Δαμασκηνός ο μακάριος Νεομάρτυς εμαρτύρησεν επί της βασιλείας μεν του Σουλτάν Μεχμέτ, επί της πατριαρχείας δε του εκ Χίου Πατριάρχου Ιακώβου εν έτει 1681, ήτο δε από τον Γαλατάν της Κωνσταντινουπόλεως, εκ της ενορίας της Ελεούσης, ονόματι Διαμαντής, υιός ευσεβών γονέων, Κυριακού και Κυριακής, την τέχνην ράπτης· πολύ νέος ων έμεινεν ορφανός, δι’ ο και επεριπατούσεν άτακτα. Συλληφθείς λοιπόν, καθώς λέγουν, από τους δυνάστας διά τι κακόν όπερ έκαμεν, ηρνήθη (φεύ!) την των Χριστιανών άμωμον πίστιν, δια να λυτρωθή· είτα προβαίνων κατά την ηλικίαν ήλθεν εις εαυτόν, και συλλογιζόμενος τι κακόν έπαθεν, απήλθεν εις το Άγιον Όρος, εις το Μοναστήριον της Μεγίστης Λαύρας, δια να κλαύση το μέγα αμάρτημα της του Χριστού αρνήσεως και εκεί πηγαίνων εδόθη εις συχνάς αγρυπνίας και εις τας λοιπάς κακουχίας της ασκήσεως· λαβών δε το μέγα Αγγελικόν Σχήμα έμεινε δώδεκα έτη υποτασσόμενος εις τον Γέροντά του με άκραν υπακοήν.
Πλην μ’ όλον ότι τόσας αρετάς έκαμνεν ο αοίδιμος και πολλούς Μοναχούς εκείνου του καιρού υπερέβη εις τους ασκητικούς πόνους και ιδρώτας, το συνειδός όμως πάντοτε τον έτυπτε δια την άρνησιν και ενόμιζεν όλους τους ασκητικούς αγώνας του ότι είναι ουδέν, κατά σύγκρισιν του σφάλματός του· διότι ενεθυμείτο πάντοτε τους λόγους του Κυρίου: «Όστις ομολογήση με έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς· και όστις αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι καγώ αυτόν έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς». Όθεν κατ’ άλλον τρόπον δεν ενόμιζεν ότι έχει να ομολογηθή από τον Χριστόν έμπροσθεν του Πατρός του εν τη φρικτή αυτού Παρουσία, παρά με το να ομολογήση και αυτός τον Χριστόν πρότερον έμπροσθεν των ανθρώπων. Και τούτο μεν ούτος ορθώς ενόμιζε, πλην ουδείς από τους Μοναχούς δεν τον ηνάγκαζε εις τούτο, επειδή εγνώριζον την ανθρωπίνην ασθένειαν και εφοβούντο μήπως επιστρέψη πάλιν εις τα οπίσω και γίνουν τα ύστερα χείρονα των πρώτων. Εν μέσω των τοιούτων λογισμών ευρισκόμενος ο Μάρτυς, έτυχε τότε ο εν τη Λαύρα ευρισκόμενος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Διονύσιος να απέρχεται εις Κωνσταντινούπολιν· όθεν έκρινεν εύλογον ο Άγιος να υποταχθή εις αυτόν και μαζί του να απέλθη εις την βασιλεύουσαν με σκοπόν να μαρτυρήση, όπερ και έκαμε. Συναπελθών δε μετά του Πατριάρχου εις Κωνσταντινούπολιν, εφανέρωσεν εις αυτόν και τον πόθον τον οποίον είχε δια να μαρτυρήση. Εκείνος δε τον παρεκίνησεν εις τούτο, λέγων εις αυτόν και ταύτα· «Όταν εγώ επιστρέψω εις το Άγιον Όρος, συ κάμε ως βούλεσαι, και πρέσβευε υπέρ εμού εις τον Χριστόν, δια τον οποίον αποθνήσκεις, ίνα εύρω αυτόν ίλεων εν τη εμή εξόδω». Αποδημήσαντος λοιπόν του Διονυσίου, εφανέρωσεν ο Άγιος και εις τινα άλλον Μοναχόν Λαυριώτην το κεκρυμμένον εν τη καρδία του μυστήριον, το περί του μαρτυρίου, και ήκουσε παρ’ εκείνου ταύτα τα παρηγορητικά λόγια: «Ενδυναμώθητι, αδελφέ, τη του Κυρίου ισχύϊ, και άρχισε τον αγώνα και θέλεις γίνει και συ εις απ’ εκείνους τους παλαιούς Μάρτυρας, οίτινες ήθλησαν υπέρ Χριστού». Και λοιπόν ήρχισεν ο Όσιος το επιχείρημα ούτως· έκοψε τα μαλλιά της κεφαλής του και εφόρεσεν ιμάτια ναυτικά, δια να μη συμβή κανέν κακόν εις τους Μοναχούς από τους κρατούντας· είτα, μεταλαβών των Αχράντων Μυστηρίων εις τον Ναόν του Αγίου Νικολάου, εις τον Γαλατάν, επέρασεν εις την Αγίαν Σοφίαν και εκεί ιστάμενος προσηύχετο, ποιών το σημείον του Τιμίου Σταυρού εις το πρόσωπόν του· οι δε παραπορευόμενοι Αγαρηνοί, βλέποντες αυτόν ιστάμενον και προσευχόμενον εις τόπον απηγορευμένον δια τους Χριστιανούς, εξίσταντο· πλην νομίζοντες αυτόν ως παράφρονα, διέβαινον, μηδέν λέγοντες. Αναχωρήσας δε απ’ εκεί ο Άγιος και περιπατών εις την οδόν, βλέπει Αγαρηνόν τινα γραμματέα, έχοντα εις χείρας του βιβλίον και αναγινώσκοντα, λέγει δε εις αυτόν· «Διαλαμβάνει το βιβλίον σου τι περί Χριστού»; Ο δε γραμματεύς είπεν εις τον Μάρτυρα· «Δεν γίνεσαι Μουσουλμάνος»; Και εις τον διάλογον τούτον συνηθροίσθησαν οι εκεί πλησίον Αγαρηνοί και ήκουον, μυκτηρίζοντες αυτόν ως παράφρονα· είτα τους λέγει: «Εγώ να σας είπω λόγον προς ωφέλειάν σας». Οι δε του λέγουν· «Ειπέ». Λέγει ο Μάρτυς· «Ο Χριστός είναι Θεός αληθινός και ποιητής ορατών τε και αοράτων». Οι δε του είπον· «Τρελλός είσαι»; Λέγει ο Μάρτυς· «Όχι εγώ, αλλά σεις είσθε τρελλοί και άγνωστοι και πεπλανημένοι, όπου δεν πιστεύετε, ότι ο Χριστός είναι Θεός»· αυτοί δε πάλιν, νομίσαντες αυτόν ως μαινόμενον, τον άφησαν. Εκείθεν μετέβη ο Μάρτυς εις το τζαμίον του Σουλτάν Μεχμέτ και πάλιν είπε τα αυτά εις τους εκεί χοτζάδες, αλλά και αυτοί ως μωρόν τον εδίωξαν· κατέβη δε εκείθεν εις το λεγόμενον τουρκιστί Καμπάνι, και κράξας δια φωνής μεγάλης είπεν· «Άνδρες Ισμαηλίται, μόνη η πίστις του Χριστού είναι αληθινή, σεις δε επλανήθητε και μέλλετε να κολασθήτε». Αλλά και εκεί όλοι ομοίως τον παρέβλεψαν. Τη δε επαύριον το πρωϊ επήγεν εις την αυλήν του βεζύρη και ήρχισε να φωνάζη έμπροσθεν εις τους εκεί γραμματικούς· «Μόνη η πίσις των Χριστιανών είναι αληθινή και ο Χριστός είναι Θεός αληθινός, η δε ιδική σας πίστις δεν είναι αληθινή». Οι δε γραμματικοί συλλαβόντες και δείραντες αυτόν ανηλεώς τον εδίωξαν ως μωρόν· κατά δε την τρίτην ημέραν επήγενεις το τζαμίον, το λεγόμενον Σεγιζακί, πλησίον εις τα δωμάτια των Γενιτσάρων·και όταν έβγαιναν οι Τούρκοι από το προσκύνημά των, εβόα ο Μάρτυς· «Άνδρες Ισμαηλίται, τίνα σέβεσθε; Εις ποίον θαρρείτε; Τι ελπίζετε από το προσκύνημά σας; Μία είναι η αληθής πίστις, η του Χριστού». Όλοι δε ως φρενοβλαβή και μωρόν νομίζοντες αυτόν, τον παρέβλεπον· λοιπόν εστράφη πάλιν ο Άγιος εις την κατοικίαν του εις τον Γαλατάν, σφόδρα περίλυπος, διότι απέτυχε του σκοπού του. Όθεν και προσευχόμενος όλην την νύκτα, έλεγε· «Μη βδελύξη με τον ταπεινόν σου δούλον, Υιέ του Θεού, εις το να με συναριθμήσης εν τω χορώ των Μαρτύρων Σου». Κατά την επομένην, ήτις ήτο ημέρα Κυριακή, αναστάς επορεύθη εις το τζαμίον του Τοσχανά, εις το οποίον λέγεται ότι εξώμοσε την ευσέβειαν όταν ήτο νέος, ως προείπομεν· και εκεί πολλών Αγαρηνών συντρεχόντων εις τον χώρον του προσκυνήματος, ανεβόησεν ο Μάρτυς προς το πλήθος ταύτα· «Τι συνηγάγεσθε αυτού, τρισάθλιοι; Εις ποίον ελπίζετε; Αλλοίμονον εις σας, ταλαίπωροι, διότι έχετε να κολασθήτε· μόνος ο Χριστός είναι Θεός αληθινός». Οι δε Αγαρηνοί ταύτα ακούσαντες επλήσθησαν θυμού και ώρμησαν εναντίον του, και δέροντες αυτόν ανηλεώς και σύροντες τον έφερον εις τον καδήν του Γαλατά· του δε Μάρτυρος τα αυτά και περισσότερα λέγοντος κατά του Μωάμεθ και της βδελυράς αυτού διδαχής, έδωκεν ο κριτής την ομολογίαν αυτού, ήτις παρ’ αυτοίς λέγεται χοντζέτιον, και τον έπεμψαν εις τον βεζύρην, τον επίτροπον της βασιλείας. Ο δε βεζύρης τον ηρώτησε· «Ταύτα όπου γράφει ο κριτής κατά σου είναι αληθή»; Ο δε Μάρτυς εφώναζε· «Ναι, αφέντη, και αληθή και βέβαια είναι». Ο δε βεζύρης με πολλήν ημερότητα λέγει προς αυτόν· «Ας είναι συγχωρημένον τούτο σου το έγκλημα, διότι είσαι ραγιάς βασιλικός και υπόχρεως να πληρώνης τα βασιλικά δοσίματα, και δια τούτο σου χαρίζει η βασιλεία την ζωήν σου· αλλά και ως φαίνεται πτωχός είσαι και δια τούτο επιθυμείς τον θάνατον». Ο δε Μάρτυς λέγει· «Δεν είμαι πτωχός, αλλά και από σε πλουσιώτερος, επειδή έχω τον θησαυρόν της πίστεώς μου μέσα εις την καρδίαν μου, ο οποίος υπεραστράπτει λαμπρότερον του ηλίου, ότι τον πλούτον τούτου του κόσμου, όπου εσύναξες συ τώρα, αύριον τον λαμβάνει άλλος, τον δε πλούτον, τον οποίον απέκτησα εγώ δια της πίστεώς μου, μένει πάντοτε εις εμέ, με τον οποίον θέλω υπάγει εις την Βασιλείαν των ουρανών». Ιδών λοιπόν ο βεζύρης, ότι δεν πείθεται κατ’ ουδένα τρόπον ο Μάρτυς εις τους λόγους του, έδωκε κατ’ αυτού την απόφασιν να τον θανατώσουν. Λαβών δε τούτον ο αρχιδήμιος και δέσας αυτόν, τον έφερε μετά της αυτού κουστωδίας εις το Φανάριον, και γονατίζων αυτόν έμπροσθεν της θύρας του Πατριαρχείου ξίφει την αγίαν αυτού κεφαλήν απέτεμεν, ευχαριστούντος τον Σωτήρα, ότι δεν τον υστέρησε του πόθου του. Όταν δε τον απεκεφάλισαν, το άγιόν του αίμα κρουνηδόν εκπηδήσαν κατέβαψε τας σανίδας της θύρας του απέναντι εργαστηρίου· Ηγούμενος δε τις του Μοναστηρίου του Μαύρου Μώλου, ονόματι Μακάριος, αγοράσας τας θύρας αυτάς, έφερεν εις το Μοναστήριόν του χάριν ευλαβείας και αγιασμού· έκειτο δε, κατά το πρόσταγμα, το άγιον λείψανον τρεις ημέρας έμπροσθεν του Πατριαρχείου· Χριστιανοί δε τινές, δόντες χρήματα εις τους φύλακας, ήραν αυτό εκείθεν και το έβαλον εις καϊκιον, δια να το υπάγουν εις το εν τη νήσω Χάλκη Μονύδριον της Αγίας Τριάδος· επρόφθασαν όμως οι Πατέρες της Μονής της Υπεραγίας Θεοτόκου της εις την αυτήν νήσον Χάλκην κειμένης, και το επήραν εις την αυτήν Μονήν, ενταφιάσαντες αυτό εντίμως όπισθεν του Αγίου Βήματος· ου ταις πρεσβείαις ο Σωτήρ της αυτού Βασιλείας και ημάς αξιώσαι. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου