Αρσένιος ο θαυμαστός και
περιβόητος εν Ασκηταίς Πατήρ ημών κατήγετο εκ της περιφήμου και ενδόξου Ρώμης,
εις την οποίαν εγεννήθη κατά το πρώτον ήμισυ του Δ΄ αιώνος και εξεπαιδεύθη μετ’
άκρας επιμελείας εις τα ελληνικά γράμματα και εις όλας τας επιστήμας. Επειδή δε
ήτο ευφυής και οξύνους, αφού κατέβαλε κόπους πολλούς, έμαθεν εις ολίγον καιρόν
την φιλοσοφίαν, την ρητορικήν και την λογικήν, καταστάς και εις τας άλλας
επιστήμας θαυμάσιος.
Αλλά με όλην την σπουδήν των γραμμάτων δεν παρημέλει την άσκησιν, μάλλον δε επροτίμα ταύτην ως ψυχοσωτήριον. Από δε της νεότητός του διήγε βίον ενάρετον και ως σώφρων κατεφρόνησεν όλην την Ελληνικήν παιδείαν, ως ουδέν αυτήν λογισάμενος και μόνον τα ιερά διδάγματα της θεοπνεύστου Γραφής επόθει να αναγιγνώσκη. Όθεν λάμπων κατά τας αρετάς και θεαρέστως πολιτευόμενος, εχειροτονήθη υπό του Αρχιεπισκόπου Ρώμης Διάκονος. Τόσον δε διεφύλαξε το κατ’ εικόνα αμόλυντον, ώστε αυτός μάλλον ετίμησε την ιερωσύνην ή ετιμήθη υπ’ αυτής. Ήτο λοιπόν μέγας κατά την σοφίαν και την αρετήν ο Αρσένιος, υπό πάντων ευλαβούμενος και πανταχού περιβόητος. Τον καιρόν εκείνον εκυβέρνα το βασίλειον ο ευσεβέστατος Θεοδόσιος ο Μέγας (379- 395), ο οποίος, καθώς ήτο εις όλα θαυμάσιος και εις την πίστιν ορθοδοξότατος, ούτος είχε πόθον να διδαχθούν τα τέκνα του φιλοσοφίαν, πάσαν γνώσιν και ήθη χρηστά, δια να κυβερνήσουν, μετά τον θάνατον αυτού, ευσεβώς και σοφώς το βασίλειον. Επεζήτει λοιπόν έμπειρον τινά και γνωστικόν άνθρωπον, όστις να μη είναι μόνον σοφός εις τα γράμματα, αλλά και εις την τάξιν έμπειρος, απλώς δε ειπείν, να είναι ικανός να ρυθμίζη την γνώμην με μέτρον, να συνδυάζη την μεγαλοπρέπειαν με την ταπείνωσιν. Ενώ λοιπόν ο μέγας κατά την αρετήν Θεοδόσιος επεζήτει τοιούτον παιδαγωγόν, έστειλεν ο Θεός εις αυτόν άνθρωπον κατά την επιθυμίαν του. Πως δε, ακούσατε. Ήτο τότε βασιλεύς εις την Εσπερίαν ο Γρατιανός (367 – 383), όστις παρέμενεν εις την Ρώμην. Προς τούτον έγραψεν ο Θεοδόσιος να αποστείλη εις αυτόν τοιούτον άνθρωπον. Ο δε Γρατιανός συνεβουλεύθη τον τότε Αρχιερέα της Ρώμης περί του ποίον να αποστείλωσιν. Ο δε Αρχιερεύς εγνώριζεν ακριβώς τον Αρσένιον, διότι ούτος είχε και μίαν αδελφήν μεθ’ ης διήγον πολιτείαν αγίαν. Ιδών ο βασιλεύς Γρατιανός την θαυμασίαν όψιν του Αγίου, την ευταξίαν, τα σεμνά ήθη και την κοσμιότητα, ακούσας δε και την εύλαλον εκείνην και πάνσοφον γλώσσαν, εθαύμασε και πολύ τον επήνεσε, ειπών· «Καθώς ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν και τίποτε δεν σου λείπει, από όσα καλά διηγούνται ότι έχεις. Λάβε λοιπόν τον κόπον να υπάγης έως την Κωνσταντινούπολιν, ίνα αναλάβης τους παίδας του βασιλέως και θέλεις έχει μισθόν πρώτον από τον Θεόν και δεύτερον από τον βασιλέα, τον οποίον θέλεις κάμει φίλον και θέλει σου δώσει δώρα πολλά». Ταύτα αφού ήκουσεν ο ταπεινόφρων Αρσένιος επροφασίζετο, ότι δεν ήτο άξιος δια τοιούτον αξίωμα και έλεγεν, ότι, αφ’ ότου έγινε Διάκονος, αφήκε τα Ελληνικά μαθήματα και έστρεψεν όλην του την σπουδήν και το φρόνημα εις την Εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν. Ένεκα δε τούτου είχε λησμονήσει τελείως την φιλοσοφίαν. Ταύτα έλεγεν ο Όσιος ένεκα της μετριοφροσύνης και του μεγάλου πόθου, τον οποίον είχε δια την ησυχίαν, την οποίαν επροτίμα υπέρ τον πρόσκαιρον πλούτον και την ευμάρειαν. Ο δε βασιλεύς, καθώς και ο Αρχιερεύς, ηννόησαν τον λογισμόν του και τον παρεκάλεσαν να μη παρακούση εις αυτούς, άλλως θέλουσι τον στείλει δια της βίας και ούτω να μη του γνωρίζουν και χάριτας. Όθεν ένεκα της επιμονής τούτων και ίνα μη τον βιάσωσιν, εδέχθη να μεταβή. Αφού λοιπόν ετοποθέτησε την αδελφήν του εις Μοναστήριον και εφωδίασε ταύτην με ό,τι εχρειάζετο, ανεχώρησεν. Φθάσας ο Άγιος εις Κωνσταντινούπολιν παρέδωκεν εις τον Βασιλέα Θεοδόσιον τα γράμματα, τα οποία του ενεχείρισεν ο Γρατιανός, αναγνώσας δε ταύτα ο βασιλεύς είδε τους τόσους επαίνους δια τον σοφόν Αρσένιον και έλαβε μεγάλην αγαλλίασιν. Έπειτα βλέπων και την σεβασμίαν όψιν του, την σεμνότητα και ευταξίαν του, ακούσας δε και τους μελιρρύτους λόγους του, εθαύμασεν έτι περισσότερον και τον ηυλαβήθη ως πατέρα του, παρουσιάσας δε τους δύο παίδας του, Αρκάδιον και Ονώριον, είπε προς αυτόν· «Τούτους παραδίδω, μετά Θεόν, εις τας χείρας σου και από σήμερον ας σε έχουν ως πατέρα των, η δε αγιωσύνη σου να έχης τούτους ως γνήσια τέκνα σου και ορκίζω σε να μη αμελήσης, αλλά να κάμης πάντα τρόπον να λάβωσι δια σου το ευ είναι, το οποίον είναι προτιμότερον και πατρικώτερον παρά το απλώς είναι, το οποίον προσέφερα εις αυτούς εγώ, ο κατά σάρκα πατήρ των. Σε παρακαλώ δε, ηγαπημένε μου Αρσένιε, να εκπαιδεύσης τούτους ίνα γίνουν κατά την αρετήν όμοιοί σου και να μη φθείρη τούτους καμμία νεανική επιθυμία. Ναι, Θεέ μου και Δέσποτα παντοδύναμε, δυνάμωσον αυτούς και αξίωσέ τους να γίνουν, ως ο διδάσκαλός των, δούλοι Σου γνήσιοι». Ταύτα προς τον Χριστόν μετά δακρύων ευξάμενος ο βασιλεύς Θεοδόσιος, έστρεψε πάλιν τον λόγον προς τον Αρσένιον, λέγων· «Πρόσεχε, αδελφέ φίλτατε και Πάτερ σεβασμιώτατε, να μη υπολογίζης ουδόλως, ότι φέρουν βασιλικόν διάδημα, αλλά να τους τιμωρής αυστηρώς, όταν πταίσωσιν, ως ιδικά σου τέκνα και να μη τους δίδης ουδεμίαν τιμήν, τούτο δε σου παραγγέλω έμπροσθεν αυτών· εάν δε ίδω ότι δεν εφύλαξες την εντολήν μου αυτήν, θέλω σκανδαλισθή και θέλω σε μισήσει, ως επίβουλον της βασιλείας μου». Αυτά και έτερα πλείονα ειπών, εγκατέστησεν όλους εις κατάλληλον οίκημα πλησίον των βασιλικών ανακτόρων, δια να τους βλέπη συχνάκις και να παρακολουθή τα γινόμενα. Τιμήσας δε καθ’ υπερβολήν τον θείον Αρσένιον, τον εψήφισε πρώτον της συγκλήτου και επρόσταξε να τον ονομάζουσιν όλοι όχι μόνον των παίδων, αλλά και αυτού του βασιλέως πατέρα γνήσιον. Όλοι τότε οι γνωστικοί τον επήνεσαν, διότι με τον τρόπον τούτον ετίμησε μάλλον τον Θεοδόσιον παρά τον Αρσένιον. Κατέβαλε λοιπόν ο Όσιος όσην ηδύνατο επιμέλειαν, δια να γίνουν οι παίδες καθώς επόθει ο Θεοδόσιος· και πότε μεν ηρμήνευεν εις αυτούς τα Ελληνικά μαθήματα, πότε τους εδίδασκε την αγίαν Γραφήν, ήτις είναι ωφελιμωτέρα των άλλων συγγραμμάτων. Άλλοτε πάλιν τους ενουθέτει πως να πορεύωνται εις τα πρόσκαιρα πράγματα, πως να υποτάσσωνται εις όλα τα παρά του πατρός των προσταττόμενα, να αγαπώσι τους δούλους και όλους τους υπηκόους και πλείστα άλλα εδίδασκε τούτους, όσα εγνώριζεν ότι ωφελούν την ψυχήν. Εξαιρετικώς δε παρεκίνει τούτους να μη υψηλοφρονώσι δια το βασιλικόν αξίωμα, αλλά μάλλον να ταπεινώνωνται, ενθυμούμενοι την άκραν ταπείνωσιν του Βασιλέως των βασιλέων και να δεικνύουν εις τους πτωχούς πολλήν συμπάθειαν δίδοντες ελεημοσύνην, δια να εύρουν και αυτοί ομοίως έλεος παρά του Θεού κατά την ημέραν της Κρίσεως. Αυτά και έτερα διδάσκων καθ’ ημέραν προς τους βασιλόπαιδας ο πάνσοφος, ωφέλει τούτους πολύ και επρόκοπτον, όχι μόνον εις τα μαθήματα, αλλά και εις τα ήθη και την τάξιν. Ημέραν δε τινά εισήλθεν ο βασιλεύς ίνα τους ίδη προ του διατεταγμένου καιρού. Ως δε εισήλθεν απροόπτως, εύρεν αυτούς μεν καθεζομένους εις τους θρόνους, τον δε Όσιον διδάσκοντα όρθιον, διότι όχι μόνον ηγάπα πολύ την ταπείνωσιν, αλλά και διότι ετίμα το αξίωμα της βασιλείας. Τούτο ιδών ο βασιλεύς δυσηρεστήθη και εξέδυσε τους παίδας των βασιλικών ενδυμάτων, της αλουργίδος δηλαδή και του διαδήματος και ενέδυσε τούτους δι’ απλών ενδυμάτων. Και τον μεν Αρσένιον επρόσταξε να καθήση, τούτους δε να ίστανται όρθιοι έμπροσθεν αυτού, καθώς κάμνουσιν άπαντες οι μαθηταί προ των διδασκάλων. Είπε δε προς τον Αρσένιον· «Εάν εκπαιδευθώσιν ώστε να φυλάττουν τον νόμον του Θεού και τας ψυχοσωτηρίους Του προσταγάς, θέλουν αξιωθή να λάβουν από την Αγίαν Του δεξιάν το βασίλειον. Ει δε μη, καλλίτερον να αποθάνωσι, παρά να διοικούν κακώς και απαιδεύτως». Ταύτα ακούσας ο σοφός Αρσένιος εθαύμασε δια την ευσεβή γνώμην του βασιλέως και αφού επήνεσε ταύτην ταπεινώς ως λογικήν, φρόνιμον και θεοσεβή, υπήκουσεν. Ούτως αυτός μεν εκάθητο όσην ώραν εδίδασκεν, αυτοί δε ίσταντο όρθιοι κατά το πατρικόν πρόσταγμα. Πλην με όλην την τιμήν της οποίας απελάμβανεν ο Όσιος, δεν ανεπαύετο, διότι επεθύμει να ησυχάση εις τόπον έρημον και ατάραχον. Όθεν ηύχετο πολλάκις προς τον Θεόν με θερμότατα δάκρυα να υποδείξη εις αυτόν τρόπον ευπρεπή και πρόφασιν εύλογον, ίνα φύγη ταχέως από τον δεσμόν, χωρίς να σκανδαλισθή ο βασιλεύς και χωρίς να κινδυνεύση η ζωή του. Ούτω ο Θεός δεν παρείδε την θερμήν και ευάρεστον αυτού αίτησιν, αλλ’ επήκουσε της δεήσεώς του και τον απηλευθέρωσε δια του εξής τρόπου. Ο Αρκάδιος υπέπεσεν εις τι σοβαρόν παράπτωμα, ώστε μη δυνάμενος να τον αφήση ατιμώρητον ο Όσιος, επειδή έκρινεν ως ύβριν κατ’ αυτού το παράπτωμα του νέου, έδειρε τούτον δικαίως, ως έπρεπε, δια να σωφρονισθή. Ο Αρκάδιος όμως εμνησικάκισε και εμίσησε τόσον τον διδάσκαλόν του, ώστε διελογίσθη να τον θανατώση, δια να εκδικηθή την ύβριν. Είχε λοιπόν σπαθάριον τινά, όστις τον υπηρέτει πιστότατα και εις τον οποίον ενεπιστεύετο όλα τα μυστικά του. Τούτον επρόσταξε να θανατώση τον Αρσένιον με ό,τι τρόπον δυνηθή. Αλλ’ ο σπαθάριος ήτο πολύ ευλαβής και θεοσεβής και δια τούτο δεν ετόλμησε να φονεύση τον δίκαιον αδίκως, φοβούμενος τον ουράνιον Βασιλέα, αλλά και τον επίγειον, ίνα μη θανατώσουν και αυτόν ως άδικον. Όθεν μυστικώ τω τρόπω απεκάλυψε προς τον Αρσένιον την εντολήν ταύτην του Αρκαδίου και τον συνεβούλευσε να φύγη νύκτα τινά κρυφίως, δια να μη κινδυνεύση. Τούτο πασιφανώς ήτο οικονομία και πρόνοια Θεού, ίνα ο Όσιος απομακρυνθή από τους θορύβους και την σύγχυσιν του κόσμου και αποχωρήση εις την ησυχίαν, κατά τον πόθον του. Νύκτα λοιπόν τινά ο ίδιος ο σπαθάριος εξήγαγε τον Άγιον κρυφίως από την πόλιν. Ως δε παρέμεινε μόνος ο Όσιος, ανέπεμψε προς Κύριον δέησιν, ίνα τον διαφυλάττη από τον κίνδυνον και τον φωτίση που να υπάγη, δια να ζήση εν ηρεμία. Ενώ δε ο μακάριος προσηύχετο, ήκουσε φωνήν εξ ουρανών λέγουσαν· «Αρσένιε, φεύγε τους ανθρώπους και σώζου». Ταύτα ακούσας εχάρη, διότι συνεφώνουν προς την επιθυμίαν του και ευθύς εξεδύθη τα πλούσια εκείνα ενδύματα, τα οποία εφόρει, και ενεδύθη ράσον εσχισμένον, σπεύσας δε προς τον αιγιαλόν εύρε, θεία Προνοία, πλοίον, το οποίον απέπλεε την ώραν εκείνην δι’ Αλεξάνδρειαν. Εις τούτο λοιπόν το πλοίον ανελθών, έφθασε μετ’ ολίγας ημέρας εις Αλεξάνδρειαν και εκεί εκουρεύθη Μοναχός, ρίψας με τας τρίχας της κεφαλής και πάσαν κοσμικήν φροντίδα και ματαιότητα. Ενδυθείς δε την αγγελικήν ωραιότητα, το μοναδικόν Σχήμα, το αγιώνυμον και σωτήριον, και απελθών εις όρος υψηλόν, εις το οποίον ησύχαζον και άλλοι Ερημίται, ησκήτευεν εκεί· ούτω δε χαίρων, απελάμβανε την ωφέλειαν της ησυχίας. Ο δε βασιλεύς ελυπήθη σφόδρα, διότι έφυγε κρυφίως ο Αρσένιος και έστειλε πανταχού ανθρώπους, ίνα τον εύρωσιν. Ούτοι τον ανεζήτουν εις όλα τα σπήλαια, τας σχισμάς των πετρών και τας φάραγγας, αλλ’ ο Κύριος τον εσκέπασε και δεν ηδυνήθησαν να τον εύρωσιν, εν όσω έζη ο Θεοδόσιος. Μετά δε τον θάνατον αυτού, αναλαβών την βασιλείαν ο Αρκάδιος, επληροφορήθη που ευρίσκετο ο Αρσένιος και οποίας αρετάς είχεν επί πλέον αποκτήσει. Όθεν έστειλε προς αυτόν γράμματα με πολλήν ταπείνωσιν και δώρα, παρακαλών τον Όσιον να τον συγχωρήση δια την άδικον επιβουλήν και το άδικον μίσος, το οποίον ησθάνθη πρότερον, ως νεώτερος. Παρεκάλει δε τούτον να προσευχηθή εις τον Θεόν, ίνα του δίδη μακροημέρευσιν, νίκην κατά των εχθρών και τον ενισχύη, ίνα φυλάττη αυστηρώς τας εντολάς Του. Προ πάντων δε εδέετο μετά θερμών δακρύων να συγχωρήση αυτόν, εξ όλης καρδίας, δια το παράπτωμα και να δεχθή την δωρεάν, την οποίαν του προσέφερεν, ήτοι τους φόρους όλης της Αιγύπτου και να διανείμη τούτους εις πτωχούς και Μοναστήρια. Αναγνώσας ο Άγιος τα γράμματα ετίμησε τον βασιλικόν απεσταλμένον, ως έπρεπεν, αλλά δεν έγραψεν απόκρισιν, ούτε τα χρήματα εδέχθη να λάβη εις τας χείρας του. Παρήγγειλε δε εις τον απεσταλμένον να ειπή εις τον βασιλέα Αρκάδιον εκ στόματός του, ότι του εσυγχώρησεν από ψυχής το αμάρτημα και εύχεται εις τον Θεόν να τον ελεήση ομού με όλους τους υπηκόους του, και ότι τα χρήματα δεν εκράτησε, διότι είχεν ήδη απαρνηθή όλα τα εγκόσμια και ενεκρώθη κατά το σώμα. Όθεν, ως νεκρός, δεν έπρεπε να φροντίζη δι’ επίγεια αγαθά. Αυτά παρήγγειλεν εις τον βασιλέα ο μέγας Αρσένιος, δια της τοιαύτης δε πολιτείας του εγένετο υπόδειγμα ευπρεπείας εις όλους εκείνους τους Ασκητάς. Όθεν πρεπόντως εγένετο και Προεστώς αυτών, ως πλέον εγγράμματος και εμπειρότερος αυτών. Όμως, παρ’ όλα τα προτερήματα ταύτα και τας αρετάς τας οποίας είχε, δεν υπερηφανεύετο. Μάλλον δε εταπεινούτο περισσότερον όλων και παρ’ όλην την σοφίαν του έλεγεν ότι δεν εγνώριζε τίποτε, ει μη μόνον τον Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον, κατά τον Απόστολον. Είχον δε εις την Σκήτην εκείνην συνήθειαν να συναθροίζωνται εις το Κυριακόν εορτάς τινάς και να κάμνουν ολονύκτιον αγρυπνίαν. Συναθροισθέντες λοιπόν κατά την τάξιν, ημέραν τινά, παρεκάλεσαν τον Αρσένιον να διδάξη τούτους τον θείον λόγον προς ψυχικήν των ωφέλειαν. Όθεν, δια να κάμη υπακοήν, είπε προς αυτούς τους εξής ολίγους, αλλά διδακτικούς και καρποφόρους λόγους. «Αδελφοί και Πατέρες. Όστις επιχειρήση πράγμα τι, πρέπει να κάμνη τούτο με συγκεκριμένον σκοπόν και πολλήν σκέψιν. Ο σκοπός δια τον οποίον εφύγαμεν από τον κόσμον ήτο να σώσωμεν, με την αναχώρησιν, την πολύτιμον και αθάνατον ψυχήν μας. Λοιπόν πρέπει να φροντίσωμεν να καθαρίσωμεν αυτήν με πολλήν επιμέλειαν, διότι τα πάθη της ψυχής δυσκολώτερον διορθούνται από τα πάθη του σώματος. Διότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι έδειξαν αρετήν και εγκράτειαν ως προς το σώμα, με νηστείας δηλαδή, αγρυπνίας και αυστηράν κακοπάθειαν. Δια να καθαρίσουν όμως την ψυχήν και την διάνοιάν των από τους ρυπαρούς και ακαθάρτους λογισμούς, ουδεμίαν καταβάλλουν επιμέλειαν. Ω της αφροσύνης εκείνων, οι οποίοι απέχουν μεν από την πορνείαν και την ηδυπάθειαν, από τα κρυφιώτερα όμως πάθη της ψυχής δεν εγκρατεύονται, τον φθόνον, δηλαδή, την φιλοδοξίαν, την φιλαργυρίαν, την οίησιν και την υπερηφάνειαν, ήτις είναι το χειρότερον όλων των αμαρτημάτων. Οι τοιούτοι είναι κατά το ήμισυ ακάθαρτοι ή καλλίτερον να ειπώ κατά το περισσότερον και κυριώτερον μέρος και ομοιάζουν προς τα είδωλα, τα οποία έξωθεν είναι χρυσά ή αργυρά και απαστράπτουν, εσωτερικώς δε είναι γεμάτα ακαθαρσίαν και φαυλότητα. Από αυτά λοιπόν τα κρύφια πάθη ας σπεύσωμεν να καθαρισθώμεν. Έχετε δε πάντοτε υπ’ όψει σας και την πλάνην εις την οποίαν προσπαθεί να ρίψη τον άνθρωπον ο δαίμων, δια να μη πλανάσθε. Ούτος, πολλάκις, με την πρόφασιν του καλού, μας κάμνει και αμαρτάνομεν ο δόλιος. Όταν δηλαδή έλθη ξένος εις το κελλίον μας, με την πρόφασιν της φιλοξενίας, καταλύομεν την νηστείαν και σπαταλώμεν, πίνοντες και γαστριμαργούντες οι άφρονες. Άλλους παρακινεί εις την φιλαργυρίαν ο μισόκαλος, δια να ελεούν δήθεν τους πένητας. Άλλους πάλιν συμβουλεύει να αφήσουν την ησυχίαν, δια να ωφελήσουν τον λαόν με διδασκαλίαν. Οι τοιούτοι, νομίζοντες ότι έφθασαν εις την απάθειαν, συνομιλούν αμερίμνως και με γυναίκας, πίπτοντες ούτω οι δυστυχείς μετά πάθους εις την ηδονήν. Άλλους πάλιν αφήνει ο πολυμήχανος εχθρός επί χρόνους πολλούς απειράκτους και ανενοχλήτους. Πάντες ούτοι, νομίζοντες ότι έφθασαν εις το άκρον της αρετής, κενοδοξούν οι ασύνετοι και κολάζονται. Ετέρους πάλιν καταπείθει να δέχωνται λογισμούς και να εξομολογούν τους αμαρτάνοντας, επειδή δήθεν έφθασαν εις απάθειαν και είναι άξιοι να κυβερνώσι τους εμπαθείς ως απαθείς, τους οποίους όμως εις το τέλος βυθίζει εις την απώλειαν, δια την δοκοφροσύνην και αυθάδειάν των. Πίπτοντες δε εις την αμαρτίαν της σαρκός, καταντούν περίγελως των ανθρώπων και παίγνιον των δαιμόνων. Επειδή λοιπόν αι προσβολαί του ενοχλούντος είναι διάφοροι και πολυμήχανοι, είναι ανάγκη να φυλαττώμεθα και ημείς με πολλήν επιμέλειαν, προσέχοντες ακριβώς και προσευχόμενοι εις τον Θεόν, με ταπείνωσιν, ίνα μας δίδη φώτισιν και σύνεσιν, να διακρίνωμεν καλώς και να προτιμώμεν τα ψυχωφελή και συμφέροντα». Αυτά και άλλα όμοια έλεγεν εις τους Συνασκητάς του ο Αρσένιος, όστις εγνώριζε κάλλιστα τας προσβολάς και τα τεχνάσματα των δαιμόνων. Διότι πολλάκις τους είδεν ερχομένους εις το κελλίον του, ως μας είπεν ο Μοναχός Δανιήλ, όστις ήτο υποτακτικός του Οσίου, και έδιδον εις αυτόν μεγάλην ενόχλησιν. Ο δε Αρσένιος, υπομένων τους πειρασμούς των δαιμόνων, εδείκνυεν ότι δεν τους φοβείται. Μόνον προς τον Δεσπότην προσηύχετο ταπεινώς και έλεγεν· «Ο Θεός μου, μη εγκαταλείπης με, ότι ουδέν εποίησα ενώπιόν Σου αγαθόν· αλλά δος μοι δια την αγαθότητά Σου βαλείν αρχήν». Ήτο δε πολύ ταπεινός και εις όλα τα έξωθεν ως ήτο και εις την ψυχήν, τα δε ράσα του ήσαν παλαιά και εφθαρμένα, τόσον ώστε, εάν τις έβλεπεν αυτόν χωρίς να τον γνωρίζη, ενόμιζεν ότι ήτο απλούς τις και αγράμματος Μοναχός, επειδή καθόλου δεν επεμελείτο την σάρκα, αν και είχε γνωρίσει την πολυτέλειαν των ανακτόρων. Διήγε λοιπόν εν σκληραγωγία, ευφραινόμενος και ευχαριστών τον Θεόν, με εκείνα τα εσχισμένα ιμάτια και με τας πενιχράς τροφάς, τας οποίας έτρωγε και ήτο χαρίεις εις το πρόσωπον, ως να έτρωγε ποικίλα και πλουσιώτατα φαγητά. Ηπλώθη λοιπόν η φήμη του Οσίου Αρσενίου εις πάσαν σχεδόν πόλιν και χώραν και ήρχοντο να τον επισκέπτωνται, ίνα ωφελούνται από τους λόγους του. Και όχι μόνον ο κοινός λαός, αλλά και Προεστώτες και Αρχιερείς είχον ως καύχημά των το να συνομιλήσουν με τον Άγιον Αρσένιον. Ήλθον λοιπόν ίνα τον ίδουν ο ηγεμών της Αλεξανδρείας και ο Πατριάρχης Θεόφιλος. Αφού δε αντήλλαξαν χαιρετισμόν, παρεκάλεσαν τον Όσιον να ωφελήση τούτους δια λόγων σωτηρίων, διότι, τούτο επιθυμούντες, τοσούτον εκοπίασαν. Ο δε απεκρίθη λέγων· «Εάν είπω εις σας τίποτε, θέλετε υπακούσει»; Είπον εκείνοι· «Ναι». Τότε είπεν εις αυτούς ο πάνσοφος· «Όπου ακούσετε ότι ευρίσκεται ο Αρσένιος, μη πλησιάσετε». Οι δε, ακούσαντες τούτο, δεν εσκανδαλίσθησαν, αλλά μάλλον ηυφράνθησαν, γνωρίζοντες ότι έλεγε ταύτα, δια να μη του εμποδίσουν την ησυχίαν. Άλλην πάλιν φοράν ο ως άνω Αρχιεπίσκοπος έγραψεν εις τον Όσιον, ερωτών αυτόν, εάν θα του ήνοιγε το κελλίον, όταν θα μετέβαινεν εκεί, εάν δε όχι, να μη έκαμνεν αδίκως τον κόπον. Ο δε Όσιος αντέγραψεν εις τον Αρχιεπίσκοπον, λέγων· «Αν δεχθώ την Αρχιερωσύνην σου, πρέπει να υποδέχωμαι άπαντας και τότε είναι ανάγκη να αναχωρήσω και από εδώ δια να μη με πειράζετε». Ταύτα ακούσας ο Πατριάρχης ουδέποτε πλέον ετόλμησε να μεταβή προς τον Όσιον. Μοναχός δε τις παρεκάλεσε τον Όσιον να του είπη λόγον τινά ωφέλιμον. Ο δε Όσιος απήντησε· «Σπούδαζε και αγωνίζου όσον δύνασαι, να αρέσκη εις τον Θεόν η ένδοθεν της ψυχής εργασία και τότε είναι δυνατόν να νικήσης και τα έξω πάθη του σώματος. Διότι μάταιοι και ανωφελείς είναι οι κόποι και οι πόνοι του σώματος, εάν δεν νικήσης τον έσω πόλεμον». Ταύτα και πλείστα άλλα ακούσας ο Μοναχός ούτος από τον μέγαν Αρσένιον ωφελήθη θαυμασιώτατα όχι μόνον αυτός, αλλά και όσοι άλλοι τον συνεβουλεύοντο. Άλλοτε πάλιν, ερωτώμενος υπό Μοναχών, οίτινες μετέβαινον εις ξένην πόλιν ή χώραν, πως να πορεύωνται, απεκρίνετο ούτως· «Όταν ο Μοναχός μεταβή εις πόλιν, ας μη αποκτήση εκεί κανένα γνώριμον ούτε παρρησίαν ή οικείωσιν μετά τινος, δια να φυλάξη την ψυχήν αυτού αβλαβή». Έτερος Μοναχός ηρώτησε τον Όσιον· «Διατί μισείς τους ανθρώπους και μας αποφεύγεις»; Απεκρίθη ο Όσιος· «Όσιε Μάρκε (ούτως ωνομάζετο ο Μοναχός εκείνος), ο Θεός γνωρίζει ότι πολύ σας αγαπώ· αλλά δεν ημπορώ να χωρισθώ εις δύο. Να είμαι αφ’ ενός με τον Θεόν και αφ’ ετέρου μαζί σας. Όθεν προτιμώ να αρέσω εις τον Θεόν μάλλον ή εις τους ανθρώπους. Διότι όλαι αι μυριάδες των Αγγέλων ένα σκοπόν και μίαν βουλήν έχουν. Να υμνούν ακαταπαύστως τον Θεόν και να τελούν τα προστάγματα Αυτού αυστηρώς. Οι δε άνθρωποι έχουν άλλας επιθυμίας. Αλλ’ εάν ζητήσωμεν τον Θεόν, με καθαράν, καθώς πρέπει, πολιτείαν και άμεμπτον, θέλει κατοικήσει εντός ημών». Ήτο δε ο Όσιος τοσούτον ανώτερος των ανθρωπίνων παθών και των αναγκών ισχυρότερος, ώστε όχι μόνον την δίψαν και την πείναν υπέμενεν, αλλά και εις τον ύπνον ήτο λίαν εγκρατής. Διότι τίποτε άλλο δεν είναι δραστικώτερον τούτου, εις το να καταθλίβη την σάρκα. Ούτος δε ο τρισόλβιος διήρχετο πολλάς νύκτας άϋπνος, προσευχόμενος ακαταπαύστως και μόνον το πρωί, δια να μη ασθενήση το σώμα του και δεν δύναται να αγωνίζεται, εκοιμάτο μίαν ώραν λέγων προς τον ύπνον· «Ελθέ, δούλε κάκιστε». Και πάλιν όταν εκοιμάτο ολίγον, ηγείρετο και προσηύχετο. Προς δε τους παρόντας έλεγε· «Φθάνει εις τον Μοναχόν να κοιμηθή μίαν ώραν, εάν είναι αγωνιστής και δόκιμος». Συνήθειαν είχεν ο θαυμαστός ούτος Αρσένιος να ωφελή τους Πατέρας με πράξεις αγίας και διηγήματα και ενίοτε υπεκρίνετο άλλο πρόσωπον, όταν ήθελε να διηγηθή οπτασίαν τινά, την οποίαν είδε, λέγων, ότι άλλος ήτο ο ιδών ταύτην Πατήρ, δια να αποφύγη ο πάνσοφος την κενοδοξίαν. Διηγήθη λοιπόν ποτέ εις αυτούς την εξής οπτασίαν. «Γηραιός τις Μοναχός, ενώ εκάθητο εις το κελλίον του, ήκουσε ποτέ φωνήν, ούτω λέγουσαν· «Έξελθε ίνα σου δείξω πως έχουν τα έργα των ανθρώπων». Όθεν εξελθών ηκολούθησε τον Άγγελον και αφού έφθασαν εις τόπον τινά, του έδειξε άνθρωπον, όστις έκοπτε ξύλα. Όταν δε τα έδεσεν, εδοκίμασε να τα σηκώση και δεν ηδύνατο. Αποθέσας δε το δεμάτιον, επρόσθεσε και άλλα ξύλα και τα έκαμε περισσότερα. Τούτο δε και έπραττεν εν συνεχεία. Αφού δε επροχώρησαν ολίγον, έδειξεν ο Άγγελος εις αυτόν άλλον άνθρωπον, όστις ήντλει ύδωρ εξ ενός λάκκου, δι’ ενός δοχείου κατατρυπημένου, έως ότου δε ανασύρη τούτο από τον λάκκον εχύνετο όλον το ύδωρ. Αφού δε επροχώρησαν ολίγον ακόμη, του έδειξε Ναόν μέγιστον, εις τον οποίον εδοκίμαζον επί ώραν πολλήν δύο άνδρες έφιπποι να εισέλθωσι, βαστάζοντες οριζοντίως παμμέγιστον ξύλον, το οποίον όμως τους ημπόδιζε και δεν ηδύναντο να εισέλθωσιν εις τον Ναόν. Διότι δεν ήθελαν ούτε να κύψουν ούτε να αφήσουν το ξύλον ή να το σηκώσουν κατ’ άλλον τρόπον, αλλά εβάσταζον τούτο εξηπλωμένον κατά τρόπον που τους ημπόδιζε την είσοδον». Αφού λοιπόν ο Άγγελος έδειξε ταύτα εις τον Όσιον, του απεκάλυψε και την σημασίαν αυτών, ειπών· «Αυτοί, οίτινες βαστάζουν το ξύλον, είναι όσοι πιστεύουν, ότι είναι δίκαιοι και δια την υπερηφάνειάν των γίνεται δι’ αυτούς άβατος η οδός της ταπεινώσεως και ούτω μένουν έξω της ουρανίου Βασιλείας οι ανόητοι. Εκείνος δε, όστις ήντλει το ύδωρ με το τρυπημένον δοχείον, εκαλλιέργει αρετάς, ήτοι νηστείας, προσευχάς, ελεημοσύνας και άλλα, αλλά διότι είναι ανθρωπάρεσκος, δηλαδή αρέσκει εις αυτόν η επίδειξις προς τους ανθρώπους και δεν ευχαριστείται να γνωρίζη ταύτα μόνον ο Θεός, αλλ’ επιζητεί τον έπαινον των ανθρώπων, δια τούτο, δικαίως, μισεί ο Θεός τας πράξεις του και ούτω δεν έχει καθόλου μισθόν. Εκείνος δε πάλιν, όστις δεν ηδύνατο να σηκώση τα ξύλα, είναι αυτός όστις έχει πολλά αμαρτήματα και αντί να μετανοήση και να τα αποβάλη, προσθέτει και άλλα, ο άφρων». Ταύτα λέγων ο θείος Αρσένιος εθεράπευεν ενός εκάστου των ακροατών του το πάθος, το οποίον ενεφώλευεν εντός αυτού και όλοι ωφελούντο πολύ εκ των νουθετικών και διδακτικών λόγων του. Άλλοτε πάλιν ο θείος Αρσένιος διηγήθη εις τους Πατέρας το εξής θαυμάσιον. «Μοναχός τις έζη εις την Σκήτην, γέρων κατά την ηλικίαν και εις την πράξιν θαυμάσιος. Πλην ήτο απλούς και αγράμματος. Όθεν, ευρών αυτόν ο δαίμων αμαθή και αγροίκον, έσπειρεν εις την διάνοιάν του ζιζάνια και έλεγεν, ότι ο Άγιος Άρτος, τον οποίον μεταλαμβάνομεν, δεν είναι καθ’ αυτό και κυρίως Σαρξ και Αίμα του Κυρίου Ιησού, αλλά τούτων αντίτυπα. Ταύτα ακούσαντες τινές των Γερόντων ελυπήθησαν και θέλοντες να απαλλάξουν εκ της τοιαύτης πλάνης τον Γέροντα εκείνον, μετέβησαν εις το κελλίον του και του είπον· «Ηκούσαμεν ότι Γέρων τις επλανήθη και λέγει δια τα Άγια Μυστήρια λόγους βλασφήμους, ότι, δηλαδή, η Αγία Κοινωνία, την οποίαν μεταλαμβάνομεν, δεν είναι Αίμα και Σάρξ του Χριστού, αλλ’ αντίτυπον τούτων». Τότε ο Γέρων έβαλε προ των άλλων μετάνοιαν, ειπών· «Ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι. Εγώ είπον αυτόν τον λόγον και τον λέγω, διότι δεν πιστεύω, ότι είναι πράγματι Σώμα Χριστού». Είπον τότε εκείνοι προς αυτόν· «Μη βλασφημείς, Γέρον, και κολάζεσαι, διότι δια της θείας μετουσιώσεως ο Άρτος είναι αληθώς η Σάρξ του Χριστού και ο Οίνος αληθώς το θείον Αίμα. Ωκονόμησε δε τούτο Εκείνος, τον οποίον μεταλαμβάνομεν, επειδή η ανθρωπίνη φύσις δεν δύναται να φάγη σάρκα και αίμα ωμά, δια τούτο λαμβάνομεν Αυτόν εις ταύτα τα είδη, τα αναγκαιότερα και χρησιμώτερα πάντων, τα οποία πρότερον αληθώς ήσαν απλούς άρτος και οίνος, αλλά δια των ευχών και επικλήσεων του Ιερέως και δια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μετατρέπονται εις Σάρκα και Αίμα Χριστού λίαν θαυμασίως. Καθώς ακριβώς και το Άγιον Βάπτισμα, κατά το φαινόμενον είναι ύδωρ, αλλά δια των ευχών και της ιερουργίας πληρούται Αγίου Πνεύματος. Όθεν δεν είναι πλέον ύδωρ απλώς, επειδή αναγεννά και αναπλάσσει τον βαπτιζόμενον και απολυτρώνει τούτον εκ πάντων των αμαρτημάτων». Παρ’ όλα όμως ταύτα και έτερα πλείονα, τα οποία έλεγον οι Όσιοι Γέροντες, εκείνος δεν επείθετο, λέγων, ότι ήθελε να πληροφορηθή δια των ιδίων του οφθαλμών. Όθεν οι Όσιοι έμειναν εκεί και προσηύχοντο μετ’ αυτού προς τον Θεόν, επί μίαν εβδομάδα, παρακαλούντες Αυτόν να φωτίση τον πλανώμενον Γέροντα, ίνα εννοήση το σφάλμα του και μη απολεσθούν οι ιδρώτες και οι κόποι της ασκήσεώς του. Κατά την εβδόμην ημέραν μετέβησαν εις την Εκκλησίαν, ίνα ακούσωσι λειτουργίαν. Όταν δε ο Ιερεύς έλεγε το· «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου», βλέπουν και οι τρεις, εις το άγιον δισκάριον, ω της Σης, Χριστέ, χρηστότητος και θαυμαστής Σου δυνάμεως! Μικρόν Βρέφος, ζων και εύχαρι. Όταν λοιπόν ο Ιερεύς ήπλωσε την χείρα δια να μελίση τον Άγιον Άρτον, είδον οι τρεις ούτοι Γέροντες Άγιον Άγγελον, ο οποίος, έχων εις τας χείρας του μάχαιραν, έσφαξε το Άγιον Βρέφος και μετήγγισε το Τίμιον Αυτού Αίμα εις το άγιον Ποτήριον. Όταν δε πάλιν ο Ιερεύς εμέλιζε τον Άγιον Άρτον εις μικράς μερίδας, έκοπτε και ο Άγγελος την Σάρκα του θείου Βρέφους εις τα ίδια τμήματα. Αλλά και όταν ο πλανώμενος Γέρων επλησίασεν ίνα κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, μετέλαβε κρέας ωμόν, το οποίον έσταζεν αίμα. Τούτο ιδών ο Γέρων έκλαυσεν από την χαράν του και απέρριψε τελείως την προτέραν του πλάνην, βεβαιωθείς δια την αλήθειαν. Ομοίως και οι δύο άλλοι εχάρησαν ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον και απήλθον εις τα κελλία των, ευχαριστούντες τον Κύριον. Τοιαύτα διηγείτο προς τους Πατέρας ο Μέγας Αρσένιος. Ήλθον δε κάποτε εις την Σκήτην βάρβαροι και οι μεν άλλοι Πατέρες έφυγον, δια να μη τους φονεύσωσιν, ο δε Αρσένιος ουδόλως εφοβήθη, επειδή και τους δαίμονας εξουσίαζε και οι ασεβείς τον εφοβούντο. Έμεινε λοιπόν εις το κελλίον του, λέγων· «Εάν δεν έχη ο Θεός την φροντίδα μου, τι την θέλω την ζωήν»; Ούτως έμεινεν αμέριμνος, οι δε βάρβαροι δεν είδον ουδόλως το κελλίον του. Άλλοτε πάλιν, εις παρομοίαν περίπτωσιν, δια να αποφύγη τον έπαινον των ανθρώπων, έφυγε μετά των άλλων την επιδρομήν των βαρβάρων, οι οποίοι δεν τον έβλεπον, όταν διήρχετο πλησίον των, αλλά έμενεν εις όλους αόρατος, με την σκέπην και πρόνοιαν του Θεού. Ήλθε δε ποτέ από την Ρώμην εις την Αλεξάνδρειαν μεγάλη αρχόντισσα, συγκλητική το αξίωμα, πολύ πλουσία και κατά την ψυχήν θεοφιλής και ενάρετος, ήτις είχε μεγάλον πόθον να ίδη τον Αρσένιον, δια να ακούση λόγους ψυχωφελείς εκ του στόματός του. Ο δε Πατριάρχης Θεόφιλος πληροφορηθείς την ευγενικήν αυτής καταγωγήν, την υπεδέχθη ασμένως και την εφιλοξένησεν επιμελώς. Τούτον παρεκάλεσεν η γυνή να μεταβώσιν ομού προς επίσκεψιν του Αρσενίου. Εξεκίνησαν λοιπόν και όταν επλησίαζον, προεπορεύθη ο Πατριάρχης και παρεκάλει τον Άγιον να υποδεχθή την γυναίκα, επειδή ήτο πολύ ευλαβής προς αυτόν και υπεβλήθη εις τόσους κόπους και ταλαιπωρίας, διελθούσα τόσην ξηράν και θάλασσαν δι’ αγάπην του. Ο Όσιος όμως δεν συγκατένευσεν. Επέστρεψε λοιπόν άπρακτος ο Πατριάρχης. Η δε γυνή δεν ηθέλησε να αναχωρήση, αλλά παρέμεινε καιροφυλακτούσα και όταν κάποιαν στιγμήν είδε τον Άγιον έξω του κελλίου του, δραμούσα προσέπεσεν εις τους πόδας του και εδέετο μετά δακρύων να της είπη λόγον σωτήριον. Ο δε Άγιος ήγειρεν αυτήν με οργήν, ειπών· «Εάν ήλθες ίνα ίδης το πρόσωπόν μου, βλέπε το. Δεν ήκουσες τα έργα μου; Τις λοιπόν η ανάγκη να διακινδυνεύσης τόσον μακρινόν ταξίδιον προς χάριν μου; Ή δια να διηγήσαι, όταν επιστρέψης εις την πατρίδα σου, εις τας άλλας γυναίκας, ότι είδες τον Αρσένιον και να κάμης ταύτας να συναχθούν εδώ»; Η δε αρχόντισσα απεκρίθη· «Αληθώς, Άγιε Πάτερ, δεν θέλω αφήσει άλλην να έλθη. Μόνον εγώ, ως έχουσα πολλήν ευλάβειαν εις την αγιωσύνην σου, ήλθα δια να με ευχηθής και να με μνημονεύης πάντοτε». Ο δε Άγιος είπε· «Και εγώ παρακαλώ τον Θεόν να εξαλείψη την ενθύμησίν σου από την καρδίαν μου». Ταύτα ως ήκουσεν εκείνη τόσον ελυπήθη, ώστε την κατέλαβε πυρετός και ησθένησε. Ο δε Πατριάρχης την παρηγόρησεν ειπών· «Μη λυπείσαι, δέσποινα, διότι δεν το είπεν εκ μίσους ο Άγιος, αλλά διότι ο πονηρός ενοχλεί τους Ασκητάς με την ενθύμησιν των γυναικών και σκανδαλίζονται. Δια τούτο σου ωμίλησεν ούτω. Γνώριζε όμως, ότι εις τας προσευχάς του θα σε ενθυμείται πάντοτε». Τότε η γυνή επαναπαυθείσα κατά τον λογισμόν και θεραπευθείσα επέστρεψεν εις την Ρώμην χαίρουσα. Έλεγον δε και τούτο ο Δανιήλ και οι άλλοι γείτονες δια τον Αρσένιον, ότι τόσον ενήστευεν, ώστε επήρκει εις αυτόν δι’ όλον τον χρόνον πολύ ολίγος σίτος. Ότι μόνον όταν ήρχοντο ξένοι έτρωγε, δια να μη τον δοξάζωσι. Τα οπωρικά έτρωγε μίαν μόνον φοράν τον χρόνον προς ευχαριστίαν του Θεού και δια συγκατάβασιν. Ποτέ δε δεν έμεινεν αργός, αλλά προσηύχετο, ειργάζετο νήματα ή κατεσκεύαζε βάϊα, τα οποία είχεν εντός του ύδατος δια να μαλακώνουν και να πλέκωνται. Δεν ήλλαξε δε ποτέ το ύδωρ, αλλά ήτο πάντοτε δυσώδες από την πολυκαιρίαν. Τινές λοιπόν των Πατέρων ωνείδισαν αυτόν, νομίζοντες την πράξιν ταύτην αμέλειαν. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Όταν ήμην εις τον κόσμον απήλαυσα ευωδίας πολλών αρωμάτων. Όθεν, δια να εξαλείψω την αμαρτίαν εκείνην, υπομένω τώρα ταύτην την βλαβεράν δυσωδίαν». Είχε δε και τοσαύτην ακτημοσύνην, ώστε, όταν κάποτε ησθένησε, δεν είχε λύχνον δια την ανάγκην και τον ευσπλαγχνίσθησαν άλλοι. Τούτον τον Όσιον ηρώτησεν ενάρετος τις Μοναχός, Μάρκος ονόματι, λέγων· «Άραγε είναι καλόν να μη έχη τις εις το κελλίον του καμμίαν απόλαυσιν; Διότι είδα τινά, όστις είχε μερικά λάχανα και τα εξερρίζωσεν». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Καλόν είναι τούτο, αλλά είναι ανάγκη ο τοιούτος να έχη προς την έξιν και την συνήθειαν της αρετής. Εάν δε δεν έχη την έξιν τελειοτέραν και εάν τα πρώτα ανέσπασε, φυτεύει πάλιν έτερα». Αδελφός τις επεθύμησε να ίδη τον μέγαν Αρσένιον και, απελθών εις το Κυριακόν, παρεκάλει τους Πατέρας να του δείξωσι τούτον. Του είπον τότε εκείνοι να αναμείνη έως την άλλην ημέραν, οπότε θα ήρχετο εις την σύναξιν. Εκείνος όμως δεν είχεν υπομονήν, αλλ’ έλεγεν, ότι δεν θα έτρωγεν, ούτε θα εκοιμάτο, εάν δεν ιδή τον Άγιον πρότερον. Συνόδευσε λοιπόν αυτόν εις αδελφός και αφού έκρουσαν την θύραν, εξήλθεν ο Όσιος, υπεδέχθη τούτους και τους εχαιρέτησεν. Έπειτα εκάθισαν σιωπώντες και ουδείς ωμίλησεν. Όταν δε παρήλθεν ώρα πολλή, είπεν ο Μοναχός προς τον ξένον· «Εγώ μεν επιστρέφω εις το κελλίον μου και συ μείνε εδώ, αν έχης ανάγκην τινά». Ως δε ηγέρθη προς αναχώρησιν, τον ηκολούθησε και ο αδελφός και αμφότεροι μετέβησαν εις τον Μωϋσήν τον Αιθίοπα, όστις ήτο πρότερον ληστής. Ούτος υπεδέχθη τούτους πολύ ιλαρώς· τους εφίλευσε και προσέφερεν εις αυτούς τόπον, ίνα αναπαυθώσιν. Όταν λοιπόν ανεχώρησαν, ηρώτησεν ο Μοναχός τον ξένον, τις εκ των δύο εφάνη εις αυτόν εναρετώτερος. Ο δε απεκρίθη· «Εκείνος όστις μας εφίλευσεν». Ακούσας δε τούτο Γέρων τις ενάρετος, παρεκάλεσε τον Κύριον να αποκαλύψη εις αυτόν, τις εκ των δύο έπραξε καλλίτερον. Είδε λοιπόν εν εκστάσει δύο λέμβους, αίτινες έτρεχον εις τον ποταμόν. Εις την μίαν ήτο ο Αρσένιος και έπλεε μόνος ηρέμως, υπό του Πνεύματος του Θεού προστατευόμενος και καθοδηγούμενος. Εις την άλλην ήτο ο Μωϋσής, τον οποίον έτρεφον με μέλι οι Άγιοι Άγγελοι. Ταύτα ιδών ο Γέρων εγνώρισεν, ότι και οι δύο ήσαν αξιώτατοι εργάται του Θεού, αλλ’ η σιωπή του Αρσενίου ήτο προτιμοτέρα της φιλοξενίας του Αιθίοπος. Επειδή μετά του Αρσενίου ήτο το Πνεύμα το Άγιον, μετά δε του Μωϋσέως οι Άγιοι Άγγελοι, οίτινες έτρεφον τούτον δια μέλιτος, ένεκα της αγάπης και της φιλοξενίας του. Όμως και αι δύο αύται αρεταί είναι καλαί και θεάρεστοι. Ησθένησε ποτέ ο θαυμάσιος ούτος Αρσένιος και ο Ιερεύς της Εκκλησίας έφερεν εις αυτόν εν πενιχρόν στρώμα και εν προσκεφάλαιον, ίνα μη, ασθενών, ταλαιπωρήται. Ελθών δε, ίνα ίδη τον Άγιον, γέρων τις και ιδών την κλίνην, εσκανδαλίσθη. Ο δε Ιερεύς, εννοήσας τούτο, ηρώτησε κρυφίως τον γέροντα· «Πως διήγες εις τον κόσμον προτού γίνης Μοναχός»; Ο δε γέρων απεκρίθη· «Με πολλήν στενοχωρίαν και κακοπάθειαν, ένεκα της πτωχείας μου». Τότε ο Ιερεύς του είπεν· «Αλλ’ αυτός, τον οποίον βλέπεις, ήτο πατήρ των βασιλέων και είχε πλούτον άφθονον, πολλήν ευμάρειαν, μεταξωτά μαλακά ενδύματα και πάσαν σωματικήν απόλαυσιν. Ταύτα δε πάντα κατεφρόνησε και τον κόσμον εμίσησε, διάγων τώρα εις τόσην στενοχωρίαν, δια την αγάπην του Χριστού. Συ δε έχεις περισσοτέραν ανάπαυσιν και απόλαυσιν τώρα, παρά όταν ήσο εις τον κόσμον αμέριμνος». Ταύτα ακούσας ο γέρων ηννόησε την πλάνην αυτού και αφού εζήτησε συγχώρησιν ανεχώρησεν. Είχεν ο Όσιος δύο μαθητάς εναρέτους, τους οποίους επεθύμει να αφήση κληρονόμους της αρετής αυτού, επειδή ήσαν ευγνώμονες. Ούτοι ωνομάζοντο Αλέξανδρος και Ζώϊλος· νύκτα δε τινά τους επρόσταξε να παραμείνουν πλησίον του, ο εις προς τα δεξιά και ο άλλος προς τα αριστερά του, δια να ίδωσι πόσην ώραν εκοιμάτο, ίνα έχουν αυτόν ως παράδειγμα. Έμειναν λοιπόν αφ’ εσπέρας μέχρι πρωϊας ούτως άγρυπνοι και όταν εξημέρωσεν, έλεγον προς τους άλλους, ότι αυτοί μεν ενύσταξαν και απεκοιμήθησαν ολίγον, ο δε Αρσένιος ουδόλως. Όλοι τότε εξεπλάγησαν. Άλλοτε πάλιν ήλθε γέρων τις, δια να ωφεληθή εκ των λόγων του Οσίου. Επειδή όμως εύρε την θύραν του κελλίου κεκλεισμένην, δεν εκτύπησε, δια να μη τον ενοχλήση, αλλά παρετήρει εκ μιάς σχισμής. Είδε τότε τον Όσιον Αρσένιον εις πυρ μεταβαλλόμενον και έμεινεν αρκετήν ώραν όλως έμφοβος. Κατόπιν, αφού έκρουσε την θύραν, εξήλθεν ο Όσιος, όστις ιδών τούτον ακόμη θαυμάζοντα, τον ηρώτησε πόση ώρα ήτο αφ’ ότου ήλθε και εάν είδε κανέν όραμα. Ο δε γέρων ηρνήθη, δια να μη δυσαρεστήση τον Όσιον και ουδέν ωμολόγησεν. Αλλά δια να εννοήσετε πόσον απηρνήθη τον κόσμον και τα του κόσμου και πόσον εμίσησε τα επίγεια και ότι όντως εσταυρώθη τω κόσμω, κατά τον Απόστολον, ακούσατε και τα εξής. Αξιωματούχος τις ήλθεν από την Ρώμην κομίζων την διαθήκην συγγενούς τινός του Οσίου, την οποίαν ο Όσιος, λαβών εις τας χείρας, ήθελε να σχίση. Ο δε αξιωματούχος έπεσεν εις τους πόδας αυτού φωνάζων, ότι εάν κατέστρεφεν αυτήν, εκινδύνευεν εκείνος να θανατωθή. Τότε ο Όσιος έδωκε την διαθήκην εις τον Ρωμαίον αξιωματούχον και είπε προς αυτόν· «Εγώ δεν είμαι μετά των ζώντων, διότι απέθανον προ πολλού και δεν ενδιαφέρομαι δια πρόσκαιρα πράγματα». Τις λοιπόν ήθελεν ακούσει τοιαύτας θαυμαστάς αρετάς και δεν θα εθαύμαζε τον μέγαν τούτον Αρσένιον; Λέγουσι δε και τούτο δια τον Όσιον· ότι, αφ’ ότου έδυεν ο ήλιος, ίστατο όλην την νύκτα κατ’ Ανατολάς προσευχόμενος, έως ότου ανατείλη πάλιν ο ήλιος και να αισθανθή τούτον εις το πρόσωπον. Άλλοτε έμελλε να διέλθη τον ποταμόν ο Όσιος. Καθώς δε διήρχετο τούτον, γυνή τις αράπισσα εκράτησε την μηλωτήν του και τον έσυρεν. Ο δε Όσιος εθυμώθη και την ύβρισεν. Εκείνη δε είπε προς αυτόν· «Δεν σου πρέπει να οργίζεσαι, Αρσένιε, τόσον ευκόλως, αλλά, εάν είσαι Μοναχός, να μένης εις το κελλίον σου». Ταύτα ακούσας ο Όσιος ωφελήθη και εμέμφετο εαυτόν, ως πταίστην. Μεταξύ δε των άλλων αρετών είχε και την εξής ο τρισμακάριος. Δεν έστειλε ποτέ προς ουδένα ερωτήσεις επί των θείων Γραφών, ούτε αυτός τας εδέχετο. Όχι διότι δεν εγνώριζε να απαντήση, αφού ως σοφώτατος και εύγλωττος εγίνωσκε να λύση κάλλιστα πάσαν απορίαν της Αγίας Γραφής, αλλ’ εκ ταπεινώσεως δεν ήθελε να αποφαίνεται και ίνα φυλάξη την σιωπήν, φεύγων δε και πάσαν επίδειξιν. Δια τούτο εφρόντιζε να μη φαίνεται εις τας συνάξεις και εορτάς της Εκκλησίας, αλλ’ εκρύπτετο πάντοτε ή όπισθεν του κίονος ή εις το καταπέτασμα ή εις γωνίαν τινά, δια να μη τον βλέπουν. Εκεί δε ιστάμενος μετά πολλής προσοχής και ευλαβείας, ύψωνεν ευκολώτερον τον νουν προς τον Θεόν, συνηθίζων πάντοτε να λέγη κατ’ ιδίαν· «Αρσένιε, δι’ ο εξήλθες». Ως δηλαδή να έλεγεν· «Αρσένιε, διατί ήλθες εις την έρημον και απηρνήθης τον κόσμον; Βεβαίως όχι δι’ άλλην αιτίαν, ει μη μόνον δια να αρέσκης εις τον Θεόν. Λοιπόν επιμελού όσον δύνασαι, να πράξης όσα Εκείνος επιθυμεί». Έλεγε δε συχνάκις και τούτον τον λόγον ο αξιοϋμνητος· «Πολλάκις μετενόησα διότι ελάλησα, αλλά διότι εσιώπησα δεν μετενόησα ποτέ». Είχε δε ο Όσιος και το μακάριον πένθος ο τρισμακάριος και δεν έλειπε ποτέ από τους οφθαλμούς του το δάκρυ. Τούτο είχεν ως διαρκές και απαράλειπτον έργον, έφερε δε πάντοτε τεμάχιον ράσου επί του στήθους του, δια του οποίου εσπόγγιζε τα δάκρυα, ίνα μη πίπτουν επί του βιβλίου, το οποίον ανεγίγνωσκε. Τούτο ιδών ποτέ ο Αββάς Ποιμήν, όστις μετέβη εις το κελλίον του, μεταξύ των άλλων τα οποία είπεν εις τον Όσιον, είπε και τούτο· «Καλότυχος συ, Αρσένιε, και όντως μακάριος, διότι αρκετά έκλαυσες εις τούτον τον κόσμον και ούτω ουδόλως θέλεις πενθήσει εις τον μέλλοντα, αλλά θα χαίρεσαι πάντοτε». Και δια τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Θεόφιλον λέγουν ότι, όταν ετελεύτα, είπεν· «Μακάριος συ, Αρσένιε, όστις ενεθυμείσο πάντοτε την ώραν ταύτην». Ούτοι είναι οι αγώνες του μεγάλου Αρσενίου, καθώς ούτοι ευρίσκονται κατεσπαρμένοι εις διάφορα βιβλία και σώζονται μέχρι της σήμερον. Νομίζω δε ότι και τούτο οφείλεται εις προσταγήν του Οσίου, προστάξαντος τους μαθητάς αυτού να μη γράψωσι τον Βίον του. Διότι καθώς εις όλην την ζωήν του εφρόντιζε να κρύπτη τας αρετάς του, δια να αποφεύγη την ματαίαν δόξαν του κόσμου και των ανθρώπων τον έπαινον, ούτως ηθέλησε να αποφύγη ταύτα και μετά θάνατον. Επειδή τόσον ήτο ταπεινόφρων, ώστε ενόμιζεν, ότι δεν ήτο άξιος ουδέ καν να τον θάψωσιν, ως περί τούτου γράφομεν εν συνεχεία. Όταν ο μακάριος Αρσένιος εγνώρισεν, ότι επλησίασεν ο καιρός της μακαρίας τελειώσεως και μεταστάσεως αυτού, απεκάλυψε τούτο εις τους μαθητάς του, οίτινες ακούσαντες εθρήνουν απαρηγόρητα. Αλλ’ ο θείος Αρσένιος παρηγόρει τούτους, λέγων· «Μη λυπείσθε, αδελφοί, ως να είσθε μικρόψυχοι, μήτε προώρως οδύρεσθε, διότι ακόμη δεν έφθασεν ο καιρός. Όμως τούτο σας παραγγέλλω και προστάσσω με κανόνα ασυγχωρησίας βαρύτατον. Να μη τολμήση κανείς εξ υμών, μετά τον θάνατόν μου, να δώση εις ουδένα ουδέ το ελάχιστον μέρος από το λείψανόν μου. Αν δε παραβήτε την εντολήν μου, να γνωρίζετε, ότι θέλω σας εγκαλέσει εις τον φοβερόν θρόνον του Δεσπότου Χριστού, και θέλω ζητήσει φοβεράν τιμωρίαν δια την ψυχήν σας». Οι μαθηταί του ηρώτησαν αυτόν· «Τι να κάμωμεν λοιπόν τότε το λείψανον»; Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Δέσατε με σχοινίον τους πόδας μου και σύροντές με μετά προσοχής ανέλθετε εις το όρος και ρίψατέ με από τόπου υψηλού εις κρημνόν, δια να μη ημπορή άνθρωπος να πλησιάση εκεί». Ούτως εκείνος ο κατά την αρετήν περιβόητος εφοβείτο και τον μετά θάνατον έπαινον, ίνα μη η πρόσκαιρος τιμή γίνη εμπόδιον εις αυτόν δια την αιώνιον, σμικρυνθή δε και η προς Θεόν παρρησία του και ελαττωθή το βραβείον. Όταν δε ήλθεν η ώρα της μεταστάσεως αυτού, ω της φρικτής διηγήσεως! Εφοβήθη πολύ τον θάνατον ο των Αγγέλων εφάμιλλος και έχυνε θερμότατα δάκρυα. Οι μαθηταί λοιπόν αυτού εθαύμασαν και τον ηρώτησαν λέγοντες· «Ουαί ημίν, Πάτερ, και συ φοβείσαι τον θάνατον»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο φόβος ούτος δεν έλειψεν από εμέ ουδέ στιγμήν, αφ’ ότου έγινα Μοναχός». Ταύτα ειπών και αποχαιρετήσας τους αδελφούς, ως ηδύνατο, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας των Αγγέλων, ζήσας εις την άσκησιν χρόνους πεντήκοντα πέντε (55). Ήτο δε εξηκονταπενταετής όταν έφυγεν από τα ανάκτορα, ώστε εκατόν είκοσι ετών ήτο, ότε απεδήμησεν εις Κύριον. Και δεν ησθένησε ποτέ βαρέως, ούτε εστερήθη της οράσεώς του, ούτε κανέν άλλο μέλος του σώματός του εξησθένησεν. Αλλ’ ήτο υγιέστατος, ένεκα της εγκρατείας, την οποίαν εφύλαττε, το δε γένειον αυτού ήτο μακρύ, μέχρι της κοιλίας του και ωραιότατον. Ήτο δε κατά το σώμα υψηλός, έκυπτεν όμως ολίγον ένεκα του γήρατος, τα δε βλέφαρά του είχον πέσει από τα δάκρυα. Ψάλλαντες λοιπόν οι μαθηταί αυτού την νεκρώσιμον ακολουθίαν, ενεταφίασαν το τίμιον αυτού και Αγγέλοις αιδέσιμον Λείψανον με την μηλωτήν και το τρίχινον υποκάμισον, τα οποία εφόρει και απέθεσαν τούτο εις τόπον απόκρυφον. Με ποίους λοιπόν επαίνους να εγκωμιάση τις τούτον τον τρισόλβιον αριστέα και αγωνιστήν κατά των παθών αήττητον; Ποίους μισθούς να προσφέρη, αναλόγους των πόνων και των κόπων του; Εάν ο μακάριος Παύλος λέγη, ότι δεν είναι αντάξια προς την μέλλουσαν δόξαν τα παθήματα του καιρού τούτου (Ρωμ. η:18), οποίαν μακαριότητα θέλει απολαύσει ούτος ο μακάριος, όστις ηγωνίσθη τοσούτον και ενίκησεν ανδρείως τους τρεις μεγάλους εχθρούς, τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον; Εκείνος λοιπόν όστις απηρνήθη τον κόσμον και έγινε Μοναχός, ας έχη τούτον τον Όσιον ως τύπον, υπογραμμόν και αρχέτυπον και ας μιμήται όσον δύναται τας πράξεις του, ήτοι την πτωχείαν, το λιτόν, το γαλήνιον, το σιωπηλόν, την ταπεινοφροσύνην, την εγκράτειαν, το φιλόπονον, την τελείαν του κόσμου και του σώματος άρνησιν, την του θανάτου ενθύμησιν και το ψυχωφελέστερον όλων, το ότι συνεδέθη με τον Χριστόν δι’ αγάπης τόσον, ώστε έζη αυτός εν τω Χριστώ και ο Χριστός εν αυτώ (Γαλ. β:20). Όσοι λοιπόν παρώργισαν τον Θεόν αμαρτήσαντες και ποθούν αληθώς να μετανοήσουν, ως εγώ ο ανάξιος, ας φροντίσωμεν να αποκτήσωμεν μεσίτην προς τον φιλάνθρωπον Θεόν τον μέγαν τούτον Αρσένιον, επειδή πολλήν έχει την παρρησίαν και οικείωσιν προς Εκείνον. Διότι και ούτος ο τρισμακάριος υπέμεινε το Μαρτύριον, όχι ένα μήνα ή ένα χρόνον, αλλά επί πεντήκοντα πέντε χρόνους ολοκλήρους, παιδεύων την σάρκα σκληρότατα. Όθεν και πολλών στεφάνων ηξίωται· ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς αμαρτημάτων αφέσεως και της παρά Χριστού χρηστότητος και φιλανθρωπίας, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Αλλά με όλην την σπουδήν των γραμμάτων δεν παρημέλει την άσκησιν, μάλλον δε επροτίμα ταύτην ως ψυχοσωτήριον. Από δε της νεότητός του διήγε βίον ενάρετον και ως σώφρων κατεφρόνησεν όλην την Ελληνικήν παιδείαν, ως ουδέν αυτήν λογισάμενος και μόνον τα ιερά διδάγματα της θεοπνεύστου Γραφής επόθει να αναγιγνώσκη. Όθεν λάμπων κατά τας αρετάς και θεαρέστως πολιτευόμενος, εχειροτονήθη υπό του Αρχιεπισκόπου Ρώμης Διάκονος. Τόσον δε διεφύλαξε το κατ’ εικόνα αμόλυντον, ώστε αυτός μάλλον ετίμησε την ιερωσύνην ή ετιμήθη υπ’ αυτής. Ήτο λοιπόν μέγας κατά την σοφίαν και την αρετήν ο Αρσένιος, υπό πάντων ευλαβούμενος και πανταχού περιβόητος. Τον καιρόν εκείνον εκυβέρνα το βασίλειον ο ευσεβέστατος Θεοδόσιος ο Μέγας (379- 395), ο οποίος, καθώς ήτο εις όλα θαυμάσιος και εις την πίστιν ορθοδοξότατος, ούτος είχε πόθον να διδαχθούν τα τέκνα του φιλοσοφίαν, πάσαν γνώσιν και ήθη χρηστά, δια να κυβερνήσουν, μετά τον θάνατον αυτού, ευσεβώς και σοφώς το βασίλειον. Επεζήτει λοιπόν έμπειρον τινά και γνωστικόν άνθρωπον, όστις να μη είναι μόνον σοφός εις τα γράμματα, αλλά και εις την τάξιν έμπειρος, απλώς δε ειπείν, να είναι ικανός να ρυθμίζη την γνώμην με μέτρον, να συνδυάζη την μεγαλοπρέπειαν με την ταπείνωσιν. Ενώ λοιπόν ο μέγας κατά την αρετήν Θεοδόσιος επεζήτει τοιούτον παιδαγωγόν, έστειλεν ο Θεός εις αυτόν άνθρωπον κατά την επιθυμίαν του. Πως δε, ακούσατε. Ήτο τότε βασιλεύς εις την Εσπερίαν ο Γρατιανός (367 – 383), όστις παρέμενεν εις την Ρώμην. Προς τούτον έγραψεν ο Θεοδόσιος να αποστείλη εις αυτόν τοιούτον άνθρωπον. Ο δε Γρατιανός συνεβουλεύθη τον τότε Αρχιερέα της Ρώμης περί του ποίον να αποστείλωσιν. Ο δε Αρχιερεύς εγνώριζεν ακριβώς τον Αρσένιον, διότι ούτος είχε και μίαν αδελφήν μεθ’ ης διήγον πολιτείαν αγίαν. Ιδών ο βασιλεύς Γρατιανός την θαυμασίαν όψιν του Αγίου, την ευταξίαν, τα σεμνά ήθη και την κοσμιότητα, ακούσας δε και την εύλαλον εκείνην και πάνσοφον γλώσσαν, εθαύμασε και πολύ τον επήνεσε, ειπών· «Καθώς ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν και τίποτε δεν σου λείπει, από όσα καλά διηγούνται ότι έχεις. Λάβε λοιπόν τον κόπον να υπάγης έως την Κωνσταντινούπολιν, ίνα αναλάβης τους παίδας του βασιλέως και θέλεις έχει μισθόν πρώτον από τον Θεόν και δεύτερον από τον βασιλέα, τον οποίον θέλεις κάμει φίλον και θέλει σου δώσει δώρα πολλά». Ταύτα αφού ήκουσεν ο ταπεινόφρων Αρσένιος επροφασίζετο, ότι δεν ήτο άξιος δια τοιούτον αξίωμα και έλεγεν, ότι, αφ’ ότου έγινε Διάκονος, αφήκε τα Ελληνικά μαθήματα και έστρεψεν όλην του την σπουδήν και το φρόνημα εις την Εκκλησιαστικήν Ακολουθίαν. Ένεκα δε τούτου είχε λησμονήσει τελείως την φιλοσοφίαν. Ταύτα έλεγεν ο Όσιος ένεκα της μετριοφροσύνης και του μεγάλου πόθου, τον οποίον είχε δια την ησυχίαν, την οποίαν επροτίμα υπέρ τον πρόσκαιρον πλούτον και την ευμάρειαν. Ο δε βασιλεύς, καθώς και ο Αρχιερεύς, ηννόησαν τον λογισμόν του και τον παρεκάλεσαν να μη παρακούση εις αυτούς, άλλως θέλουσι τον στείλει δια της βίας και ούτω να μη του γνωρίζουν και χάριτας. Όθεν ένεκα της επιμονής τούτων και ίνα μη τον βιάσωσιν, εδέχθη να μεταβή. Αφού λοιπόν ετοποθέτησε την αδελφήν του εις Μοναστήριον και εφωδίασε ταύτην με ό,τι εχρειάζετο, ανεχώρησεν. Φθάσας ο Άγιος εις Κωνσταντινούπολιν παρέδωκεν εις τον Βασιλέα Θεοδόσιον τα γράμματα, τα οποία του ενεχείρισεν ο Γρατιανός, αναγνώσας δε ταύτα ο βασιλεύς είδε τους τόσους επαίνους δια τον σοφόν Αρσένιον και έλαβε μεγάλην αγαλλίασιν. Έπειτα βλέπων και την σεβασμίαν όψιν του, την σεμνότητα και ευταξίαν του, ακούσας δε και τους μελιρρύτους λόγους του, εθαύμασεν έτι περισσότερον και τον ηυλαβήθη ως πατέρα του, παρουσιάσας δε τους δύο παίδας του, Αρκάδιον και Ονώριον, είπε προς αυτόν· «Τούτους παραδίδω, μετά Θεόν, εις τας χείρας σου και από σήμερον ας σε έχουν ως πατέρα των, η δε αγιωσύνη σου να έχης τούτους ως γνήσια τέκνα σου και ορκίζω σε να μη αμελήσης, αλλά να κάμης πάντα τρόπον να λάβωσι δια σου το ευ είναι, το οποίον είναι προτιμότερον και πατρικώτερον παρά το απλώς είναι, το οποίον προσέφερα εις αυτούς εγώ, ο κατά σάρκα πατήρ των. Σε παρακαλώ δε, ηγαπημένε μου Αρσένιε, να εκπαιδεύσης τούτους ίνα γίνουν κατά την αρετήν όμοιοί σου και να μη φθείρη τούτους καμμία νεανική επιθυμία. Ναι, Θεέ μου και Δέσποτα παντοδύναμε, δυνάμωσον αυτούς και αξίωσέ τους να γίνουν, ως ο διδάσκαλός των, δούλοι Σου γνήσιοι». Ταύτα προς τον Χριστόν μετά δακρύων ευξάμενος ο βασιλεύς Θεοδόσιος, έστρεψε πάλιν τον λόγον προς τον Αρσένιον, λέγων· «Πρόσεχε, αδελφέ φίλτατε και Πάτερ σεβασμιώτατε, να μη υπολογίζης ουδόλως, ότι φέρουν βασιλικόν διάδημα, αλλά να τους τιμωρής αυστηρώς, όταν πταίσωσιν, ως ιδικά σου τέκνα και να μη τους δίδης ουδεμίαν τιμήν, τούτο δε σου παραγγέλω έμπροσθεν αυτών· εάν δε ίδω ότι δεν εφύλαξες την εντολήν μου αυτήν, θέλω σκανδαλισθή και θέλω σε μισήσει, ως επίβουλον της βασιλείας μου». Αυτά και έτερα πλείονα ειπών, εγκατέστησεν όλους εις κατάλληλον οίκημα πλησίον των βασιλικών ανακτόρων, δια να τους βλέπη συχνάκις και να παρακολουθή τα γινόμενα. Τιμήσας δε καθ’ υπερβολήν τον θείον Αρσένιον, τον εψήφισε πρώτον της συγκλήτου και επρόσταξε να τον ονομάζουσιν όλοι όχι μόνον των παίδων, αλλά και αυτού του βασιλέως πατέρα γνήσιον. Όλοι τότε οι γνωστικοί τον επήνεσαν, διότι με τον τρόπον τούτον ετίμησε μάλλον τον Θεοδόσιον παρά τον Αρσένιον. Κατέβαλε λοιπόν ο Όσιος όσην ηδύνατο επιμέλειαν, δια να γίνουν οι παίδες καθώς επόθει ο Θεοδόσιος· και πότε μεν ηρμήνευεν εις αυτούς τα Ελληνικά μαθήματα, πότε τους εδίδασκε την αγίαν Γραφήν, ήτις είναι ωφελιμωτέρα των άλλων συγγραμμάτων. Άλλοτε πάλιν τους ενουθέτει πως να πορεύωνται εις τα πρόσκαιρα πράγματα, πως να υποτάσσωνται εις όλα τα παρά του πατρός των προσταττόμενα, να αγαπώσι τους δούλους και όλους τους υπηκόους και πλείστα άλλα εδίδασκε τούτους, όσα εγνώριζεν ότι ωφελούν την ψυχήν. Εξαιρετικώς δε παρεκίνει τούτους να μη υψηλοφρονώσι δια το βασιλικόν αξίωμα, αλλά μάλλον να ταπεινώνωνται, ενθυμούμενοι την άκραν ταπείνωσιν του Βασιλέως των βασιλέων και να δεικνύουν εις τους πτωχούς πολλήν συμπάθειαν δίδοντες ελεημοσύνην, δια να εύρουν και αυτοί ομοίως έλεος παρά του Θεού κατά την ημέραν της Κρίσεως. Αυτά και έτερα διδάσκων καθ’ ημέραν προς τους βασιλόπαιδας ο πάνσοφος, ωφέλει τούτους πολύ και επρόκοπτον, όχι μόνον εις τα μαθήματα, αλλά και εις τα ήθη και την τάξιν. Ημέραν δε τινά εισήλθεν ο βασιλεύς ίνα τους ίδη προ του διατεταγμένου καιρού. Ως δε εισήλθεν απροόπτως, εύρεν αυτούς μεν καθεζομένους εις τους θρόνους, τον δε Όσιον διδάσκοντα όρθιον, διότι όχι μόνον ηγάπα πολύ την ταπείνωσιν, αλλά και διότι ετίμα το αξίωμα της βασιλείας. Τούτο ιδών ο βασιλεύς δυσηρεστήθη και εξέδυσε τους παίδας των βασιλικών ενδυμάτων, της αλουργίδος δηλαδή και του διαδήματος και ενέδυσε τούτους δι’ απλών ενδυμάτων. Και τον μεν Αρσένιον επρόσταξε να καθήση, τούτους δε να ίστανται όρθιοι έμπροσθεν αυτού, καθώς κάμνουσιν άπαντες οι μαθηταί προ των διδασκάλων. Είπε δε προς τον Αρσένιον· «Εάν εκπαιδευθώσιν ώστε να φυλάττουν τον νόμον του Θεού και τας ψυχοσωτηρίους Του προσταγάς, θέλουν αξιωθή να λάβουν από την Αγίαν Του δεξιάν το βασίλειον. Ει δε μη, καλλίτερον να αποθάνωσι, παρά να διοικούν κακώς και απαιδεύτως». Ταύτα ακούσας ο σοφός Αρσένιος εθαύμασε δια την ευσεβή γνώμην του βασιλέως και αφού επήνεσε ταύτην ταπεινώς ως λογικήν, φρόνιμον και θεοσεβή, υπήκουσεν. Ούτως αυτός μεν εκάθητο όσην ώραν εδίδασκεν, αυτοί δε ίσταντο όρθιοι κατά το πατρικόν πρόσταγμα. Πλην με όλην την τιμήν της οποίας απελάμβανεν ο Όσιος, δεν ανεπαύετο, διότι επεθύμει να ησυχάση εις τόπον έρημον και ατάραχον. Όθεν ηύχετο πολλάκις προς τον Θεόν με θερμότατα δάκρυα να υποδείξη εις αυτόν τρόπον ευπρεπή και πρόφασιν εύλογον, ίνα φύγη ταχέως από τον δεσμόν, χωρίς να σκανδαλισθή ο βασιλεύς και χωρίς να κινδυνεύση η ζωή του. Ούτω ο Θεός δεν παρείδε την θερμήν και ευάρεστον αυτού αίτησιν, αλλ’ επήκουσε της δεήσεώς του και τον απηλευθέρωσε δια του εξής τρόπου. Ο Αρκάδιος υπέπεσεν εις τι σοβαρόν παράπτωμα, ώστε μη δυνάμενος να τον αφήση ατιμώρητον ο Όσιος, επειδή έκρινεν ως ύβριν κατ’ αυτού το παράπτωμα του νέου, έδειρε τούτον δικαίως, ως έπρεπε, δια να σωφρονισθή. Ο Αρκάδιος όμως εμνησικάκισε και εμίσησε τόσον τον διδάσκαλόν του, ώστε διελογίσθη να τον θανατώση, δια να εκδικηθή την ύβριν. Είχε λοιπόν σπαθάριον τινά, όστις τον υπηρέτει πιστότατα και εις τον οποίον ενεπιστεύετο όλα τα μυστικά του. Τούτον επρόσταξε να θανατώση τον Αρσένιον με ό,τι τρόπον δυνηθή. Αλλ’ ο σπαθάριος ήτο πολύ ευλαβής και θεοσεβής και δια τούτο δεν ετόλμησε να φονεύση τον δίκαιον αδίκως, φοβούμενος τον ουράνιον Βασιλέα, αλλά και τον επίγειον, ίνα μη θανατώσουν και αυτόν ως άδικον. Όθεν μυστικώ τω τρόπω απεκάλυψε προς τον Αρσένιον την εντολήν ταύτην του Αρκαδίου και τον συνεβούλευσε να φύγη νύκτα τινά κρυφίως, δια να μη κινδυνεύση. Τούτο πασιφανώς ήτο οικονομία και πρόνοια Θεού, ίνα ο Όσιος απομακρυνθή από τους θορύβους και την σύγχυσιν του κόσμου και αποχωρήση εις την ησυχίαν, κατά τον πόθον του. Νύκτα λοιπόν τινά ο ίδιος ο σπαθάριος εξήγαγε τον Άγιον κρυφίως από την πόλιν. Ως δε παρέμεινε μόνος ο Όσιος, ανέπεμψε προς Κύριον δέησιν, ίνα τον διαφυλάττη από τον κίνδυνον και τον φωτίση που να υπάγη, δια να ζήση εν ηρεμία. Ενώ δε ο μακάριος προσηύχετο, ήκουσε φωνήν εξ ουρανών λέγουσαν· «Αρσένιε, φεύγε τους ανθρώπους και σώζου». Ταύτα ακούσας εχάρη, διότι συνεφώνουν προς την επιθυμίαν του και ευθύς εξεδύθη τα πλούσια εκείνα ενδύματα, τα οποία εφόρει, και ενεδύθη ράσον εσχισμένον, σπεύσας δε προς τον αιγιαλόν εύρε, θεία Προνοία, πλοίον, το οποίον απέπλεε την ώραν εκείνην δι’ Αλεξάνδρειαν. Εις τούτο λοιπόν το πλοίον ανελθών, έφθασε μετ’ ολίγας ημέρας εις Αλεξάνδρειαν και εκεί εκουρεύθη Μοναχός, ρίψας με τας τρίχας της κεφαλής και πάσαν κοσμικήν φροντίδα και ματαιότητα. Ενδυθείς δε την αγγελικήν ωραιότητα, το μοναδικόν Σχήμα, το αγιώνυμον και σωτήριον, και απελθών εις όρος υψηλόν, εις το οποίον ησύχαζον και άλλοι Ερημίται, ησκήτευεν εκεί· ούτω δε χαίρων, απελάμβανε την ωφέλειαν της ησυχίας. Ο δε βασιλεύς ελυπήθη σφόδρα, διότι έφυγε κρυφίως ο Αρσένιος και έστειλε πανταχού ανθρώπους, ίνα τον εύρωσιν. Ούτοι τον ανεζήτουν εις όλα τα σπήλαια, τας σχισμάς των πετρών και τας φάραγγας, αλλ’ ο Κύριος τον εσκέπασε και δεν ηδυνήθησαν να τον εύρωσιν, εν όσω έζη ο Θεοδόσιος. Μετά δε τον θάνατον αυτού, αναλαβών την βασιλείαν ο Αρκάδιος, επληροφορήθη που ευρίσκετο ο Αρσένιος και οποίας αρετάς είχεν επί πλέον αποκτήσει. Όθεν έστειλε προς αυτόν γράμματα με πολλήν ταπείνωσιν και δώρα, παρακαλών τον Όσιον να τον συγχωρήση δια την άδικον επιβουλήν και το άδικον μίσος, το οποίον ησθάνθη πρότερον, ως νεώτερος. Παρεκάλει δε τούτον να προσευχηθή εις τον Θεόν, ίνα του δίδη μακροημέρευσιν, νίκην κατά των εχθρών και τον ενισχύη, ίνα φυλάττη αυστηρώς τας εντολάς Του. Προ πάντων δε εδέετο μετά θερμών δακρύων να συγχωρήση αυτόν, εξ όλης καρδίας, δια το παράπτωμα και να δεχθή την δωρεάν, την οποίαν του προσέφερεν, ήτοι τους φόρους όλης της Αιγύπτου και να διανείμη τούτους εις πτωχούς και Μοναστήρια. Αναγνώσας ο Άγιος τα γράμματα ετίμησε τον βασιλικόν απεσταλμένον, ως έπρεπεν, αλλά δεν έγραψεν απόκρισιν, ούτε τα χρήματα εδέχθη να λάβη εις τας χείρας του. Παρήγγειλε δε εις τον απεσταλμένον να ειπή εις τον βασιλέα Αρκάδιον εκ στόματός του, ότι του εσυγχώρησεν από ψυχής το αμάρτημα και εύχεται εις τον Θεόν να τον ελεήση ομού με όλους τους υπηκόους του, και ότι τα χρήματα δεν εκράτησε, διότι είχεν ήδη απαρνηθή όλα τα εγκόσμια και ενεκρώθη κατά το σώμα. Όθεν, ως νεκρός, δεν έπρεπε να φροντίζη δι’ επίγεια αγαθά. Αυτά παρήγγειλεν εις τον βασιλέα ο μέγας Αρσένιος, δια της τοιαύτης δε πολιτείας του εγένετο υπόδειγμα ευπρεπείας εις όλους εκείνους τους Ασκητάς. Όθεν πρεπόντως εγένετο και Προεστώς αυτών, ως πλέον εγγράμματος και εμπειρότερος αυτών. Όμως, παρ’ όλα τα προτερήματα ταύτα και τας αρετάς τας οποίας είχε, δεν υπερηφανεύετο. Μάλλον δε εταπεινούτο περισσότερον όλων και παρ’ όλην την σοφίαν του έλεγεν ότι δεν εγνώριζε τίποτε, ει μη μόνον τον Ιησούν Χριστόν και τούτον Εσταυρωμένον, κατά τον Απόστολον. Είχον δε εις την Σκήτην εκείνην συνήθειαν να συναθροίζωνται εις το Κυριακόν εορτάς τινάς και να κάμνουν ολονύκτιον αγρυπνίαν. Συναθροισθέντες λοιπόν κατά την τάξιν, ημέραν τινά, παρεκάλεσαν τον Αρσένιον να διδάξη τούτους τον θείον λόγον προς ψυχικήν των ωφέλειαν. Όθεν, δια να κάμη υπακοήν, είπε προς αυτούς τους εξής ολίγους, αλλά διδακτικούς και καρποφόρους λόγους. «Αδελφοί και Πατέρες. Όστις επιχειρήση πράγμα τι, πρέπει να κάμνη τούτο με συγκεκριμένον σκοπόν και πολλήν σκέψιν. Ο σκοπός δια τον οποίον εφύγαμεν από τον κόσμον ήτο να σώσωμεν, με την αναχώρησιν, την πολύτιμον και αθάνατον ψυχήν μας. Λοιπόν πρέπει να φροντίσωμεν να καθαρίσωμεν αυτήν με πολλήν επιμέλειαν, διότι τα πάθη της ψυχής δυσκολώτερον διορθούνται από τα πάθη του σώματος. Διότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι έδειξαν αρετήν και εγκράτειαν ως προς το σώμα, με νηστείας δηλαδή, αγρυπνίας και αυστηράν κακοπάθειαν. Δια να καθαρίσουν όμως την ψυχήν και την διάνοιάν των από τους ρυπαρούς και ακαθάρτους λογισμούς, ουδεμίαν καταβάλλουν επιμέλειαν. Ω της αφροσύνης εκείνων, οι οποίοι απέχουν μεν από την πορνείαν και την ηδυπάθειαν, από τα κρυφιώτερα όμως πάθη της ψυχής δεν εγκρατεύονται, τον φθόνον, δηλαδή, την φιλοδοξίαν, την φιλαργυρίαν, την οίησιν και την υπερηφάνειαν, ήτις είναι το χειρότερον όλων των αμαρτημάτων. Οι τοιούτοι είναι κατά το ήμισυ ακάθαρτοι ή καλλίτερον να ειπώ κατά το περισσότερον και κυριώτερον μέρος και ομοιάζουν προς τα είδωλα, τα οποία έξωθεν είναι χρυσά ή αργυρά και απαστράπτουν, εσωτερικώς δε είναι γεμάτα ακαθαρσίαν και φαυλότητα. Από αυτά λοιπόν τα κρύφια πάθη ας σπεύσωμεν να καθαρισθώμεν. Έχετε δε πάντοτε υπ’ όψει σας και την πλάνην εις την οποίαν προσπαθεί να ρίψη τον άνθρωπον ο δαίμων, δια να μη πλανάσθε. Ούτος, πολλάκις, με την πρόφασιν του καλού, μας κάμνει και αμαρτάνομεν ο δόλιος. Όταν δηλαδή έλθη ξένος εις το κελλίον μας, με την πρόφασιν της φιλοξενίας, καταλύομεν την νηστείαν και σπαταλώμεν, πίνοντες και γαστριμαργούντες οι άφρονες. Άλλους παρακινεί εις την φιλαργυρίαν ο μισόκαλος, δια να ελεούν δήθεν τους πένητας. Άλλους πάλιν συμβουλεύει να αφήσουν την ησυχίαν, δια να ωφελήσουν τον λαόν με διδασκαλίαν. Οι τοιούτοι, νομίζοντες ότι έφθασαν εις την απάθειαν, συνομιλούν αμερίμνως και με γυναίκας, πίπτοντες ούτω οι δυστυχείς μετά πάθους εις την ηδονήν. Άλλους πάλιν αφήνει ο πολυμήχανος εχθρός επί χρόνους πολλούς απειράκτους και ανενοχλήτους. Πάντες ούτοι, νομίζοντες ότι έφθασαν εις το άκρον της αρετής, κενοδοξούν οι ασύνετοι και κολάζονται. Ετέρους πάλιν καταπείθει να δέχωνται λογισμούς και να εξομολογούν τους αμαρτάνοντας, επειδή δήθεν έφθασαν εις απάθειαν και είναι άξιοι να κυβερνώσι τους εμπαθείς ως απαθείς, τους οποίους όμως εις το τέλος βυθίζει εις την απώλειαν, δια την δοκοφροσύνην και αυθάδειάν των. Πίπτοντες δε εις την αμαρτίαν της σαρκός, καταντούν περίγελως των ανθρώπων και παίγνιον των δαιμόνων. Επειδή λοιπόν αι προσβολαί του ενοχλούντος είναι διάφοροι και πολυμήχανοι, είναι ανάγκη να φυλαττώμεθα και ημείς με πολλήν επιμέλειαν, προσέχοντες ακριβώς και προσευχόμενοι εις τον Θεόν, με ταπείνωσιν, ίνα μας δίδη φώτισιν και σύνεσιν, να διακρίνωμεν καλώς και να προτιμώμεν τα ψυχωφελή και συμφέροντα». Αυτά και άλλα όμοια έλεγεν εις τους Συνασκητάς του ο Αρσένιος, όστις εγνώριζε κάλλιστα τας προσβολάς και τα τεχνάσματα των δαιμόνων. Διότι πολλάκις τους είδεν ερχομένους εις το κελλίον του, ως μας είπεν ο Μοναχός Δανιήλ, όστις ήτο υποτακτικός του Οσίου, και έδιδον εις αυτόν μεγάλην ενόχλησιν. Ο δε Αρσένιος, υπομένων τους πειρασμούς των δαιμόνων, εδείκνυεν ότι δεν τους φοβείται. Μόνον προς τον Δεσπότην προσηύχετο ταπεινώς και έλεγεν· «Ο Θεός μου, μη εγκαταλείπης με, ότι ουδέν εποίησα ενώπιόν Σου αγαθόν· αλλά δος μοι δια την αγαθότητά Σου βαλείν αρχήν». Ήτο δε πολύ ταπεινός και εις όλα τα έξωθεν ως ήτο και εις την ψυχήν, τα δε ράσα του ήσαν παλαιά και εφθαρμένα, τόσον ώστε, εάν τις έβλεπεν αυτόν χωρίς να τον γνωρίζη, ενόμιζεν ότι ήτο απλούς τις και αγράμματος Μοναχός, επειδή καθόλου δεν επεμελείτο την σάρκα, αν και είχε γνωρίσει την πολυτέλειαν των ανακτόρων. Διήγε λοιπόν εν σκληραγωγία, ευφραινόμενος και ευχαριστών τον Θεόν, με εκείνα τα εσχισμένα ιμάτια και με τας πενιχράς τροφάς, τας οποίας έτρωγε και ήτο χαρίεις εις το πρόσωπον, ως να έτρωγε ποικίλα και πλουσιώτατα φαγητά. Ηπλώθη λοιπόν η φήμη του Οσίου Αρσενίου εις πάσαν σχεδόν πόλιν και χώραν και ήρχοντο να τον επισκέπτωνται, ίνα ωφελούνται από τους λόγους του. Και όχι μόνον ο κοινός λαός, αλλά και Προεστώτες και Αρχιερείς είχον ως καύχημά των το να συνομιλήσουν με τον Άγιον Αρσένιον. Ήλθον λοιπόν ίνα τον ίδουν ο ηγεμών της Αλεξανδρείας και ο Πατριάρχης Θεόφιλος. Αφού δε αντήλλαξαν χαιρετισμόν, παρεκάλεσαν τον Όσιον να ωφελήση τούτους δια λόγων σωτηρίων, διότι, τούτο επιθυμούντες, τοσούτον εκοπίασαν. Ο δε απεκρίθη λέγων· «Εάν είπω εις σας τίποτε, θέλετε υπακούσει»; Είπον εκείνοι· «Ναι». Τότε είπεν εις αυτούς ο πάνσοφος· «Όπου ακούσετε ότι ευρίσκεται ο Αρσένιος, μη πλησιάσετε». Οι δε, ακούσαντες τούτο, δεν εσκανδαλίσθησαν, αλλά μάλλον ηυφράνθησαν, γνωρίζοντες ότι έλεγε ταύτα, δια να μη του εμποδίσουν την ησυχίαν. Άλλην πάλιν φοράν ο ως άνω Αρχιεπίσκοπος έγραψεν εις τον Όσιον, ερωτών αυτόν, εάν θα του ήνοιγε το κελλίον, όταν θα μετέβαινεν εκεί, εάν δε όχι, να μη έκαμνεν αδίκως τον κόπον. Ο δε Όσιος αντέγραψεν εις τον Αρχιεπίσκοπον, λέγων· «Αν δεχθώ την Αρχιερωσύνην σου, πρέπει να υποδέχωμαι άπαντας και τότε είναι ανάγκη να αναχωρήσω και από εδώ δια να μη με πειράζετε». Ταύτα ακούσας ο Πατριάρχης ουδέποτε πλέον ετόλμησε να μεταβή προς τον Όσιον. Μοναχός δε τις παρεκάλεσε τον Όσιον να του είπη λόγον τινά ωφέλιμον. Ο δε Όσιος απήντησε· «Σπούδαζε και αγωνίζου όσον δύνασαι, να αρέσκη εις τον Θεόν η ένδοθεν της ψυχής εργασία και τότε είναι δυνατόν να νικήσης και τα έξω πάθη του σώματος. Διότι μάταιοι και ανωφελείς είναι οι κόποι και οι πόνοι του σώματος, εάν δεν νικήσης τον έσω πόλεμον». Ταύτα και πλείστα άλλα ακούσας ο Μοναχός ούτος από τον μέγαν Αρσένιον ωφελήθη θαυμασιώτατα όχι μόνον αυτός, αλλά και όσοι άλλοι τον συνεβουλεύοντο. Άλλοτε πάλιν, ερωτώμενος υπό Μοναχών, οίτινες μετέβαινον εις ξένην πόλιν ή χώραν, πως να πορεύωνται, απεκρίνετο ούτως· «Όταν ο Μοναχός μεταβή εις πόλιν, ας μη αποκτήση εκεί κανένα γνώριμον ούτε παρρησίαν ή οικείωσιν μετά τινος, δια να φυλάξη την ψυχήν αυτού αβλαβή». Έτερος Μοναχός ηρώτησε τον Όσιον· «Διατί μισείς τους ανθρώπους και μας αποφεύγεις»; Απεκρίθη ο Όσιος· «Όσιε Μάρκε (ούτως ωνομάζετο ο Μοναχός εκείνος), ο Θεός γνωρίζει ότι πολύ σας αγαπώ· αλλά δεν ημπορώ να χωρισθώ εις δύο. Να είμαι αφ’ ενός με τον Θεόν και αφ’ ετέρου μαζί σας. Όθεν προτιμώ να αρέσω εις τον Θεόν μάλλον ή εις τους ανθρώπους. Διότι όλαι αι μυριάδες των Αγγέλων ένα σκοπόν και μίαν βουλήν έχουν. Να υμνούν ακαταπαύστως τον Θεόν και να τελούν τα προστάγματα Αυτού αυστηρώς. Οι δε άνθρωποι έχουν άλλας επιθυμίας. Αλλ’ εάν ζητήσωμεν τον Θεόν, με καθαράν, καθώς πρέπει, πολιτείαν και άμεμπτον, θέλει κατοικήσει εντός ημών». Ήτο δε ο Όσιος τοσούτον ανώτερος των ανθρωπίνων παθών και των αναγκών ισχυρότερος, ώστε όχι μόνον την δίψαν και την πείναν υπέμενεν, αλλά και εις τον ύπνον ήτο λίαν εγκρατής. Διότι τίποτε άλλο δεν είναι δραστικώτερον τούτου, εις το να καταθλίβη την σάρκα. Ούτος δε ο τρισόλβιος διήρχετο πολλάς νύκτας άϋπνος, προσευχόμενος ακαταπαύστως και μόνον το πρωί, δια να μη ασθενήση το σώμα του και δεν δύναται να αγωνίζεται, εκοιμάτο μίαν ώραν λέγων προς τον ύπνον· «Ελθέ, δούλε κάκιστε». Και πάλιν όταν εκοιμάτο ολίγον, ηγείρετο και προσηύχετο. Προς δε τους παρόντας έλεγε· «Φθάνει εις τον Μοναχόν να κοιμηθή μίαν ώραν, εάν είναι αγωνιστής και δόκιμος». Συνήθειαν είχεν ο θαυμαστός ούτος Αρσένιος να ωφελή τους Πατέρας με πράξεις αγίας και διηγήματα και ενίοτε υπεκρίνετο άλλο πρόσωπον, όταν ήθελε να διηγηθή οπτασίαν τινά, την οποίαν είδε, λέγων, ότι άλλος ήτο ο ιδών ταύτην Πατήρ, δια να αποφύγη ο πάνσοφος την κενοδοξίαν. Διηγήθη λοιπόν ποτέ εις αυτούς την εξής οπτασίαν. «Γηραιός τις Μοναχός, ενώ εκάθητο εις το κελλίον του, ήκουσε ποτέ φωνήν, ούτω λέγουσαν· «Έξελθε ίνα σου δείξω πως έχουν τα έργα των ανθρώπων». Όθεν εξελθών ηκολούθησε τον Άγγελον και αφού έφθασαν εις τόπον τινά, του έδειξε άνθρωπον, όστις έκοπτε ξύλα. Όταν δε τα έδεσεν, εδοκίμασε να τα σηκώση και δεν ηδύνατο. Αποθέσας δε το δεμάτιον, επρόσθεσε και άλλα ξύλα και τα έκαμε περισσότερα. Τούτο δε και έπραττεν εν συνεχεία. Αφού δε επροχώρησαν ολίγον, έδειξεν ο Άγγελος εις αυτόν άλλον άνθρωπον, όστις ήντλει ύδωρ εξ ενός λάκκου, δι’ ενός δοχείου κατατρυπημένου, έως ότου δε ανασύρη τούτο από τον λάκκον εχύνετο όλον το ύδωρ. Αφού δε επροχώρησαν ολίγον ακόμη, του έδειξε Ναόν μέγιστον, εις τον οποίον εδοκίμαζον επί ώραν πολλήν δύο άνδρες έφιπποι να εισέλθωσι, βαστάζοντες οριζοντίως παμμέγιστον ξύλον, το οποίον όμως τους ημπόδιζε και δεν ηδύναντο να εισέλθωσιν εις τον Ναόν. Διότι δεν ήθελαν ούτε να κύψουν ούτε να αφήσουν το ξύλον ή να το σηκώσουν κατ’ άλλον τρόπον, αλλά εβάσταζον τούτο εξηπλωμένον κατά τρόπον που τους ημπόδιζε την είσοδον». Αφού λοιπόν ο Άγγελος έδειξε ταύτα εις τον Όσιον, του απεκάλυψε και την σημασίαν αυτών, ειπών· «Αυτοί, οίτινες βαστάζουν το ξύλον, είναι όσοι πιστεύουν, ότι είναι δίκαιοι και δια την υπερηφάνειάν των γίνεται δι’ αυτούς άβατος η οδός της ταπεινώσεως και ούτω μένουν έξω της ουρανίου Βασιλείας οι ανόητοι. Εκείνος δε, όστις ήντλει το ύδωρ με το τρυπημένον δοχείον, εκαλλιέργει αρετάς, ήτοι νηστείας, προσευχάς, ελεημοσύνας και άλλα, αλλά διότι είναι ανθρωπάρεσκος, δηλαδή αρέσκει εις αυτόν η επίδειξις προς τους ανθρώπους και δεν ευχαριστείται να γνωρίζη ταύτα μόνον ο Θεός, αλλ’ επιζητεί τον έπαινον των ανθρώπων, δια τούτο, δικαίως, μισεί ο Θεός τας πράξεις του και ούτω δεν έχει καθόλου μισθόν. Εκείνος δε πάλιν, όστις δεν ηδύνατο να σηκώση τα ξύλα, είναι αυτός όστις έχει πολλά αμαρτήματα και αντί να μετανοήση και να τα αποβάλη, προσθέτει και άλλα, ο άφρων». Ταύτα λέγων ο θείος Αρσένιος εθεράπευεν ενός εκάστου των ακροατών του το πάθος, το οποίον ενεφώλευεν εντός αυτού και όλοι ωφελούντο πολύ εκ των νουθετικών και διδακτικών λόγων του. Άλλοτε πάλιν ο θείος Αρσένιος διηγήθη εις τους Πατέρας το εξής θαυμάσιον. «Μοναχός τις έζη εις την Σκήτην, γέρων κατά την ηλικίαν και εις την πράξιν θαυμάσιος. Πλην ήτο απλούς και αγράμματος. Όθεν, ευρών αυτόν ο δαίμων αμαθή και αγροίκον, έσπειρεν εις την διάνοιάν του ζιζάνια και έλεγεν, ότι ο Άγιος Άρτος, τον οποίον μεταλαμβάνομεν, δεν είναι καθ’ αυτό και κυρίως Σαρξ και Αίμα του Κυρίου Ιησού, αλλά τούτων αντίτυπα. Ταύτα ακούσαντες τινές των Γερόντων ελυπήθησαν και θέλοντες να απαλλάξουν εκ της τοιαύτης πλάνης τον Γέροντα εκείνον, μετέβησαν εις το κελλίον του και του είπον· «Ηκούσαμεν ότι Γέρων τις επλανήθη και λέγει δια τα Άγια Μυστήρια λόγους βλασφήμους, ότι, δηλαδή, η Αγία Κοινωνία, την οποίαν μεταλαμβάνομεν, δεν είναι Αίμα και Σάρξ του Χριστού, αλλ’ αντίτυπον τούτων». Τότε ο Γέρων έβαλε προ των άλλων μετάνοιαν, ειπών· «Ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι. Εγώ είπον αυτόν τον λόγον και τον λέγω, διότι δεν πιστεύω, ότι είναι πράγματι Σώμα Χριστού». Είπον τότε εκείνοι προς αυτόν· «Μη βλασφημείς, Γέρον, και κολάζεσαι, διότι δια της θείας μετουσιώσεως ο Άρτος είναι αληθώς η Σάρξ του Χριστού και ο Οίνος αληθώς το θείον Αίμα. Ωκονόμησε δε τούτο Εκείνος, τον οποίον μεταλαμβάνομεν, επειδή η ανθρωπίνη φύσις δεν δύναται να φάγη σάρκα και αίμα ωμά, δια τούτο λαμβάνομεν Αυτόν εις ταύτα τα είδη, τα αναγκαιότερα και χρησιμώτερα πάντων, τα οποία πρότερον αληθώς ήσαν απλούς άρτος και οίνος, αλλά δια των ευχών και επικλήσεων του Ιερέως και δια της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος μετατρέπονται εις Σάρκα και Αίμα Χριστού λίαν θαυμασίως. Καθώς ακριβώς και το Άγιον Βάπτισμα, κατά το φαινόμενον είναι ύδωρ, αλλά δια των ευχών και της ιερουργίας πληρούται Αγίου Πνεύματος. Όθεν δεν είναι πλέον ύδωρ απλώς, επειδή αναγεννά και αναπλάσσει τον βαπτιζόμενον και απολυτρώνει τούτον εκ πάντων των αμαρτημάτων». Παρ’ όλα όμως ταύτα και έτερα πλείονα, τα οποία έλεγον οι Όσιοι Γέροντες, εκείνος δεν επείθετο, λέγων, ότι ήθελε να πληροφορηθή δια των ιδίων του οφθαλμών. Όθεν οι Όσιοι έμειναν εκεί και προσηύχοντο μετ’ αυτού προς τον Θεόν, επί μίαν εβδομάδα, παρακαλούντες Αυτόν να φωτίση τον πλανώμενον Γέροντα, ίνα εννοήση το σφάλμα του και μη απολεσθούν οι ιδρώτες και οι κόποι της ασκήσεώς του. Κατά την εβδόμην ημέραν μετέβησαν εις την Εκκλησίαν, ίνα ακούσωσι λειτουργίαν. Όταν δε ο Ιερεύς έλεγε το· «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου», βλέπουν και οι τρεις, εις το άγιον δισκάριον, ω της Σης, Χριστέ, χρηστότητος και θαυμαστής Σου δυνάμεως! Μικρόν Βρέφος, ζων και εύχαρι. Όταν λοιπόν ο Ιερεύς ήπλωσε την χείρα δια να μελίση τον Άγιον Άρτον, είδον οι τρεις ούτοι Γέροντες Άγιον Άγγελον, ο οποίος, έχων εις τας χείρας του μάχαιραν, έσφαξε το Άγιον Βρέφος και μετήγγισε το Τίμιον Αυτού Αίμα εις το άγιον Ποτήριον. Όταν δε πάλιν ο Ιερεύς εμέλιζε τον Άγιον Άρτον εις μικράς μερίδας, έκοπτε και ο Άγγελος την Σάρκα του θείου Βρέφους εις τα ίδια τμήματα. Αλλά και όταν ο πλανώμενος Γέρων επλησίασεν ίνα κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, μετέλαβε κρέας ωμόν, το οποίον έσταζεν αίμα. Τούτο ιδών ο Γέρων έκλαυσεν από την χαράν του και απέρριψε τελείως την προτέραν του πλάνην, βεβαιωθείς δια την αλήθειαν. Ομοίως και οι δύο άλλοι εχάρησαν ιδόντες τοιούτον θαυμάσιον και απήλθον εις τα κελλία των, ευχαριστούντες τον Κύριον. Τοιαύτα διηγείτο προς τους Πατέρας ο Μέγας Αρσένιος. Ήλθον δε κάποτε εις την Σκήτην βάρβαροι και οι μεν άλλοι Πατέρες έφυγον, δια να μη τους φονεύσωσιν, ο δε Αρσένιος ουδόλως εφοβήθη, επειδή και τους δαίμονας εξουσίαζε και οι ασεβείς τον εφοβούντο. Έμεινε λοιπόν εις το κελλίον του, λέγων· «Εάν δεν έχη ο Θεός την φροντίδα μου, τι την θέλω την ζωήν»; Ούτως έμεινεν αμέριμνος, οι δε βάρβαροι δεν είδον ουδόλως το κελλίον του. Άλλοτε πάλιν, εις παρομοίαν περίπτωσιν, δια να αποφύγη τον έπαινον των ανθρώπων, έφυγε μετά των άλλων την επιδρομήν των βαρβάρων, οι οποίοι δεν τον έβλεπον, όταν διήρχετο πλησίον των, αλλά έμενεν εις όλους αόρατος, με την σκέπην και πρόνοιαν του Θεού. Ήλθε δε ποτέ από την Ρώμην εις την Αλεξάνδρειαν μεγάλη αρχόντισσα, συγκλητική το αξίωμα, πολύ πλουσία και κατά την ψυχήν θεοφιλής και ενάρετος, ήτις είχε μεγάλον πόθον να ίδη τον Αρσένιον, δια να ακούση λόγους ψυχωφελείς εκ του στόματός του. Ο δε Πατριάρχης Θεόφιλος πληροφορηθείς την ευγενικήν αυτής καταγωγήν, την υπεδέχθη ασμένως και την εφιλοξένησεν επιμελώς. Τούτον παρεκάλεσεν η γυνή να μεταβώσιν ομού προς επίσκεψιν του Αρσενίου. Εξεκίνησαν λοιπόν και όταν επλησίαζον, προεπορεύθη ο Πατριάρχης και παρεκάλει τον Άγιον να υποδεχθή την γυναίκα, επειδή ήτο πολύ ευλαβής προς αυτόν και υπεβλήθη εις τόσους κόπους και ταλαιπωρίας, διελθούσα τόσην ξηράν και θάλασσαν δι’ αγάπην του. Ο Όσιος όμως δεν συγκατένευσεν. Επέστρεψε λοιπόν άπρακτος ο Πατριάρχης. Η δε γυνή δεν ηθέλησε να αναχωρήση, αλλά παρέμεινε καιροφυλακτούσα και όταν κάποιαν στιγμήν είδε τον Άγιον έξω του κελλίου του, δραμούσα προσέπεσεν εις τους πόδας του και εδέετο μετά δακρύων να της είπη λόγον σωτήριον. Ο δε Άγιος ήγειρεν αυτήν με οργήν, ειπών· «Εάν ήλθες ίνα ίδης το πρόσωπόν μου, βλέπε το. Δεν ήκουσες τα έργα μου; Τις λοιπόν η ανάγκη να διακινδυνεύσης τόσον μακρινόν ταξίδιον προς χάριν μου; Ή δια να διηγήσαι, όταν επιστρέψης εις την πατρίδα σου, εις τας άλλας γυναίκας, ότι είδες τον Αρσένιον και να κάμης ταύτας να συναχθούν εδώ»; Η δε αρχόντισσα απεκρίθη· «Αληθώς, Άγιε Πάτερ, δεν θέλω αφήσει άλλην να έλθη. Μόνον εγώ, ως έχουσα πολλήν ευλάβειαν εις την αγιωσύνην σου, ήλθα δια να με ευχηθής και να με μνημονεύης πάντοτε». Ο δε Άγιος είπε· «Και εγώ παρακαλώ τον Θεόν να εξαλείψη την ενθύμησίν σου από την καρδίαν μου». Ταύτα ως ήκουσεν εκείνη τόσον ελυπήθη, ώστε την κατέλαβε πυρετός και ησθένησε. Ο δε Πατριάρχης την παρηγόρησεν ειπών· «Μη λυπείσαι, δέσποινα, διότι δεν το είπεν εκ μίσους ο Άγιος, αλλά διότι ο πονηρός ενοχλεί τους Ασκητάς με την ενθύμησιν των γυναικών και σκανδαλίζονται. Δια τούτο σου ωμίλησεν ούτω. Γνώριζε όμως, ότι εις τας προσευχάς του θα σε ενθυμείται πάντοτε». Τότε η γυνή επαναπαυθείσα κατά τον λογισμόν και θεραπευθείσα επέστρεψεν εις την Ρώμην χαίρουσα. Έλεγον δε και τούτο ο Δανιήλ και οι άλλοι γείτονες δια τον Αρσένιον, ότι τόσον ενήστευεν, ώστε επήρκει εις αυτόν δι’ όλον τον χρόνον πολύ ολίγος σίτος. Ότι μόνον όταν ήρχοντο ξένοι έτρωγε, δια να μη τον δοξάζωσι. Τα οπωρικά έτρωγε μίαν μόνον φοράν τον χρόνον προς ευχαριστίαν του Θεού και δια συγκατάβασιν. Ποτέ δε δεν έμεινεν αργός, αλλά προσηύχετο, ειργάζετο νήματα ή κατεσκεύαζε βάϊα, τα οποία είχεν εντός του ύδατος δια να μαλακώνουν και να πλέκωνται. Δεν ήλλαξε δε ποτέ το ύδωρ, αλλά ήτο πάντοτε δυσώδες από την πολυκαιρίαν. Τινές λοιπόν των Πατέρων ωνείδισαν αυτόν, νομίζοντες την πράξιν ταύτην αμέλειαν. Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Όταν ήμην εις τον κόσμον απήλαυσα ευωδίας πολλών αρωμάτων. Όθεν, δια να εξαλείψω την αμαρτίαν εκείνην, υπομένω τώρα ταύτην την βλαβεράν δυσωδίαν». Είχε δε και τοσαύτην ακτημοσύνην, ώστε, όταν κάποτε ησθένησε, δεν είχε λύχνον δια την ανάγκην και τον ευσπλαγχνίσθησαν άλλοι. Τούτον τον Όσιον ηρώτησεν ενάρετος τις Μοναχός, Μάρκος ονόματι, λέγων· «Άραγε είναι καλόν να μη έχη τις εις το κελλίον του καμμίαν απόλαυσιν; Διότι είδα τινά, όστις είχε μερικά λάχανα και τα εξερρίζωσεν». Ο δε Όσιος απεκρίθη· «Καλόν είναι τούτο, αλλά είναι ανάγκη ο τοιούτος να έχη προς την έξιν και την συνήθειαν της αρετής. Εάν δε δεν έχη την έξιν τελειοτέραν και εάν τα πρώτα ανέσπασε, φυτεύει πάλιν έτερα». Αδελφός τις επεθύμησε να ίδη τον μέγαν Αρσένιον και, απελθών εις το Κυριακόν, παρεκάλει τους Πατέρας να του δείξωσι τούτον. Του είπον τότε εκείνοι να αναμείνη έως την άλλην ημέραν, οπότε θα ήρχετο εις την σύναξιν. Εκείνος όμως δεν είχεν υπομονήν, αλλ’ έλεγεν, ότι δεν θα έτρωγεν, ούτε θα εκοιμάτο, εάν δεν ιδή τον Άγιον πρότερον. Συνόδευσε λοιπόν αυτόν εις αδελφός και αφού έκρουσαν την θύραν, εξήλθεν ο Όσιος, υπεδέχθη τούτους και τους εχαιρέτησεν. Έπειτα εκάθισαν σιωπώντες και ουδείς ωμίλησεν. Όταν δε παρήλθεν ώρα πολλή, είπεν ο Μοναχός προς τον ξένον· «Εγώ μεν επιστρέφω εις το κελλίον μου και συ μείνε εδώ, αν έχης ανάγκην τινά». Ως δε ηγέρθη προς αναχώρησιν, τον ηκολούθησε και ο αδελφός και αμφότεροι μετέβησαν εις τον Μωϋσήν τον Αιθίοπα, όστις ήτο πρότερον ληστής. Ούτος υπεδέχθη τούτους πολύ ιλαρώς· τους εφίλευσε και προσέφερεν εις αυτούς τόπον, ίνα αναπαυθώσιν. Όταν λοιπόν ανεχώρησαν, ηρώτησεν ο Μοναχός τον ξένον, τις εκ των δύο εφάνη εις αυτόν εναρετώτερος. Ο δε απεκρίθη· «Εκείνος όστις μας εφίλευσεν». Ακούσας δε τούτο Γέρων τις ενάρετος, παρεκάλεσε τον Κύριον να αποκαλύψη εις αυτόν, τις εκ των δύο έπραξε καλλίτερον. Είδε λοιπόν εν εκστάσει δύο λέμβους, αίτινες έτρεχον εις τον ποταμόν. Εις την μίαν ήτο ο Αρσένιος και έπλεε μόνος ηρέμως, υπό του Πνεύματος του Θεού προστατευόμενος και καθοδηγούμενος. Εις την άλλην ήτο ο Μωϋσής, τον οποίον έτρεφον με μέλι οι Άγιοι Άγγελοι. Ταύτα ιδών ο Γέρων εγνώρισεν, ότι και οι δύο ήσαν αξιώτατοι εργάται του Θεού, αλλ’ η σιωπή του Αρσενίου ήτο προτιμοτέρα της φιλοξενίας του Αιθίοπος. Επειδή μετά του Αρσενίου ήτο το Πνεύμα το Άγιον, μετά δε του Μωϋσέως οι Άγιοι Άγγελοι, οίτινες έτρεφον τούτον δια μέλιτος, ένεκα της αγάπης και της φιλοξενίας του. Όμως και αι δύο αύται αρεταί είναι καλαί και θεάρεστοι. Ησθένησε ποτέ ο θαυμάσιος ούτος Αρσένιος και ο Ιερεύς της Εκκλησίας έφερεν εις αυτόν εν πενιχρόν στρώμα και εν προσκεφάλαιον, ίνα μη, ασθενών, ταλαιπωρήται. Ελθών δε, ίνα ίδη τον Άγιον, γέρων τις και ιδών την κλίνην, εσκανδαλίσθη. Ο δε Ιερεύς, εννοήσας τούτο, ηρώτησε κρυφίως τον γέροντα· «Πως διήγες εις τον κόσμον προτού γίνης Μοναχός»; Ο δε γέρων απεκρίθη· «Με πολλήν στενοχωρίαν και κακοπάθειαν, ένεκα της πτωχείας μου». Τότε ο Ιερεύς του είπεν· «Αλλ’ αυτός, τον οποίον βλέπεις, ήτο πατήρ των βασιλέων και είχε πλούτον άφθονον, πολλήν ευμάρειαν, μεταξωτά μαλακά ενδύματα και πάσαν σωματικήν απόλαυσιν. Ταύτα δε πάντα κατεφρόνησε και τον κόσμον εμίσησε, διάγων τώρα εις τόσην στενοχωρίαν, δια την αγάπην του Χριστού. Συ δε έχεις περισσοτέραν ανάπαυσιν και απόλαυσιν τώρα, παρά όταν ήσο εις τον κόσμον αμέριμνος». Ταύτα ακούσας ο γέρων ηννόησε την πλάνην αυτού και αφού εζήτησε συγχώρησιν ανεχώρησεν. Είχεν ο Όσιος δύο μαθητάς εναρέτους, τους οποίους επεθύμει να αφήση κληρονόμους της αρετής αυτού, επειδή ήσαν ευγνώμονες. Ούτοι ωνομάζοντο Αλέξανδρος και Ζώϊλος· νύκτα δε τινά τους επρόσταξε να παραμείνουν πλησίον του, ο εις προς τα δεξιά και ο άλλος προς τα αριστερά του, δια να ίδωσι πόσην ώραν εκοιμάτο, ίνα έχουν αυτόν ως παράδειγμα. Έμειναν λοιπόν αφ’ εσπέρας μέχρι πρωϊας ούτως άγρυπνοι και όταν εξημέρωσεν, έλεγον προς τους άλλους, ότι αυτοί μεν ενύσταξαν και απεκοιμήθησαν ολίγον, ο δε Αρσένιος ουδόλως. Όλοι τότε εξεπλάγησαν. Άλλοτε πάλιν ήλθε γέρων τις, δια να ωφεληθή εκ των λόγων του Οσίου. Επειδή όμως εύρε την θύραν του κελλίου κεκλεισμένην, δεν εκτύπησε, δια να μη τον ενοχλήση, αλλά παρετήρει εκ μιάς σχισμής. Είδε τότε τον Όσιον Αρσένιον εις πυρ μεταβαλλόμενον και έμεινεν αρκετήν ώραν όλως έμφοβος. Κατόπιν, αφού έκρουσε την θύραν, εξήλθεν ο Όσιος, όστις ιδών τούτον ακόμη θαυμάζοντα, τον ηρώτησε πόση ώρα ήτο αφ’ ότου ήλθε και εάν είδε κανέν όραμα. Ο δε γέρων ηρνήθη, δια να μη δυσαρεστήση τον Όσιον και ουδέν ωμολόγησεν. Αλλά δια να εννοήσετε πόσον απηρνήθη τον κόσμον και τα του κόσμου και πόσον εμίσησε τα επίγεια και ότι όντως εσταυρώθη τω κόσμω, κατά τον Απόστολον, ακούσατε και τα εξής. Αξιωματούχος τις ήλθεν από την Ρώμην κομίζων την διαθήκην συγγενούς τινός του Οσίου, την οποίαν ο Όσιος, λαβών εις τας χείρας, ήθελε να σχίση. Ο δε αξιωματούχος έπεσεν εις τους πόδας αυτού φωνάζων, ότι εάν κατέστρεφεν αυτήν, εκινδύνευεν εκείνος να θανατωθή. Τότε ο Όσιος έδωκε την διαθήκην εις τον Ρωμαίον αξιωματούχον και είπε προς αυτόν· «Εγώ δεν είμαι μετά των ζώντων, διότι απέθανον προ πολλού και δεν ενδιαφέρομαι δια πρόσκαιρα πράγματα». Τις λοιπόν ήθελεν ακούσει τοιαύτας θαυμαστάς αρετάς και δεν θα εθαύμαζε τον μέγαν τούτον Αρσένιον; Λέγουσι δε και τούτο δια τον Όσιον· ότι, αφ’ ότου έδυεν ο ήλιος, ίστατο όλην την νύκτα κατ’ Ανατολάς προσευχόμενος, έως ότου ανατείλη πάλιν ο ήλιος και να αισθανθή τούτον εις το πρόσωπον. Άλλοτε έμελλε να διέλθη τον ποταμόν ο Όσιος. Καθώς δε διήρχετο τούτον, γυνή τις αράπισσα εκράτησε την μηλωτήν του και τον έσυρεν. Ο δε Όσιος εθυμώθη και την ύβρισεν. Εκείνη δε είπε προς αυτόν· «Δεν σου πρέπει να οργίζεσαι, Αρσένιε, τόσον ευκόλως, αλλά, εάν είσαι Μοναχός, να μένης εις το κελλίον σου». Ταύτα ακούσας ο Όσιος ωφελήθη και εμέμφετο εαυτόν, ως πταίστην. Μεταξύ δε των άλλων αρετών είχε και την εξής ο τρισμακάριος. Δεν έστειλε ποτέ προς ουδένα ερωτήσεις επί των θείων Γραφών, ούτε αυτός τας εδέχετο. Όχι διότι δεν εγνώριζε να απαντήση, αφού ως σοφώτατος και εύγλωττος εγίνωσκε να λύση κάλλιστα πάσαν απορίαν της Αγίας Γραφής, αλλ’ εκ ταπεινώσεως δεν ήθελε να αποφαίνεται και ίνα φυλάξη την σιωπήν, φεύγων δε και πάσαν επίδειξιν. Δια τούτο εφρόντιζε να μη φαίνεται εις τας συνάξεις και εορτάς της Εκκλησίας, αλλ’ εκρύπτετο πάντοτε ή όπισθεν του κίονος ή εις το καταπέτασμα ή εις γωνίαν τινά, δια να μη τον βλέπουν. Εκεί δε ιστάμενος μετά πολλής προσοχής και ευλαβείας, ύψωνεν ευκολώτερον τον νουν προς τον Θεόν, συνηθίζων πάντοτε να λέγη κατ’ ιδίαν· «Αρσένιε, δι’ ο εξήλθες». Ως δηλαδή να έλεγεν· «Αρσένιε, διατί ήλθες εις την έρημον και απηρνήθης τον κόσμον; Βεβαίως όχι δι’ άλλην αιτίαν, ει μη μόνον δια να αρέσκης εις τον Θεόν. Λοιπόν επιμελού όσον δύνασαι, να πράξης όσα Εκείνος επιθυμεί». Έλεγε δε συχνάκις και τούτον τον λόγον ο αξιοϋμνητος· «Πολλάκις μετενόησα διότι ελάλησα, αλλά διότι εσιώπησα δεν μετενόησα ποτέ». Είχε δε ο Όσιος και το μακάριον πένθος ο τρισμακάριος και δεν έλειπε ποτέ από τους οφθαλμούς του το δάκρυ. Τούτο είχεν ως διαρκές και απαράλειπτον έργον, έφερε δε πάντοτε τεμάχιον ράσου επί του στήθους του, δια του οποίου εσπόγγιζε τα δάκρυα, ίνα μη πίπτουν επί του βιβλίου, το οποίον ανεγίγνωσκε. Τούτο ιδών ποτέ ο Αββάς Ποιμήν, όστις μετέβη εις το κελλίον του, μεταξύ των άλλων τα οποία είπεν εις τον Όσιον, είπε και τούτο· «Καλότυχος συ, Αρσένιε, και όντως μακάριος, διότι αρκετά έκλαυσες εις τούτον τον κόσμον και ούτω ουδόλως θέλεις πενθήσει εις τον μέλλοντα, αλλά θα χαίρεσαι πάντοτε». Και δια τον Πατριάρχην Αλεξανδρείας Θεόφιλον λέγουν ότι, όταν ετελεύτα, είπεν· «Μακάριος συ, Αρσένιε, όστις ενεθυμείσο πάντοτε την ώραν ταύτην». Ούτοι είναι οι αγώνες του μεγάλου Αρσενίου, καθώς ούτοι ευρίσκονται κατεσπαρμένοι εις διάφορα βιβλία και σώζονται μέχρι της σήμερον. Νομίζω δε ότι και τούτο οφείλεται εις προσταγήν του Οσίου, προστάξαντος τους μαθητάς αυτού να μη γράψωσι τον Βίον του. Διότι καθώς εις όλην την ζωήν του εφρόντιζε να κρύπτη τας αρετάς του, δια να αποφεύγη την ματαίαν δόξαν του κόσμου και των ανθρώπων τον έπαινον, ούτως ηθέλησε να αποφύγη ταύτα και μετά θάνατον. Επειδή τόσον ήτο ταπεινόφρων, ώστε ενόμιζεν, ότι δεν ήτο άξιος ουδέ καν να τον θάψωσιν, ως περί τούτου γράφομεν εν συνεχεία. Όταν ο μακάριος Αρσένιος εγνώρισεν, ότι επλησίασεν ο καιρός της μακαρίας τελειώσεως και μεταστάσεως αυτού, απεκάλυψε τούτο εις τους μαθητάς του, οίτινες ακούσαντες εθρήνουν απαρηγόρητα. Αλλ’ ο θείος Αρσένιος παρηγόρει τούτους, λέγων· «Μη λυπείσθε, αδελφοί, ως να είσθε μικρόψυχοι, μήτε προώρως οδύρεσθε, διότι ακόμη δεν έφθασεν ο καιρός. Όμως τούτο σας παραγγέλλω και προστάσσω με κανόνα ασυγχωρησίας βαρύτατον. Να μη τολμήση κανείς εξ υμών, μετά τον θάνατόν μου, να δώση εις ουδένα ουδέ το ελάχιστον μέρος από το λείψανόν μου. Αν δε παραβήτε την εντολήν μου, να γνωρίζετε, ότι θέλω σας εγκαλέσει εις τον φοβερόν θρόνον του Δεσπότου Χριστού, και θέλω ζητήσει φοβεράν τιμωρίαν δια την ψυχήν σας». Οι μαθηταί του ηρώτησαν αυτόν· «Τι να κάμωμεν λοιπόν τότε το λείψανον»; Ο δε Όσιος είπε προς αυτούς· «Δέσατε με σχοινίον τους πόδας μου και σύροντές με μετά προσοχής ανέλθετε εις το όρος και ρίψατέ με από τόπου υψηλού εις κρημνόν, δια να μη ημπορή άνθρωπος να πλησιάση εκεί». Ούτως εκείνος ο κατά την αρετήν περιβόητος εφοβείτο και τον μετά θάνατον έπαινον, ίνα μη η πρόσκαιρος τιμή γίνη εμπόδιον εις αυτόν δια την αιώνιον, σμικρυνθή δε και η προς Θεόν παρρησία του και ελαττωθή το βραβείον. Όταν δε ήλθεν η ώρα της μεταστάσεως αυτού, ω της φρικτής διηγήσεως! Εφοβήθη πολύ τον θάνατον ο των Αγγέλων εφάμιλλος και έχυνε θερμότατα δάκρυα. Οι μαθηταί λοιπόν αυτού εθαύμασαν και τον ηρώτησαν λέγοντες· «Ουαί ημίν, Πάτερ, και συ φοβείσαι τον θάνατον»; Ο δε Άγιος απεκρίθη· «Ο φόβος ούτος δεν έλειψεν από εμέ ουδέ στιγμήν, αφ’ ότου έγινα Μοναχός». Ταύτα ειπών και αποχαιρετήσας τους αδελφούς, ως ηδύνατο, παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας των Αγγέλων, ζήσας εις την άσκησιν χρόνους πεντήκοντα πέντε (55). Ήτο δε εξηκονταπενταετής όταν έφυγεν από τα ανάκτορα, ώστε εκατόν είκοσι ετών ήτο, ότε απεδήμησεν εις Κύριον. Και δεν ησθένησε ποτέ βαρέως, ούτε εστερήθη της οράσεώς του, ούτε κανέν άλλο μέλος του σώματός του εξησθένησεν. Αλλ’ ήτο υγιέστατος, ένεκα της εγκρατείας, την οποίαν εφύλαττε, το δε γένειον αυτού ήτο μακρύ, μέχρι της κοιλίας του και ωραιότατον. Ήτο δε κατά το σώμα υψηλός, έκυπτεν όμως ολίγον ένεκα του γήρατος, τα δε βλέφαρά του είχον πέσει από τα δάκρυα. Ψάλλαντες λοιπόν οι μαθηταί αυτού την νεκρώσιμον ακολουθίαν, ενεταφίασαν το τίμιον αυτού και Αγγέλοις αιδέσιμον Λείψανον με την μηλωτήν και το τρίχινον υποκάμισον, τα οποία εφόρει και απέθεσαν τούτο εις τόπον απόκρυφον. Με ποίους λοιπόν επαίνους να εγκωμιάση τις τούτον τον τρισόλβιον αριστέα και αγωνιστήν κατά των παθών αήττητον; Ποίους μισθούς να προσφέρη, αναλόγους των πόνων και των κόπων του; Εάν ο μακάριος Παύλος λέγη, ότι δεν είναι αντάξια προς την μέλλουσαν δόξαν τα παθήματα του καιρού τούτου (Ρωμ. η:18), οποίαν μακαριότητα θέλει απολαύσει ούτος ο μακάριος, όστις ηγωνίσθη τοσούτον και ενίκησεν ανδρείως τους τρεις μεγάλους εχθρούς, τον κόσμον, την σάρκα και τον διάβολον; Εκείνος λοιπόν όστις απηρνήθη τον κόσμον και έγινε Μοναχός, ας έχη τούτον τον Όσιον ως τύπον, υπογραμμόν και αρχέτυπον και ας μιμήται όσον δύναται τας πράξεις του, ήτοι την πτωχείαν, το λιτόν, το γαλήνιον, το σιωπηλόν, την ταπεινοφροσύνην, την εγκράτειαν, το φιλόπονον, την τελείαν του κόσμου και του σώματος άρνησιν, την του θανάτου ενθύμησιν και το ψυχωφελέστερον όλων, το ότι συνεδέθη με τον Χριστόν δι’ αγάπης τόσον, ώστε έζη αυτός εν τω Χριστώ και ο Χριστός εν αυτώ (Γαλ. β:20). Όσοι λοιπόν παρώργισαν τον Θεόν αμαρτήσαντες και ποθούν αληθώς να μετανοήσουν, ως εγώ ο ανάξιος, ας φροντίσωμεν να αποκτήσωμεν μεσίτην προς τον φιλάνθρωπον Θεόν τον μέγαν τούτον Αρσένιον, επειδή πολλήν έχει την παρρησίαν και οικείωσιν προς Εκείνον. Διότι και ούτος ο τρισμακάριος υπέμεινε το Μαρτύριον, όχι ένα μήνα ή ένα χρόνον, αλλά επί πεντήκοντα πέντε χρόνους ολοκλήρους, παιδεύων την σάρκα σκληρότατα. Όθεν και πολλών στεφάνων ηξίωται· ου ταις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς αμαρτημάτων αφέσεως και της παρά Χριστού χρηστότητος και φιλανθρωπίας, Ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου