Ευθύμιος ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών ο νέος εγεννήθη επί των ημερών της βασιλείας του αυτοκράτορος του Βυζαντίου Λέοντος Ε΄ του Αρμενίου, του βασιλεύσαντος εν έτει ωιγ΄ - ωκ΄ (813-820), εις κώμην τινά της Γαλατίας πολυάνθρωπον και πλουσίαν ονομαζομένην Οψώ. Οι γονείς αυτού ήσαν περιφανείς και οι τα πρώτα φέροντες της κώμης ταύτης, ήτις ήτο συνοικισμένη πλησίον της Αγκύρας, πρωτευούσης νυν της Τουρκίας. Ωνομάζοντο Επιφάνιος και Άννα, είχον δε και δύο θυγατέρας, ων η μεν πρεσβυτέρα Μαρία η δε νεωτέρα Επιφανία εκαλούντο.
Ο δε Άγιος εις το ιερόν βάπτισμα έλαβε το όνομα Νικήτας. Απορφανισθείς είτα του πατρός, κατά το έβδομον έτος της ηλικίας αυτού, εκτρέφεται ο μικρός Νικήτας υπό της ευσεβούς και φιλοστόργου αυτού μητρός εν άκρα παιδεία και νουθεσία Κυρίου και διδάσκεται τα ορθά της αγίας ημών Εκκλησίας δόγματα, καθότι τότε επεκράτει εισέτι και διετάραττε πάσαν την Οικουμένην η βδελυρά και μισόχριστος αίρεσις των εικονομάχων. Όταν ο Άγιος ήλθεν εις νόμιμον ηλικίαν προς στράτευσιν, συμφώνως με το τότε επικρατούν σύστημα της Βυζαντινής στρατολογίας επιστρατεύεται και ούτος, καθότι ως φαίνεται η γενεά αυτού υπήρχεν εκ των στρατιωτικών οίκων των κατεχόντων τότε στρατιωτικούς τόπους του Βυζαντινού Κράτους και υπηρετούτων τούτο δια του αίματος αυτών κατά τας γινομένας εκστρατείας. Ολίγιστον όμως χρονικόν διάστημα υπηρέτησεν εις τον στρατόν, καθότι επελθούσης αμέσως της γενικής αποστρατεύσεως, ο νεαρός τότε Νικήτας επανήλθεν εις τον πατρικόν αυτού οίκον, οπότε δια προτροπής και παραινέσεως της ευσεβούς μητρός αυτού έρχεται εις γάμου κοινωνίαν μετά τινος κόρης, ονόματι Ευφροσύνης, θυγατρός ευγενών και πλουσίων ευπατριδών και θεοφιλών γονέων, μετά της οποίας ο της σωφροσύνης πυρσός απέκτησεν εν θυγάτριον, το οποίον εις το θείον Βάπτισμα ωνόμασαν Αναστασώ. Ανέφλεγεν όμως τον Άγιον εκ της παιδικής του ηλικίας θείος έρως και επεθύμει πάντοτε να οδεύη την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την απάγουσαν εις την ουράνιον Βασιλείαν, μετερχόμενος τον μονήρη βίον και να αφιερώση εαυτόν εις τον Νυμφίον Χριστόν δια να προσομιλή μόνος κατά μόνας τω μόνω Θεώ και πλάστη ημών. Και επί τούτω νυχθημερόν εις τας προς Κύριον δεήσεις και προσευχάς αυτού παρεκάλει τον Σωτήρα ημών, όπως κατευοδώση αυτόν κατά τον ιερόν αυτού τούτον πόθον και εζήτει εύκαιρον αιτίαν και εύθετον χρόνον, όπως τύχη του ποθουμένου, ήτοι ν’ αρνηθή τον κόσμον και τα του κόσμου τερπνά. Παρουσιάσθη όθεν τοιαύτη ευκαιρία. Απωλέσθη εν μια των ημερών ο ίππος του οίκου αυτών και δεν ευρέθη· ήτο δε τότε ημέρα της εβδομάδος Παρασκευή και παραμονή της μεγάλης και παγκοσμίου υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, ήτοι η 13η Σεπτεμβρίου μηνός του σωτηρίου έτους ωμ΄ (840). Την επαύριον, ημέραν Σάββατον, ο τρισμακάριος Νικήτας παραθέτει εις τον πατρικόν αυτού οίκον γεύμα εις τους συγγενείς, φίλους και γείτονας αυτού πλουσιοπάροχον, ως μόνον μέσον αποχαιρετιστηρίου υστάτου ασπασμού, συνευφραίνεται μετ’ αυτών καθ’ όλην την διάρκειαν του γεύματος συναγαλλιώμενος μετ’ αυτών, επιδείξας ο τρισόλβιος πάσαν φαιδρότητα και ιλαρότητα ως ουδέποτε άλλοτε. Και την επομένην του Σαββάτου ημέραν την αφιερωμένην εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ήτοι την Κυριακήν, αρχήν αισίαν εκλαβών, κατά την οποίαν και η του συνωνύμου αυτού Μεγαλομάρτυρος Αγίου Νικήτα ιερά εορτή και επικαλεσθείς εις εαυτόν την θείαν δύναμιν του εκ νεκρών ενδόξως αναστάντος Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και την βοήθειαν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Νικήτα, προφασίζεται και προσποιείται εις τους οικείους αυτού, ότι θέλει απουσιάσει ολίγον τι του πατρικού οίκου απερχόμενος προς έρευναν και εύρεσιν του προ ημερών απολεσθέντος ίππου αυτών. Ούτω πως διεπραγματεύθη ο τρισένδοξος και διεκανόνισε τα της λάθρα εκ του οίκου αναχωρήσεώς του, ίνα ως άλλος τις άριστος πραγματευτής διαπραγματευθή την εις την ουράνιον Βασιλείαν εισαγωγήν αυτού. Πριν δε ούτως αναχωρήση εκ του πατρικού αυτού οίκου ο μακάριος, διηυθέτησεν, ως έπρεπε, και τα του οίκου αυτών, ίνα μη η άπαξ δια παντός απουσία εξ αυτού προξενήση λύπην οδυνηράν και ολοτελώς απαρηγόρητον εις την μητέρα αυτού. Διότι αφ’ ενός μεν αποκατέστησε την πρεσβυτέραν αδελφήν αυτού Μαρίαν, συνελθούσαν εις γάμου κοινωνίαν μετά τινος ανδρός ευσεβούς και κατά πάντα ικανού εις το να οικονομήση τα του οίκου αυτών, αφ’ ετέρου δε, το περισσότερον και σπουδαιότερον, εθεώρησεν εύλογον, ότι η θυγάτηρ αυτού, η μικρά Αναστασώ, θα ήτο επαρκής και ικανή, ώστε να μετριάση και διασκεδάση την μεγάλην λύπην, ήτις θα προξενηθή εις τε την μητέρα αυτού και την σύζυγον δια την αναχώρησιν αυτού. Μετασχηματίζεται όθεν ο νεαρός Νικήτας και αναχωρεί εκ του οίκου αυτού και της πεφιλημένης πατρίδος και πεζοπορεί αγνώριστος εις πάντας, διαπερών χώρας και κώμας ως τι υπόπτερον πτηνόν, διαβαίνων από πόλεως εις πόλιν και τέλος καταντά εις την των Βιθυνών χώραν και καταλαμβάνει τας υπωρείας του εν αυτή τη χώρα υψουμένου όρους Ολύμπου. Και ούτω πως αποδημεί άπαξ δια παντός και ξενητεύεται ο εις το ύστερον μέλλων ν’ αποβή εις εκ των σπουδαιοτάτων και δι’ έργων και δια λόγων και δια θαυμάτων υπερφυσικών, αντιπροσώπων του μοναστικού βίου εν τε τω Άθω και τη Θεσσαλονίκη, ως προβαίνοντος του λόγου θα ίδωμεν. Εις το όρος τούτο του Ολύμπου πλείστοι όσοι θεοφόροι Πατέρες τον ασκητικόν δίαυλον διήνυον τότε, μετά των οποίων συνηγωνίζετο και ο μέγας Ιωαννίκιος, ο θερμός της ευσεβείας ζηλωτής και των θείων δογμάτων υπερασπιστής, ο την οικουμένην άπασαν καταπυρσεύων δια των θείων αυτού ρημάτων και των εξαισίων αυτού θαυμάτων, άπερ καθημερινώς εποίει. Κατά πρώτον λοιπόν ο μακάριος Νικήτας προσέρχεται εις τον ξένον τούτον τόπον, και ως άλλη τις καλή μέλισσα προσκολλάται εις τα μυρίπνοια άνθη του Παραδείσου, τους σημειοφόρους Πατέρας, από τους οποίους αφού απολαμβάνει παν λόγιον ψυχωφελές και ως άλλη τις διψώσα έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων κατασβένει την πνευματικήν αυτού δίψαν εκ των ναμάτων των θείων ρημάτων των θεοφόρων τούτων Πατέρων, τελευταίον ορέγεται και επιθυμεί, ίνα συναντήση και τον μέγαν Ιωαννίκιον. Την ημέραν εκείνην, καθ’ ην προσήλθεν ο καλός Νικήτας εις τον Όσιον Ιωαννίκιον, είχον συναχθή προς αυτόν πολλοί Πατέρες εξ όλου του όρους χάριν ευχής και ευλογίας και ψυχικής ωφελείας, ως προς τινα άλλον αρχιπάτορα. Ο δε Όσιος Ιωαννίκιος, προϊδών εκ Πνεύματος Αγίου την αρετήν του ανδρός και προγνωρίσας οποίαν νίκην θα άρη ο Νικήτας κατά του πολεμήτορος εχθρού, αφ’ ενός μεν δια να τον δοκιμάση, αφ’ ετέρου δε ίνα δι’ ενός προσχήματος ωφελήση πνευματικώς τους προς αυτόν προσελθόντας, λέγει προς αυτούς ενατενίσας τον Νικήταν· «Τις είναι ούτος ο νέος με την λαϊκήν ενδυμασίαν, όστις τόσον τολμηρώς και αυθαδώς αποπειράται να συναυλίζεται και να συντυχαίνεται μεθ’ ημών; Ούτος εν τοιούτω σχήματι και περιβολή ιστάμενος ανά μέσον ημών είναι ανδροφόνος και κακούργος. Όθεν παρακαλώ υμάς, όπως κρατήσετε αυτόν και με σίδηρα βαρέα δέσητε αυτόν και ούτω πως αναγκάσητε αυτόν να μαρτυρήση την βέβηλον πράξιν αυτού». Οι δε Πατέρες ηρώτων αυτόν, δια να πληροφορηθώσιν εάν πράγματι, ως λέγει ο Μέγας Ιωαννίκιος, είναι φονεύς. Ο δε Νικήτας αντί πάσης απαντήσεως, κλίνας την κεφαλήν προς την γην, εσιώπα. Ηρώτων δε περί τούτου μετά μεγάλου ενδιαφέροντος οι Πατέρες, διότι υπό της Βυζαντινής Πολιτείας εξεδίδοντο αυστηροί νόμοι, δια των οποίων εφιστάτο η προσοχή των ανά το Κράτος Μοναστηριακών αρχών, όπως μη επιτρέπωσιν αύται εις ουδένα θέλοντα να ασπασθή τον μονήρη βίον να εισέρχεται ανεξετάστως εις ιερόν τι σκήνωμα, αλλά πρότερον ο τοιούτος να εξετάζεται αυστηρώς μήπως διέπραξεν έγκλημά τι και δια τον φόβον της τιμωρίας παρεκινείτο εις τούτον τον βίον· εις δε τους παραβάτας μονάζοντας τους άνευ αυστηράς εξετάσεως αποδεχομένους τους τοιούτους επεσείοντο αυστηραί ποιναί. Ο μεν ξενητευόμενος λοιπόν ούτως αταράχως ίστατο· οι δε παρακείμενοι Πατέρες, θέσαντες εις έργον τον λόγον και την εντολήν του Μεγάλου Πατρός και δέσαντες τας χείρας και τους πόδας αυτού, τον ωδήγουν προς τιμωρίαν κατά την εις τοιαύτας περιπτώσεις επικρατούσαν τότε συνήθειαν. Ο Μέγας όμως και θεοφόρος Ιωαννίκιος λέγει τότε εις επήκοον πάντων· «Άφετε τούτον τον ανεύθυνον κατάδικον, καθότι αυτός ούτος μέλλει να λαμπρύνη το πολίτευμα των Μοναχών και να το δοξάση, διότι, καίτοι εγώ τον εμέμφθην και κατέκρινα και ως κακούργον και φονέα εδυσφήμησα και ως άλλος τις κακοποιός ανήρ εδεσμεύθη υφ’ υμών, εν τούτοις όμως ούτε καν μίαν λέξιν ηκούσαμεν από του στόματος αυτού. Εάν λοιπόν ούτος ο νέος, κοσμικός ων και παντελώς άπειρος της μοναχικής ημών πολιτείας, απεδέχθη τόσον ευχαρίστως την κατάκρισίν του ως εγκληματίου λόγω υπακοής και εαυτόν υπεύθυνον διεκήρυξεν, άραγε τίνας αρετάς θέλει κατορθώσει, εις δόξαν Θεού, όταν ούτος μονάση»; Ως ήτο επόμενον, πάντες οι περιεστώτες Πατέρες ιδόντες και ακούσαντες πάντα ταύτα εθαύμαζον μεγάλως δι’ αυτόν και μετά πολλών επαίνων διελάλουν τας αρετάς του. Ο ξενητευμένος όμως και αφιλόξενος Νικήτας, ο οποίος, ως είδομεν, πριν ή εισέτι αποκαρή εις Μοναχόν εγένετο διαβόητος δια την αρετήν του, φεύγων τους επαίνους αναχωρεί κρυφίως εκείθεν και μεταβαίνει δια να υποταχθή εις έτερόν τινα σημειοφόρον Πατέρα, ονόματι Ιωάννην, ο οποίος ηγωνίζετο εις τόπον ικανώς απέχοντα από των σκηνωμάτων του Μεγάλου Ιωαννικίου. Κατηχηθείς λοιπόν, κατά την τάξιν, υπό του κεχαριτωμένου τούτου Γέροντος, κείρεται την κόμην κατά το έτος ωμβ΄ (842) και δια της ευλογίας και επιθέσεως των χειρών αυτού ενδύεται πρώτον το μικρόν λεγόμενον σχήμα, ήτοι γίνεται σταυροφόρος και μετονομάζεται από Νικήτας Ευθύμιος, δια την ευθυμίαν την οποίαν απέλαβε τότε η Εκκλησία εκ της των εικονομάχων καταισχύνης και της νίκης της Ορθοδοξίας. Αφού λοιπόν έμεινε πλησίον του Γέροντός του τούτου χρόνον πολύν και εδιδάχθη άριστα υπ’ αυτού του δοκιμωτάτου καθηγητού ο νουνεχής και ευφυέστατος μαθητής Ευθύμιος τα της ησυχίας και ασκήσεως παλαίσματα, εξαποστέλλεται υπ’ αυτού ευχή τε και ευλογία προς τελειοτέραν ασκητικήν διαπαιδαγώγησιν εις τι πλησίον εκεί ιερόν Κοινόβιον, το των Πισσαδηνών επικαλούμενον. Του Κοινοβίου τούτου ήτο τότε Κοινοβιάρχης ο περιώνυμος Νικόλαος, όστις ενεχειρίζετο εις τους μαθητάς του, ώσπερ τινάς Αγγέλους, τας διαφόρους υπηρεσίας της Μονής, δίδων εις ένα έκαστον διακόνημα ανάλογον προς την δύναμιν και ικανότητα αυτού. Άμα ο νεαρός Ευθύμιος προσελήφθη υπό του μεγάλου τούτου Κοινοβιάρχου και κατηριθμήθη εις την οσίαν αυτού αδελφότητα, παραδίδεται κατά πρώτον εις τον επιμελητήν των αχθοφόρων ζώων της Μονής. Τούτο το διακόνημα μετά μεγάλης προθυμίας αποδεχθείς και λίαν μεγαλοκάρδως και ψυχραίμως προσκαρτερήσας εις την διακονίαν ταύτην, αποστέλλεται είτα εκείθεν ίνα υπηρετή και βοηθή τους εν τω κοινώ μαγειρείω της Μονής, οπότε δε εκρίθη παρά του μαγείρου δόκιμος, εμπιστεύεται ύστερον, ως ήδη προγεγυμνασμένος, εις τον αποθηκάριον, μετά ευδόκιμον δε και εκεί υπηρεσίαν συγκατηριθμήθη μετά των ζευγηλατών (γεωργών), οίτινες και τον εξέμαθον τα γράμματα του αλφαβήτου, καθότι λόγω της αμέσου παρ’ αυτού αναλήψεως οικογενειακών υποχρεώσεων κατά την παιδικήν του ηλικίαν και την μετέπειτα μοναχικήν σταδιοδρομίαν δεν είχεν ουδόλως φοιτήσει εις σχολεία. Ο δε πολέμιος, μη υποφέρων να βλέπη τοσαύτην αρετήν εις τον νεαρόν Ευθύμιον, διήγειρε σφοδρόν και άγριον πόλεμον κατ’ αυτού, ήτοι σαρκικούς λογισμούς εις την ακμήν ταύτην του ζέοντος αίματος του σώματός του. Λογισμούς νοσταλγίας, πόθον της μητρός, την αγάπην της συζύγου, το φίλτρον και την στοργήν του τέκνου, συμβίωσιν συγγενών και συντροφίαν φίλων. Παρ’ ουδενός όμως των τοιούτων σφοδρών λογισμών εκυριεύθη ποσώς ο αδάμαστος και στερρός κατά τας φρένας ιερός ανήρ, καίτοι πάντοτε υπ’ αυτών πολιορκούμενος, αλλ’ έμενεν ως εις πέτραν τινά στερεάν ακλόνητος και ασάλευτος, αείποτε κατ’ αυτών αγωνιζόμενος και νίκας καθημερινώς κατά του μισοκάλου εχθρού επιφέρων. Τοιουτοτρόπως λοιπόν, υπό την στιβαράν διεύθυνσιν του Καθηγουμένου και Κοινοβιάρχου ιερού Νικολάου, υποβληθείς ο νέος Ευθύμιος εις το ιερόν τούτο Κοινόβιον εις αυστηροτάτην δοκιμήν και μετελθών απάσας τας της Μονής διακονίας και επιδείξας εν αυταίς υπακοήν, υπομονήν και επιμονήν, απέκτησεν, ως τι τιμαλφέστατον κτήμα, την υψοποιόν και θείαν ταπείνωσιν. Ατυχώς όμως ολίγον μόνον χρόνον παρέμεινεν εις το ιερόν εκείνο Κοινόβιον ο μακάριος, αναγκασθείς μετ’ ολίγον να αναχωρήση εκείθεν λόγω των εις αυτό δημιουργηθέντων σκανδάλων, εκβληθέντος και αποδιωχθέντος του προστάτου αυτού και Κοινοβιάρχου ιερού Νικολάου, ως μη κοινωνήσαντος μετά του νεωστί τότε θεία ψήφω προβληθέντος αγιωτάτου και Ορθοδοξοτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου Α΄ του μεγάλου. Ήτο δε τότε το σωτήριον έτος ωνη΄ (858). Έφυγε λοιπόν απ’ εκεί και ο μακάριος Ευθύμιος, διότι φύσει φιλήσυχος και ήρεμος κατά το πνεύμα και τον νουν και φιλέρημος ων, δεν ηδύνατο να βλέπη εκείνην την ακαταστασίαν εις τοσούτον περίβλεπτον και περίφημον δια την αυστηρότητα των εκκλησιαστικών διατυπώσεων ιερόν και ευαγές Κοινόβιον και την ανωμαλίαν της διακυβερνήσεως, αίτινες επακολουθούσιν εις τας τοιαύτας εκρύθμους περιπτώσεις αλλαγής Ηγουμένων και εκκλησιαστικών διοικήσεων. Φεύγει από το Κοινόβιον, δια την αιτίαν την οποίαν ως άνω εξιστορήσαμεν, και αποφασίζει, χάριν περισσοτέρας ησυχίας και μεγαλυτέρας ασκήσεως, ν’ απέλθη εκ του Ολύμπου εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, περί της ερημικότητος και της ησυχίας του οποίου είχε λάβει προ πολλού θετικάς πληροφορίας, καθότι ο Άθως είχε πανταχού της οικουμένης διαφημισθή δια ταύτας. Αλλ’ εν τούτοις ελυπείτο σφόδρα ο Όσιος, διότι ήτο εισέτι ατελής ως προς το ιερόν σχήμα των Μοναχών, επειδή ήτο ακόμη Σταυροφόρος, καθότι ο μεν ανάδοχος και Γέροντάς του Ιωάννης ο χαριτώνυμος είχε προ πολλού εκδημήσει από της προσκαίρου ταύτης ζωής, ο δε Άγιος Καθηγούμενος και Κοινοβιάρχης ιερός Νικόλαος είχεν εκδιωχθή της Μονής αυτού. Ενώ δε περί τούτου ηπόρει, του ήλθε θείος τις λογισμός, όστις τον ενεδυνάμωσε, τον εφώτισε και τον έπεισε να μεταβή προς τον εν τω όρει εκείνω του Ολύμπου ενασκούμενον και δια πολλών αρετών περικεκοσμημένον Ασκητήν Θεόδωρον. Ελθών λοιπόν εις τούτον και εξομολογηθείς τον σκοπόν της προς τον Άθωνα μετοικήσεώς του και πολλά παρ’ αυτού επαινεθείς δια τον ιερόν του σκοπόν και συνβουλάς επικαίρους επί τούτω δεχθείς λαμβάνει παρ’ αυτού το άγιον και μέγα αγγελικόν σχήμα των Μοναχών και τελειούται εις την μοναχικήν πολιτείαν ο εν αρεταίς τέλειος υπάρχων. Και μετά την ογδόην ημέραν από της αναλήψεως του ιερού σχήματος ευχή και ευλογία του Γέροντός του αναχωρεί μετά τινος Ασκητού, Θεοστηρίκτου ονομαζομένου, και αρχίζει την πορείαν του προς την οδόν, την άγουσαν από του Ολύμπου εις τον Άθωνα. Επί δέκα και πέντε έτη ολόκληρα έμεινεν εις τον Όλυμπον από της εκ του πατρικού αυτού οίκου αναχωρήσεως ενασκούμενος και γνωριζόμενος μόνον μετά των λοιπών εν τω όρει τούτω κατοικούντων και ενασκουμένων Πατέρων και αδελφών, μετά δε των οικείων αυτού επί τόσα συναπτά και ολόκληρα έτη ούτε κατ’ όναρ ούτε κατά φήμην εγνωρίζετο εις αυτούς και η τύχη αυτού ηγνοείτο υπ’ αυτών παντελώς. Μετά πολλών ημερών πεζοπορίαν εισέρχεται εις την περίλαμπρον πόλιν των Νικομηδέων. Εκεί δε συναντήσας κατά τύχην τινάς συμπατριώτας του παρεπιδημούντας εις την πόλιν εκείνην, ηρώτα αυτούς και επληροφορείτο περί των οικείων αυτού ως περί τινων ξένων, έμαθε δε παρ’ αυτών, ότι ναι μεν είναι εν τη ζωή και η μήτηρ και η σύζυγος αυτού, αι αδελφαί και το θυγάτριον αυτού, αλλ’ η ζωή αυτών είναι δυστυχεστέρα και πλέον βασανισμένη και απ’ αυτού του θανάτου, καθότι ούτοι δεν γνωρίζουσι περί αυτού εάν ζη ή απεβίωσεν, εάν δε ζη, Μοναχός είναι ή κοσμικός, θρηνούσι. Λοιπόν δι’ αυτό και κόπτονται και οδύρονται· μάλιστα δε ούτε λαϊκαί να μένωσι πλέον υπομένουσιν, αλλά ούτε και να μονάσωσιν εάν θέλωσι δύνανται, εφ’ όσον αγνοούσι περί της τύχης εκείνου. Ακούσας ταύτα ο συμπαθέστατος εκείνος ανήρ ο καρτερικώτατος αλλά και φιλοστοργώτατος αδάκρυσεν ολίγον, ως συμβαίνει εις ανθρώπους θνητούς, και στενάξας ενεχείρισεν εις ένα εξ εκείνων μετά των οποίων συνδιελέγετο μικρόν τινα ξύλινον σταυρόν και λέγει προς αυτόν· «Λάβε, αδελφέ, τούτον τον σταυρόν και άμα με το καλό μεταβής εις την πατρίδα σου, δος αυτόν εις τους οικείους μου και ειπέ εις αυτούς· «ο αδελφός υμών Νικήτας, νυν δε Χάριτι Θεού Ευθύμιος Μοναχός, διαβιβάζει την ιεράν αυτού επιθυμίαν και τον πόθον όπως η μήτηρ του, η σύζυγός του, αι αδελφαί του και το θυγάτριον αυτού άπασαι ακολουθήσωσιν αυτόν εις την εκλογήν του μονήρους βίου και μονάσωσιν». Ο μεν λοιπόν τον σταυρόν και την τοιαύτην εντολήν του Οσίου λαβών και αποχαιρετήσας αυτόν επορεύετο προς την Άγκυραν, ο δε Όσιος συνέχισε μετά του θεομάκαρος Θεοστηρίκτου την αξιέραστον προς τον Άθωνα οδοιπορίαν αυτών. Παραγενόμενος δε εκείνος ο άνθρωπος προς την κώμην αυτών Οψώ, την πεφιλημένην γενέτειραν του Οσίου και εισελθών εις τον οίκον τον πατρικόν αυτού, ενεχείρισε κατά την εντολήν του Αγίου τον τίμιον σταυρόν εις την μητέρα αυτού. Ουχί δε ολίγη έκπληξις και θάμβος κατέλαβεν ευθύς αμέσως άπασαν την ιεράν και ζηλευτήν οικογένειαν του Οσίου, άμα τη γενομένη υπ’ αυτού του απροσδοκήτου επισκέπτου αυτών καλή αναγγελία, ότι ο Νικήτας ζη και είναι Μοναχός κεκαρμένος, εντολή δε προς αυτάς και επιθυμία του ιερά είναι, ίνα άπασαι μονάσωσι και αφιερωθώσιν εις τον Χριστόν. Συνελθούσαι δε εκ της τοιαύτης ιεράς τω όντι εκπλήξεως και εκστάσεως αυθωρεί έλαβον απόφασιν άπασαι, όπως εκπληρώσωσι την ιεράν εντολήν, την οποίαν διεβίβασε προς αυτάς ο μέγας Ευθύμιος. Η μεν λοιπόν μήτηρ του Οσίου, μετά των αδελφών και της συζύγου αυτού, ενδυθείσαι το Μοναχικόν σχήμα αφιέρωσαν πάσαι εαυτάς εις τον Νυμφίον Χριστόν, εις δε το θυγάτριον του Αγίου, την Αναστασώ, επέτρεψαν μόνον εις αυτήν τον γάμον και την παιδοποιϊαν προς διαμονήν του γένους αυτών· ήτις και προσομιλήσασα εις γάμου κοινωνίαν μετ’ ανδρός ευσεβούς και περιφανούς, αναδείκνυται εγκαίρως μήτηρ τριών θυγατέρων και ενός υιού. Ας εγκαταλείψωμεν όμως και πάλιν την Άγκυραν και ας ακολουθήσωμεν τον Όσιον κατά την εις τον Άθωνα διατριβήν του. Ελθών ο Όσιος εις τον ουρανογείτονα Άθωνα και ευρών Ασκητήν τινα, όστις από πολλού χρόνου ηγωνίζετο εις την τότε έρημον και ακατοίκητον χερσόνησον, συνηνώθη μετ’ αυτού και απεδύθη εις την ασκητικήν παλαίστραν. Ωνομάζετο δε ο Όσιος εκείνος Ιωσήφ και ήτο και αυτός Μικρασιάτης εξ Αρμενίων έλκων το γένος. Τοσαύτης δε αρετής ήτο ο τρισμάκαρος και τρισόλβιος αυτός ανήρ, ώστε μετά θάνατον το ασκητικώτατον και αθλητικώτατον αυτού σώμα εμυρόβλυσεν, εξ ου και Μυροβλύτης ονομάζεται. Ερευνήσαντες δε αμφότεροι τον τόπον εκείνον εύρον σπήλαιον υποδειχθέν εις αυτούς υπό της θείας Χάριτος, εις το οποίον εγκλεισθέντες απεδύθησαν εις τους ασκητικούς των αγώνας. Τροφή δε αυτών ήσαν αι βάλανοι, τα κάστανα και τα κούμαρα, άτινα και μετά βίας ελάμβανον προς μόνην την διατροφήν των, ίνα μόνον αποζώσιν. Την εις το σπήλαιον εκείνο υπεράνθρωπον άσκησιν αυτών είναι αδύνατον να περιγράψη τις ενταύθα λόγω της στενότητος του χώρου· τούτο δε μόνον λέγομεν, ότι εν μόνον ολόκληρον έτος διήνυσαν αμφότεροι εις αυτό, μετά δε τούτο εξέρχεται του σπηλαίου εκείνου ο ιερός συναγωνιστής του Ευθυμίου Όσιος Ιωσήφ, ο δε μακάριος Ευθύμιος μένει επί δύο έτερα εισέτι έτη εις αυτό, αγωνιζόμενος υπερανθρώπως κατά των διαφόρων μεθοδιών του διαβόλου, του αρχεκάκου πολεμήτορος του ανθρωπίνου γένους ημών και μόνος μόνω τω Θεώ προσευχόμενος. Χάριτι δε του Θεού, μετά την συμπλήρωσιν των τριών ετών από της εγκλείσεώς του εις το σπήλαιον τούτο, εξέρχεται και ο Ευθύμιος απ’ αυτού, ώσπερ εξ αδύτων ιερών ή ουρανίων αψίδων, έξω δε του σπηλαίου ανέμενον να ίδωσι τον Άγιον πολυάριθμοι Ασκηταί, οίτινες είχον εν τω μεταξύ συναθροισθή εκεί δια να λάβωσι την ευχήν και την ευλογίαν του, και να δεχθώσι τας πατρικάς νουθεσίας του προς ψυχικήν των ωφέλειαν και ει δυνατόν και όσον κατορθωτόν να τον μιμηθώσι. Διότι η φήμη του τρισμάκαρος Ευθυμίου είχε διαδοθή παντού του Όρους υπό του τέως συναγωνιστού του Ιωσήφ του Μυροβλύτου. Έμεινε δε μετ’ αυτών ικανόν τινα χρόνον εποικοδομήσας ψυχωφελώς αυτούς και εις την αρετήν καθοδηγήσας. Μετά τινα χρόνον λαβών εντολήν παρά του μακαρίου Γέροντος αυτού Θεοδώρου του Ασκητού του δωρησαμένου εις αυτόν το μέγα και αγγελικόν σχήμα, διαβιβασθείσαν δι’ εκείνου του θεομάκαρος, του άλλοτε συνοδού του Θεοστηρίκτου Μοναχού, όπως, καθότι ασθενούντα, παραλάβη αυτόν εις τον Άθωνα, έσπευσεν ως καλός υπήκοος και ευγνώμων μαθητής να εκπληρώση προθύμως την εντολήν ταύτην του Γέροντος. Όθεν μεταβάς εις το όρος της ιεράς αυτού μετανοίας, τον Όλυμπον της Βιθυνίας, παρέλαβε τον Γέροντα και εγκατεστάθη μετ’ αυτού και πάλιν εις τον Άθωνα. Επειδή δε το σώμα του Γέροντός του Θεοδώρου του Ασκητού, λόγω των πολυχρονίων ταλαιπωριών και του γήρατος οσημέραι κατεθλίβετο και η υγεία αυτού επεδεινούτο και επειδή ο Γέρων ήθελε προς παρηγορίαν του γεγηρακότος πλέον και ισχνού σώματος αυτού και περίθαλψιν της ούτω πασχούσης υγείας αυτού κατοικίαν ετέραν πλέον αναπαυτικωτέραν και τόπον δυνάμενον να παρέχη τα αναγκαιούντα, δια ταύτα ο άριστος και αξιέπαινος μαθητής αυτού ιερός Ευθύμιος παραλαμβάνει αυτόν εκ της του όρους ερημίας και έρχεται μετ’ αυτού εις τόπον τινά καλούμενον Μακρόσινα, όπου ανήγειρε και κελλίον δι’ εαυτούς και υπηρέτει αυτόν ο τρισμακάριος αόκνως και προθύμως επιμελούμενος και προνοών περί πάντων των χρηζόντων προς νοσηλείαν του Γέροντος αναδόχου και διδασκάλου αυτού. Και επειδή εις τα τελευταία ο Γέρων έπαθε και ετέραν νόσον ανυπόφορον, την στραγγουρίαν (είδος τι νόσου της δυσουρίας) και νεφρίτιδος και επειδή είχεν ανάγκην από θεραπείαν, δια ταύτα μεταβαίνουσιν ο τε Γέρων διδάσκαλος και ο υπήκοος εις πάντα μαθητής εις την των Θεσσαλονικέων λαμπράν πόλιν, την φιλόχριστον και φιλομόναχον, όπου φροντίσας τα της τοιαύτης νοσηλείας ο ιερός Ευθύμιος επανέρχεται, ως άλλο τι φιλέρημον στρουθίον, εις το εν τω Άθωνι σκήνωμα αυτού, όπου επιδίδεται πάλιν εις συντόνους προσευχάς και αγώνας ασκητικούς. Εν Θεσσαλονίκη μετά βραχείαν διαμονήν ο ασκητικώτατος Γέρων Θεόδωρος μεθίσταται εκ των προσκαίρων βασάνων και ταλαιπωριών του σώματός του εις τας αιωνίους και ακηράτους Μονάς, και ούτω τελειούται αποστολικώς και οσίως εν Κυρίω, αναπαυθείς και κηδευθείς λαμπρώς, εναποτίθεται δε το ιερόν σκήνος αυτού εν τω πανσέπτω Ιερώ Ναώ του Αγίου Μάρτυρος Σώζοντος. Άμα δε επληροφορήθη ο ιερός Ευθύμιος την προς Κύριον εκδημίαν του Γέροντός του Θεοδώρου, ευθύς αμέσως αφήνει τον Άθωνα και έρχεται εις την Θεσσαλονίκην, ίνα αφ’ ενός μεν αποκομίση ευχήν και ευλογίαν εν ταυτώ και δύναμιν εκ του τάφου του Γέροντός του δια την περαιτέρω σταδιοδρομίαν του επί γης βίου αυτού και αφ’ ετέρου ίνα απονείμη το ύστατον οφειλόμενον σέβας εις τον Γέροντα αυτού. Ει δε και όλως αγνώριστος εισήλθεν εις την πόλιν, εν τούτοις όμως εκ φήμης γνωρίζων αυτόν ο ευσεβής λαός, αθρόως και μετά της προσηκούσης ευλαβείας συνωστίζετο περί αυτόν και συνέθλιβεν, τις πρώτος να απολαύση και ίδη αυτόν και λάβη παρ’ αυτού την πατρικήν του ευλογίαν. Προσελθών λοιπόν ο Όσιος εις τον τάφον του τρισμάκαρος Θεοδώρου και ευλαβώς ασπασάμενος αυτόν και παρ’ αυτού ώσπερ έτι ζώντος ευλογίαν και άδειαν αιτησάμενος, εξέρχεται ουχί μακράν της πόλεως, ένθα και εις τινα εκεί κείμενον στύλον αναβιβάζεται ως άλλος τις μέγας πάλαι ποτέ Συμεών ο Στυλίτης. Εν τω στύλω τούτω πολλούς εις αρετήν καθοδηγήσας και εις την πίστιν στηρίξας από των λυμαινομένων αυτήν πλείστων όσων αιρετικών, και πάσαν νόσον και ασθένειαν εν τω λαώ θεραπεύσας, παραμείνας δε ολίγον μόνον χρόνον επ’ αυτού ηναγκάσθη, δια την ενόχλησιν των προσερχομένων εις αυτόν, να κατέλθη του στύλου και να επιστρέψη και πάλιν εις τον Άθωνα. Τρίτην φοράν έρχεται τώρα ο Όσιος εις τον Άθωνα έχων ήδη και τον του Ιεροδιακόνου βαθμόν, τον οποίον ως υπεράξιος έλαβεν εν Θεσσαλονίκη παρά του τότε εκεί Αρχιερατεύοντος περιωνύμου και ασκητικωτάτου Μητροπολίτου Θεοδώρου. Εδέχθη δε την χειροτονίαν ο μακάριος ουχί υπό φιλοδοξίας κινούμενος, καθότι υπερηφάνεια και έπαρσις ουδέποτε ενεφώλευσαν εις αυτόν, αλλά μόνον και μόνον δια την άνευ τινός κατακρίσεως συνεχή εν ερημίαις μετάληψιν των αχράντων και ζωοποιών του Χριστού μας Μυστηρίων. Αυτήν όμως την φοράν πολύ ολίγον χρόνον παρέμεινεν εν Άθω, λόγω των πολλών εκεί προσδραμόντων Ασκητών και την εκ τούτου γενομένην εις αυτόν παρενόχλησιν. Ευρών όθεν τον Όσιον Ιωάννην τον επιλεγόμενον Κολοβόν, όχι τον παλαιόν Όσιον, και Συμεών τινα, άνδρας ασκητικωτάτους και θεοφόρους, αμφοτέρους φέροντας τον βαθμόν Πρεσβυτέρου και λάτρας και αυτούς θερμούς τυγχάνοντας της ησυχίας, ανεχώρησε μετ’ αυτών εις την Νήσον των Νέων τότε, νυν δε Άγιος Ευστράτιος καλουμένην, δια το λίαν έρημον και ακατοίκητον του τόπου εκείνου. Αλλά και εκεί ο παμμόχθηρος και παγκάκιστος πολεμήτωρ δεν τους άφησεν ανεμποδίστως να διανύσωσι τον της ασκήσεως δρόμον αυτών. Διότι, Θεού συγχωρήσαντος, ιδού Άραβες πειραταί οι λυμαινόμενοι τότε, μέχρι της ανακαταλήψεως της Κρήτης υπό των Βυζαντινών, όλον το Αιγαίον πέλαγος, προσορμίζονται εις την ξηρόνησον ταύτην, αποβιβάζονται εις αυτήν, και αντί παντός άλλου πλουσίου τω όντι λαφύρου εκ της νήσου αρπάζουσιν αιχμαλώτους εις τας λέμβους αυτών και τους τρεις Οσίους Πατέρας. Ακούσατε δε τι το παράδοξον και θαυμάσιον επηκολούθησε της τοιαύτης αιχμαλωσίας. Εγκλείσαντες οι πειραταί τους Οσίους εις μίαν λέμβον, περισυνέλεξαν και εσύλησαν και όσα παλαιόρρουχα, και αυτά τρίχινα, ή εργαλεία ασήμαντα και παραμικρά βιβλιάρια, τα οποία ευρήκαν και τα παρέδωκαν εις άλλην λέμβον. Επιτυχόντες δε ούριον άνεμον, απεμακρύνθησαν της νήσου επί εν μόνον μίλιον. Αλλά η μεν μία των λέμβων τούτων εφαίνετο ότι εξηκολούθει την θαλασσίαν οδόν ακωλύτως, η δε ετέρα αοράτως εκρατείτο του πλού αυτής καίτοι ο αήρ έπνεεν αισίως. Τούτο το παράδοξον ιδόντες οι πειραταί, ηννόησαν καλώς ότι το θαυμάσιον τούτο εγένετο εις αυτούς, επειδή ηθέλησαν να βλάψωσι τους δούλους του Θεού, οίτινες εις ουδέν τι διενοήθησαν να αδικήσωσιν αυτούς και πεσόντες εις τους πόδας των Αγίων εζήτουν συγγνώμην, την οποίαν και έλαβον πάραυτα παρά των Οσίων, ευθύς δε αμέσως η ακίνητος μένουσα λέμβος έπλευσε προς την νήσον. Επιστρέψαντες δε οι Άραβες εις αυτήν, αποκατέστησαν πάλιν εις τα ενδιαιτήματά των και τους τρεις Οσίους σώους και αβλαβείς. Εις το θαύμα δε τούτο έτερον θαύμα επηκολούθησε και ακούσατε: Επειδή εις εκ των Αράβων των επιστρεφόντων εις την νήσον εχολώθη και εξεμάνη κατά των Οσίων δια την επιστροφήν της λέμβου των, ήρχισε να κτυπά τον Όσιον Ιωάννην τον Κολοβόν· απευθυνθείς τότε προς τους πειρατάς ο Όσιος Ευθύμιος εν προρρήσει προφητική είπεν εις αυτούς· «Ω Άραβες, εάν εν ειρήνη μας απεδίδετε εις τα κελλία ημών και υμείς εν ειρήνη θέλετε επιστρέψει εις τους οίκους σας! Αλλ’ όμως, επειδή σεις παρωργίσατε τον Θεόν δια του αδελφού σας, τι κακόν θα σας γίνη εντός ολίγου θα μάθητε». Ευθύς δε ως απέπλευσαν οι Άραβες εκ της νήσου ταύτης, πάραυτα και η πρόρρησις του Οσίου Πατρός ημών έργον εγένετο, καθότι απαντήσαντα τας λέμβους ταύτας τα περιπλέοντα ανά το Αιγαίον δια τους πειρατάς Άραβας Βυζαντινά πλοία συνέλαβον την λέμβον, ήτις έφερεν εκείνον τον υβριστήν των Οσίων, η δε ετέρα η αποκαταστήσασα τους Πατέρας εις τα κελλία αυτών διεσώθη παρ’ ελπίδα. Οι δε τρισμακάριοι ούτοι Όσιοι Πατέρες, ίνα μη και πάλιν ριψοκινδυνεύσωσιν επί ματαίω και ασκόπως περιπέσωσιν εις χείρας ληστοπειρατών, οίτινες, ως είπομεν ανωτέρω, ελυμαίνοντο όλον το Αιγαίον Πέλαγος, δεν ηθέλησαν να παραμείνωσι πλέον εις την εν λόγω νήσον Άγιος Ευστράτιος, αλλ’ εγκαταλιπόντες την ερημόνησον εκείνην επέστρεψαν και πάλιν εις τον Άθωνα και εγκατεστάθησαν εις αυτόν. Επειδή όμως και εις τον Άθωνα ανεμένετο έφοδος των βαρβάρων ληστοπειρατών, τινές δε των εν αυτώ ενασκουμένων Πατέρων είχον πρό τινος συλληφθή και αιχμαλωτισθή υπ’ αυτών, δια ταύτα οι τρισμακάριοι εφοβήθησαν, ίνα μη πάθωσι τα αυτά παθήματα, και επειδή οι διασωθέντες ενταύθα Πατέρες εφρόντιζον, ίνα έκαστος εξ αυτών εύρη και αποκατασταθή εις πλέον ασυλώτερα και προστατευτικώτερα μέρη, δια ταύτα ο μεν μακάριος Ιωάννης ο Κολοβός μετέβη μετά των μαθητών του εις τα μέρη των Σιδηροκαυσίων, ο Συμεών ο θαυμάσιος κατέρχεται εις την νότιον Ελλάδα, ο δε ιερός Ευθύμιος μετατοπίζεται εις το νυν Χωρίον της Χαλκιδικής το καλούμενον Βραστά μετά των ιδίων του μαθητών και Συνασκητών, μετά των οποίων συγκατελέγετο και ο πρώην Συνασκητής αυτού Ιωσήφ, μετά του οποίου, ως είδομεν ανωτέρω, συνηγωνίζετο εις το σπήλαιον του Άθωνος, όστις και γέρων ων και πλήρης ημερών γενόμενος τελειούται εν τη κώμη ταύτη και εκδημεί προς Κύριον οσίως και θεαρέστως τον καλόν της ασκήσεως αγώνα τελέσας και ούτω το στέφος το αμάραντον παρά του αθλοθέτου Θεού ημών κομισάμενος. Εκεί λοιπόν, εις το χωρίον Βραστά ευρισκόμενος ο Άγιος, περί μεν των μαθητών και συνοπαδών του καλώς προνοούμενος ο διδάσκαλος και καθηγητής Όσιος Ευθύμιος ανήγειρε δι’ έκαστον εξ αυτών κελλίον ιδιαίτερον, αυτός δε ο ίδιος εγκατασταθείς εις τινα βαθύτατον χείμαρρον πολύ μακρόν απέχοντα απ’ αυτών μετήρχετο την ησυχίαν. Υπεδέχετο δε μετά πατρικής τω όντι στοργής πάντας τους προς αυτόν ερχομένους, τους οποίους και εγκαθίστα εις κελλία, τα οποία προς τον σκοπόν τούτον ανήγειρε. Μεταξύ δε των πολλών άλλων προσελθόντων ήτο και ο περιώνυμος και περιβόητος Ασκητής Ονούφριος, τον οποίον υποδεξάμενος ο Ευθύμιος διέταξεν αυτόν να κατοικήση εις κελλίον αναχωρητικόν κατά μόνας, ως αγγελικώς βιούντα, ως ασώματον μετά του σκήνους πολιτευόμενον. Θα έβλεπες δε και θα έλεγες εκείνον τον χώρον, ότι κατέλαβον Άγγελοι σαρκωθέντες ή άνθρωποι εις Αγγέλους ομοιωθέντες· τοιούτον ήτο το πολίτευμα αυτών κατά πάντα ουράνιον και υπερκόσμιον. Και ούτω μεν οι μαθηταί αυτού επολιτεύοντο, ο δε Όσιος Ευθύμιος ποτέ μεν επισκεπτόμενος αυτούς τους ενίσχυε και τους εχειραγώγει προς τα κρείττονα, ποτέ δε καθησύχαζεν εις εκείνον τον βαθύτατον χείμαρρον. Πολλάκις δε χάριν περισσοτέρας ησυχίας έφευγε κρυφίως και απήρχετο εις τον Άθωνα ένθα κρυπτόμενος μόνος μόνω τω Θεώ προσωμίλει. Εκεί εις τον Άθωνα ευρισκόμενος ηξιώθη και θείας αποκαλύψεως ακούσας φωνήν, ήτις αοράτως έλεγεν εις αυτόν· «Άπελθε, Ευθύμιε, εις την των Θεσσαλονικέων Μητρόπολιν και αναζήτησον εις τα ανατολικώτερον της πόλεως ταύτης κείμενα όρη κορυφήν τινα, έχουσαν πηγήν ύδατος και καλουμένην Περιστεραί. Εκεί θέλεις εύρει τον Ιερόν Ναόν του Πρωτοκλήτου των Αποστόλων Ανδρέου, πάλαι μεν ποτε φιλοκάλως υπό των ευσεβών Χριστιανών οικοδομηθέντα, νυν δε ερειπωθέντα και υπό των κατεχόντων αυτόν ως μάνδραν προβάτων χρησιμοποιούμενον και τούτον εκκαθάρισον και ανέγειρον και ψυχών πάλιν φροντιστήριον ανάδειξον αυτόν, εγώ δε θα σε καθοδηγήσω και θα σοι προπορεύωμαι και συναντιλήπτωρ και συμβοηθός σου θα είμαι προς εκτέλεσιν του έργου τούτου, καθότι δεν είναι καλόν να είσαι εισέτι και να αυλίζεσαι εις τας ερήμους και να πολεμής τους δαίμονας, οίτινες προ πολλού ηττηθέντες δια της αρετής σου εδραπέτευσαν». Καταλιπών λοιπόν ο θεοπειθής και θεάρεστος Ευθύμιος, άμα τη θεία ταύτη κελεύσει, τα ακρωτήρια του Άθωνος και συμπαραλαβών μετ’ αυτού δύο εκ των μαθητών του, Ιγνάτιον και Εφραίμ καλουμένους, έρχεται και πάλιν εις την Θεσσαλονίκην. Υπεδέχθησαν δε τούτον οι ευσεβείς και φιλομόναχοι Θεσσαλονικείς ώσπερ εξ ουρανίων αδύτων επιδημήσαντα Άγγελον. Και ευθύς αμέσως επληροφορήθη παρά των γινωσκόντων τον εκ Θεού ορισθέντα ιερόν τόπον «Περιστεραί» και υπό τίνων κατέχεται ο τόπος ούτος και πάραυτα άνευ αργοπορίας τινός επιλαμβάνεται δια της συνδρομής των εκείσε προσδραμόντων πιστών της φιλοκάλου και όσον ήτο δυνατόν ταχυτέρας και μεγαλοπρεπούς ανεγέρσεως του ιερού τούτου ιδρύματος και θείου σκηνώματος. Φέρει λοιπόν εις πέρας την όλην οικοδομήν δι’ ατρύτων κόπων, πόνων και μόχθων δια δωρεών, ως είρηται, των ευσεβών και φιλομονάχων Θεσσαλονικέων και εις ιεράν και ευαγή Μονήν καταρτίζει και αναδεικνύει αυτήν. Παραλείπομεν χάριν συντομίας ενταύθα την εξιστόρησιν των αγώνων αυτού, τους οποίους κατάβαλε κατά την ανοικοδόμησιν του ευαγούς και σεβασμίου καθιδρύματος, πολεμούμενος αείποτε υπό ορατών και αοράτων πολεμίων της ψυχικής σωτηρίας των ευσεβών Χριστιανών, ως συμβαίνει πάντοτε εις τοιαύτας περιστάσεις, κατά τας οποίας επιτελείται υπό τινων οιαδήποτε αγαθοεργία. Ούτε δυνάμεθα να επεκταθώμεν εις την διήγησιν της φιλευσεβούς προθυμίας, μετά της οποίας ήρχοντο συναρωγοί ηθικώς τε και υλικώς οι φιλομόναχοι Θεσσαλονικείς και οι περίοικοι εις την ανέγερσιν της περικαλλούς νέας αυτής Μονής. Ταύτα πάντα διαλαμβάνει και αναγράφει μετά περισσής λεπτολογίας, σαφηνείας και χάριτος λόγου ο ιερώτατος βιογράφος του Αγίου, Βασίλειος. Μετά την ανίδρυσιν της νεοπαγούς ταύτης Μονής των Περιστερών, ήτις ανηγέρθη κατά το έτος ωοα΄ (871) και την οποίαν ο θείος Πατήρ και μέγας Κοινοβιάρχης Ευθύμιος αφιέρωσεν επ’ ονόματι και τιμή του των Αποστόλων Πρωτοκλήτου Ανδρέου, πλήθος ευσεβών Χριστιανών εγκαταλείποντες τα του κόσμου τούτου τερπνά και ηδέα, έτι δε και τους πεφιλημένους γονείς ή τα τέκνα και τους λοιπούς συγγενείς τε και φίλους, έσπευδον να καταταγούν εν αυτή δια να απολαμβάνουν της μελιρρύτου και σωτηριωδεστάτης διδασκαλίας του απλανούς φωστήρος και μεγάλου διδασκάλου Ευθυμίου. Ανεδείχθη όθεν η Μονή αύτη εντός ολίγου χρόνου πυρσός διαλάμπων και το της κακίας σκότος μακράν αποδιώκων, διότι ετιμάτο εν αυτή η αγνότης και εβδελύττετο η ακολασία, απεθησαυρίζετο η ταπείνωσις και απεκόπτετο η υπερηφάνεια, επεριποιείτο η υπακοή και εξηκοντίζετο μακράν η παρακοή. Ενταύθα οι πάσης προελεύσεως άνθρωποι μίαν και μόνον γνώμην εξέφραζον και της πολυσχιδούς απάτης το άστατον ως άπιστον διεχλεύαζον. Ενταύθα τελευταίον και πρώτον επιτήδευμα πάντων των μετά σπουδής συντρεχόντων ήτο Θεός υμνούμενος και δια νυκτερινών ύμνων και καθημερινών μελωδιών δοξαζόμενος. Προσηύχετο δε ο τιμιώτατος Γέρων υπέρ των μαθητών αυτού των νεωστί τον κόσμον αποταξαμένων και εις τον ζυγόν του Χριστού συνταχθέντων, βοών προς Κύριον νυχθημερόν και λέγων την προσευχήν ταύτην «Μη παραδώης τοις θηρίοις, ω Δέσποτα, ψυχάς εξομολογουμένας σοι, αλλά φιλόψυχος ων, ως δια Σε τω κόσμω αποταξαμένους, φύλαξον αυτούς υπό την σκέπην των αηττήτων πτερύγων Σου· προσλαβού αυτούς υπό την περιοχήν της Σης Επαύλεως· τήρησον αυτούς εκ του πονηρού· αγίασον αυτούς τω σω Αγίω Ονόματι, σόφισον αυτούς κατά των μεθοδιών του πολυμηχάνου δυσμενούς, δος μοι επί Σοι μετά παρρησίας καυχάσθαι υπέρ αυτών. Ότι ους δέδωκάς μοι ουκ απώλεσα εξ αυτών ουδένα και ουδείς εξ αυτών απώλετο. Τεύξομαι θυμηδίας μετά πάντων τω Σω παριστάμενος βήματι, ώστε έχειν ικανώς ανακράζειν, ιδού εγώ και τα παιδία α μοι έδωκεν ο Θεός». Και καθωδήγει αυτούς εις νομάς σωτηρίους ο πρεσβύτης μεν κατά την ηλικίαν, αλλ’ ακμαιότατος κατά πάντα Κοινοβιάρχης και ποιμενάρχης, ο των του πνεύματος επιθυμιών ανήρ, ο τη ευσεβεία φυτεύσας ταύτην την νεοπαγή σεβασμίαν Μονήν, πίστεως δε ακραδάντω στερρότητι δια γραφικωτάτων και μελιρρύτων διδασκαλιών και νουθεσιών εκτρέφων. Συνδιελέγετο δε ο Άγιος μετά των μαθητών του ως τις φιλόστοργος πατήρ αναγράφων και εξιστορών τα περί των κατορθωμάτων του Ιερού Κοινοβίου, τα οποία εσταχυολόγει εκ της ιεράς βίβλου της επικαλουμένης Κλίμαξ του Ιωάννου του Καθηγουμένου της Μονής του Σιναίου. Και ούτω μεν αείποτε εδίδασκε τους μαθητάς του ο Άγιος· ας ίδωμεν όμως και ολίγα τινά εκ των υπερφυσικών του θαυμάτων, τα οποία ζων έτι ετέλεσεν. Ότε ποτέ ο μαθητής και βιογράφος του Αγίου Βασίλειος, επορεύετο μετά τινος Ασκητού Ιωάννου, επιλεγομένου Ησυχαστού, εις μακράν τινα οδοιπορίαν και ενώ εβάδιζον, εκ του πολλού κόπου απέκαμον εκ της πείνης και της δίψης και εκ του μακρού και εντεταμένου δρόμου και ελιποθύμησαν· όθεν εκινδύνευον να αποθάνωσιν. Επικαλεσθέντες όμως το όνομα του Αγίου, εύρον εξαίφνης, ω του θαύματος! άρτον εις τόπον εντελώς άβατον και ουχί εν τη οδώ και εξ αυτού του άρτου διατραφέντες διήνυσαν το υπόλοιπον της οδού πρόθυμοι και ακμαίοι. Άλλοτε πάλιν, ενώ ο Άγιος εβάδιζε μετά του προρρηθέντος μαθητού του Βασιλείου κατά την λίμνην, την επικαλουμένην Κορωνίαν, προείπεν εις τον Βασίλειον ότι δι’ έριν τινά αναφυείσαν εις την Μονήν θέλουσιν αποχωρήσει απ’ αυτής κατά την ώραν εκείνην ο τε Ιωάννης ο προρρηθείς και τις Αντώνιος. Έλεγε δε ταύτα ωσάν να έβλεπεν από μακρόθεν το τοιούτον κατάντημα αυτών, το οποίον και επληροφορήθησαν μετά ταύτα, οπότε επέστρεψαν εις την Μονήν και είδον ότι πράγματι κατά την ώραν, την οποίαν είπεν ο Άγιος το γεγονός, κατ’ εκείνην την ώραν και αυτοί εδραπέτευσαν. Ότε πάλιν ο Άγιος παρεπεδήμησε το πρώτον εις την φιλόχριστον και φιλομόναχον μεγαλούπολιν των Θεσσαλονικέων, ένθα ανέβη εις τον στύλον και έμεινεν εις αυτόν ολίγον χρόνον, εθεράπευσέ τινα δαιμονιώντα δια της προσευχής και χρίσεως του ιερού ελαίου. Και τον Μοναχόν Ιλαρίωνα επίσης εθεράπευσε δια θαύματος εις Περιστεράς δια της θείας αυτού εντεύξεως προς Κύριον και εξεδίωξεν απ’ αυτού το δαιμόνιον, το οποίον συνέσφιγγε και ηνώχλει αυτόν και το οποίον πάλιν επεπήδησεν εις αυτόν μετά πλείονος όσης δυνάμεως και ετοιμασίας, κατά το γραφικόν, ότε ούτος κακώς διετέθη κατά του Αγίου Γέροντος. Τούτο δ’ εγένετο εις αυτόν δια σωφρονισμόν και διόρθωσιν των κατεπαιρομένων αδίκως και παραλόγως εξανισταμένων κατά των προεστώτων αυτών και κατατολμούντων να υβρίζουν αυτούς και να φέρωνται βαναύσως κατά των Ηγουμένων και των Γερόντων αυτών, δια τους οποίους αμφοτέρους λέγει ο βιογράφος Βασίλειος «εθεασάμεθα και επί Θεώ μάρτυρι το βέβαιον επιστώθημεν και τύπω παραδεδώκαμεν δι’ ωφέλειαν ψυχικήν και σωτηρίαν πολλών». Εις αμφότερα ταύτα τα υπερφυσικώτατα θαύματα δέον να προστεθή και το πολυθρύλητον θαύμα εκείνο, όπερ δύναται και απίστευτον να νομισθή υπό των περί την πίστιν την αγίαν του Χριστού μας χωλαινόντων και ταλαντευομένων κακώς ένεκεν μικροψυχίας. Ότε ποτέ διατρίβων εν τω Άθωνι ο Όσιος, οι περί αυτόν αδελφοί επροαιρούντο να ανέλθουν προ αυτού εις την κορυφήν του Άθωνος, ο Άγιος ημπόδιζεν αυτούς, λέγων ότι είναι ασύμφορος εις αυτούς η άνοδος αύτη. Εξ ιδιορρυθμίας όμως και ιδίου αυτών θελήματος επιχειρούντων να διανύσωσι και προπορευθώσι την οδόν, επέπεσε τοσαύτη πολλή χιών, ώστε έμελλον να κινδυνεύσωσι και να απολεσθώσι πάντες, εάν μη προέφθανεν ο φιλόστοργος πατήρ, ως προβλέψας τούτο εκ Πνεύματος Αγίου, να διασώση τους παρηκόους μαθητάς εκ του παγετού και του αναποφεύκτου θανάτου, διότι πυρός σημείου ποσώς μη υπάρχοντος και μηδενός εξ αυτών φέροντος μεθ’ εαυτού αναπτήρα τινά, ο τη θέρμη του Πνεύματος πυρσός ήδη χρηματίζων Άγιος Ευθύμιος σωρείαν φρυγάνων συνάξας και τούτοις επιφυσήσας, ω του υπερφυεστάτου και φρικτού εγχειρήματος! Πυράν ανήψε παράδοξον λίαν, καθώς οι ίδιοι εκείνοι παραβάται μαθηταί ωμολόγησαν ύστερον. Ποιμάνας λοιπόν ως καλός ποιμήν Άγιος Ευθύμιος το λογικόν τούτο ποίμνιον εις διάστημα ετών δέκα τεσσάρων, μετά δε παρέλευσιν ενιαυτών τεσσαράκοντα και δύο καθ’ ους αγνώριστος όλως διέμεινεν εις τους οικείους αυτού, ως άλλος τις νέος Ιωσήφ, αναγνωρίζεται εις τους οικείους και συγγενείς αυτού ως εκείνος και αυτός και προσκαλεί αυτούς πλησίον αυτού και τους φιλοφρονεί και τόπον δι’ αυτούς αγοράσας, δια μεν τας γυναίκας Μοναστήριον γυναικών συνιστά και ιδρύει το έτος ωπη΄ (888), από πάσης απόψεως καλώς διατηρούμενον και ουδενός υστερούμενον, εις δε τους άνδρας την οικείαν εγχειρίζει διοίκησιν. Προσεκάλεσε δε εις αμφοτέρας τας ευαγείς Μονάς τον τότε Αρχιερέα της Θεσσαλονίκης ιερόν Μεθόδιον όστις ενεκαινίασε τους ιερούς αυτών Ναούς, εις τους οποίους εναποθέσας τίμια λείψανα Αγίων αφιέρωσεν αμφότερα τα ιερά ταύτα φροντιστήρια εις τον Ύψιστον Θεόν. Διαρρεύσαντος δε ουχί και πολλού χρόνου την μεν διακυβέρνησιν της των Περιστερών ιεράς Μονής ενεπιστεύθη εις τον διαληφθέντα Αρχιεπίσκοπον Θεσσαλονίκης ιερόν Μεθόδιον, την δε διαποίμανσιν του των γυναικών και παρθένων ιερού Παρθενώνος ανέθεσεν εις την ομαίμονα αδελφήν αυτού Ευθυμίαν, επονομασθείσαν ως φαίνεται ούτω δια του αγίου και μεγάλου αγγελικού σχήματος, την οποίαν και κατήρτισε δεόντως ίνα καταστή αξία της ηγουμενίας, αυτός δε ούτος τέλος, απαλλαγείς της μερίμνης αμφοτέρων τούτων των ιερών σκηνωμάτων, ανήλθε και πάλιν εις τον στύλον εις τον οποίον και πρότερον ηγωνίζετο. Αλλά ως πρότερον μη ευρίσκων εν αυτώ την ποθουμένην ησυχίαν, το πέμπτον και ύστατον τα του Άθωνος ακρωτήρια καταλαμβάνει. Αλλά και εις τον Άθω έβλεπεν, ότι υπέρ ποτε άλλοτε διηνώχλει αυτόν ο υπό των Μοναχών και μάλιστα ο υπό των ιδίων αυτού μαθητών θόρυβος, παρά των οποίων ως άλλο τι βαρύ φορτίον έσπευδε να απαλλαγή καταφεύγων και πάλιν εις την ερημίαν. Προγνωρίσας δε την ημέραν της τελευτής αυτού και θέλων, ίνα εν αταραξία νοός και άνευ τινός παρενοχλήσεως εκ των ανθρώπων παραδώση το πνεύμα αυτού εις τον Πλάστην αυτού και Δημιουργόν, προσεποιήθη ότι θέλει επιτελέσει την ανακομιδήν των λειψάνων του προτελευτήσαντος Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης ιερού Μεθοδίου· καλέσας όθεν κατά την εβδόμην του μηνός Μαϊου πάντας τους συν αυτώ αδελφούς, ίνα συνευφρανθώσιν εις κοινήν τράπεζαν, απεχαιρέτησεν αυτούς και τη επαύριον διαλαθών πάντας επέβη λέμβου και διεπέρασεν εις πλησίον κειμένην μικράν νήσον, επιλεγομένην Ιεράν, παραλαβών μεθ’ εαυτού μονώτατον, ίνα τον υπηρετή, Γεώργιόν τινα Μοναχόν. Διαμείνας δε εκεί μέχρι της δεκάτης τρίτης Οκτωβρίου του έτους 894 και μικρόν τι νοσήσας ως άνθρωπος τόσον, όσον ο άνθρωπος υποπίπτει εις τα της φύσεως ιδιώματα, τη δεκάτη Πέμπτη του αυτού μηνός, εν ειρήνη επί το αυτό εκοιμήθη εν Κυρίω ο αείμνηστος Ευθύμιος, τούτο λαβών ανταπόδομα των μακρών ιδρώτων και της πολυχρονίου αυτού ασκήσεως, ήτοι «το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Φιλιπ. α: 23), το οποίον και ζων και πολιτευόμενος επόθει και ως νεκρός εν βίω εδείκνυτο, θανατώσας πάσαν επιθυμίαν και ευπάθειαν σαρκός, αντιστρατευομένην τω πνεύματι κατά τον ουρανοβάμονα. Προσετέθη λοιπόν εις τους προ αυτού εκδημήσαντας Πατέρας προσθήκη μεγάλη αξιέραστος και αξιαγάπητος, εις τους Πατριάρχας ως ζηλώσας αυτών το ομότροπον, εις τους Αποστόλους, ως της διδασκαλίας αυτών ακριβέστατος φύλαξ και τηρητής και της πράξεως αυτών συμμέτοχος, εις τους Προφήτας ως διορατικώτατος υπάρξας και προβλεπτικώτατος, εις τους Αρχιερείς ως Ιερεύς, εις τους Διδασκάλους ως πρακτικώτατος και θεωρητικώτατος διδάσκαλος, εις τους Οσίους και Δικαίους ως Άγιος και απολαμβάνει την κληρονομίαν των επηγγελμένων αγαθών του Θεού. Αργότερον, γνωσθείσης της προς Κύριον εκδημίας και κοιμήσεως αυτού, οι της Μονής αυτού οικήτορες θείω πόθω φερόμενοι ίνα και μετά θάνατον έχωσιν αυτόν φρουρόν και προστάτην και υπερασπιστήν αποκομίζουσι την εικοστήν δευτέραν Δεκεμβρίου του ιδίου έτους 894 το άγιον αυτού λείψανον από της νήσου δια Βλασίου Ιερομονάχου και Παύλου Μοναχού, αποθέντες αυτό εν ξυλίνη λάρνακι σώον και ακέραιον και όλως άρτιον ευρεθέν, ως να έβλεπον αυτόν τελευτήσαντα κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν και την αυτήν ώραν. Η δε του ιερού σκήνους μετακομιδή εγένετο εις την των Θεσσαλονικέων ιεράν Μητρόπολιν την δεκάτην τρίτην Ιανουαρίου του επομένου έτους της κοιμήσεως αυτού, ήτοι τω 895, μέχρι δε της ημέρας κατά την οποίαν απεκόμισαν το τίμιον λείψανον εκ της νήσου οι μαθηταί του Αγίου, έμεινε τούτο ανέπαφον εις το σπήλαιον, εις το οποίον ετέθη το πρώτον, ότε εξεδήμησε προς Κύριον. Φέρεται λοιπόν ο τρισμακάριος και τρισόλβιος Ευθύμιος δια χειρών Αρχιερέων μυριζόμενος. Μετακομίζεται εκ της ιεράς νήσου δι’ ύμνων και ωδών παραπεμπόμενος και εις ώμους Μοναχών ανακλινόμενος. Υπό δήμων Ασκητών επευφημούμενος και ιερών Κληρικών προπομπή τιμώμενος και λαού ευσεβούς και θεοφιλών γυναικών κηροφανείαις καταπυρσευόμενος και εναποτίθεται εν λάρνακι, εις την ιεράν και περίβλεπτον Μητρόπολιν των Θεσσαλονικέων προς δόξαν και αίνον του εν Αγίοις υμνουμένου Θεού. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου