Φίλιππος ο θείος του Κυρίου Απόστολος ήτο εις εκ των δώδεκα, εκ Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπολίτης Ανδρέου και Πέτρου. Από μικρός εδόθη εις τα μαθήματα, έχων δε πόθον πολύν εις τον Νόμον, εσχόλαζεν εις τα μαθήματα του Μωϋσέως, διότι τοιαύτην είχον τότε οι διδάσκαλοι των Ιουδαίων συνήθειαν και εμάνθανον πρώτον τους νέους αυτάς τας βίβλους, έπειτα τους ηρμήνευον και έτερα όσα ηδύναντο. Από ταύτα λοιπόν ηννόησεν ο Φίλιππος όλας τας ρήσεις, όσαι διελάμβανον περί της ελεύσεως του Χριστού και τας εφύλαττεν εις την καρδίαν του· δια τούτο και καθ’ όλην την ζωήν του διέμεινε παρθένος.
Όταν λοιπόν εύρεν αυτόν ο Δεσπότης Χριστός εις την Γαλιλαίαν μετά το βάπτισμα και τον προσεκάλεσε να τον ακολουθήση, δεν έβαλε καιρόν εις το μέσον, αλλά γνωρίσας, ότι αυτός ήτο ο Μεσσίας, τον οποίον ανέμενον, τον ηκολούθησε προθύμως και δεν εξεχώρισεν από αυτόν, γνωρίζων ότι εύρε τον πολύτιμον Μαργαρίτην. Έχων δε πόθον να προσαγάγη προς τον Σωτήρα και τους φίλους του ως καλοπροαίρετος άνθρωπος, ευρίσκει τον Ναθαναήλ, όστις ήτο φίλος του, ακριβής του Νόμου διδάσκαλος, και του λέγει· «Ον έγραψε Μωϋσής εν τω νόμω και οι Προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ιωάν. α:46). Με ταύτα και έτερα τα οποία είπεν, ωδήγησε προς τον Δεσπότην τον φίλον του. Φαίνονται δε και άλλα πολλά εις το ιερόν Ευαγγέλιον, με τα οποία ημπορεί να εννοήση έκαστος τούτου του Αποστόλου την ευγνωμοσύνην και υπακοήν προς τον Διδάσκαλον, του οποίου έγινε κοινωνός εις όλους τους κόπους έως την σωτήριον Σταύρωσιν· όθεν και της Αναστάσεως απήλαυσε και της θεοπρεπούς Αναλήψεως και της παρουσίας του Παναγίου Πνεύματος. Μετά ταύτα βάλλοντες οι θείοι Απόστολοι κλήρους, δια να ίδωσι που είναι θέλημα Θεού να πορευθή έκαστος δια να κηρύξη το σωτήριον Ευαγγέλιον, απήλθον άλλος εις την Ανατολήν, άλλος εις τα Εσπέρια, έτερος εις τα Βόρεια και άλλος εις τα Νότια μέρη· του δε θείου Φιλίππου έλαχε ο κλήρος της Ασίας, εις την οποίαν επήγε προθύμως κηρύττων τον Χριστόν εις όλας τας πόλεις και χώρας, τελών σημεία και θαύματα άπειρα, δια τα οποία, του Θεού συνεργούντος, πολλοί επίστευσαν και πανταχού έκτισεν Εκκλησίας, τα ειδωλεία ηφάνιζε, και εχειροτόνει Αρχιερείς. Είχε δε εις την συνοδείαν του τον Απόστολον Βαρθολομαίον και την σαρκικήν του αδελφήν, Μαριάμνην ονόματι, οίτινες τον ακολουθούσαν, υπηρετούντες αυτόν και συγκοινωνούντες εις όλα τα λυπηρά και χαρμόσυνα και πολλούς πειρασμούς και θλίψεις εις διαφόρους χώρας από τους απίστους υπέμειναν, μαστιγούμενοι, ραβδιζόμενοι, λιθαζόμενοι και ποικιλοτρόπως βασανιζόμενοι. Από τας κακοπαθείας ταύτας και τας θλίψεις τας οποίας ο θείος ούτος Απόστολος Φίλιππος υπέμεινε, θα είπωμεν ενταύθα ολίγα τινά, ως επίσης και ολίγα θαυμάσια, εκ των πολλών τα οποία ετελέσθησαν δια μέσου του, ίνα δια τούτων διαπιστωθώσιν αναμφιβόλως και τα επίλοιπα, έπειτα δε θέλομεν γράψει και το μακάριον τέλος, το οποίον έλαβεν εις την Ιεράπολιν της Φρυγίας. Ούτος ο λαμπρότατος αστήρ και μέγας του Κυρίου Απόστολος αφού εκήρυξε το Ευαγγέλιον του Χριστού εις τας πόλεις της Λυδίας και της Μυσίας, συνοδευόμενος, ως είπομεν, και υπό του Αποστόλου Βαρθολομαίου και της αδελφής του Μαριάμνης και αφού υπέστησαν πολλάς κακοπαθείας υπό των απίστων, δερόμενοι, ραβδιζόμενοι, φυλακιζόμενοι και λιθοβολούμενοι, εύρον έπειτα και τον ηγαπημένον Μαθητήν και Θεολόγον Ιωάννην κηρύττοντα και αυτόν τον Χριστόν εις την Ασίαν, ότε και η του ανθυπάτου Νικάνωρος γυνή επίστευσεν εις τον Χριστόν, και η του Στάχυος οικία εκάη υπό του ανθυπάτου και του λαού των Ελλήνων. Αλλά και προς τους Πάρθους επήγεν ο Άγιος και κλίνων τα γόνατα εζήτει από τους ουρανούς θείαν επίσκεψιν· και ευθύς είδεν αετόν με χρυσάς πτέρυγας, όστις εικόνιζε τον Χριστόν εσταυρωμένον· όθεν λαμβάνων από την όρασιν ταύτην θάρρος και δύναμιν, επήγαινεν εις το κήρυγμα πρόθυμος· μετέβη δε και εις την χώραν των Κανδάκων. Ανέβη δε ποτε εις πλοίον, δια να διαπεραιωθή προς την Άζωτον· κατά δε την νύκτα εκείνην έγινε μεγάλη τρικυμία· επειδή δε ήτο και σκότος βαθύ ευρίσκοντο εις μέγαν κίνδυνον, τότε όμως εφάνη φωτοφανής τύπος του Σταυρού, όστις εφώτισε το σκότος της νυκτός και διεσώθησαν οι κινδυνεύοντες. Φθάσαντες εις την Αζώτιδα γην εξήλθεν ο Φίλιππος και κατέλυσεν εις τον οίκον, του οποίου οι οικήτορες είχον θυγατέρα, ήτις είχεν εις τον οφθαλμόν ασθένειαν και εκινδύνευε να απολέση το φως της· ακούσαντες δε το κήρυγμα του Αποστόλου επίστευσαν εις τον Χριστόν όλοι και έλαβον το Άγιον Βάπτισμα. Μετά ταύτα ο πατήρ της κόρης εζήτησε χάριν από τον Φίλιππον, να θεραπεύση τον οφθαλμόν της. Ο δε Απόστολος λέγει προς την κόρην· «Μόνη σου θέλω να θεραπεύσης το πάθος σου, Χαριτίνη, και χαρίζω την δύναμιν όχι μόνον εις σε, αλλά και εις όσους έλαβον το Άγιον Βάπτισμα να τελήτε θαυμάσια· το πρωϊ λοιπόν βάλε την δεξιάν σου εις τον οφθαλμόν σου, επικαλουμένη του Δεσπότου Χριστού το σωτήριον όνομα να λάβης την ίασιν». Ούτω λοιπόν ποιήσασα εθεραπεύθη η Χαριτίνη ευχαριστούσα τον Κύριον και τότε δεν εξεχώρισεν από τον Απόστολον. Αναχωρήσας εκείθεν ο θείος Απόστολος μετέβη μετά της συνοδείας του εις την Ιεράπολιν κηρύττοντες τον Κύριον· οι δε εντόπιοι ήθελον να φονεύσωσι τον Απόστολον, με πρόφασιν να μη απατηθούν αι γυναίκες των και τους χωρισθώσι καθώς και άλλων πολλών επλανήθησαν. Άρχων δε τις σεβαστότερος των άλλων και τιμής άξιος ελύτρωσε τον θείον Φίλιππον από τον λιθασμόν, λέγων ταύτα προς τους συμπολίτας του· «Αδελφοί, ακούσατε την συμβουλήν μου· μη κάμετε αδικίαν τινά κατά τούτου του ξένου, αλλ’ ας δοκιμάσωμεν την διδασκαλίαν του, εάν είναι προς ψυχικήν σωτηρίαν». Εις τους λόγους τούτους του άρχοντος δεν ηδυνήθησαν να εναντιωθώσιν, επειδή ήτο επίσημος, αυτός δε πρώτος από τους άλλους προσέπεσεν εις τους πόδας του Αποστόλου παρακαλών αυτόν να μείνη εις την οικίαν του· και πηγαίνοντες μαζί, εσκανδαλίσθη η γυνή του άρχοντος Μάρκελλα, ζητουσα λύσιν του συνοικεσίου και να της επιστρέψη την προίκα οπίσω, εάν δεν εκβάλη από την οικίαν των τον Φίλιππον, ο οποίος βλέπων τον άρχοντα περίφοβον, του έδωκε θάρρος να ίσταται εις την πίστιν, αυτός δε προσευχόμενος έκαμεν εκείνην, ήτις εσκανδαλίζετο, δούλην του ανδρός αυτής και υπήκοον και του έλεγεν· «Από που ήλθεν ούτος ο θαυμάσιος άνθρωπος; Ω! πόσον είναι οι λόγοι του γλυκύτατοι και επαινετή των ηθών αυτού η κατάστασις». Ο δε άρχων είπε προς αυτήν· «Μεγάλου Θεού κήρυξ είναι, ω γύναι, και αιωνίου Βασιλείας πρόξενος και ας πιστεύσωμεν εις αυτόν»· προσπίπτοντες λοιπόν εις τον Απόστολον, εβαπτίσθησαν με όλον τον οίκον των· με εκείνους δε και πολλοί άλλοι από τους γείτονας. Ο δε ευρετής της κακίας, βλέπων νενικημένον εαυτόν, παρεκίνησε τινας να καύσουν τον οίκον του άρχοντος· τούτο γνωρίσας ο Απόστολος δια Πνεύματος Αγίου, εξήλθε προς αυτούς άφοβα· και κρατήσαντες αυτόν ως θηρία ανήμερα, τον επήγαν εις το δικαστικόν βουλευτήριον, του οποίου ο έξαρχος, ονομαζόμενος Αρίσταρχος, είπε ταύτα προς αυτόν μετά θυμού· «Γνωρίζω ότι καυχάσαι δια τας μαγείας σου· αλλά εάν δεν ρίψης αυτάς από επάνω σου, θέλω σε θανατώσει με λιθασμόν πικρότατον· περί δε του σταυρωθέντος Θεού σου θέλομεν εξετάσει με τον καιρόν ύστερα». Ταύτα λέγων τον ήρπασεν από τας τρίχας της κεφαλής και τον περιέπαιζε σύρων αυτόν από του ενός μέρους εις το άλλο και βασανίζων. Ο δε Απόστολος, δια να σωφρονίση την αταξίαν του Αριστάρχου, ίσως δε και δια να γνωρίσουν οι παρεστώτες, ότι είναι δυνατού Θεού υπηρέτης, εβόησε μεγαλοφώνως, δια να τον ακούσουν άπαντες, λέγων· «Συ, Κύριε, όστις έπλασας τας καρδίας μας και γνωρίζεις τας κινήσεις και διανοήματα αυτών, πλήρωσόν μου τον λόγον τούτον, όστις εξέρχεται χωρίς οργήν από την καρδίαν μου και ας γίνη προς σωφρονισμόν των άλλων παράλυτος η άτακτος αύτη χειρ, ήτις ετόλμησε να απλωθή επί της κεφαλής την οποίαν ηγίασες». Ούτως είπε και ευθύς ο λόγος έργον εγένετο και όχι μόνον εξηράνθη η χειρ του, αλλά ετυφλώθη και ο εις οφθαλμός του, ο προς το μέρος εκείνο, εκωφώθη δε και από τα δύο ώτα και έμεινε άλαλος τελείως. Ταύτα βλέποντες οι παρεστώτες εξέστησαν και παρεκάλουν αυτόν με φόβον να συγχωρήση τον πταίσαντα, ο δε Απόστολος λέγει προς αυτούς· «Αι διαστροφαί των μελών δεν δύνανται να βοηθηθούν από άνθρωπον, διότι ένας είναι ο διορθωτής αυτών, ο Δημιουργός, όστις εξ αρχής συνήρμοσεν εκ της γης τον άνθρωπον και εάν δεν πιστεύσητε εις εκείνον ομού με αυτόν, όστις έπαθε, δεν λαμβάνει την θεραπείαν του». Κατά την ώραν εκείνην έτυχε και επήγαιναν να ενταφιάσουν νεκρόν και λαμβάνοντες την κλίνην εκείνοι, οίτινες ήσαν με τον Αρίσταρχον, έλεγον εις τον Απόστολον περιγελώντες αυτόν· «Εάν αυτόν τον νεκρόν αναστήσης, όλοι να προσκυνήσωμεν τον Θεόν σου ομού με τον Αρίσταρχον». Ο δε Άγιος, βλέπων προς τους ουρανούς, έκαμε προσευχήν ολίγην ώρα, έπειτα εκάλεσε τον νεκρόν με πραείαν φωνήν εξ ονόματος λέγων· «Θεόφιλε, ο Χριστός σε προστάσσει, έγειραι και λάλει ό,τι θέλεις χωρίς εμπόδιον». Τότε παρευθύς ο νεκρός (ω του θαύματος!) ηγέρθη και προσέπεσεν εις τον Απόστολον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε του Θεού, ότι την ώραν ταύτην από πολλά κακά με ελύτρωσες, διότι με έσυρον δυναστικώς τινές μαύροι και άσχημοι, δια να με ρίψουν εις τον ολέθριον τάρταρον, το οποίον και θα εγίνετο, εάν δεν ήθελες προφθάσεινα με λυτρώσης τον άθλιον». Τούτο το παράδοξον έκαμεν όλους και ετρόμαξαν, θαυμάζοντες ότι ήξευρε και το όνομα του αποθαμένου, τον οποίον δεν είδε πρωτύτερα και τον ανέστησε πάραυτα. Απορρίψαντες λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι πάσαν αμφιβολίαν και πάντα δισταγμόν, επίστευσαν εις τον Χριστόν λέγοντες· «Αυτός τον οποίον κηρύττεις, θαυμασιώτατε, είναι ο μόνος αληθής και παντοδύναμος Θεός, όστις τελεί τοιαύτα παράδοξα, εις αυτόν δε προσέχομεν άπαντες και αδιστάκτως πιστεύομεν». Τότε καταπαύσας με την χείρα του τον θόρυβον, προσέταξε τον προρρηθέντα άρχοντα να κάμη το σημείον του σταυρού εις τον Αρίσταρχον, επικαλούμενος την Παναγίαν Τριάδα, ποιήσας δε εκείνος το προστασσόμενον εθεραπεύθη τελείως ο Αρίσταρχος· τότε πάντες έλαβον το σωτήριον Βάπτισμα, μεταξύ δε των πρώτων ήτο και ο Πρέφεκτος, ο πατήρ του αναστάντος εκ νεκρών, όστις ήτο από τους προεστώτας της πόλεως. Ούτος, πιστεύσας ολοψύχως εις τον Χριστόν, έδωκεν εις τον Απόστολον τους δώδεκα χρυσούς θεούς, τους οποίους είχε, να τους διαμοιράση εις τους πένητας· όχι δε μόνον ταύτα, αλλά καλώς δαπανήσας και τα επίλοιπα πράγματά του, εφύλαξεν έως τέλους την πίστιν και ετελείωσε τον βίον θεάρεστα· ο δε Απόστολος, καταρτίσας όλους εκείνους και στερεώσας εις την Ορθόδοξον πίστιν, εχειροτόνησεν Επίσκοπον τον προρρηθέντα άρχοντα τον άνδρα της Μαρκέλλας· ωσαύτως εχειροτόνησε Πρεσβυτέρους και Διακόνους και προσέταξε να κτίσουν Εκκλησίας, τας οποίας καθιέρωσε, διδάξας δε άπαντας τους ηυχήθη και ανεχώρησε δια να κηρύξη τον Χριστόν και εις άλλας πόλεις της Φρυγίας. Αναχωρήσας εκείθεν ο θείος Φίλιππος μετέβη εις πόλιν τινά της Φρυγίας πολυάνθρωπον και περίφημον, ήτις ήτο και πρωτεύουσα των άλλων πόλεων. Βλέπων δε ότι αύτη ήτο εις τοσαύτην αγνωσίαν βεβυθισμένη, ώστε όλοι οι εν αυτή κατοικούντες προσεκύνουν δια θεόν μίαν έχιδναν μεγάλην και φοβεράν εις την όρασιν, ελυπήθη βαθύτατα δια την απώλειαν των ανθρώπων αυτών, τους οποίους εμώρανεν επί τοσούτον ο διάβολος, όστις κατώκει έσωθεν του θηρίου εκείνου και τους έφερεν εις τοιαύτην αναισθησίαν, ώστε να του δίδουν θυσίαν ανθρώπους οι απάνθρωποι. Τρωθείς λοιπόν την ψυχήν από θείον έρωτα δια την σωτηρλιαν αυτών επλησίασεν εις το θηρίον ο μέγας Απόστολος και ποιήσας προσευχήν προς τον Θεόν σύντομον, επεκαλέσθη του Δεσπότου Χριστού το φοβερόν και άστεκτον εις τους δαίμονας όνομα και παρευθύς εθανάτωσε την έχιδναν εκείνην, ήτις ήτο αιτία της των πολλών απωλείας και έμεινεν αύτη νεκρά, φοβερόν παρέχουσα εις τους παρεστώτας θέαμα. Αφού λοιπόν ο Άγιος ελύτρωσε τον λαόν από τοιούτον κακόν, τους εδίδαξε τον αληθή Θεόν, όστις είναι ο μόνος ποιητής απάσης της κτίσεως, ο δημιουργήσας όλον τον κόσμον, ορατόν και αόρατον, και όστις έπλασε τον άνθρωπον, τον οποίον αμαρτήσαντα ανέπλασε με την συγκατάβασιν της θείας αυτού ενανθρωπήσεως και την σωτήριον Σταύρωσιν και Ανάστασιν αυτού και εις ουρανούς ανεβίβασε. Τους εδίδαξεν επίσης ότι ο σαρκωθείς Υιός και Λόγος του Θεού ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός μέλλει να έλθη και πάλιν το δεύτερον, να αναστήση όλον το γένος της ανθρωπότητος και να αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα του· όσοι δε είναι βεβαπτισμένοι εις το όνομά Του και φυλάττουσι τα άγια προστάγματά Του θα κληρονομήσωσιν ευφροσύνην αιώνιον, όσοι δε πάλιν αθευήσωσι τον Νόμον Του, θα κατακριθώσιν εις ατελεύτητον κόλασιν. Με ταύτα και άλλα σωτήρια λόγια κατήχησε τον λαόν ο Απόστολος, όσους δε είδεν ότι εδέχθησαν εις την ψυχήν τον λόγον της πίστεως τους εβάπτισε, εχειροτόνησε δε εις αυτούς Αρχιερείς και Πρεσβυτέρους. Τελέσας λοιπόν ο θείος Απόστολος όσα ήσαν χρειαζόμενα, ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς τον ποθούμενον, να πίη και αυτός το ψυχοσωτήριον του Μαρτυρίου ποτήριον. Ευρισκόμενος λοιπόν τότε εις Ιεράπολιν τον κατέκριναν εις τους άρχοντας, οίτινες συλλαβόντες αυτόν τον εβασάνισαν διαφοροτρόπως και πικρώς τον ερράβδισαν· έπειτα δένοντες αυτόν από τους αστραγάλους τον εκρέμασαν κατακέφαλα, ήσαν δε τότε εκεί η αδελφή του Μαριάμνη και ο Απόστολος Βαρθολομαίος, ότι ομού εκοπίαζον εις τον μυστικόν αμπελώνα, κηρύττοντες το Ευαγγέλιον· κρεμάσαντες λοιπόν και τον Βαρθολομαίον ομοίως, εσταύρωσαν τον Φίλιππον· η δε Μαριάμνη, αν και δεν της εποίησαν κακόν εις την σάρκα, αλλά η ψυχή της συνέπασχε και επόνει, βλέπουσα τον αδελφόν της τοιουτοτρόπως βασανιζόμενον. Καθ’ ον δε χρόνον ταύτα επράττοντο, εξεδίκησεν ο παντοδύναμος Θεός τον φίλον του Φίλιππον, και αίφνης έγινε σεισμός εις όλην την χώραν αυτήν φοβερώτατος, εβυθίσθη δε τόπος πολύς και πολλοί απωλέσθησαν. Ταύτα βλέποντες εκείνοι και υπό του φόβου και της λύπης συνεχόμενοι ηννόησαν την ανομίαν των και προσελθόντες εις τους Αγίους μετά δακρύων, εδέοντο να τους συγχωρήσωσι το πταίσιμον. Επειδή λοιπόν οι άνθρωποι εκείνοι ολοψύχως μετενόησαν, τους ευσπλαγχνίσθη ο Κύριος ως φιλάνθρωπος και παύων τον σεισμόν τους ελύτρωσεν απ’ εκείνον τον επώδυνον κίνδυνον, τους έδειξε δε και οπτασίαν θαυμάσιον, σημείον θειοτέρας δυνάμεως· και είδον κλίμακα, από την γην έως τα ουράνια και τους εδείκνυε την άνοδον· τούτο έγινεν εις τους απίστους οδός σωτήριος και ομολογούντες τον Χριστόν Θεόν αληθή, κατεβίβασαν τον Βαρθολομαίον απ’ εκεί όπου εκρέματο, όταν δε ηθέλησαν να ξεκαρφώσωσιν από τον Σταυρόν και τον Φίλιππον, αυτός δεν ηθέλησε, γνωρίζων ότι εις ολίγην ώραν έμελλε να υπάγη προς τον ποθούμενον· όθεν από τον Σταυρόν ούτω καθηλωμένος εδίδασκε τον λαόν νουθετών αυτούς να πιστεύσωσι καθαρά προς τον όντως Θεόν, και να φυλάττωσιν όλα του τα προστάγματα. Ταύτα λέγων ο Άγιος εποίησε δέησιν δι’ αυτούς και ούτως απήλθε προς Κύριον· το δε τίμιον και άγιον λείψανον αυτού ενεταφίασαν ευλαβώς ο Βαρθολομαίος και η Μαριάμνη τη δεκάτη Τετάρτη του Νοεμβρίου μηνός, ψάλλοντες ωδάς κατά την τάξιν και ύμνους προς τον Θεόν, δοξάζοντες Αυτόν και πανηγυρίζοντες τον Απόστολον. Έπειτα έμειναν ολίγας ημέρας και εστερέωσαν εις την πίστιν τους Ιεραπολίτας καλλίτερα· ο δε Άγιος Απόστολος Βαρθολομαίος, καταστήσας τον Στάχυν Επίσκοπον Ιεραπόλεως και εξελθών ταύτης επορεύθη μετά της Μαριάμνης εις άλλας πόλεις και χώρας κηρύττοντες το του Χριστού Ευαγγέλιον, ότι Αυτώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου