Γεώργιος ο νέος Αθλητής του Χριστού εγεννήθη εις την πόλιν της νήσου Χίου· ο πατήρ του κατήγετο από εν χωρίον της αυτής νήσου, Πιθυούς καλούμενον, ωνομάζετο δε αυτός Παρασκευάς, η δε μήτηρ του Αγγερού, η οποία αποθανούσα άφησε τον Γεώργιον νήπιον, έως εννέα μηνών· μετά παρέλευσιν δε άλλων εννέα μηνών υπανδρεύθη δεύτερον ο πατήρ του και εδόθη το παιδίον εις την επίσκεψιν και ανατροφής της μητρυιάς, ήτο δε τότε μηνών δεκαοκτώ και ούτως ανετράφη, γνωρίσας ως μητέρα την μητρυιάν.
Όταν έφθασε πλέον εις ικανήν ηλικίαν, το έδωκεν εις τεχνίτην, Βισσετζή το όνομα, την ειδικότητα λεπτουργόν, δια να μάθη τέχνην. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν εκτίσθη και ο Ναός του Αγίου Νικολάου εις την νήσον Ψαρά και προσεκλήθη ο Βισσετζής αυτός να τεχνουργήση τα τέμπλα της Εκκλησίας και απελθών εις τα Ψαρά, έλαβε και το παιδίον και εδούλευεν εκεί μαζί του. Εκεί διατρίβων ο Γεώργιος εγνωρίσθη και εφιλιώθη με άλλους τινάς και αναχωρήσας χωρίς γνώμην και είδησιν του διδασκάλου του, εταξίδευσε μετ’ αυτών εις την Καβάλλαν· πλην καθώς η φυγή του από τα Ψαρά έγινε με παιδική αφροσύνην και αγνωσίαν, ούτω και εις την Καβάλλαν απερίσκεπτα και ανόητα ως παιδίον επέρασεν. Ότι ημέραν τινά παρακινηθείς με άλλα ναυτόπαιδα, επήγαν εις κήπον και έκλεψαν καρπούζια· αλλ’ ελθών ο κηπουρός, επρόφθασε και έπιασε μόνον τον Γεώργιον και δεν ηξεύρω πως δια τόσον μικράν ζημίαν, τον παρέδωκεν εις την κρίσιν. Εκεί φοβηθείς ως παιδίον μικρόν που ήτο, εξώμοσε φευ! και ηρνήθη την πίστιν του Χριστού και εδέχθη την αντίχριστον πλάνην. Μετά ταύτα παρέλαβεν αυτόν εις από τους εντοπίους Αγαρηνούς και τον είχε μαζί του καιρόν τινά, αυτός δε πάλιν τον έδωκεν ύστερον εις άλλον. Αυτά μεν έπαθεν ο Γεώργιος, οι δε γονείς και συγγενείς του δεν είχον καμμίαν είδησιν, μήτε που ευρίσκετο, μήτε τι έπαθεν· αλλ’ εν μια των ημερών έρχεται εις τον λιμένα της Χίου εν πλοιάριον φορτωμένον καρπούζια και μετ’ ολίγον εξέρχεται εξ αυτού ο Γεώργιος· τυχών δε εκεί εις συγγενής του, τον είδε και τον εχαιρέτησε με πολλήν χαράν, έπειτα ακούει να τον λέγωσιν οι άλλοι Αχμέτην. Εξέστη ο άνθρωπος ακούων τούτο, ηλλοιώθη η όψις του, και του λέγει· «Τι είναι αυτό που ακούω»; Αυτός όμως απόκρισιν δεν του έδωσεν, αλλά τότε μεν επέστρεψε με σιωπήν εις το πλοιάριον, άλλοτε δε ευρών ευκαιρίαν ήλθε μόνος εις την πατρικήν του οικίαν, αλλά κακή τύχη δεν ευρήκε τον πατέρα του, επειδή έλειπεν εις ταξίδιον· όθεν εγύρισε πάλιν εις το πλοιάριον, χωρίς να λάβη καμμίαν διόρθωσιν, καθώς ήλπιζε· με το ίδιον δε εκείνο πλοιάριον, με το οποίον ήλθεν, ανεχώρησε πάλιν. Αλλά δεν παρήλθε πολύς καιρός και πάλιν ήλθεν εις την Χίον με άλλο πλοίον και με χριστιανικά ενδύματα, μετέβη δε τότε και συνήντησε τον πατέρα του· έκλαιε, λέγουσιν, ο πατήρ του, όταν τον είδε και έλεγε· «Προτιμότερον είχον να εμάνθανα τον θάνατόν του ή να τον ίδω πεσόντα εις τοιαύτην αθλιότητα» και άλλα παρόμοια. Λοιπόν τι τα μετά ταύτα; Αφού ο Γεώργιος επέστρεψεν εις τον πατρικόν του οίκον τον εκράτησαν εκεί ημέρας τινάς, έως ου σκεφθώσι πως θα τον οικονομήσωσιν. Εν τοσούτω, γνωρίζων ο πατήρ του ότι δεν ήτο δυνατόν να ζήση πλέον το παιδίον εις την Χίον, τη συμβουλή και γνώμη του πνευματικού των πατρός το επεβίβασεν εις το πλοίον του (διότι την ναυτικήν μετήρχετο) και τον έφερεν εις τόπον άγνωστον και ακίνδυνον, εις τας Κυδωνίας και εκεί το παρέδωκεν εις καλόν Χριστιανόν, όστις μαθών το συμβάν του παιδίου, το έστειλεν εις το κτήμα του δια το ακίνδυνον· ήτο δε τότε δέκα ετών ηλικίας. Ταύτα ερευνήσαντες ακριβώς από τους συγγενείς και γείτονας του Γεωργίου και τον σεβασμιώτατον Ιερομόναχον Πνευματικόν και εφημέριον της ενορίας του (ήτο δε η ενορία του η Παναγία η επιλεγομένη Οδηγήτρια), ταύτα, λέγω, ερευνήσαντες εμάθομεν και γράφομεν, περί της γεννήσεως, της ανατροφής και της εξωμόσεως του μακαρίου Νεομάρτυρος Γεωργίου.Τα δε μετά ταύτα, πως δηλαδή διήλθεν εις τας Κυδωνίας και πως επολιτεύθη και πως τελευταίον έλαβε τον μαρτυρικόν θάνατον, θέλομεν ιστορήσει, καθώς μας τα έγραψεν εκείθεν από τας Κυδωνίας γνωστός εις ημάς ελλόγιμος και φιλομάρτυς Χριστιανός και καθώς άλλοι τινές εκεί τυχόντες διηγήθησαν. Ευρίσκετο, ως είπομεν, εις το κτήμα του καλού εκείνου Χριστιανού, με όλην την οφειλομένην προς αυτόν ευγνωμοσύνην δια την ευεργεσίαν, την οποίαν του έκαμε, να τον δεχθή και να του παρέχη άσυλον, με όλον τον κίνδυνον τον οποίον διέτρεχεν από τους Αγαρηνούς εν περιπτώσει αποκαλύψεως, ήτο δε πολλά πιστός και φρόνιμος εις την εργασίαν του, και πολύ σεμνός και εύτακτος εις όλα του τα κινήματα και έργα και τους λόγους. Επέρασε λοιπόν ούτω καλώς και χριστιανικώς πολιτευόμενος, υπηρετών τον Χριστιανόν εκείνον έτη πολλά· φθάσας δε εις το εικοστόν έτος της ηλικίας του, εξεθάρρησε πλέον και ήλθε μέσα εις την πόλιν των Κυδωνιών και εις το εξής έμενεν εκεί άφοβα και εγνωρίσθη σχεδόν με όλους τους εντοπίους και εφιλιώθη με πολλούς. Έπειτα συνεφιλιώθη και με τινα γραίαν γυναίκα, την οποίαν είχεν ως τροφόν του, βοηθόν εις τας ανάγκας του. Ο πατήρ του όμως εις την Χίον (μας διηγείται ο ρηθείς Πνευματικός της ενορίας του) πάντοτε έκλαιε και αναστέναζε δια το άδηλον τέλος του υιού και ποτέ δεν είχεν ησυχίαν ο λογισμός του· όθεν και τη συμβουλή του Πνευματικού του πατρός μετέβη μίαν φοράν να τον παραλάβη με το πλοιάριόν του, και να τον βάλη εις κανέν ρωσικόν πλοίον να μεταβή εις μέρη χριστιανικά δια να μη διατρέχη κίνδυνον· αλλά δεν υπήκουσεν ο υιός, λέγων, ότι εκεί όπου ευρίσκετο δεν είχε φόβον, διότι ουδείς εγνώριζε τίποτε. Με τον καιρόν όμως εξεθάρρησε και εφανέρωσεν εις την γραίαν εκείνην την τροφόν του το απόκρυφον της αρνήσεώς του. Ήλθεν έπειτα καιρός να νυμφευθή μίαν κόρην· όθεν οι συγγενείς της, εξετάσαντες την γραίαν περί της καταστάσεως του νέου, έμαθον μετά των άλλων το μυστικόν εκείνο, πλην δια τα άλλα καλά, τα οποία είχεν ο νέος, δεν τον παρήτησαν, αλλά έγινεν ο αρραβών και οι γάμοι ητοιμάζοντο να γίνωσιν. Αλλά τι ακολουθεί εν τω μεταξύ τούτω; Ο αδελφός της αρραβωνιαστικής του εσκανδαλίσθη μαζί του, διότι του εζήτει τα δάνεια, τα οποία του είχε δώσει πρότερον. Όθεν επήγεν ο άθλιος και τον επρόδωσεν εις τον αγάν του τόπου, ότι είναι Τούρκος. Την προδοσίαν ταύτην μαθόντες τινές φίλοι του Γεωργίου του έδωσαν την είδησιν και τον συνεβούλευαν και τον επαρακινούσαν να φύγη το ταχύτερον από τον τόπον εκείνον ή καν να κρυφθή προσωρινώς, δια να μη τον συλλάβουν, φοβούμενοι το άδηλον της εκβάσεως· αυτός όμως ο μακάριος φαίνεται ότι είχε και πρότερον ελέγχουσαν την συνείδησιν δια το πταίσμα της αρνήσεως· όθεν ούτε έφυγεν, ούτε εκρύφθη, αλλ’ έμεινεν εις το φανερόν και καμμίαν δειλίαν δεν έδειχνεν. Ήλθε η ώρα και εστάλησαν οι υπηρέται του κριτού να τον φέρουν σιδηροδέσμιον εις το κριτήριον· ο Γεώργιος βλέπων αυτούς εγνώρισεν ότι δι’ αυτόν ήρχοντο. Λοιπόν πριν εκείνοι πλησιάσουν, ώρμησεν αυτός προς εκείνους και παρεδόθη εις χείρας των· και αυτοί τον έφεραν εις το κριτήριον ως κατάδικον. Τον ερωτά ο κριτής· «Διατί ετόλμησας να αφήσης την πίστιν μας και να ακολουθήσης πάλιν εκείνην όπου ηρνήθης πρότερον»; Αποκρίνεται ο Μάρτυς με αφοβίαν· «Μήτε την πίστιν μου ηρνήθην, μήτε την ιδικήν σας εδέχθην, αλλά παιδίον μικρόν ων, με εβίασαν να την δεχθώ, αλλά εγώ την γνώμην μου ποτέ δεν την ήλλαξα, αλλά πάντοτε Χριστιανός ήμην και χριστιανικώς έζων· την δε ιδικήν σας ψευδή θρησκείαν πάντοτε εμίσουν, καθώς και τώρα την μισώ και την αποστρέφομαι και ουδόλως την αποδέχομαι». Ταύτα ειπόντος του Μάρτυρος με γενναιότητα και ελευθεροστομίαν, μετέβαλεν ο κριτής την αγριότητα εις ημερότητα, και του λέγει· «Ειπέ μας, άνθρωπε, το όνομα όπου έλαβες όταν περιετμήθης»· και τούτο ήτο δόλος, δια να κάμη τάχα την ομολογίαν της πίστεώς των, λέγων το τουρκικόν του όνομα. «Το όνομά μου, απεκρίθη ο Μάρτυς, είναι Γεώργιος και με αυτό το όνομα μέλλω να αποθάνω». «Ειπέ μας, του λέγει πάλιν, ειπέ μας το όνομά σου και μη αρνήσαι την πίστιν σου και κατά αλήθειαν δεν μας βαρυφαίνεται αυτό, όπου ως άγνωστος νέος έκαμες· αλλά μάλιστα θέλομεν σε τιμήσει μεγάλως και εις όλους ημάς θέλει είσαι αγαπητός· εάν δε παρακούσης, γνώριζε καλώς ότι θέλεις λάβει επώδυνον θάνατον». Ο Μάρτυς απεκρίθη προς ταύτα· «Το όνομά μου το είπα, το ηκούσατε· ονομάζομαι Γεώργιος και Γεώργιος θέλω και ποθώ να αποθάνω». «Δεν αποθαίνεις με καλόν θάνατον», του είπεν ο κριτής, «αλλ’ εγώ θέλω σε θανατώσει με κακόν θάνατον». «Θανάτωσέ με», απεκρίθη η Μάρτυς, «με χαράν δέχομαι τον θάνατον», και παρευθύς έδωκε προσταγήν ο κριτής και τον εφυλάκισαν. Ήτο ογδόη του Νοεμβρίου μηνός, όταν εφυλακίσθη και έμενεν εις τα δεινά της φυλακής ο μακάριος ημέρας δέκα και επτά· και αυτός μεν ο αοίδιμος έχαιρε καθ’ υπερβολήν και πνευματικώς ηυφραίνετο πάσχων υπέρ Χριστού· ο δε ευσεβής και φιλόμαρτυς της πόλεως λαός μετά θερμών δακρύων εδέετο του Θεού να τον ενισχύση και να τον ενδυναμώση να τελειώση τον θείον δρόμον του μαρτυρίου και τον καλόν αγώνα της αθλήσεως· αλλά και εις την φυλακήν, με όποιον τρόπον ηδύναντο οι ευλογημένοι, τον παρηγορούσαν και μάλιστα ευλαβής τις εντόπιος, όστις κατά θείαν οικονομίαν ευρέθη εις την φυλακήν, έχων ιδέα γραμμάτων, έγινε καλή συνοδεία εις τον Μάρτυρα και ικανήν παρηγορίαν παρέσχεν εις αυτόν, εις τα δεινά εκείνα της φυλακής ευρισκόμενον, εις όλας δε αυτάς τας ημέρας πολλήν ενόχλησιν του έδιδον οι Αγαρηνοί εις την φυλακήν απειλούντες να του κάμουν διάφορα είδη βασάνων και τελευταίον να τον θανατώσουν με επώδυνον θάνατον. Τέλος πάντων εις την εικοστήν τετάρτην του Νοεμβρίου ηκούσθη, ότι εδόθη πλέον η απόφασις να θανατωθή. Τότε οι Χριστιανοί του έγραψαν την είδησιν, και τον ηρώτων εάν ήθελε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, να κάμουν αυτοί τρόπον να του παράσχουν αυτήν την εκδούλευσιν. Ταύτα τα δύο καλά ακούσας ο μακάριος Μάρτυς, ήτοι τον υπέρ Χριστού θάνατον και την Αγίαν Κοινωνίαν, το εφόδιον του ουρανίου δρόμου, υπερεχάρη και εδόξασε τον Θεόν, και ηυχαρίστησεν εκείνους, οίτινες εφρόντιζον δι’ αυτόν. Ήλθεν έπειτα ο Πνευματικός την εσπέραν εκείνην εις την φυλακήν, εξωμολογήθη και εκοινώνησε μετά κατανύξεως και χαράς, και όλοι οι πονηροί και βλάσφημοι λογισμοί, οίτινες δεινώς τον ενωχλούσαν και να κοιμηθή τελείως δεν τον άφηναν, έφυγαν από την φαντασίαν του (διωχθέντες από την θείαν Χάριν του νοητού ηλίου Χριστού του Θεού ημών) και ησύχασεν ο νους του και ειρήνευσεν η καρδία του και εκοιμήθη ατάραχα. Ο άλλος εκείνος Χριστιανός, ιδών ότι εκοιμήθη την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν εκοινώνησεν, ήσυχα και ειρηνικά, τον περιειργάσθη καλώς· όθεν το πρωϊ, ήτοι το εξημέρωμα της εικοστής πέμπτης, τον ερωτά με απορίαν· «Αδελφέ, τι είδα απόψε εις σε; Συ τόσας νύκτας δεν εκοιμήθης ποτέ ήσυχα, και πως την νύκτα ταύτην, οπού μάλιστα έλαβες την απόφασιν του θανάτου, εκοιμήθης τόσον ήσυχα και γλυκά»; «Διότι, απεκρίθη ο Μάρτυς, τας άλλας νύκτας δεν με άφηναν ήσυχον οι σατανικοί λογισμοί, αλλά την νύκτα ταύτην φαίνεται ότι τους διεσκόρπισε και τους εδίωξεν η Χάρις των Αγίων Μυστηρίων, και ήτο εις μεγάλην ειρήνην και ησυχίαν ο νους μου και η καρδία μου· όθεν εκοιμήθην». Ταύτα ακούσας ο καλός εκείνος Χριστιανός τον ενηγκαλίσθη, και από δάκρυα περιρρεόμενος τον κατεφίλησε λέγων με θρηνώδη και διακεκομμένην φωνήν· «Αδελφέ μου, συ αύριον εξάπαντος μέλλεις να παρασταθής ενώπιον του Θεού, μετά των Αγίων Αγγέλων, δια να λάβης τους μισθούς των αγώνων σου και τον άφθαρτον στέφανον της αθλήσεώς σου, και τότε, παρακαλώ σε, ενθυμήσου και εμέ τον αμαρτωλόν, και μεσίτευσον εις Αυτόν, να μου συγχωρήση τα αμαρτήματά μου και να μη με στερήση της θείας Του δόξης, αλλά να με αξιώση, καθώς τώρα, να σε βλέπω χαίρων και αγαλλόμενος και μέσα εις τον Παράδεισον». Επέρασεν η ημέρα εκείνη της εικοστής πέμπτης και έφθασεν η εσπέρα, κατά την οποίαν ήτο η απόφασις να αποκεφαλισθή ο Μάρτυς. Λοιπόν οι φιλομάρτυρες διδάσκαλοι και Ιερείς έκαμαν απόφασιν να ψάλουν αγρυπνίαν την νύκτα εκείνην, υπέρ ενισχύσεως και ενδυναμώσεως του Νεομάρτυρος. Τούτου ακουσθέντος συνήχθησαν και άλλοι πολλοί Χριστιανοί εις την Εκκλησίαν και ήρχισεν η Ακολουθία εις την πρώτην ώραν της νυκτός μετά κατανύξεως μεγάλης και πάντες μετά θερμών δακρύων εδέοντο του Θεού. Και ποίος ηδύνατο την νύκτα εκείνην να ησυχάση εν τη οικία του; Άλλοι ήσαν εις την Εκκλησίαν, άλλοι εις την αγοράν έξωθεν του κριτηρίου και όσον παρήρχετο η νυξ, τόσον το πλήθος συνήγετο εις την θεωρίαν της αποτομής του θείου Μάρτυρος και όλοι περιέμενον με πάλλουσαν καρδίαν, πότε να ίδωσι θριαμβεύουσαν την δύναμιν του Σταυρού εν τη ασθενεία της σαρκός του μακαρίου Γεωργίου. Τόσον ήτο το συναχθέν πλήθος, ώστε ήρχισαν να φοβούνται οι Αγαρηνοί μήπως, εάν εκβάλωσιν έξω τον Μάρτυρα, κάμη ο λαός κανέν άτακτον όρμημα. Λοιπόν εδοκίμασαν πρώτον να ίδουν την αντίδρασιν του λαού και εξελθόντες δύο εξ αυτών επέπεσαν με ξίφη γυμνά και διεσκόρπισαν τους συγκεντρωθέντας. Κατά την επίθεσιν εκείνην των Αγαρηνών, άλλος μεν απώλεσε τον φανόν, άλλος το ένδυμα, άλλος τα υποδήματα, άλλοι επάτησαν άλλους και άλλοι επατήθησαν από άλλους και οι μεν εν τη αγορά Χριστιανοί ούτω κακώς εδιώχθησαν και διεσκορπίσθησαν. Οι δε εν τη Εκκλησία ψάλλοντες έφθασαν εις την Λιτήν· και άλλων των τροπαρίων ψαλλομένων, συνεβουλεύοντο οι Ιερείς, πως να μνημονεύσωσι τον Γεώργιον, τάχα να προσευχηθούν υπέρ αυτού ως ανθρώπου απλού έτι ή ως Μάρτυρα να συντάξουν με τους Μάρτυρας; Εφάνη δε εύλογον να μη ζητήσουν την πρεσβείαν και ικεσίαν αυτού μετά των λοιπών Μαρτύρων, αλλά να δεηθώσι προς τον Θεόν υπέρ αυτού, ίνα τελειώση το Μαρτύριον· αλλ’ εν τω μεταξύ τούτω, πριν αρχίση η Λιτή, το «Σώσον ο Θεός τον λαόν σου», φθάνει δρομαίος ο απεσταλμένος και διωρισμένος να παρακολουθή από κρυπτόν μέρος τα κατά του Μάρτυρος γινόμενα και φωνάζει εις την Εκκλησίαν: «Τετέλεσται»· εις μερικούς δε εψιθύρισε και με τι τρόπον εφονεύθη. Και τότε πλέον τις δύναται να παραστήση την αγαλλίασιν του Χριστωνύμου λαού; Ποίος να ερμηνεύση τα αφανή σκιρτήματα των καρδιών των από την χαράν; Λέγει ο Σολομών, ότι «καρδίας ευφραινομένης, πρόσωπον θάλλει» (Παροιμ. ιε: 13). Αλλ’ εδώ, φιλομάρτυρες αναγνώσται, δεν ηκολούθησεν ούτως, αλλ’ ευφραινομένων των καρδιών των Χριστιανών, οι οφθαλμοί των εφαίνοντο πηγαί δακρύων, τα πρόσωπά των κατεβρέχοντο από κατανύξεως δάκρυα δια την κατ’ εχθρών ορατών και αοράτων νίκην του καλλινίκου Αθλητού Γεωργίου και μάλιστα όταν ήκουσαν τότε παρευθύς την όντως χαριεστάτην εκείνην είδησιν «τετέλεσται»· και ούτω καλώς και θεοφιλώς ετελειώθη η αγρυπνία εκείνη, κατά την νύκτα της εικοστής έκτης Νοεμβρίου, ομού με το καλόν και μαρτυρικόν τέλος του καλού και λαμπρού αριστέως Γεωργίου. Τι τα εντεύθεν; Ανέτειλεν η εικοστή έκτη και αι καρδίαι όλων σχεδόν των ανθρώπων της πόλεως είχον αφοσιωθή εις δύο καλούς και σωτηρίους πόθους, να μάθουν πρώτον με ποίον τρόπον και δια ποίων βασάνων ετελειώθη ο Μάρτυς και δεύτερον να λάβουν μέρος τι από την μαρτυρικήν χάριν· ο και εγένετο· και άλλος έλαβε χώμα βεβρεγμένον από το μαρτυρικόν του αίμα, άλλος έβαπτε βάμβακα, άλλος ελάμβανε τεμάχιον ενδύματος και έκαστος ό,τι ηδυνήθη ήρπασεν εις αγιασμόν του από τον Μάρτυρα· το δε μακάριον τέλος του ούτω πως ηκολούθησεν. Αφ’ ου οι δύο εκείνοι ξιφήρεις Αγαρηνοί διεσκόρπισαν το πλήθος, ως είπομεν ανωτέρω, τότε προστάζει ο κριτής ένα υπηρέτην του Αγαρηνόν και ένα Χριστιανόν, όστις ήτο και αυτός υπηρέτης του κονακίου, να εκβάλουν τον Μάρτυρα εκ της φυλακής και να τον μεταφέρωσιν εις τον τόπον της καταδίκης. Ο Μάρτυς ευθύς παρεδόθη εις τους δημίους του και ως αρνίον άκακον εφέρετο με σιωπήν εις την σφαγήν, μόνον δε όπου ήθελεν εννοήσει παρισταμένους Χριστιανούςεζήτει συγχώρησιν· οίτινες, αν και πρώτον διεσκορπίσθησαν, μετά ταύτα όμως επέστρεψαν πολλοί και ήσαν εις τα πλησίον εργαστήρια. Απαγομένου δε του Μάρτυρος επί την σφαγήν ηκολούθησεν εν διηγήσεως άξιον περιστατικόν. Ο Χριστιανός εκείνος υπηρέτης του αγά, θεόθεν βέβαια εμπνευσθείς, λέγει προς τον Μάρτυρα· «Αδελφέ Γεώργιε, ιδού τα όπλα μου, λάβε αυτά και μείνε συ εις την υπηρεσίαν του αγά, να δεθώ δε εγώ εις τον τόπον τον ιδικόν σου και είμαι πολύ πρόθυμος να αποθάνω υπέρ του ονόματος του Χριστού». Προς ποίον σκοπόν είπεν εκείνος ο καλός άνθρωπος τους λόγους αυτούς δύναται έκαστος να εννοήση· τους είπε βεβαίως δια να τον προθυμοποιήση περισσότερον, καθώ τη αληθεία επροθυμοποίησε και φλόγα θείου έρωτος ήναψεν εις την καρδίαν του· όθεν παρευθύς του απεκρίθη ο Μάρτυς, λέγων· «Όχι αδελφέ· όχι· συ ο ανεύθυνος έχεις πόθον ν’ αποθάνης υπέρ Χριστού και εγώ ο υπεύθυνος να μη αποθάνω; Πως δύναται να γίνη τούτο; Εγώ ο αρνητής του Χριστού πρέπει να αποθάνω υπέρ του ονόματος του Χριστού». Και ταύτα ειπών έτρεχε με όλην την προθυμίαν της ψυχής του εμπρός από τον δήμιον, λέγων αδιακόπως το «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν», έως ότου έφθασεν εις τον τόπον της καταδίκης. Εκεί εις τον τόπον της καταδίκης ήλθε και ο κριτής με τινας άλλους και όλοι αυτοί παρεστάθησαν εμπρός εις τον Μάρτυρα, αποσκοπούντες εις το να τον τρομάξουν και να τον κάμουν να καμφθή· αλλ’ αυτός νομίζων αυτούς ως ψωραλέους κύνας, παντελώς δεν εφοβήθη. Λοιπόν προσέταξε με θυμόν τον Μάρτυρα ο κριτής να γονατίση εις την γην και παρευθύς εγονάτισεν. Έρχεται ο δήμιος, ίσταται εμπρός του και δια να φανή φοβερός κρατεί εις τους οδόντας του μάχαιραν μεγάλην και εις τας χείρας του τουφέκιον σηκωμένον και έτοιμον· όλοι δε οι περιεστώτες Αγαρηνοί έλεγον προς τον Μάρτυρα να μετανοήση, να μείνη εις την πίστιν των, αλλ’ ο Μάρτυς μεγαλοφώνως έλεγεν· «Όχι, όχι, Χριστιανός θέλω να αποθάνω». Και ταύτα ειπόντος του Μάρτυρος, του έρριψεν ο δήμιος τον πυροβολισμόν εκ των όπισθεν και ευθύς ήναψε το ένδυμά του εις το μέρος όπου επυροβόλησε και το αίμα επήδα εκ της πληγής ως από σωλήνα και αυτός έμενε γονατιστός, ακίνητος, ως να μη έπαθε τίποτε. Τούτο βλέπων ο απάνθρωπος εκείνος δήμιος, του εφώναξε με αγριωτάτην φωνήν· «Κύψε κάτω την κεφαλην» και ικανήν ώραν ούτω εσκυμμένος περιέμενε το κτύπημα της μαχαίρας. Ο δε τύραννος, αφήσας το τουφέκιον, έλαβεν εις τας χείρας του την μάχαιραν και έπειτα δεν ηξεύρω ή από ανεπιτηδειότητα ή από σκληρότητα, δια να τον βασανίση, εκτύπησεν εις το οστούν του λαιμού, το οποίον είναι πλησίον της κεφαλής και τόσον εισέβη η μάχαιρα εντός του οστού, ώστε με όλην του την δύναμιν την εξέβαλεν. Αλλ’ ο Μάρτυς πάλιν δεν έπεσεν, αλλ’ ίστατο ως και πρότερον γονατιστός· και δεύτερον δε ενέπηξε την μάχαιράν του ολίγον κάτωθεν και πάλιν με βίαν και δύναμιν ανέσυρε και την εξέβαλεν· ο δε Μάρτυς έστεκεν εις τα γόνατα πάλιν και δύναμιν είχεν ακόμη και έλεγε το «Κύριε Ιησού Χριστέ». Μετά ταύτα σπογγίσας ο αλιτήριος δήμιος την μάχαιραν, την άφησε κατά μέρος, έπειτα εκτύπησε με τον πόδα εκ των όπισθεν τον Μάρτυρα, και τον έρριψε πρηνή, έπειτα γονατίσας επάνω εις τους ώμους του και συλλαβών αυτόν ως αρνίον από την σιαγόνα, του εχάραξε τον λαιμόν επί ώραν ικανήν με εν παραμάχαιρον, με ανήκουστον σκληρότητα και ασπλαγχνίαν και έβλεπες να πίπτουν εις την γην τα κρέατα του Μάρτυρος, ως πίπτουν πριονίσματα από πριονιζόμενον χλωρόν ξύλον· και ούτως επί ώραν πολλήν βασανίζων αυτόν απεκεφάλισε· και ήτο αληθώς παράδοξον, δηλαδή το ότι μέχρις εσχάτης του αναπνοής είχεν εις το στόμα του το σωτήριον όνομα του Χριστού και της Παναγίας αυτού Μητρός· ετελείωσε δε τον καλόν αγώνα του Μαρτυρίου ο καλλίνικος ούτος Αθλητής εις τα χίλια οκτακόσια επτά έτη από Χριστού, Νοεμβρίου κστ΄ (26), άγων το εικοστόν δεύτερον περίπου έτος της ηλικίας του, το δε άγιον αυτού λείψανον προσέταξεν ο κριτής να το ρίψωσιν εις εν νησίδιον, καθώς μας έγραψαν εν αρχή· ύστερον εμάθομεν, ότι το έχουσιν ενταφιασμένον μέσα εις το άγιον Βήμα του Ναού του Αγίου Γεωργίου εις τα δεξιά της Αγίας Τραπέζης, καθότι έγινε και αυτός μετά των λοιπών Μαρτύρων βάσις της Εκκλησίας και του Ευαγγελίου τελείωσις κατά το ιερόν εκείνο άσμα, το λέγων· «Μαρτύρων θείος χορός της Εκκλησίας η βάσις, του Ευαγγελίου η τελείωσις» εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου