Ιωακείμ ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών, ο αληθινός
θεράπων του Κυρίου, ο μιμητής και ισότιμος των παλαιών Οσίων, ήκμασε κατά τον
ΙΖ΄ αιώνα. Ούτος εγεννήθη κατά τα τέλη του ΙΣΤ΄ αιώνος, πατρίς του δε υπήρξε
μικρόν τι χωρίον, του Σκιαδά καλούμενον, ευρισκόμενον εις την επαρχίαν των
Παλαιών Πατρών. Όταν ο Ιωακείμ έφθασεν εις νεανικήν ηλικίαν, μολονότι ο ίδιος
δεν επεθύμει τούτο, όμως υπακούσας εις τας παρακλήσεις και τας απαιτήσεις των
γονέων του ηρραβωνίσθη ευσεβή τινα νέαν, καταγομένην από το ίδιον χωρίον.
Ο Ιωακείμ όμως, ο οποίος ηγάπα σφοδρώς την αγνείαν και εφλέγετο από τον προς τον Θεόν έρωτα, επεθύμει με όλην του την ψυχήν να ακολουθήση την Μοναχικήν πολιτείαν και να ζήση την καθαρωτάτην και ισάγγελον ζωήν των Μοναχών. Όθεν μιμούμενος κατά τούτο τον Άγιον Αλέξιον τον άνθρωπον του Θεού, έφυγε κρυφίως από την πατρικήν του οικίαν, εγκαταλείψας γονείς, μνηστήν, πατρίδα και όλα τα ευχάριστα του κόσμου τούτου, όσα ευχαριστούν τας σωματικάς αισθήσεις. Απαρνηθείς δε τον εαυτόν του, κατά την του Κυρίου φωνήν, εσήκωσε με ανέκφραστον χαράν και διάπυρον ζήλον τον ελαφρόν ζυγόν του Κυρίου, γενόμενος Μοναχός και αποδυθείς με όλην του την προθυμίαν εις τους αγώνας της πνευματικής ασκήσεως. Εις ποίαν Μονήν ενεδύθη ο Ιωακείμ το άγιον Σχήμα των Μοναχών δεν γνωρίζομεν. Επειδή όμως ο νους του ήτο διαρκώς εστραμμένος προς τον Θεόν και τίποτε άλλο δεν εζήτει και δεν επεδίωκε παρά την Βασιλείαν των ουρανών, εκρίθη άξιος να λάβη και το μέγα της Ιερωσύνης αξίωμα, ασφαλώς κατά θείαν ψήφον και παραχώρησιν. Μικρά τις επιγραφή ευρισκομένη εις την Μονήν την καλουμένην των Νοτενών, η οποία τιμάται επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου υπάρχει και θαυματουργός Εικών Αυτής, η οποία, σύμφωνα με την παράδοσιν, είναι μία από τας εβδομήκοντα Εικόνας, τας οποίας εζωγράφησεν ιδιοχείρως ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς, μας δίδει την πληροφορίαν, ότι ο Όσιος Πατήρ ημών Ιωακείμ ανωκοδόμησε τον Ναόν της Ιεράς Μονής, η οποία υπάρχει εις την Δίβρην της Ηλείας. Η επιγραφή αυτή μας δίδει αφορμήν να υποθέσωμεν, ότι ο Όσιος Ιωακείμ εχρημάτισεν Ηγούμενος της ιδίας αυτής Μονής, από την οποίαν ήλθεν εις την Μονήν των Νοτενών, και με θείαν ψήφον εγένετο Καθηγούμενος ταύτης, διδάσκων και καθοδηγών εις νομάς σωτηρίους τους εκεί ασκουμένους εις τον μοναχικόν βίον Μοναχούς. Αφού παρήλθον όμως αρκετά έτη, ο Ιωακείμ, φλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, παρητήθη από το αξίωμα του Ηγουμένου, και απελθών κατώκησεν εις μικρόν σπήλαιον, ευρισκόμενον πλησίον, αλλ’ υψηλότερον από την Μονήν των Νοτενών, της οποίας επί τόσα έτη εχρημάτισεν Ηγούμενος. Εις το μικρόν εκείνο σπήλαιον ο Ιωακείμ επεδόθη εις σκληράν άσκησιν, με διαρκείς προσευχάς, νηστείας και αγρυπνίας, υπομένων πάσαν σκληραγωγίαν και στενοχωρίαν, τας οποίας απαιτεί η ασκητική πολιτεία την οποίαν εξ όλης ψυχής του ηγάπησε. Με την άσκησιν εκαθάρισε τον εαυτόν του και έγινε σκεύος εύχρηστον και πολύτιμον δοχείον του Αγίου Πνεύματος, αξιωθείς θείων ελλάμψεων και χαρίτων, γενόμενος δια του ασκητικού βίου του επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος. Διελθών λοιπόν την ζωήν του με πολλήν σκληραγωγίαν και άσκησιν και ευαρεστήσας τον Κύριον, εκοιμήθη ο Ιωακείμ τον ύπνον των δικαίων και συνηριθμήθη με τους απ’ αιώνος Αγίους, δοξασθείς παρά του Θεού και με την Χάριν των θαυμάτων. Αφού δε επέρασαν δέκα και πλέον έτη από της οσίας αυτού κοιμήσεως, ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης είδεν όραμα, δια του οποίου παρηγγέλλετο να κάμη ανακομιδήν του ιερού Λειψάνου του Οσίου, εκείνος δε έδωσεν εντολήν εις τον τότε Μητροπολίτην Παλαιών Πατρών να κάμη την ανακομιδήν. Ελθών λοιπόν ο Μητροπολίτης μαζί με όλον τον Κλήρον της περιφερείας και τους Μοναχούς ήνοιξε τον τάφον του Οσίου, όπου εύρε το ιερόν του Λείψανον σώον και ακέραιον, αποπνέον ουράνιον ευωδίαν. Αφού δε ανεκόμισε τούτο με μεγάλην ευλάβειαν και πολύν φόβον, κατέθεσεν αυτό εις το αριστερόν μέρος του Καθολικού Ναού της Μονής, γράψας δε και τους ασκητικούς αγώνας του Οσίου και την δόξαν την οποίαν έλαβε παρά Θεού, απέστειλε με ιδιαιτέραν επιστολήν εις τα Πατριαρχεία. Μετά παρέλευσιν όμως ολίγων ετών, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, το μεν ιερόν Λείψανον διελύθη, η δε αγία Κάρα του Οσίου εκλάπη μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα της Μονής. Σήμερον εις την Μονήν σώζονται ολίγα Λείψανα από το ιερόν σκήνος του Οσίου, τα οποία φυλάσσονται με μεγάλην ευλάβειαν εις ξύλινον κιβώτιον, εκπέμποντα άρρητον ευωδίαν και παρέχοντα πλήθος ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις προσκύνησιν αυτών. Εις το άκρον αριστερόν μέρος του Εικονοστασίου του ιερού Ναού της Μονής ευρίσκεται η εικών του Αγίου, η οποία είναι έργον παλαιάς εποχής, εις την οποίαν εικονίζεται ο θείος ούτος Πατήρ με γλυκείαν μορφήν και σεβάσμιον χαρακτήρα, θεωρείται δε η εικών αύτη ως η γνησία και πραγματική εικών της μορφής του Οσίου. Ετέρα εικών, ομοία με αυτήν, υπάρχει εις το ίδιον μέρος του ιερού Ναού του χωρίου Σκιδά, εκ του οποίου κατήγετο ο Άγιος. Αλλά και έμπροσθεν του σπηλαίου, εις το οποίον ησύχαζεν ο Όσιος, έχει οικοδομηθή Ναός, τιμώμενος επ’ ονόματί του. Του σπηλαίου αυτού την είσοδον είχε φράξει με τοίχον, τον οποίον έκτισε με τας χείρας του ο θείος Ιωακείμ, αφήσας μόνον μικράν οπήν, δια της οποίας μετά δυσκολίας ηδύνατο να εισέρχεται και εξέρχεται. Τους λίθους δε δια την οικοδόμησιν του τοίχου εκείνου μετέφερεν ο Ιωακείμ από τον χείμαρρον, ο οποίος υπάρχει εκεί πλησίον, μολονότι ο τόπος ολόγυρα είναι γεμάτος από λίθους. Τούτο δε έπραττεν ο Όσιος δια να υποβάλλη τον εαυτόν του εις περισσοτέραν σκληραγωγίαν και μεγαλυτέρους ασκητικούς αγώνας. Τόσον ολίγα μόνον διέσωσε μέχρις ημών η παράδοσις δια τον Όσιον και θεοφόρον Πατέρα ημών Ιωακείμ, τα οποία και παραδίδομεν γραπτώς προς ωφέλειαν των τιμώντων την μνήμην αυτού, διότι με την πάροδον των ετών απωλέσθησαν τα περί του βίου του Οσίου Πατρός ημών Ιωακείμ υπάρχοντα υπομνήματα, ου ταις πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Ο Ιωακείμ όμως, ο οποίος ηγάπα σφοδρώς την αγνείαν και εφλέγετο από τον προς τον Θεόν έρωτα, επεθύμει με όλην του την ψυχήν να ακολουθήση την Μοναχικήν πολιτείαν και να ζήση την καθαρωτάτην και ισάγγελον ζωήν των Μοναχών. Όθεν μιμούμενος κατά τούτο τον Άγιον Αλέξιον τον άνθρωπον του Θεού, έφυγε κρυφίως από την πατρικήν του οικίαν, εγκαταλείψας γονείς, μνηστήν, πατρίδα και όλα τα ευχάριστα του κόσμου τούτου, όσα ευχαριστούν τας σωματικάς αισθήσεις. Απαρνηθείς δε τον εαυτόν του, κατά την του Κυρίου φωνήν, εσήκωσε με ανέκφραστον χαράν και διάπυρον ζήλον τον ελαφρόν ζυγόν του Κυρίου, γενόμενος Μοναχός και αποδυθείς με όλην του την προθυμίαν εις τους αγώνας της πνευματικής ασκήσεως. Εις ποίαν Μονήν ενεδύθη ο Ιωακείμ το άγιον Σχήμα των Μοναχών δεν γνωρίζομεν. Επειδή όμως ο νους του ήτο διαρκώς εστραμμένος προς τον Θεόν και τίποτε άλλο δεν εζήτει και δεν επεδίωκε παρά την Βασιλείαν των ουρανών, εκρίθη άξιος να λάβη και το μέγα της Ιερωσύνης αξίωμα, ασφαλώς κατά θείαν ψήφον και παραχώρησιν. Μικρά τις επιγραφή ευρισκομένη εις την Μονήν την καλουμένην των Νοτενών, η οποία τιμάται επ’ ονόματι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου υπάρχει και θαυματουργός Εικών Αυτής, η οποία, σύμφωνα με την παράδοσιν, είναι μία από τας εβδομήκοντα Εικόνας, τας οποίας εζωγράφησεν ιδιοχείρως ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς, μας δίδει την πληροφορίαν, ότι ο Όσιος Πατήρ ημών Ιωακείμ ανωκοδόμησε τον Ναόν της Ιεράς Μονής, η οποία υπάρχει εις την Δίβρην της Ηλείας. Η επιγραφή αυτή μας δίδει αφορμήν να υποθέσωμεν, ότι ο Όσιος Ιωακείμ εχρημάτισεν Ηγούμενος της ιδίας αυτής Μονής, από την οποίαν ήλθεν εις την Μονήν των Νοτενών, και με θείαν ψήφον εγένετο Καθηγούμενος ταύτης, διδάσκων και καθοδηγών εις νομάς σωτηρίους τους εκεί ασκουμένους εις τον μοναχικόν βίον Μοναχούς. Αφού παρήλθον όμως αρκετά έτη, ο Ιωακείμ, φλεγόμενος από τον πόθον της ησυχίας, παρητήθη από το αξίωμα του Ηγουμένου, και απελθών κατώκησεν εις μικρόν σπήλαιον, ευρισκόμενον πλησίον, αλλ’ υψηλότερον από την Μονήν των Νοτενών, της οποίας επί τόσα έτη εχρημάτισεν Ηγούμενος. Εις το μικρόν εκείνο σπήλαιον ο Ιωακείμ επεδόθη εις σκληράν άσκησιν, με διαρκείς προσευχάς, νηστείας και αγρυπνίας, υπομένων πάσαν σκληραγωγίαν και στενοχωρίαν, τας οποίας απαιτεί η ασκητική πολιτεία την οποίαν εξ όλης ψυχής του ηγάπησε. Με την άσκησιν εκαθάρισε τον εαυτόν του και έγινε σκεύος εύχρηστον και πολύτιμον δοχείον του Αγίου Πνεύματος, αξιωθείς θείων ελλάμψεων και χαρίτων, γενόμενος δια του ασκητικού βίου του επίγειος άγγελος και ουράνιος άνθρωπος. Διελθών λοιπόν την ζωήν του με πολλήν σκληραγωγίαν και άσκησιν και ευαρεστήσας τον Κύριον, εκοιμήθη ο Ιωακείμ τον ύπνον των δικαίων και συνηριθμήθη με τους απ’ αιώνος Αγίους, δοξασθείς παρά του Θεού και με την Χάριν των θαυμάτων. Αφού δε επέρασαν δέκα και πλέον έτη από της οσίας αυτού κοιμήσεως, ο τότε Οικουμενικός Πατριάρχης είδεν όραμα, δια του οποίου παρηγγέλλετο να κάμη ανακομιδήν του ιερού Λειψάνου του Οσίου, εκείνος δε έδωσεν εντολήν εις τον τότε Μητροπολίτην Παλαιών Πατρών να κάμη την ανακομιδήν. Ελθών λοιπόν ο Μητροπολίτης μαζί με όλον τον Κλήρον της περιφερείας και τους Μοναχούς ήνοιξε τον τάφον του Οσίου, όπου εύρε το ιερόν του Λείψανον σώον και ακέραιον, αποπνέον ουράνιον ευωδίαν. Αφού δε ανεκόμισε τούτο με μεγάλην ευλάβειαν και πολύν φόβον, κατέθεσεν αυτό εις το αριστερόν μέρος του Καθολικού Ναού της Μονής, γράψας δε και τους ασκητικούς αγώνας του Οσίου και την δόξαν την οποίαν έλαβε παρά Θεού, απέστειλε με ιδιαιτέραν επιστολήν εις τα Πατριαρχεία. Μετά παρέλευσιν όμως ολίγων ετών, κρίμασιν οις οίδεν ο Κύριος, το μεν ιερόν Λείψανον διελύθη, η δε αγία Κάρα του Οσίου εκλάπη μαζί με άλλα πολύτιμα αντικείμενα της Μονής. Σήμερον εις την Μονήν σώζονται ολίγα Λείψανα από το ιερόν σκήνος του Οσίου, τα οποία φυλάσσονται με μεγάλην ευλάβειαν εις ξύλινον κιβώτιον, εκπέμποντα άρρητον ευωδίαν και παρέχοντα πλήθος ιαμάτων εις τους μετά πίστεως προσερχομένους εις προσκύνησιν αυτών. Εις το άκρον αριστερόν μέρος του Εικονοστασίου του ιερού Ναού της Μονής ευρίσκεται η εικών του Αγίου, η οποία είναι έργον παλαιάς εποχής, εις την οποίαν εικονίζεται ο θείος ούτος Πατήρ με γλυκείαν μορφήν και σεβάσμιον χαρακτήρα, θεωρείται δε η εικών αύτη ως η γνησία και πραγματική εικών της μορφής του Οσίου. Ετέρα εικών, ομοία με αυτήν, υπάρχει εις το ίδιον μέρος του ιερού Ναού του χωρίου Σκιδά, εκ του οποίου κατήγετο ο Άγιος. Αλλά και έμπροσθεν του σπηλαίου, εις το οποίον ησύχαζεν ο Όσιος, έχει οικοδομηθή Ναός, τιμώμενος επ’ ονόματί του. Του σπηλαίου αυτού την είσοδον είχε φράξει με τοίχον, τον οποίον έκτισε με τας χείρας του ο θείος Ιωακείμ, αφήσας μόνον μικράν οπήν, δια της οποίας μετά δυσκολίας ηδύνατο να εισέρχεται και εξέρχεται. Τους λίθους δε δια την οικοδόμησιν του τοίχου εκείνου μετέφερεν ο Ιωακείμ από τον χείμαρρον, ο οποίος υπάρχει εκεί πλησίον, μολονότι ο τόπος ολόγυρα είναι γεμάτος από λίθους. Τούτο δε έπραττεν ο Όσιος δια να υποβάλλη τον εαυτόν του εις περισσοτέραν σκληραγωγίαν και μεγαλυτέρους ασκητικούς αγώνας. Τόσον ολίγα μόνον διέσωσε μέχρις ημών η παράδοσις δια τον Όσιον και θεοφόρον Πατέρα ημών Ιωακείμ, τα οποία και παραδίδομεν γραπτώς προς ωφέλειαν των τιμώντων την μνήμην αυτού, διότι με την πάροδον των ετών απωλέσθησαν τα περί του βίου του Οσίου Πατρός ημών Ιωακείμ υπάρχοντα υπομνήματα, ου ταις πρεσβείαις ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου