Φιλάρετος ο εν Αγίοις Πατήρ ημών ήτο κατά τους χρόνους Κωνσταντίνου και Ειρήνης των βασιλέων εν έτει ψπ΄ (780), κατήγετο δε από τα μέρη της Παφλαγονίας, εκ πόλεως ονομαζομένης Άμνεια, ήτις υπήγετο εις την Μητρόπολιν της Γάγγρας. Ήτο δε ο μακάριος όντως φιλάρετος, διότι κατά το όνομα ήτο και εις τας πράξεις ευσεβής και ενάρετος και πολλά πλούσιος ψυχή τε και σώματι. ΕΕίχε και κτήνη πολλά, πρόβατα χιλιάδας δώδεκα, βόας εξακοσίους, ίππους, αγρούς, αμπελώνας και άλλα όμοια, και δούλους και υπηρέτας. Είχε δε και γυναίκα ονόματι Θεοσεβώ ευγενικήν και φοβουμένην τον Κύριον και παιδίον αρσενικόν ονόματι Ιωάννην και θυγατέρας δύο.
Την μίαν έλεγον Υπατίαν και την άλλην Ευανθίαν, αίτινες ήσαν κατά πολύ ωραιότεραι από όλας τας γυναίκας του τόπου εκείνου. Ήτο δε ο Φιλάρετος πολύ ελεήμων, φιλόπτωχος και φιλόξενος, και καθ΄ εκάστην έδιδεν αφθόνως τον πλούτον του εις τους πτωχούς. Τους πεινασμένους εχόρταινε, τους γυμνούς ενέδυε, τας χήρας και τα ορφανά επεμελείτο, τους ξένους υπεδέχετο, και απλώς όλους τους έχοντας ανάγκην ευσπλαγχνίζετο, και τους έδιδεν ό,τι εχρειάζοντο. Όχι δε μόνον τους πλησίον επεμελείτο, αλλά και κάθε άνθρωπον εφιλοδώρει πλουσιοπαρόχως, και κατά αλήθειαν άλλος Αβραάμ εγνωρίζετο εις την φιλοξενίαν και την προς τον πλησίον συμπάθειαν. Ηκούσθη λοιπόν η χριστομίμητος φήμη του εις όλην την Ανατολήν, και ήρχοντο όλοι οι πτωχοί και οι έχοντες ανάγκην και ελάμβανον παρ΄ αυτού άλλος χρήματα, άλλος κτήνος, και άλλος άλλο, κατά την ανάγκην του. Η οικία τού μακαρίου Φιλαρέτου ήτο προς τους κατακαιομένους από την δίψαν της πτωχείας πηγή ανεξάντλητος και όσον αυτός έδιδε με ιλαρόν και φιλάγαθον πρόσωπον, τοσούτον και ο πλουσιόδωρος Κύριος επλήθυνε τα αγαθά αυτού περισσότερον. Ο δε μισόκαλος και δόλιος δαίμων εφθόνησε την αρετήν του ανδρός και εζήτησε παρά Θεού εξουσίαν να τον πειράξη, όπως το πάλαι επείραξε και τον αείμνηστον Ιώβ, λέγων ταύτα· «Δεν είναι θαυμαστόν το ότι από τα πολλά τα οποία έχει ελεεί τους πτωχούς, αλλά ας περιπέση εις πτωχείαν και τότε θα ίδωμεν την καλωσύνη του». Έδωσε λοιπόν ο Θεός την άδειαν εις τον δαίμονα να τον πτωχεύση, διότι αφ΄ εαυτού του δεν έχει ούτος καθόλου εξουσίαν να κακοποιήση κανένα. Διότι «ο Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοί και ανυψοί» κατά την Γραφήν (Α΄ Βασιλ. β: 7). Δίδων λοιπόν ο Άγιος κατά το σύνηθες ελεημοσύνην και διαμοιράζων καθ΄ εκάστην τα κτήνη και την λοιπήν περιουσίαν του, μέρους δε πάλιν ταύτης αρπαγέντος από κλέπτας και δυνάστας, και από άλλας τινάς δυστυχίας, κατήντησεν εις τελείαν πτωχείαν, ώστε δεν του έμεινεν άλλο, ειμή μόνον εν ζεύγος βοών, εις όνος, μία αγελάς με το μοσχάριόν της, καί τινα μελίσια. Τους αγρούς του ήρπασαν δυναστικώς οι γεωργοί και οι γείτονες, διότι όταν είδον ότι επτώχευσε και δεν δύναται να τους καλλιεργή, άλλοι βιαίως και άλλοι παρακλητικώς επήραν τους τόπους του και δεν του άφησαν άλλο, ειμή μόνον την οικίαν, εις την οποίαν κατώκει. Από αυτά όλα, τα οποία έπαθε, δεν ελυπήθη, ούτε ποτέ εξέφυγεν από τα χείλη του λόγος απρεπής, αλλ΄ όπως όταν πλουτήση αίφνης ένας άνθρωπος, χαίρει όλως, ούτω και εκείνος ηυχαριστείτο εις την πτωχείαν, ενθυμούμενος τον λόγον του Χριστού, ότι «δυσκόλως πλούσιος εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των ουρανών» (Ματθ. ιγ: 23). Μίαν ημέραν επήρεν ο Φιλάρετος το ζευγάρι του και επήγεν εις ένα χωράφι, το οποίον του είχεν απομείνει, εργαζόμενος δε ηυχαρίστει τον Κύριον, διότι εκοπίαζε μόνος του να αποκτά την ζωοτροφίαν του με τον ιδρώτα του προσώπου του, κατά την αράν που είχε δώσει εις τον προπάτορα (Γέν. γ: 19), και παρεκάλει Αυτόν να του δίδη υπομονήν έως τέλους. Άλλος δε τις γεωργός πτωχός, ενώ ειργάζετο με το ζευγάρι του εις ένα χωράφι εκεί πλησίον, έπεσε κατά γης νεκρόν το ένα βόδι αυτού. Όθεν ελυπήθη καθ΄ υπερβολήν, διότι ήτο πτωχότατος και μάλιστα εχρεώστει. Απήλθε λοιπόν εις τον Φιλάρετον να του είπη την συμφοράν του, δια να τον παρηγορήση τουλάχιστον με λόγον καλόν, αφού, καθώς εγνώριζε, δεν ηδύνατο να του δώση βοήθειαν ένεκα της φτωχείας του. Ο δε ελεήμων και χριστομίμητος άνθρωπος, ως είδε τον πλησίον δακρυρροούντα, τον συνεπόνησε και ευθύς εξέζευξε το ένα βόδι του και του το εχάρισεν. Ο γεωργός θαυμάσας την αγαθήν προαίρεσιν του Αγίου, είπε προς αυτόν· «Κύριέ μου, γνωρίζω ότι άλλο βόδι δεν έχεις· λοιπόν πως θα καλλιεργήσης το χωράφι σου»; Ο δε απεκρίνατο· «Έχω άλλο καλλίτερον εις τον οίκόν μου, λάβε λοιπόν συ αυτό να κάμης την εργασίαν σου, πριν το μάθη η γυναίκα και τα παιδιά σου και πικρανθώσι». Λαβών λοιπόν αυτό ο γεωργός απήλθε, δοξάζων τον Θεόν και ευχόμενος τον Άγιον, όστις έκαμε προς εκείνον τόσον μεγάλην ελεημοσύνην. Ο δε Άγιος λαβών εις τον ώμον του τον ζυγόν και το άροτρον επέστρεψε με το ένα βόδι εις την οικίαν του, ερωτώμενος δε υπό της συζύγου του τι έγινε το άλλο βόδι είπεν, ότι το μεσημέρι έπεσε να κοιμηθή ολίγον, άφησε δε το βόδι να βόσκη και εκείνο έφυγε. Τότε ο υιός του εξήλθεν εις αναζήτησιν αυτού και ευρών τον γεωργόν, όστις το είχεν εζευγμένον, εθυμώθη και του λέγει· «Πως ετόλμησες, άνθρωπε, να ζεύξης ξένον κτήνος; Διότι επτωχεύσαμεν, οι ταλαίπωροι, μας καταφρονείτε τόσον πολύ, και αρπάζετε βιαίως το πράγμα μας»; Ο δε απεκρίνατο· «Τέκνον μου, σε παρακαλώ, μη οργίζεσαι κατ΄ εμού αναιτίως, διότι ο πατέρας σου μου το εχάρισε». Τούτο ο νέος ακούσας, απήλθε περίλυπος και το ανήγγειλεν εις την μητέρα του, η οποία έρριψε το μανδήλιον από την κεφαλήν της, και κλαίουσα έλεγε προς τον άνδρα της ταύτα· «Ω άσπλαγχνε και ανίκανε, καλύτερον να μη σε είχα γνωρίσει, αλλά αν και εμέ δεν λυπείσαι, καν σπλαγχνίσου τα τέκνα σου, πως θα ζήσωσι; Πέτρινος είσαι και άγροικος, και εβαρύνθης να κοπιάζης, και δια να κοιμάσαι αμέριμνος έδωσες το ζώον σου και όχι δια τον Κύριον». Ο μακάριος όμως Φιλάρετος υπέμεινε τους ονειδισμούς με πραότητα, χωρίς να είπη καμμίαν αντιλογίαν, δια να μη χάση τον μισθόν της ελεημοσύνης, μόνον της είπε· «Μη λυπείσαι, αδελφή μου, ότι ο Θεός είναι πλούσιος, και δύναται να μας δώση εκατόν εις το ένα. Εκείνος τρέφει τα πετεινά του ουρανού, και ημάς θέλει αφήσει να πεινάσωμεν; Μη μεριμνάς περί της αύριον, αλλ΄ έλπισον εις Αυτόν, να σου δώση όσα χρειάζεσαι και ζωήν την αιώνιον». Μετά πέντε ημέρας πάλιν, εκεί όπου έβοσκε το άλλο βόδι τού γεωργού, έφαγε βότανον φαρμακερόν και απέθανεν· όθεν έλαβεν εκείνο, το οποίον του εχάρισεν ο Φιλάρετος, και το επέστρεψεν εις τον οίκον του, λέγων· «Δια την αμαρτίαν, την οποίαν έπραξα και ηδίκησα τα τέκνα σου, λαβών το βόδι σου, δεν εβάσταξεν ο Θεός την αδιακρισίαν μου και μου εθανάτωσε και το άλλο». Ο δε Φιλάρετος του έδωσε και το έτερον ιδικόν του, ειπών· «Λάβε και τούτο και εργάζου, διότι εγώ έχω κατά νουν να υπάγω εις τόπον μακρινόν, και δεν το χρειάζομαι». Λαβών λοιπόν αυτό ο γεωργός, απήλθεν εις την οικίαν του αγαλλόμενος και θαυμάζων την γενναιοδωρίαν και απλότητα του Αγίου και ότι αν και εις τοσαύτην πτωχείαν κατήντησε και πάλιν την ελεημοσύνην δεν έπαυεν. Εις δε την οικίαν του μακαρίου Φιλαρέτου έκλαιον τα τέκνα αυτού με την μητέρα των και έλεγον προς αλλήλους· «Αλλοίμονον εις ημάς, όπου εγνωρίσαμεν τον άνθρωπον τούτον τον σαλογέροντα, όστις ουδόλως μάς σκέπτεται· ότι και εάν επτωχεύσαμεν, είχομεν όμως τουλάχιστον το ζευγάρι παραμυθίαν, να μη απολεσθώμεν από την πείναν οι τάλανες». Ο δε άγιος γέρων τους παρηγόρει, λέγων· «Μη λυπείσθε, έχω χρήματα κεκρυμμένα εις ένα τόπον, τόσον πολλά, ώστε εάν ζήσετε εκατόν χρόνους χωρίς να εργασθήτε, σας αρκούσι να τρέφεσθε και να ενδύεσθε, διότι εγώ προεγνώρισα την πτωχείαν ταύτην, εις την οποίαν έμελλε να καταντήσωμεν και όταν επώλουν τα κτήνη εφύλαττον τα αργύρια». Ταύτα τους έλεγε μετά βεβαιότητος, διότι προέβλεπεν, ως προορατικός με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, εκείνο το οποίον έμελλε να ακολουθήση ύστερον, όπερ και εγένετο. Κατ΄ εκείνας τας ημέρας ήλθε διαταγή βασιλική, να υπάγουν οι στρατιώται εις πόλεμον κατά των Αγαρηνών. Εις δε στρατιώτης, Μουσούλιος ονόματι, ήτο πτωχότατος και δεν είχεν άλλο πράγμα, μόνον τον ίππον του και εν ακόντιον, καθώς δε έτρεχον όλοι, εκεί που έκαμνον τα πολεμικά των γυμνάσια βιαστικά, εκτύπησεν ο ίππος του πτωχού στρατιώτου και ακολούθως απέθανεν. Περιέπεσε λοιπόν ούτος εις θλίψιν μεγάλην, επειδή δεν είχε να αγοράση άλλον ίππον και απελθών εις τον Άγιον Φιλάρετον, τον παρεκάλεσε να του δανείση τον ίππον του έως ου να τελειώσουν τα γυμνάσια να μη τον κακοποιήση ο χιλίαρχος. Ο δε Άγιος, ακούσας την συμφοράν αυτού, του τον εχάρισε τελείως, λέγων προς αυτόν· «Λάβε τούτον αντί του ιδικού σου και έχε αυτόν έως να ζη και ο Θεός να σε φυλάξη ακίνδυνον». Έλαβε λοιπόν αυτόν ο Μουσούλιος και απήλθεν δοξάζων τον Κύριον. Ήλθε δε και ένας άλλος πτωχός εις τον Άγιον και του εζήτησεν ένα μοσχάρι να κάμη αρχήν, διότι η δόσις του ήτο καλή και εις όποιον ήθελε δώσει ελεημοσύνην, επλήθυνεν η ευλογία του και επλούτει. Ο δε Φιλάρετος εχώρισεν ευθύς από την αγελάδα το μοσχάρι και το έδωσεν εις τον πτωχόν. Η αγελάς όμως εζήτει το τέκνον της και εφώναζε. Τότε του λέγει η γυνή του· «Ημάς δεν λυπείσαι, άσπλαγχνε, αλλά καν την αγελάδα δεν συμπονείς και την εχώρισες από το τέκνον της»; Ο δε απεκρίνατο· «Να είσαι ευλογημένη από τον Θεόν, ότι δικαίως ελάλησας και δεν ήτο πρέπον να τα χωρίσω». Ταύτα ειπών, προσεκάλεσε τον πτωχόν εκείνον, εις τον οποίον έδωκε το μοσχάρι και του λέγει· «Ηγυνή μου λέγει, ότι έκαμα αμαρτίαν να τα χωρίσω. Λοιπόν λάβε και την μητέρα του και ο Θεός να τα ευλογήση εις τον οίκον σου, να σου τα πληθύνη, καθώς ποτέ και την ιδικήν μου αγέλην». Και ούτως έγινε και απέκτησε τόσους βόας απ΄ εκείνην την ευλογίαν, ώστε επλούτησεν. Η δε γυνή του εμέμφετο τον εαυτόν της λέγουσα· «Καλώς έπαθον, διότι, εάν δεν ωμίλουν, θα έμενεν η αγελάς εις την οικίαν μου». Κατά το έτος εκείνο έγινε λιμός εις εκείνην την χώραν και μη έχων ο Φιλάρετος να θρέψη την γυναίκα και τα τέκνα του, έλαβε το κτήνος και απήλθεν εις τόπον έτερον εις τινα γνώριμόν του και εδανείσθη εξ κοιλά σίτου. Αφού λοιπόν έφθασεν εις τον οίκον του, όταν το εξεφόρτωσεν, ήλθεν ένας πτωχός και του εζήτησεν ολίγον. Ο δε είπεν εις την γυναίκα του να του δώση το ένα κοιλόν. Αυτή δε του είπε· «Δώσε πρώτον εις ημάς μερίδιον από ένα κοιλόν καθ΄ ενός και το επίλοιπον δώσε εις όποιον θέλεις». Ο δε Φιλάρετος είπεν· «Αλλ΄ εγώ δεν έχω μερίδα»; Λέγει προς αυτόν εκείνη· «Συ είσαι Άγγελος και δεν τρώγεις, διότι εάν είχες ανάγκην από άρτον, δεν θα εχάριζες τον σίτον, τον οποίον εδανείσθης και τον έφερες από τόσα μίλια». Τότε ο μακάριος Φιλάρετος, επιτιμών τρόπον τινά την γυναίκα του, της είπεν· «Ο Θεός να σε συγχωρήση». Έπειτα εμέτρησε δύο κοιλά σίτου και τα έδωσεν εις τον πτωχόν. Η δε είπε προς αυτόν· «Δώσε του το ήμισυ φορτίον να το μοιρασθήτε». Αμέσως τότε ο Φιλάρετος εμέτρησε και το τρίτον κοιλόν και του το έδιδε. Μη έχων δε ο πτωχός σακκί να το βάλη είπεν η Θεοσεβώ περιπαικτικώς προς τον άνδρα της· «Δεν του δίδεις και το σακκί να το βάλη»; Και ο Άγιος του έδωσε και το σακκί. Η δε είπε πάλιν προς αυτόν· «Δια το πείσμα μου δώσε του όλον τον σίτον». Και αυτός του τον έδωσεν. Πλην ο πτωχός, μη δυνάμενος να σηκώση εξ κοιλά σίτον (Το κοιλόν των Βυζαντινών, ήτο ισοδύναμον προς 24 οκάδας σημερινάς) δια μιάς, είπε προς τον νέον Ιώβ· «Ας μένη, κύριέ μου, εδώ έως να τον μεταφέρω εις τον οίκον μου». Η δε Θεοσεβώ είπε προς τον άνδρα της· «Δώσε του και τον όνον, να μη κάμνη τόσον κόπον ο άνθρωπος». Ο Άγιος τότε την ηυχήθη και φορτώσας όλον τον σίτον, τον έδωσεν εις τον πτωχόν μαζί με το κτήνος και εκείνος μεν απήλθεν αγαλλόμενος, ο δε Φιλάρετος έλεγεν· «Ο πτωχός δεν έχει μέριμναν. Γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου, γυμνός και απελεύσομαι» (Ιώβ α: 21). Έκλαιε λοιπόν η συμβία αυτού με τα τέκνα της πεινασμένοι και μη έχοντες τι να φάγουν, εδανείσθη αύτη ένα άρτον από ένα γείτονά της και έβρασεν αγριολάχανα και έφαγον. Ο δε Φιλάρετος επήγεν εις άλλον γείτονα και εδείπνησεν ευχαριστών τον Κύριον. Τότε εις άρχων μέγας, φίλος του Φιλαρέτου, όστις ήτο κυβερνήτης της πόλεως, ακούσας ταύτην την εσχάτην πτωχείαν του πρώην εκλαμπροτάτου φίλου του, του έστειλε τεσσαράκοντα κοιλά σίτου, τον οποίον βλέπων ο Άγιος ηυχαρίστησε τον Θεόν, όστις φροντίζει δια τους δούλους του. Πλην η γυνή του τον εμοίρασε και έλαβεν έκαστος πέντε κοιλά. Από τον σίτον εκείνον έλαβε και ο Άγιος το μερίδιόν του και εξ αυτού έδιδεν εις τους φτωχούς, έως δε την τρίτην ημέραν δεν είχε πλέον άλλο, αλλ΄ όταν έτρωγεν η γυνή του με τους άλλους, επήγαινε και αυτός και του έδιδον γογγύζοντες και λέγοντες προς αυτόν· «Έως πότε θα φυλάττης τον κεκρυμμένον θησαυρόν και δεν τον βγάζεις δια να αγοράζης και να τρώγης, αλλ΄ έρχεσαι και παίρνεις πάλιν απ΄ εκείνο, το οποίον μας έδωκες»; Δεν του έμεινε λοιπόν άλλο τι, παρά μόνον τα μελίσσια και όταν ήρχετο πτωχός τις, μη έχων τι να του δώση, τον έπαιρνεν εις τον μελισσώνα και τον εχόρταινε μέλι και ούτως έκαμνε καθ΄ εκάστην, έως ου έμεινε μόνον εν κοφίνιον, το οποίον επήγον κρυφίως τα τέκνα του και το ετρύγησαν. Πάλιν ελθών άλλος πτωχός, τον επήγεν εις τον μελισσώνα και μη ευρίσκων μέλι ουδόλως, εξεδύθη το ένδυμά του και του το έδωσε, δια να μη τον εξαποστείλη κενόν. Ερωτηθείς δε υπό των παίδων αυτού, είπεν, ότι το έχασε, και μη δυνάμενοι να τον βλέπουν ούτως, έκοψεν η γυνή του εν ιμάτιον αυτής και το μετεποίησεν εις ανδρικόν και το εφόρει. Τον καιρόν εκείνον εβασίλευσεν η φιλόχριστος Ειρήνη και Κωνσταντίνος ο υιός αυτής (780- 797), οίτινες έστειλαν στρατιώτας εις πάσαν πόλιν και χώραν, δια να εύρωσι κόρην ωραίαν και ενάρετον, αξίαν δια σύζυγον του βασιλέως. Απελθόντες λοιπόν εις όλας τας πόλεις και χώρας, ήλθον και εις την Άμνειαν· ιδόντες δε οι βασιλικοί άνθρωποι την οικίαν του Φιλαρέτου ωραίαν και μεγάλην, ενόμισαν ότι ήτο μεγάλου τινός άρχοντος και προσέταξαν τους υπηρέτας των να καταλύσωσιν εκεί. Οι δε άνθρωποι της πόλεως έλεγον· «Μη υπάγητε εις την οικίαν αυτήν, αυθένται, να μείνετε, διότι ένας πτωχός γέρων κατοικεί εις αυτήν όστις δεν έχει τίποτε». Οι δε απεσταλμένοι, νομίζοντες ότι θα ήτο κάποιος πλούσιος, τον οποίον εφοβούντο οι άνθρωποι της πόλεως και δι΄ αυτό τους ημπόδιζον, είπον μετ΄ οργής προς τους υπηρέτας· «Υπάγετε εκεί όπου σας λέγομεν και μη ακούητε κανένα». Ο δε φιλόθεος Φιλάρετος έλαβε την ράβδον του και προϋπήντησε τους ξένους με μεγάλην χαράν, ευχόμενος και ευχαριστών αυτούς, διότι κατεδέχθησαν να καταλύσουν εις την πενιχράν και ταπεινήν του οικίαν· έπειτα προσέταξε την γυναίκα του να ετοιμάση φαγητόν επιμελώς, να τους φιλεύσουν. Η δε είπε· «Μίαν όρνιθα δεν αφήκες, ταλαίπωρε, εις τον οίκον σου και τι να τους φιλεύσωμεν; Ή να μαγειρεύσω άγρια λάχανα»; Λέγει προς αυτήν ο Άγιος· «Άναψε την εστίαν, στόλισε το μέγα τρίκλινον και σπόγγισε την ελεφαντίνην τράπεζαν, ο δε Θεός μάς στέλλει τώρα και φαγητά όσα θέλομεν». Ούτω λοιπόν ηυτρέπισεν η γυνή και ιδού οι πρώτοι της χώρας έφερον από την ιδιαιτέραν θύραν κριούς, αρνιά, όρνιθας, περιστεράς, οίνον παλαιόν και όσα άλλα εχρειάζοντο και τα εμαγείρευσεν η Θεοσεβώ επιτήδεια με μυρωδικά και ηυτρέπισαν την τράπεζαν επάνω εις το μέγα τρίκλινον, το οποίον ήτο ωραιότατον πράγμα, στρογγυλοειδές και τόσον μεγάλον, ώστε εχώρει να καθίσουν άνδρες τριάκοντα εξ. Ιδόντες λοιπόν οι βασιλικοί άνθρωποι τοιαύτην ευπρέπειαν και τα πλούσια φαγητά τα οποία έφερον, τα οποία ήσαν άξια δια μεγάλους άρχοντας, βλέποντες δε και τον γέροντα ιεροπρεπή και σεβάσμιον, διότι ήτο καθ΄ όλα όμοιος του Πατριάρχου Αβραάμ όχι μόνον εις την φιλοξενίαν, αλλά και εις την θεωρίαν, έμειναν κατά πολλά ευχαριστημένοι και καθώς έτρωγον, ήλθεν ο υιός του γέροντος, ο Ιωάννης, εις την όψιν και εις το σώμα όμοιος με τον πατέρα αυτού, ανδρείος ως ο Σαμψών και ωραίος υπέρ τον Ιωσήφ. Εισήλθον δε και τα επίλοιπα εγγόνια του, τα οποία έφερον τα φαγητά εις την τράπεζαν, των οποίων το κάλλος, την ευταξίαν και παίδευσιν θαυμάσαντες οι στρατιώται, είπον προς τον γέροντα· «Έχεις γυναίκα»; Ο δε είπε· «Ναι, κύριοί μου, και αυτά τα παιδιά είναι εγγόνια και τέκνα μου». Οι δε είπον προς αυτόν· «Ας έλθη λοιπόν η γυνή σου να μας ευχηθή». Αφού ήλθεν, ιδόντες αυτήν τόσον ωραίαν, καίτι ήτο γραία, εθαύμασαν το κάλλος της και την ευπρέπειαν και ηρώτησαν εάν είχε θυγατέρας. Η δε είπεν· «Η πρώτη μου θυγάτηρ έχει δύο κοράσια». Λέγουσιν εκείνοι· «Ας έλθουν να τα ίδωμεν κατά την πρόσταξιν των θειοτάτων βασιλέων». Ο δε γέρων είπεν· «Ας φάγωμεν ό,τι έδωσεν ο Θεός να χαρώμεν, διότι η εντιμότης σας είσθε κουρασμένοι εκ της οδοιπορίας και να αναπαυθήτε, αύριον δε να γίνη το θέλημα του Θεού». Ούτω διήλθον κατ΄ εκείνην την ημέραν. Κατά την επομένην εστολίσθησαν τα κοράσια και εξήλθον ευτάκτως και προσεκύνησαν τους στρατιώτας με σχήμα θαυμάσιον. Οι δε ιδόντες το κάλλος αυτών, την στολήν, την κατάστασιν και ευταξίαν και τα επίλοιπα άξια θαυμασμού, εξέστησαν και έλαβον πολλήν αγαλλίασιν, μετρήσαντες δε αυτάς, εύρον την πρώτην εις ηλικίαν καθώς ήθελον και εις το μέτρον του ποδός ίσια, κατά την παραγγελίαν του βασιλέως, ωμοίαζε δε και με την εικόνα την οποίαν εβάσταζον. Τότε τας επήραν όλας με πολλήν χαράν, τον γέροντα Φιλάρετον, την σύζυγον αυτού Θεοσεβώ, τον πρώτον υιόν του Ιωάννην, την θυγατέρα του Υπατίαν, η οποία ήτο χήρα με δύο θυγατέρας Μαρίαν και Μαρανθίαν και με όλους τους συγγενείς του, ψυχάς τριάκοντα και απήλθον εις τα βασίλεια. Εξέλεξαν δε και άλλα δέκα κοράσια από άλλους τόπους, εις τας οποίας ήτο και η θυγάτηρ πλουσίου τινός ονόματι Γεροντιανού, καλή εις την θεωρίαν και υψηλόν το φρόνημα έχουσα. Η δε του Ελεήμονος εγγονή Μαρία είπε προς τας άλλας· «Ας κάμωμεν, αδελφαί, συμφωνίαν μεταξύ μας, όπως όποια εξ ημών θελήση ο Θεός και βασιλεύση, να ευεργετήση τας άλλας». Η δε θυγάτηρ του Γεροντιανού απεκρίθη· «Εγώ είμαι βεβαία, ότι ως πλουσιωτέραν και ευγενεστέραν εις την όψιν και ωραιότητα εμέ θέλει εκλέξει ο βασιλεύς, αλλά σεις, αι οποίαι είσθε πτωχαί και απροστάτευτοι, ματαίως ελπίζετε». Η Μαρία ακούσασα ταύτα συνεστάλη και εσιώπησε, πλην δια του νοός της επεκαλείτο τας ευχάς του γέροντος πάππου της να την βοηθήσουν. Όταν έφθασαν εις την Κωνσταντινούπολιν, έφερον πρώτον την θυγατέρα του Γεροντιανού εις τον Σταυράκιον τον παιδαγωγόν του βασιλέως και διοικητήν του παλατίου, όστις ιδών αυτήν είπε· «Καλή και ωραία είναι αύτη, αλλά με τον βασιλέα δεν ταιριάζει». Έδωκε ποιπόν πολλά χαρίσματα εις αυτήν και την απέστειλεν εις τον τόπον της. Αφού δε έφερον και τας άλλας, ιδών ο βασιλεύς, η μήτηρ αυτού και ο Σταυράκιος το υπέρλαμπρον κάλλος των εγγονών του Φιλαρέτου, εθαύμασαν την ευταξίαν αυτών και ευγένειαν. Παρευθύς τότε την μεν πρώτην, την Μαρίαν, εστεφανώθη ο βασιλεύς, την δευτέραν εις μέγας άρχων πατρίκιος το αξίωμα, και την άλλην εγγονήν του Αγίου, θυγατέρα της άλλης θυγατρός του, την έστειλαν εις τον βασιλέα των Λαγγουβάρδων Αργούσην, όστις είχε ζητήσει τον καιρόν εκείνον να του στείλουν από την Κωνσταντινούπολιν μίαν κόρην, να την στεφανωθή εις γυναίκα του. Έγιναν λοιπόν οι γάμοι χαρμονικώς, και εκάλεσεν ο βασιλεύς την συγγένειαν όλην του Φιλαρέτου, και έδωκεν εις όλους από τον μεγαλύτερον έως του μικροτέρου, τόπους πολλούς να ορίζωσι, βίον πολύν, κτήματα, ενδυμασίας, χρυσίον, λίθους τιμίους, μαργαρίτας και οικίας μεγάλας, να κατοικούν πλησίον εις το παλάτιον. Τότε ενεθυμήθησαν άπαντες την πρόγνωσιν του γέροντος, όστις τους έλεγεν, ότι έχει θησαυρόν πολύν κεκρυμμένον και τον εμακάριζον, και ηύχοντο, ότι η καλή του γνώμη τους επροξένησε τοσαύτην μακαριότητα, ο δε τίμιος και άγιος γέρων απολαύσας από τον βασιλέα τοσαύτα δωρήματα δεν ελησμόνησε τας δωρεάς του Θεού, ούτε αφήκε την προτέραν συνήθειαν, αλλ΄ ηυχαρίστει Αυτόν δια λόγων και έργων αεί και πάντοτε. Ημέραν τινά είπεν εις την γυναίκα του και τους συγγενείς του· «Ας ετοιμάσωμεν και ημείς πλουσίαν τράπεζαν να φιλοξενήσωμεν τον βασιλέα και όλους τους άρχοντας». Αφού λοιπόν ηυτρέπισαν και ητοίμασαν όσα τους προσέταξε και ευωδίασαν τον τόπον με αρώματα δια να υποδεχθώσι τον βασιλέα, εξήλθε το πρωΐ ο μακάριος εις τους δρόμους και τας ρύμας της πόλεως και όσους εύρε λωβούς, κηλούς και γέροντας συμποσουμένους εις διακοσίους τον αριθμόν, οδηγήσας εις τον οίκον του, είπε προς τους συγγενείς του· «Τώρα έρχεται ο βασιλεύς με όλους τους φίλους του». Οι δε έκαμον θόρυβον πολύν και προθυμίαν μεγάλην δια να υποδεχθώσι τοιαύτα πρόσωπα, ενώ δε ούτω προητοιμάζοντο, βλέπουν έξαφνα τους πτωχούς να εισέρχωνται. Όσοι δε εξ αυτών είχον τους πόδας σώους εκάθησαν εις την τράπεζαν, οι δε μη δυνάμενοι εκάθησαν χαμηλά· έπειτα εκάθησε και ο καλεστής μετ΄ αυτών. Οι δε συγγενείς του έλεγον κρυφίως προς αλλήλους· «Αληθώς ο γέρων την πρώτην τάξιν δεν την ημέλησεν, αλλά τουλάχιστον τώρα δεν φοβούμεθα να πτωχεύσωμεν». Προσέταξεν λοιπόν ο γέρων τον υιόν του Ιωάννην, τον οποίον έκαμεν ο βασιλεύς πρωτοσπαθάριον, να υπηρετήση την τράπεζαν· ομοίως και τας εγγόνας του να παραστέκωσιν επιμελώς. Όταν εσήκωσαν την τράπεζαν είπε ταύτα ο μακάριος Φιλάρετος προς τους συγγενείς του· «Ιδού το πράγμα το οποίον σας υπεσχέθην, σας το έδωσεν ο ελεήμων Θεός· άραγε σας χρεωστώ άλλο τι»; Τότε ούτοι ενεθυμήθησαν τους λόγους του αγίου γέροντος, και εδάκρυσαν λέγοντες· «Αληθώς προεγνώριζες αυτά όλα ως δίκαιος και φρόνιμα προσέφερες την ελεημοσύνην σου· ημείς δε ως άγνωστοι ελυπήσαμεν την αγιωσύνην σου· αλλά συγχώρησον ημάς, ότι εσφάλομεν εις τον Θεόν και ενώπιόν σου». Ταύτα ειπόντες, έπεσον εις τους πόδας του. Ο δε ήγειρεν αυτούς, λέγων· «Ιδού ο Κύριός μου, εκείνο το οποίον υπεσχέθη με το άγιόν Του στόμα εις το ιερόν Ευαγγέλιον, να δίδη δηλαδή εκατονταπλασίονα εις εκείνους, οίτινες τον αγαπώσι και ελεούν τους πτωχούς, μας το έδωκεν· εάν δε θέλετε να κληρονομήσετε και ζωήν αιώνιον, ας προσφέρη έκαστος δέκα νομίσματα, να τα δώσωμεν εις τους κεκλημένους αδελφούς μας». Τότε εκείνοι μετά πάσης προθυμίας εξετέλεσαν το πρόσταγμα του Αγίου, και λαβόντες οι πτωχοί την ευλογίαν τού δικαίου ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τον Κύριον και ευχόμενοι δια τους ευεργέτας αυτών. Μετά ταύτα είπε πάλιν ημέραν τινά εις τους ιδικούς του· «Εάν θέλητε να εξαγοράσητε το μερίδιόν μου, από αυτά τα οποία μου εχάρισεν ο βασιλεύς, ας μου δώση έκαστος την τιμήν εκείνου του πράγματος, το οποίον θέλει να λάβη, εάν δε δεν θέλετε, θα τα χαρίσω εις τους πτωχούς αδελφούς μου, εμέ δε αρκεί μόνον, ότι με λέγουν πατέρα του βασιλέως». Εκείνοι έδωσαν τότε την τιμήν των πραγμάτων ενός εκάστου, και έγιναν εξήκοντα λίτραι αργύριον και χρυσίον. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς και οι άρχοντες, επήνεσαν την πλουσίαν γνώμην και συμπάθειαν αυτού προς τους πένητας. Είχε δε την συνήθειαν ο μακάριος Φιλάρετος να μη δίδη ποτέ ένα μόνον νόμισμα, ή μίαν φόλλαν(=η φόλλα ή φόλλις ήτο βυζαντινόν νόμισμα, υποδιαιρούμενον εις 40 νούμμια. Το δε νούμμιον ήτο το μικρότερον νόμισμα της εποχής εκείνης, αντιστοιχούν προς ένα σημερινόν λεπτόν) αλλά εγέμιζε τρία πουγγία όμοια και ίσα όλα εξωτερικώς. Εις το ένα έβαλλε φλωρία, εις το άλλο αργύρια, και εις το έτερον χαλκούν και τα εκράτει εις δούλος αυτού, τον οποίον είχε διατεταγμένον δια την υπηρεσίαν ταύτην. Όταν δε ήρχετο πτωχός να ζητήση, έλεγε του δούλου και έφερεν ένα σακκίδιον, οποίον ήθελε τον φωτίση ο Κύριος, όστις εγνώριζε την ανάγκην των προσερχομένων, επειδή υπάρχουν μερικοί, πτωχοί κατά το φαινόμενον, οι οποίοι όμως έχουν χρήματα, αλλά δεν αφήνουν την συνήθειαν και την πλεονεξίαν και ζητούσι χωρίς να έχουν ανάγκην. Πάλιν είναι άλλοι πολλοί, οι οποίοι ήσαν πλούσιοι και επτώχευσαν, και το μεν αρχοντικόν φόρεμα βαστάζουσι δια την ευγένειάν των, αλλά μη έχοντες τα προς συντήρησιν, είναι ανάγκη να ζητούν ελεημοσύνην. Ταύτα μελετών ο Άγιος, παρεκάλει τον Θεόν νοερώς, να τον φωτίζη να δίδη εις ένα έκαστον κατά την ανάγκην αυτού, και τοιουτοτρόπως εξέτεινε την χείρα του και ελάμβανεν οιονδήποτε πουγγίον ήθελε τύχη, εξ αυτού δε έδιδεν όσα ήσαν θέλημα Θεού. Εβεβαίωνε δε και τούτο ο μακάριος, ότι «Πολλάκις έβλεπον κάποιον, όστις εφόρει καλόν ιμάτιον και έβαλον την χείρα μου να του δώσω ολίγα χρήματα, και μη θέλων εγώ ήπλωνεν η χείρ μου και ελάμβανε πολλά, και πάλιν έβλεπον άλλον με παλαιά ενδύματα και έβαλλον την χείρα μου να λάβω πολλά και εξέβαλεν ολίγα». Ούτω λοιπόν έδιδε την ελεημοσύνην καθώς ήθελεν οικονομήσει ο Κύριος. Ζων δε εις το παλάτιον ο δίκαιος Φιλάρετος δεν ηθέλησε ποτέ να φορέση μεταξωτόν ιμάτιον ή χρυσήν ζώνην, ούτε αξίωμα ηθέλησε ποτέ να λάβη βασιλικόν· μόνον από πολλήν παράκλησιν του βασιλέως και της βασιλίσσης εδέχθη με βίαν μεγάλην την αξίαν του υπάτου και έλεγε· «Αρκεί ότι με λέγουν πάππον της βασιλίσσης, όστις ήμην πτωχός της γης και κοπρίας πένης». Τόσον ήτο ταπεινός, ώστε δεν ήθελε να του λέγουν άλλο όνομα, παρά μόνον το πρώτον, ο Αμνειάτης Φιλάρετος, ήτοι της πενιχράς του χώρας το όνομα. Αλλ΄ όταν ο Κύριος τού απεκάλυψε και το τέλος της ζωής του, έλαβε τον υπηρέτην εκείνον, όστις εκράτει τα βαλάντια της ελεημοσύνης, και απελθόντες μυστικώς εις εν Μοναστήριον της πόλεως, το οποίον έλεγον «Κρίσις» και κατώκουν παρθένοι μονάστριαι, εζήτησεν από την Ηγουμένην μνήμα πελεκητόν καινουργές· ο δε Άγιος της είπε· «Μετά δέκα ημέρας εξέρχομαι από την ζωήν ταύτην και υπάγω εις ετέραν Βασιλείαν, θέλω δε να ενταφιασθή εις αυτό το μνήμα το άθλιον σώμα μου»· εις δε τον υπηρέτην παρήγγειλε να μη το αποκαλύψη εις κανένα. Απελθών δε εις την οικίαν του, έπεσεν εις την κλίνην αυτού ασθενής. Κατά δε την ενάτην από της ασθενείας του ημέραν, προσκαλέσας πάντας τους συγγενείς του, είπε προς αυτούς· «Τέκνα μου, ο Βασιλεύς με εκάλεσε και υπάγω προς αυτόν σήμερον». Οι δε νομίζοντες, ότι δια τον γαμβρόν του λέγει, είπον προς αυτόν· «Πως δύνασαι να υπάγης, Πάτερ, εφ΄ όσον είσαι εξησθενημένος εκ της ασθενείας»; Ο δε απεκρίνατο· «Εκείνοι οι οποίοι θέλουν να με σηκώσουν με θρόνον χρυσόν, ίστανται εδώ δεξιά μου με δόξαν πολλήν, αλλά σεις δεν τους βλέπετε». Τότε εγνώρισαν τους λόγους του και έκαμαν μεγάλον κλαυθμόν, ως ποτέ επί τον Ιακώβ τα τέκνα αυτού. Ο δε Άγιος ένευσε με την χείρα του να σιωπήσουν και νουθετών έλεγε προς αυτούς· «Γνωρίζετε καλά την ζωήν μου, τέκνα μου φίλτατα, πως έκαμνα την ελεημοσύνην από τον κόπον μου, και όχι με αδικίας και αρπαγάς· ενθυμείσθε τον πλούτον, τον οποίον είχον πρότερον, και την πτωχείαν, η οποία μού ήλθεν ύστερον, και πάλιν βλέπετε τούτον τον έσχατον πλούτον, τον οποίον ο Κύριος μού εξαπέστειλε. Μήπως με είδετε ποτέ να υπερηφανευθώ εις τας ευτυχίας ή να γογγύσω εις την πτωχείαν μου ή να αδικήσω κανένα άνθρωπον; Λοιπόν ούτω κάμετε και σεις, εάν ποθήτε την σωτηρίαν σας· μη λυπηθήτε τον φθειρόμενον πλούτον, αλλά να δίδετε εις τους πτωχούς. Στείλατε αυτόν εις εκείνον τον κόσμον, εις τον οποίον υπάγω και εγώ, και θέλω σάς τον φυλάξει ακέραιον, να τον εύρητε όταν έλθητε· μη τον αφήσετε εδώ, δια να μη τον χαρώσιν άλλοι, και σεις να οδυνάσθε αιώνια. Διαμοιράσετε αυτόν εις χήρας και ορφανά, εις φυλακισμένους και πένητας, καθώς είδετε και έκαμα εγώ, δια να σας τον ανταποδώση ο πλουσιόδωρος Βασιλεύς να αγάλλεσθε εις τον ουράνιον Βασιλείαν αυτού ατελευτήτως». Αφού ηυχήθη ο μακάριος την γυναίκα του και όλην αυτού την συγγένειαν, έλαμψε το πρόσωπόν του ώσπερ τον ήλιον και έψαλλε μετ΄ ευφροσύνης· «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι, Κύριε» (Ψαλμ. ρ: 1). Και τελειώνων τον ψαλμόν, διεχύθη τόση ευωδία εις τον οίκον, ωσάν να είχον χύσει μύρον πολύτιμον και να εθυμίαζον με πολλά αρώματα. Τότε είπε και το Σύμβολον της Πίστεως ήτοι το, «Πιστεύω εις ένα Θεόν», και το «Πάτερ ημών» και όταν έλεγε· «Γενηθήτω το θέλημά σου» παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού, γέρων ήδη και πλήρης ημερών. Καίτοι δε ήτο πολύ γέρων ούτε οι οδόντες αυτού έπεσαν, ούτε το χρώμα τού προσώπου του μετεβλήθη εκ του γήρατος, αλλ΄ ήτο ανθηρός και ωραίος εις την όψιν, έχων θεωρίαν μήλου ή ρόδου. Τότε ήλθεν ο βασιλεύς και πάσα η Σύγκλητος και όλοι οι συγγενείς του και έθαψαν το τίμιον αυτού λείψανον εις τον τάφον, τον οποίον ηυτρέπισεν ο ίδιος, έδωκαν δε κατά την ημέραν εκείνην και πολλήν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, οι οποίοι ακολουθούντες όλοι εις το άγιον λείψανον, εβόων μετά δακρύων προς τον Θεόν, λέγοντες· «Διατί, Κύριε, μάς υστέρησες τον τροφέα και ευεργέτην μας; τις να ενδύση τα γυμνά μας σώματα; Τις να πληρώση τα χρέη μας; τις άλλος να ευρεθή ποτέ, να έχη προς ημάς τους ευτελείς τοσαύτην συμπάθειαν»; Ούτως οι πάντες ωδύροντο, εις δε απ΄ εκείνους είχεν από της γεννήσεώς του δαιμόνιον, επήγαινε δε συχνάκις ζώντος του Αγίου και ελάμβανε παρ΄ αυτού ελεημοσύνην· τότε δε ακολουθών και αυτός εις το λείψανον, εφώναζεν ατάκτως και ήρπασε την κλίνην να την ρίψη. Αφού δε έφθασαν εις τον τάφον, έρριψεν ο δαίμων τον άνθρωπον εις την γην και τον ετάραξε και τότε έφυγε το δαιμόνιον και έμεινεν ο άνθρωπος υγιής δια πρεσβειών του Αγίου Φιλαρέτου. Τούτο βλέποντες οι παρεστώτες εδόξασαν τον Θεόν, όστις έδωκε τοσαύτην χάριν εις τον δούλον του. Κατόπιν ενεταφίασαν τον Άγιον εις την λάρνακα, την οποίαν ο ίδιος ηγόρασεν εις το Μοναστήριον της Κρίσεως, υμνούντες και ευλογούντες τον Κύριον. Αύτη είναι η πολιτεία του χριστομιμήτου και φιλοκτίρμονος Φιλαρέτου, όστις ευηρέστησε τον Θεόν και εδοξάσθη παρ΄ αυτού και εις τούτον τον κόσμον και εις τον μέλλοντα, καταξιωθείς της αιωνίου μακαριότητος. Ας φροντίσωμεν λοιπόν και ημείς, αδελφοί, να τον μιμηθώμεν, έκαστος κατά την δύναμιν αυτού. Τους πτωχούς και ξένους ας προστατεύσωμεν, τους φυλακισμένους ας επισκεπτώμεθα, τους ασθενείς ας κυβερνήσωμεν, τας Εκκλησίας ας επιμεληθώμεν, και γενικώς όσα ετέλεσεν ούτος ο Άγιος ας τελέσωμεν και ημείς, ίνα και ενταύθα εν ειρήνη και ομονοία και πάσι τοις αγαθοίς διαπεράσωμεν. Εάν δε πάλιν έλθη εις ημάς πειρασμός εξ ανθρώπων ή από φθόνον του δαίμονος και πτωχεύσωμεν, ας ελπίζωμεν επί τον Κύριον αναμφιβόλως και πάντως θέλει μάς δώσει εκατονταπλάσια και θέλομεν κληρονομήσει την αιώνιον ζωήν, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών. Ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου