του τελεσθέντος δια της εν Κασσιόπη σεβασμίας Αυτής Εικόνος
επί του αδίκως τυφλωθέντος Στεφάνου και παραδόξως ομματωθέντος.
(Κασσιόπη· κωμόπολις παράλιος της νήσου Κερκύρας εις τα βορειοανατολικά αυτής).
Το της Υπεραγίας Θεοτόκου υπερφυές τούτο θαύμα ετελέσθη ηγεμονεύοντος εις Κέρκυραν του Σίμωνος Λειόνος Μπαϊλου εν έτει αφλ΄ (1530) μετά Χριστόν. Κατά την εποχήν εκείνην νέος τις ονόματι Στέφανος επέστρεφεν εκ της πόλεως εις το χωρίον του, αφού ετελείωσεν υπόθεσίν του. Καθ’ οδόν συνηντήθη μετ’ άλλων οδοιπόρων μεθ’ ων συνεβάδιζεν. Ως δε απεμακρύνθησαν από της πόλεως, συνήντησαν νέους τινάς, οίτινες επέστρεφον από τον μύλον φέροντες άλευρα.
Οι δε συνοδοιπόροι του Στεφάνου, επειδή ήσαν πονηροί και κακόγνωμοι, είπον προς αλλήλους· «Τι μας εμποδίζει να πάρωμεν τα άλευρά των και να τα διαμοιράσωμεν μεταξύ μας; Ουδείς μας βλέπει». Αλλ’ ο Στέφανος, ως δίκαιος, ευθύς ως ήκουσε ταύτα, με πολλάς νουθεσίας προσεπάθει όσον ηδύνατο να τους εμποδίση, λέγων εις αυτούς, ότι τούτο το οποίον μηχανεύονται είναι πράγμα θηριώδες και ότι, αν πράξουν τούτο, δεν θα διαφύγουν την δικαίαν τιμωρίαν, ως λησταί και κακοποιοί. Εκείνοι δε, ως ασπίδες, κλείοντες τα ώτα των, δεν ήκουσαν την συμβουλήν, μάλιστα δε παρεκίνουν και τον Στέφανον να συνεργασθή και αυτός εις την ληστείαν· αλλ’ αυτός ουδόλως εδέχετο να συγκατανεύση. Αυτοί δε, αφού έδειραν τους νέους, ήρπασαν από τούτους τα άλευρα και μετέβησαν εις τας οικίας των μετά των αλεύρων, χαίροντες. Ότε δε οι νέοι εκείνοι επέστρεψαν εις τους οίκους των κενοί και κλαίοντες, είπον εις τους συγγενείς των τα συμβάντα, ούτοι δε, ερευνήσαντες επιμελώς, έμαθον ποίοι ήσαν οι λησταί και ανέφερον εις τον ηγεμόνα τα γενόμενα. Μεταξύ λοιπόν των άλλων ληστών κατηγορήθη και ο Στέφανος, επειδή οι ληστευθέντες είδον μεν τον Στέφανον συμβαδίζοντα μετ’ αυτών, αλλά δεν εγνώριζον, ότι τους ημπόδιζε και ότι ηρνήθη να συνδράμη τούτους. Οι δε ένοχοι της ληστείας, γινώσκοντες την ενοχήν των, εκρύπτοντο δια να μη συλληφθούν και τιμωρηθούν υπό της δικαιοσύνης. Ο Στέφανος όμως, επειδή ήτο αθώος, χωρίς κανένα φόβον μετέβαινεν εις την χώραν. Όταν δε επλησίαζεν, συνελήφθη από τους στρατιώτας του ηγεμόνος και ερρίφθη εις την φυλακήν, κατόπιν δε δεδεμένος ωδηγήθη προ του αυτού ηγεμόνος, προς ανάκρισιν. Ερωτηθείς δε ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν και ότι συνεβάδιζε με τους ληστάς, αλλά δεν έλαβε μέρος εις την ληστείαν και ότι αδίκως κατηγορείτο. Αλλ’ εις μάτην. Οι λόγοι του δικαίου Στεφάνου εφαίνοντο εις τον δικαστήν ψευδείς· διότι ο δικαστής ενόμιζεν αυτόν ληστήν και όμοιον με τους άλλους. Κατακριθείς όθεν αδίκως υπό του ηγεμόνος ο αναίτιος Στέφανος εκλήθη υπ’ αυτού να εκλέξη οποίαν τιμωρίαν προκρίνει, την στέρησιν των οφθαλμών του ή των χειρών την αποκοπήν; Επειδή δε εφάνη εις τον Στέφανον ελαφροτέρα τιμωρία η της στερήσεως των οφθαλμών, εξέλεξε ταύτην. Οδηγήσαντες όθεν αυτόν θρηνούντα και οδυρόμενον εις τον συνήθη τόπον της καταδίκης, εξώρυξαν τους οφθαλμούς του παρουσία πολλού λαού. Η δε μήτηρ του κλαίουσα και οδυρομένη, μετά την τύφλωσίν του, τον έφερεν εις τον Ναόν του Αγίου Λαζάρου δια να ζητή ελεημοσύνην. Επειδή όμως εις τον τόπον εκείνον οι περισσότεροι τον περιέπαιζον και τον ωνείδιζον, ως δήθεν δικαίως παθόντα, διότι ως ληστής ήρπασε το ξένον πράγμα, εκείνοι δε οι οποίοι τον ευσπλαγχνίζοντο ήσν ελάχιστοι, εσκέφθη, κατά θείαν Πρόνοιαν, να υπάγη μετά της μητρός του εις τον Ναόν της Θεοτόκου εις πόλιν ονομαζομένην Κασσιόπην, ήτις έχει λιμένα και απέχει δέκα οκτώ μίλια εκ Κερκύρας. Εντός δε του Ναού αυτού υπάρχει εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου θαυματουργός. Επειδή δε ο λιμήν είναι κατάλληλος, προσωρμίζοντο εκεί τα πλοία εξ ευλαβείας προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Εκεί λοιπόν εσκέφθη να υπάγη ο Στέφανος να μείνη και να ζητή ελεημοσύνην από τους εισερχομένους, ίνα προσκυνούν εις τον Ναόν την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου. Εις τούτο συνεφώνησε και η μήτηρ του. Μετέβησαν όθεν εις τον Ναόν της Θεομήτορος και αφού προσεκύνησαν, κατά την συνήθειαν, διηγήθησαν με θρήνους και στεναγμούς εις τον εκεί τότε διαμένοντα Μοναχόν την άδικον συμφοράν, την οποίαν υπέστησαν, και την αιτίαν δια την οποίαν μετέβησαν εκεί, εζήτησαν δε παρ’ αυτού μικρόν κελλίον δια κατοικίαν ίνα μένουν, ούτος δε απήντησεν, ότι έως ότου έλθη ο αδελφός, όστις κρατεί το κλειδίον του κελλίου, εις το οποίον επρόκειτο να τους εγκαταστήση, να μείνουν εις την Εκκλησίαν. Κατάκοπος λοιπόν ως ήτο η μήτηρ του Στεφάνου εκ της οδοιπορίας εκοιμήθη. Ο Στέφανος όμως, μη δυνάμενος εκ των πόνων να κοιμηθή, ύπνωσεν ολίγον μόνον ελαφρόν ύπνον. Κατά δε την νύκτα, ω των θαυμασίων Σου, Υπεραγία Θεοτόκε Δέσποινα! Ησθάνθη χείρας να τον εγγίζουν και να ψηλαφούν τους οφθαλμούς του, τόσον ώστε εξύπνησε με φωνάς και διελογίζετο ποίος να τον ήγγισε τόσον δυνατά. Ιδών δε γυναίκα τινά, λαμπροτάτην και πάμφωτον, ήτις εντός ολίγου έγινεν άφαντος, διελογίζετο ότι ήτο όνειρον και όχι γεγονός. Στρέψας δε βλέπει τας κανδήλας ανημμένας και πολύ εθαύμαζεν απορών πως και τι να είναι εκείνο το οποίον συνέβη. Εξυπνήσας τότε την μητέρα του, είπε προς αυτήν· «Ποίος ήναψε τας κανδήλας»; Εκείνη δε νομίζουσα ότι ο υιός της πλανάται εις τον ύπνον του, ήρχισε να θρηνή και να λέγη εις αυτόν να σιωπήση και να κοιμηθή. Ο Στέφανος όμως δεν εσιώπα, αλλ’ επέμενεν ότι βλέπει πράγματι τας κανδήλας, μάλιστα και την αγίαν Εικόνα της Θεομήτορος και ότι δεν είναι φαντασία αυτά που λέγει. Έπειτα διηγείτο και εκείνο το οποίον συνέβη εις αυτόν πρωτύτερα και ότι την εκάλει, αλλ’ εκείνη δεν ήκουε, διότι εκοιμάτο. Τότε η μήτηρ του, σκεφθείσα ότι είναι θεία βοήθεια, ηγέρθη ευθύς και βλέψασα εις το πρόσωπον του Στεφάνου μετά περιεργείας, παρετήρησεν ότι αληθώς έχει οφθαλμούς και ενώ είχε πρώτον μελανούς, τώρα έχει τούτους γαλανούς. Όθεν εκ της πολλής χαράς και του φόβου εκραύγαζε δακρύουσα, δοξάζουσα και επικαλουμένη συνεχώς το όνομα της Θεομήτορος, ομού μετά του υιού της, μεθ’ ου εκτύπων τας χείρας μεγαλύνοντες την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Τας φωνάς και τον θόρυβον ακούσας ο διακονητής του Ναού και επειδή ηγέρθησαν προ της ωρισμένης ώρας, ήρχισε να οργίζεται και να ονειδίζη αυτούς, ως ατάκτους και κακούς ανθρώπους, λέγων, ότι δικαίως έπαθον. Ο δε Στέφανος και η μήτηρ του διηγούντο τα μεγαλεία του Θεού, εκείνος δε θαυμάζων και δυσπιστών δια το φρικτόν τούτο θαύμα εισήλθεν εις την Εκκλησίαν. Έκθαμβος τότε βλέπει τον προ ολίγου τυφλόν να έχη οφθαλμούς και να βλέπη. Πληρωθείς τότε θείου ζήλου ανεχώρησεν ευθύς και μετέβη εις την χώραν, όπου ευρών τον ηγεμόνα Μπάϊλον εις το δικαστήριον, εφώναζεν εναντίον του, καλών αυτών άνομον. Οι δε παρεστώτες εξεδίωκον τον Μοναχόν, λέγοντες προς αυτόν· «Δεν είναι νόμιμον αυτό που τολμάς, να αυθαδιάζης κατά πρόσωπον εναντίον εκείνων οίτινες εξουσιάζουν και να υψηλοφρονής κατ’ αυτόν τον τρόπον». Εκείνος δε περισσότερον εκραύγαζε, λέγων· «Αν η επιβληθείσα εις τον Στέφανον τιμωρία της τυφλώσεως δεν ήτο άδικος, δεν ήθελε δώσει εις αυτόν ο Θεός με την μεσιτείαν της Θεομήτορος άλλους οφθαλμούς». Απέστειλε τότε ο ηγεμών προκρίτους τινάς, οίτινες, όταν επέστρεψαν, είπον, ότι είναι αληθείς οι λόγοι του Μοναχού. Αφού λοιπόν ητοίμασαν πλοίον ηγεμονικόν, εισήλθεν εις αυτό ο Μπάϊλος μετά προκρίτων της Κέρκυρας οίτινες, φθάσαντες εις τον τόπον εκείνον, είδον ιδίοις οφθαλμοίς το μέγα τούτο θαύμα και πολύ εθαύμασαν, ως έπρεπεν. Ο ηγεμών Μπάϊλος όμως είχεν ακόμη αμφιβολίαν, νομίζων ότι δεν ήτο αυτός ο Στέφανος ή ότι δεν ετυφλώθη αληθώς, ως ενόμιζον και οι Ιουδαίοι δια τον τυφλόν, τον οποίον ωμμάτωσεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το παράδοξον του θαύματος δεν άφηνε τον ηγεμόνα και άλλους τινάς να πιστεύσουν αμέσως. Επιστρέψας δε ο Μπάϊλος εις την χώραν, προσεκάλεσε τον δήμιον και είπεν προς αυτόν· «Εξώρυξες τους οφθαλμούς του Στεφάνου, όπως απεφασίσθη από εμέ»; Εκείνος τότε εβεβαίωσεν, ότι αληθώς τον ετύφλωσε και μάλιστα ότι οι εξορυχθέντες οφθαλμοί ευρίσκονται ακόμη εντός λεκάνης. Τούτους, αφού έφερεν, έδειξεν εις τον ηγεμόν, όστις ούτω επίστευσεν, ότι είναι αληθές το θαύμα τούτο, αφού μάλιστα είδε τους οφθαλμούς να είναι άλλης όψεως από εκείνους τους οποίους έλαβε την δευτέραν φοράν ο Στέφανος, όστις είχε και το σημείον του σιδήρου εις το βλέφαρον και το οποίον διεκρίνετο. Τούτο βεβαίως εγένετο εκ θείας Προνοίας, δια να κηρύττεται και να πιστεύεται ως αναμφίβολον το θαύμα, από τούτο το σημείον και από την διαφορετικήν όψιν των οφθαλμών. Διότι αν οι οφθαλμοί είχον την ιδίαν όψιν, πολλοί θα έλεγον ότι είναι οι ίδιοι οφθαλμοί αυτού και ότι ουχί αληθώς τους εξώρυξαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν διελαλήθη το θαύμα εις όλην την Κέρκυραν και επιστεύθη από όλους. Τότε ο Μπάϊλος, προσκαλέσας τον Στέφανον, του εζήτησε συγγνώμην δια την αδικίαν, την οποίαν εξ αγνοίας του επροξένησεν, ανταμείψας δε με πλούσια δώρα και περιποιηθείς αυτόν με πολλήν αγαθότητα, έστειλε τούτον εις τον οίκον του. Αμέσως δε κατόπιν ανεκαίνισε και τον περίβολον του Ναού της Θεοτόκου, με πολλήν επιμέλειαν. Πολλοί τότε, ασθενείς περί την αγίαν και Ορθόδοξον Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εστερεώθησαν δια μέσου του υπερφυούς αυτού θαύματος και επίστευσαν και εις εκείνα τα οποία αναφέρονται εις τας Θείας Γραφάς και άτινα με μόνην την ακοήν πιστεύονται, ιδόντες ταύτα εις τους καιρούς των αποδεικνυόμενα και πραγματοποιούμενα. Όσοι δε έμειναν εις την απιστίαν, μη τιμώντες τα παράδοξα θαύματα, ησχύνθησαν, διότι, έχοντες οφθαλμούς, καθώς λέγει ο Προφήτης Ιεζεκιήλ, δια να βλέπουν, δεν βλέπουν και τα ώτα δια να ακούουν, δεν ακούουν (Ιεζ. ιβ:2). Ας προσδράμωμεν λοιπόν πάντες εις την φωτοπάροχον Παρθένον και Θεοτόκον Μαρίαν με πίστιν και ευλάβειαν, παρακαλούντες να φωτίση τους οφθαλμούς της διανοίας ημών, ίνα μη βαδίζωμεν εις το σκότος των αμαρτιών. Και ως έχουσα παρρησίαν, να μεσιτεύση προς τον εξ Αυτής τεχθέντα Θεόν, να μας λυτρώση από κάθε πειρασμόν του πονηρού και να μας αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω πρέπει δόξα, ευχαριστία, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Κασσιόπη· κωμόπολις παράλιος της νήσου Κερκύρας εις τα βορειοανατολικά αυτής).
Το της Υπεραγίας Θεοτόκου υπερφυές τούτο θαύμα ετελέσθη ηγεμονεύοντος εις Κέρκυραν του Σίμωνος Λειόνος Μπαϊλου εν έτει αφλ΄ (1530) μετά Χριστόν. Κατά την εποχήν εκείνην νέος τις ονόματι Στέφανος επέστρεφεν εκ της πόλεως εις το χωρίον του, αφού ετελείωσεν υπόθεσίν του. Καθ’ οδόν συνηντήθη μετ’ άλλων οδοιπόρων μεθ’ ων συνεβάδιζεν. Ως δε απεμακρύνθησαν από της πόλεως, συνήντησαν νέους τινάς, οίτινες επέστρεφον από τον μύλον φέροντες άλευρα.
Οι δε συνοδοιπόροι του Στεφάνου, επειδή ήσαν πονηροί και κακόγνωμοι, είπον προς αλλήλους· «Τι μας εμποδίζει να πάρωμεν τα άλευρά των και να τα διαμοιράσωμεν μεταξύ μας; Ουδείς μας βλέπει». Αλλ’ ο Στέφανος, ως δίκαιος, ευθύς ως ήκουσε ταύτα, με πολλάς νουθεσίας προσεπάθει όσον ηδύνατο να τους εμποδίση, λέγων εις αυτούς, ότι τούτο το οποίον μηχανεύονται είναι πράγμα θηριώδες και ότι, αν πράξουν τούτο, δεν θα διαφύγουν την δικαίαν τιμωρίαν, ως λησταί και κακοποιοί. Εκείνοι δε, ως ασπίδες, κλείοντες τα ώτα των, δεν ήκουσαν την συμβουλήν, μάλιστα δε παρεκίνουν και τον Στέφανον να συνεργασθή και αυτός εις την ληστείαν· αλλ’ αυτός ουδόλως εδέχετο να συγκατανεύση. Αυτοί δε, αφού έδειραν τους νέους, ήρπασαν από τούτους τα άλευρα και μετέβησαν εις τας οικίας των μετά των αλεύρων, χαίροντες. Ότε δε οι νέοι εκείνοι επέστρεψαν εις τους οίκους των κενοί και κλαίοντες, είπον εις τους συγγενείς των τα συμβάντα, ούτοι δε, ερευνήσαντες επιμελώς, έμαθον ποίοι ήσαν οι λησταί και ανέφερον εις τον ηγεμόνα τα γενόμενα. Μεταξύ λοιπόν των άλλων ληστών κατηγορήθη και ο Στέφανος, επειδή οι ληστευθέντες είδον μεν τον Στέφανον συμβαδίζοντα μετ’ αυτών, αλλά δεν εγνώριζον, ότι τους ημπόδιζε και ότι ηρνήθη να συνδράμη τούτους. Οι δε ένοχοι της ληστείας, γινώσκοντες την ενοχήν των, εκρύπτοντο δια να μη συλληφθούν και τιμωρηθούν υπό της δικαιοσύνης. Ο Στέφανος όμως, επειδή ήτο αθώος, χωρίς κανένα φόβον μετέβαινεν εις την χώραν. Όταν δε επλησίαζεν, συνελήφθη από τους στρατιώτας του ηγεμόνος και ερρίφθη εις την φυλακήν, κατόπιν δε δεδεμένος ωδηγήθη προ του αυτού ηγεμόνος, προς ανάκρισιν. Ερωτηθείς δε ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν και ότι συνεβάδιζε με τους ληστάς, αλλά δεν έλαβε μέρος εις την ληστείαν και ότι αδίκως κατηγορείτο. Αλλ’ εις μάτην. Οι λόγοι του δικαίου Στεφάνου εφαίνοντο εις τον δικαστήν ψευδείς· διότι ο δικαστής ενόμιζεν αυτόν ληστήν και όμοιον με τους άλλους. Κατακριθείς όθεν αδίκως υπό του ηγεμόνος ο αναίτιος Στέφανος εκλήθη υπ’ αυτού να εκλέξη οποίαν τιμωρίαν προκρίνει, την στέρησιν των οφθαλμών του ή των χειρών την αποκοπήν; Επειδή δε εφάνη εις τον Στέφανον ελαφροτέρα τιμωρία η της στερήσεως των οφθαλμών, εξέλεξε ταύτην. Οδηγήσαντες όθεν αυτόν θρηνούντα και οδυρόμενον εις τον συνήθη τόπον της καταδίκης, εξώρυξαν τους οφθαλμούς του παρουσία πολλού λαού. Η δε μήτηρ του κλαίουσα και οδυρομένη, μετά την τύφλωσίν του, τον έφερεν εις τον Ναόν του Αγίου Λαζάρου δια να ζητή ελεημοσύνην. Επειδή όμως εις τον τόπον εκείνον οι περισσότεροι τον περιέπαιζον και τον ωνείδιζον, ως δήθεν δικαίως παθόντα, διότι ως ληστής ήρπασε το ξένον πράγμα, εκείνοι δε οι οποίοι τον ευσπλαγχνίζοντο ήσν ελάχιστοι, εσκέφθη, κατά θείαν Πρόνοιαν, να υπάγη μετά της μητρός του εις τον Ναόν της Θεοτόκου εις πόλιν ονομαζομένην Κασσιόπην, ήτις έχει λιμένα και απέχει δέκα οκτώ μίλια εκ Κερκύρας. Εντός δε του Ναού αυτού υπάρχει εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου θαυματουργός. Επειδή δε ο λιμήν είναι κατάλληλος, προσωρμίζοντο εκεί τα πλοία εξ ευλαβείας προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Εκεί λοιπόν εσκέφθη να υπάγη ο Στέφανος να μείνη και να ζητή ελεημοσύνην από τους εισερχομένους, ίνα προσκυνούν εις τον Ναόν την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου. Εις τούτο συνεφώνησε και η μήτηρ του. Μετέβησαν όθεν εις τον Ναόν της Θεομήτορος και αφού προσεκύνησαν, κατά την συνήθειαν, διηγήθησαν με θρήνους και στεναγμούς εις τον εκεί τότε διαμένοντα Μοναχόν την άδικον συμφοράν, την οποίαν υπέστησαν, και την αιτίαν δια την οποίαν μετέβησαν εκεί, εζήτησαν δε παρ’ αυτού μικρόν κελλίον δια κατοικίαν ίνα μένουν, ούτος δε απήντησεν, ότι έως ότου έλθη ο αδελφός, όστις κρατεί το κλειδίον του κελλίου, εις το οποίον επρόκειτο να τους εγκαταστήση, να μείνουν εις την Εκκλησίαν. Κατάκοπος λοιπόν ως ήτο η μήτηρ του Στεφάνου εκ της οδοιπορίας εκοιμήθη. Ο Στέφανος όμως, μη δυνάμενος εκ των πόνων να κοιμηθή, ύπνωσεν ολίγον μόνον ελαφρόν ύπνον. Κατά δε την νύκτα, ω των θαυμασίων Σου, Υπεραγία Θεοτόκε Δέσποινα! Ησθάνθη χείρας να τον εγγίζουν και να ψηλαφούν τους οφθαλμούς του, τόσον ώστε εξύπνησε με φωνάς και διελογίζετο ποίος να τον ήγγισε τόσον δυνατά. Ιδών δε γυναίκα τινά, λαμπροτάτην και πάμφωτον, ήτις εντός ολίγου έγινεν άφαντος, διελογίζετο ότι ήτο όνειρον και όχι γεγονός. Στρέψας δε βλέπει τας κανδήλας ανημμένας και πολύ εθαύμαζεν απορών πως και τι να είναι εκείνο το οποίον συνέβη. Εξυπνήσας τότε την μητέρα του, είπε προς αυτήν· «Ποίος ήναψε τας κανδήλας»; Εκείνη δε νομίζουσα ότι ο υιός της πλανάται εις τον ύπνον του, ήρχισε να θρηνή και να λέγη εις αυτόν να σιωπήση και να κοιμηθή. Ο Στέφανος όμως δεν εσιώπα, αλλ’ επέμενεν ότι βλέπει πράγματι τας κανδήλας, μάλιστα και την αγίαν Εικόνα της Θεομήτορος και ότι δεν είναι φαντασία αυτά που λέγει. Έπειτα διηγείτο και εκείνο το οποίον συνέβη εις αυτόν πρωτύτερα και ότι την εκάλει, αλλ’ εκείνη δεν ήκουε, διότι εκοιμάτο. Τότε η μήτηρ του, σκεφθείσα ότι είναι θεία βοήθεια, ηγέρθη ευθύς και βλέψασα εις το πρόσωπον του Στεφάνου μετά περιεργείας, παρετήρησεν ότι αληθώς έχει οφθαλμούς και ενώ είχε πρώτον μελανούς, τώρα έχει τούτους γαλανούς. Όθεν εκ της πολλής χαράς και του φόβου εκραύγαζε δακρύουσα, δοξάζουσα και επικαλουμένη συνεχώς το όνομα της Θεομήτορος, ομού μετά του υιού της, μεθ’ ου εκτύπων τας χείρας μεγαλύνοντες την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Τας φωνάς και τον θόρυβον ακούσας ο διακονητής του Ναού και επειδή ηγέρθησαν προ της ωρισμένης ώρας, ήρχισε να οργίζεται και να ονειδίζη αυτούς, ως ατάκτους και κακούς ανθρώπους, λέγων, ότι δικαίως έπαθον. Ο δε Στέφανος και η μήτηρ του διηγούντο τα μεγαλεία του Θεού, εκείνος δε θαυμάζων και δυσπιστών δια το φρικτόν τούτο θαύμα εισήλθεν εις την Εκκλησίαν. Έκθαμβος τότε βλέπει τον προ ολίγου τυφλόν να έχη οφθαλμούς και να βλέπη. Πληρωθείς τότε θείου ζήλου ανεχώρησεν ευθύς και μετέβη εις την χώραν, όπου ευρών τον ηγεμόνα Μπάϊλον εις το δικαστήριον, εφώναζεν εναντίον του, καλών αυτών άνομον. Οι δε παρεστώτες εξεδίωκον τον Μοναχόν, λέγοντες προς αυτόν· «Δεν είναι νόμιμον αυτό που τολμάς, να αυθαδιάζης κατά πρόσωπον εναντίον εκείνων οίτινες εξουσιάζουν και να υψηλοφρονής κατ’ αυτόν τον τρόπον». Εκείνος δε περισσότερον εκραύγαζε, λέγων· «Αν η επιβληθείσα εις τον Στέφανον τιμωρία της τυφλώσεως δεν ήτο άδικος, δεν ήθελε δώσει εις αυτόν ο Θεός με την μεσιτείαν της Θεομήτορος άλλους οφθαλμούς». Απέστειλε τότε ο ηγεμών προκρίτους τινάς, οίτινες, όταν επέστρεψαν, είπον, ότι είναι αληθείς οι λόγοι του Μοναχού. Αφού λοιπόν ητοίμασαν πλοίον ηγεμονικόν, εισήλθεν εις αυτό ο Μπάϊλος μετά προκρίτων της Κέρκυρας οίτινες, φθάσαντες εις τον τόπον εκείνον, είδον ιδίοις οφθαλμοίς το μέγα τούτο θαύμα και πολύ εθαύμασαν, ως έπρεπεν. Ο ηγεμών Μπάϊλος όμως είχεν ακόμη αμφιβολίαν, νομίζων ότι δεν ήτο αυτός ο Στέφανος ή ότι δεν ετυφλώθη αληθώς, ως ενόμιζον και οι Ιουδαίοι δια τον τυφλόν, τον οποίον ωμμάτωσεν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Το παράδοξον του θαύματος δεν άφηνε τον ηγεμόνα και άλλους τινάς να πιστεύσουν αμέσως. Επιστρέψας δε ο Μπάϊλος εις την χώραν, προσεκάλεσε τον δήμιον και είπεν προς αυτόν· «Εξώρυξες τους οφθαλμούς του Στεφάνου, όπως απεφασίσθη από εμέ»; Εκείνος τότε εβεβαίωσεν, ότι αληθώς τον ετύφλωσε και μάλιστα ότι οι εξορυχθέντες οφθαλμοί ευρίσκονται ακόμη εντός λεκάνης. Τούτους, αφού έφερεν, έδειξεν εις τον ηγεμόν, όστις ούτω επίστευσεν, ότι είναι αληθές το θαύμα τούτο, αφού μάλιστα είδε τους οφθαλμούς να είναι άλλης όψεως από εκείνους τους οποίους έλαβε την δευτέραν φοράν ο Στέφανος, όστις είχε και το σημείον του σιδήρου εις το βλέφαρον και το οποίον διεκρίνετο. Τούτο βεβαίως εγένετο εκ θείας Προνοίας, δια να κηρύττεται και να πιστεύεται ως αναμφίβολον το θαύμα, από τούτο το σημείον και από την διαφορετικήν όψιν των οφθαλμών. Διότι αν οι οφθαλμοί είχον την ιδίαν όψιν, πολλοί θα έλεγον ότι είναι οι ίδιοι οφθαλμοί αυτού και ότι ουχί αληθώς τους εξώρυξαν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν διελαλήθη το θαύμα εις όλην την Κέρκυραν και επιστεύθη από όλους. Τότε ο Μπάϊλος, προσκαλέσας τον Στέφανον, του εζήτησε συγγνώμην δια την αδικίαν, την οποίαν εξ αγνοίας του επροξένησεν, ανταμείψας δε με πλούσια δώρα και περιποιηθείς αυτόν με πολλήν αγαθότητα, έστειλε τούτον εις τον οίκον του. Αμέσως δε κατόπιν ανεκαίνισε και τον περίβολον του Ναού της Θεοτόκου, με πολλήν επιμέλειαν. Πολλοί τότε, ασθενείς περί την αγίαν και Ορθόδοξον Πίστιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εστερεώθησαν δια μέσου του υπερφυούς αυτού θαύματος και επίστευσαν και εις εκείνα τα οποία αναφέρονται εις τας Θείας Γραφάς και άτινα με μόνην την ακοήν πιστεύονται, ιδόντες ταύτα εις τους καιρούς των αποδεικνυόμενα και πραγματοποιούμενα. Όσοι δε έμειναν εις την απιστίαν, μη τιμώντες τα παράδοξα θαύματα, ησχύνθησαν, διότι, έχοντες οφθαλμούς, καθώς λέγει ο Προφήτης Ιεζεκιήλ, δια να βλέπουν, δεν βλέπουν και τα ώτα δια να ακούουν, δεν ακούουν (Ιεζ. ιβ:2). Ας προσδράμωμεν λοιπόν πάντες εις την φωτοπάροχον Παρθένον και Θεοτόκον Μαρίαν με πίστιν και ευλάβειαν, παρακαλούντες να φωτίση τους οφθαλμούς της διανοίας ημών, ίνα μη βαδίζωμεν εις το σκότος των αμαρτιών. Και ως έχουσα παρρησίαν, να μεσιτεύση προς τον εξ Αυτής τεχθέντα Θεόν, να μας λυτρώση από κάθε πειρασμόν του πονηρού και να μας αξιώση της ουρανίου Βασιλείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω πρέπει δόξα, ευχαριστία, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω Αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου