Περί του Οσίου τούτου Αντωνίου του Νέου γράφονται εις τον Ευεργετινόν (έκδ. Ε΄, τόμ. Α΄ σ. 291 και έκδ. ΣΤ΄, τόμ. Α΄ σ. 478), ότι ούτος έχων πρότερον αρχοντικόν αξίωμα, ύστερον έγινε Μοναχός και ζήσας εν ησυχία έτη πολλά, εποίησεν αγώνας υπερφυσικούς. Αναγινώσκων δε ποτε τον περί υπακοής λόγον Ιωάννου της Κλίμακος, εύρεν εις το τέλος τούς λόγους τούτους· «όστις καθ΄ ησυχίαν καθήμενος, επέγνω την εαυτού ασθένειαν και απελθών πέπρακεν εαυτόν υπακοή, ούτος τυφλός ων, ακόπως προς Χριστόν ανέβλεψεν». Όθεν αφήσας την ησυχίαν παρέδωκε τον εαυτόν του εις εν Κοινόβιον, το οποίον ευρίσκετο εις την Κίον, την εν τη επαρχία των Βιθυνών.
Γενόμενος δε δεκτός από τον Ηγούμενον του Κοινοβίου, πρώτον μεν διωρίσθη να υπηρετή εις την Εκκλησίαν, βαρυτάτης ούσης ταύτης της υπηρεσίας· και επιμείνας εις αυτήν επί τινα χρόνον, εζήτησε βαρυτέραν διακονίαν. Ο δε Ηγούμενος παρέδωκεν αυτόν εις τον αρχιεργάτην των αμπελώνων, δια να κλαδεύη αυτούς· επειδή όμως ήτο άπειρος της τοιαύτης υπηρεσίας, έκοπτε πολλάκις τους δακτύλους των χειρών του. Παραμείνας δε εις το διακόνημα αυτό μέχρι της σκαφής και του τρυγητού των αμπελώνων, ύστερον ανέλαβε να υπηρετή εις την τράπεζαν των Μοναχών. Κατεξεσχίσθησαν δε τα ενδύματά του και κατετρίβησαν τα υποδήματά του· όθεν υπό του κρύους επάγωνεν ο αοίδιμος και οι πόδες του εσχίζοντο από την ψυχρότητα των μαρμάρων. Ο δε Ηγούμενος δεν έδιδεν εις αυτόν ούτε ενδύματα, ούτε υποδήματα, δοκιμάζων την υπομονήν του. Δόκιμος λοιπόν γενόμενος ο Όσιος δια την μεγάλην αυτού εν τω Κοινοβίω υπομονήν και αποκαμών από τους κόπους, έλεγε προς τον Θεόν με τα κρύφια χείλη της καρδίας του· «Ίδε, Κύριε, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου και άφες πάσας τας αμαρτίας μου» (Ψαλμ. κδ: 18). Όθεν νύκτα τινά βλέπει εις τον ύπνον του άνδρα τινά ένδοξον, βαστάζοντα ζυγόν· και εις μεν το αριστερόν μέρος αυτού ήσαν όλα τα από νεότητος αμαρτήματά του, εις δε το δεξιόν ήτο η αξίνη με την οποίαν εξερρίζωνε τα άγρια χόρτα των αγρών του Κοινοβίου· βαρύνασα δε η αξίνη το δεξιόν μέρος της ζυγαρίας, διεσκόρπισε τα είδη των αμαρτιών του. Τότε ο θαυμάσιος εκείνος ανήρ είπεν εις τον Αντώνιον· «Ιδού εδέχθη ο Κύριος τους κόπους σου και έγινεν ίλεως επί των αμαρτιών σου». Βλέπων ο Ηγούμενος την μακροχρόνιον υπομονήν του και ότι απεφάσισεν εις τον λογισμόν του να υπομείνη μεγαλοψύχως παν κοπιαστικόν και θλιβερόν έργον του Κοινοβίου, προσεκάλεσεν αυτόν κατ΄ ιδίαν και του λέγει· «Ο Θεός, Πάτερ, να πληρώση τον μισθόν σου, δια τας ψυχάς όσας ωφέλησας με τον εις ημάς ερχομόν σου και την κατά Θεόν πολιτείαν σου, επειδή οι υποκείμενοι εις εμέ αδελφοί υπ΄ ουδενός άλλου πράγματος ωφελήθησαν τόσον, όσον από την ιδικήν σου θεόπεμπτον παρουσίαν και τελείαν υπακοήν». Έδωκε δε εις αυτόν ενδύματα και υποδήματα και ό,τι άλλο ήτο χρειώδες. Και εις το εξής ό,τι έβλεπεν ο Ηγούμενος ότι είχεν ανάγκην, το απέθετε κρυφίως εις τον τόπον της κλίνης του· ο δε Αντώνιος επιστρέφων εις την κλίνην του, το εύρισκε και το μετεχειρίζετο εις την ανάγκην του σώματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου