Πλάτων ο μέγας και θαυμάσιος Μάρτυς ήτο από την Άγκυραν της Γαλατείας εν έτει 296, υιός γονέων ευγενών Ορθοδόξων, αδελφός δε του Αγίου Αντιόχου (ίσως του εορταζομένου κατά την εικοστήν τετάρτην του Δεκεμβρίου). Ούτος γεννηθείς και ανατραφείς με πάσαν σπουδήν και μάθησιν, εφαίνετο εις όλους συνετός και σοφώτατος. Μη υποφέρων δε να βλέπη την ασέβειαν αυξανομένην και την του Χριστού πίστιν σμικρυνομένην από τας τιμωρίας των δυσσεβών τυράννων, ηγωνίζετο ακαταπαύστως και ενεδυνάμωνε τους Χριστιανούς εις την ευσέβειαν.
Όσοι δε ήσαν από αυτούς πτωχοί, τους εβοήθει εις τα προς την χρείαν πλουσιοπάροχα· επειδή δε ωμολόγει παρρησία τον Χριστόν έμπροσθεν εις όλους, εφέρθη εις τον ηγεμόνα Αγριππίνον τον βικάριον, ήτοι επίτροπον, όστις πανούργος ων και δόλιος εις το να πλανήση ψυχάς, γινώσκων την πολλήν ελευθερίαν και σταθερότητα του Αγίου, δεν ηθέλησεν ευθύς με απειλάς να τον φοβίση, αλλ’ εδοκίμαζε με ημερότητα και απαλούς λόγους να ψυχραίνη κατ’ ολίγον την θερμότητα της πίστεώς του. Και είπε· «Λέγε μοι, ω άνθρωπε, πως όλος ο κόσμος ησυχάζει και φυλάττει την πατροπαράδοτον πίστιν και συ μόνος ατιμάζεις τους θεούς και καταδέχεσαι να προσκυνής Θεόν εσταυρωμένον; Αλλ’ ειπέ μοι την πατρίδα σου, το αξίωμα και το όνομά σου». Ακούσας ταύτα ο γενναίος Πλάτων είπεν εις τον ηγεμόνα· «Πατρίς μου και πίστις και όνομα είναι να ονομάζωμαι και να είμαι Χριστιανός. Αλλ’ εάν ζητής και το όνομα, όπερ έλαβον από τους γονείς μου, ονομάζομαι Πλάτων και είμαι από ταύτην την πόλιν, υπάρχω δε δούλος Χριστού, δια τον οποίον πρόθυμος είμαι να υπομείνω, αν τύχη, και δεσμά και μάστιγας και πολυώδυνον θάνατον». Ο δε βικάριος, θαρρών ακόμη να τον καταπείση, είπεν· «Εγώ βλέπω την μεγάλην σου σύνεσιν και θαρρώ να με ακούσης, διότι σου λέγω τα ωφέλιμα και μη προτιμήσης ατιμίαν αντί τιμής και αντί τρυφής και δόξης αισχύνην, να ίδης την καλήν σου νεότητα χαλεπώς βασανιζομένην. Διότι ηξεύρεις τι επρόσταξεν ο βασιλεύς να παθαίνουν όσοι τιμούν τον Εσταυρωμένον;» «Γινώσκω», είπεν ο του Χριστού δούλος. «Αλλ’ ο Χριστός μου είναι ασυγκρίτως δυνατώτερος και από τους βασιλείς σας και από τους θεούς σας τους δαίμονας, δια δε το καλόν μου ο αληθής Θεός θέλει φροντίσει. Γνώριζε δε και τούτο, ότι ούτε εις τα βασιλικά προστάγματα πείθομαι, ούτε την συμβουλήν σου ακούω· δια τούτο ετοιμάζου εναντίον μας και οργίζου όσον δύνασαι». Βλέπων ο Αγριππίνος το αμετάθετον της γνώμης του, ήρχισε τας βασάνους και ευθύς προσέταξε και τον εκρέμασαν εις τέσσαρα μέρη· είτα απλώσαντες αυτόν, τον έδερον δυνατά με βούνευρα δεκαέξ άνδρες, εναλλασσόμενοι από δύο δύο· ο δε Μάρτυς και ούτως ανηλεώς και απανθρώπως μαστιγούμενος υπέφερε με πραότητα και ηρεμίαν τα δεινά, θεία δε δύναμις τον ενεδυνάμωνεν άνωθεν και ευθύς ιάτρευε πάσαν πληγήν· ο δε Μάρτυς εφαίνετο εις όλους λαμπρός και χαρίεις, ώστε και αυτός ο τύραννος κατεπλάγη και εντραπείς τον εφυλάκισε δια να μη βλέπουν αυτόν και άλλοι και πιστεύσουν. Ηκολούθουν δε τον Μάρτυρα εις την φυλακήν και όσοι εδιδάχθησαν από αυτόν την πίστιν του Χριστού, επιθυμούντες προτιμότερον να φυλακισθούν ομού με τον Άγιον, παρά να χωρισθούν απ’ αυτού, διότι εστερεώθη η καρδία των εις την πίστιν του Χριστού περισσότερον από το θαύμα το οποίον είδον εις τον Μάρτυρα. Αφού ο Άγιος έφθασεν εις την πύλην της φυλακής, είπεν· «Άνδρες αδελφοί και σύντροφοι, αν θέλετε την Βασιλείαν του Κυρίου, ο μεν παρών καιρός, καθώς βλέπετε, είναι πλήρης δυστυχίας και θλίψεων, όστις όμως συλλογίζεται τα αιώνια και ανεκλάλητα αγαθά, δεν νομίζει τίποτε τα παρόντα πρόσκαιρα. Εάν δε βασανιζόμενος τις δια την πρόσκαιρον πατρίδα του λαμβάνει μεγάλην τιμήν, πόσην θέλει λάβει εκείνος όστις κακοπαθεί δια τον Θεόν;» Ταύτα ειπών και παραδίδων αυτούς εις τον Θεόν, τους είπε να απέλθωσιν. Εισελθών δε εκείνος εις την φυλακήν, προσηυχήθη εις τον Θεόν λέγων· «Κύριε ο Θεός, ο Κτίστης και Σωτήρ ημών, ο δια βάθος της φιλανθρωπίας ενδυθείς την φύσιν ημών και γινώσκων την προαίρεσίν μας, δος δύναμιν εις την ασθένειαν της σαρκός, διότι χωρίς σου, καθώς είπας, ουδέν δυνάμεθα να κατορθώσωμεν». Ταύτα ειπών ο μακάριος Πλάτων έλαβε παρά Χριστού εις την ψυχήν δύναμιν ακατάβλητον και εθερμάνθη έτι περισσότερον εις το μαρτύριον, ελυπείτο δε διότι δεν εβασανίζετο γρήγορα. Ύστερον από επτά ημέρας τον εκάλεσε πάλιν ο κριτής και του είπε να του δώση γυναίκα την ανεψιάν του, ωραιοτάτην ούσαν, εάν και μόνον θυσιάση, νομίζων ο μάταιος ότι θα προτιμήση ο Άγιος πράγματα μικρά και πρόσκαιρα. Αλλ’ επειδή ο μακάριος Πλάτων εβαρύνθη και εγέλασεν, ήρχιζε να τον φοβερίζη· βλέπων δε αυτόν άφοβον εις πάντα, εθυμώθη μεγάλως. Όθεν προσέταξε και τον έβαλαν επάνω εις κλίνην σιδηράν και ήναψαν πυράν πολλήν, άνωθεν δε τον έδερον με λεπτά ραβδία, δια να θανατωθή με πολύν πόνον το συντομώτερον· ταύτην την βάσανον και να την βλέπουν μόνον εφοβούντο οι παρόντες. Ο δε του Χριστού Μάρτυς εφαίνετο όχι ως φλεγόμενος, αλλ’ ως εις περιβόλια και ωραία άνθη αναπαυόμενος· εις δε από τους παρεστώτας, Σωφρόνιος ονόματι, κομενταρήσιος την αξίαν, είπε· «Θύσον άθλιε»· ο δε Μάρτυς του είπεν· «Εγώ θα θυσιάσω θυσίαν αινέσεως εις τον ιδικόν μου Χριστόν, όστις δύναται να με ελευθερώση από τας χείρας σας και από την πονηρίαν σας». Τότε ο κομενταρήσιος ήρχισε να βλασφημή κατά του Σωτήρος. Ο δε Άγιος είπε μεγαλοφώνως· «Διατί δεν αισχύνεσθε, ταλαίπωροι, να πιστεύετε θεούς, οίτινες είναι χειρότεροι και από τα άλογα ζώα, επειδή ούτε κινούνται, ούτε αισθάνονται διόλου και δεν ημπορούν να σας ωφελήσουν;» Ο δε ηγεμών και πάλιν εθάρρει να τον καταπείση, και του είπε· «Θυσίασον, άθλιε, με τον λόγον μόνον και ειπέ ότι μέγας θεός είναι ο Απόλλων και δια φιλανθρωπίαν να σε ελευθερώσω από τας βασάνους και να σε κάμω φίλον μου ακριβόν». Ο δε Μάρτυς, βλέπων αυτόν αγρίως, του είπε· «Μη γένοιτο εγώ, από τον φόβον των κολάσεών σου, να αρνηθώ τον δημιουργόν και Δεσπότην μου, λυπούμενος δε εδώ το σώμα μου, να φλογίζωμαι εκεί αιώνια· διότι δι’ εμέ ζωή είναι ο δια Χριστόν θάνατος. Δια τούτο και συ άφες το σκότος της ειδωλομανίας και δράμε εις το φως της αληθείας». Προς ταύτα ο Αγριππίνος, ως υιός του σκότους, μεγάλως ελυπήθη, διότι του είπε να αρνηθή τους θεούς του, και εσυλλογίζετο να εφεύρη βαρυτέρας τιμωρίας. Και τότε μεν προσέταξε να τον σηκώσουν από την κλίνην. Ήτο δε ο Άγιος ως εξ ύπνου εγερθείς όλος φαιδρός, λαμπρός και αβλαβής, εξήρχετο δε απ’ αυτού και τις ευωδία θαυμαστή και απόρρητος, πολλών απίστων ψυχάς παρακινούσα εις ευσέβειαν, οι οποίοι με μίαν γλώσσαν εβόησαν· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, όστις ηλευθέρωσε τον δούλον του αβλαβή από ταύτην την ανυπόφορον φλόγα του πυρός». Ο δε τύραννος, επιθυμών να καταπείση τον Άγιον παρά μυρίους άλλους, του έλεγεν· «Αν δεν θέλης να θυσιάσης, βλασφήμησον μόνον τον Εσταυρωμένον, και ευθύς να ελευθερωθής». Ο δε σοφώτατος Μάρτυς είπεν· «Ω καρδία διεστραμμένη, τον Δεσπότην μου και Βασιλέα να βλασφημήσω, ο οποίος μου εχάρισε πνοήν και ζωήν και με ηλευθέρωσεν από την αμαρτίαν με το άγιον Βάπτισμα; Φεύγε απ’ εμού, εργάτα της ανομίας». Ο δε κριτής θυμωθείς περισσότερον δια ταύτα είπεν· «Εγώ ήμερα και φιλικά σου ωμίλησα, αλλ’ επειδή είσαι υβριστής και αυθάδης, εγώ θα σε σωφρονίσω με τα έργα». Και παρευθύς του εξέσχισε το ένδυμά του, και προσέταξε και έβαλον κάυωθεν των μασχαλών του σφαίρας σιδηράς πεπυρακτωμένας, αίτινες τόσον δυνατά έκαιον, ώστε ευθύς ήρχισε να εξέρχεται καπνός από το στόμα του και από την ρίνα του, διότι εκαίοντο τα τίμια μέλη του· ο δε Μάρτυς και ούτω βασανιζόμενος δεν εδειλίασεν. Ασεβής δε τις ιστάμενος πλησίον του είπε· «Θύσον, Πλάτων, μήπως και δεν ημπορέσης να υποφέρης έως τέλους τας τιμωρίας». Ο δε Μάρτυς ύβρισεν αυτόν και πλέον δεν τους ήκουσεν, αλλ’ έβλεπε μόνον προς τα άνω και απ’ εκεί ανέμενε παρηγορίαν λέγων· «Ίδε, Κύριε, και μη μακρύνης απ’ εμού, διότι θλίψις εγγύς, ότι πυρ και σίδηρος την ψυχήν μου διεμερίσαντο, αλλά συ είσαι Θεός μόνος ποιών θαυμάσια και σου εστι το κράτος εις τους αιώνας· αμήν». Ευθύς λοιπόν ο Θεός, όστις επακούει τους φοβουμένους αυτόν, έσεισε δυνατά τον τόπον εκείνον και όλοι εφοβήθησαν. Ο δε Αγριππίνος, ακόμη αναίσθητος ων, και πάλιν προσέταξε και του εξέδαρον όσας σάρκας έμειναν εις τα οστά του· ο δε γενναίος και αδαμάντινος Μάρτυς έψαλλεν εις επήκοον πάντων· «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι και εισήκουσε της δεήσεώς μου… και έστησεν επί πέτραν τους πόδας μου, και κατηύθυνε τα διαβήματά μου» (Ψαλμ. λθ:1-3). Λαβών δε ο Μάρτυς τεμάχιον σαρκός, εξ εκείνων τας οποίας του έκοπταν, την έρριψεν εις το πρόσωπον του ηγεμόνος, λέγων εις αυτόν· «Δέξαι, αιμοβόρε σκύλε, και φάγε, επειδή ορέγεσαι ανθρωπίνας σάρκας». Προς ταύτα πολλά κατησχύνθη ο ηγεμών και μη γινάσκων τι να ποιήση, τον συνεβούλευσεν ο φίλος του διάβολος να τον τιμωρήση και πάλιν· όθεν προσέταξε να τον κρεμάσουν εις το ξύλον και να του ξεσχίσουν με σιδηρούς όνυχας όσας σάρκας του απέμειναν και ο κήρυξ εβόα· «Θύσον, ω Πλάτων, και ελευθερώσου από τας βασάνους». Ο Μάρτυς όμως ίστατο πάντοτε στερεός εις την ομολογίαν του χωρίς φόβον και δειλίαν. Ο δε Αγριππίνος περισσότερον θυμωθείς προσέταξε και του εξέσχισαν και το δέρμα του προσώπου του, τόσον ώστε εφάνησαν τα νεύρα, αι φλέβες και τα οστά· όμως το σχήμα του προσώπου δεν εχάθη. Αφ’ ου λοιπόν εχόρτασεν ο απάνθρωπος ηγεμών την ανήμερον ψυχήν του, κατεβίβασε τον Άγιον από το ξύλον και του είπεν ήμερα (ω της αναισχυντίας του ύστερον από τόσα βάσανα!) «Μη θελήσης, ω καλέ Πλάτων, να προτιμήσης θάνατον πικρόν αντί της γλυκυτάτης ταύτης ζωής και να βάλης όλους σου τους συγγενείς και ημάς εις θλίψιν απαρηγόρητον, διότι πολλά λυπούμεθα την νεότητά σου». Αλλ’ επειδή ο Μάρτυς ο αυτός ήτο πάντοτε, πάλιν εκρέμασε τον Αθλητήν και εξέσχιζον τους μηρούς, τα γόνατα και τα λοιπά μέλη έως εις τους αστραγάλους· αλλ’ επειδή και πάλιν ανίκητος ήτο, τον εκολάκευεν ο ηγεμών λέγων· «Έως πότε δεν πείθεσαι να θυσιάσης; Σε αγαπώμεν, διότι είσαι ομώνυμος του σοφού Πλάτωνος, και θαρρούμεν να του γίνης όμοιος και κατά την αρετήν και σοφίαν». Ο δε Μάρτυς, αμετάθετος ων, πάλιν εφυλακίσθη, προσέταξε δε ο τύραννος να του δίδουν τόσον ολίγον άρτον και ύδωρ, ώστε να μη αποθάνη, μη γινώσκων ο μάταιος, ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω» ζώσιν οι κατά Θεόν ζώντες, «αλλ’ επί παντί ρήματι» κατά το ιερόν λόγιον «εκπορευομένω δια στόματος Θεού» (Ματθ. δ: 4 και Δευτ. η:3). Αφού δε παρήλθον δεκαοκτώ ημέραι, έφερεν έμπροσθέν του τον Μάρτυρα ο Αγριππίνος και τον ηρώτα εάν πιστεύη την πίστιν του βασιλέως (ω της μωρίας!). Ακόμη δεν είχε μάθει την γνώμην του Αγίου. Ο δε Μάρτυς έλεγεν· «Η ιδική μου ζωή είναι ο Χριστός, και ο δι’ Αυτόν θάνατος μέγιστον κέρδος». Μόλις λοιπόν τότε ο κριτής απεφάσισε να τον αποκεφαλίσουν· και φέροντες αυτόν οι δήμιοι εις τον διωρισμένον τόπον, είπε μεθ’ ηδονής και αρρήτου αγαλλιάσεως· «Κύριε, εις τας χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου», και ευθύς έκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν, εις τας ιη΄ (18) του Νοεμβρίου, εν έτει 296. Τινές δε εξ εκείνων, οι οποίοι δια μέσου του επίστευσαν, λαβόντες το τίμιον αυτού σώμα, και τους πρέποντας ύμνους και ψαλμούς άσαντες, το ενεταφίασαν εις επίσημον τόπον. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου