Γεράσιμος, ο νέος ούτος Οσιομάρτυς του Χριστού, κατήγετο εκ κώμης
καλουμένης Μέγα, εγγύς ούσης της πόλεως Καρπενησίου, υιός γονέων ευσεβών και
φιλοχρίστων, Γεώργιος κληθείς εν τω Αγίω Βαπτίσματι. Ότε δε εγένετο ενδεκαετής
παρέλαβεν αυτόν ο μεγαλύτερος αδελφός του Αθανάσιος και έφερεν εις την βασιλεύουσαν πόλιν
Κωνσταντινούπολιν. Και ο μεν Αθανάσιος μετ’ ου πολύ εις την ιδίαν αυτού πατρίδα
επανήλθεν, τούτον δε τον Άγιον Οσιομάρτυρα Γεράσιμον τον νέον παρέδωσεν επί μισθώ εις τινα παντοπώλην συμπολίτην του,
το παντοπωλείον του οποίου ευρίσκετο περί την τελευταίαν άκραν του Κερατίου
κόλπου, εις θέσιν καλουμένην οθωμανιστί
Ίππ.
Μίαν ημέραν, ενώ εξετέλει τα του υπηρέτου καθήκοντα, εξήλθε καθ’ οδόν πωλών και έχων επί της κεφαλής, κατά το συνηθιζόμενον, δίσκον χάλκινον, εφ’ ου ήσαν πινάκια πλήρη γάλακτος πεπηγότος· περιπατών δε προσέκρουσεν εις πέτραν τινά και ωλίσθησε. Τότε κατέπεσαν και συνετρίβησαν τα πινάκια, πλην του χαλκίνου δίσκου. Διο και καθήμενος εν τη οδώ εθρήνει, καθό νεανίσκος, φρονών ότι ένεκα της ζημίας ταύτης έμελλε να υποστή τιμωρίαν υπό του αυστηρού κυρίου του. Τούτον δε ούτω θρηνούντα είδεν εκ των θυρίδων του πλησίον μεγάρου της επίσημός τις κυρία Οθωμανού μεγιστάνος και ευθύς, κατελθούσα εις την πύλην, ήνοιξεν αυτήν και εισήγαγεν εις την οικίαν τον παίδα, τον οποίον κατεκράτει επιδαψιλεύουσα εις αυτόν μυρίας γυναικείας θυπείας, και δίδουσα πλουσίας υποσχέσεις δελεασμάτων. Μετά παρέλευσιν δε δύο μηνών, ο μεγιστάν σύζυγός της ετέλει την τελετήν της περιτομής των δύο αυτού τέκνων, μεθ’ ων ταυτοχρόνως δια της βίας και δια πολλών υποσχέσεων περιετμήθη και ο νεανίσκος Γεώργιος, προς ον αμφότεροι, ανήρ και γυνή, υπόσχοντο να έχωσι και να αγαπώσιν αυτόν ως τα ιδικά των τέκνα, και υποσχόμενοι ελευθερίν ίνα μεταβή εις την πατρίδα του και επισκεφθή την μητέρα του. Δια τοιούτων όθεν υποσχέσεων και κολακειών εξαπατηθείς ο μικρός Γεώργιος, εδέχθη και ησπάσθη, φευ! τον Ισλαμισμόν, παραμείνας εις τους νέους αυτού κυρίους αρκετούς χρόνους. Αλλά κατόπιν έλαβεν ο κύριος αυτού την υπόνοιαν μήπως η σύζυγος αυτού μοιχευθή μετά του νέου και παρέδωκεν αυτόν εις έτερον Οθωμανόν, τυχόντα τότε εις βασιλικήν αποστολήν, όστις και συνεταξίδευε μετ’ αυτού, περιοδεύσαντος την Βουλγαρίαν, την Βοσνίαν, Πελαγονίαν (Βιτώλια), Λάρισαν, Εύβοιαν και ακολούθως επανακάμψαντος εις Κωνσταντινούπολιν. Αφού όμως παρήλθεν ολίγος καιρός, συνήλθεν ο νέος και ενδομύχως συναισθανόμενος το μέγιστον αυτού αμάρτημα της εξωμοσίας, εδάκρυε και εθρήνει γοερώς μόνος, δια τον λόγον τούτον. Όθεν μετελθών πάντα τρόπον και δραπετεύσας εκ της βασιλευούσης έφθασεν εις την πατρίδα του, ένθα παρέμεινε μετά των οικείων του επί ολόκληρον τριετίαν, ουχί εν ανέσει και αδιαφορία, αλλά νηστείαις, αγρυπνίαις και θερμοίς δάκρυσι πενθών και οδυρόμενος δια την συμφοράν την οποίαν υπέστη. Αλλά και διάπυρον ευλάβειαν είχε προς τον συνώνυμον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, ον επεκαλείτο και καθικέτευεν ενθέρμως, ίνα πρεσβεύση δι’ αυτόν παρά τω οικτίρμονι Θεώ, όπως τύχη και ούτος του μαρτυρικού στεφάνου. Είχε δε την συνήθειαν ανά πάσαν εσπέραν, ενώ πάντες οι του πατρικού οίκου του εκοιμώντο, να εξέρχεται κρυφίως και να μεταβαίνη μέχρις ημιώρου αποστάσεως εις τι ηρειπωμένον παρεκκλήσιον ωκοδομημένον επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, και να προσεύχεται καθ’ όλην την νύκτα. Είχε δε και μικράν εικόνα του Αγίου εκεί και κανδήλαν ανημμένην τοποθετημένην υπ’ αυτού καταλλήλως εις κόγχην τινά του τοίχου, ενώπιον της οποίας προσηύχετο μετά θερμών δακρύων καθ’ όλην την νύκτα, ικετεύων τον Άγιον Γεώργιον όπως φωτίση αυτόν και επιστρέψη εις οδόν σωτηρίας. Κάποτε δε καθ’ όλην την νύκτα προσευχόμενον κατέλαβεν αυτόν η πρωϊα εις το μέρος εκείνο, και τότε είδον αυτόν δύο παίδες, διερχόμενοι εκ της οδού. Μη γνωρίζοντες δε ποίος ήτο, έκραζον καλούντες αυτόν Καλόγηρον. Ούτος δε ο μακάριος, ως ήκουσε τούτο, έσπευσεν ευθύς εις τον οίκον του, αποφασίσας να γίνη Μοναχός κατά την των παίδων πρόρρησιν, υπό Θεού φωτισθέντων να είπωσι τον λόγον τούτον. Εφ’ ω και εδήλωσεν εις την μητέρα αυτού τον σκοπόν του. Τούτο εκείνη ακούσασα ελυπήθη και δεν συνεφώνει προς την επιθυμίαν του, επιμένουσα μάλλον να νυμφεύση αυτόν. Αλλ’ ο Γεώργιος μη ειπών λόγον εις ουδένα απεφάσισε να φύγη κρυφίως. Μαθών δε ότι εις αδελφός εκ της Ιεράς Μονής του Πυρσού, Γεράσιμος καλούμενος, εσκέπτετο να απέλθη εις το αγιώνυμον όρος του Άθω χάριν προσκυνήσεως, ηδυνήθη και ούτος να συναπέλθη μετά του αδελφού εκείνου. Όταν λοιπόν έφθασεν εις Άθω, μετέβη εις την ιεράν Σκήτην του Αγίου Παντελεήμονος, και υπετάγη εις ενάρετον γέροντα, Κύριλλον Ιερομόναχον, συμπατριώτην του. Κατηχήθη τότε υπ’ αυτού και δεόντως παρηγορήθη δια το φρικτόν δυστύχημα το οποίον έπαθεν. Επεμελήθη ωσαύτως ο γέρων πνευματικός και ήσκησεν αυτόν κατά μικρόν εις την ανάγνωσιν, ώστε κατέστη ικανός να αναγινώσκη ελευθέρως, ιδίως δε το περί Χριστού μιμήσεως βιβλιάριον, και το Νέον Μαρτυρολόγιον. Αφού παρήλθε κατ’ αυτόν τον τρόπον ολόκληρον έτος, παρεκάλει θερμώς να λάβη το Μοναχικόν άγιον σχήμα, αλλ’ ο γέρων αυτού είπεν: «Δεν είναι ακόμη καιρός, τέκνον μου, ίνα τύχης του τοιούτου, αλλά μόνον μετά τριετή δοκιμασίαν, ή τουλάχιστον διετή, συμφώνως προς τους κανόνας των θεοφόρων αγίων Πατέρων». Ο δε Γεώργιος και πάλιν επιμόνως και με δάκρυα εζήτει να λάβη το άγιον σχήμα, επί τριμηνίαν όλην χύνων δάκρυα και ικετεύων. Βλέπων λοιπόν ο γέρων τον ένθερμον ζήλον του, λέγει προς αυτόν: «Έστω, Γεώργιε· ας εκπληρωθή η αίτησίς σου, με την παρατήρησιν ότι το αρχικόν στοιχείον του ονόματός σου, όπερ είναι το Γ. θέλω μεταβάλει εις Κ. ίνα μη είσαι γνωστός ως πρότερον λαϊκός». Ο δε τούτο ακούσας με βαρύν στεναγμόν λέγει: «Ω πνευματικέ μου πάτερ, ίνα εύρω τον Γεώργιον προτιμώ μυρίους θανάτους, συ δε λέγεις να σβύσης αυτόν ολοτελώς; Μη, σεπτέ μοι πάτερ, ποιήσης τούτο δια τον Κύριον». Επί τέλους βλέπων ο γέρων την μεγίστην και θερμήν ευλάβειάν του, έκειρεν αυτόν Μοναχόν κατά την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, καλέσας αυτόν από Γεωργίου Γεράσιμον. Αφού παρήλθον εν τούτοις τρεις ημέραι, ήρχισε να ζητή άδειαν δια να απέλθη εις το μαρτύριον, όπερ προ πολλού επόθει, ο δε γέρων αφού επετίμησεν αυτόν είπεν: «Δεν επέρασεν ακόμη αρκετός χρόνος και μετά τρεις ημέρας από της αναδοχής του σχήματος ήρχισε να σε πειράζη ο σατανάς και ανθρωποκτόνος, δια να σε αρπάση εκ δεξιών και να σε οδηγήση εις χειρότερον ίσως ολίσθημα; Επειδή σε βλέπει ότι διέφυγες εκ των χειρών του, είναι φανερόν ότι ορύεται ως λέων κατά σου και βρυχάται, ίνα σε καταπίη, όθεν και μέλλει να μεταχειρισθή κάθε μέσον εναντίον σου. Συ όμως να σταθής ανδρείος και να μη παράσχης ώτα ακοής, ότι ταύτα πάντα είναι μηχανουργήματα του μεγάλου δράκοντος, του διαβόλου, επειδή δια να μαρτυρήσης τυγχάνει δυσκατόρθωτον, και μη διανοηθής ότι, άμα παρουσιασθής, αμέσως θα αποκοπή η κεφαλή σου και θα μεταβής εις τον Παράδεισον, αλλά όλως τουναντίον· δια τούτο σου λέγω να αφήσης τον λογισμόν, όστις σε κατέχει τώρα, ίνα μη εμπέσης εις παγίδα του σατανά· ει δε και διστάζεις υπέρ της σωτηρίας σου, εγώ τουλάχιστον σου υπόσχομαι ότι θα τύχης συγχωρήσεως υπό του Θεού. Δια τούτο και ησύχασον, επιμελούμενος των κανόνων του μοναστικού βίου, τους οποίους υπεσχέθης ενώπιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να φυλάξης, διότι και η μοναδική πολιτεία μαρτύριον λογίζεται υπό των Θεοφόρων αγίων Πατέρων, και μαρτυρικούς στεφάνους λαμβάνει παρά του Ιησού Χριστού ο καλός Μοναχός, εξαιρέτως δε ο υποτακτικός». Με τοιούτους λοιπόν και παρομοίους διδακτικούς λόγους κατήχει ο γέρων τον Γεράσιμον, εμποδίζων αυτόν από του μαρτυρίου, ως γνωρίζων αυτόν απλούν και ευμετάβολον κατά την γνώμην, και φοβούμενος μη η εσχάτη πλάνη γίνη χείρων της πρώτης. Όθεν και ο Γεράσιμος εσιώπα μεν κατά το φαινόμενον, έκρυπτεν όμως εν τη καρδία αυτού τον προς το μαρτύριον πόθον. Παρήλθε μικρόν διάστημα χρόνου, και πάλιν ήρχισε να ζητή το μαρτύριον. Αλλ’ ούτε ο γέρων αυτού ούτε άλλος τις των πνευματικών έδωσαν ακρόασιν εις τους λόγους αυτού, επειδή πάντες ενόμιζον αυτόν έχοντα παιδαριώδη γνώμην. Διήρκεσαν δε ταύτα επί τρία έτη και ουδείς ετόλμα να είπη εις αυτόν να μεταβή εις το μαρτύριον, ενώ τουναντίον εδόθη εις αυτόν παρά του γέροντός του άδεια και ελευθερία να διάγη επί του Όρους ή όπου αλλού θέλει, μακράν όμως του κόσμου. Περιεφέρετο όθεν εις τας ιεράς Μονάς ο καλός Γεράσιμος, αλλ’ ως αλλότριος του κόσμου τούτου, οτέ μεν εις την του Δοχειαρίου, οτέ δε εις την του Γρηγορίου. Δεν ευηρεστείτο όμως εκ της πνευματικης ταύτης διατριβής και περιηγήσεως, καταφλεγόμενος την καρδίαν και κατακεντώμενος ανά πάσαν στιγμήν δια την άρνησιν του Ιησού Χριστού. Τοσούτον δε ηλλοιώθη κατά την μορφήν του προσώπου, ως τυπτόμενος υπό της συνειδήσεως, ώστε οι βλέποντες αυτόν έλεγον, ότι μέγιστον κκόν έχει πάθει ούτος. Ούτω διάγων απήλθε τέλος εις τινα πνευματικόν, Δανιήλ καλούμενον, προς τον οποίον εξωμολογήθη τα πάντα και αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων επανήλθεν εις τον γέροντά του Κύριλλον, και είπε τεχνηέντως ταύτα: «Επειδή διατελώ υπό τον υμέτερον Κανόνα να μη εξέλθω εις τον κόσμον, συγχώρησόν μοι ήδη να σε καθικετεύσω όπως μοι δώσης την άδειαν να απέλθω εις την πατρίδα μου, ίνα ίδω την μητέρα μου, τους συγγενείς και φίλους, και ελπίζω εις τον Θεόν να μη σε λυπήσω δια την αναχώρησίν μου ταύτην». Και πατρίδα μεν εννόει ο ευλογημένος την άνω Ιερουσαλήμ, την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων, μητέρα δε την Κυρίαν Θεοτόκον, ως συγγενείς τους Μάρτυρας και φίλους πάντας τους Αγίους. Δι’ ο και έλαβε την ευχήν του γέροντος, ως άλλος Ιακώβ. Εξερχόμενος δε ο μακάριος του Αγίου Όρους δεν εφρόντισε περί της προσωρινής αυτού πατρίδος, ουδέ εσυλλογίσθη τα άφθονα δάκρυα της σαρκικής μητρός, ουδέ της εικοσιπενταετούς του νεότητος, αλλά τα πάντα περιφρονών και ως σκύβαλα λογιζόμενος δια τον αρνηθέντα Χριστόν, ευθύς απήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν, σκοπεύων αμεταθέτως να παρουσιασθή όπου πρέπει και να ομολογήση μεγάλη τη φωνή ότι είναι Χριστιανός. Φθάσας λοιπόν εκεί έμεινε κεκρυμμένος ημέρας τινάς προς τον σκοπόν να συναντήση τον αδελφόν του και προ της παρουσιάσεώς του απηύθυνεν επιστολήν προς τον εν τη Σκήτη Γέροντά του, ίνα αναγινώσκη παράκλησιν. Έπειτα έσπευσε προς την θύραν του ποτέ Οθωμανού κυρίου του, ενδεδυμένος με διαφορετικόν σχήμα, ώστε δεν διεκρίνετο αν ήτο λαϊκός ή Μοναχός. ΑΑλλ’ οι παρά την θύραν υπηρέται απεδίωξαν αυτόν. Ούτος όμως είπε προς αυτούς: «Διατί με αποδιώκετε, ενώ εγώ ήλθον φέρων χαροποιόν αγγελίαν εις τον κύριόν σας»; Τότε οι υπηρέται, ως ήκουσαν τούτο, είπον εις αυτόν: «Ποίος άνθρωπος είσαι συ, όστις φέρεις αγαθάς αγγελίας εις τον κύριον ημών»; Ο δε είπεν: «μικρός μεν και ταπεινός φαίνομαι, έχω όμως μέγαν αυθέντην». Όθεν οι υπηρέται εκείνοι ειδοποίησαν τον κύριόν των, και ούτως εδόθη η άδεια και παρουσιάσθη εις τον άλλοτε κύριόν του Οθωμανόν. Ο Οθωμανός, ως τον είδεν, είπε προς αυτόν: «Ποίος άνθρωπος είσαι συ, και πως ήλθες ενταύθα»; «Εγώ είμαι εκείνος ο άκακος μικρός Γεώργιος, ο οποίος εκ της ακακίας μου και της νηπιότητός μου εδέχθην τους δολερούς και ασεβείς λόγους της γυναικός σου, και σου του ιδίου, και από Χριστιανού με εκάμετε Τούρκον. Διο και τώρα ήλθον να ομολογήσω ενώπιόν σας την αλήθειαν, ότι τότε μεν ως μικρός και άκακος εξηπατήθην, ήδη δε ότε ελθών εις ηλικίαν εγνώρισα το φως από του σκότους, ομολογώ και κηρύττω ότι Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω» είπεν ο Μάρτυς μετά παρρησίας. Ταύτα ακούσας ο Οθωμανός έμεινεν εκστατικός. Γνωρίζων όμως την ιδιότητα του Μάρτυρος, όστις παρεδέχετο ευκόλως τας κολακείας, δεν ωνείδισεν αυτόν αμέσως, αλλά τον εδέχθη με λόγους θωπευτικούς, και εκράτησεν αυτόν εις τον οίκον του επί τρεις ημέρας, προτρέπων αυτόν με ποικίλους τρόπους και υποσχόμενος εις αυτόν πλούτον και τιμάς, με την ελπίδα να επαναφέρη αυτόν εις τον Ισλαμισμόν. Αλλ’ ο Μάρτυς έμεινε στερεός και ακλόνητος εις την πίστιν του Χριστού, εις ουδέν λογιζόμενος τα επίγεια και πρόσκαιρα αγαθά. Ιδών λοιπόν ο άλλοτε κύριός του το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, ή και διότι ηθέλησε να τον δοκιμάση, λέγει προς αυτόν: «Επειδή θέλεις να είσαι Χριστιανός, ύπαγε εις έτερον τόπον να ζήσης. Αλλ’ έως ότου εξέλθης εντεύθεν, πρέπον είναι να λέγης ότι είσαι Μουσουλμάνος, δια να μη κινδυνεύση η ζωή σου, διότι λυπούμαι την νεότητά σου και δεν επιθυμώ να ίδω τον θάνατόν σου, αφού σε είχον ως τέκνον μου». Ο Μάρτυς όμως είπεν εις αυτόν· «ευχαριστώ σε, διότι μου χαρίζεις την ζωήν, και μου δίδεις την άδειαν να ζήσω ως Χριστιανός. Τούτο δε το οποίον μου λέγεις να είπω, ότι είμαι Οθωμανός μέχρις ότου εξέλθω της πόλεως, είναι τελείως αδύνατον και ακατόρθωτον. Αντιθέτως, οφείλω να γίνω μεγαλόφωνος κήρυξ της πίστεώς μου, της πίστεως του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, εις την οποίαν και εγεννήθην, εβαπτίσθην και μέλλω να αποθάνω». Ταύτα ακούσας ο πρώην κύριός του Οθωμανός, διέταξε και ήλθεν εις τον οίκον του ο κατηχητής και ιερεύς του, ήτοι εκείνος όστις ανέγνωσεν επί του Μάρτυρος τας βεβήλους οθωμανικάς ευχάς, όστις και περιέτεμεν αυτόν νέον όντα, και εις χείρας του οποίου παρέδωκεν αυτόν, όπως ούτος δήθεν απαλλαγή εκ του χρέους του. Ο δε οθωμανός ιερεύς, παραλαβών μεθ’ εαυτού τον Μάρτυρα, παντοίας και ποικιλοτρόπους προσπαθείας κατέβαλεν όπως πείση τον Μάρτυρα να επανέλθη εις τον Ισλαμισμόν. Όμως έμεινε νενικημένος και κατησχυμμένος. Όθεν, ιδών και ούτος το αμετάθετον φρόνημα του Μάρτυρος, παρέδωκεν αυτόν υπό την εξουσίαν του τότε υπουργού των στρατιωτικών της Τουρκίας, όπως δώση εις αυτόν την πρέπουσαν τιμωρίαν. Παραλαβών λοιπόν ούτος τον άγιον Μάρτυρα, καθυπέβαλεν εις μύρια βασανιστήρια ως ζοφερός και άσπλαγχνος δαίμων, επί δεκαπέντε ολόκληρα ημερονύκτια, μετά την παρέλευσιν των οποίων εξεδόθη η τελευταία κατ’ αυτού θανατική απόφασις, δια ξίφους. Όθεν λαβόντες τον ευλογημένον Γεράσιμον οι υπηρέται του σατανά και του σκότους και έχοντες μεθ’ εαυτών και τον δήμιον δεν έπαυσαν προτρέποντες αυτόν εις την ασέβειαν καθ’ όλον το διάστημα, έως ότου έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης. Αλλ’ ο μαθητής του Χριστού ουδόλως απεκρίνετο εις αυτούς, εξαιτούμενος μόνον συγχώρησιν από των εν τη οδώ Χριστιανών, και ως πρόβατον επί σφαγήν ήγετο εκεί όπου έμελλε να θανατωθή. Τότε διέταξεν αυτόν ο δήμιος να γονατίση και ευθύς ο Μάρτυς πλήρης χαράς και αγαλλιάσεως εγονάτισε κατ’ Ανατολάς έχων εστραμμένον το πρόσωπον και λέγων: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Αλλ’ ο δήμιος εννοήσας τον σκοπόν του Μάρτυρος δι’ ον εστράφη προς Ανατολάς, επέστρεψεν αυτόν προς Δυσμάς, αλλά και πάλιν ο άγιος Μάρτυς προσποιούμενος, ότι δεν ίστατο καλώς, έστρεψεν το δεύτερον κατά Ανατολάς. Και πάλιν όμως ο δήμιος έστρεψεν αυτόν προς Δυσμ΄ς, αλλά και πάλιν, το τρίτον, ο Μάρτυς έστρεψε προς Ανατολάς. Διο και σφόδρα αγανακτήσας ο δήμιος μετά βίας και ορμής κατήγαγε το ξίφος, και ούτως απέτεμε την πάντιμον και αγίαν αυτού κεφαλήν, ήτις και μετά τον χωρισμόν από του σώματος έμεινε φαιδρά κατά την όψιν επί ικανόν χρόνον. Το δε άγιον και μαρτυρικόν αυτού σώμα έμεινε γονατιστόν και όρθιον εν σχήματι προσευχομένου πλέον του ενός τετάρτου της ώρας και κατόπιν έπεσεν ήρεμα ως κοιμηθέν, ουδόλως δε ταραχθέν ή τιναχθέν, ως ταράττονται φυσικώς τα σώματα των αποτεμνομένων καταδίκων. Συνέδραμε δ’ εκεί όπου ήτο ο νεκρός του ενδόξου Μάρτυρος Γερασίμου πλήθος ικανόν ευσεβών Χριστιανών, και οι μεν έλαβον μέρος εκ των ιματίων αυτού, οι δε εκ των τριχών της ιεράς αυτού κεφαλής. Ταυτοχρόνως δε εις Χριστιανός εκ της νήσου Μυκόνου, καλούμενος Χριστόδουλος, λαβών ολίγας τρίχας εκ της μαρτυρικής κεφαλής μετέβη εις τον οίκον ένθα κατέλυε, όπου ευρίσκετο γυνή πυρέσσουσα και δεινώς κλονιζομένη, πάσχουσα επί συνεχή έτη, ήτις αφού εκαπνίσθη δια των τριχών τούτων, ως ευλαβής, έλαβε την ίασιν αυτής. Ούτω λοιπόν ετελείωσεν ο ένδοξος Οσιομάρτυς και του Χριστού στρατιώτης Γεράσιμος, ο εκ της του Καρπενησίου γης, το κλεινόν μαρτύριον δεχθείς εν τη βασιλίδι των πόλεων, τη του Κωνσταντίνου του πρώτου Ορθοδόξου βασιλέως, εν έτει σωτηρίω αωιβ΄ (1812) μηνός Ιουλίου γ΄ (3η) ημέρα Τετάρτη, εν τόπω καλουμένω οθωμανιστί Μπαμπά χουμαϊ εγγύς της πλατείας του περιωνύμου ιερού ποτε Ναού της Αγίας Σοφίας. Το δε πάντιμον και σεπτόν αυτού λείψανον μετά της αγίας αυτού κεφαλής παρέλαβον Χριστιανοί φιλομάρτυρες και φιλόχριστοι, αφού έδωσαν αρκετά χρήματα εις φύλακας και ενεταφίασαν εν τη μικρά νήσωΠρώτη, τη κατέναντι του Βυζαντίου, εντός του Ναού της εκεί ιεράς Σταυροπηγίου Μονής, της σεμνυνομένης εν τω ονόματι της θείας Μεταμορφώσεως. Μετά τριετίαν δε μετεκομίσθη υπό του Γέροντος του Μάρτυρος Κυρίλλου Ιερομονάχου εις την Πατριαρχικήν και σεβασμίαν Μονήν του Πυρσού εν Καρπενησίω, ως ο του Αγίου Οσιομάρτυρος πόθος και όπερ αναδίδει ευωδίαν άρρητον, παρέχον ιάματα δαψιλή εις τους μετά πίστεως και ανυποκρίτου ευλαβείας προς αυτό προσερχομένους. Ου ταις ακοιμήτοις πρεσβείαις και θερμαίς ικεσίαις προς τον οικτίρμονα και επουράνιον ημών Θεόν αξιωθείημεν άπαντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της ουρανίου και αλήκτου Βασιλείας. Αμήν.
Μίαν ημέραν, ενώ εξετέλει τα του υπηρέτου καθήκοντα, εξήλθε καθ’ οδόν πωλών και έχων επί της κεφαλής, κατά το συνηθιζόμενον, δίσκον χάλκινον, εφ’ ου ήσαν πινάκια πλήρη γάλακτος πεπηγότος· περιπατών δε προσέκρουσεν εις πέτραν τινά και ωλίσθησε. Τότε κατέπεσαν και συνετρίβησαν τα πινάκια, πλην του χαλκίνου δίσκου. Διο και καθήμενος εν τη οδώ εθρήνει, καθό νεανίσκος, φρονών ότι ένεκα της ζημίας ταύτης έμελλε να υποστή τιμωρίαν υπό του αυστηρού κυρίου του. Τούτον δε ούτω θρηνούντα είδεν εκ των θυρίδων του πλησίον μεγάρου της επίσημός τις κυρία Οθωμανού μεγιστάνος και ευθύς, κατελθούσα εις την πύλην, ήνοιξεν αυτήν και εισήγαγεν εις την οικίαν τον παίδα, τον οποίον κατεκράτει επιδαψιλεύουσα εις αυτόν μυρίας γυναικείας θυπείας, και δίδουσα πλουσίας υποσχέσεις δελεασμάτων. Μετά παρέλευσιν δε δύο μηνών, ο μεγιστάν σύζυγός της ετέλει την τελετήν της περιτομής των δύο αυτού τέκνων, μεθ’ ων ταυτοχρόνως δια της βίας και δια πολλών υποσχέσεων περιετμήθη και ο νεανίσκος Γεώργιος, προς ον αμφότεροι, ανήρ και γυνή, υπόσχοντο να έχωσι και να αγαπώσιν αυτόν ως τα ιδικά των τέκνα, και υποσχόμενοι ελευθερίν ίνα μεταβή εις την πατρίδα του και επισκεφθή την μητέρα του. Δια τοιούτων όθεν υποσχέσεων και κολακειών εξαπατηθείς ο μικρός Γεώργιος, εδέχθη και ησπάσθη, φευ! τον Ισλαμισμόν, παραμείνας εις τους νέους αυτού κυρίους αρκετούς χρόνους. Αλλά κατόπιν έλαβεν ο κύριος αυτού την υπόνοιαν μήπως η σύζυγος αυτού μοιχευθή μετά του νέου και παρέδωκεν αυτόν εις έτερον Οθωμανόν, τυχόντα τότε εις βασιλικήν αποστολήν, όστις και συνεταξίδευε μετ’ αυτού, περιοδεύσαντος την Βουλγαρίαν, την Βοσνίαν, Πελαγονίαν (Βιτώλια), Λάρισαν, Εύβοιαν και ακολούθως επανακάμψαντος εις Κωνσταντινούπολιν. Αφού όμως παρήλθεν ολίγος καιρός, συνήλθεν ο νέος και ενδομύχως συναισθανόμενος το μέγιστον αυτού αμάρτημα της εξωμοσίας, εδάκρυε και εθρήνει γοερώς μόνος, δια τον λόγον τούτον. Όθεν μετελθών πάντα τρόπον και δραπετεύσας εκ της βασιλευούσης έφθασεν εις την πατρίδα του, ένθα παρέμεινε μετά των οικείων του επί ολόκληρον τριετίαν, ουχί εν ανέσει και αδιαφορία, αλλά νηστείαις, αγρυπνίαις και θερμοίς δάκρυσι πενθών και οδυρόμενος δια την συμφοράν την οποίαν υπέστη. Αλλά και διάπυρον ευλάβειαν είχε προς τον συνώνυμον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, ον επεκαλείτο και καθικέτευεν ενθέρμως, ίνα πρεσβεύση δι’ αυτόν παρά τω οικτίρμονι Θεώ, όπως τύχη και ούτος του μαρτυρικού στεφάνου. Είχε δε την συνήθειαν ανά πάσαν εσπέραν, ενώ πάντες οι του πατρικού οίκου του εκοιμώντο, να εξέρχεται κρυφίως και να μεταβαίνη μέχρις ημιώρου αποστάσεως εις τι ηρειπωμένον παρεκκλήσιον ωκοδομημένον επ’ ονόματι του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, και να προσεύχεται καθ’ όλην την νύκτα. Είχε δε και μικράν εικόνα του Αγίου εκεί και κανδήλαν ανημμένην τοποθετημένην υπ’ αυτού καταλλήλως εις κόγχην τινά του τοίχου, ενώπιον της οποίας προσηύχετο μετά θερμών δακρύων καθ’ όλην την νύκτα, ικετεύων τον Άγιον Γεώργιον όπως φωτίση αυτόν και επιστρέψη εις οδόν σωτηρίας. Κάποτε δε καθ’ όλην την νύκτα προσευχόμενον κατέλαβεν αυτόν η πρωϊα εις το μέρος εκείνο, και τότε είδον αυτόν δύο παίδες, διερχόμενοι εκ της οδού. Μη γνωρίζοντες δε ποίος ήτο, έκραζον καλούντες αυτόν Καλόγηρον. Ούτος δε ο μακάριος, ως ήκουσε τούτο, έσπευσεν ευθύς εις τον οίκον του, αποφασίσας να γίνη Μοναχός κατά την των παίδων πρόρρησιν, υπό Θεού φωτισθέντων να είπωσι τον λόγον τούτον. Εφ’ ω και εδήλωσεν εις την μητέρα αυτού τον σκοπόν του. Τούτο εκείνη ακούσασα ελυπήθη και δεν συνεφώνει προς την επιθυμίαν του, επιμένουσα μάλλον να νυμφεύση αυτόν. Αλλ’ ο Γεώργιος μη ειπών λόγον εις ουδένα απεφάσισε να φύγη κρυφίως. Μαθών δε ότι εις αδελφός εκ της Ιεράς Μονής του Πυρσού, Γεράσιμος καλούμενος, εσκέπτετο να απέλθη εις το αγιώνυμον όρος του Άθω χάριν προσκυνήσεως, ηδυνήθη και ούτος να συναπέλθη μετά του αδελφού εκείνου. Όταν λοιπόν έφθασεν εις Άθω, μετέβη εις την ιεράν Σκήτην του Αγίου Παντελεήμονος, και υπετάγη εις ενάρετον γέροντα, Κύριλλον Ιερομόναχον, συμπατριώτην του. Κατηχήθη τότε υπ’ αυτού και δεόντως παρηγορήθη δια το φρικτόν δυστύχημα το οποίον έπαθεν. Επεμελήθη ωσαύτως ο γέρων πνευματικός και ήσκησεν αυτόν κατά μικρόν εις την ανάγνωσιν, ώστε κατέστη ικανός να αναγινώσκη ελευθέρως, ιδίως δε το περί Χριστού μιμήσεως βιβλιάριον, και το Νέον Μαρτυρολόγιον. Αφού παρήλθε κατ’ αυτόν τον τρόπον ολόκληρον έτος, παρεκάλει θερμώς να λάβη το Μοναχικόν άγιον σχήμα, αλλ’ ο γέρων αυτού είπεν: «Δεν είναι ακόμη καιρός, τέκνον μου, ίνα τύχης του τοιούτου, αλλά μόνον μετά τριετή δοκιμασίαν, ή τουλάχιστον διετή, συμφώνως προς τους κανόνας των θεοφόρων αγίων Πατέρων». Ο δε Γεώργιος και πάλιν επιμόνως και με δάκρυα εζήτει να λάβη το άγιον σχήμα, επί τριμηνίαν όλην χύνων δάκρυα και ικετεύων. Βλέπων λοιπόν ο γέρων τον ένθερμον ζήλον του, λέγει προς αυτόν: «Έστω, Γεώργιε· ας εκπληρωθή η αίτησίς σου, με την παρατήρησιν ότι το αρχικόν στοιχείον του ονόματός σου, όπερ είναι το Γ. θέλω μεταβάλει εις Κ. ίνα μη είσαι γνωστός ως πρότερον λαϊκός». Ο δε τούτο ακούσας με βαρύν στεναγμόν λέγει: «Ω πνευματικέ μου πάτερ, ίνα εύρω τον Γεώργιον προτιμώ μυρίους θανάτους, συ δε λέγεις να σβύσης αυτόν ολοτελώς; Μη, σεπτέ μοι πάτερ, ποιήσης τούτο δια τον Κύριον». Επί τέλους βλέπων ο γέρων την μεγίστην και θερμήν ευλάβειάν του, έκειρεν αυτόν Μοναχόν κατά την δευτέραν Κυριακήν των Νηστειών, καλέσας αυτόν από Γεωργίου Γεράσιμον. Αφού παρήλθον εν τούτοις τρεις ημέραι, ήρχισε να ζητή άδειαν δια να απέλθη εις το μαρτύριον, όπερ προ πολλού επόθει, ο δε γέρων αφού επετίμησεν αυτόν είπεν: «Δεν επέρασεν ακόμη αρκετός χρόνος και μετά τρεις ημέρας από της αναδοχής του σχήματος ήρχισε να σε πειράζη ο σατανάς και ανθρωποκτόνος, δια να σε αρπάση εκ δεξιών και να σε οδηγήση εις χειρότερον ίσως ολίσθημα; Επειδή σε βλέπει ότι διέφυγες εκ των χειρών του, είναι φανερόν ότι ορύεται ως λέων κατά σου και βρυχάται, ίνα σε καταπίη, όθεν και μέλλει να μεταχειρισθή κάθε μέσον εναντίον σου. Συ όμως να σταθής ανδρείος και να μη παράσχης ώτα ακοής, ότι ταύτα πάντα είναι μηχανουργήματα του μεγάλου δράκοντος, του διαβόλου, επειδή δια να μαρτυρήσης τυγχάνει δυσκατόρθωτον, και μη διανοηθής ότι, άμα παρουσιασθής, αμέσως θα αποκοπή η κεφαλή σου και θα μεταβής εις τον Παράδεισον, αλλά όλως τουναντίον· δια τούτο σου λέγω να αφήσης τον λογισμόν, όστις σε κατέχει τώρα, ίνα μη εμπέσης εις παγίδα του σατανά· ει δε και διστάζεις υπέρ της σωτηρίας σου, εγώ τουλάχιστον σου υπόσχομαι ότι θα τύχης συγχωρήσεως υπό του Θεού. Δια τούτο και ησύχασον, επιμελούμενος των κανόνων του μοναστικού βίου, τους οποίους υπεσχέθης ενώπιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να φυλάξης, διότι και η μοναδική πολιτεία μαρτύριον λογίζεται υπό των Θεοφόρων αγίων Πατέρων, και μαρτυρικούς στεφάνους λαμβάνει παρά του Ιησού Χριστού ο καλός Μοναχός, εξαιρέτως δε ο υποτακτικός». Με τοιούτους λοιπόν και παρομοίους διδακτικούς λόγους κατήχει ο γέρων τον Γεράσιμον, εμποδίζων αυτόν από του μαρτυρίου, ως γνωρίζων αυτόν απλούν και ευμετάβολον κατά την γνώμην, και φοβούμενος μη η εσχάτη πλάνη γίνη χείρων της πρώτης. Όθεν και ο Γεράσιμος εσιώπα μεν κατά το φαινόμενον, έκρυπτεν όμως εν τη καρδία αυτού τον προς το μαρτύριον πόθον. Παρήλθε μικρόν διάστημα χρόνου, και πάλιν ήρχισε να ζητή το μαρτύριον. Αλλ’ ούτε ο γέρων αυτού ούτε άλλος τις των πνευματικών έδωσαν ακρόασιν εις τους λόγους αυτού, επειδή πάντες ενόμιζον αυτόν έχοντα παιδαριώδη γνώμην. Διήρκεσαν δε ταύτα επί τρία έτη και ουδείς ετόλμα να είπη εις αυτόν να μεταβή εις το μαρτύριον, ενώ τουναντίον εδόθη εις αυτόν παρά του γέροντός του άδεια και ελευθερία να διάγη επί του Όρους ή όπου αλλού θέλει, μακράν όμως του κόσμου. Περιεφέρετο όθεν εις τας ιεράς Μονάς ο καλός Γεράσιμος, αλλ’ ως αλλότριος του κόσμου τούτου, οτέ μεν εις την του Δοχειαρίου, οτέ δε εις την του Γρηγορίου. Δεν ευηρεστείτο όμως εκ της πνευματικης ταύτης διατριβής και περιηγήσεως, καταφλεγόμενος την καρδίαν και κατακεντώμενος ανά πάσαν στιγμήν δια την άρνησιν του Ιησού Χριστού. Τοσούτον δε ηλλοιώθη κατά την μορφήν του προσώπου, ως τυπτόμενος υπό της συνειδήσεως, ώστε οι βλέποντες αυτόν έλεγον, ότι μέγιστον κκόν έχει πάθει ούτος. Ούτω διάγων απήλθε τέλος εις τινα πνευματικόν, Δανιήλ καλούμενον, προς τον οποίον εξωμολογήθη τα πάντα και αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων επανήλθεν εις τον γέροντά του Κύριλλον, και είπε τεχνηέντως ταύτα: «Επειδή διατελώ υπό τον υμέτερον Κανόνα να μη εξέλθω εις τον κόσμον, συγχώρησόν μοι ήδη να σε καθικετεύσω όπως μοι δώσης την άδειαν να απέλθω εις την πατρίδα μου, ίνα ίδω την μητέρα μου, τους συγγενείς και φίλους, και ελπίζω εις τον Θεόν να μη σε λυπήσω δια την αναχώρησίν μου ταύτην». Και πατρίδα μεν εννόει ο ευλογημένος την άνω Ιερουσαλήμ, την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων, μητέρα δε την Κυρίαν Θεοτόκον, ως συγγενείς τους Μάρτυρας και φίλους πάντας τους Αγίους. Δι’ ο και έλαβε την ευχήν του γέροντος, ως άλλος Ιακώβ. Εξερχόμενος δε ο μακάριος του Αγίου Όρους δεν εφρόντισε περί της προσωρινής αυτού πατρίδος, ουδέ εσυλλογίσθη τα άφθονα δάκρυα της σαρκικής μητρός, ουδέ της εικοσιπενταετούς του νεότητος, αλλά τα πάντα περιφρονών και ως σκύβαλα λογιζόμενος δια τον αρνηθέντα Χριστόν, ευθύς απήλθεν εις την Κωνσταντινούπολιν, σκοπεύων αμεταθέτως να παρουσιασθή όπου πρέπει και να ομολογήση μεγάλη τη φωνή ότι είναι Χριστιανός. Φθάσας λοιπόν εκεί έμεινε κεκρυμμένος ημέρας τινάς προς τον σκοπόν να συναντήση τον αδελφόν του και προ της παρουσιάσεώς του απηύθυνεν επιστολήν προς τον εν τη Σκήτη Γέροντά του, ίνα αναγινώσκη παράκλησιν. Έπειτα έσπευσε προς την θύραν του ποτέ Οθωμανού κυρίου του, ενδεδυμένος με διαφορετικόν σχήμα, ώστε δεν διεκρίνετο αν ήτο λαϊκός ή Μοναχός. ΑΑλλ’ οι παρά την θύραν υπηρέται απεδίωξαν αυτόν. Ούτος όμως είπε προς αυτούς: «Διατί με αποδιώκετε, ενώ εγώ ήλθον φέρων χαροποιόν αγγελίαν εις τον κύριόν σας»; Τότε οι υπηρέται, ως ήκουσαν τούτο, είπον εις αυτόν: «Ποίος άνθρωπος είσαι συ, όστις φέρεις αγαθάς αγγελίας εις τον κύριον ημών»; Ο δε είπεν: «μικρός μεν και ταπεινός φαίνομαι, έχω όμως μέγαν αυθέντην». Όθεν οι υπηρέται εκείνοι ειδοποίησαν τον κύριόν των, και ούτως εδόθη η άδεια και παρουσιάσθη εις τον άλλοτε κύριόν του Οθωμανόν. Ο Οθωμανός, ως τον είδεν, είπε προς αυτόν: «Ποίος άνθρωπος είσαι συ, και πως ήλθες ενταύθα»; «Εγώ είμαι εκείνος ο άκακος μικρός Γεώργιος, ο οποίος εκ της ακακίας μου και της νηπιότητός μου εδέχθην τους δολερούς και ασεβείς λόγους της γυναικός σου, και σου του ιδίου, και από Χριστιανού με εκάμετε Τούρκον. Διο και τώρα ήλθον να ομολογήσω ενώπιόν σας την αλήθειαν, ότι τότε μεν ως μικρός και άκακος εξηπατήθην, ήδη δε ότε ελθών εις ηλικίαν εγνώρισα το φως από του σκότους, ομολογώ και κηρύττω ότι Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω να αποθάνω» είπεν ο Μάρτυς μετά παρρησίας. Ταύτα ακούσας ο Οθωμανός έμεινεν εκστατικός. Γνωρίζων όμως την ιδιότητα του Μάρτυρος, όστις παρεδέχετο ευκόλως τας κολακείας, δεν ωνείδισεν αυτόν αμέσως, αλλά τον εδέχθη με λόγους θωπευτικούς, και εκράτησεν αυτόν εις τον οίκον του επί τρεις ημέρας, προτρέπων αυτόν με ποικίλους τρόπους και υποσχόμενος εις αυτόν πλούτον και τιμάς, με την ελπίδα να επαναφέρη αυτόν εις τον Ισλαμισμόν. Αλλ’ ο Μάρτυς έμεινε στερεός και ακλόνητος εις την πίστιν του Χριστού, εις ουδέν λογιζόμενος τα επίγεια και πρόσκαιρα αγαθά. Ιδών λοιπόν ο άλλοτε κύριός του το αμετάθετον της γνώμης του Μάρτυρος, ή και διότι ηθέλησε να τον δοκιμάση, λέγει προς αυτόν: «Επειδή θέλεις να είσαι Χριστιανός, ύπαγε εις έτερον τόπον να ζήσης. Αλλ’ έως ότου εξέλθης εντεύθεν, πρέπον είναι να λέγης ότι είσαι Μουσουλμάνος, δια να μη κινδυνεύση η ζωή σου, διότι λυπούμαι την νεότητά σου και δεν επιθυμώ να ίδω τον θάνατόν σου, αφού σε είχον ως τέκνον μου». Ο Μάρτυς όμως είπεν εις αυτόν· «ευχαριστώ σε, διότι μου χαρίζεις την ζωήν, και μου δίδεις την άδειαν να ζήσω ως Χριστιανός. Τούτο δε το οποίον μου λέγεις να είπω, ότι είμαι Οθωμανός μέχρις ότου εξέλθω της πόλεως, είναι τελείως αδύνατον και ακατόρθωτον. Αντιθέτως, οφείλω να γίνω μεγαλόφωνος κήρυξ της πίστεώς μου, της πίστεως του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, εις την οποίαν και εγεννήθην, εβαπτίσθην και μέλλω να αποθάνω». Ταύτα ακούσας ο πρώην κύριός του Οθωμανός, διέταξε και ήλθεν εις τον οίκον του ο κατηχητής και ιερεύς του, ήτοι εκείνος όστις ανέγνωσεν επί του Μάρτυρος τας βεβήλους οθωμανικάς ευχάς, όστις και περιέτεμεν αυτόν νέον όντα, και εις χείρας του οποίου παρέδωκεν αυτόν, όπως ούτος δήθεν απαλλαγή εκ του χρέους του. Ο δε οθωμανός ιερεύς, παραλαβών μεθ’ εαυτού τον Μάρτυρα, παντοίας και ποικιλοτρόπους προσπαθείας κατέβαλεν όπως πείση τον Μάρτυρα να επανέλθη εις τον Ισλαμισμόν. Όμως έμεινε νενικημένος και κατησχυμμένος. Όθεν, ιδών και ούτος το αμετάθετον φρόνημα του Μάρτυρος, παρέδωκεν αυτόν υπό την εξουσίαν του τότε υπουργού των στρατιωτικών της Τουρκίας, όπως δώση εις αυτόν την πρέπουσαν τιμωρίαν. Παραλαβών λοιπόν ούτος τον άγιον Μάρτυρα, καθυπέβαλεν εις μύρια βασανιστήρια ως ζοφερός και άσπλαγχνος δαίμων, επί δεκαπέντε ολόκληρα ημερονύκτια, μετά την παρέλευσιν των οποίων εξεδόθη η τελευταία κατ’ αυτού θανατική απόφασις, δια ξίφους. Όθεν λαβόντες τον ευλογημένον Γεράσιμον οι υπηρέται του σατανά και του σκότους και έχοντες μεθ’ εαυτών και τον δήμιον δεν έπαυσαν προτρέποντες αυτόν εις την ασέβειαν καθ’ όλον το διάστημα, έως ότου έφθασαν εις τον τόπον της καταδίκης. Αλλ’ ο μαθητής του Χριστού ουδόλως απεκρίνετο εις αυτούς, εξαιτούμενος μόνον συγχώρησιν από των εν τη οδώ Χριστιανών, και ως πρόβατον επί σφαγήν ήγετο εκεί όπου έμελλε να θανατωθή. Τότε διέταξεν αυτόν ο δήμιος να γονατίση και ευθύς ο Μάρτυς πλήρης χαράς και αγαλλιάσεως εγονάτισε κατ’ Ανατολάς έχων εστραμμένον το πρόσωπον και λέγων: «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου». Αλλ’ ο δήμιος εννοήσας τον σκοπόν του Μάρτυρος δι’ ον εστράφη προς Ανατολάς, επέστρεψεν αυτόν προς Δυσμάς, αλλά και πάλιν ο άγιος Μάρτυς προσποιούμενος, ότι δεν ίστατο καλώς, έστρεψεν το δεύτερον κατά Ανατολάς. Και πάλιν όμως ο δήμιος έστρεψεν αυτόν προς Δυσμ΄ς, αλλά και πάλιν, το τρίτον, ο Μάρτυς έστρεψε προς Ανατολάς. Διο και σφόδρα αγανακτήσας ο δήμιος μετά βίας και ορμής κατήγαγε το ξίφος, και ούτως απέτεμε την πάντιμον και αγίαν αυτού κεφαλήν, ήτις και μετά τον χωρισμόν από του σώματος έμεινε φαιδρά κατά την όψιν επί ικανόν χρόνον. Το δε άγιον και μαρτυρικόν αυτού σώμα έμεινε γονατιστόν και όρθιον εν σχήματι προσευχομένου πλέον του ενός τετάρτου της ώρας και κατόπιν έπεσεν ήρεμα ως κοιμηθέν, ουδόλως δε ταραχθέν ή τιναχθέν, ως ταράττονται φυσικώς τα σώματα των αποτεμνομένων καταδίκων. Συνέδραμε δ’ εκεί όπου ήτο ο νεκρός του ενδόξου Μάρτυρος Γερασίμου πλήθος ικανόν ευσεβών Χριστιανών, και οι μεν έλαβον μέρος εκ των ιματίων αυτού, οι δε εκ των τριχών της ιεράς αυτού κεφαλής. Ταυτοχρόνως δε εις Χριστιανός εκ της νήσου Μυκόνου, καλούμενος Χριστόδουλος, λαβών ολίγας τρίχας εκ της μαρτυρικής κεφαλής μετέβη εις τον οίκον ένθα κατέλυε, όπου ευρίσκετο γυνή πυρέσσουσα και δεινώς κλονιζομένη, πάσχουσα επί συνεχή έτη, ήτις αφού εκαπνίσθη δια των τριχών τούτων, ως ευλαβής, έλαβε την ίασιν αυτής. Ούτω λοιπόν ετελείωσεν ο ένδοξος Οσιομάρτυς και του Χριστού στρατιώτης Γεράσιμος, ο εκ της του Καρπενησίου γης, το κλεινόν μαρτύριον δεχθείς εν τη βασιλίδι των πόλεων, τη του Κωνσταντίνου του πρώτου Ορθοδόξου βασιλέως, εν έτει σωτηρίω αωιβ΄ (1812) μηνός Ιουλίου γ΄ (3η) ημέρα Τετάρτη, εν τόπω καλουμένω οθωμανιστί Μπαμπά χουμαϊ εγγύς της πλατείας του περιωνύμου ιερού ποτε Ναού της Αγίας Σοφίας. Το δε πάντιμον και σεπτόν αυτού λείψανον μετά της αγίας αυτού κεφαλής παρέλαβον Χριστιανοί φιλομάρτυρες και φιλόχριστοι, αφού έδωσαν αρκετά χρήματα εις φύλακας και ενεταφίασαν εν τη μικρά νήσωΠρώτη, τη κατέναντι του Βυζαντίου, εντός του Ναού της εκεί ιεράς Σταυροπηγίου Μονής, της σεμνυνομένης εν τω ονόματι της θείας Μεταμορφώσεως. Μετά τριετίαν δε μετεκομίσθη υπό του Γέροντος του Μάρτυρος Κυρίλλου Ιερομονάχου εις την Πατριαρχικήν και σεβασμίαν Μονήν του Πυρσού εν Καρπενησίω, ως ο του Αγίου Οσιομάρτυρος πόθος και όπερ αναδίδει ευωδίαν άρρητον, παρέχον ιάματα δαψιλή εις τους μετά πίστεως και ανυποκρίτου ευλαβείας προς αυτό προσερχομένους. Ου ταις ακοιμήτοις πρεσβείαις και θερμαίς ικεσίαις προς τον οικτίρμονα και επουράνιον ημών Θεόν αξιωθείημεν άπαντες οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της ουρανίου και αλήκτου Βασιλείας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου