Ναζάριος, Προτάσιος, Γερβάσιος και Κέλσιος οι θαυμαστοί και ένδοξοι Άγιοι Μάρτυρες έλαμψαν ως λαμπροί αστέρες βασιλεύοντος του ασεβεστάτου Νέρωνος, εν έτει νζ΄ (57). Ήτο δε τότε ο πρώτος τούτων, ο μακάριος Ναζάριος, εις την περίφημον και περιβόητον Ρώμην, διότι από την Ρώμην ήτο αυτός και η μήτηρ του, ο δε πατήρ του ήτο από την Λιβύην, αμφότεροι πλούσιοι και ενάρετοι, οίτινες ήσαν μαθηταί του κορυφαίου των Αποστόλων Πέτρου, όστις και τους ωδήγησε προς την ευσέβειαν και τους εβάπτισεν, ο δε Πανάγαθος Θεός τους έδωκε κληρονόμον της αρετής και της περιουσίας αυτών τον Ναζάριον, τον οποίον εβάπτισεν ο Λίνος, όστις ήτο του θρόνου και της αρετής του Πέτρου διάδοχος.
Όσον δε ηύξανεν ο νέος εις την ηλικίαν του σώματος, τοσούτον και ο πόθος του Χριστού επλήθυνεν εις την ψυχήν του και εδεικνύετο εις την αρετήν θερμότερος. Επειδή δε ήρχοντο πολλοί εις αυτόν χάριν ωφελείας δια την θαυμαστήν του διαγωγήν και του έδιδαν ενόχλησιν, ηθέλησε να αναχωρήση δια να εύρη ησυχίαν να συνομιλή κατά μόνας με τον ποθούμενον, έτι δε να ωφελήση και άλλους με την ένθεον πολιτείαν του και με την διδασκαλίαν του να επιστρέψη τους ειδωλολάτρας προς την ευσέβειαν. Κατά τον εικοστόν όθεν χρόνον της ηλικίας του, πωλήσας όλην την περιουσίαν του, επήρε τα αργύρια και περιπατών από πόλεως εις πόλιν έδιδεν ελεημοσύνην εις πένητας, διδάσκων αποστολικώς την ευσέβειαν· όθεν και πολλούς προς Χριστόν εχειραγώγησε και ηξίωσε του θείου Βαπτίσματος. Μετέβη δε μετά δέκα έτη εις την πόλιν Πλακεντίαν και εις τα Μεδιόλανα και εκεί εύρε φυλακισμένους δια την πίστιν του Χριστού δύο Αγίους άνδρας, τον Προτάσιον και τον Γερβάσιον, των οποίων η φήμη είχε φθάσει εις πολλάς πόλεις δια τας θαυματουργίας τας οποίας ετέλεσαν. Με τούτους εφιλιώθη και ο Ναζάριος και παρακινών αυτούς προς το Μαρτύριον εθέρμανε τας ψυχάς των προς τον ένθεον έρωτα. Έφθασε λοιπόν η φήμη του και έως του άρχοντος της Ιταλίας Ανουλίου, όστις είχε και τους άλλους δύο φυλακισμένους, και παραστήσας εις το βήμα και τον Ναζάριον, τον συνεβούλευε να μη υβρίζη τους θεούς του τοσούτον αναίσχυντα· μετά ταύτα, γνωρίσας την γνώμην του, του έδωσε πολλά ραπίσματα εις το πρόσωπον, έπειτα τον εδίωξεν από την πόλιν με πολλήν ατιμίαν ως μίασμα ο παμμίαρος. Τούτο δε όσον εις τον δικαστήν εφαίνετο μεγάλη τιμωρία και περιφρόνησις, τοσούτον ο καταδικασθείς το είχεν εις ευεργεσίαν και ευφροσύνην του, ότι έλαβε πληγάς και ύβρεις δια τον Κύριον. Εξήλθε λοιπόν και από εκεί και μετέβη εις πόλιν λεγομένην Κείμελιν, όχι σιωπών, αλλά μετά παρρησίας διδάσκων και πολλούς εχειραγώγησε προς ευσέβειαν. Κατ’ εκείνην δε την νύκτα βλέπει την μητέρα του εις οπτασίαν και του λέγει να υπάγη εις την Γαλλίαν, δια να κηρύξη και εκεί την ευσέβειαν. Εκείθεν απήλθεν εις πόλιν τινά της Γαλλίας, Μελίαν ονόματι, και εις ολίγον καιρόν έφερε σχεδόν όλους εις την αλήθειαν. Ήτο δε εκεί γυνή τις επιφανής και πρώτη της πόλεως, ήτις είχε παιδίον τριών ετών και το έφερεν εις τους πόδας του Αγίου, λέγουσα· «Λάβε μετά σου τον παίδα τούτον να σου ακολουθή όπου υπάγεις, δια να αξιωθή και αυτός της ουρανίου αγαλλιάσεως». Ο δε Άγιος τον εδέχθη μετά χαράς και προσευξάμενος τον εβάπτισεν ονομάσας αυτόν Κέλσιον· ακολούθως ο Ναζάριος επήγε και εις άλλας πόλεις της Γαλλίας κηρύττων το ιερόν Ευαγγέλιον· ακούσας δε το όνομά του ο άρχων των πόλεων εκείνων, καλούμενος Δεινόβαος, εξήτασεν αυτόν ομού με τον Κέλσιον, ερωτών πόθεν ήτο και ποίας πίστεως. Ο Άγιος απεκρίθη· «Ρωμαίος είμαι και προσκυνώ τον Εσταυρωμένον». Λέγει ο Δεινόβαος· «Δαιμόνιον έχεις· εγώ σε ερωτώ δια τους γονείς σου και συ μου λέγεις φλυαρίας». Λέγει ο Άγιος· «Εάν είχον δαιμόνιον, δεν θα ύβριζα τους δαίμονας, τους οποίους προσκυνείτε, ανόητοι». Θυμωθείς εις ταύτα ο θηριόγνωμος ήρπασεν από τας χείρας αυτού τον Κέλσιον και έδειρεν ανηλεώς ο νηπιόφρων τον γεροντόφρονα, ότι δια την πολλήν του απανθρωπίαν και ωμότητα δεν ελυπήθη την νεαράν ηλικίαν, την οποίαν πάσα ψυχή φιλάνθρωπος και ζώσα σπλαγχνίζεται. Το δε παιδίον εδέχετο τας ανυπίστους πληγάς με πολλήν αγαλλίασιν, λέγων με γλώσσαν ψελλίζουσαν· «Αυτός ο Θεός τον οποίον λατρεύω να σε κρίνη, άδικε δικαστά, ως Κριτής δικαιότατος». Μετά ταύτα τους εφυλάκισεν έως δευτέραν εξέτασιν. Γυνή δε τις ευγενής και περίβλεπτος, Δεινομέδα ονόματι, συνεβούλευσε την γυναίκα του άρχοντος να λυπηθή το βρέφος και να τους αφήσουν να αναχωρήσωσιν, αυτή δε πάλιν παρεκάλεσε τον Δεινόβαον, όστις απέλυσε τον Ναζάριον δια την δέησιν της συμβίας του. Αναχωρήσας εκείθεν ο Άγιος με τον Κέλσιον μετέβη εις πόλιν τινα καλουμένην Τίμεριν, διδάσκων και επιστρέφων πολλούς προς επίγνωσιν. Ο δε βάσκανος διάβολος, μη υποφέρων την ωφέλειαν τόσου λαού, κατέπεισε τον άρχοντα και έγραψε προς τον βασιλέα δια τον Άγιον, ότι κηρύττει τον Χριστόν πανταχού και μυκτηρίζει τα είδωλα. Ο δε Νέρων έστειλε πρόσταγμα να τον φέρουν πάραυτα. Οι δε απεσταλμένοι, ευρόντες αυτόν παρρησία διδάσκοντα, ήρπασαν αυτόν και τον παρέστησαν χαίροντα χαίροντες εις τον Νέρωνα, όστις εδοκίμασε να τον διαστρέψη και μη δυνηθείς τους εφυλάκισεν ολίγον καιρόν και πάλιν τους απεφυλάκισε, δοκιμάζων αυτούς με κολακείας και απειλάς. Αλλά ποσώς δεν ηδυνήθη να εκφοβίση καν το παιδίον. Όθεν προστάσσει να τους ρίψωσιν εις το πέλαγος και ούτως εβύθισαν αυτούς. Αλλ’ εις μάτην εκοπίαζεν ο ασύνετος, διότι εφάνησαν αληθείς οι λόγοι του Ησαϊου, ως εκ Θεού προς αυτούς λεγόμενοι· «Εάν διαβαίνης δι’ ύδατος μετά σου ειμι, και ποταμοί ου συγκλύσουσί σε· και εάν διέλθης δια πυρός, ου μη κατακαυθής» (Ησ. μγ: 2). Ελθών δε ουρανόθεν Άγιος Άγγελος τους εξήγαγεν εις την γην χωρίς βλάβην· τούτο το θαύμα είλκυσε πολλούς εις την πίστιν, εις πείσμα του Νέρωνος, από τον οποίον απεστάτησαν και έγιναν μαθηταί του Χριστού, ομού με τον Ναζάριον, όστις επήγε πάλιν εις άλλην πόλιν της Ιταλίας, καλουμένην Γένουαν, έπειτα εις τα Μεδιόλανα, διδάσκων πάλιν τα νεκταρώδη και γλυκύτατα της σωτηρίας διδάγματα, με τα οποία οι μεν ευλαβείς εποτίζοντο και ηγάλλοντο, οι δε ασεβείς διέβαλον αυτόν εις τον άρχοντα Ανούλιον, ο οποίος τον εφυλάκισεν. Όθεν πάλιν ευρίσκων εκεί τους συνάθλους Γερβάσιον και Προτάσιον, συνηυφράνθησαν απολαμβάνοντες μεταξύ των της διδασκαλίας τα γλυκύτατα νάματα· εγένετο δε η φυλακή τιμιωτέρα των βασιλείων και άλλος Παράδεισος ευώδης και ωραιότατος. Ενουθέτησαν δε και αυτοί ικανώς τον νεώτερον Κέλσιον να υπομένη τας βασάνους δια τον Κύριον, διότι εφοβούντο μήπως και δειλιάση ως παιδίον και χάση τον στέφανον· αλλ’ αυτός ήτο εις την πράξιν τέλειος. Ο δε Ανούλιος γινώσκων την αγριότητα του βασιλέως εθαύμασε πως έφυγεν από τας χείρας του ο Ναζάριος και του γράφει ότι τον είχε φυλακισμένον με άλλους τρεις και τι προστάσσει να τους κάμη. Ο δε Νέρων, ακούσας ότι ζη ακόμη ο Ναζάριος, εδαιμονίσθη από τον θυμόν ο ασύνετος, επήδησεν από τον θρόνον και εφώναζεν ονομάζων αχαρίστους και ασεβείς εκείνους, που έστειλε να τον ρίψουν εις την θάλασσαν, τους οποίους εζήτει να θανατώση ο μάταιος. Έπειτα μη δυνάμενος να τους εύρη, έστειλεν εις τον Ανούλιον την κατά των Αγίων απόφασιν προστάζων να κόψη με το ξίφος τας κεφαλάς των, τα δε λείψανά των να δώση εις τα θηρία να τα φάγωσιν. Ο δε άρχων δεξάμενος τας διαταγάς, προσέταξε να τους θανατώσωσι πάραυτα. Επήγαιναν λοιπόν οι Άγιοι εις τον τόπον της καταδίκης αγαλλιώμενοι με τόσην φαιδρότητα, ώσπερ να τους είχον καλεσμένους εις πλουσίαν ευωχίαν και τράπεζαν και εφιλονίκουν μεταξύ των τις να λάβη πρώτος τον στέφανον, φοβούμενοι μήπως και αλλάξη γνώμην ο Νέρων και δεν τους δώση τον φιλούμενον θάνατον. Αφ’ ου δε έφθασαν εις τον τόπον της τελειώσεως, εδίωξαν πρότερον οι δήμιοι τους ευσεβείς Χριστιανούς, δια να μη λάβωσι μέρος τι εις αγιασμόν από τα αίματα και τα λείψανά των, έπειτα έκοψαν τας κεφαλάς των τη δεκάτη Τετάρτη του Οκτωβρίου μηνός, και τα μεν τίμια αυτών λείψανα παρέμειναν εδώ εις την γην προς αγιασμόν των πιστών, αι δε ψυχαί αυτών ανήλθον λελαμπρυσμέναι εις τους ουρανούς δια να συναγάλλωνται μετά του Δεσπότου Χριστού εις τους απεράντους αιώνας υπέρ του οποίου το τίμιον αυτών αίμα εξέχεον. Ολίγας ημέρας μετά το μαρτυρικόν αυτών τέλος εφάνησαν οι Άγιοι εις φιλόχριστον τινα εν οράματι και τον προσέταξαν να λάβη τα λείψανά των, του υπέδειξαν δε τον τόπον εις τον οποίον τα έρριψαν οι ασεβείς κρυφίως δια να τα φάγωσι τα θηρία κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Τούτο δε έκαμαν οι Άγιοι όχι δια να δοξασθούν αυτοί, οι οποίοι δια την αγάπην του Κτίστου πάσαν τιμήν και δόξαν προθύμως κατεφρόνησαν, αλλά δια να ωφελήσωσι τους πιστούς με την τιμήν και ευλάβειαν την οποίαν θα επεδείκνυον προς αυτούς. Αναστάς δε ο φιλόχριστος εκείνος εκ του ύπνου επήγεν αγαλλιώμενος και επήρε τα άγια λείψανα, καθώς δε έφερεν αυτά εις τον οίκον του, παρευθύς ιατρεύθη μία θυγάτηρ, την οποίαν είχε παράλυτον. Εκρύπτοντο δε οι πολύτιμοι αυτοί θησαυροί εις αυτήν την οικίαν έως τον καιρόν του Μεγάλου Θεοδοσίου, όστις είχε μεγάλην ευλάβειαν εις τα θεία, ως ουδείς άλλος των βασιλέων, εξαιρουμένου βεβαίως του Αγίου και Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ευρισκόμενος λοιπόν ο ευσεβέστατος βασιλεύς εις τα Μεδιόλανα έστειλε τον μέγαν Αμβρόσιον, τον ενάρετον όντως και περιβόητον Αρχιερέα, ο οποίος με όλους τους Κληρικούς και ευλαβείς άρχοντας έφεραν αυτά τα άγια λείψανα, με τα οποία επλούτισαν τα Μεδιόλανα, διότι καθώς εισήλθον εις τας πύλας της πόλεως ετέλεσαν θαυμάσια άπειρα· τυφλοί εφωτίσθησαν, χωλοί περιεπάτησαν, λεπροί εκαθαρίσθησαν και οι δαίμονες από τους πάσχοντας έφευγον και απλώς ειπείν όλοι οι ασθενείς, οι οποίοι ησπάσθησαν τα μαρτυρικά εκείνα και πάνσεπτα λείψανα, την ώραν εκείνην εθεραπεύθησαν. Λαβών δε μέρος εξ αυτών ο ευσεβής και πανευλαβής Θεοδόσιος είχε περισσοτέραν αγαλλίασιν, παρά εάν ήθελεν αιχμαλωτίσει πλουσίαν πόλιν και είχε λάβει χρυσίον πολύ και αργύριον· πλουτίσας δε δια των αγίων αυτών λειψάνων την Κωνσταντινούπολιν, έκτισεν επ’ ονόματι αυτών και Ναόν περιβόητον, εις τον οποίον ετέλουν θαυμάσια και έως την σήμερον τελούσιν, εις δόξαν του αληθινού και μόνου Τρισυποστάτου Θεού ημών, όστις αντιδοξάζει πλουσίως τους αυτόν δοξάζοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου