Στέφανος ο Πρωτομάρτυς και Αρχιδιάκονος εγένετο ο πρώτος
της των Χριστιανών πίστεως Μάρτυς υπό των Ιουδαίων λιθοβοληθείς και τελειωθείς.
Αφ’ ου δε παρήλθον τριακόσια τέσσαρα έτη από του μαρτυρίου του και αφ’ ου
ετελειώθησαν δια του μαρτυρίου πολλοί Χριστιανοί, η ειρήνη διεδέχθη την
ταραχήν, και η οικουμένη απελάμβανεν ελευθερίαν και ησυχίαν· και όλαι μεν αι
φυλακαί εκενώθησαν εκ των φυλακισμένων Χριστιανών, όλα δε τα βασανιστήρια των
τυράννων κατέπαυσαν, βασιλεύσαντος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του
χριστιανικωτάτου και πρώτου βασιλέως των Ορθοδόξων, τότε δ΄εφανερώθη και ο
πολύτιμος θησαυρός, ήτοι το πανίερον λείψανον του Πρωτομάρτυρος και
Αρχιδιακόνου Στεφάνου ούτω πως.
Άνθρωπός τις κατώκει εις εκείνην την ιδίαν κώμην, όπου ήτο κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων την ηλικίαν, Ιερεύς το αξίωμα και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δις ή τρις ο Άγιος Στέφανος και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. Ο δε Ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην, ο οποίος χαράς πολλής εμπλησθείς ήλθεν εις τον μηνυθέντα τόπον μετά των κληρικών του και σκάψας εύρε την θήκην εντός της οποίας ήτο το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς μέγας σεισμός, και ευωδία πολλή εξήλθεν ευωδιάζουσα τους παρευρεθέντας· άνωθεν δε εξ ουρανών εγίνοντο φωναί αγγελικαί λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου· αλλά και ιατρείαι ενηργούντο εις τους πάσχοντας διάφοροι, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο λείψανον, μεθ’ όλων των κληρικών και του παρατυχόντος λαού, εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και ούτω μεθ’ όλης της πρεπούσης τιμής το μετέφερον εις την Ιερουσαλήμ και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα δε έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αγίου Στεφάνου εντός της Ιερουσαλήμ άρχων τις συγκλητικός, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας θερμώς τον Πατριάρχην Ιωάννην κατέπεισεν αυτόν να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Ναώ εκείνω. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ετών ησθένησεν ο κτίτωρ του Ναού Αλέξανδρος· όθεν κατασκευάσας θήκην εκ ξύλου περσέας (ροδακινέας) ομοίαν με την θήκην, ήτις περιείχε το λείψανον του Αγίου Στεφάνου, έθηκεν αυτήν πλησίον της θήκης του αγίου λειψάνου, αφ’ ου δε απέθανεν, απετέθη το λείψανόν του εις την καινήν εκείνην θήκην. Μετά δε οκτώ έτη, όταν εβασίλευεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Μητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή ηνωχλείτο μεν υπό πολλών να νυμφευθή εκ δευτέρου δια τον πλούτον και το κάλλος της, αυτή δε δεν ήθελε, τούτου ένεκα εσκέφθη να πράξη το εξής, να λάβη το σώμα του ανδρός της και να υπάγη εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολιν. Παρουσιάσθη λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Άγιον Κύριλλον, και παρεκάλει αυτόν να της επιτρέψη να λάβη την θήκην την περιέχουσαν το λείψανον του ανδρός της· αλλ’ ο Άγιος Κύριλλος δεν επέτρεπε τούτο εις αυτήν. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, και τη συνεργεία αυτού έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, να δύναται να λάβη το λείψανον του ανδρός της και να αναβή εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν μη δυνάμενος πλέον ο Πατριάρχης να εναντιωθή, επέτρεψεν εις την γυναίκα να το λάβη. Πλανηθείσα όμως η γυνή κατά θείαν πρόνοιαν, αντί του ανδρός της έλαβε την ομοίαν εκείνην θήκην, την περιέχουσαν το του Αγίου Στεφάνου λείψανον· ταλυτην δε βάλουσα επί θρόνου, και τον θρόνον φορτώσασα εις όνον, ήρχισε την οδοιπορίαν δια Κωνσταντινούπολιν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι, έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», τα δε μέρη εκείνα επληρώθησαν ευωδίας μύρου πολλού και ευωδεστάτου· οι δε δαίμονες μακρόθεν κλαίοντες, εφώναζον με συνεχείς φωνάς· «Αλλοίμονον εις ημάς! Διότι ο Στέφανος διέρχεται εκ μέσου ημών και μας πληγώνει αοράτως». Αφιχθείσα δε η γυνή εις την παράλιον πόλιν της Ασκάλωνος εύρεν εκεί πλοίον, και δούσα ναύλον πεντήκοντα φλωρία επεβιβάσθη εις αυτό και ανεχώρησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν και όσα σημεία ετελέσθησαν αδύνατον να τα περιγράψωμεν εν συντομία. Όταν δε η γυνή αφίκετο εις την Κωνσταντινούπολιν και έφθασεν εις τα ώτα του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εγένοντο δε εις αυτόν γνωστά τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα ενώπιόν του διηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, απ’ αρχής μέχρι τέλους, τίνι τρόπω έλαβε χώραν το τοιούτον, τότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ενεπλήσθη αφάτου χαράς και αγαλλιάσεως· όθεν προσέταξεν ευθύς τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον να εξέλθωσιν εις προϋπάντησιν του Αγίου λειψάνου με τιμήν μεγίστην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρωσιν αυτό εντός των βασιλικών παλατίων. Τότε δε όσα θαύματα έγιναν αδύνατον να τα περιγράψη τις ακριβώς. Έσυρον λοιπόν αι ημίονοι την άμαξαν, επί της οποίας ήτο το άγιον λείψανον, έως ου έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εσταμάτησαν· επειδή δε έπληττον τα ζώα ίνα προχωρήσωσι, τούτου ένεκα μία των ημιόνων ελάλησεν ανθρωπίνην φωνήν λέγουσα· «Διατί μας δέρετε; Ενταύθα πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον» ταύτην την φωνήν ακούσαντες ο τε Πατριάρχης και όλοι οι παρευρεθέντες έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν τω Θεώ. Ταύτα δε μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς εξεπλάγη, και παρευθύς έκτισε Ναόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον Ναόν εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Αγίου Στεφάνου σύναξις και εορτή. Η εύρεσις του λειψάνου του Αγίου εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, η δε μνήμη του, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.
Άνθρωπός τις κατώκει εις εκείνην την ιδίαν κώμην, όπου ήτο κεκρυμμένον το του Πρωτομάρτυρος λείψανον, γέρων την ηλικίαν, Ιερεύς το αξίωμα και αιδέσιμος κατά την ζωήν, Λουκιανός (ή Λουκιλλιανός) ονομαζόμενος. Εις τούτον λοιπόν εφάνη δις ή τρις ο Άγιος Στέφανος και έδειξεν εις αυτόν τον τόπον, όπου ευρίσκετο κεκρυμμένον το λείψανόν του. Ο δε Ιερεύς εφανέρωσε την οπτασίαν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Ιωάννην, ο οποίος χαράς πολλής εμπλησθείς ήλθεν εις τον μηνυθέντα τόπον μετά των κληρικών του και σκάψας εύρε την θήκην εντός της οποίας ήτο το άγιον λείψανον. Έγινε δε παρευθύς μέγας σεισμός, και ευωδία πολλή εξήλθεν ευωδιάζουσα τους παρευρεθέντας· άνωθεν δε εξ ουρανών εγίνοντο φωναί αγγελικαί λέγουσαι· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Αι φωναί δε αύται ηκούοντο μακράν έως δέκα σημεία τόπου· αλλά και ιατρείαι ενηργούντο εις τους πάσχοντας διάφοροι, κηρύττουσαι την του Πρωτομάρτυρος χάριν. Αφ’ ου λοιπόν προσεκύνησεν ο Πατριάρχης με ευφροσύνην και χαράν το άγιον εκείνο λείψανον, μεθ’ όλων των κληρικών και του παρατυχόντος λαού, εσήκωσαν αυτό με λαμπάδας και ψαλμωδίας και θυμιάματα, και ούτω μεθ’ όλης της πρεπούσης τιμής το μετέφερον εις την Ιερουσαλήμ και το απέθεσαν εις την αγίαν Σιών. Μετά ταύτα δε έκτισε Ναόν εις το όνομα του Αγίου Στεφάνου εντός της Ιερουσαλήμ άρχων τις συγκλητικός, Αλέξανδρος ονομαζόμενος, ο οποίος παρακαλέσας θερμώς τον Πατριάρχην Ιωάννην κατέπεισεν αυτόν να αποθέση το άγιον λείψανον εν τω Ναώ εκείνω. Μετά παρέλευσιν δε πέντε ετών ησθένησεν ο κτίτωρ του Ναού Αλέξανδρος· όθεν κατασκευάσας θήκην εκ ξύλου περσέας (ροδακινέας) ομοίαν με την θήκην, ήτις περιείχε το λείψανον του Αγίου Στεφάνου, έθηκεν αυτήν πλησίον της θήκης του αγίου λειψάνου, αφ’ ου δε απέθανεν, απετέθη το λείψανόν του εις την καινήν εκείνην θήκην. Μετά δε οκτώ έτη, όταν εβασίλευεν ο Μέγας Κωνσταντίνος και επατριάρχευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ο θείος Μητροφάνης, τότε η γυνή του ανωτέρω αποθανόντος Αλεξάνδρου, Ιουλιανή ονόματι, επειδή ηνωχλείτο μεν υπό πολλών να νυμφευθή εκ δευτέρου δια τον πλούτον και το κάλλος της, αυτή δε δεν ήθελε, τούτου ένεκα εσκέφθη να πράξη το εξής, να λάβη το σώμα του ανδρός της και να υπάγη εις τον πατέρα της και εις την πατρίδα της, την Κωνσταντινούπολιν. Παρουσιάσθη λοιπόν εις τον τότε Πατριάρχην της Ιερουσαλήμ Άγιον Κύριλλον, και παρεκάλει αυτόν να της επιτρέψη να λάβη την θήκην την περιέχουσαν το λείψανον του ανδρός της· αλλ’ ο Άγιος Κύριλλος δεν επέτρεπε τούτο εις αυτήν. Δια τούτο έγραψεν εκείνη εις τον πατέρα της περί ταύτης της υποθέσεως, και τη συνεργεία αυτού έστειλεν ο βασιλεύς σάκραν, ήτοι βασιλικήν προσταγήν, να δύναται να λάβη το λείψανον του ανδρός της και να αναβή εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν μη δυνάμενος πλέον ο Πατριάρχης να εναντιωθή, επέτρεψεν εις την γυναίκα να το λάβη. Πλανηθείσα όμως η γυνή κατά θείαν πρόνοιαν, αντί του ανδρός της έλαβε την ομοίαν εκείνην θήκην, την περιέχουσαν το του Αγίου Στεφάνου λείψανον· ταλυτην δε βάλουσα επί θρόνου, και τον θρόνον φορτώσασα εις όνον, ήρχισε την οδοιπορίαν δια Κωνσταντινούπολιν. Καθ’ όλην δε την νύκτα ηκούοντο εν τω αέρι, έως δέκα σημεία τόπου, ύμνοι αγγελικοί και δοξολογία θεοπρεπής λέγουσα· «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία», τα δε μέρη εκείνα επληρώθησαν ευωδίας μύρου πολλού και ευωδεστάτου· οι δε δαίμονες μακρόθεν κλαίοντες, εφώναζον με συνεχείς φωνάς· «Αλλοίμονον εις ημάς! Διότι ο Στέφανος διέρχεται εκ μέσου ημών και μας πληγώνει αοράτως». Αφιχθείσα δε η γυνή εις την παράλιον πόλιν της Ασκάλωνος εύρεν εκεί πλοίον, και δούσα ναύλον πεντήκοντα φλωρία επεβιβάσθη εις αυτό και ανεχώρησε δια την Κωνσταντινούπολιν. Όσα δε θαύματα εγίνοντο καθ’ οδόν και όσα σημεία ετελέσθησαν αδύνατον να τα περιγράψωμεν εν συντομία. Όταν δε η γυνή αφίκετο εις την Κωνσταντινούπολιν και έφθασεν εις τα ώτα του βασιλέως, ότι έρχεται το λείψανον του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου, εγένοντο δε εις αυτόν γνωστά τα περί της γυναικός του Αλεξάνδρου, η οποία παρασταθείσα ενώπιόν του διηγήθη ακριβώς δια ζώσης φωνής, απ’ αρχής μέχρι τέλους, τίνι τρόπω έλαβε χώραν το τοιούτον, τότε ο φιλευσεβέστατος βασιλεύς Κωνσταντίνος ενεπλήσθη αφάτου χαράς και αγαλλιάσεως· όθεν προσέταξεν ευθύς τον Πατριάρχην και όλον τον κλήρον να εξέλθωσιν εις προϋπάντησιν του Αγίου λειψάνου με τιμήν μεγίστην και ευλάβειαν, και ούτω να φέρωσιν αυτό εντός των βασιλικών παλατίων. Τότε δε όσα θαύματα έγιναν αδύνατον να τα περιγράψη τις ακριβώς. Έσυρον λοιπόν αι ημίονοι την άμαξαν, επί της οποίας ήτο το άγιον λείψανον, έως ου έφθασαν εις τόπον λεγόμενον Κωνσταντιαναί, και εκεί εσταμάτησαν· επειδή δε έπληττον τα ζώα ίνα προχωρήσωσι, τούτου ένεκα μία των ημιόνων ελάλησεν ανθρωπίνην φωνήν λέγουσα· «Διατί μας δέρετε; Ενταύθα πρέπει να αποτεθή το άγιον λείψανον» ταύτην την φωνήν ακούσαντες ο τε Πατριάρχης και όλοι οι παρευρεθέντες έδωκαν μεγαλοφώνως δόξαν τω Θεώ. Ταύτα δε μαθών και ο πιστότατος βασιλεύς εξεπλάγη, και παρευθύς έκτισε Ναόν εις τον τόπον εκείνον επ’ ονόματι του Πρωτομάρτυρος, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις τον Ναόν εκείνον τελείται κατ’ έτος η του Αγίου Στεφάνου σύναξις και εορτή. Η εύρεσις του λειψάνου του Αγίου εορτάζεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Σεπτεμβρίου, η δε μνήμη του, κατά την εικοστήν εβδόμην του Δεκεμβρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου