και άσιτος, άγρυπνος, στερούμενος πάσης ανθρωπίνης παρηγορίας και μόνον τρεφόμενος υπό της θείας ελπίδος. Κατά δε την τρίτην ημέραν εξεδόθη απόφασις να θανατωθή ο Άγιος. Όθεν ο δεσμοφύλαξ ανήγγειλεν εις αυτόν το γλυκύτατον δι’ αυτόν μήνυμα του θανάτου του. Ο δε Μάρτυς, ως ήκουσε τούτο, εχάρη πολύ και εδόξαζε το όνομα του Κυρίου. Καθ’ όλην δε εκείνην την νύκτα προσηύχετο. Το πρωϊ εξήγαγον τον Μάρτυρα εκ της φυλακής και τον έφερον προ του κριτού, όστις είπε προς τον Άγιον Μάρτυρα· «Ιδού, δια το αμετάθετον της γνώμης σου θα υποστής θάνατον. Πρόσεξε λοιπόν να μη μετανοήσης αργότερον χωρίς όφελος». Ο δε ιερός Παχώμιος απεκρίθη μετά της προτέρας παρρησίας, λέγων· «Εγώ, ω κριτά, ουδέποτε αρνούμαι τον Χριστόν μου, έστω και αν με παραδώσης εις μυρίους θανάτους, τους πλέον σκληρούς. Μόνον εκείνο το οποίον έχεις να κάμης, πράξε το συντομώτερον». Ταύτα ακούσας ο κριτής, εξέδωσε την κατ’ αυτού τελευταίαν απόφασιν. Τότε οι περιεστώτες Αγαρηνοί, δέσαντες τον Μάρτυρα, έσυρον εις τον τόπον της καταδίκης, έξω της πόλεως, εκεί όπου έσφαζον τα πρόβατα. Ηκολούθουν δε και πολλοί Τούρκοι και Χριστιανοί. Και άλλοι μεν εκ των Τούρκων περιέπαιζον τον Άγιον Μάρτυρα, άλλοι δε έπτυον αυτόν και άλλοι τον παρεκίνουν να αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε Μάρτυς, εις μόνην την προσευχήν έχων τον νουν του, έτρεχε προς το ποθούμενον τέλος του Μαρτυρίου. Ως δε έφθασεν εις τον καθωρισμένον τόπον, έκλινε τα γόνατα. Επειδή δε ο δήμιος όχι μόνον εφοβείτο να αποκεφαλίση τον Άγιον Μάρτυρα, αλλά και παρεκίνει τούτον, ψιθυρίζων εις το ους του, να αρνηθή τον Χριστόν, ο γενναίος του Χριστού Αθλητής ενεψύχωσε τον δήμιον κατά την ώραν εκείνην και με θάρρος του είπε· «Τελείωσον εκείνο το οποίον προσετάχθης να πράξης και μη χάνης ματαίως τον καιρόν». Τότε ο δήμιος, λαβών θάρρος, απέτεμε την αγίαν αυτού κεφαλήν και ούτως έλαβεν, ο αοίδιμος, του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ήτο δε τότε η εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Μαϊου ζ΄ (7η) του έτους αψλ΄ (1730). Μετά τρεις ημέρας παρέλαβον οι Χριστιανοί το τίμιον αυτού Λείψανον και το ενεταφίασαν εντίμως. Μετά ταύτα ο δήμιος, δαιμονισθείς, περιεπλανάτο εις την πόλιν και εξέβαλλεν ανάρθρους κραυγάς και αφρούς εκ του στόματός του, έως ότου, μετ’ ολίγας ημέρας, κακώς εξεψύχησεν. Ο δε Γέρων του Αγίου, εκεί όπου ήτο κεκλεισμένος, ως έμαθε τον γενναίον θάνατον του μαθητού του, με χαράν και δάκρυα ηυχαρίστησε τον Θεόν και διελθών εκ του τόπου όπου έκειτο το σώμα του Μάρτυρος και ιδών αυτόν, τον εχαιρέτησε μετά δακρύων ειπών· «Έχεις εκείνο το οποίον επόθεις, Παχώμιέ μου, και πρέσβευε υπέρ εμού προς τον Κύριον και υπέρ πάντων των επικαλουμένων σε». Τούτο αληθώς και εγένετο μετ’ ολίγας ημέρας, διότι ο Γέρων εκείνος Ιωσήφ κατεκυριεύθη υπό μεγάλου φόβου και δειλίας σκεπτόμενος πως θα αναχωρήση εκείθεν χωρίς να γίνη αντιληπτός. Ο δε Μάρτυς Παχώμιος εφάνη εις τον ύπνον του Γέροντος, καθώς ήτο εις την όψιν του προσώπου του, λαμπρός και χαρίεις και είπε προς αυτόν· «Μη φοβού, Γέροντα, δεν θα πάθης κακόν». Ευθύς τότε δια του λόγου τούτου εξέλιπεν η δειλία από την καρδίαν του Γέροντος. Αλλά και μία Χριστιανή εξ εκείνου του τόπου, βασανιζομένη εκ νεαράς ηλικίας από πόνον ανίατον του ημικρανίου, επεκαλέσθη μετά πίστεως την βοήθειαν του Οσιομάρτυρος και χρίσασα την κεφαλήν της δια του αίματός του, ηλευθερώθη τελείως από το πολυχρόνιον εκείνο πάθος. Εις μνήμην της ευεργεσίας ταύτης η ευλαβής εκείνη γυνή διεμήνυσεν εις το Όρος του Άθωνος προς τους Πατέρας, οίτινες εγνώριζον τον σωματικόν χαρακτήρα του Μάρτυρος, να φιλοτεχνήσουν την αγίαν Εικόνα αυτού. Αφ’ ότου δε έλαβε ταύτην, ως επόθει, ετέλει λαμπρώς και πανευλαβώς κατ’ έτος την εορτήν του Οσιομάρτυρος Παχωμίου, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Βλέπων δε ότι ο Άγιος Παχώμιος την μεν τέχνην εμάνθανε, την δε θρησκείαν του εμίσει και απεστρέφετο, ετυράννει αυτόν δια ραβδισμών και ύβρεων, απειλών και στερήσεως της τροφής του. Αλλ’ ο του Χριστού γενναίος στρατιώτης πάντα ταύτα υπέμενε μετά χαράς δια την ευσέβειαν, επί χρόνους ολοκλήρους είκοσι επτά, όσον ήτο αιχμάλωτος και υπηρέτει τον αυθέντην του με πάσαν προθυμίαν και εμπιστοσύνην, εις τρόπον ώστε παρεκίνησεν αυτόν να τον ζητήση ως σύζυγον της θυγατρός του και να κάμη αυτόν κληρονόμον του, μόνον εάν ηρνείτο τον Χριστόν. Ο καλός όμως νέος και της σωφροσύνης ακρότατος εραστής γάμους και πλούτη ως σκύβαλα ελογίζετο, μελετών καθ’ εαυτόν το αποστολικόν ρητόν, το λέγον· «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή μάχαιρα»; (Ρωμ. η:35). Τότε ιδών ο αυθέντης του το αμετάθετον της γνώμης του ηλευθέρωσεν αυτόν. Ενώ δε ο Μάρτυς ητοιμάζετο να αναχωρήση, ησθένησεν, οι δε Αγαρηνοί οίτινες μετέβησαν δια να τον ίδουν, έπλασαν ψεύδος, ότι ο Μάρτυς είπεν, ότι επιθυμεί να αρνηθή τον Χριστόν και να γίνη Τούρκος. Όθεν, μετά την ασθένειαν, ενέδυσαν αυτόν δια τουρκικών ενδυμάτων, χωρίς όμως και να τον περιτάμουν. Ο δε του Χριστού Μάρτυς, αποστρεφόμενος τούτο, ανεχώρησεν εκείθεν και μετέβη εις Σμύρνην ως πραγματευτής και εκεί, αφού απέρριψε τα τουρκικά ενδύματα, μετέβη εις το Άγιον Όρος. Ως δε έφθασεν εις τα μέρη της Μονής του Αγίου Παύλου, εύρεν Ιερομόναχον τινά ενάρετον και διακριτικόν, Ιωσήφ ονόματι, προς τον οποίον εξομολογηθείς τα κρύφια της καρδίας του, έπεισε τούτον να τον δεχθή εις την υπακοήν του και να τον κάμη Μοναχόν. Όπερ και εγένετο. Ούτως έζησε μετ’ αυτού επί δώδεκα χρόνους μιμούμενος αυτόν εις κάθη αρετήν. Μετά τους δώδεκα χρόνους, ακούων την θαυμαστήν πολιτείαν του Οσίου Ακακίου του Καυσοκαλυβίτου, μετώκησεν εις τα Καυσοκαλύβια, διήλθε δε εκεί χρόνους εξ, τρεφόμενος δια των ιδίων του χειρών και ως φιλόπονος μέλισσα συλλέγων παν άνθος αρετής, έως ότου εγένετο, δι’ όλους τους Πατέρας, τύπος και παράδειγμα της μοναδικής πολιτείας. Ήτο δε τόσον γλυκύς και χαριτωμένος, ώστε ένεκα τούτου ηγαπάτο υπό πάντων. Όμως, αν και επλουτίσθη δια τόσων αρετών, δεν ηυχαριστείτο η καρδία του Παχωμίου, αλλ’ επεθύμει και να μαρτυρήση δια τον Χριστόν, πρώτον μεν εκ θείας αγάπης, εξ άλλου δε, διότι εφοβείτο, μήπως, εις τον καιρόν της ασθενείας του, έτυχεν εξ απροσεξίας να εξήλθεν εκ του στόματός του ο λόγος εκείνος της αρνήσεως, δια τον οποίον οι Τούρκοι ενέδυσαν αυτόν τα πράσινα ενδύματα με τα οποία ενεδύοντο αυτοί. Τον πόθον τούτον του Μαρτυρίου ενεπιστεύθη ο μακάριος Παχώμιος εις τον Γέροντά του, ο οποίος όμως τον επέπληξε δριμύτατα, επειδή ενόμιζεν ότι εξ υπερηφανείας ήλθεν εις τον Παχώμιον τοιούτος λογισμός. Αλλ’ επειδή ο Παχώμιος επέμενεν, ο Γέρων εδοκίμασεν αυτόν επί ένα χρόνον με διαφόρους κανόνας και τιμωρίας. Εις όλα όμως εύρεν αυτόν πρόθυμον. Παρεκάλεσαν τότε αμφότεροι τον Θεόν εν νηστείαις και αγρυπνίαις να δείξη εις αυτούς αν είναι τούτο το θέλημά Του. Έπειτα ανεκοίνωσαν τον σκοπόν αυτόν και εις τους εναρετωτέρους Πατέρας του Όρους και όλους εύρον συμφώνους προς τον πόθον του Παχωμίου. Όθεν, με τας ευχάς και τας συμβουλάς τούτων και μάλιστα του Οσίου Ακακίου ανεχώρησαν εκ του Όρους ο Παχώμιος και ο Γέρων αυτού Ιωσήφ και μετέβησαν εις το Ουσάκι την πατρίδα του αυθέντου του Παχωμίου. Και ο μεν Ιωσήφ έμεινεν, εις το κοινόν κατάλυμα, ο δε Παχώμιος έσπευσε δρομαίως εις τον οίκον του αυθέντου του και κατόπιν εις την αγοράν, δια να γνωρισθή. Πράγματι, οι Αγαρηνοί τον ανεγνώρισαν και αρπάσαντες αυτόν τον ωδήγησαν εις τον κριτήν και είπον, ότι ούτος είναι ο δούλος του δείνα, όστις, ασθενών κάποτε, ηρνήθη τον Χριστόν και αφού εθεραπεύθη, ενεδύσαμεν αυτόν με πράσινα ενδύματα, τώρα δε, ίδε, ω κριτά, πως είναι ενδεδυμένος! Ο κριτής ηρώτησε τον Παχώμιον, αν είναι ταύτα αληθή. Ο δε του Χριστού Μάρτυς Παχώμιος με χαρούμενον πρόσωπον εκήρυξε παρρησία, ότι δεν ηρνήθη ποτέ τον Κύριον αυτού Ιησούν Χριστόν, ούτε δια του λόγου, ούτε δια της διανοίας και ότι ομολογεί τον Χριστόν Θεόν τέλειον και τέλειον άνθρωπον και ότι δια την ομολογίαν του ταύτην είναι έτοιμος να υπομείνη μύρια βασανιστήρια, ως και παν είδος θανάτου. Ταύτα ο κριτής ακούσας και ιδών την μεγαλοψυχίαν του Αγίου, ηπείλησε και ύβρισεν αυτόν. Έπειτα είπεν· «Επειδή μίαν φοράν είπες λόγον αρνήσεως, αδύνατον είναι να ζης εις το εξής φέρων τα χριστιανικά ταύτα ενδύματα. Αλλ’ εν εκ των δύο πρέπει να εκλέξης· ή να αρνηθής τον Χριστόν ή να δοκιμάσης σκληρότατον θάνατον». Ο δε του Χριστού Μάρτυς απεκρίθη· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, ουδέ με ψιλόν νόημα να αρνηθώ εγώ το Πανάγιον Όνομά Σου, διότι είμαι έτοιμος, δια την αγάπην Σου, και εις πυρ να πέσω και θάνατον να δεχθώ μετά χαράς». Ταύτα ακούσας ο κριτής επρόσταξε και έρριψαν τον Άγιον εις την πλέον σκοτεινήν φυλακήν, όστις έμενε εκεί ως εις τον Παράδεισον, αν και άσιτος, άγρυπνος, στερούμενος πάσης ανθρωπίνης παρηγορίας και μόνον τρεφόμενος υπό της θείας ελπίδος. Κατά δε την τρίτην ημέραν εξεδόθη απόφασις να θανατωθή ο Άγιος. Όθεν ο δεσμοφύλαξ ανήγγειλεν εις αυτόν το γλυκύτατον δι’ αυτόν μήνυμα του θανάτου του. Ο δε Μάρτυς, ως ήκουσε τούτο, εχάρη πολύ και εδόξαζε το όνομα του Κυρίου. Καθ’ όλην δε εκείνην την νύκτα προσηύχετο. Το πρωϊ εξήγαγον τον Μάρτυρα εκ της φυλακής και τον έφερον προ του κριτού, όστις είπε προς τον Άγιον Μάρτυρα· «Ιδού, δια το αμετάθετον της γνώμης σου θα υποστής θάνατον. Πρόσεξε λοιπόν να μη μετανοήσης αργότερον χωρίς όφελος». Ο δε ιερός Παχώμιος απεκρίθη μετά της προτέρας παρρησίας, λέγων· «Εγώ, ω κριτά, ουδέποτε αρνούμαι τον Χριστόν μου, έστω και αν με παραδώσης εις μυρίους θανάτους, τους πλέον σκληρούς. Μόνον εκείνο το οποίον έχεις να κάμης, πράξε το συντομώτερον». Ταύτα ακούσας ο κριτής, εξέδωσε την κατ’ αυτού τελευταίαν απόφασιν. Τότε οι περιεστώτες Αγαρηνοί, δέσαντες τον Μάρτυρα, έσυρον εις τον τόπον της καταδίκης, έξω της πόλεως, εκεί όπου έσφαζον τα πρόβατα. Ηκολούθουν δε και πολλοί Τούρκοι και Χριστιανοί. Και άλλοι μεν εκ των Τούρκων περιέπαιζον τον Άγιον Μάρτυρα, άλλοι δε έπτυον αυτόν και άλλοι τον παρεκίνουν να αρνηθή τον Χριστόν. Ο δε Μάρτυς, εις μόνην την προσευχήν έχων τον νουν του, έτρεχε προς το ποθούμενον τέλος του Μαρτυρίου. Ως δε έφθασεν εις τον καθωρισμένον τόπον, έκλινε τα γόνατα. Επειδή δε ο δήμιος όχι μόνον εφοβείτο να αποκεφαλίση τον Άγιον Μάρτυρα, αλλά και παρεκίνει τούτον, ψιθυρίζων εις το ους του, να αρνηθή τον Χριστόν, ο γενναίος του Χριστού Αθλητής ενεψύχωσε τον δήμιον κατά την ώραν εκείνην και με θάρρος του είπε· «Τελείωσον εκείνο το οποίον προσετάχθης να πράξης και μη χάνης ματαίως τον καιρόν». Τότε ο δήμιος, λαβών θάρρος, απέτεμε την αγίαν αυτού κεφαλήν και ούτως έλαβεν, ο αοίδιμος, του Μαρτυρίου τον στέφανον. Ήτο δε τότε η εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού Μαϊου ζ΄ (7η) του έτους αψλ΄ (1730). Μετά τρεις ημέρας παρέλαβον οι Χριστιανοί το τίμιον αυτού Λείψανον και το ενεταφίασαν εντίμως. Μετά ταύτα ο δήμιος, δαιμονισθείς, περιεπλανάτο εις την πόλιν και εξέβαλλεν ανάρθρους κραυγάς και αφρούς εκ του στόματός του, έως ότου, μετ’ ολίγας ημέρας, κακώς εξεψύχησεν. Ο δε Γέρων του Αγίου, εκεί όπου ήτο κεκλεισμένος, ως έμαθε τον γενναίον θάνατον του μαθητού του, με χαράν και δάκρυα ηυχαρίστησε τον Θεόν και διελθών εκ του τόπου όπου έκειτο το σώμα του Μάρτυρος και ιδών αυτόν, τον εχαιρέτησε μετά δακρύων ειπών· «Έχεις εκείνο το οποίον επόθεις, Παχώμιέ μου, και πρέσβευε υπέρ εμού προς τον Κύριον και υπέρ πάντων των επικαλουμένων σε». Τούτο αληθώς και εγένετο μετ’ ολίγας ημέρας, διότι ο Γέρων εκείνος Ιωσήφ κατεκυριεύθη υπό μεγάλου φόβου και δειλίας σκεπτόμενος πως θα αναχωρήση εκείθεν χωρίς να γίνη αντιληπτός. Ο δε Μάρτυς Παχώμιος εφάνη εις τον ύπνον του Γέροντος, καθώς ήτο εις την όψιν του προσώπου του, λαμπρός και χαρίεις και είπε προς αυτόν· «Μη φοβού, Γέροντα, δεν θα πάθης κακόν». Ευθύς τότε δια του λόγου τούτου εξέλιπεν η δειλία από την καρδίαν του Γέροντος. Αλλά και μία Χριστιανή εξ εκείνου του τόπου, βασανιζομένη εκ νεαράς ηλικίας από πόνον ανίατον του ημικρανίου, επεκαλέσθη μετά πίστεως την βοήθειαν του Οσιομάρτυρος και χρίσασα την κεφαλήν της δια του αίματός του, ηλευθερώθη τελείως από το πολυχρόνιον εκείνο πάθος. Εις μνήμην της ευεργεσίας ταύτης η ευλαβής εκείνη γυνή διεμήνυσεν εις το Όρος του Άθωνος προς τους Πατέρας, οίτινες εγνώριζον τον σωματικόν χαρακτήρα του Μάρτυρος, να φιλοτεχνήσουν την αγίαν Εικόνα αυτού. Αφ’ ότου δε έλαβε ταύτην, ως επόθει, ετέλει λαμπρώς και πανευλαβώς κατ’ έτος την εορτήν του Οσιομάρτυρος Παχωμίου, ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς της Βασιλείας των ουρανών. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου