Λουκιανός ο Πρεσβύτερος και Μάρτυς του Χριστού ήτο από μίαν πόλιν της Συρίας καλουμένην Σαμόσατα, εν έτει 290. Οι γονείς του ήσαν ευγενείς και Χριστιανοί, οίτινες τον έβαλαν να σπουδάζη τα ιερά γράμματα. Όταν δε έφθασεν ο νέος εις το δωδέκατον έτος της ηλικίας του, οι γονείς του ετελεύτησαν.
Ο δε Λουκιανός, διαμοιράσας εις τους πτωχούς τα υπάρχοντα, απήλθεν εις Έδεσσαν, και παρέμεινεν επί πολύ εις τινα διδάσκαλον ενάρετον, ονομαζόμενον Μακάριον, από τον οποίον συνήθροισε πάσαν αρετήν και εβαπτίσθη απ’ αυτόν, διότι ακόμη δεν ήτο Χριστιανός τέλειος· έπειτα ηθέλησε να γίνη Μοναχός και τόσον ηγάπησε την εγκράτειαν, ώστε δεν ηθέλησε να φάγη ποσώς πράγμα εψημένον, ούτε μαγείρευμα, ούτε οίνον εδοκίμασεν, αλλά μαχόμενος καθ’ εκάστην κατά της σαρκός με νηστείαν και κακοπάθειαν, τοσούτον την κατέβαλε με προσευχάς και με δάκρυα, ώστε εθαύμαζον όσοι τον εγνώριζον. Διότι, όταν ήσαν ημέραι χαρμόσυνοι έτρωγεν άπαξ της ημέρας, τον δε άλλον καιρόν εκάστην εβδομάδα. Ποτέ δεν εγέλασεν, ούτε ηργολόγει, αλλ’ ήτο σκυθρωπός και περίλυπος· και τόσον ηγάπα να μελετά την θείαν Γραφήν, ώστε δεν εκοιμάτο σχεδόν από την αγάπην, την οποίαν είχεν εις την ανάγνωσιν· και πάλιν, όταν ήθελε να αναπαυθή ολίγον δια την ασθένειαν της σαρκός, έκαμνε πρώτον μετανοίας και γονυκλισίας, όσας ηδύνατο, και έχυνε θερμότατα δάκρυα. Έπειτα εκοιμάτο ολίγον, και πάλιν προσηύχετο, ούτω δε επορεύετο από παιδίον και δεν έτρωγεν άλλα βρώσιμα, ειμή μόνον άρτον ολίγον και ούτε τότε εχόρταινεν ο μακάριος, αλλά τόσον μόνον ώστε να μη αποθάνη. Δια την θαυμασίαν λοιπόν ταύτην αρετήν του έγινεν ο Άγιος ονομαστότατος· όθεν και εχειροτόνησαν αυτόν Πρεσβύτερον εις την Αντιόχειαν, εις την οποίαν κατέστησε διδασκαλείον μέγιστον και ήρχοντο εις αυτόν πανταχόθεν οι σπουδαίοι και φιλομαθείς και τους εδίδασκεν, επειδή ήτο πολυμαθής και άριστος καλλιγράφος και ταχυγράφος. Από δε την πληρωμήν που του έδιδον ηγόραζε μόνον τον άρτον του, τα δε λοιπά, τα οποία του επερίσσευον, τα διένεμεν εις τους πένητας· και εάν δεν έτρωγον και έτεροι από τον κόπον του, ουδέ αυτός μετελάμβανε τίποτε. Ούτος ο αξιοθαύμαστος, βλέπων τας ιεράς Βίβλους ότι ήσαν νενοθευμέναι από αιρετικούς, τας εκαθάρισε με μεγάλην επιμέλειαν, διότι ήτο ευφυής εις τον νουν, μάλιστα δε, επειδή εγίνωσκε καλώς την Εβραϊκήν γλώσσαν, διώρθωσεν όλην την παλαιάν Γραφήν. Έπειτα αφήσας την ιδίαν του πατρίδα, μετέβη εις την Νικομήδειαν, αφήσας εις την Εκκλησίαν της Νικομηδείας εν ιερόν βιβλίον, του οποίου εκάστη σελίς ήτο τρίστηλος, και περιείχεν όλην την Παλαιάν και Νέαν Γραφήν. Τόσον δε ανώτερος έγινεν ο μακάριος ούτος από την φύσιν των ανθρώπων δια τας αρετάς του, ώστε όταν διέβαινεν εις το μέσον της πόλεως ήτο μεν ορατός εις όσους ήθελεν, αόρατος δε εις όλους τους άλλους. Κατά την εποχήν ταύτην εβασίλευεν ο Μαξιμιανός ο μισόχριστος, όστις είχε μανίαν να εξαλείψη το όνομα των Χριστιανών τελείως· και ακούσας την φήμην του Αγίου, έστειλεν ανθρώπους δια να τον συλλάβωσι και να του τον φέρωσι, διότι επεθύμει πολύ να τον τιμωρήση. Ο δε Άγιος εκρύπτετο, δια να μη φανή ριψοκίνδυνος, και δια να ωφελήση ακόμη τους μαθητάς του με την παρουσίαν του. Ιερεύς όμως τις, όστις ήτο εις την αίρεσιν του Σαβελλίου, Παγκράτιος ονόματι, τον εφθόνει και τον παρέδωσεν ο τρισάθλιος. Λαβόντες δε αυτόν οι απεσταλμένοι, τον μετέφερον εις την Νικομήδειαν, εις την οποίαν ήτο τότε ο τύραννος και εφόνευσε τον Επίσκοπον ταύτης Άγιον Άνθιμον, τον Άγιον Πέτρον Αλαξανδρείας, και ετέρους πολλούς· και τόσην ωμότητα είχεν ο τρισκατάρατος και δίψαν εις τα των Αγίων αίματα, ώστε δεν ελυπείτο ούτε τα παιδία, αλλά εθανάτωνε και αυτά, επειδή δεν ήθελον να δοκιμάσουν τα αίματα των θυσιών και πλείστα όσα άωρα βρέφη εμαρτύρησαν ενδυναμούμενα από την θείαν βοήθειαν, προς μεγαλύτερον έλεγχον του δυσσεβούς, όστις δεν ηδύνατο να νικήση ψελλίζοντα νήπια. Από δε τα πολλά, άτινα τον κατήσχυνον, να είπωμεν εν παράδειγμα, διότι είναι λίαν αξιοθαύμαστον και άξιον διηγήσεως. Εν μέσω των άλλων παιδίων, ήγαγον δύο αδελφούς από γένος λαμπρότατον, τους οποίους προσεπάθησε κατά πολύ να δελεάση ο Μαξιμιανός, να γευθώσιν από το αίμα των θυσιών, και δεν ηδυνήθη ούτε με κολακείας, ούτε με απειλάς, αλλά έστρεφον οπίσω το πρόσωπον κλαίοντα· όθεν ο βασιλεύς το είχεν εις μεγάλην του αισχύνην και καταφρόνησιν ότι δεν ηδύνατο να νικήση δύο βρέφη απονήρευτα και τα έδειρεν ασπλάγχνως· αλλά εκείνα ουδόλως εφοβήθησαν, δια να κάμουν την προσταγήν του. Εις δε από τους σοφούς εις την κακίαν, όστις ήτο πλησίον του βασιλέως, προσποιούμενος δήθεν καλωσύνην προς αυτόν, εκαυχήθη να νικήση αυτός τα νήπια· κατασκευάσας δε μίαν μηχανήν, έστριψε σινάπι με όξος δριμύτατον και γυρίσας τας κεφαλάς των παίδων, κατέπλασεν επάνω εις την κεφαλήν των το σινάπι ο τρισάθλιος· έπειτα τα έρριψεν εις εν βαλανείον πυρωμένον, το οποίον εκοκκίνιζεν από την μεγάλην φλόγα και έκκαυσιν. Οι δε Άγιοι Παίδες κατεφλέγοντο εις τας κεφαλάς δριμύτατα· όθεν εις ολίγην ώραν ετελεύτησεν ο νεώτερος, μη υποφέρων την φλόγα, ήτις εξήψεν εις το κρανίον του. Τότε ο έτερος, δια να καταισχύνη τους ειδωλολάτρας και δια να στερεώση τους κεκρυμμένους Χριστιανούς εις την πίστιν, ευφήμιζε την νίκην του αδελφού αγαλλιώμενος και κατεφίλει αυτόν ονομάζων αυτόν στρατιώτην αήττητον και νικητήν γενναιότατον, και ούτως εναγκαλιζόμενος εκείνον παρέδωκε και αυτός ο μακάριος την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού. Όθεν οι μεν τύραννοι έμειναν κατησχυμμένοι, οι δε ευλαβείς Χριστιανοί έλαβον τα άγια ταύτα και σεβάσμια λείψανα και εντίμως αυτά ενεταφίασαν, μετά τινας δε χρόνους τους έκτισαν και Μαρτύριον, το οποίον έως την σήμερον φαίνεται εις την Νικομήδειαν, το των νηπίων ονομαζόμενον· αλλ’ επί το προκείμενον επανέλθωμεν. Όταν μετέφερον τον Άγιον Λουκιανόν δεδεμένον, διήλθον από την Καππαδοκίαν, ευρών δε εκεί στρατιώτας τινάς, οι οποίοι ηρνήθησαν τον Χριστόν, τους εδίδασκε πρώτον με λόγους πλήρεις αγάπης και ευσπλαγχνίας παρακινών αυτούς να επιστρέψωσι και πάλιν εις την ευσέβειαν, έπειτα τους παρεκίνει και με παραδείγματα, λέγων προς αυτούς ο σοφώτατος ταύτα· «Απρεπές και ανοίκειον είναι να δειλιώσιν οι στρατιώται τον δια Χριστόν θάνατον, τον οποίον παίδες και γυναίκες αναρίθμητοι δεν εφοβήθησαν. Δια τον επίγειον βασιλέα κινδυνεύετε καθ’ εκάστην εις θάνατον, τον δε επουράνιον επροδώσατε, όστις είναι ζωής και θανάτου Κύριος. Καλύτερον είναι να καταφρονήσητε αυτήν την πρόσκαιρον ζωήν δια την αγάπην Αυτού, όστις θα σας δώση μακαριότητα αιώνιον, παρά να προτιμήσητε αυτήν την ολιγοχρόνιον, την οποίαν και μη θέλοντες χάνετε εις τον πόλεμον και υπάγετε και εις ατελεύτητον κόλασιν». Με τοιαύτα και άλλα παρόμοια παραδείγματα επροθυμοποίησεν αυτούς δια το Μαρτύριον· όθεν μετανοήσαντες δια την προτέραν αγνωσίαν, επέδειξαν κατόπιν περισσοτέραν ευσέβειαν και προθυμίαν και έδραμον τεσσαράκοντα άνδρες ανδρείως εις το Μαρτύριον. Ουχί δε μόνον καθ’ όλην την οδοιπορίαν εστήριζε τους ολιγοψύχους ο Άγιος, αλλά και όταν έφθασεν εις την Νικομήδειαν συνωμίλησε με πολλούς, οίτινες, Χριστιανοί όντες πρότερον, εβιάσθησαν από τους ειδωλολάτρας και μη δυνάμενοι να υπομείνουν τα πάνδεινα κολαστήρια εθυσίασαν εις τα είδωλα· τούτους συμβουλεύσας ικανώς ο σοφός Λουκιανός διώρθωσε τας γνώμας των, υποδείξας εις αυτούς τον εκ της παραβάσεως κίνδυνον και τας ατελευτήτους κολάσεις, αίτινες αναμένουν εκείνους οι οποίοι ηρνήθησαν τον Χριστόν δια πρόσκαιρον απόλαυσιν. Δια των λόγων τούτων επέστρεψαν εις την Εκκλησίαν άπαντες οι παραπλανηθέντες. Ουχί δε μόνον εκείνους, τους οποίους έβλεπε, διώρθωνεν, αλλά και εις άλλους τόπους διαφόρους έστελλε γράμματα καθ’ όλην του την ζωήν, με τα οποία οι δειλιώντες εστερεούντο εις την ευσέβειαν· λέγουσι δε ότι έγραψε τρεις χιλίαδας επιστολάς, έτι δε και ολόκληρον την Παλαιάν Γραφήν μετεγλώττισεν από το Εβραϊκόν. Είχε δε τοσούτον σεβασμίαν μορφήν ο μακάριος, ώστε μόνον να τον έβλεπε τις συνεστέλλετο να τον κοιτάζη εις το πρόσωπον· όθεν τινές συνεβούλευσαν τον βασιλέα, ότι εκινδύνευε να γίνη Χριστιανός, εάν ίδη τον Λουκιανόν και συνομιλήση μετ’ αυτού. Δια τον λόγον όθεν τούτον εφοβήθη ο Μαξιμιανός και δεν τον έφερεν έμπροσθέν του, αλλά διέταξε και τον αφήκαν εκτός του παραπετάσματος του δωματίου του, εκείνος ευρισκόμενος έσωθεν αυτού ωμίλει εκείθεν και διεβίβαζε δια τινος υπηρέτου την απόκρισιν. Και πρώτον μεν τον εκολάκευσε φιλοτίμως και του υπέσχετο μυρία πράγματα, να τον έχη πατέρα και σύμβουλον εις τας κρίσεις και κοινωνόν εις την τιμήν και δόξαν της βασιλείας και ετέρας φλυαρίας· αφού δε απεκρίθη ο Άγιος εις αυτόν ότι όλος ο φαινόμενος κόσμος δεν ήτο αντάξιος της ευσεβείας, εθυμώθη ο τύραννος και τον ηπείλησε να του δώση τα σκληρότερα κολαστήρια, αφ’ όσα ηκούσθησαν· ο δε Άγιος δεν εφοβείτο ποσώς τας απειλάς του· όθεν προσέταξε να τον φυλακίσουν και να βασανίζουν όσον δύνανται το σώμα του με διάφορα κολαστήρια, στρεβλώνοντες ποικιλοτρόπως τα μέλη του επί καιρόν πολύν, ούτως ώστε να μη αποθάνη ταχέως, αλλά να έχη πόνους καθ’ ώραν δριμυτάτους και να λαμβάνη καθ’ εκάστην πικρότατον θάνατον. Έβαλαν λοιπόν εις την ποδοκάκην τους πόδας του· αύτη ήτο εν ξύλινον στρεβλωτήριον όργανον και είχε τέσσαρας οπάς, εις τας οποίας διαπερόντες τους πόδας του, του έδιδον μεγάλην τιμωρίαν, διότι μετετίθοντο αι αρμονίαι των οστών του. εις την ράχιν πάλιν του εκάρφωσαν κοπτερά και σουβλερά όστρακα και τανύσαντες τας χείρας αυτού, τας έδεσαν σφικτά εις εν ξύλον, το οποίον ήτο επάνω εις την κεφαλήν του, δια να μη δύναται να σαλεύση τελείως. Υβρίζοντες λοιπόν και παιδεύοντες αυτόν ποικιλοτρόπως, δεν του έδιδον να φάγη τι, ειμή μόνον από τα μιαρά των θυσιών βρώματα, αλλ’ αυτός προετίμα καλύτερον μυρίους θανάτους, παρά να μιάνη απ’ εκείνα την ψυχήν και το σώμα του. Έμεινε λοιπόν ούτω ταλαιπωρούμενος από τους πόνους, την πείναν και τας άλλας κακώσεις ημέρας δεκατέσσαρας, διδάσκων τους άλλους φυλακισμένους και στηρίζων αυτούς εις την ευσέβειαν, με τον ζήλον αυτού και το παράδειγμα. Επειδή δε ήγγιζε η εορτή των Θεοφανείων, συνήχθησαν εις την φυλακήν πολλοί από τους μαθητάς του από την Αντιόχειαν και από άλλους τόπους, να τους ευχηθή και να τους δώση την τελευταίαν συγχώρησιν, επικραίνοντο δε διότι δεν ήτο δυνατόν να λειτουργήση δια την εορτήν και να τους κοινωνήση τα θεία Μυστήρια· ο δε Άγιος είπεν εις αυτούς· «Μη λυπήσθε και ελπίζω εις τον Θεόν να συνεορτάσωμεν ομού τα Άγια Θεοφάνεια». Και ούτως έγινε το έργον κατά τον λόγον του με του Θεού την βοήθειαν. Όταν λοιπόν ήλθεν η ημέρα της εορτής, είχον πόθον οι μαθηταί αυτού να λειτουργήση την τελευταίαν μυσταγωγίαν, να κοινωνήσουν από τας χείρας του, αλλά δεν ήτο δυνατόν εκεί μέσα εις την φυλακήν να έχωσι Αγίαν Τράπεζαν, ο δε Άγιος είπεν εις αυτούς· «Μη λυπήσθε, ότι τούτο το στήθος μου θέλει γίνει Τράπεζα σήμερον, και θαρρώ εις τον Θεόν να μη είμαι εγώ ατιμώτερος από τον έψυχον λίθον. Σεις να γίνητε Ναός, να με βαστάτε γύρωθεν, και εγώ να γίνω θύτης και Τράπεζα». Ωκονόμησε δε ο Θεός, και δεν ήσαν εκεί κατά την ημέραν εκείνην οι ειδωλολάτραι, διότι ενόμιζον ότι ήτο αποθαμένος από την πείναν και την κακουχίαν. Παρέστησαν λοιπόν πέριξ του Αγίου όλοι οι μαθηταί του και τον εβάσταζον επιμελώς, του έβαλον δε εις το στήθος τα χρειαζόμενα της ιερουργίας και βλέπων ο Άγιος εις τον ουρανόν ανέγνωσε τας ευχάς, και όλους τους επιλοίπους λόγους, οι οποίοι τελειώνουσι τα Άγια, κατά την τάξιν της Εκκλησίας και ούτω ποιήσας και τελειώσας την ιερουργίαν, πρώτον μεν εκοινώνησεν αυτός, έπειτα δε τους παρευρισκομένους, και έπεμψε και εις εκείνους τους μαθητάς, οίτινες έλειπον, καθώς ο ίδιος αναφέρει εις την τελευταίαν του επιστιλήν. Αυτή λοιπόν ήτο η τελευταία ημέρα του Αγίου και συνεώρτασεν ούτος μετ’ αυτών την πανήγυριν καθώς τους έταξεν. Αφού δε εκοινώνησαν όλοι, τότε απέστειλεν ο βασιλεύς υπηρέτας τινάς δια να ίδωσιν εάν απέθανε, διότι το είχον μεγάλον θαύμα πως έχη τόσας ημέρας άσιτος. Βλέπων δε ο Άγιος τους απεσταλμένους, εφώναξεν όσον ηδύνατο λέγων· «Χριστιανός είμαι». Ταύτα δε ειπών τρεις φοράς, με την τελευταίαν φωνήν αφήκε τη μακαρίαν του ψυχήν ο γενναίος του Χριστού Αθλητής, τινές δε λέγουσιν, ότι ακόμη ανέπνεεν όταν τον έρριψαν εις την θάλασσαν, διότι ο βασιλεύς προσέταξε να δέσουν ένα λίθον εις την δεξιάν του και να τον βυθίσουν εις το πέλαγος, δια να μη αξιωθή ταφής το λείψανον. Έκαμε δε τούτο εις τον βυθόν της θαλάσσης νυχθήμερα δεκατέσσαρα, όσα έκαμε και εις την φυλακήν αγωνιζόμενος και την δεκάτην πέμπτην ημέραν εξήλθε με τον εξής θαυμασιώτατον τρόπον. Οι μαθηταί του ανέμενον εις τον αιγιαλόν ημέρας τινάς, μήπως και τον εκβάλη η θάλασσα, διότι ήτο μεγάλη τρικυμία. Έπειτα, όταν επέρασαν δέκα ημέραι, μη έχοντες πλέον ελπίδα τινά, ανεχώρησαν, κατά δε την δεκάτην πέμπτην ημέραν εφάνη ο Άγιος εις ένα μαθητήν του, την κλήσιν Γλυκέριον, και του είπε να υπάγη εις τον δείνα τόπον να τον εύρη. Ο δε εγερθείς έλαβε και άλλους πιστούς εις την συνοδείαν του, και ελθόντες εις τον δηλωθέντα τόπον βλέπουσιν δελφίνα ερχόμενον προς την γην και έχοντα εις την ράχιν απλωμένον τον Άγιον, ως να εκείτετο εις την κλίνην αναπαυόμενος, δεν εταλαντεύετο δε ούτε έκλινε ποσώς προς το εν ή το έτερον μέρος, αν και ήτο μεγάλη τρικυμία και έκρουον τα κύματα εις τον δελφίνα, αλλ’ ούτος έτρεχε σπουδαίως με κόπον πολύν αντιμαχόμενος με την θάλασσαν, ευθύς δε ως έφθασεν εις την γην και απέθεσεν εις την άμμον τον νεκρόν, ενεκρώθη και αυτός και εξέψυχεν· ούτω δοξάζει τους δοξάζοντας αυτόν ο Κύριος. Ω των παραδόξων θαυμάτων! Ούτε η θάλασσα τον έβλαψε τόσας ημέρας, ούτε ουδείς ιχθύς τον ήγγισεν, ούτε εσάπισεν ή ασχήμισε ποσώς ούτε απέφερε δυσοσμίαν τινά, αλλ’ ήτο σώος, ευώδης και ολόκληρος, μόνον η δεξιά του χειρ έλειπεν, εις την οποίαν είχον προσδέσει τον λίθον. Μετά καιρόν όμως, αφού έλυσεν ο λίθος, εξήλθε και η αγία του δεξιά, ήτις εφυλάχθη και αύτη αβλαβής με θείαν νεύσιν και βούλησιν, διότι εκοπίασε πολλά εκείνη η αγία χειρ εις την της θείας Γραφής εξήγησιν, δια τούτο δεν την αφήκεν ο Παντοδύναμος να την φάγωσιν οι ιχθείς, αλλά την εφύλαξε σώαν και αβλαβή, εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν. Λαβόντες λοιπόν οι μαθηταί ευλαβώς του διδασκάλου το ιερόν λείψανον ενεταφίασαν αυτό εις τόπον επίσημον, ως ηδυνήθησαν· μετά δε καιρόν, όταν επέστρεψεν η Αγία Ελένη από τα Ιεροσόλυμα, συνήθροισε λαόν πολύν εις εκείνον τον τόπον και έκτισε τειχόκαστρον δυνατόν γύρωθεν, έσωθεν δε έκτισε Ναόν μεγάλον και πλούσιον, δια να δοξάζεται εις αυτόν ο Άγιος, εις τον οποίον Ναόν γίνονται και θαύματα έως την σήμερον, εις όσους επικαλεσθώσι τον Άγιον μετά πίστεως, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου