Χριστόφορος ο
Άγιος του Χριστού Μεγαλομάρτυς ηξιώθη του μαρτυρικού στεφάνου επί της βασιλείας
του αδίκου Δεκίου (249 – 251). Kατά την
εποχήν εκείνην οι άρχοντες είχον μεγάλην κατά των ευσεβών μανίαν, επειδή εις
όλους τούτους έστειλεν ο άνομος Δέκιος παράνομα δόγματα και άδικα προστάγματα,
να βιάζωσι τους δικαίους και ευσεβείς δούλους του Χριστού, αναγκάζοντες τούτους
να τρώγωσιν ειδωλόθυτα, ήτοι τροφάς μολυνθείσας με τα αίματα των θυσιών, όσους
δε δεν έστεργον να αρνηθούν τον Χριστόν, να υποβάλλουν εις μυρίας βασάνους,
κατόπιν δε να θανατώνουν τούτους φρικτώς.
Όλοι λοιπόν οι άρχοντες και ηγεμόνες των πόλεων εφρόντιζον να φανούν ευπειθείς και υπήκοοι προς τον βασιλέα. Ούτω οι μεν ασεβείς είχον μεγάλην προστασίαν, οι δε ευσεβείς εδιώκοντο. Τότε λοιπόν, κόμης τις του βασιλέως, ενώ επολέμει κατ’ άλλων εθνών, συνήντησεν εις τον πόλεμον τον θείον τούτον Χριστόφορον, όστις κατήγετο από φυλήν κυνοπροσώπων (εδώ πρέπει να νοηθή, ότι ο Άγιος ήτο άσχημος και δύσμορφος κατά το πρόσωπον, όχι δε και ότι είχε τελείως μορφήν κυνός, καθώς, ουχί καλώς, ιστορούσιν αυτόν αμαθείς τινές ζωγράφοι), και τον ηχμαλώτισεν. Ούτος όμως ο μακάριος δεν ωμοίαζεν ουδόλως με τους συμπατριώτας του, αλλ’ ήτο κατά τον νουν φρόνιμος και καλόγνωμος και είχε τους θείους λόγους εις την καρδίαν του. Βλέπων δε ο μακάριος τους ειδωλολάτρας να βασανίζουν καθ’ εκάστην τους Χριστιανούς, ελυπείτο πολύ και συνεπάθει τούτους, ως συμπαθής και εύσπλαγχνος. Επειδή όμως δεν εγνώριζε την γλώσσαν των συλλαβόντων αυτόν και συνεπώς δεν ηδύνατο να ομιλήση και να ελέγξη τους ειδωλολάτρας, ούτε και υπήρχε κανείς, ο οποίος θα ηδύνατο να συνεννοηθή μαζί του, ανεχώρησεν εις τόπον παράμερον, έξω της πόλεως, και πεσών εις την γην παρεκάλει μετά δακρύων τον Κύριον να του δώση την δύναμιν να ομιλήση, λέγων νοερώς την προσευχήν ταύτην· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, επάκουσόν μου της ταπεινώσεως και δείξον την ευσπλαγχνίαν Σου εις εμέ τον ανάξιον· άνοιξον τα χείλη μου και δος μοι ομιλίαν ως των εδώ ανθρώπων, ίνα δυνηθώ να ελέγξω τον τύραννον». Ενώ δε ούτως προσηύχετο, ευρέθη έμπροσθεν αυτού νέος τις λαμπροφόρος, όστις του είπεν· «Εισηκούσθη η δέησίς σου, Ρέπροβε, (διότι ούτω πρότερον ωνομάζετο) και εγείρου, ίνα λάβης την χάριν παρά του Κυρίου». Ως λοιπόν ηγέρθη ο μακάριος, ήγγισεν εις τα χείλη του ο λαμπροφόρος εκείνος νέος, και ευθύς ως ενεφύσησεν αυτόν εις το στόμα, ωμίλησεν ελευθέρως. Πορευθείς τότε ευθύς εις την πόλιν και ιδών τους Χριστιανούς τιμωρουμένους, επόνεσε κατά την καρδίαν, ως να ελάμβανεν αυτός ο ίδιος τας μάστιγας και απευθυνόμενος προς τους ειδωλολάτρας, είπε προς αυτούς· «Ω οδηγοί του σκότους και πάσης ανομίας γέμοντες, δεν σας αρκεί ότι παρεδώσατε τας ψυχάς σας εις τον σατανάν, αλλά βιάζετε και ημάς, οίτινες φοβούμεθα τον Θεόν, να απολεσθώμεν μαζί σας; Εγώ είμαι Χριστιανός και δεν καταδέχομαι να προσκυνήσω θεούς ματαίους και βδελύγματα άχρηστα». Ταύτα ενώ έλεγεν ο Άγιος, εδάρη εις το στόμα υφ’ ενός υπηρέτου, τυχόντος πλησίον του, Βαχθιός ονομαζομένου. Ο δε μακάριος είπε προς αυτόν μετά πραότητος· «Ο Σωτήρ μου Χριστός με εμποδίζει και δι’ αυτό δεν σου δίδω την πρέπουσαν ανταμοιβήν. Αλλά, εάν θυμώσω, όλον το διεφθαρμένον σας βασίλειον δεν θα δυνηθή να με νικήση». Αναχωρήσας τότε ο Βαχθιός δια την πόλιν, όπου ήτο ο βασιλεύς, ανήγγειλεν εις αυτόν ταύτα, λέγων· «Προ ολίγων ημερών, ότε ο άρχων ετιμώρει τους Χριστιανούς κατά το θείον σου πρόσταγμα, εφάνη εις το μέσον του λαού μέγας τις και φοβερός γίγας, νέος κατά την ηλικίαν, κατά δε την μορφήν και το βλέμμα άγριος. Οι οδόντες του εξέρχονται έξω του στόματός του, ως του χοίρου, η δε κεφαλή του είναι ως του σκύλου και, απλώς ειπείν, είναι τόσον άσχημος, ώστε να μη δύναμαι να περιγράψω την μορφήν του. Αυτός εβλασφήμει τους θεούς και την βασιλείαν σου· δια τούτο τον ερράπισα εις το πρόσωπον και τότε εκείνος εκαυχήθη, ότι δεν φοβείται όλον σου το βασίλειον. Δι’ αυτό ήλθα να αναγγείλω ταύτα εις την βασιλείαν σου, σκεπτόμενος μήπως ο Θεός των Χριστιανών ήκουσε την δέησιν αυτών και τον έστειλεν εις βοήθειάν των». Ο βασιλεύς τότε, οργισθείς, είπε προς αυτόν· «Μήπως έχεις δαιμόνιον και δι’ αυτό σου εφάνη ούτως, ανόητε»; Τούτο ειπών έστειλεν ευθύς διακοσίους στρατιώτας, ειπών προς αυτούς· «Να τον δέσετε και να μου τον φέρετε. Εάν δε εναντιωθή, κατακόψατέ τον εις χίλια τεμάχια και φέρατέ μου την κεφαλήν του μόνον να ίδω αν είναι τόσον φοβερά, όσον λέγει ο δειλός ούτος». Ο δε μακάριος Ρέπροβος απήλθεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών και καθήσας έξωθεν της θύρας εκάρφωσεν εις την γην την ράβδον του και εγγίσας την κεφαλήν του εις το έδαφος, προσηυχήθη ούτω· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος, ο επί Χερουβείμ εποχούμενος και υπό των Σεραφείμ δοξαζόμενος, ο υπό πάντων Σου των Αγίων υμνούμενος, επάκουσόν μου, του αναξίου, σήμερον και ας βλαστήση αύτη η ράβδος μου, ως η του Αγίου Προφήτου Σου Ααρών, ίνα φανή και εις εμέ η πολλή αγαθότης Σου και γίνω προθυμότερος εις την ομολογίαν Σου, δια να δοξάζω Σε, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Πνεύμα το Πανάγιον εις τους αιώνας· αμήν». Ταύτα αφού προσηυχήθη, ευθύς, ω του θαύματος! η ράβδος εβλάστησεν. Όθεν, ιδών τοιούτον θαυμάσιον, ενεδυναμώθη περισσότερον και προσηύχετο πάλιν, ευχαριστών τον Κύριον. Οι δε στρατιώται, τους οποίους απέστειλεν ο Δέκιος δια να συλλάβουν τον δίκαιον, έφθασαν εκεί την στιγμήν καθ’ ην προσηύχετο ούτος έξωθι της Εκκλησίας. Ιδόντες δε από μακράν την μορφήν του εφοβήθησαν και δεν ετόλμων να πλησιάσουν. Εις δε εκ των στρατιωτών ενεθάρρυνε τους άλλους, λέγων· «Τι φοβούμεθα ένα άνθρωπον χωρίς όπλα»; Πλησιάσαντες δε τον ηρώτησαν· «Πόθεν είσαι και διατί κλαίεις»; Ούτος δε, με ταπεινήν λαλιάν, απεκρίθη· «Κλαίω δια τους ασυνέτους ανθρώπους, οίτινες αφήκαν τον αληθή Θεόν και προσκυνούν αναίσθητα είδωλα». ΄Όταν λοιπόν οι στρατιώται ήκουσαν ότι ωμίλησε προς αυτούς με πραότητα, έλαβον θάρρος και είπον προς αυτόν· «Ο βασιλεύς μας έστειλεν, ίνα σε οδηγήσωμεν εις αυτόν δέσμιον, διότι δεν προσκυνείς τους παλαιούς θεούς, αλλ’ ένα νεώτερον». Απεκρίθη ο Ρέπροβος· «Εάν με αφήσετε, εγώ, με την θέλησίν μου έρχομαι, αλλά να με σύρετε δεδεμένον δεν δύνασθε. Διότι ο Δεσπότης μου Χριστός έλυσε τα δεσμά των αμαρτιών μου και με ελύτρωσεν από τον σατανάν, τον πατέρα σας». Είπον τότε προς αυτόν οι στρατιώται· «Εάν δεν θέλης να έλθης, ύπαγε όπου θέλεις και ημείς θα είπωμεν εις τον βασιλέα, ότι δεν σε εύρομεν». Απεκρίθη ο Άγιος· «Όχι. Μόνον σας παρακαλώ να αναμείνετε ολίγον, έως ότου λάβω το Άγιον Βάπτισμα και τότε θέλομεν μεταβή ομού». Οι δε στρατιώται είπον· «Η έξοδός μας ετελείωσε· διότι πολλάς ημέρας σε ανεζητούσαμεν και δεν έχομεν πλέον τροφάς». Λέγει ο Άγιος· «Φέρετε την ολίγην τροφήν, την οποίαν έχετε, ίνα ίδητε του Θεού μου την δύναμιν». Τότε εκείνοι απέθεσαν προ αυτού την ολίγην τροφήν των. Ο δε Άγιος γονυπετήσας προσηυχήθη προς τον Κύριον, λέγων· «Κύριε ο Θεός, όστις ηυλόγησας τους πέντε άρτους και εχόρτασες λαόν άπειρον, επάκουσόν μου του δούλου Σου και πλήθυνον τους άρτους τούτους, δια να ίδωσι και ούτοι τα θαυμάσιά Σου και να πιστεύσουν ότι Συ μόνος είσαι Θεός αληθής και τα πάντα δυνάμενος». Αφού λοιπόν ο Άγιος προσηυχήθη δια των λόγων τούτων, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυτόν· «Έχε θάρρος, Αθλητά του Χριστού Χριστοφόρε, διότι Εκείνος με απέστειλεν εις βοήθειάν σου, προστάξας με να εκπληρώσω όλας τας επιθυμίας σου». Αφού δε ηυλόγησε τους άρτους, επλήθυναν θαυμασιώτατα. Τότε ο Άγιος είπε προς τους στρατιώτας· «Φάγετε τώρα, αδελφοί, όσον θέλετε και από τούτο εννοήσατε την δύναμιν του Θεού μου, όστις όχι μόνον τα επίγεια αγαθά χαρίζει εις εκείνους, οίτινες πιστεύουσιν εις Αυτόν, αλλά και τα ουράνια, ως ισχυρός και Πανάγαθος». Ιδόντες οι στρατιώται τούτο το θαυμάσιον εξέστησαν και εξ ενός στόματος εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, ο σώζων τους δούλους Του». Και προσκυνήσαντες τον Άγιον, έλεγον· «Πιστεύομεν και ημείς τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον οποίον λατρεύεις, ως παντοδύναμον και σε ευχαριστούμεν, διότι εφάνης εις ημάς, τους εζοφωμένους, ως λύχνος πάμφωτος και μας εξήγαγες εκ του σκότους της πλάνης, οδηγήσας ημάς προς το φως της αληθείας. Λοιπόν μετά σου είμεθα και πρόσταξε να πράξωμεν ό,τι επιθυμείς». Τότε ο Άγιος, περιχαρής γενόμενος, εδίδαξεν αυτούς αρκούντως το του Κυρίου σωτήριον κήρυγμα, το οποίον περιέχεται εις το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον. Έπειτα επορεύθησαν άπαντες εις την Αντιόχειαν προς τον Άγιον Βαβύλαν, τον Επίσκοπον, ο δε Άγιος διηγήθη προς αυτόν όλην την υπόθεσιν. Ούτος δε ο Άγιος Βαβύλας, ευχαριστήσας τον Θεόν, κατήχησεν αυτούς και εβάπτισεν άπαντας δια του Αγίου Βαπτίσματος, ονομάσας τον πρώην Ρέπροβον Χριστοφόρον. Τότε ο Άγιος Χριστοφόρος συνεβούλευσε τους στρατιώτας να επιστρέψουν εις τα βασίλεια. Ενώ δε επορεύοντο, ενίσχυε τούτους καθ’ οδόν, λέγων· «Τέκνα και αδελφοί μου ηγαπημένοι, εγνωρίσατε τον Θεόν τον οποίον επιστεύσαμεν. Ας υπομείνωμεν λοιπόν χάριν Αυτού, εις τον μάταιον τούτον κόσμον, πληγάς και μάστιγας και ας μη αρνηθώμεν Αυτόν ό,τι και αν πράξωσι καθ’ ημών. Αλλά ας σταθώμεν ανδρείοι, χωρίς να δειλιάσωμεν ουδόλως προ των απειλών των τυράννων, ούτε τας φρικτάς τιμωρίας των και ο Δεσπότης Χριστός, εις τον οποίον επιστεύσαμεν, θα μας δίδη βοήθειαν. Δέσατέ με λοιπόν ίνα με οδηγήσετε εις τον Δέκιον, καθώς σας επρόσταξεν. Εάν δε φοβείσθε τας βασάνους, φύγετε όπου θέλετε και επιμελείσθε την σωτηρίαν της ψυχής σας». Ταύτα ακούσαντες οι στρατιώται εδάκρυσαν και δεν εδέχοντο να δέσουν τον διδάσκαλον και οδηγόν των προς την αλαθή Πίστιν, όμως, επειδή ο Άγιος επέμενεν, έδεσαν αυτόν. Ως δε έφθασαν εις τα βασίλεια και είδεν ο Δέκιος τον δίκαιον, τόσον φόβον έλαβεν, ώστε ολίγον έλειψε να πέση από τον θρόνον του. Τότε ο Άγιος του λέγει· «Ω ατυχέστατον και διεφθαρμένον βασίλειον, εάν εφοβήθης εμέ τον δούλον του Θεού, αδύνατε, πως θα υπομείνης τον θυμόν Αυτού κατά την φοβεράν ώραν της Κρίσεως, όταν θα σε σύρουν οι δαίμονες, ίνα δώσης απολογίαν εις το φοβερόν εκείνο Κριτήριον, δια τας ψυχάς τας οποίας απώλεσες»; Όταν δε συνήλθεν από τον φόβον ο τύραννος, μετά βίας ηρώτησε τον Μάρτυρα να είπη την πίστιν αυτού, το γένος και το όνομα. Ο δε Άγιος Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι και ωνομαζόμην πρότερον Ρέπροβος, τώρα δε, δια του Αγίου Βαπτίσματος, ωνομάσθην Χριστοφόρος. Το γένος μου από την όψιν μου φαίνεται. Αγωνίζομαι δε δια τον Χριστόν και δεν πείθομαι εις τα άθεα προστάγματά σου». Είπεν ο Δέκιος· «Ψυχρόν και κακόν όνομα σού έδωσαν, το οποίον δεν σε ωφελεί, ταλαίπωρε». Λέγει ο Άγιος· «Ψυχρά είναι η ιδική σας ονομασία, διότι αγνοείται τον Θεόν και προσκυνείτε λίθους, ανόητοι». Οργισθείς τότε ο Δέκιος, λέγει προς τον Άγιον· «Λυπήσου το σώμα σου, ταλαίπωρε, και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα σε τιμήσω δια πολλών τιμών και να σε κάμω και ιερέα των θεών, αν θέλης να μη απολεσθής αδίκως». Ο δε δίκαιος απέκρίθη· «Μη γένοιτο, να απαρνηθώ τον αληθινόν Θεόν, παρανομώτατε τύραννε, και να προσκυνήσω μάταια είδωλα· μόνον έχε τα αγαθά σου, συ και οι ματαιόφρονες και άφρονες ομόφρονές σου, διότι εγώ δεν λυπούμαι το σώμα, καθώς είπες, αλλά την ψυχήν, ως φρόνιμος, και δια τούτο λατρεύω και προσκυνώ Θεόν αθάνατον. Οι δε ψευδώνυμοι θεοί σας είναι δαίμονες και σας πλανώσι δια να οδηγήσουν τας ψυχάς σας εις την απώλειαν. Λοιπόν μη έχης καμμίαν ελπίδα, ότι εγώ θέλω πιστεύσει ποτέ εις τους ψευδείς θεούς σου και πράξε άνευ αναβολής ό,τι σκέπτεσαι». Τότε θυμωθείς σφόδρα ο Δέκιος επρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιον από τας τρίχας της κεφαλής, να δέσουν λίθον βαρύν εις τους πόδας του και να τον σπαθίζουν εις όλον το σώμα. Ο δε Άγιος, ταύτα πάσχων, υπέμενεν ανδρείως, λέγων προς τον τύραννον· «Δεν υπακούω εις σε, ασεβέστατε. Δεν προσκυνώ τους θεούς σου, ούτε υπολογίζω τας βασάνους, όσον φρικταί και αν είναι, διότι είναι πρόσκαιροι. Σε όμως αναμένει να δεχθή το πυρ το αιώνιον, το οποίον μέλλεις να κληρονομήσης ομού μετά των δαιμόνων, τους οποίους λατρεύεις, πανάθλιε». Τότε, περισσότερον οργισθείς ο βασιλεύς, επρόσταξε να ανάψουν λαμπάδας και να καίουν τον Άγιον εις τας μασχάλας. Αφού δε έγινε τούτο, τινές των αρχόντων συνεβούλευσαν τον Δέκιον να κολακεύση τον Άγιον και να φερθή προς αυτόν με καλόν τρόπον, μήπως και υπακούση ίνα τον έχουν εις τους πολέμους βοήθειαν. Λύσαντες λοιπόν αυτόν παρεκάλει τούτον ο βασιλεύς λέγων· «Ομολόγησον τους θεούς, καλέ άνθρωπε, διότι επιθυμώ να σε έχω οδηγόν εις την άμαξάν μου». Απάντησεν ο Άγιος· «Γίνου Χριστιανός, να με έχης και εις το άρμα σου οδηγόν, και να συμβασιλεύης με τον Χριστόν αιωνίως». Βλέπων ο βασιλεύς, ότι αδίκως εκοπίαζεν, επρόσταξε να φέρουν δύο γυναίκας πόρνας, πολύ ωραίας, κεκαλλωπισμένας με πολύτιμα ενδύματα και αρώματα ευωδέστατα. Ταύτας αφού έφεραν έκλεισαν εις βασιλικόν δωμάτιον ομού μετά του Αγίου. Υπεσχέθη δε εις αυτάς ο δόλιος Δέκιος χρήματα πολλά, αν έπειθον τον Άγιον να προσκυνήση τα είδωλα. Ευθύς λοιπόν ως έκλεισαν αυτούς εκεί, ο Άγιος εγονάτισε και προσηυχήθη, λέγων· «Ίδε, Κύριε, κατά ποίον τρόπον μου έστησαν βρόχους εις τους πόδας και εμηχανεύθησαν σκάνδαλα. Λύτρωσέ με από τους αδίκους και άτρωτον διαφύλαξον. Ναι, Κύριε, μη εγκαταλείπης με, ότι Σου εστίν η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Εγερθείς δε, ηρώτησε τας γυναίκας τι ήθελον. Αι γυναίκες, ως είδον τον Άγιον, εφοβήθησαν και έστρεψαν το πρόσωπον προς τον τοίχον, ο δε Άγιος ηρώτησε πάλιν αυτάς με ημερότητα. Εκείναι δε απεκρίθησαν· «Μας έστειλεν ο βασιλεύς, ίνα σε συμβουλεύσωμεν να υπακούσης εις αυτόν δια να μη σου δώση οδυνηρόν θάνατον». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ δεν φοβούμαι πρόσκαιρον θάνατον, διότι ποθώ να βασιλεύσω με τον Χριστόν μου αιωνίως. Προς αυτόν και σεις εάν πιστεύσητε, χαρά εις σας, διότι θέλετε κληρονομήσει πάσαν απόλαυσιν και ούτω θα αγάλλεσθε μετά των Αγίων εις τον Παράδεισον». Αι γυναίκες τότε περισσότερον εφοβήθησαν και συμβουλευόμεναι αλλήλας, είπον μεταξύ των· «Εάν πιστεύσωμεν και μάθη τούτο ο Δέκιος θέλει μας θανατώσει· αν δε πάλιν δεν πιστεύσωμεν, ούτος ο άνθρωπος (εννοούσαι τον Άγιον) θέλει μας φονεύσει τώρα αμέσως. Καλύτερον λοιπόν είναι να πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν, ο οποίος, εάν αποθάνωμεν δι’ Αυτόν, θέλει μας προσφέρει ζωήν αιώνιον και αθάνατον μετά τον θάνατον ημών». Λέγουν λοιπόν εις τον Άγιον· «Πιστεύομεν εις τον Χριστόν και δεήθητι προς Αυτόν να συγχωρήση τας πολλάς ανομίας μας». Τότε ο Άγιος ηρώτησεν αυτάς, εάν εφόνευσαν ή εμάγευσαν τινά. Αι δε απεκρίθησαν· «Ουχί, κύριε, αλλά μάλιστα πολλούς δούλους ηγοράσαμεν με την πληρωμήν της πορνείας, πλην αυτής άλλο κακόν δεν επράξαμεν». Τότε ο Άγιος, αφού εσταύρωσε πρώτον τας χείρας του και προσηυχήθη, ήπλωσε κατόπιν αυτάς εις τας κεφαλάς των γυναικών και ηυχήθη ούτω· «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησον τας δούλας Σου Ακυλίναν και Καλλινίκην και κάμε αυτάς πρόβατα της ποίμνης Σου, συναριθμών μετά των Αγίων Σου και συγχωρών εις αυτάς όσα εν αγνοία ήμαρτον· ότι Σου εστιν η δόξα εις τους αιώνας· αμήν». Μετά την προσευχήν εδίδαξεν εις αυτάς τας αληθείας της εις Χριστόν Πίστεως, εκείναι δε εχαίροντο δοξάζουσαι τον αληθή Θεόν, τον Οποίον εγνώρισαν. Την επομένην ημέραν έφεραν αυτάς εις τον Δέκιον, όστις τας ηρώτησεν εάν κατώρθωσαν να πείσουν τον Άγιον να προσκυνήση τα είδωλα. Αι δε γυναίκες απεκρίθησαν· «Ημείς μάλλον επιστεύσαμεν εις τον Χριστόν, όστις είναι Θεός αληθής και Σωτήρ». Έκπληκτος ο Δέκιος λέγει προς αυτάς· «Καθώς βλέπω και σεις εμαγεύθητε». Απεκρίθη η Ακυλίνα· «Εις είναι ο Θεός, όστις έκαμε τον ουρανόν και την γην και σώζει όσους πιστεύουσιν εις Αυτόν. Οι θεοί σου όμως είναι κοινότατον χώμα και δεν δύνανται να σας βοηθήσουν, αλλά και μόνον εις την απώλειαν σας οδηγούν». Τότε ο Δέκιος, θυμωθείς, επρόσταξε να κρεμάσουν αυτήν από τας τρίχας της κεφαλής, εις δε τους πόδας της να δέσουν δύο μεγάλας μυλοπέτρας. Τούτων γενομένων τα σπλάγχνα της Μάρτυρος ήρχισαν να διαλύωνται από το βάρος των λίθων, το δε δέρμα της κεφαλής απεσπάσθη· όθεν εκ τούτου ησθάνετο πόνους δριμυτάτους. Στραφείσα λοιπόν προς τον Άγιον, είπε· «Παρακαλώ σε, δούλε του Θεού, δεήθητι υπέρ εμού, διότι πολλάς οδύνας αισθάνομαι». Ύψωσε τότε ο Άγιος τας χείρας προς τον ουρανόν και προσηύξατο, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον την δούλην Σου και μη επιτρέψης να τιμωρηθή περισσότερον, αλλά παράλαβε εν ειρήνη το πνεύμα της». Ως δε προσηυχήθη, παρέδωσεν η Μάρτυς την ψυχήν της εις χείρας Θεού, ήτο δε τότε η πρώτη Απριλίου. Τότε ο τύραννος, στραφείς προς την Καλλινίκην, είπε προς αυτήν· «Βλέπεις τι έπαθεν αυτή, επειδή ήτο απειθής και φιλόνεικος; Σωφρονίσου λοιπόν συ τουλάχιστον και θυσίασον εις τους θεούς, αν θέλης να μη πάθης τα ίδια και περισσότερα». Η δε συνετή και καλή Καλλινίκη, θέλουσα να εμπαίξη και να δελεάση τον τύραννον, λέγει προς αυτόν· «Επειδή με προστάσσεις, ανάγκη είναι να υπακούσω εις την βασιλείαν σου. Λοιπόν, υπάγετέ με εις τον ναόν, ίνα τιμήσω τους θεούς, καθώς πρέπει, κατά τον λόγον σου». Νομίσας λοιπόν ο βασιλεύς, ότι αληθώς έλεγε ταύτα η Αγία, εχάρη ο ματαιόφρων και ασύνετος και προστάσσει να απλώσουν τάπητας λευκούς, από το παλάτιον μέχρι του ναού των ειδώλων, οδηγούντες δε αυτήν οι δορυφόροι μετέβαινον εν χαρά, ραντίζοντες τον δρόμον με μύρα ευώδη και πολύτιμα». Όταν δε έφθασεν η Αγία προ του βωμού, ηρώτησε τους μιαρούς ιερείς, ποίος θεός ήτο ο μεγαλύτερος. Εκείνοι δε της έδειξαν το είδωλον του Διός, όπερ λαβούσα η Αγία εκ της χειρός, είπε προς αυτό· «Εάν είσαι θεός, λάλησον και ειπέ μου, τι θέλεις να κάμω, διότι εγώ ήλθον δια να σε δουλεύσω». Επειδή δε, ως ήτο φυσικόν, δεν ελάμβανεν ουδεμίαν απάντησιν, εφώναξεν ισχυρώς· «Ο θεός των ειδωλολατρών, ομίλησέ μου». Αλλ’ ουκ ην φωνή ουδέ ακρόασις. Τότε εγέλασε και είπεν· «Ουαί μοι τη αμαρτωλώ. Οι θεοί ωργίσθησαν εναντίον μου, διότι τους κατεφρόνησα και δεν θέλουν να με συγχωρήσουν. Ή ίσως να κοιμώνται και δεν ακούουσιν». Οι ιερείς τότε είπον προς αυτήν· «Εξ όλης ψυχής μετενόησον, δια να σε συγχωρήσωσιν». Η δε Μάρτυς του Χριστού, εξαγαγούσα την ζώνην και το σουδάριον αυτής και δέσασα με αυτά το είδωλον, ενέβλεψεν εις τον ουρανόν και προσηυχήθη ούτω· «Κύριε ο Θεός, ο Σωτήρ των ψυχών ημών, βοήθησόν μοι την ώραν ταύτην». Σύρασα δε την ζώνην δι’ όσης ηδύνατο δυνάμεως κατεκρήμνισε το είδωλον του Διός, τούτο δε έκαμε και με τα είδωλα του Ηρακλέους και του Απόλλωνος, άτινα, πεσόντα, συνετρίβησαν. Έπειτα έρριψε και από τα άλλα, όσα επρόφθασε, λέγουσα· «Φύγετε και αφανίσθητε, οι θεοί των ειδωλολατρών». Οι δε ιερείς των ειδώλων, ίνα μη και όλα τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα συντρίψη, ήρπασαν αυτήν, ενώ αύτη τους ενέπαιζε, λέγουσα· «Συνάξατε τα οστά των θεών σας και φέρατε άλας και έλαιον δια να τους θεραπεύσετε». Μεταβάντες, τότε, άπαντες ιερείς και λαϊκοί εις τον Δέκιον, κατεμήνυσαν την Μάρτυρα, λέγοντες· «Αύτη η δαιμονισμένη εκρήμνισε τους θεούς μας και συνετρίβησαν οι σπουδαιότεροι, εάν δε δεν επροφθάναμεν να την δέσωμεν, θα τους εκρήμνιζεν όλους η αναίσχυντος». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς είπε προς αυτήν μετ’ οργής· «Δεν μου υπεσχέθης, κακή γυναίκα, ότι θα θυσιάσης εις τα είδωλα; Πως λοιπόν ετόλμησες και συνέτριψες ταύτα, άσεμνος»; Η δε Αγία Μάρτυς απεκρίθη· «Εγώ θεούς δεν εκρήμνισα και μόνον λίθους συνέτριψα, δια να κτίσετε οικοδομήν, εάν σας είναι αναγκαία. Όμως, επειδή τους ονομάζετε θεούς, ουαί σας, ανόητοι, να νικηθούν οι θεοί σας υπό γυναικός! Αν δε δεν ηδυνήθησαν να φυλάξουν τους εαυτούς των, πως τότε ελπίζετε να λάβετε εξ αυτών βοήθειαν»; Θυμωθείς τότε σφόδρα ο τύραννος, επρόσταξε ξυλουργόν τινά, όστις και κατεσκεύασεν ευθύς ξύλον τετράγωνον, εις το οποιον εκρέμασαν την Αγίαν, εμπήξαντες δε σούβλαν μακράν από της πτέρνης μέχρι του ώμου, εκρέμασαν δύο λίθους βαρείς εις τους πόδας και άλλους δύο εις τας χείρας της. Τούτων πάντων γενομένων, η Αγία Μάρτυς ησθάνετο πόνους δριμυτάτους και οδύνας πολλάς, η πολύαθλος. Όθεν εμβλέψασα προς τον Άγιον, είπε προς αυτόν· «Ευχήθητι, δούλε του Θεού, δι’ εμέ, διότι πολύ εβαρύνθην». Ο δε Άγιος Χριστοφόρος, αναβλέψας προς τον ουρανόν, προσηυχήθη λέγων· «Κύριε ο Θεός των Αγίων Σου, πρόσδεξαι και ταύτην την δούλην Σου, ότι Συ μόνος ελεήμων και φιλάνθρωπος υπάρχεις εις τους αιώνας. Αμήν». Και η δούλη δε του Θεού και όντως καλλίνικος Καλλινίκη είπε ταύτα· «Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Ταύτα δε ειπούσα παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας του Θεού, την δευτέραν του μηνός Απριλίου. Ύβριζε τότε μετά θυμού τον Άγιον ο Δέκιος, λέγων προς αυτόν· «Συ μάλλον έπρεπε να απολεσθής, κακώνυμε, σκυλοπρόσωπε και αλλοτριόμορφε, και όχι αυταί αι ωραιόταται γυναίκες, τας οποίας επλάνησας με τας μαντείας σου. Τι λέγεις λοιπόν τώρα; Θυσιάζεις εις τα είδωλα ή επιμένεις εις την προτέραν αφροσύνην σου»; Ο δε Μάρτυς γελάσας απεκρίθη· «Πρεπόντως και δικαίως σε ωνόμασαν Δέκιον, ως δεκτικόν και σύνδεσμον της συνεργείας του πατρός σου, του σατανά, ο οποίος σε έχει ως αγγείον και όργανον δι’ όλα του τα θελήματα. Τι θέλεις και με δοκιμάζεις ματαίως και χάνεις τον καιρόν σου ασκόπως; Εγώ σου είπον πολλάκις, ότι δεν προσκυνώ αναισθήτους δαίμονας. Ήθελον να ηδυνάμην να φέρω και σε εις την αλήθειαν, αλλ’ ως τυφλός, δεν είσαι άξιος να ίδης τον λαμπρότατον Ήλιον της Δικαιοσύνης. Ανδρίζου λοιπόν, υπηρέτα του διαβόλου, και βασάνιζε τους δικαίους, αδίκως». Ταύτα λέγων ο Άγιος, είδε τους στρατιώτας, οι οποίοι είχον πιστεύσει, συνηθροισμένους εις ένα τόπον και προσέχοντας. Εφώναξε τότε προς αυτούς· «Δεύτε, τέκνα, ακούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω υμάς» (Ψαλμ. λγ:12). Όθεν οι στρατιώται έρριψαν τα όπλα και τας στολάς αυτών και προσπίπτοντες, ησπάζοντο τον Άγιον, λέγοντες· «Χαίρε φωστήρ, όστις μας ωδήγησες προς το φως της του Χριστού επιγνώσεως». Βλέπων ο βασιλεύς, ότι προσεκύνουν όλοι τον Άγιον, εφοβήθη μήπως ο Άγιος εσκέφθη να αρπάση την βασιλείαν του και είπε προς αυτόν· «Αντάρτης μου έγινες»; Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Μη φοβείσαι, διότι συ μόνος θέλεις κληρονομήσει το πυρ το αιώνιον και οι μετά σου πλανώμενοι». Τότε και οι στρατιώται λέγουν προς τον βασιλέα· «Ημείς, βασιλεύ, επιστεύσαμεν εις τον Χριστόν, όταν μας έστειλες να σου φέρωμεν τον δούλον Του και εφάγομεν άρτον ουράνιον. Λοιπόν δεν αρνούμεθα την Πίστιν αυτήν, όσα και αν υποστώμεν βασανιστήρια». Λέγει τότε προς αυτούς ο Δέκιος με παράπονον· «Τι σας έπταισα και με εγκατελείψατε, τέκνα μου; Μήπως σας έλειψαν οι ίπποι, τα ενδύματα ή τα χρήματα; Έλθετε, σας παρακαλώ, και ας έχετε διπλά από όσα χρειάζεσθε και μη με εγκαταλείπετε». Οι στρατιώται απεκρίθησαν· «Έχε τα πλούτη σου, να τα χαίρεσαι, όταν οι δαίμονες, τους οποίους προσκυνείς, σε ρίψουν εις τον τάρταρον. Ημείς δε ούτε από τα καλά σου έχομεν ανάγκην, ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμεθα». Τότε ο Δέκιος, θυμωθείς, μάλλον δε φοβηθείς, μήπως ζηλώσουν και έτεροι να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, απεφάσισε κατ’ αυτών θάνατον. Αφού δε τους απεκεφάλισαν έξω της πόλεως, έρριψαν εντός καμίνου τα άγια αυτών σώματα, δια να τα καύσουν, κατά την προσταγήν του τυράννου. Αλλ’ όμως το πυρ ουδόλως ήγγισε ταύτα. Οι δε ευσεβείς παρέλαβον την νύκτα κρυφίως τα άγια ταύτα Λείψανα και τα ενεταφίασαν την εβδόμην Απριλίου. Ο μεν λοιπόν άδικος Δέκιος εφυλάκισε πάλιν τον Μάρτυρα και μετά τινας ημέρας τον ωδήγησαν εις το κριτήριον, όπου είπε προς αυτόν· «Εάν δεν με υπακούσης να προσκυνήσης τους θεούς, ανόητε, δεν θα σε περιμένω πλέον ούτε μίαν ώραν, αλλά θα σε αφανίσω δια μυρίων βασάνων». Αλλά και πάλιν ο Άγιος είπε· «Μη απειλής, υιέ διαβόλου και κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως, διότι εγώ έχω τον Θεόν μου εις βοήθειάν μου και δεν φοβούμαι τας τιμωρίας σου». Τότε ο Δέκιος επρόσταξε να κατασκευάσωσι χαλκούν υποκάμισον, το οποίον να τρυπήσουν εκ των τεσσάρων μερών, εντός δε αυτού να καρφώσουν τον Μάρτυρα και να συνάξουν ξύλα πολλά, επί των οποίων να ρίψουν έλαιον στάμνας είκοσι. Ταύτα δε ως εγένοντο ήναψαν πυρ και έρριψαν επ’ αυτού τον Άγιον. Και η μεν φλοξ ανήλθε τόσον υψηλά, ώστε άπαντες οι περιεστώτες εφοβήθησαν, ούτος δε ίστατο τελείως αβλαβής, ευλαβώς προς τον Δεσπότην προσευχόμενος, ως να ήτο εις τόπον δροσερόν και ευχάριστον. Όταν δε παρήλθεν ώρα πολλή και εσβέσθη το πυρ, εξήλθεν ο Άγιος όλος υγιής και αβλαβής, τόσον ώστε ουδεμία θριξ της κεφαλής του εκάη ή τεμάχιον του ενδύματός του. Ιδόντες λοιπόν οι περιεστώτες τούτο το θαυμάσιον επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ήσαν δε περίπου χίλιοι άνθρωποι, οίτινες και έλεγον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, βοήθησον ημίν, Βασιλεύ ουράνιε, ότι και ημείς εις Σε πιστεύομεν». Προσπίπτοντες δε εις τους πόδας του Μάρτυρος, έλεγον· «Δικαίως σε ωνόμασαν Χριστοφόρον, διότι όλον τον Χριστόν βαστάζεις εις την καρδίαν σου και ουδόλως υπολογίζεις τας τιμωρίας του αθέου τυράννου». Προς δε τον βασιλέα εφώναζον· «Αισχύνθητι, Δέκιε, διότι ο Χριστός σε ενίκησεν». Ακούσας τας φωνάς ο τύραννος εφοβήθη σφόδρα και τρέχων απήλθεν εις το παλάτιον. Ούτως ο μεν Άγιος έμεινεν εις την αγοράν αφόβως διδάσκων τους πιστεύσαντας, δια να στερεωθώσι καλλίτερον, οι δε ειδωλολάτραι παρεκίνησαν τον βασιλέα να θανατώση τον Άγιον, ίνα μη χάση και την βασιλείαν του. Την επομένην λοιπόν ημέραν, ότε οι ειδωλολάτραι είχον εορτήν μεγάλην, αφού εκάθησεν εις το κριτήριον έστειλε πλήθος στρατιωτών αναρίθμητον, δια να δέσουν όσους επίστευσαν και να τους αποκεφαλίσουν. Ο δε Χριστοφόρος ενεθάρρυνε τούτους εις την ομολογίαν και εδίδασκεν εις αυτούς να μη δειλιάσουν τον πρόσκαιρον θάνατον, δια να ζώσιν αιωνίως εις τον Παράδεισον. Οι δε, ακούοντες τους λόγους του, προθύμως ετελειώθησαν τη ενάτη του Απριλίου ως άκακα αρνία. Ο δε κάκιστος και άδικος Δέκιος εσκέπτετο διαφόρους τρόπους δια να θανατώση βιαίως τον Μάρτυρα. Επρόσταξε λοιπόν να φέρουν λίθον μέγαν, δια τον οποίον εχρειάσθησαν τριάκοντα άνδρες να τον σηκώσουν, τρυπήσαντες δε τούτον έδεσαν εις αυτόν άλυσιν, εις δε τον τράχηλον του Αγίου έδεσαν το άλλο μέρος της αλύσεως. Δέσαντες δε τας χείρας και τους πόδας του Αγίου έρριψαν τούτον εντός φρέατος βαθυτάτου, πιστεύοντες ότι θα ήτο αδύνατον να εξέλθη πλέον από τον σκοτεινότατον εκείνον τόπον. Αλλά ματαίως εμελέτησαν. Διότι Άγγελος Κυρίου κατήλθε και εξήγαγε τον Άγιον ζώντα και αβλαβή. Ιδών δε τούτον ο Δέκιος, εδαιμονίσθη από το κακόν του, διότι δεν ηδύνατο να θανατώση ένα γυμνόν και άοπλον. Όθεν ηρώτησε τον Άγιον· «Έως πότε θα σε φυλάττουν αβλαβή αι μαγείαι σου; Δεν δύνανται λοιπόν να σε αφανίσουν τα τόσα βασανιστήρια τα οποία σου επέβαλον»; Ο Άγιος απήντησε· «Μέχρι τέλους της προσκαίρου μου ταύτης ζωής καταφρονώ τας επινοίας σου, διότι έχω τον Χριστόν μου βοήθειαν».Τότε ο τύραννος προστάσσει να κατασκευάσουν χαλκούν ένδυμα. Αφού δε κατεσκεύασαν αυτό και το επύτωσαν δυνατά, ενέδυσαν δι’ αυτού τον Άγιον. Όμως ουδόλως ήγγισεν αυτόν η θερμότης του χαλκουργήματος, ούτω δε έμεινεν αβλαβής. Ο δε φρενοβλαβής και παράνομος τύραννος έλεγε πάλιν ψυχοβλαβείς και ματαίους λόγους προς τον Άγιον, παρακινών τούτον να προσκυνήση τα μιαρά του βδελύγματα. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη μετά συνέσεως· «Ήκουσες πολλάκις, ότι δεν αλλάσσω γνώμην, ώστε να προσκυνήσω άλαλα ξόανα, έστω και εάν με καταδικάσης εις μύρια βασανιστήρια. Προς τι λοιπόν κοπιάς και βασανίζεσαι ματαίως, σπαταλών αδίκως τον πολύτιμον καιρόν σου; Εγώ τον Χριστόν μου προσκυνώ και λατρεύω πάντοτε, ως Θεόν προαιώνιον και πανάγαθον. Πράξε λοιπόν ό,τι θέλεις». Ιδών τότε ο Δέκιος το αμετάτρεπτον της γνώμης του Αγίου, εξέδωκε κατ’ αυτού αδίκως την τελευταίαν απόφασιν, ούτω λέγουσαν· «Επειδή ο δυστιμώρητος και άχρηστος ούτος κατεφρόνησεν αφρόνως τα ιδικά μου προστάγματα, προστάσσω να κόψουν την κεφαλήν αυτού, την σιχαμεράν και άσχημον». Παραλαβόντες λοιπόν τον Άγιον οι δήμιοι, ωδήγουν τούτον εις τον τόπον της τελειώσεως, ακολουθούντος πλήθους λαού ειδωλολατρών και Χριστιανών. Όταν δε έφθασαν εις αυτόν, εζήτησεν ο Άγιος από τον δήμιον την άδειαν και λαβών ταύτην προσηυχήθη προς τον Θεόν εις επήκοον πάντων, λέγων ταύτα· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, ευχαριστώ Σοι, διότι εις όλα με εβοήθησες, καταισχύνας τον εχθρόν μου μετά των υπηρετών του. Όθεν και τώρα ελθέ ως παραστάτης μου, Πανάγαθε Κύριε, δέχθητι εν ειρήνη το πνεύμα μου και συναρίθμησόν με μετά των ευτελεστέρων δούλων Σου. Δος δε και εις τον άδικον Δέκιον τον άξιον μισθόν της ασεβείας του, ίνα τιμωρήται δικαίως από τους δαίμονας, τρώγων τας σάρκας του, έως ότου αφανισθή ο ολέθριος. Έτι δε παρακαλώ την αγαθότητά Σου, Βασιλεύ παντοδύναμε, βοήθησον τούτους τους Χριστιανούς και όλους τους άλλους, οίτινες ευρίσκονται εις πάντα τόπον της δεσποτείας Σου και λύτρωσον τούτους από των σκανδάλων του διαβόλου. Δος, πολυεύσπλαγχνε Κύριε, και χάριν εις το σώμα μου, να διώκη τους δαίμονας, όπου και αν ευρεθή μέρος του Λειψάνου μου. Ούτε πείνα ούτε χάλαζα να βλάψη τον τόπον εκείνον ούτε άλλο θλιβερόν να συμβή ποτέ εις εκείνον, όστις θα έχη έστω και ελάχιστον μέρος αυτού. Όσους δε τελούν την εορτήν της αθλήσεώς μου και αναγινώσκουσι ταύτην, διαφύλαξον σώους και αβλαβείς, όπως δοξάσωσι Σε, τον Υπεράγαθον Κύριον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Αφού ούτως προσηυχήθη ο Άγιος, ήλθε φωνή εξ ουρανών, λέγουσα· «Όλα, όσα μου εζήτησες, ετέλεσα πληρέστατα, δια να μη σε λυπήσω. Αλλά και τούτο σου λέγω. Εάν ευρεθή τις εις ανάγκην και με επικαλεσθή, ενθυμούμενος το όνομά σου, θέλω προσφέρει εις αυτόν ταχέως βοήθειαν. Όθεν ελθέ, χαίρων, να απολαύσης τα αγαθά και την αγαλλίασιν, τα οποία σου ητοίμασα». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος εχάρη και είπεν εις τον δήμιον· «Κάμε, τέκνον, εκείνο το οποίον σε επρόσταξαν». Ο δε δήμιος, πλησιάσας με φόβον πολύν και ευλάβειαν, έκοψε την τιμίαν αυτού κεφαλήν. Έπειτα και αυτός ο ίδιος ο δήμιος εσφάγη μόνος του και απέθανεν επί του αγίου σώματος του Μάρτυρος. Ήτο δε τότε η ενάτη ημέρα του μηνός Μαϊου. Μετά την τελείωσιν του Αγίου προσελθών ο Επίσκοπος Ατταλείας, Πέτρος ονόματι, και δώσας εις τους στρατιώτας αργυρά νομίσματα αρκετά, ηγόρασε το σώμα του Μάρτυρος, το ετύλιξε με αρώματα και το μετέφερεν εις την πόλιν του. Πλησίον ταύτης ήτο ποταμός ο οποίος εξεχείλιζε και εσκέπαζεν ενίοτε την πόλιν, όταν έπιπτε πολλή βροχή και ούτω έκαμνε μεγάλην ζημίαν εις αυτήν. Όθεν ο Επίσκοπος απέθεσεν εις την όχθην του ποταμού το Λείψανον του Αγίου Χριστοφόρου και από της ώρας εκείνης ο ποταμός δεν έβλαψε πλέον την πόλιν, έως της σήμερον. Ούτως ο Κύριος δοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας. Κατά δε του αδίκου Δεκίου κατέπεσεν ουράνιος οργή και δικαία κρίσις, δια να πληρωθή η αίτησις του Δικαίου. Προσεβλήθη λοιπόν υπό δεινής και φρικτής ασθενείας. Όθεν βλέπων, ότι διελύετο όλον το σώμα του, εφώναζεν· «Ουαί μοι τω τάλανι, ότι δια να θανατώσω αδίκως τον δούλον του Χριστού Χριστοφόρον, απολαμβάνω τώρα την δεινήν ταύτην ανταπόδοσιν». Έλεγε δε προς αυτόν και η βασίλισσα· «Δεν σου το έλεγον τότε και συ παρήκουες; Τι θα γίνω τώρα, η τάλαινα»; Όθεν ο Δέκιος, μη έχων τι άλλο να πράξη, έστειλε στρατιώτας τινάς, ειπών προς αυτούς· «Σπεύσατε, σας παρακαλώ, και αναζητήσατε μέρος του Λειψάνου του Χριστοφόρου ή τεμάχιον του ενδύματος αυτού και φέρετέ μου αυτό. Τότε ίσως εγγίζων αυτό επί του σώματός μου αποθάνω». Απελθόντες λοιπόν οι στρατιώται, ηρεύνησαν επιμελέστατα και μη ευρόντες τίποτε άλλο, έλαβον εκ του χώματος του τόπου, όπου εχύθη το αίμα του, το οποίον, ρίψαντες εντός ύδατος, επότισαν εξ αυτού τον Δέκιον. Ευθύς δε απέδωκεν ο ανόσιος εις κρίσιν την μιαράν του ψυχήν. Την τιμωρίαν ταύτην έδωκεν εις αυτόν ο Θεός, ως αρραβώνα της ατελευτήτου κολάσεως. Ης ρυσθείημεν οι πιστοί, ταις ικεσίαις της Αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Όλοι λοιπόν οι άρχοντες και ηγεμόνες των πόλεων εφρόντιζον να φανούν ευπειθείς και υπήκοοι προς τον βασιλέα. Ούτω οι μεν ασεβείς είχον μεγάλην προστασίαν, οι δε ευσεβείς εδιώκοντο. Τότε λοιπόν, κόμης τις του βασιλέως, ενώ επολέμει κατ’ άλλων εθνών, συνήντησεν εις τον πόλεμον τον θείον τούτον Χριστόφορον, όστις κατήγετο από φυλήν κυνοπροσώπων (εδώ πρέπει να νοηθή, ότι ο Άγιος ήτο άσχημος και δύσμορφος κατά το πρόσωπον, όχι δε και ότι είχε τελείως μορφήν κυνός, καθώς, ουχί καλώς, ιστορούσιν αυτόν αμαθείς τινές ζωγράφοι), και τον ηχμαλώτισεν. Ούτος όμως ο μακάριος δεν ωμοίαζεν ουδόλως με τους συμπατριώτας του, αλλ’ ήτο κατά τον νουν φρόνιμος και καλόγνωμος και είχε τους θείους λόγους εις την καρδίαν του. Βλέπων δε ο μακάριος τους ειδωλολάτρας να βασανίζουν καθ’ εκάστην τους Χριστιανούς, ελυπείτο πολύ και συνεπάθει τούτους, ως συμπαθής και εύσπλαγχνος. Επειδή όμως δεν εγνώριζε την γλώσσαν των συλλαβόντων αυτόν και συνεπώς δεν ηδύνατο να ομιλήση και να ελέγξη τους ειδωλολάτρας, ούτε και υπήρχε κανείς, ο οποίος θα ηδύνατο να συνεννοηθή μαζί του, ανεχώρησεν εις τόπον παράμερον, έξω της πόλεως, και πεσών εις την γην παρεκάλει μετά δακρύων τον Κύριον να του δώση την δύναμιν να ομιλήση, λέγων νοερώς την προσευχήν ταύτην· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, επάκουσόν μου της ταπεινώσεως και δείξον την ευσπλαγχνίαν Σου εις εμέ τον ανάξιον· άνοιξον τα χείλη μου και δος μοι ομιλίαν ως των εδώ ανθρώπων, ίνα δυνηθώ να ελέγξω τον τύραννον». Ενώ δε ούτως προσηύχετο, ευρέθη έμπροσθεν αυτού νέος τις λαμπροφόρος, όστις του είπεν· «Εισηκούσθη η δέησίς σου, Ρέπροβε, (διότι ούτω πρότερον ωνομάζετο) και εγείρου, ίνα λάβης την χάριν παρά του Κυρίου». Ως λοιπόν ηγέρθη ο μακάριος, ήγγισεν εις τα χείλη του ο λαμπροφόρος εκείνος νέος, και ευθύς ως ενεφύσησεν αυτόν εις το στόμα, ωμίλησεν ελευθέρως. Πορευθείς τότε ευθύς εις την πόλιν και ιδών τους Χριστιανούς τιμωρουμένους, επόνεσε κατά την καρδίαν, ως να ελάμβανεν αυτός ο ίδιος τας μάστιγας και απευθυνόμενος προς τους ειδωλολάτρας, είπε προς αυτούς· «Ω οδηγοί του σκότους και πάσης ανομίας γέμοντες, δεν σας αρκεί ότι παρεδώσατε τας ψυχάς σας εις τον σατανάν, αλλά βιάζετε και ημάς, οίτινες φοβούμεθα τον Θεόν, να απολεσθώμεν μαζί σας; Εγώ είμαι Χριστιανός και δεν καταδέχομαι να προσκυνήσω θεούς ματαίους και βδελύγματα άχρηστα». Ταύτα ενώ έλεγεν ο Άγιος, εδάρη εις το στόμα υφ’ ενός υπηρέτου, τυχόντος πλησίον του, Βαχθιός ονομαζομένου. Ο δε μακάριος είπε προς αυτόν μετά πραότητος· «Ο Σωτήρ μου Χριστός με εμποδίζει και δι’ αυτό δεν σου δίδω την πρέπουσαν ανταμοιβήν. Αλλά, εάν θυμώσω, όλον το διεφθαρμένον σας βασίλειον δεν θα δυνηθή να με νικήση». Αναχωρήσας τότε ο Βαχθιός δια την πόλιν, όπου ήτο ο βασιλεύς, ανήγγειλεν εις αυτόν ταύτα, λέγων· «Προ ολίγων ημερών, ότε ο άρχων ετιμώρει τους Χριστιανούς κατά το θείον σου πρόσταγμα, εφάνη εις το μέσον του λαού μέγας τις και φοβερός γίγας, νέος κατά την ηλικίαν, κατά δε την μορφήν και το βλέμμα άγριος. Οι οδόντες του εξέρχονται έξω του στόματός του, ως του χοίρου, η δε κεφαλή του είναι ως του σκύλου και, απλώς ειπείν, είναι τόσον άσχημος, ώστε να μη δύναμαι να περιγράψω την μορφήν του. Αυτός εβλασφήμει τους θεούς και την βασιλείαν σου· δια τούτο τον ερράπισα εις το πρόσωπον και τότε εκείνος εκαυχήθη, ότι δεν φοβείται όλον σου το βασίλειον. Δι’ αυτό ήλθα να αναγγείλω ταύτα εις την βασιλείαν σου, σκεπτόμενος μήπως ο Θεός των Χριστιανών ήκουσε την δέησιν αυτών και τον έστειλεν εις βοήθειάν των». Ο βασιλεύς τότε, οργισθείς, είπε προς αυτόν· «Μήπως έχεις δαιμόνιον και δι’ αυτό σου εφάνη ούτως, ανόητε»; Τούτο ειπών έστειλεν ευθύς διακοσίους στρατιώτας, ειπών προς αυτούς· «Να τον δέσετε και να μου τον φέρετε. Εάν δε εναντιωθή, κατακόψατέ τον εις χίλια τεμάχια και φέρατέ μου την κεφαλήν του μόνον να ίδω αν είναι τόσον φοβερά, όσον λέγει ο δειλός ούτος». Ο δε μακάριος Ρέπροβος απήλθεν εις την Εκκλησίαν των Χριστιανών και καθήσας έξωθεν της θύρας εκάρφωσεν εις την γην την ράβδον του και εγγίσας την κεφαλήν του εις το έδαφος, προσηυχήθη ούτω· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ και Παντοδύναμος, ο επί Χερουβείμ εποχούμενος και υπό των Σεραφείμ δοξαζόμενος, ο υπό πάντων Σου των Αγίων υμνούμενος, επάκουσόν μου, του αναξίου, σήμερον και ας βλαστήση αύτη η ράβδος μου, ως η του Αγίου Προφήτου Σου Ααρών, ίνα φανή και εις εμέ η πολλή αγαθότης Σου και γίνω προθυμότερος εις την ομολογίαν Σου, δια να δοξάζω Σε, τον Πατέρα, τον Υιόν και το Πνεύμα το Πανάγιον εις τους αιώνας· αμήν». Ταύτα αφού προσηυχήθη, ευθύς, ω του θαύματος! η ράβδος εβλάστησεν. Όθεν, ιδών τοιούτον θαυμάσιον, ενεδυναμώθη περισσότερον και προσηύχετο πάλιν, ευχαριστών τον Κύριον. Οι δε στρατιώται, τους οποίους απέστειλεν ο Δέκιος δια να συλλάβουν τον δίκαιον, έφθασαν εκεί την στιγμήν καθ’ ην προσηύχετο ούτος έξωθι της Εκκλησίας. Ιδόντες δε από μακράν την μορφήν του εφοβήθησαν και δεν ετόλμων να πλησιάσουν. Εις δε εκ των στρατιωτών ενεθάρρυνε τους άλλους, λέγων· «Τι φοβούμεθα ένα άνθρωπον χωρίς όπλα»; Πλησιάσαντες δε τον ηρώτησαν· «Πόθεν είσαι και διατί κλαίεις»; Ούτος δε, με ταπεινήν λαλιάν, απεκρίθη· «Κλαίω δια τους ασυνέτους ανθρώπους, οίτινες αφήκαν τον αληθή Θεόν και προσκυνούν αναίσθητα είδωλα». ΄Όταν λοιπόν οι στρατιώται ήκουσαν ότι ωμίλησε προς αυτούς με πραότητα, έλαβον θάρρος και είπον προς αυτόν· «Ο βασιλεύς μας έστειλεν, ίνα σε οδηγήσωμεν εις αυτόν δέσμιον, διότι δεν προσκυνείς τους παλαιούς θεούς, αλλ’ ένα νεώτερον». Απεκρίθη ο Ρέπροβος· «Εάν με αφήσετε, εγώ, με την θέλησίν μου έρχομαι, αλλά να με σύρετε δεδεμένον δεν δύνασθε. Διότι ο Δεσπότης μου Χριστός έλυσε τα δεσμά των αμαρτιών μου και με ελύτρωσεν από τον σατανάν, τον πατέρα σας». Είπον τότε προς αυτόν οι στρατιώται· «Εάν δεν θέλης να έλθης, ύπαγε όπου θέλεις και ημείς θα είπωμεν εις τον βασιλέα, ότι δεν σε εύρομεν». Απεκρίθη ο Άγιος· «Όχι. Μόνον σας παρακαλώ να αναμείνετε ολίγον, έως ότου λάβω το Άγιον Βάπτισμα και τότε θέλομεν μεταβή ομού». Οι δε στρατιώται είπον· «Η έξοδός μας ετελείωσε· διότι πολλάς ημέρας σε ανεζητούσαμεν και δεν έχομεν πλέον τροφάς». Λέγει ο Άγιος· «Φέρετε την ολίγην τροφήν, την οποίαν έχετε, ίνα ίδητε του Θεού μου την δύναμιν». Τότε εκείνοι απέθεσαν προ αυτού την ολίγην τροφήν των. Ο δε Άγιος γονυπετήσας προσηυχήθη προς τον Κύριον, λέγων· «Κύριε ο Θεός, όστις ηυλόγησας τους πέντε άρτους και εχόρτασες λαόν άπειρον, επάκουσόν μου του δούλου Σου και πλήθυνον τους άρτους τούτους, δια να ίδωσι και ούτοι τα θαυμάσιά Σου και να πιστεύσουν ότι Συ μόνος είσαι Θεός αληθής και τα πάντα δυνάμενος». Αφού λοιπόν ο Άγιος προσηυχήθη δια των λόγων τούτων, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυτόν· «Έχε θάρρος, Αθλητά του Χριστού Χριστοφόρε, διότι Εκείνος με απέστειλεν εις βοήθειάν σου, προστάξας με να εκπληρώσω όλας τας επιθυμίας σου». Αφού δε ηυλόγησε τους άρτους, επλήθυναν θαυμασιώτατα. Τότε ο Άγιος είπε προς τους στρατιώτας· «Φάγετε τώρα, αδελφοί, όσον θέλετε και από τούτο εννοήσατε την δύναμιν του Θεού μου, όστις όχι μόνον τα επίγεια αγαθά χαρίζει εις εκείνους, οίτινες πιστεύουσιν εις Αυτόν, αλλά και τα ουράνια, ως ισχυρός και Πανάγαθος». Ιδόντες οι στρατιώται τούτο το θαυμάσιον εξέστησαν και εξ ενός στόματος εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, ο σώζων τους δούλους Του». Και προσκυνήσαντες τον Άγιον, έλεγον· «Πιστεύομεν και ημείς τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον οποίον λατρεύεις, ως παντοδύναμον και σε ευχαριστούμεν, διότι εφάνης εις ημάς, τους εζοφωμένους, ως λύχνος πάμφωτος και μας εξήγαγες εκ του σκότους της πλάνης, οδηγήσας ημάς προς το φως της αληθείας. Λοιπόν μετά σου είμεθα και πρόσταξε να πράξωμεν ό,τι επιθυμείς». Τότε ο Άγιος, περιχαρής γενόμενος, εδίδαξεν αυτούς αρκούντως το του Κυρίου σωτήριον κήρυγμα, το οποίον περιέχεται εις το θείον και Ιερόν Ευαγγέλιον. Έπειτα επορεύθησαν άπαντες εις την Αντιόχειαν προς τον Άγιον Βαβύλαν, τον Επίσκοπον, ο δε Άγιος διηγήθη προς αυτόν όλην την υπόθεσιν. Ούτος δε ο Άγιος Βαβύλας, ευχαριστήσας τον Θεόν, κατήχησεν αυτούς και εβάπτισεν άπαντας δια του Αγίου Βαπτίσματος, ονομάσας τον πρώην Ρέπροβον Χριστοφόρον. Τότε ο Άγιος Χριστοφόρος συνεβούλευσε τους στρατιώτας να επιστρέψουν εις τα βασίλεια. Ενώ δε επορεύοντο, ενίσχυε τούτους καθ’ οδόν, λέγων· «Τέκνα και αδελφοί μου ηγαπημένοι, εγνωρίσατε τον Θεόν τον οποίον επιστεύσαμεν. Ας υπομείνωμεν λοιπόν χάριν Αυτού, εις τον μάταιον τούτον κόσμον, πληγάς και μάστιγας και ας μη αρνηθώμεν Αυτόν ό,τι και αν πράξωσι καθ’ ημών. Αλλά ας σταθώμεν ανδρείοι, χωρίς να δειλιάσωμεν ουδόλως προ των απειλών των τυράννων, ούτε τας φρικτάς τιμωρίας των και ο Δεσπότης Χριστός, εις τον οποίον επιστεύσαμεν, θα μας δίδη βοήθειαν. Δέσατέ με λοιπόν ίνα με οδηγήσετε εις τον Δέκιον, καθώς σας επρόσταξεν. Εάν δε φοβείσθε τας βασάνους, φύγετε όπου θέλετε και επιμελείσθε την σωτηρίαν της ψυχής σας». Ταύτα ακούσαντες οι στρατιώται εδάκρυσαν και δεν εδέχοντο να δέσουν τον διδάσκαλον και οδηγόν των προς την αλαθή Πίστιν, όμως, επειδή ο Άγιος επέμενεν, έδεσαν αυτόν. Ως δε έφθασαν εις τα βασίλεια και είδεν ο Δέκιος τον δίκαιον, τόσον φόβον έλαβεν, ώστε ολίγον έλειψε να πέση από τον θρόνον του. Τότε ο Άγιος του λέγει· «Ω ατυχέστατον και διεφθαρμένον βασίλειον, εάν εφοβήθης εμέ τον δούλον του Θεού, αδύνατε, πως θα υπομείνης τον θυμόν Αυτού κατά την φοβεράν ώραν της Κρίσεως, όταν θα σε σύρουν οι δαίμονες, ίνα δώσης απολογίαν εις το φοβερόν εκείνο Κριτήριον, δια τας ψυχάς τας οποίας απώλεσες»; Όταν δε συνήλθεν από τον φόβον ο τύραννος, μετά βίας ηρώτησε τον Μάρτυρα να είπη την πίστιν αυτού, το γένος και το όνομα. Ο δε Άγιος Μάρτυς απεκρίθη· «Χριστιανός είμαι και ωνομαζόμην πρότερον Ρέπροβος, τώρα δε, δια του Αγίου Βαπτίσματος, ωνομάσθην Χριστοφόρος. Το γένος μου από την όψιν μου φαίνεται. Αγωνίζομαι δε δια τον Χριστόν και δεν πείθομαι εις τα άθεα προστάγματά σου». Είπεν ο Δέκιος· «Ψυχρόν και κακόν όνομα σού έδωσαν, το οποίον δεν σε ωφελεί, ταλαίπωρε». Λέγει ο Άγιος· «Ψυχρά είναι η ιδική σας ονομασία, διότι αγνοείται τον Θεόν και προσκυνείτε λίθους, ανόητοι». Οργισθείς τότε ο Δέκιος, λέγει προς τον Άγιον· «Λυπήσου το σώμα σου, ταλαίπωρε, και θυσίασον εις τους θεούς, ίνα σε τιμήσω δια πολλών τιμών και να σε κάμω και ιερέα των θεών, αν θέλης να μη απολεσθής αδίκως». Ο δε δίκαιος απέκρίθη· «Μη γένοιτο, να απαρνηθώ τον αληθινόν Θεόν, παρανομώτατε τύραννε, και να προσκυνήσω μάταια είδωλα· μόνον έχε τα αγαθά σου, συ και οι ματαιόφρονες και άφρονες ομόφρονές σου, διότι εγώ δεν λυπούμαι το σώμα, καθώς είπες, αλλά την ψυχήν, ως φρόνιμος, και δια τούτο λατρεύω και προσκυνώ Θεόν αθάνατον. Οι δε ψευδώνυμοι θεοί σας είναι δαίμονες και σας πλανώσι δια να οδηγήσουν τας ψυχάς σας εις την απώλειαν. Λοιπόν μη έχης καμμίαν ελπίδα, ότι εγώ θέλω πιστεύσει ποτέ εις τους ψευδείς θεούς σου και πράξε άνευ αναβολής ό,τι σκέπτεσαι». Τότε θυμωθείς σφόδρα ο Δέκιος επρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιον από τας τρίχας της κεφαλής, να δέσουν λίθον βαρύν εις τους πόδας του και να τον σπαθίζουν εις όλον το σώμα. Ο δε Άγιος, ταύτα πάσχων, υπέμενεν ανδρείως, λέγων προς τον τύραννον· «Δεν υπακούω εις σε, ασεβέστατε. Δεν προσκυνώ τους θεούς σου, ούτε υπολογίζω τας βασάνους, όσον φρικταί και αν είναι, διότι είναι πρόσκαιροι. Σε όμως αναμένει να δεχθή το πυρ το αιώνιον, το οποίον μέλλεις να κληρονομήσης ομού μετά των δαιμόνων, τους οποίους λατρεύεις, πανάθλιε». Τότε, περισσότερον οργισθείς ο βασιλεύς, επρόσταξε να ανάψουν λαμπάδας και να καίουν τον Άγιον εις τας μασχάλας. Αφού δε έγινε τούτο, τινές των αρχόντων συνεβούλευσαν τον Δέκιον να κολακεύση τον Άγιον και να φερθή προς αυτόν με καλόν τρόπον, μήπως και υπακούση ίνα τον έχουν εις τους πολέμους βοήθειαν. Λύσαντες λοιπόν αυτόν παρεκάλει τούτον ο βασιλεύς λέγων· «Ομολόγησον τους θεούς, καλέ άνθρωπε, διότι επιθυμώ να σε έχω οδηγόν εις την άμαξάν μου». Απάντησεν ο Άγιος· «Γίνου Χριστιανός, να με έχης και εις το άρμα σου οδηγόν, και να συμβασιλεύης με τον Χριστόν αιωνίως». Βλέπων ο βασιλεύς, ότι αδίκως εκοπίαζεν, επρόσταξε να φέρουν δύο γυναίκας πόρνας, πολύ ωραίας, κεκαλλωπισμένας με πολύτιμα ενδύματα και αρώματα ευωδέστατα. Ταύτας αφού έφεραν έκλεισαν εις βασιλικόν δωμάτιον ομού μετά του Αγίου. Υπεσχέθη δε εις αυτάς ο δόλιος Δέκιος χρήματα πολλά, αν έπειθον τον Άγιον να προσκυνήση τα είδωλα. Ευθύς λοιπόν ως έκλεισαν αυτούς εκεί, ο Άγιος εγονάτισε και προσηυχήθη, λέγων· «Ίδε, Κύριε, κατά ποίον τρόπον μου έστησαν βρόχους εις τους πόδας και εμηχανεύθησαν σκάνδαλα. Λύτρωσέ με από τους αδίκους και άτρωτον διαφύλαξον. Ναι, Κύριε, μη εγκαταλείπης με, ότι Σου εστίν η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Εγερθείς δε, ηρώτησε τας γυναίκας τι ήθελον. Αι γυναίκες, ως είδον τον Άγιον, εφοβήθησαν και έστρεψαν το πρόσωπον προς τον τοίχον, ο δε Άγιος ηρώτησε πάλιν αυτάς με ημερότητα. Εκείναι δε απεκρίθησαν· «Μας έστειλεν ο βασιλεύς, ίνα σε συμβουλεύσωμεν να υπακούσης εις αυτόν δια να μη σου δώση οδυνηρόν θάνατον». Λέγει ο Άγιος· «Εγώ δεν φοβούμαι πρόσκαιρον θάνατον, διότι ποθώ να βασιλεύσω με τον Χριστόν μου αιωνίως. Προς αυτόν και σεις εάν πιστεύσητε, χαρά εις σας, διότι θέλετε κληρονομήσει πάσαν απόλαυσιν και ούτω θα αγάλλεσθε μετά των Αγίων εις τον Παράδεισον». Αι γυναίκες τότε περισσότερον εφοβήθησαν και συμβουλευόμεναι αλλήλας, είπον μεταξύ των· «Εάν πιστεύσωμεν και μάθη τούτο ο Δέκιος θέλει μας θανατώσει· αν δε πάλιν δεν πιστεύσωμεν, ούτος ο άνθρωπος (εννοούσαι τον Άγιον) θέλει μας φονεύσει τώρα αμέσως. Καλύτερον λοιπόν είναι να πιστεύσωμεν εις τον Χριστόν, ο οποίος, εάν αποθάνωμεν δι’ Αυτόν, θέλει μας προσφέρει ζωήν αιώνιον και αθάνατον μετά τον θάνατον ημών». Λέγουν λοιπόν εις τον Άγιον· «Πιστεύομεν εις τον Χριστόν και δεήθητι προς Αυτόν να συγχωρήση τας πολλάς ανομίας μας». Τότε ο Άγιος ηρώτησεν αυτάς, εάν εφόνευσαν ή εμάγευσαν τινά. Αι δε απεκρίθησαν· «Ουχί, κύριε, αλλά μάλιστα πολλούς δούλους ηγοράσαμεν με την πληρωμήν της πορνείας, πλην αυτής άλλο κακόν δεν επράξαμεν». Τότε ο Άγιος, αφού εσταύρωσε πρώτον τας χείρας του και προσηυχήθη, ήπλωσε κατόπιν αυτάς εις τας κεφαλάς των γυναικών και ηυχήθη ούτω· «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθησον τας δούλας Σου Ακυλίναν και Καλλινίκην και κάμε αυτάς πρόβατα της ποίμνης Σου, συναριθμών μετά των Αγίων Σου και συγχωρών εις αυτάς όσα εν αγνοία ήμαρτον· ότι Σου εστιν η δόξα εις τους αιώνας· αμήν». Μετά την προσευχήν εδίδαξεν εις αυτάς τας αληθείας της εις Χριστόν Πίστεως, εκείναι δε εχαίροντο δοξάζουσαι τον αληθή Θεόν, τον Οποίον εγνώρισαν. Την επομένην ημέραν έφεραν αυτάς εις τον Δέκιον, όστις τας ηρώτησεν εάν κατώρθωσαν να πείσουν τον Άγιον να προσκυνήση τα είδωλα. Αι δε γυναίκες απεκρίθησαν· «Ημείς μάλλον επιστεύσαμεν εις τον Χριστόν, όστις είναι Θεός αληθής και Σωτήρ». Έκπληκτος ο Δέκιος λέγει προς αυτάς· «Καθώς βλέπω και σεις εμαγεύθητε». Απεκρίθη η Ακυλίνα· «Εις είναι ο Θεός, όστις έκαμε τον ουρανόν και την γην και σώζει όσους πιστεύουσιν εις Αυτόν. Οι θεοί σου όμως είναι κοινότατον χώμα και δεν δύνανται να σας βοηθήσουν, αλλά και μόνον εις την απώλειαν σας οδηγούν». Τότε ο Δέκιος, θυμωθείς, επρόσταξε να κρεμάσουν αυτήν από τας τρίχας της κεφαλής, εις δε τους πόδας της να δέσουν δύο μεγάλας μυλοπέτρας. Τούτων γενομένων τα σπλάγχνα της Μάρτυρος ήρχισαν να διαλύωνται από το βάρος των λίθων, το δε δέρμα της κεφαλής απεσπάσθη· όθεν εκ τούτου ησθάνετο πόνους δριμυτάτους. Στραφείσα λοιπόν προς τον Άγιον, είπε· «Παρακαλώ σε, δούλε του Θεού, δεήθητι υπέρ εμού, διότι πολλάς οδύνας αισθάνομαι». Ύψωσε τότε ο Άγιος τας χείρας προς τον ουρανόν και προσηύξατο, λέγων· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον την δούλην Σου και μη επιτρέψης να τιμωρηθή περισσότερον, αλλά παράλαβε εν ειρήνη το πνεύμα της». Ως δε προσηυχήθη, παρέδωσεν η Μάρτυς την ψυχήν της εις χείρας Θεού, ήτο δε τότε η πρώτη Απριλίου. Τότε ο τύραννος, στραφείς προς την Καλλινίκην, είπε προς αυτήν· «Βλέπεις τι έπαθεν αυτή, επειδή ήτο απειθής και φιλόνεικος; Σωφρονίσου λοιπόν συ τουλάχιστον και θυσίασον εις τους θεούς, αν θέλης να μη πάθης τα ίδια και περισσότερα». Η δε συνετή και καλή Καλλινίκη, θέλουσα να εμπαίξη και να δελεάση τον τύραννον, λέγει προς αυτόν· «Επειδή με προστάσσεις, ανάγκη είναι να υπακούσω εις την βασιλείαν σου. Λοιπόν, υπάγετέ με εις τον ναόν, ίνα τιμήσω τους θεούς, καθώς πρέπει, κατά τον λόγον σου». Νομίσας λοιπόν ο βασιλεύς, ότι αληθώς έλεγε ταύτα η Αγία, εχάρη ο ματαιόφρων και ασύνετος και προστάσσει να απλώσουν τάπητας λευκούς, από το παλάτιον μέχρι του ναού των ειδώλων, οδηγούντες δε αυτήν οι δορυφόροι μετέβαινον εν χαρά, ραντίζοντες τον δρόμον με μύρα ευώδη και πολύτιμα». Όταν δε έφθασεν η Αγία προ του βωμού, ηρώτησε τους μιαρούς ιερείς, ποίος θεός ήτο ο μεγαλύτερος. Εκείνοι δε της έδειξαν το είδωλον του Διός, όπερ λαβούσα η Αγία εκ της χειρός, είπε προς αυτό· «Εάν είσαι θεός, λάλησον και ειπέ μου, τι θέλεις να κάμω, διότι εγώ ήλθον δια να σε δουλεύσω». Επειδή δε, ως ήτο φυσικόν, δεν ελάμβανεν ουδεμίαν απάντησιν, εφώναξεν ισχυρώς· «Ο θεός των ειδωλολατρών, ομίλησέ μου». Αλλ’ ουκ ην φωνή ουδέ ακρόασις. Τότε εγέλασε και είπεν· «Ουαί μοι τη αμαρτωλώ. Οι θεοί ωργίσθησαν εναντίον μου, διότι τους κατεφρόνησα και δεν θέλουν να με συγχωρήσουν. Ή ίσως να κοιμώνται και δεν ακούουσιν». Οι ιερείς τότε είπον προς αυτήν· «Εξ όλης ψυχής μετενόησον, δια να σε συγχωρήσωσιν». Η δε Μάρτυς του Χριστού, εξαγαγούσα την ζώνην και το σουδάριον αυτής και δέσασα με αυτά το είδωλον, ενέβλεψεν εις τον ουρανόν και προσηυχήθη ούτω· «Κύριε ο Θεός, ο Σωτήρ των ψυχών ημών, βοήθησόν μοι την ώραν ταύτην». Σύρασα δε την ζώνην δι’ όσης ηδύνατο δυνάμεως κατεκρήμνισε το είδωλον του Διός, τούτο δε έκαμε και με τα είδωλα του Ηρακλέους και του Απόλλωνος, άτινα, πεσόντα, συνετρίβησαν. Έπειτα έρριψε και από τα άλλα, όσα επρόφθασε, λέγουσα· «Φύγετε και αφανίσθητε, οι θεοί των ειδωλολατρών». Οι δε ιερείς των ειδώλων, ίνα μη και όλα τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα συντρίψη, ήρπασαν αυτήν, ενώ αύτη τους ενέπαιζε, λέγουσα· «Συνάξατε τα οστά των θεών σας και φέρατε άλας και έλαιον δια να τους θεραπεύσετε». Μεταβάντες, τότε, άπαντες ιερείς και λαϊκοί εις τον Δέκιον, κατεμήνυσαν την Μάρτυρα, λέγοντες· «Αύτη η δαιμονισμένη εκρήμνισε τους θεούς μας και συνετρίβησαν οι σπουδαιότεροι, εάν δε δεν επροφθάναμεν να την δέσωμεν, θα τους εκρήμνιζεν όλους η αναίσχυντος». Ως ήκουσε ταύτα ο βασιλεύς είπε προς αυτήν μετ’ οργής· «Δεν μου υπεσχέθης, κακή γυναίκα, ότι θα θυσιάσης εις τα είδωλα; Πως λοιπόν ετόλμησες και συνέτριψες ταύτα, άσεμνος»; Η δε Αγία Μάρτυς απεκρίθη· «Εγώ θεούς δεν εκρήμνισα και μόνον λίθους συνέτριψα, δια να κτίσετε οικοδομήν, εάν σας είναι αναγκαία. Όμως, επειδή τους ονομάζετε θεούς, ουαί σας, ανόητοι, να νικηθούν οι θεοί σας υπό γυναικός! Αν δε δεν ηδυνήθησαν να φυλάξουν τους εαυτούς των, πως τότε ελπίζετε να λάβετε εξ αυτών βοήθειαν»; Θυμωθείς τότε σφόδρα ο τύραννος, επρόσταξε ξυλουργόν τινά, όστις και κατεσκεύασεν ευθύς ξύλον τετράγωνον, εις το οποιον εκρέμασαν την Αγίαν, εμπήξαντες δε σούβλαν μακράν από της πτέρνης μέχρι του ώμου, εκρέμασαν δύο λίθους βαρείς εις τους πόδας και άλλους δύο εις τας χείρας της. Τούτων πάντων γενομένων, η Αγία Μάρτυς ησθάνετο πόνους δριμυτάτους και οδύνας πολλάς, η πολύαθλος. Όθεν εμβλέψασα προς τον Άγιον, είπε προς αυτόν· «Ευχήθητι, δούλε του Θεού, δι’ εμέ, διότι πολύ εβαρύνθην». Ο δε Άγιος Χριστοφόρος, αναβλέψας προς τον ουρανόν, προσηυχήθη λέγων· «Κύριε ο Θεός των Αγίων Σου, πρόσδεξαι και ταύτην την δούλην Σου, ότι Συ μόνος ελεήμων και φιλάνθρωπος υπάρχεις εις τους αιώνας. Αμήν». Και η δούλη δε του Θεού και όντως καλλίνικος Καλλινίκη είπε ταύτα· «Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Ταύτα δε ειπούσα παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας του Θεού, την δευτέραν του μηνός Απριλίου. Ύβριζε τότε μετά θυμού τον Άγιον ο Δέκιος, λέγων προς αυτόν· «Συ μάλλον έπρεπε να απολεσθής, κακώνυμε, σκυλοπρόσωπε και αλλοτριόμορφε, και όχι αυταί αι ωραιόταται γυναίκες, τας οποίας επλάνησας με τας μαντείας σου. Τι λέγεις λοιπόν τώρα; Θυσιάζεις εις τα είδωλα ή επιμένεις εις την προτέραν αφροσύνην σου»; Ο δε Μάρτυς γελάσας απεκρίθη· «Πρεπόντως και δικαίως σε ωνόμασαν Δέκιον, ως δεκτικόν και σύνδεσμον της συνεργείας του πατρός σου, του σατανά, ο οποίος σε έχει ως αγγείον και όργανον δι’ όλα του τα θελήματα. Τι θέλεις και με δοκιμάζεις ματαίως και χάνεις τον καιρόν σου ασκόπως; Εγώ σου είπον πολλάκις, ότι δεν προσκυνώ αναισθήτους δαίμονας. Ήθελον να ηδυνάμην να φέρω και σε εις την αλήθειαν, αλλ’ ως τυφλός, δεν είσαι άξιος να ίδης τον λαμπρότατον Ήλιον της Δικαιοσύνης. Ανδρίζου λοιπόν, υπηρέτα του διαβόλου, και βασάνιζε τους δικαίους, αδίκως». Ταύτα λέγων ο Άγιος, είδε τους στρατιώτας, οι οποίοι είχον πιστεύσει, συνηθροισμένους εις ένα τόπον και προσέχοντας. Εφώναξε τότε προς αυτούς· «Δεύτε, τέκνα, ακούσατέ μου, φόβον Κυρίου διδάξω υμάς» (Ψαλμ. λγ:12). Όθεν οι στρατιώται έρριψαν τα όπλα και τας στολάς αυτών και προσπίπτοντες, ησπάζοντο τον Άγιον, λέγοντες· «Χαίρε φωστήρ, όστις μας ωδήγησες προς το φως της του Χριστού επιγνώσεως». Βλέπων ο βασιλεύς, ότι προσεκύνουν όλοι τον Άγιον, εφοβήθη μήπως ο Άγιος εσκέφθη να αρπάση την βασιλείαν του και είπε προς αυτόν· «Αντάρτης μου έγινες»; Αλλ’ ο Άγιος απεκρίθη· «Μη φοβείσαι, διότι συ μόνος θέλεις κληρονομήσει το πυρ το αιώνιον και οι μετά σου πλανώμενοι». Τότε και οι στρατιώται λέγουν προς τον βασιλέα· «Ημείς, βασιλεύ, επιστεύσαμεν εις τον Χριστόν, όταν μας έστειλες να σου φέρωμεν τον δούλον Του και εφάγομεν άρτον ουράνιον. Λοιπόν δεν αρνούμεθα την Πίστιν αυτήν, όσα και αν υποστώμεν βασανιστήρια». Λέγει τότε προς αυτούς ο Δέκιος με παράπονον· «Τι σας έπταισα και με εγκατελείψατε, τέκνα μου; Μήπως σας έλειψαν οι ίπποι, τα ενδύματα ή τα χρήματα; Έλθετε, σας παρακαλώ, και ας έχετε διπλά από όσα χρειάζεσθε και μη με εγκαταλείπετε». Οι στρατιώται απεκρίθησαν· «Έχε τα πλούτη σου, να τα χαίρεσαι, όταν οι δαίμονες, τους οποίους προσκυνείς, σε ρίψουν εις τον τάρταρον. Ημείς δε ούτε από τα καλά σου έχομεν ανάγκην, ούτε τας τιμωρίας σου φοβούμεθα». Τότε ο Δέκιος, θυμωθείς, μάλλον δε φοβηθείς, μήπως ζηλώσουν και έτεροι να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, απεφάσισε κατ’ αυτών θάνατον. Αφού δε τους απεκεφάλισαν έξω της πόλεως, έρριψαν εντός καμίνου τα άγια αυτών σώματα, δια να τα καύσουν, κατά την προσταγήν του τυράννου. Αλλ’ όμως το πυρ ουδόλως ήγγισε ταύτα. Οι δε ευσεβείς παρέλαβον την νύκτα κρυφίως τα άγια ταύτα Λείψανα και τα ενεταφίασαν την εβδόμην Απριλίου. Ο μεν λοιπόν άδικος Δέκιος εφυλάκισε πάλιν τον Μάρτυρα και μετά τινας ημέρας τον ωδήγησαν εις το κριτήριον, όπου είπε προς αυτόν· «Εάν δεν με υπακούσης να προσκυνήσης τους θεούς, ανόητε, δεν θα σε περιμένω πλέον ούτε μίαν ώραν, αλλά θα σε αφανίσω δια μυρίων βασάνων». Αλλά και πάλιν ο Άγιος είπε· «Μη απειλής, υιέ διαβόλου και κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως, διότι εγώ έχω τον Θεόν μου εις βοήθειάν μου και δεν φοβούμαι τας τιμωρίας σου». Τότε ο Δέκιος επρόσταξε να κατασκευάσωσι χαλκούν υποκάμισον, το οποίον να τρυπήσουν εκ των τεσσάρων μερών, εντός δε αυτού να καρφώσουν τον Μάρτυρα και να συνάξουν ξύλα πολλά, επί των οποίων να ρίψουν έλαιον στάμνας είκοσι. Ταύτα δε ως εγένοντο ήναψαν πυρ και έρριψαν επ’ αυτού τον Άγιον. Και η μεν φλοξ ανήλθε τόσον υψηλά, ώστε άπαντες οι περιεστώτες εφοβήθησαν, ούτος δε ίστατο τελείως αβλαβής, ευλαβώς προς τον Δεσπότην προσευχόμενος, ως να ήτο εις τόπον δροσερόν και ευχάριστον. Όταν δε παρήλθεν ώρα πολλή και εσβέσθη το πυρ, εξήλθεν ο Άγιος όλος υγιής και αβλαβής, τόσον ώστε ουδεμία θριξ της κεφαλής του εκάη ή τεμάχιον του ενδύματός του. Ιδόντες λοιπόν οι περιεστώτες τούτο το θαυμάσιον επίστευσαν εις τον Χριστόν. Ήσαν δε περίπου χίλιοι άνθρωποι, οίτινες και έλεγον· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, βοήθησον ημίν, Βασιλεύ ουράνιε, ότι και ημείς εις Σε πιστεύομεν». Προσπίπτοντες δε εις τους πόδας του Μάρτυρος, έλεγον· «Δικαίως σε ωνόμασαν Χριστοφόρον, διότι όλον τον Χριστόν βαστάζεις εις την καρδίαν σου και ουδόλως υπολογίζεις τας τιμωρίας του αθέου τυράννου». Προς δε τον βασιλέα εφώναζον· «Αισχύνθητι, Δέκιε, διότι ο Χριστός σε ενίκησεν». Ακούσας τας φωνάς ο τύραννος εφοβήθη σφόδρα και τρέχων απήλθεν εις το παλάτιον. Ούτως ο μεν Άγιος έμεινεν εις την αγοράν αφόβως διδάσκων τους πιστεύσαντας, δια να στερεωθώσι καλλίτερον, οι δε ειδωλολάτραι παρεκίνησαν τον βασιλέα να θανατώση τον Άγιον, ίνα μη χάση και την βασιλείαν του. Την επομένην λοιπόν ημέραν, ότε οι ειδωλολάτραι είχον εορτήν μεγάλην, αφού εκάθησεν εις το κριτήριον έστειλε πλήθος στρατιωτών αναρίθμητον, δια να δέσουν όσους επίστευσαν και να τους αποκεφαλίσουν. Ο δε Χριστοφόρος ενεθάρρυνε τούτους εις την ομολογίαν και εδίδασκεν εις αυτούς να μη δειλιάσουν τον πρόσκαιρον θάνατον, δια να ζώσιν αιωνίως εις τον Παράδεισον. Οι δε, ακούοντες τους λόγους του, προθύμως ετελειώθησαν τη ενάτη του Απριλίου ως άκακα αρνία. Ο δε κάκιστος και άδικος Δέκιος εσκέπτετο διαφόρους τρόπους δια να θανατώση βιαίως τον Μάρτυρα. Επρόσταξε λοιπόν να φέρουν λίθον μέγαν, δια τον οποίον εχρειάσθησαν τριάκοντα άνδρες να τον σηκώσουν, τρυπήσαντες δε τούτον έδεσαν εις αυτόν άλυσιν, εις δε τον τράχηλον του Αγίου έδεσαν το άλλο μέρος της αλύσεως. Δέσαντες δε τας χείρας και τους πόδας του Αγίου έρριψαν τούτον εντός φρέατος βαθυτάτου, πιστεύοντες ότι θα ήτο αδύνατον να εξέλθη πλέον από τον σκοτεινότατον εκείνον τόπον. Αλλά ματαίως εμελέτησαν. Διότι Άγγελος Κυρίου κατήλθε και εξήγαγε τον Άγιον ζώντα και αβλαβή. Ιδών δε τούτον ο Δέκιος, εδαιμονίσθη από το κακόν του, διότι δεν ηδύνατο να θανατώση ένα γυμνόν και άοπλον. Όθεν ηρώτησε τον Άγιον· «Έως πότε θα σε φυλάττουν αβλαβή αι μαγείαι σου; Δεν δύνανται λοιπόν να σε αφανίσουν τα τόσα βασανιστήρια τα οποία σου επέβαλον»; Ο Άγιος απήντησε· «Μέχρι τέλους της προσκαίρου μου ταύτης ζωής καταφρονώ τας επινοίας σου, διότι έχω τον Χριστόν μου βοήθειαν».Τότε ο τύραννος προστάσσει να κατασκευάσουν χαλκούν ένδυμα. Αφού δε κατεσκεύασαν αυτό και το επύτωσαν δυνατά, ενέδυσαν δι’ αυτού τον Άγιον. Όμως ουδόλως ήγγισεν αυτόν η θερμότης του χαλκουργήματος, ούτω δε έμεινεν αβλαβής. Ο δε φρενοβλαβής και παράνομος τύραννος έλεγε πάλιν ψυχοβλαβείς και ματαίους λόγους προς τον Άγιον, παρακινών τούτον να προσκυνήση τα μιαρά του βδελύγματα. Ο δε Μάρτυς απεκρίθη μετά συνέσεως· «Ήκουσες πολλάκις, ότι δεν αλλάσσω γνώμην, ώστε να προσκυνήσω άλαλα ξόανα, έστω και εάν με καταδικάσης εις μύρια βασανιστήρια. Προς τι λοιπόν κοπιάς και βασανίζεσαι ματαίως, σπαταλών αδίκως τον πολύτιμον καιρόν σου; Εγώ τον Χριστόν μου προσκυνώ και λατρεύω πάντοτε, ως Θεόν προαιώνιον και πανάγαθον. Πράξε λοιπόν ό,τι θέλεις». Ιδών τότε ο Δέκιος το αμετάτρεπτον της γνώμης του Αγίου, εξέδωκε κατ’ αυτού αδίκως την τελευταίαν απόφασιν, ούτω λέγουσαν· «Επειδή ο δυστιμώρητος και άχρηστος ούτος κατεφρόνησεν αφρόνως τα ιδικά μου προστάγματα, προστάσσω να κόψουν την κεφαλήν αυτού, την σιχαμεράν και άσχημον». Παραλαβόντες λοιπόν τον Άγιον οι δήμιοι, ωδήγουν τούτον εις τον τόπον της τελειώσεως, ακολουθούντος πλήθους λαού ειδωλολατρών και Χριστιανών. Όταν δε έφθασαν εις αυτόν, εζήτησεν ο Άγιος από τον δήμιον την άδειαν και λαβών ταύτην προσηυχήθη προς τον Θεόν εις επήκοον πάντων, λέγων ταύτα· «Κύριε ο Θεός, ο Παντοκράτωρ, ευχαριστώ Σοι, διότι εις όλα με εβοήθησες, καταισχύνας τον εχθρόν μου μετά των υπηρετών του. Όθεν και τώρα ελθέ ως παραστάτης μου, Πανάγαθε Κύριε, δέχθητι εν ειρήνη το πνεύμα μου και συναρίθμησόν με μετά των ευτελεστέρων δούλων Σου. Δος δε και εις τον άδικον Δέκιον τον άξιον μισθόν της ασεβείας του, ίνα τιμωρήται δικαίως από τους δαίμονας, τρώγων τας σάρκας του, έως ότου αφανισθή ο ολέθριος. Έτι δε παρακαλώ την αγαθότητά Σου, Βασιλεύ παντοδύναμε, βοήθησον τούτους τους Χριστιανούς και όλους τους άλλους, οίτινες ευρίσκονται εις πάντα τόπον της δεσποτείας Σου και λύτρωσον τούτους από των σκανδάλων του διαβόλου. Δος, πολυεύσπλαγχνε Κύριε, και χάριν εις το σώμα μου, να διώκη τους δαίμονας, όπου και αν ευρεθή μέρος του Λειψάνου μου. Ούτε πείνα ούτε χάλαζα να βλάψη τον τόπον εκείνον ούτε άλλο θλιβερόν να συμβή ποτέ εις εκείνον, όστις θα έχη έστω και ελάχιστον μέρος αυτού. Όσους δε τελούν την εορτήν της αθλήσεώς μου και αναγινώσκουσι ταύτην, διαφύλαξον σώους και αβλαβείς, όπως δοξάσωσι Σε, τον Υπεράγαθον Κύριον, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Αφού ούτως προσηυχήθη ο Άγιος, ήλθε φωνή εξ ουρανών, λέγουσα· «Όλα, όσα μου εζήτησες, ετέλεσα πληρέστατα, δια να μη σε λυπήσω. Αλλά και τούτο σου λέγω. Εάν ευρεθή τις εις ανάγκην και με επικαλεσθή, ενθυμούμενος το όνομά σου, θέλω προσφέρει εις αυτόν ταχέως βοήθειαν. Όθεν ελθέ, χαίρων, να απολαύσης τα αγαθά και την αγαλλίασιν, τα οποία σου ητοίμασα». Ταύτα ως ήκουσεν ο Άγιος εχάρη και είπεν εις τον δήμιον· «Κάμε, τέκνον, εκείνο το οποίον σε επρόσταξαν». Ο δε δήμιος, πλησιάσας με φόβον πολύν και ευλάβειαν, έκοψε την τιμίαν αυτού κεφαλήν. Έπειτα και αυτός ο ίδιος ο δήμιος εσφάγη μόνος του και απέθανεν επί του αγίου σώματος του Μάρτυρος. Ήτο δε τότε η ενάτη ημέρα του μηνός Μαϊου. Μετά την τελείωσιν του Αγίου προσελθών ο Επίσκοπος Ατταλείας, Πέτρος ονόματι, και δώσας εις τους στρατιώτας αργυρά νομίσματα αρκετά, ηγόρασε το σώμα του Μάρτυρος, το ετύλιξε με αρώματα και το μετέφερεν εις την πόλιν του. Πλησίον ταύτης ήτο ποταμός ο οποίος εξεχείλιζε και εσκέπαζεν ενίοτε την πόλιν, όταν έπιπτε πολλή βροχή και ούτω έκαμνε μεγάλην ζημίαν εις αυτήν. Όθεν ο Επίσκοπος απέθεσεν εις την όχθην του ποταμού το Λείψανον του Αγίου Χριστοφόρου και από της ώρας εκείνης ο ποταμός δεν έβλαψε πλέον την πόλιν, έως της σήμερον. Ούτως ο Κύριος δοξάζει τους Αυτόν δοξάζοντας. Κατά δε του αδίκου Δεκίου κατέπεσεν ουράνιος οργή και δικαία κρίσις, δια να πληρωθή η αίτησις του Δικαίου. Προσεβλήθη λοιπόν υπό δεινής και φρικτής ασθενείας. Όθεν βλέπων, ότι διελύετο όλον το σώμα του, εφώναζεν· «Ουαί μοι τω τάλανι, ότι δια να θανατώσω αδίκως τον δούλον του Χριστού Χριστοφόρον, απολαμβάνω τώρα την δεινήν ταύτην ανταπόδοσιν». Έλεγε δε προς αυτόν και η βασίλισσα· «Δεν σου το έλεγον τότε και συ παρήκουες; Τι θα γίνω τώρα, η τάλαινα»; Όθεν ο Δέκιος, μη έχων τι άλλο να πράξη, έστειλε στρατιώτας τινάς, ειπών προς αυτούς· «Σπεύσατε, σας παρακαλώ, και αναζητήσατε μέρος του Λειψάνου του Χριστοφόρου ή τεμάχιον του ενδύματος αυτού και φέρετέ μου αυτό. Τότε ίσως εγγίζων αυτό επί του σώματός μου αποθάνω». Απελθόντες λοιπόν οι στρατιώται, ηρεύνησαν επιμελέστατα και μη ευρόντες τίποτε άλλο, έλαβον εκ του χώματος του τόπου, όπου εχύθη το αίμα του, το οποίον, ρίψαντες εντός ύδατος, επότισαν εξ αυτού τον Δέκιον. Ευθύς δε απέδωκεν ο ανόσιος εις κρίσιν την μιαράν του ψυχήν. Την τιμωρίαν ταύτην έδωκεν εις αυτόν ο Θεός, ως αρραβώνα της ατελευτήτου κολάσεως. Ης ρυσθείημεν οι πιστοί, ταις ικεσίαις της Αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Χριστοφόρου και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου