Νικόλαος
ο νέος, ο περιφανής και αήττητος του Χριστού στρατιώτης, κατήγετο από τα μέρη
της Ανατολής, γεννηθείς εκ γονέων ευγενών και ευσεβών. Κατά δε την ψυχήν
εδεικνύετο ευγενέστερος και θαυμασιώτατος, επειδή από τρυφεράς ηλικίας ήτο λίαν
συνετός και φρόνιμος και δεν συνανεστρέφετο νέους ατάκτους δια να παίζη, λέγων
αισχρολογίας και φλυαρίας κατά την των νέων συνήθειαν, αλλ’ ηγάπα να συνομιλή
μετά φρονίμων ανθρώπων και γερόντων, δια να ακούη χρησίμους και ψυχωφελείς
λόγους.
Όταν λοιπόν προώδευσε κατά την ηλικίαν, κατέταξαν τούτον εις τον στρατόν, διότι ήτο πολύ ανδρείος και χρήσιμος. Επρόκοπτε λοιπόν εις τους πολέμους και πολλάς ανδραγαθίας έκαμνεν. Ούτως εγένετο θαυμαστός και περίφημος. Ακούσας λοιπόν ο βασιλεύς του καιρού εκείνου την καλήν αυτού φήμην και πληροφορηθείς, υπό πολλών ανθρώπων, ότι ο Νικόλαος ήτο εις το λέγειν επιτήδειος και άξιος σύμβουλος, άλλος δε τις, ως αυτός, δεν ευρίσκετο, εκάλεσεν αυτόν εις το βασιλικόν παλάτιον. Συνομιλήσας δε μετ’ αυτού, εχάρη πολύ, ιδών ότι ήτο γνωστικός και φρόνιμος άνθρωπος. Όθεν έδωσεν εις αυτόν οφφίκιον δουκός να ορίζη επαρχίαν και να υποτάσσωνται εις αυτόν στρατιώται, ως έπρεπε. Ο δε Νικόλαος, αφ’ ου ανέλαβε το αξίωμα και έγινεν ηγεμών, δεν έπαυε καθ’ εκάστην ημέραν να γυμνάζη τους στρατιώτας του και να ερμηνεύη εις αυτούς τα του πολέμου. Επειδή τούτο ήρμοζον εις το αξίωμά του. Περισσότερον όμως τους ενουθέτει και εδίδασκεν εις τούτους τα έργα της Χριστιανικής πολιτείας και τάξεως. Πως, δηλαδή, να προσεύχωνται και να παρακαλώσι τον Δεσπότην Χριστόν να δίδη εις αυτούς δύναμιν κατά των εχθρών, εις τον πόλεμον. Συχνάκις δε διηγείτο ανδραγαθίας και ιστορίας των παλαιών ανδρείων, πως επολέμησαν και ηλευθέρωσαν πόλεις, πως εκυρίευσαν οχυρά και πως άλλα τρόπαια επέτυχον. Αλλά περισσότερον πάντων, το και χρησιμώτερον, ενουθέτει τούρους να έχουν πάντοτε τον φόβον του Θεού και να μη αδικήσουν ποτέ πτωχόν ή πλούσιον. Όθεν πάντες οι στρατιώται του δεν έκαμνον καμμίαν αταξίαν, όπου μετέβαινον, ούτε είπε ποτέ κανείς, ότι οι στρατιώται του Νικολάου τον ηδίκησαν ή εζημίωσαν αυτόν εις το παραμικρόν. Τον καιρόν εκείνον εστασίασον οι κάτοικοι της Θεσσαλίας, διότι δεν ήθελαν να υποτάσσωνται εις τον βασιλέα της Κωνσταντινουπόλεως, όστις ώριζε την Ανατολήν, και να πληρώνουν τους κεκανονισμένους φόρους, ήρχοντο δε μάλιστα ούτοι και ελεηλάτουν την Μακεδονίαν και πολλούς ανθρώπους ηχμαλώτιζον. Δια τούτο ο βασιλεύς έστειλεν ορισμούς εις όλην την Ανατολήν και ήλθον οι τοπάρχαι με τα στρατεύματά των. Μετά τούτων ήτο και ο θαυμαστός Νικόλαος με τους υπηκόους του, όστις και μετέβη εις την Θεσσαλονίκην. Συνάψαντες δε μάχην, εκυρίευσεν ταύτην. Υπετάχθησαν τότε οι Θεσσαλονικείς και, προσκυνήσαντες, υπεσχέθησαν να δίδωσι πάλιν τον διατεταγμένον φόρον, καθώς και πρότερον. Έπειτα, αναχωρήσαντες εκείθεν, μετέβησαν εις την Λάρισαν, ήτις ήτο ποτέ κάστρον ισχυρόν και εύμορφα καλλωπισμένον, φυλαττόμενον με πύργους δυνατούς. Όθεν δεν ηδυνήθησαν να το υποτάξουν, μάλλον δε αυτοί ενικήθησαν. Διότι εξελθόντες οι Λαρισαίοι έδωσαν μεγάλην μάχην και πολλούς εκ του στρατεύματος εφόνευσαν. Βλέπων λοιπόν ο Νικόλαος, ότι οι Ρωμαίοι καταπονούνται και οι εχθροί των έχουν τα νικητήρια, διελογίζετο καθ’ εαυτόν, λέγων· «Ιδού, οι άνθρωποί μας ενικήθησαν και αν πέσω και εγώ εις χείρας των εχθρών, θα θανατωθώ αδίκως, καθώς έπαθον και αυτοί οι δυστυχείς. Εις τι λοιπόν θέλει με ωφελήσει η πρόσκαιρος τιμή του δουκός και το φθαρτόν αξίωμα; Καλλίτερον είναι να ζω άσημος παρά να ορίζω τόσους στρατιώτας και να λάβω άτιμον θάνατον. Ποίαν αξίαν έχει πλέον το σώμα μου; Ή ποίαν ωφέλειαν ευρίσκει η ψυχή μου, όταν αφανισθή η ζωή μου προώρως; Προτιμότερον λοιπόν είναι να μεταβώ να ησυχάσω εις τόπον τινά έρημον και να κλαίω τας αμαρτίας μου, ίνα ούτω τύχω ίσως παρά Θεού συγχωρήσεως, κατά την φοβεράν εκείνην ώραν της Κρίσεως». Ταύτα καθ’ εαυτόν διαλογιζόμενος ανεχώρησε και μετέβη εις το όρος της Βουνένης, όπου ήτο μέγα δάσος, εντός δε τούτου κελλία εις τα οποία κατώκουν Αναχωρηταί και Ασκηταί ενάρετοι. Όταν δε είδε τούτους, πολύ εχάρη, ευχαριστήσας τον Κύριον, όστις εφώτισε τούτον και τον ωδήγησεν εις τοιούτον τόπον ψυχοσωτήριον. Έμεινε λοιπόν μετ’ αυτών συναγωνιζόμενος και την κατά Θεόν αρετήν εργαζόμενος. Βλέποντες εκείνοι οι θαυμάσιοι Ασκηταί το της ψυχής αυτού πρόθυμον και ότι εκοπίαζεν υπερμέτρως εις την άσκησιν, με νηστείαν, προσευχήν και αγρυπνίας, τον ηγάπων κατά Θεόν και πολλάκις συνωμίλουν μετ’ αυτού, παρακινούντες τούτον με ψυχωφελή διηγήματα εις μεγαλυτέραν πρόοδον αρετής. Ταύτας δε τας νουθεσίας καθ’ εκάστην ακούων, κατεγίνετο εις τον αγώνα της μοναδικής πολιτείας όσον ηδύνατο και όλοι τον εθαύμαζον και ηγωνίζοντο να μη τους νικήση εις την άσκησιν ούτος ο νέος. Αλλ’ ο πονηρός διάβολος, βλέπων την κατά Θεόν πολιτείαν αυτών, την θαυμασίαν και αξιέπαινον, δεν ηδυνήθη να υποφέρη έως τέλους, ο τρισκατάρατος, καθώς πάντοτε έχει συνήθειαν να εμποδίζη το καλόν, ως μισόκαλος, και να ενοχλή τους εναρέτους, ως δόλιος. Όθεν εξήγειρε τους αθέους Αβάρους και ελεηλάτησαν τα μέρη της Δύσεως. Καταπατούντες δε ούτοι κάστρα και χώρας και πολλούς αιχμαλωτίσαντες, ήλθον και εις την Λάρισαν, εντός ολίγων δε ημερών εκυρίευσαν και κατέλαβον ταύτην και όλα τα περίχωρα. Τόσον δε εταπείνωσαν τους ανθρώπους της περιοχής εκείνης, ώστε και εις την πίστιν κατεδυνάστευσαν τούτους και τους εξηνάγκαζον να αρνηθούν τον Δεσπότην Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν και να προσκυνήσουν άχρηστα είδωλα, πολλούς δε και εθανάτωσαν, όσους δεν ηθέλησαν να προδώσουν την ευσέβειαν. Ούτοι οι μακάριοι υπέμειναν σκληράς τιμωρίας και μύρια βασανιστήρια, δια την αγάπην του γλυκυτάτου Χριστού, οι φιλόχριστοι. Ούτω, δια των προσκαίρων κακώσεων, εκληρονόμησαν αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν εις την Βασιλείαν Αυτού την ουράνιον. Όταν δε ταύτα συνέβαινον, ο μακάριος Νικόλαος ευρίσκετο εις την Σκήτην της Βουνένης και ησκήτευε μετά των άλλων Πατέρων, των οποίων τα ονόματα ήσαν τα εξής: Γρηγόριος, Αρμόδιος, Ιωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ακίνδυνος, Θεόδωρος, Παγκράτιος, Πανταλέων, Αιμιλιανός και Ναυούδιος. Μίαν δε νύκτα, ενώ ούτοι προσηύχοντο, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυτούς· «Ετοιμασθήτε να σταθήτε γενναίοι, διότι εις ολίγας ημέρας μέλλει να μαρτυρήσετε, δια να λάβετε τα βραβεία και τους στεφάνους της αθλήσεως και ούτω να κληρονομήσετε την ουράνιον Βασιλείαν». Τούτο ειπών, αυτός μεν αφανής εγένετο, οι δε, ακούσαντες τα χαρμόσυνα ευαγγέλια, εχάρησαν και ηγωνίζοντο περισσότερον, με νηστείας και προσευχάς, δια να γίνωσιν άξιοι της αιωνίου μακαριότητος. Μεθ’ ημέρας τινάς έμαθον οι αιμοβόροι εκείνοι κύνες, οι βάρβαροι Άβαροι, ότι εις το όρος της Βουνένης έμενον Ασκηταί, νηστεύοντες και προσκυνούντες ακαταπαύστως ημέραν και νύκτα τον Κύριον. Ωπλίσθησαν λοιπόν και μετέβησαν ίνα τους φονεύσωσιν. Ο δε μακάριος Νικόλαος ενουθέτει τους αδελφούς και τους Συνασκητάς του, συμβουλεύων αυτούς και λέγων· «Μη φοβηθώμεν, αδελφοί, τον πρόσκαιρον θάνατον, ούτε να δειλιάσωμεν, διότι τώρα ήλθεν η ώρα να δείξωμεν την ανδρείαν μας και να κληρονομήσωμεν, με μικράν και ολίγην τιμωρίαν, παντοτεινήν ευφροσύνην και αιωνίαν ανάπαυσιν». Ταύτα και έτερα ενώ έλεγεν ο Άγιος προς ενίσχυσιν των αδελφών, έφθασαν και εκείνοι οι αιμοβόροι, ως θηρία ανήμερα, συλλαβόντες δε τους Αγίους, ετιμώρουν τούτους ανηλεώς και ασπλάγχνως με στρεβλώσεις, ραβδισμούς και άλλας διαφόρους βασάνους. Εκείνοι δε οι μακάριοι υπέμενον ανδρείως και γενναιότατα όσα τους έκαμνον. Αλλά δεν επρόδωσαν την ευσέβειάν των. Όθεν οι βάρβαροι απεκεφάλισαν τούτους. Με τον προσωρινόν δε τούτον θάνατον, εχάρισαν ούτοι, εις τους Αγίους τούτους Μάρτυρας, αθάνατον ζωήν και Βασιλείαν ουράνιον. Τον δε Άγιον ιδόντες τόσον νέον και ωραιότατον και εννοήσαντες την φρόνησιν και την ανδρείαν του δεν τον έβλαψαν, αλλά με λόγους ραδιούργους και κολακείας ωμίλουν προς αυτόν, ελπίζοντες, οι ανόητοι και παράφρονες, ότι ούτω θα τον έφερον εις την μιαράν θρησκείαν των. Ματαίως όμως και ψευδώς εμελέτησαν. Διότι ουδέ κατ’ ελάχιστον ηδυνήθησαν να κλονίσουν τον Άγιον από την ευσέβειαν, αλλ’ απεκρίνετο φρονίμως εις τας κολακείας τας οποίας έκαμνον εις αυτόν, λέγων· «Εγώ δεν είμαι μωρόν παιδίον, δια να απατηθώ και να αρνηθώ τον αληθή Θεόν, όστις με έπλασε και να προσκυνήσω είδωλα κωφά και αναίσθητα, Αλλά καθώς εξ αρχής ήμην ευσεβής Ορθόδοξος Χριστιανός, ούτω θέλω παραμείνει έως ότου παραδώσω την ψυχήν μου εις τας αχράντους χείρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον, ως Θεόν αληθινόν και Σωτήρα μου, προσκυνώ, λατρεύω και σέβομαι και δια την αγάπην Του μεγάλην προθυμίαν αισθάνομαι και πόθον να χύσω το αίμα μου. Τους δε ιδικούς σας θεούς καταφρονώ και ατιμάζω, επειδή είναι λίθοι και ξύλα αναίσθητα ή άλλη τις ύλη ευτελής και άχρηστος». Οι βάρβαροι όμως εκολάκευον πάλιν τον Άγιον, λέγοντες· «Νικόλαε, μη περιφρονής τοιαύτην ανδρείαν και ωραιότητα ματαίως και ασκόπως. Διότι ο Χριστός σου δεν θέλει σου δώσει ουδεμίαν βοήθειαν. Μόνον πράξε αυτό το οποίον σου λέγομεν και γενού συγκοινωνός και ομόγνωμος με ημάς, εις το να προσκυνήσης τους θεούς, ίνα μη στερηθής την γλυκυτάτην ταύτην ζωήν με πολλά σκληρά βασανιστήρια, τα οποία μέλλεις να λάβης σήμερον παρ’ ημών, εάν καταφρονήσης τους λόγους μας». Όμως ο Άγιος απήντησεν· «Αυτά τα οποία απειλείτε να μου κάμετε επιθυμώ πολύ να τα δοκιμάσω, διότι, εάν με χωρίσητε από την ματαίαν και πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, προσφέρετε εις εμέ Βασιλείαν ουράνιον και ζωήν ατελεύτητον, ώστε να συνδοξάζωμαι αιωνίως με τον Χριστόν μου και να απολαμβάνω εις τον Παράδεισον χαράς ανεκλαλήτου, ευφροσύνης και αγαλλιάσεως». Όταν λοιπόν είδον, ότι δεν δύνανται να απομακρύνουν τον Άγιον από της Πίστεώς του, απεφάσισαν να τον τιμωρήσουν με φρικτόν και επώδυνον θάνατον. Τον εκτύπησαν τότε ασπλάγχνως, έως ότου εκοκκίνισεν η γη από το άγιον αίμα του. Δύο και τρεις φοράς ηλλάγησαν οι μαστιγούντες, ο δε Άγιος υπέμενε γενναίως και προσευχόμενος, έλεγεν· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον» (Ψαλμ. λθ:2). Τόσον δε υπέμεινε την μαστίγωσιν, ώστε εφαίνετο ωσάν να έπασχε πράγματι άλλος. Έπειτα έδεσαν τον Άγιον εις εν δένδρον και τον ελόγχευσαν και άλλας πολλάς φρικτάς τιμωρίας του έκαμαν, επιμένοντες να αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα. Ούτος δε απεκρίνετο αφόβως και ύβριζε τους βασανιστάς του, λέγων· «Θηριόγνωμοι και απάνθρωποι, οίτινες μόνον σχήμα ανθρώπων έχετε, αλλ΄ανθρωπίνης γνώμης ουδόλως μετέχετε, μη έχετε ελπίδα να με χωρίσητε από την αγάπην του Χριστού μου. Διότι όσα κακά κάμνετε εις εμέ, τόσους στεφάνους μου πλέκετε. Ο δε Κύριός μου Ιησούς Χριστός παρίσταται βοηθός μου και μου ελαφρύνει την τιμωρίαν, ώστε ουδέ πόνον τινά να αισθάνωμαι». Ταύτα ακούσαντες οι βάρβαροι απηλπίσθησαν. Πεισθέντες δε, ότι δεν θέλουν δυνηθή να μεταστρέψουν την γνώμην του, και αν ακόμη του προξενήσουν μυρίας πληγάς, έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, την ενάτην του μηνός Μαϊου. Ούτω η μεν μακαρία αυτού ψυχή, ολόφωτος, ανήλθεν εις τα ουράνια σκηνώματα, έχουσα τους φωτεινούς Αγγέλους συνευφραινομένους αυτή και συμψάλλοντας, το δε άγιον και πανσεβάσμιον αυτού Λείψανον έμεινεν εις το όρος εκείνο άταφον και ανεπιμέλητον. Όμως, δια της Χάριτος του μεγαλοδώρου και Παντοδυνάμου Θεού, διεφυλάχθη υπό θείων Αγγέλων επί πολλούς χρόνους, έως ότου ηθέλησεν Αυτός ο Μέγας Θεός να αποκαλύψη τούτο, με τρόπον θαυμάσιον, ως πολύτιμον θησαυρόν. Διότι όσοι εις την γην εδόξασαν Αυτόν και δια το Πανάγιον και υπερύμνητον όνομα Αυτού ηγωνίσθησαν, ετίμησεν αυτούς ο Πανάγαθος Θεός και αντήμειψε πλουσίως, καταστήσας αυτούς υιούς και κληρονόμους της ουρανίου Βασιλείας Αυτού. Όχι δε μόνον εις τους ουρανούς αποδίδει ο Κύριος τον μισθόν των καμάτων μυριοπλασίως εις εκείνους οίτινες ηγωνίσθησαν, αλλά και εδώ εις την γην προσφέρει χάριν και δύναμιν να τελούν θαύματα, ίνα τους δοξάζουν οι άνθρωποι και να παρακινούνται εις τα καλά έργα, μιμούμενοι τούτους κατά δύναμιν, ως βλέποντες παρ’ αυτών τελούμενα εξαίσια θαύματα. Ούτω και τον Οσιομάρτυρα Αυτού Νικόλαον κατέστησεν ικανόν να θαυματουργή, δια να εννοήση ο καθείς πόσης παρρησίας ηξιώθη παρ’ Αυτού του Παναγάθου και Παντοδυνάμου Θεού. Ακούσατε λοιπόν εν εκ των πολλών θαυμάτων αυτού, ίνα εκ τούτου εννοήσητε και τα άλλα, πειθόμενοι δια την δόξαν ης ηξιώθη παρά Θεού. Εις τα μέρη της Ανατολής, εις την αυτήν, δηλαδή, χώραν όπου εγεννήθη και ανετράφη ο Οσιομάρτυς Νικόλαος, ήτο μέγας άρχων, πολύ πλούσιος, όστις προσεβλήθη υπό βαρυτάτης ασθενείας, της λώβης, ήτις κατέτρωγεν επί πολύν καιρόν τας σάρκας του. Ούτος, αν και εξώδευσε πολλά χρήματα εις τους ιατρούς, δεν είδε καμμίαν ωφέλειαν. Αντιθέτως μάλιστα, όσον εξώδευε, τοσούτον η ασθένειά του εχειροτέρευεν. Όθεν ησθάνετο θλίψιν ανείπωτον. Μίαν δε νύκτα, ενώ εκοιμάτο, εφάνη εις αυτόν ο Άγιος, λέγων· «Διατί κοπιάζεις και εξοδεύεις τον πλούτον σου ασκόπως; Ύπαγε εις το μέρος της Λαρίσης και αφού ερωτήσης, θα σου δείξουν το όρος της Βουνένης. Εκεί θα ερευνήσης τον τόπον καλώς και θα εύρης, εις πηγήν τινά, το Λείψανόν μου, το οποίον θέλει δώσει εις σε την θεραπείαν εκ της δεινής ταύτης ασθενείας από την οποίαν πάσχεις». Το πρωϊ, όταν εξημέρωσεν, ο άρρωστος ηγέρθη της κλίνης. Χωρίς δε να είπη τίποτε εις ουδένα, επορεύθη ευθύς εις την παραλίαν όπου εύρε πλοίον και εταξίδευσεν εις την Λάρισαν. Ως δε έφθασεν εις τον τόπον τον οποίον υπέδειξεν εις αυτόν ο Άγιος, εύρε την πηγήν και εχάρη πολύ. Έπειτα, με πολύν κόπον, ερευνήσας επιμελέστατα, διότι ήσαν άγριοι θάμνοι πυκνοί και τα δένδρα μεγάλα και δασέα, δια της θείας βοηθείας ανεύρε το πάντιμον του Μάρτυρος Λείψανον, το οποίον, ω του θαύματος! αν και παρήλθον τόσοι χρόνοι, ήτο σώον και ακέραιον και ευωδίαζεν. Ο άρχων λοιπόν, αφού πρώτον ελούσθη εις την πηγήν, κατησπάζετο το άγιον εκείνο Λείψανον μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! έφυγεν η ασθένειά του καθώς υπό του φωτός αφανίζεται το σκότος και εις μίαν στιγμήν ιάθη τελείως, χωρίς να μείνη ουδέ η ελαχίστη ασχημία εις την σάρκα του. Όθεν, δια να μη φανή προς την τοιαύτην μεγίστην ευεργεσίαν αχάριστος, εκαθάρισεν όλον εκείνον τον τόπον, όπου εύρε τον πάντιμον αυτόν θησαυρόν και έκτισεν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου. Κατόπιν επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού αγαλλόμενος, δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τον Άγιον. Έλαβε δε μεθ’ εαυτού και μικρόν μέρος του αγίου Λειψάνου και χώμα εξ εκείνου του τόπου, όσοι δε ησπάζοντο ταύτα ιατρεύοντο από πάσαν ασθένειαν. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον ετέλεσεν ο Άγιος του Χριστού Οσιομάρτυς Νικόλαος, αλλά και άλλα πολλά άξια διηγήσεως. Διότι ο άρχων, όστις ιατρεύθη, εκήρυττε το γεγονός πανταχού, ούτω δε όχι μόνον εκεί εις την Ανατολήν επληροφορήθησαν όλοι τούτο, αλλά και εις την Δύσιν ηπλώθη η φήμη του Αγίου και έτρεχον εκ παντός τόπου όσοι ήσαν ασθενείς και παρευθύς ιατρεύοντο, κατά την πίστιν την οποίαν είχεν ο καθείς προς τον Θεόν και κατά την προς τον Μάρτυρα ευλάβειαν. Όχι δε μόνον τότε εθαυματούργει ο Άγιος, αλλά και σήμερον ενεργεί μεγάλα θαυμάσια εις εκείνους οίτινες έχουσι πίστιν ανόθευτον προς τον Δεσπότην Χριστόν και θερμήν ευλάβειαν προς τον Άγιον, εορτάζοντες την μνήμην αυτού θεαρέστως με ύμνους και ψαλμωδίας και με συντριβήν και ταπείνωσιν. Πρέπον δε είναι να είπωμεν, ότι εις την νήσον Άνδρον υπάρχει ιερόν και σεβάσμιον Μοναστήριον επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου του εν Μύροις, εν αυτώ δε τω σεβασμίω Μοναστηρίω ευρίσκεται, ως πολύτιμος θησαυρός, και η θαυματουργός και χαριτόβρυτος κάρα τούτου του εν Οσίοις και Μάρτυσι Νικολάου του Νέου, ήτις υπό των εν τω Μοναστηρίω τούτω διαβιούντων Πατέρων πολλάκις μεταφέρεται εις Κωνσταντινούπολιν εις το Μετόχιον του Μοναστηρίου τούτου το ευρισκόμενον εις το Βλαχσαράγι και άπειρα θαύματα τελεί, όπου αν προσκληθή δι’ αγιασμόν. Ας χαρώμεν λοιπόν και ημείς σήμερον και ας ευφρανθώμεν τω Πνεύματι. Ας τιμήσωμεν τον Άγιον και ας τον εγκωμιάσωμεν με καθαράν καρδίαν και με σώφρονα λογισμόν. Ας ευχαριστήσωμεν δε τούτον όχι δι απρεπών λόγων. Οίτινες δεν αρμόζουν εις την χριστιανικήν τάξιν, ούτε με πολυφαγίας και μέθας, χορούς και φωνάς ατάκτους, αλλά δια της ελεημοσύνης, δια των προσευχών και δια δακρύων, ως και δι’ άλλων θεαρέστων έργων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον λοιπόν εορτάζοντες, πολύν μισθόν θα έχωμεν. Όθεν ας κακοπαθήσωμεν εις τον πρόσκαιρον τούτον βίον, απομακρύνοντες τα σαρκικά μας θελήματα, δια να γίνωμεν συμμέτοχοι των Μαρτύρων και λάβωμεν ίσον μσθόν εις την αιωνίαν εκείνην απόλαυσιν. Εάν όμως, όπερ μη γένοιτο, νικηθώμεν από τα σαρκικά πάθη και κατακρημνισθώμεν, αλλοίμονον εις ημάς, διότι είναι σχεδόν το ίδιον, ως να επροσκυνούμεν τα αναίσθητα είδωλα. Νίκησον λοιπόν, άνθρωπε, τα πάθη και τα ελαττώμετα, ίνα ούτω, δια της προαιρέσεως, γίνης Μάρτυς, χωρίς να χύσης το αίμα σου. Όταν δηλαδή σε υβρίση τις ή σε αδικήση ή σε δείρη, μακροθύμησον και υπόμεινον την ύβριν δια τον Κύριον, ίνα τιμάσαι υπ’ Αυτού αιωνίως. Αν δε οργισθής και αποδώσης εις τον προς σε πταίσαντα κακόν περισσότερον, έγινες παραβάτης της εντολής του Χριστού, ειπόντος· «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Ματθ. ε:44). Το αυτό δε συμβαίνει και δια τα άλλα πάθη και αμαρτήματα. Δηλαδή, εάν ο εχρός των ψυχών διάβολος σε παρακινή να πορνεύσης και συ εναντιωθής ανδρείως, με προσευχάς, νηστείας και δάκρυα, προς τον σκοπόν να νικήσης το σκάνδαλον της σαρκός, λογίζεσαι πράγματι Μάρτυς της σωφροσύνης. Αν δε πορνεύσης, τότε προσεκύνησες το είδωλον της μιαράς Αφροδίτης. Εάν μεθύσης, εθυσίασες εις τον Διόνυσον. Εάν βλασφημήσης ή κάμης όρκον ψευδή, λογίζεσαι αρνητής. Εάν είσαι φιλάργυρος και άσπλαγχνος και δεν συμπονής τους πένητας εις την ανάγκην των, αλλ’ αυτοί μεν πεινούν και παγώνουσιν από την γυμνότητα, συ δε κρύπτεις τα χρήματα και προσκυνείς ταύτα ως είδωλα, ειδωλολάτρης λογίζεσαι κατά τον Απόστολον. Στοχάσου, αδελφέ Χριστιανέ, ότι, όταν δανείζης εις τον έχοντα ανάγκην και ελεής τους αδελφούς του Χριστού με ιλαρότητα, ο Δεσπότης Χριστός θέλει σου αποδώσει αυτά μυριοπλάσια, κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν της Κρίσεως και ούτω θα συναγάλλεσαι αιωνίως μετά πάντων των Αγίων εις την ουράνιον Βασιλείαν. Αν όμως φανής άσπλαγχνος, καταχώνων και φυλάττων τα χρήματα, σου αποθανόντος, άλλοι αρπάζουν ταύτα και συ, τρισάθλιε, κληρονομείς την γέενναν του πυρός και συμφλέγεσαι αιωνίως, ως ο ευαγγελικός εκείνος πλούσιος, ως ανελεήμων, άσπλαγχνος και φιλάργυρος. Όσοι λοιπόν είσθε πλούσιοι, σπείρατε εις τας κοιλίας των πενήτων τον πλούτον σας δια να τον αποταμιεύσετε εις τον ουρανόν και να ευφραίνεσθε πάντοτε. Και όσοι πανηγυρίζετε την μνήμην των Αγίων, μη προσκαλήτε πλουσίους εις την τράπεζαν, αλλά πτωχούς και αναπήρους, διότι οι πλούσιοι σας φιλοξενούν αμοιβαίως και ανταμείβεσθε, χωρίς να σας γνωρίζουν καμμίαν χάριν οι Άγιοι. Όταν όμως χορτάσετε πτωχούς, πλουσιοπαρόχως σας ανταμείβει δια την ευεργεσίαν ο Πανάγαθος Κύριος και εδώ εις την πρόσκαιρον ζωήν και εκεί εις την μέλλουσαν, χαριζόμενος υμίν την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν, ης γένοιτο πάντας υμάς επιτυχείν. Αμήν.
Όταν λοιπόν προώδευσε κατά την ηλικίαν, κατέταξαν τούτον εις τον στρατόν, διότι ήτο πολύ ανδρείος και χρήσιμος. Επρόκοπτε λοιπόν εις τους πολέμους και πολλάς ανδραγαθίας έκαμνεν. Ούτως εγένετο θαυμαστός και περίφημος. Ακούσας λοιπόν ο βασιλεύς του καιρού εκείνου την καλήν αυτού φήμην και πληροφορηθείς, υπό πολλών ανθρώπων, ότι ο Νικόλαος ήτο εις το λέγειν επιτήδειος και άξιος σύμβουλος, άλλος δε τις, ως αυτός, δεν ευρίσκετο, εκάλεσεν αυτόν εις το βασιλικόν παλάτιον. Συνομιλήσας δε μετ’ αυτού, εχάρη πολύ, ιδών ότι ήτο γνωστικός και φρόνιμος άνθρωπος. Όθεν έδωσεν εις αυτόν οφφίκιον δουκός να ορίζη επαρχίαν και να υποτάσσωνται εις αυτόν στρατιώται, ως έπρεπε. Ο δε Νικόλαος, αφ’ ου ανέλαβε το αξίωμα και έγινεν ηγεμών, δεν έπαυε καθ’ εκάστην ημέραν να γυμνάζη τους στρατιώτας του και να ερμηνεύη εις αυτούς τα του πολέμου. Επειδή τούτο ήρμοζον εις το αξίωμά του. Περισσότερον όμως τους ενουθέτει και εδίδασκεν εις τούτους τα έργα της Χριστιανικής πολιτείας και τάξεως. Πως, δηλαδή, να προσεύχωνται και να παρακαλώσι τον Δεσπότην Χριστόν να δίδη εις αυτούς δύναμιν κατά των εχθρών, εις τον πόλεμον. Συχνάκις δε διηγείτο ανδραγαθίας και ιστορίας των παλαιών ανδρείων, πως επολέμησαν και ηλευθέρωσαν πόλεις, πως εκυρίευσαν οχυρά και πως άλλα τρόπαια επέτυχον. Αλλά περισσότερον πάντων, το και χρησιμώτερον, ενουθέτει τούρους να έχουν πάντοτε τον φόβον του Θεού και να μη αδικήσουν ποτέ πτωχόν ή πλούσιον. Όθεν πάντες οι στρατιώται του δεν έκαμνον καμμίαν αταξίαν, όπου μετέβαινον, ούτε είπε ποτέ κανείς, ότι οι στρατιώται του Νικολάου τον ηδίκησαν ή εζημίωσαν αυτόν εις το παραμικρόν. Τον καιρόν εκείνον εστασίασον οι κάτοικοι της Θεσσαλίας, διότι δεν ήθελαν να υποτάσσωνται εις τον βασιλέα της Κωνσταντινουπόλεως, όστις ώριζε την Ανατολήν, και να πληρώνουν τους κεκανονισμένους φόρους, ήρχοντο δε μάλιστα ούτοι και ελεηλάτουν την Μακεδονίαν και πολλούς ανθρώπους ηχμαλώτιζον. Δια τούτο ο βασιλεύς έστειλεν ορισμούς εις όλην την Ανατολήν και ήλθον οι τοπάρχαι με τα στρατεύματά των. Μετά τούτων ήτο και ο θαυμαστός Νικόλαος με τους υπηκόους του, όστις και μετέβη εις την Θεσσαλονίκην. Συνάψαντες δε μάχην, εκυρίευσεν ταύτην. Υπετάχθησαν τότε οι Θεσσαλονικείς και, προσκυνήσαντες, υπεσχέθησαν να δίδωσι πάλιν τον διατεταγμένον φόρον, καθώς και πρότερον. Έπειτα, αναχωρήσαντες εκείθεν, μετέβησαν εις την Λάρισαν, ήτις ήτο ποτέ κάστρον ισχυρόν και εύμορφα καλλωπισμένον, φυλαττόμενον με πύργους δυνατούς. Όθεν δεν ηδυνήθησαν να το υποτάξουν, μάλλον δε αυτοί ενικήθησαν. Διότι εξελθόντες οι Λαρισαίοι έδωσαν μεγάλην μάχην και πολλούς εκ του στρατεύματος εφόνευσαν. Βλέπων λοιπόν ο Νικόλαος, ότι οι Ρωμαίοι καταπονούνται και οι εχθροί των έχουν τα νικητήρια, διελογίζετο καθ’ εαυτόν, λέγων· «Ιδού, οι άνθρωποί μας ενικήθησαν και αν πέσω και εγώ εις χείρας των εχθρών, θα θανατωθώ αδίκως, καθώς έπαθον και αυτοί οι δυστυχείς. Εις τι λοιπόν θέλει με ωφελήσει η πρόσκαιρος τιμή του δουκός και το φθαρτόν αξίωμα; Καλλίτερον είναι να ζω άσημος παρά να ορίζω τόσους στρατιώτας και να λάβω άτιμον θάνατον. Ποίαν αξίαν έχει πλέον το σώμα μου; Ή ποίαν ωφέλειαν ευρίσκει η ψυχή μου, όταν αφανισθή η ζωή μου προώρως; Προτιμότερον λοιπόν είναι να μεταβώ να ησυχάσω εις τόπον τινά έρημον και να κλαίω τας αμαρτίας μου, ίνα ούτω τύχω ίσως παρά Θεού συγχωρήσεως, κατά την φοβεράν εκείνην ώραν της Κρίσεως». Ταύτα καθ’ εαυτόν διαλογιζόμενος ανεχώρησε και μετέβη εις το όρος της Βουνένης, όπου ήτο μέγα δάσος, εντός δε τούτου κελλία εις τα οποία κατώκουν Αναχωρηταί και Ασκηταί ενάρετοι. Όταν δε είδε τούτους, πολύ εχάρη, ευχαριστήσας τον Κύριον, όστις εφώτισε τούτον και τον ωδήγησεν εις τοιούτον τόπον ψυχοσωτήριον. Έμεινε λοιπόν μετ’ αυτών συναγωνιζόμενος και την κατά Θεόν αρετήν εργαζόμενος. Βλέποντες εκείνοι οι θαυμάσιοι Ασκηταί το της ψυχής αυτού πρόθυμον και ότι εκοπίαζεν υπερμέτρως εις την άσκησιν, με νηστείαν, προσευχήν και αγρυπνίας, τον ηγάπων κατά Θεόν και πολλάκις συνωμίλουν μετ’ αυτού, παρακινούντες τούτον με ψυχωφελή διηγήματα εις μεγαλυτέραν πρόοδον αρετής. Ταύτας δε τας νουθεσίας καθ’ εκάστην ακούων, κατεγίνετο εις τον αγώνα της μοναδικής πολιτείας όσον ηδύνατο και όλοι τον εθαύμαζον και ηγωνίζοντο να μη τους νικήση εις την άσκησιν ούτος ο νέος. Αλλ’ ο πονηρός διάβολος, βλέπων την κατά Θεόν πολιτείαν αυτών, την θαυμασίαν και αξιέπαινον, δεν ηδυνήθη να υποφέρη έως τέλους, ο τρισκατάρατος, καθώς πάντοτε έχει συνήθειαν να εμποδίζη το καλόν, ως μισόκαλος, και να ενοχλή τους εναρέτους, ως δόλιος. Όθεν εξήγειρε τους αθέους Αβάρους και ελεηλάτησαν τα μέρη της Δύσεως. Καταπατούντες δε ούτοι κάστρα και χώρας και πολλούς αιχμαλωτίσαντες, ήλθον και εις την Λάρισαν, εντός ολίγων δε ημερών εκυρίευσαν και κατέλαβον ταύτην και όλα τα περίχωρα. Τόσον δε εταπείνωσαν τους ανθρώπους της περιοχής εκείνης, ώστε και εις την πίστιν κατεδυνάστευσαν τούτους και τους εξηνάγκαζον να αρνηθούν τον Δεσπότην Χριστόν, τον μόνον αληθινόν Θεόν και να προσκυνήσουν άχρηστα είδωλα, πολλούς δε και εθανάτωσαν, όσους δεν ηθέλησαν να προδώσουν την ευσέβειαν. Ούτοι οι μακάριοι υπέμειναν σκληράς τιμωρίας και μύρια βασανιστήρια, δια την αγάπην του γλυκυτάτου Χριστού, οι φιλόχριστοι. Ούτω, δια των προσκαίρων κακώσεων, εκληρονόμησαν αιώνιον ευφροσύνην και αγαλλίασιν εις την Βασιλείαν Αυτού την ουράνιον. Όταν δε ταύτα συνέβαινον, ο μακάριος Νικόλαος ευρίσκετο εις την Σκήτην της Βουνένης και ησκήτευε μετά των άλλων Πατέρων, των οποίων τα ονόματα ήσαν τα εξής: Γρηγόριος, Αρμόδιος, Ιωάννης, Δημήτριος, Μιχαήλ, Ακίνδυνος, Θεόδωρος, Παγκράτιος, Πανταλέων, Αιμιλιανός και Ναυούδιος. Μίαν δε νύκτα, ενώ ούτοι προσηύχοντο, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυτούς· «Ετοιμασθήτε να σταθήτε γενναίοι, διότι εις ολίγας ημέρας μέλλει να μαρτυρήσετε, δια να λάβετε τα βραβεία και τους στεφάνους της αθλήσεως και ούτω να κληρονομήσετε την ουράνιον Βασιλείαν». Τούτο ειπών, αυτός μεν αφανής εγένετο, οι δε, ακούσαντες τα χαρμόσυνα ευαγγέλια, εχάρησαν και ηγωνίζοντο περισσότερον, με νηστείας και προσευχάς, δια να γίνωσιν άξιοι της αιωνίου μακαριότητος. Μεθ’ ημέρας τινάς έμαθον οι αιμοβόροι εκείνοι κύνες, οι βάρβαροι Άβαροι, ότι εις το όρος της Βουνένης έμενον Ασκηταί, νηστεύοντες και προσκυνούντες ακαταπαύστως ημέραν και νύκτα τον Κύριον. Ωπλίσθησαν λοιπόν και μετέβησαν ίνα τους φονεύσωσιν. Ο δε μακάριος Νικόλαος ενουθέτει τους αδελφούς και τους Συνασκητάς του, συμβουλεύων αυτούς και λέγων· «Μη φοβηθώμεν, αδελφοί, τον πρόσκαιρον θάνατον, ούτε να δειλιάσωμεν, διότι τώρα ήλθεν η ώρα να δείξωμεν την ανδρείαν μας και να κληρονομήσωμεν, με μικράν και ολίγην τιμωρίαν, παντοτεινήν ευφροσύνην και αιωνίαν ανάπαυσιν». Ταύτα και έτερα ενώ έλεγεν ο Άγιος προς ενίσχυσιν των αδελφών, έφθασαν και εκείνοι οι αιμοβόροι, ως θηρία ανήμερα, συλλαβόντες δε τους Αγίους, ετιμώρουν τούτους ανηλεώς και ασπλάγχνως με στρεβλώσεις, ραβδισμούς και άλλας διαφόρους βασάνους. Εκείνοι δε οι μακάριοι υπέμενον ανδρείως και γενναιότατα όσα τους έκαμνον. Αλλά δεν επρόδωσαν την ευσέβειάν των. Όθεν οι βάρβαροι απεκεφάλισαν τούτους. Με τον προσωρινόν δε τούτον θάνατον, εχάρισαν ούτοι, εις τους Αγίους τούτους Μάρτυρας, αθάνατον ζωήν και Βασιλείαν ουράνιον. Τον δε Άγιον ιδόντες τόσον νέον και ωραιότατον και εννοήσαντες την φρόνησιν και την ανδρείαν του δεν τον έβλαψαν, αλλά με λόγους ραδιούργους και κολακείας ωμίλουν προς αυτόν, ελπίζοντες, οι ανόητοι και παράφρονες, ότι ούτω θα τον έφερον εις την μιαράν θρησκείαν των. Ματαίως όμως και ψευδώς εμελέτησαν. Διότι ουδέ κατ’ ελάχιστον ηδυνήθησαν να κλονίσουν τον Άγιον από την ευσέβειαν, αλλ’ απεκρίνετο φρονίμως εις τας κολακείας τας οποίας έκαμνον εις αυτόν, λέγων· «Εγώ δεν είμαι μωρόν παιδίον, δια να απατηθώ και να αρνηθώ τον αληθή Θεόν, όστις με έπλασε και να προσκυνήσω είδωλα κωφά και αναίσθητα, Αλλά καθώς εξ αρχής ήμην ευσεβής Ορθόδοξος Χριστιανός, ούτω θέλω παραμείνει έως ότου παραδώσω την ψυχήν μου εις τας αχράντους χείρας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίον, ως Θεόν αληθινόν και Σωτήρα μου, προσκυνώ, λατρεύω και σέβομαι και δια την αγάπην Του μεγάλην προθυμίαν αισθάνομαι και πόθον να χύσω το αίμα μου. Τους δε ιδικούς σας θεούς καταφρονώ και ατιμάζω, επειδή είναι λίθοι και ξύλα αναίσθητα ή άλλη τις ύλη ευτελής και άχρηστος». Οι βάρβαροι όμως εκολάκευον πάλιν τον Άγιον, λέγοντες· «Νικόλαε, μη περιφρονής τοιαύτην ανδρείαν και ωραιότητα ματαίως και ασκόπως. Διότι ο Χριστός σου δεν θέλει σου δώσει ουδεμίαν βοήθειαν. Μόνον πράξε αυτό το οποίον σου λέγομεν και γενού συγκοινωνός και ομόγνωμος με ημάς, εις το να προσκυνήσης τους θεούς, ίνα μη στερηθής την γλυκυτάτην ταύτην ζωήν με πολλά σκληρά βασανιστήρια, τα οποία μέλλεις να λάβης σήμερον παρ’ ημών, εάν καταφρονήσης τους λόγους μας». Όμως ο Άγιος απήντησεν· «Αυτά τα οποία απειλείτε να μου κάμετε επιθυμώ πολύ να τα δοκιμάσω, διότι, εάν με χωρίσητε από την ματαίαν και πρόσκαιρον ταύτην ζωήν, προσφέρετε εις εμέ Βασιλείαν ουράνιον και ζωήν ατελεύτητον, ώστε να συνδοξάζωμαι αιωνίως με τον Χριστόν μου και να απολαμβάνω εις τον Παράδεισον χαράς ανεκλαλήτου, ευφροσύνης και αγαλλιάσεως». Όταν λοιπόν είδον, ότι δεν δύνανται να απομακρύνουν τον Άγιον από της Πίστεώς του, απεφάσισαν να τον τιμωρήσουν με φρικτόν και επώδυνον θάνατον. Τον εκτύπησαν τότε ασπλάγχνως, έως ότου εκοκκίνισεν η γη από το άγιον αίμα του. Δύο και τρεις φοράς ηλλάγησαν οι μαστιγούντες, ο δε Άγιος υπέμενε γενναίως και προσευχόμενος, έλεγεν· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον» (Ψαλμ. λθ:2). Τόσον δε υπέμεινε την μαστίγωσιν, ώστε εφαίνετο ωσάν να έπασχε πράγματι άλλος. Έπειτα έδεσαν τον Άγιον εις εν δένδρον και τον ελόγχευσαν και άλλας πολλάς φρικτάς τιμωρίας του έκαμαν, επιμένοντες να αρνηθή τον Χριστόν και να προσκυνήση τα είδωλα. Ούτος δε απεκρίνετο αφόβως και ύβριζε τους βασανιστάς του, λέγων· «Θηριόγνωμοι και απάνθρωποι, οίτινες μόνον σχήμα ανθρώπων έχετε, αλλ΄ανθρωπίνης γνώμης ουδόλως μετέχετε, μη έχετε ελπίδα να με χωρίσητε από την αγάπην του Χριστού μου. Διότι όσα κακά κάμνετε εις εμέ, τόσους στεφάνους μου πλέκετε. Ο δε Κύριός μου Ιησούς Χριστός παρίσταται βοηθός μου και μου ελαφρύνει την τιμωρίαν, ώστε ουδέ πόνον τινά να αισθάνωμαι». Ταύτα ακούσαντες οι βάρβαροι απηλπίσθησαν. Πεισθέντες δε, ότι δεν θέλουν δυνηθή να μεταστρέψουν την γνώμην του, και αν ακόμη του προξενήσουν μυρίας πληγάς, έκοψαν την αγίαν αυτού κεφαλήν, την ενάτην του μηνός Μαϊου. Ούτω η μεν μακαρία αυτού ψυχή, ολόφωτος, ανήλθεν εις τα ουράνια σκηνώματα, έχουσα τους φωτεινούς Αγγέλους συνευφραινομένους αυτή και συμψάλλοντας, το δε άγιον και πανσεβάσμιον αυτού Λείψανον έμεινεν εις το όρος εκείνο άταφον και ανεπιμέλητον. Όμως, δια της Χάριτος του μεγαλοδώρου και Παντοδυνάμου Θεού, διεφυλάχθη υπό θείων Αγγέλων επί πολλούς χρόνους, έως ότου ηθέλησεν Αυτός ο Μέγας Θεός να αποκαλύψη τούτο, με τρόπον θαυμάσιον, ως πολύτιμον θησαυρόν. Διότι όσοι εις την γην εδόξασαν Αυτόν και δια το Πανάγιον και υπερύμνητον όνομα Αυτού ηγωνίσθησαν, ετίμησεν αυτούς ο Πανάγαθος Θεός και αντήμειψε πλουσίως, καταστήσας αυτούς υιούς και κληρονόμους της ουρανίου Βασιλείας Αυτού. Όχι δε μόνον εις τους ουρανούς αποδίδει ο Κύριος τον μισθόν των καμάτων μυριοπλασίως εις εκείνους οίτινες ηγωνίσθησαν, αλλά και εδώ εις την γην προσφέρει χάριν και δύναμιν να τελούν θαύματα, ίνα τους δοξάζουν οι άνθρωποι και να παρακινούνται εις τα καλά έργα, μιμούμενοι τούτους κατά δύναμιν, ως βλέποντες παρ’ αυτών τελούμενα εξαίσια θαύματα. Ούτω και τον Οσιομάρτυρα Αυτού Νικόλαον κατέστησεν ικανόν να θαυματουργή, δια να εννοήση ο καθείς πόσης παρρησίας ηξιώθη παρ’ Αυτού του Παναγάθου και Παντοδυνάμου Θεού. Ακούσατε λοιπόν εν εκ των πολλών θαυμάτων αυτού, ίνα εκ τούτου εννοήσητε και τα άλλα, πειθόμενοι δια την δόξαν ης ηξιώθη παρά Θεού. Εις τα μέρη της Ανατολής, εις την αυτήν, δηλαδή, χώραν όπου εγεννήθη και ανετράφη ο Οσιομάρτυς Νικόλαος, ήτο μέγας άρχων, πολύ πλούσιος, όστις προσεβλήθη υπό βαρυτάτης ασθενείας, της λώβης, ήτις κατέτρωγεν επί πολύν καιρόν τας σάρκας του. Ούτος, αν και εξώδευσε πολλά χρήματα εις τους ιατρούς, δεν είδε καμμίαν ωφέλειαν. Αντιθέτως μάλιστα, όσον εξώδευε, τοσούτον η ασθένειά του εχειροτέρευεν. Όθεν ησθάνετο θλίψιν ανείπωτον. Μίαν δε νύκτα, ενώ εκοιμάτο, εφάνη εις αυτόν ο Άγιος, λέγων· «Διατί κοπιάζεις και εξοδεύεις τον πλούτον σου ασκόπως; Ύπαγε εις το μέρος της Λαρίσης και αφού ερωτήσης, θα σου δείξουν το όρος της Βουνένης. Εκεί θα ερευνήσης τον τόπον καλώς και θα εύρης, εις πηγήν τινά, το Λείψανόν μου, το οποίον θέλει δώσει εις σε την θεραπείαν εκ της δεινής ταύτης ασθενείας από την οποίαν πάσχεις». Το πρωϊ, όταν εξημέρωσεν, ο άρρωστος ηγέρθη της κλίνης. Χωρίς δε να είπη τίποτε εις ουδένα, επορεύθη ευθύς εις την παραλίαν όπου εύρε πλοίον και εταξίδευσεν εις την Λάρισαν. Ως δε έφθασεν εις τον τόπον τον οποίον υπέδειξεν εις αυτόν ο Άγιος, εύρε την πηγήν και εχάρη πολύ. Έπειτα, με πολύν κόπον, ερευνήσας επιμελέστατα, διότι ήσαν άγριοι θάμνοι πυκνοί και τα δένδρα μεγάλα και δασέα, δια της θείας βοηθείας ανεύρε το πάντιμον του Μάρτυρος Λείψανον, το οποίον, ω του θαύματος! αν και παρήλθον τόσοι χρόνοι, ήτο σώον και ακέραιον και ευωδίαζεν. Ο άρχων λοιπόν, αφού πρώτον ελούσθη εις την πηγήν, κατησπάζετο το άγιον εκείνο Λείψανον μετ’ ευλαβείας και πίστεως. Ευθύς τότε, ω του θαύματος! έφυγεν η ασθένειά του καθώς υπό του φωτός αφανίζεται το σκότος και εις μίαν στιγμήν ιάθη τελείως, χωρίς να μείνη ουδέ η ελαχίστη ασχημία εις την σάρκα του. Όθεν, δια να μη φανή προς την τοιαύτην μεγίστην ευεργεσίαν αχάριστος, εκαθάρισεν όλον εκείνον τον τόπον, όπου εύρε τον πάντιμον αυτόν θησαυρόν και έκτισεν Εκκλησίαν επ’ ονόματι του Αγίου. Κατόπιν επέστρεψεν εις τον οίκον αυτού αγαλλόμενος, δοξάζων τον Θεόν και ευχαριστών τον Άγιον. Έλαβε δε μεθ’ εαυτού και μικρόν μέρος του αγίου Λειψάνου και χώμα εξ εκείνου του τόπου, όσοι δε ησπάζοντο ταύτα ιατρεύοντο από πάσαν ασθένειαν. Όχι δε μόνον τούτο το θαυμάσιον ετέλεσεν ο Άγιος του Χριστού Οσιομάρτυς Νικόλαος, αλλά και άλλα πολλά άξια διηγήσεως. Διότι ο άρχων, όστις ιατρεύθη, εκήρυττε το γεγονός πανταχού, ούτω δε όχι μόνον εκεί εις την Ανατολήν επληροφορήθησαν όλοι τούτο, αλλά και εις την Δύσιν ηπλώθη η φήμη του Αγίου και έτρεχον εκ παντός τόπου όσοι ήσαν ασθενείς και παρευθύς ιατρεύοντο, κατά την πίστιν την οποίαν είχεν ο καθείς προς τον Θεόν και κατά την προς τον Μάρτυρα ευλάβειαν. Όχι δε μόνον τότε εθαυματούργει ο Άγιος, αλλά και σήμερον ενεργεί μεγάλα θαυμάσια εις εκείνους οίτινες έχουσι πίστιν ανόθευτον προς τον Δεσπότην Χριστόν και θερμήν ευλάβειαν προς τον Άγιον, εορτάζοντες την μνήμην αυτού θεαρέστως με ύμνους και ψαλμωδίας και με συντριβήν και ταπείνωσιν. Πρέπον δε είναι να είπωμεν, ότι εις την νήσον Άνδρον υπάρχει ιερόν και σεβάσμιον Μοναστήριον επ’ ονόματι του Αγίου Νικολάου του εν Μύροις, εν αυτώ δε τω σεβασμίω Μοναστηρίω ευρίσκεται, ως πολύτιμος θησαυρός, και η θαυματουργός και χαριτόβρυτος κάρα τούτου του εν Οσίοις και Μάρτυσι Νικολάου του Νέου, ήτις υπό των εν τω Μοναστηρίω τούτω διαβιούντων Πατέρων πολλάκις μεταφέρεται εις Κωνσταντινούπολιν εις το Μετόχιον του Μοναστηρίου τούτου το ευρισκόμενον εις το Βλαχσαράγι και άπειρα θαύματα τελεί, όπου αν προσκληθή δι’ αγιασμόν. Ας χαρώμεν λοιπόν και ημείς σήμερον και ας ευφρανθώμεν τω Πνεύματι. Ας τιμήσωμεν τον Άγιον και ας τον εγκωμιάσωμεν με καθαράν καρδίαν και με σώφρονα λογισμόν. Ας ευχαριστήσωμεν δε τούτον όχι δι απρεπών λόγων. Οίτινες δεν αρμόζουν εις την χριστιανικήν τάξιν, ούτε με πολυφαγίας και μέθας, χορούς και φωνάς ατάκτους, αλλά δια της ελεημοσύνης, δια των προσευχών και δια δακρύων, ως και δι’ άλλων θεαρέστων έργων. Κατ’ αυτόν τον τρόπον λοιπόν εορτάζοντες, πολύν μισθόν θα έχωμεν. Όθεν ας κακοπαθήσωμεν εις τον πρόσκαιρον τούτον βίον, απομακρύνοντες τα σαρκικά μας θελήματα, δια να γίνωμεν συμμέτοχοι των Μαρτύρων και λάβωμεν ίσον μσθόν εις την αιωνίαν εκείνην απόλαυσιν. Εάν όμως, όπερ μη γένοιτο, νικηθώμεν από τα σαρκικά πάθη και κατακρημνισθώμεν, αλλοίμονον εις ημάς, διότι είναι σχεδόν το ίδιον, ως να επροσκυνούμεν τα αναίσθητα είδωλα. Νίκησον λοιπόν, άνθρωπε, τα πάθη και τα ελαττώμετα, ίνα ούτω, δια της προαιρέσεως, γίνης Μάρτυς, χωρίς να χύσης το αίμα σου. Όταν δηλαδή σε υβρίση τις ή σε αδικήση ή σε δείρη, μακροθύμησον και υπόμεινον την ύβριν δια τον Κύριον, ίνα τιμάσαι υπ’ Αυτού αιωνίως. Αν δε οργισθής και αποδώσης εις τον προς σε πταίσαντα κακόν περισσότερον, έγινες παραβάτης της εντολής του Χριστού, ειπόντος· «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Ματθ. ε:44). Το αυτό δε συμβαίνει και δια τα άλλα πάθη και αμαρτήματα. Δηλαδή, εάν ο εχρός των ψυχών διάβολος σε παρακινή να πορνεύσης και συ εναντιωθής ανδρείως, με προσευχάς, νηστείας και δάκρυα, προς τον σκοπόν να νικήσης το σκάνδαλον της σαρκός, λογίζεσαι πράγματι Μάρτυς της σωφροσύνης. Αν δε πορνεύσης, τότε προσεκύνησες το είδωλον της μιαράς Αφροδίτης. Εάν μεθύσης, εθυσίασες εις τον Διόνυσον. Εάν βλασφημήσης ή κάμης όρκον ψευδή, λογίζεσαι αρνητής. Εάν είσαι φιλάργυρος και άσπλαγχνος και δεν συμπονής τους πένητας εις την ανάγκην των, αλλ’ αυτοί μεν πεινούν και παγώνουσιν από την γυμνότητα, συ δε κρύπτεις τα χρήματα και προσκυνείς ταύτα ως είδωλα, ειδωλολάτρης λογίζεσαι κατά τον Απόστολον. Στοχάσου, αδελφέ Χριστιανέ, ότι, όταν δανείζης εις τον έχοντα ανάγκην και ελεής τους αδελφούς του Χριστού με ιλαρότητα, ο Δεσπότης Χριστός θέλει σου αποδώσει αυτά μυριοπλάσια, κατά την φοβεράν εκείνην ημέραν της Κρίσεως και ούτω θα συναγάλλεσαι αιωνίως μετά πάντων των Αγίων εις την ουράνιον Βασιλείαν. Αν όμως φανής άσπλαγχνος, καταχώνων και φυλάττων τα χρήματα, σου αποθανόντος, άλλοι αρπάζουν ταύτα και συ, τρισάθλιε, κληρονομείς την γέενναν του πυρός και συμφλέγεσαι αιωνίως, ως ο ευαγγελικός εκείνος πλούσιος, ως ανελεήμων, άσπλαγχνος και φιλάργυρος. Όσοι λοιπόν είσθε πλούσιοι, σπείρατε εις τας κοιλίας των πενήτων τον πλούτον σας δια να τον αποταμιεύσετε εις τον ουρανόν και να ευφραίνεσθε πάντοτε. Και όσοι πανηγυρίζετε την μνήμην των Αγίων, μη προσκαλήτε πλουσίους εις την τράπεζαν, αλλά πτωχούς και αναπήρους, διότι οι πλούσιοι σας φιλοξενούν αμοιβαίως και ανταμείβεσθε, χωρίς να σας γνωρίζουν καμμίαν χάριν οι Άγιοι. Όταν όμως χορτάσετε πτωχούς, πλουσιοπαρόχως σας ανταμείβει δια την ευεργεσίαν ο Πανάγαθος Κύριος και εδώ εις την πρόσκαιρον ζωήν και εκεί εις την μέλλουσαν, χαριζόμενος υμίν την ουράνιον Αυτού Βασιλείαν, ης γένοιτο πάντας υμάς επιτυχείν. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου