Ιωαννίκιος ο θαυμάσιος και μέγας Πατήρ ημών εγεννήθη το εικοστόν τέταρτον και τελευταίον έτος Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου, εν έτει ψμα΄(741), εις την επαρχίαν των Βιθυνών, εις χωρίον καλούμενον Μαρικάτον από ευσεβείς γονείς, οίτινες ωνομάζοντο ο μεν Μυριτρίκης, η δε Αναστασώ· γεννηθείς λοιπόν εξ αυτών ετρέφετο με θείαν παιδείαν μάλλον ή με τροφήν πρόσκαιρον· γράμματα μεν δεν ηθέλησε να μάθη, ως και ο Μέγας Αντώνιος, αλλ’ επειδή ήτο ρωμαλέος και μεγαλόσωμος τον έγραψαν εις τον στρατόν οι υπηρέται του βασιλέως, οίτινες εζήτουν ανθρώπους δια τον πόλεμον, επρόκοψε δε τόσον εις την μάχην, ώστε όλοι τον εθαύμαζον. Ήτο δε και επιμελής εις τα θεία προστάγματα, έχων εις την καρδίαν αυτού τον φόβον του Θεού πάντοτε.
Φθονών όθεν αυτόν ο διάβολος, ότι εφύλαττεν ακριβώς τας εντολάς του Κυρίου, έπλεκε κατ’ αυτού παγίδας και πανουργίας και τον έρριψεν εις την αίρεσιν των εικονομάχων ο πολυμήχανος, η ασέβεια δε αύτη εκράτησε τον καιρόν εκείνον υπέρ τα εκατόν έτη, οι δε ακολουθούντες αυτήν δεν προσεκύνουν ουδόλως τας αγίας Εικόνας οι μωροί, έως ου απωλέσθησαν ελεεινώς οι αρχηγοί της ασεβείας αυτής και έλαβε την βασιλείαν η ευσεβής Ειρήνη η βασίλισσα, ήτις συνεκάλεσε κατά το έτος ψπγ΄ (783) την Αγίαν εβδόμην Οικουμενικήν Σύνοδον υπό της οποίας εθεσπίσθη και πάλιν να τιμάται και να προσκυνήται ο σεβάσμιος χαρακτήρ του Σωτήρος και των λοιπών Αγίων τα εκτυπώματα. Τινές όμως των Εικονομάχων, από την κακήν αυτών συνήθειαν, εδυστρόπουν και δεν προσεκύνουν αυτάς οι πεπλανημένοι και άγνωστοι. Εις δε από τούτους ήτο και ο μέγας ούτος Ιωαννίκιος. Επειδή όμως εν αγνοία ημάρτανε, δεν τον αφήκεν ο καρδιογνώστης Θεός να μείνη επί πολύν καιρόν εις την ασέβειαν, αλλά με τον εξής τρόπον πανσόφως τον εσαγήνευσεν. Ότε καιρόν τινα, επιστρέφων από τον πόλεμον, διήρχετο από τον Όλυμπον, τον εφώτισεν ο Κύριος να υπάγη πλησιέστερον του όρους δια να συνομιλήση μετά τινος εναρέτου Ασκητού και να λάβη την ευλογίαν του. περιπατών λοιπόν εις το δάσος του όρους εκείνου φαίνεται Ασκητής τις εις το σχήμα σεβάσμιος, και λέγει προς αυτόν πριν χαιρετηθώσι τελείως· «Εις μάτην κοπιάζεις, Ιωαννίκιε, να φυλάττης με τόσον πόνον την αρετήν και να μη προσκυνής του Δεσπότου Χριστού την Εικόνα, την οποίαν καταφρονείς αφρονέστατα». Ταύτα ακούσας ο μέγας μεγάλως εθαύμασε, το προορατικόν του ανδρός εκπληττόμενος, και πίπτων εις τους πόδας του Ασκητού εζήτει την των αγνοημάτων συγχώρησιν, υποσχόμενος να προσκυνή ευσεβώς εις το μέλλον τας του Χριστού και πάντων των Αγίων Εικόνας με μεγάλην ευλάβειαν. Από την ώραν εκείνην λοιπόν ηλλοιώθη θαυμασίαν αλλοίωσιν και εκοιμάτο κατά γης, εποίει μετανοίας αγρυπνών το πλείστον της νυκτός, προσηύχετο μετά δακρύων, δια να του συγχωρήση ο Κύριος όσα του έπταισεν εξ αγνοίας το πρότερον, και ενήστευε καθ’ εκάστην εγκρατευόμενος, όταν δε ελάμβανεν ανάγκην να συνδειπνήση με φίλους του, έτρωγε μεν από τα φαγητά, δια να μη γνωρίζεται η αρετή του, αλλά τόσον ολίγον εγεύετο, όσον μόνον να φαίνεται ότι δεν ενήστευε, και εις τοιαύτην διαγωγήν διήλθεν έτη εξ. Τον καιρόν εκείνον επολέμουν την Θράκην οι Βούλγαροι, ο δε βασιλεύς των Χριστιανών, κηρύξας τον πόλεμον, εξεστράτευσε κατ’ αυτών έχων μεθ’ εαυτού και τον μέγαν Ιωαννίκιον, ομού με τους λοιπούς ανδρείους. Και όταν είδεν ο μέγας αριστεύς Ιωαννίκιος, ότι ενικώντο οι Χριστιανοί και εγέμισαν από τους πεφονευμένους αι φάραγγες, έδραμεν ως άλλος Δαβίδ μυριάδας των αλλοφύλων φονεύων, και τόσην ανδρείαν έδειξεν εις αυτήν την μάχην, ώστε έστρεψαν οπίσω οι πρώην διώκοντες Βούλγαροι και τους κατέκοπτον ελεεινώς οι υπ’ αυτών διωκόμενοι. Απηλευθέρωσε δε από τας χείρας των εχθρών και μεγάλον τινά άρχοντα ο Άγιος, τον οποίον είχον δεδεμένον και έτρεχον σπουδαίως να τον κρατήσουν αιχμάλωτον. Την τοιαύτην ανάγκην βλέπων ο Άγιος εκτύπησεν εις το μέσον των εχθρών, και άλλους μεν εθανάτωσεν, άλλους δε επλήγωσεν· όθεν έφυγαν έμφοβοι, λύσας δε αυτός τον αιχμάλωτον τον απέστειλεν εις τον βασιλέα χαίροντα. Ιδών δε ούτος τοιαύτην ανδρείαν εις τον Ιωαννίκιον, τον επήνεσε και του έδωσε μέγα δώρον. Αυτός δε πάλιν, δια να μη φανή προς τον ευεργέτην αχάριστος, έδραμεν εις ανδρείον τινά Βούλγαρον, όστις ιστάμενος εις στενόν τινα τόπον εφόνευε πολλούς Χριστιανούς, ως δυνατός και ακαταγώνιστος, και κόψας την κεφαλήν εκείνου, όστις εθανάτωσε τόσους Χριστιανούς, την έδωκε του βασιλέως δώρον πολύτιμον. Αυτά τα προς τους ορατούς εχθρούς αγωνίσματα ήσαν προεικονίσματα κατά των αοράτων δαιμόνων, τα οποία έμελλε να τελέση ο γενναίος Ιωαννίκιος ύστερα. Όθεν ως φρόνιμος το εγνώρισε και επιστρέψας εις την οικίαν του εγκρατεύετο πάλιν ευχόμενος, ωπλίζετο δε κατά των δαιμόνων, ώσπερ το πρότερον, τοιαύτα κατά διάνοιαν λέγων· «Εάν έδειξα εις τους σωματικούς εχθρούς ανδρείαν και δύναμιν, διατί να μη πολεμήσω και τους αοράτους δαίμονας γενναιότερα;» Ταύτα μελετών ελυπείτο, ότι εζημιώθη τόσα έτη, μη εργασθείς δια τον Δεσπότην Χριστόν εκ νεότητος, αλλά εκινδύνευε την ζωήν δια τιμήν πρόσκαιρον, και ηύχετο ταύτα προς τον ουράνιον Βασιλέα, λέγων· «Συγχώρησόν μοι, εύσπλαγχνε Κύριε, τα πρότερα και υπόσχομαι να μη φροντίσω δια το σώμα πλέον από την σήμερον, αλλά να το υποτάξω τω Πνεύματι, και να δουλεύω καν τώρα και έμπροσθεν της Βασιλείας σου όσον δύναμαι». Ταύτα ευχόμενος και βλέπων τον Όλυμπον ωρέχθη την ησυχίαν και το ερημικόν αυτού. Όθεν απεφάσισε να διέλθη τον επίλοιπον καιρόν της ζωής του εις αυτόν ησυχάζων. Μεταβάς δε πρότερον εις την Κωνσταντινούπολιν, προσεκύνησεν όλους τους εκεί Ιερούς Ναούς και αποχαιρετήσας αυτούς καταφρονεί τιμήν πρόσκαιρον, απαρνείται πατέρα, μητέρα και όλην του την συγγένειαν, καταλιμπάνει πλούτον και τα λοιπά της σαρκός ποθητά, δια τον πόθον της ουρανίου μακαριότητος, και αναχωρήσας εκείθεν μετέβη εις την Μονήν των Αυγάρων, εξομολογηθείς δε εις τον Καθηγούμενον ταύτης Γρηγόριον, τον συνεβούλευσεν εκείνος να μη υπάγη τότε παρευθύς εις την άσκησιν, εάν δεν υπομείνη καιρόν τινα με συνοδείαν Μοναχών πρότερον, να μάθη τας τάξεις, την υπακοήν και την ταπείνωσιν και να συνειθίση τους πολέμους του δαίμονος, δια να μη ζημιωθή ως απαίδευτος. Ταύτην την καλήν συμβουλήν ακούσας ο Ιωαννίκιος, απήλθεν εις του Αντιδίου το Μοναστήριον και έκαμεν εκεί δύο έτη, μανθάνων ψαλμούς πεντήκοντα από το ψαλτήριον και πάσαν άλλην της μοναχικής παλαίστρας ακρίβειαν. Έχων όμως πόθον προς την ησυχίαν αμέτρητον, έλαβε μετά ταύτα από όλους τους αδελφούς συγχώρησιν και ανεχώρησε, φθάσας δε εις το ποθούμενον αυτού όρος, εδέετο του Θεού, όλην την εβδομάδα νήστις, να του φανερώση οδηγόν τινα απλανή και ενάρετον, δια να δυνηθή δια μέσου αυτού να εύρη την σωτηρίαν του. Την δε εβδόμην ημέραν ακούει φωνήν ο νέος ούτος Μωϋσής ουρανόθεν, ήτις του είπε να υπάγη εις το εσώτερον μέρος του όρους, δια να εύρη το ποθούμενον. Εισελθών όθεν εις το ενδότερον και ερευνήσας επιμελώς, εύρε δύο Μοναχούς ενδεδυμένους με ράσα τρίχινα, οίτινες έζων με τόσην ακτημοσύνην, ώστε ήσαν ως ασώματοι Άγγελοι, εσθίοντες μόνον χόρτα άγρια· τούτους ασπασάμενος με ευλάβειαν ο Ιωαννίκιος τους ηρώτησε να τον οδηγήσωσιν προςτον ποθούμενον, εκείνοι δε νουθετήσαντες αυτόν ικανώς εις όσα εχρειάζετο του επροφήτευσαν και όσα του συνέβησαν ύστερον, λέγοντες· «Όταν κάμης έτη πεντήκοντα εις την άσκησιν, εις το τέλος της ζωής σου θέλουν σε πειράξει τινές φθονεροί και βάσκανοι, αλλά ο πόνος αυτών θέλει επιστρέψει εις την κεφαλήν των αδίκων εκείνων δικαίως και θα τρυγήσουν τους πόνους αυτών, συ δε ουδέ το ελάχιστον δεινόν πρόκειται να πάθης». Ταύτα δε έγιναν όλα, καθώς θέλομεν γράψει κατωτέρω. Ταύτα προφητεύσαντες οι Όσιοι εκείνοι Ασκηταί του εχάρισαν χιτώνα τρίχινον, τον οποίον είχεν όπλον κατά των δαιμόνων ακαταμάχητον. Λαβών λοιπόν τας ευχάς των Αγίων εκείνων Γερόντων ο Όσιος επήγεν εις το όρος Τριχάλιξ ονομαζόμενον, εις το οποίον διήλθε διαγωγήν θαυμάσιον και έμενεν ύπαιθρος χωρίς να εισέλθη εις οίκον ή εις σπήλαιον, αλλά μόνον τον ουρανόν είχε στέγην, υπομένων τας βίας των ανέμων, των χιόνων και των υετών ο αήττητος. Ο δε Γρηγόριος, τον οποίον ανεφέραμεν ανωτέρω, επήγε να τον εύρη και βλέπων την πολλήν αυτού κακοπάθειαν, του έκαμε μικράν καλύβην να φυλάττεται από τας βροχάς και τας χιόνας και ούτως ανεπαύθη ολίγον καιρόν. Είτα πάλιν, επειδή τον έμαθον οι άνθρωποι και ερχόμενοι πολλάκις εκεί του έδιδαν ενόχλησιν, ανεχώρησεν εκείθεν ο μακάριος και μετέβη εις όρος τι παρά τον Ελλήσποντον κρημνώδες πολλά και δασύτατον, εις το οποίον έσκαψεν ολίγον εις τόπον, όστις ήτο αρμόδιος και έκαμεν υποκάτω της γης μικρόν λάκκον, όσον τον εχώρει, και εκεί κατώκησε, μη έχων ως ο Ηλίας τον κόρακα να του φέρη το σιτηρέσιον, αλλά βοσκόν τινα όστις έβοσκε τράγους. Τούτον παρεκάλεσεν ο Άγιος να του φέρη καθ’ έκαστον μήνα ολίγους άρτους και ύδωρ, αυτός δε προσηύχετο δια την ψυχήν του. Έκαμε λοιπόν τρία έτη εις εκείνον τον τόπον νύκτα και ημέραν ευχόμενος και έλεγε τον περισσότερον καιρόν την ευχήν ταύτην· «Η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς Αγία, δόξα σοι», και από τούτον τον Άγιον συνήθισαν και άλλοι Χριστιανοί ταύτην την ευχήν και την λέγομεν έως την σήμερον. Ημέραν τινά του ήλθε ο λογισμός να υπάγη εις τινα Ναόν ευρισκόμενον εις τα μέρη εκείνα, να προσκυνήση τον εις αυτόν τιμώμενον Άγιον, και εκεί έτυχε στρατιώτης τις φίλος του, όστις ιδών αυτόν τον εγνώρισεν από το μέγα ανάστημα του σώματος και τους χαρακτήρας της όψεως και επιπεσών εις τον τράχηλον του Αγίου από την χαράν του έχυνε δάκρυα, επειδή εύρε τον παλαιόν του φίλον Ιωαννίκιον. Αφού λοιπόν ανεγνωρίσθησαν και ωμίλησαν επ’ ολίγον, ενεχώρησεν ο άνθρωπος εκείνος δια να υπάγη προς τους άλλους φίλους του και να τους δώση είδησιν περί του που ευρίσκετο ο Ιωαννίκιος. Εκείνος όμως φεύγων τον ανθρώπινον έπαινον, επήγεν εις τα όρη της Κουντουρίας και εισερχόμενος εις Εκκλησίαν τινά, την οποίαν εύρεν εις την οδόν, έτυχεν εκεί ανδρόγυνον τι, το οποίον ήθελε να λειτουργήσωσιν, ιδόντες δε εκείνοι εξαίφνης τοιούτον άνδρα γιγαντιαίον, ανυπόδητον και μακρύμαλλον, εφοβήθησαν και έφευγον. Ο δε Άγιος με πραείαν και ήμερον φωνήν τους ηρώτησε να του δείξωσι την οδόν, εκείνοι δε του έδειξαν ποταμόν τινα, τον οποίον έμελλε να διαβή, όστις ήτο πλημμυρισμένος από τας βροχάς του χειμώνος και ήτο δυσκολοπέραστος· ο δε Όσιος ηγέρθη το μεσονύκτιον και ποιήσας ευχήν, (ω του θαύματος!) διέβη τον ποταμόν αβρόχως. Ούτω δε βαδίζων έφθασεν εις την Έφεσον και ελθών εις τον Ναόν του ηγαπημένου μαθητού Ιωάννου, αι θύραι αυτού ήνοιξαν μόναι των και αφού εποίησε την προσευχήν του, πάλιν εσφάλισαν. Επιστρέφων εκείθεν προς Κουντουρίαν ο Όσιος, τον υπήντησαν εις την οδόν δύο Μοναχαί, μήτηρ και θυγάτηρ, είχε δε η θυγάτηρ πειρασμόν, όστις την παρεκίνει προς πορνείαν και της έδιδε μεγάλον πολύ και ανυπομόνητον σκάνδαλον, τόσον ώστε η γραία δεν ηδύνατο πλέον να την εμποδίση από το κακόν με νουθεσίας και παραδείγματα· όθεν ιδούσα τον Όσιον, τον παρεκάλεσε να της αναγνώση ευχήν, να λυτρωθή από τον πειράζοντα. Ο δε Όσιος ως συμπαθής εσυμπόνεσε την κόρην και της λέγει να βάλη εις τον τράχηλόν του την χείρα της και τότε εποίησεν ευχήν προς Θεόν δεόμενος να λυτρωθή η κόρη από το σκάνδαλον και να υπάγη το κακόν εις τον Άγιον και ούτως αυτή μεν λυτρωθείσα τελείως του πειρασμού επέστρεψε σωφρονισμένη εις το Μοναστήριόν της, ο δε Άγιος έμεινεν εις μέγαν και δεινότατον πόλεμον. Εβασάνιζον λοιπόν τον Άγιον λογισμοί αισχροί και άπρεποι και τον παρεκίνουν εις πορνείαν, τόσον δε σκάνδαλον του έδωσαν, ώστε εισήλθεν εις σπήλαιον δια να εύρη θηρίον να τον φάγη και να διασωθή από τον ψυχικόν θάνατον. Έτυχε δε δράκων τις δεινός εις το σπήλαιον, τον οποίον πλησιάσας ο Όσιος τον παρεκάλει να τον φάγη προτιμών μάλλον τον θάνατον ή να μολύνη την ψυχήν με τους ατόπους λογισμούς και με τα άτακτα της σαρκός κινήματα. Ευθύς όμως ως επλησίασεν εις τον δράκοντα, εκείνος μεν ενεκρώθη, οι δε πονηροί λογισμοί ηφανίσθησαν και παν έτι θέλημα της σαρκός που τον επείραζεν εμαράνθη τελείως και από την ώραν εκείνην τον εφοβούντο όλα τα θηρία ορατά και αόρατα. Ημέραν τινά, καθώς ανεγίνωσκε τους ψαλμούς του Δαβίδ, είδε τινά, όστις μετέφερε σωρόν λίθων, από τους οποίους εξήλθε μέγας όφις φοβερός εις το είδος και κοκκινόμορφος· ο δε Άγιος κτυπήσας αυτόν με την ράβδον τον εθανάτωσεν. Και πάλιν άλλην φοράν τον χειμώνα εισήλθεν εις σκοτεινόν σπήλαιον, εις το οποίον είχε φωλεάν δράκων άγριος· ο δε Άγιος βλέπων τους οφθαλμούς του θηρίου να λάμπουν ενόμισεν ότι ήτο πύρ, το οποίον ήναψεν άλλος τις πρότερον· όθεν συνάξας ολίγα ξυλάρια, τα έβαλεν εις τα όμματα του δράκοντος να ανάψη πυράν να ζεσταθή, ο δε δράκων εσάλευεν· όθεν ηννόησεν ο Άγιος ότι ήτο θηρίον, όμως ουδόλως εδειλίασεν, αλλ’ εσύρθη παράμερα και δεν ετόλμησεν ο δράκων να τον εγγίση, επειδή είχε την θείαν Χάριν, ήτις τον εφύλαττεν. Είχε δε τότε εις την έρημον έτη δώδεκα· αλλ’ ακόμη δεν ήτο Μοναχός, ο τοσούτον εις την αρετήν θαυμάσιος, του ήλθε δε τότε φωνή άνωθεν, να υπάγη να κατοικήση εις τόπον τινά Εριστή καλούμενον και να ενδυθή το σχήμα των Μοναχών εις εκείνο το Ασκητήριον. Επήγε λοιπόν εκεί τον καιρόν του θέρους ο Όσιος και φανερώνει την θείαν αυτήν αποκάλυψιν εις τον Καθηγούμενον του Μοναστηρίου εκείνου ονόματι Στέφανον, όστις εδέχθη τον Άγιον και τον έκειρε κατά την τάξιν Μοναχόν. Αφού λοιπόν έλαβε το Άγιον σχήμα ο μονάζων και προ του σχήματος, επρόκοπτεν εις την αρετήν περισσότερον, προσθέτων πόνους και κόπους υπέρ τους πρότερον και ησφαλίσθη εις τόπον καλούμενον Κρίτημα, δεδεμένος εξ οργυιάς άλυσιν, παράμεινε δε εκεί έτη τρία και τότε του ήλθε λογισμός να υπάγη εις τόπον Χελιδόνα καλούμενον, να ομιλήση με τινα περιβόητον και άγιον άνδρα, την κλήσιν Γεώργιον. Όταν λοιπόν έφθασεν εις τον ποταμόν Γοράντην, εύρε δράκοντα εις το πέραμα και με την προσευχήν του τον εθανάτωσε, φθάσας δε εις τον μέγαν εκείνον Γεώργιον έμεινε μετ’ αυτού έτη τρία, και εκμαθών όλον το Ψαλτήριον επήγεν εις την Μονήν των Αυγάρων, με τινα μαθητήν την κλήσιν Παχώμιον και ανέβησαν εις το πλησίον όρος δια να ίδωσι κελλία τινά, τα οποία έκτιζον εκεί δια να κατοικούν όσοι επροτίμων την αναχώρησιν. Έτυχε δε εκεί τράγος τις υπέρ φύσιν πολλά μεγάλος, τον οποίον ιδόντες οι Μοναχοί, οίτινες επήγαν με τον Άγιον, ωρέχθησαν αυτόν και εμελέτων να τον κυνηγήσωσιν, δια να κάμουν ασκόν το δέρμα του. Ο δε Άγιος, ως προορατικός, γνωρίσας τους διαλογισμούς αυτών, εφώνησεν ένα την κλήσιν Σάββαν και του λέγει· «Ύπαγε να φέρης εδώ εκείνον τον τράγον». Ο δε απεκρίνατο· «Και εάν φύγη, πως να τον φέρω, αφού είναι άγριος;» Λέγει ο Άγιος· «Ύπαγε και ειπέ του τον λόγον μου και έρχεται πάραυτα». Τότε στραφείς προς τους άλλους τους ηρώτα εάν ήτο το δέρμα του τράγου χρήσιμον, οι δε είπον· «Ναι, είναι πολύ καλόν και χρήσιμον, δια τούτο από ώραν πολύν μελετώμεν, εάν δυνηθώμεν, να τον θηρεύσωμεν».Τότε ήλθεν ο Σάββας και τον ηκολούθει ο τράγος ως ήμερος· ο δε Άγιος δεικνύων και προς τα άλογα ζώα το φιλάγαθον, είπε προς αυτόν· «Ύπαγε, βόσκου κατά το σύνηθες», και ούτως εδίδαξε τους Μοναχούς, όχι μόνον συμπάθειαν, αλλά και την εκκοπήν του θελήματος. Εις εκείνο το όρος εις το οποίον ησκήτευεν ο Ιωαννίκιος, ήτο και άλλος Αναχωρητής, Γουρίας ονόματι, όστις ενομίζετο από τους άλλους εναρετώτατος· ούτος λοιπόν βλέπων τον μέγαν Ιωαννίκιον, ότι τον επερίσευεν εις όλα, εφθόνησε περισσότερον και τόσον τον εκυρίευσεν ο πατήρ του φθόνου, ώστε και εις φόνον ώρμησεν ο ανόητος και ακούσατε· μελετών εις την διάνοιαν αυτού ο παγκάκιστος Γουρίας, πως να φονεύση τον Όσιον, χωρίς να τον εννοήσουν οι άνθρωποι, έβαλε βουλήν να τον ποτίση δηλητήριον· προσποιούμενος λοιπόν ότι ήθελε να μιμήται την αρετήν εκείνου, επήγεν εις το κελλίον του, ο δε Όσιος τον υπεδέχθη ως απονήρευτος και έκαμαν ομού ημέρας πολλάς, έως ου εύρεν ο υποκριτής της αρετής καιρόν επιτήδειον να τελέση το μελετώμενον· ποτίσας λοιπόν αυτόν της επιβουλής το ποτήριον, ησθάνετο ο Άγιος εις τα εντόσθια αυτού πολλάς οδύνας, όμως ο Παντοδύναμος Θεός δεν τον αφήκεν επί πολλήν ώραν να τον κυριεύση το δηλητήριον, αλλ’ έστειλε τον Άγιον Ευστάθιον εν οράματι και τον εθεράπευσε, δίδων εις αυτόν τελείαν υγείαν ως πρότερον· δια δε την ευεργεσίαν ταύτην έκτισεν ύστερον ο Όσιος Εκκλησίαν του Μεγαλομάρτυρος Ευσταθίου, ήτις έως την σήμερον φαίνεται, από τότε δε έλαβεν έτι μεγαλυτέραν χάριν ο Όσιος, να τελή εις το πείσμα του Γουρία θαυμάσια. Νύκτα δε τινα είδεν οπτασίαν έξυπνος, ότι εξήρχετο βρύσις εις το ανατολικόν μέρος του τόπου, μέγα δε πλήθος προβάτων τυφλών έπιναν απ’ εκείνο το γλυκύτατον ύδωρ και εφωτίζοντο. Μη δυνάμενος να εννοήση την έννοιαν της οράσεως, ηρώτησεν εγχωρίους τινάς και του είπον, ότι εις εκείνον τον τόπον ήτο Ναός της Θεοτόκου το πρότερον· όθεν έκτισεν εκεί Ναόν ωραίον και πλούσιον, αλλά και Μοναστήριον ωκοδόμησε και συνήχθησαν πρόβατα λογικά, τα οποία ήσαν τυφλά εις την ψυχήν πρότερον και πίνοντες το γλυκύ νάμα της διδαχής του Οσίου εφωτίσθησαν ύστερα, καθώς η οπτασία εδήλωσε και καθοδηγούμενοι υπ’ αυτού ετέλεσαν τον βίον θεάρεστα. Όταν δε εκτίζετο η Εκκλησία επήλθε βροχή μεγάλη και εξήλθον από την γην ερπετά θανάσιμα, τα οποία έδακνον τους τεχνίτας και δεν ηδύναντο να κτίζωσιν. Ο δε Όσιος εποίησε προς Κύριον δέησιν και έγινεν αυτοστιγμεί ο ουρανός καθαρός, ενώ πρότερον ήτο σκοτεινός από το πάχος των νεφελών και ούτως οι κτίσται ανεμποδίστως ειργάζοντο, υπηρέτει δε τούτους ανεμποδίστως ο Άγιος. Εγείρας δε ο Όσιος μέγαν λίθον κατά την διάρκειαν της οικοδομής εξήλθεν υποκάτωθεν αυτού μία έχιδνα και τον εδάγκασεν εις την χείρα, χύσασα και το δηλητήριόν της, αλλ’ αυτός ως άλλος Παύλος ετίναξε το θηρίον και αυτό μεν έπεσε κατά γης, ο δε Άγιος έμεινεν αβλαβής τελείως, και υπηρέτει τους τεχνίτας έως ου συνεπλήρωσαν άπασαν την οικοδομήν και μετά ταύτα πάλιν είχε τους οφθαλμούς αυτού πάντοτε προς τον Θεόν, όστις ενδυναμώνει τους δούλους του και τους δοξάζει, εις δόξαν αυτού και μεγαλοπρέπειαν. Τούτο δε εγένετο και εις τον Όσιον, όστις προσευχόμενος ύψωνεν όλον τον νουν του προς τα ουράνια, τα οποία εστοχάζετο και ουδαμώς εφρόνει τα επίγεια. Άλλος δε τις ενάρετος Ασκητής, την κλήσιν Ευστράτιος, εμιμείτο τούτον τον Όσιον και πολλάκις κρυπτόμενος τον έβλεπεν ευχόμενον, δια να λαμβάνη απ’ εκείνον παράδειγμα· ιδών δε ποτε αυτόν εις υψηλοτέραν θεωρίαν μετέωρον, ίστατο κεκρυμμένος έως το ύστερον και τον έβλεπε, διότι δεν επάτει ουδόλως εις την γην, αλλά καθώς ήτο η ψυχή του εις τα ουράνια, ούτω και το σώμα του ίστατο υψηλά από την γην μετέωρον· ταύτα ιδών ετρόμαξεν ο Ευστράτιος· ο δε Όσιος εννοήσας ότι τον είδε, τον εκανόνισε βαρύτατα ως περίεργον. Αλλά ακούσατε και τα επίλοιπα θαυμάσια αυτού. Γυνή τις είχε δαιμόνια πολλά και την παρεκίνουν εις αισχρουργίας και απρεπή πράγματα. Όθεν έδραμεν εις τον άμισθον ιατρόν Ιωαννίκιον να τον λυτρώση από τον κίνδυνον· ο δε Όσιος εποίησε προς Κύριον δέησιν, να μη την πειράξουν πλέον οι δαίμονες, αλλά να μεταφέρουν εις εκείνον τον πόλεμον· ταύτα είπεν έχων εις τον Θεόν το θάρρος του, ο οποίος του έδιδε την βοήθειαν· ευθύς λοιπόν έφυγαν από την γυναίκα οι δαίμονες, ώσπερ να εξήρχοντο από την προσευχήν του Αγίου τόξα και ξίφη να τους εκάρφωναν· η γυνή λοιπόν απήλθεν υγιής εις τον οίκον της, ευχαριστούσα τον Άγιον· οι δε δαίμονες λαβόντες νέον τινά τον επήγαν το μεσονύκτιον εις τόπον κρημνώδη και δύσβατον δια να τον κρημνίσωσιν οι τρισκατάρατοι· ευρεθείς δε ο Άγιος εκεί την ώραν κατά την οποίαν τον ώθουν εις τον κατήφορον και αρπάσας αυτόν, εδίωξε τους υπευθύνους, τον δε ανεύθυνον κατηύθυνεν εις οδόν σωτηρίας αγαλλιώμενον. Άπαντες λοιπόν διηγούντο του Οσίου τα κατορθώματα, τας αρετάς του θαυμάζοντες και όντως θαυμάσια ήσαν τα έργα του και όλους τους μαθητάς ελύτρωσε πολλάκις από διαφόρους κινδύνους και από παγίδας και μηχανήματα δαιμόνων, ποτέ μεν το σημείον του Σταυρού χαράσσων, ποτέ δε και με την ράβδον αυτού εθανάτωνε θηρία και διεσκόρπιζε δαίμονας. Μετά καιρόν απήλθε πάλιν εις το όρος του Τριχάλικος να ησυχάση ολίγον καιρόν, διότι ήτο ο τόπος αυτός επιτήδειος προς άσκησιν· έμεινε λοιπόν εκεί πάλιν ύπαιθρος και άοικος, χωρίς τινα σωματικήν παραμυθίαν· ο δε Ηγούμενος της Μονής Αγαύρων Ευστράτιος, έχων πόθον να τον πλησιάση, επήγεν εκεί και τον ηρώτησεν, εάν έμελλε να ζήση ακόμη καιρόν πολύν ο βασιλεύς Λέων. Ταύτα είπε, διότι αυτός ο τύραννος ήτο μισόχριστος και εδέοντο του Θεού οι Ορθόδοξοι να τον εξολοθρεύση, ίνα μη τους πειράζη ο ασεβέστατος· ο δε Ιωαννίκιος απεκρίνατο ότι εις ολίγας ημέρας τον φονεύει ο Μιχαήλ, δια να λάβη αυτός το βασίλειον και ούτως εγένετο, καθώς προεφήτευσεν ο Άγιος· και εθαύμασεν ο Ευστράτιος και όσοι άλλοι το ήκουσαν, ότι εγνώριζεν όλα τα μέλλοντα. Περιπατών δε ποτε εις τόπον κρημνώδη και άβατον δια να υπάγη εις αναχωρητικόν σπήλαιον, έπεσεν η ράβδος από την χείρα του και επήγεν εις κατήφορον, εις τον οποίον δεν ηδύνατο να υπάγη άνθρωπος· ο δε Άγιος ελυπείτο, διότι δεν ηδύνατο να οδεύση χωρίς την ράβδον του, δια το τραχύ και άβατον του τόπου· κλίνας λοιπόν τα γόνατα, προσηύχετο εις τον Θεόν κατά την συνήθειαν, και τότε (ω του θαύματος!) επέταξεν η ράβδος ως πετεινόν εναέριον και έρχεται εις τας χείρας του· ευχαριστήσας λοιπόν τον Θεόν εβάδισεν εις την οδόν του. Φθάσας δε εις το σπήλαιον, το εύρε πλήρες δαιμόνων, οίτινες ιδόντες αυτόν εθυμώθησαν και δια να τον φοβίσουν έκαμον ταραχήν μεγάλην, έβρυχον, έσειον όλον το σπήλαιον και εδείκνυον ότι ήθελον να τον θανατώσουν, επειδή επήγε να τους εκβάλη από τον οίκον των. Ιδόντες όμως τέλος την γενναιότητα του Οσίου και ότι ουδόλως εφοβείτο τας κακουργίας των, ανεχώρησαν άκοντες από το σπήλαιον, ταύτα λέγοντες· «Τι ημίν και σοι; Ήλθες προ καιρού βασανίσαι ημάς;» και άλλα παρόμοια. Ούτω λοιπόν εις όσους τόπους επήγαινεν, ελύτρωνε τους εγχωρίους από πάσαν βλάβην ψυχής τε και σώματος, και όσοι εκατοικούσαν εις εκείνα τα όρια ευχαριστούσαν τον Όσιον, όστις εδίωξεν απ’ εκεί τους δαίμονας. Κόρη τις συγκλητικού τινος άρχοντος είχε χαλεπήν ασθένειαν και έκειτο ακίνητος και παράλυτος εις όλα τα μέλη της, ήτο δε αύτη ευσεβής και Ορθόδοξος, ο δε γαμβρός του Οσίου, όστις είχε την αδελφήν του γυναίκα ήτο Εικονομάχος, τον οποίον εδίδαξε πολλάκις ο Άγιος να γίνη Ορθόδοξος και αυτός δεν ηθέλησεν. Ο δε Όσιος ως ζηλωτής της ευσεβείας και συμπαθέστατος έκαμε προς τον Θεόν δέησιν να θεραπευθή μεν η κόρη εκείνη, ήτις ουδεμίαν είχε μετ’ αυτού συγγένειαν, αλλά μόνον διότι ήτο Ορθόδοξος, ο δε γαμβρός του να χάση το φως του, καθώς ήτο και εις την ψυχήν τετυφλωμένος και άγνωστος· και ούτως εγένετο, ως εζήτησε του Κυρίου ο Άγιος. Η μεν λοιπόν παράλυτος ηγέρθη, και δοξάζουσα τον Θεόν επέστρεψε περιπατούσα εις την οικίαν της, ο δε τυφλός την ψυχήν έμεινε τυφλός και κατά το σώμα, και πλέον δεν ιατρεύθη, καθώς και την ασθένειαν της ψυχής δεν απέρριψε· τοσούτον λοιπόν ήτο ζηλωτής της ευσεβείας και δίκαιος ο Ιωαννίκιος, ώστε τον μεν συγγενή του, όστις ήτο κακόδοξος, ετύφλωσε, την δε ξένην, ήτις ήτο Ορθόδοξος, εθεράπευσεν. Είχε δε συνήθειαν ο Όσιος, όταν ήρχοντο οι άνθρωποι να τον εύρωσιν, κατέβαινεν έως το κάτω μέρος του όρους και τους εδέχετο, δια να μη κουράζωνται εις τόσον ανήφορον. Ημέραν δε τινα επήγαν τινές Αρχιερείς να τον εύρωσι, μεταξύ των οποίων ήτο ο Μητροπολίτης Χαλκηδόνος, ο Νικαίας Πέτρος, και ο μέγας Θεόδωρος ο Στουδίτης, όστις είχεν εις την συνοδείαν του δύο αδελφούς του Μοναστηρίου του, Ιωσήφ και Κλήμεντα την κλήσιν. Κατέβη λοιπόν και τότε ο Όσιος να τους προϋπαντήση, και αφού εφιλεύθησαν πνευματικά και σωματικά, λέγει προς τον Ιωσήφ ο Όσιος· «Ετοιμάσου δια την έξοδον». Οι μεν λοιπόν ακροαταί δεν ηννόησαν τότε τούτον τον λόγον· αλλ’ όταν είδον, ότι μετά δέκα οκτώ ημέρας ο Ιωσήφ ετελεύτησεν, εθαύμασαν του Αγίου την πρόρρησιν. Ουχί δε μόνον το προορατικόν είχεν, αλλά και τας λοιπάς αρετάς, και εξόχως την συμπάθειαν, και κατά πολλά εφρόντιζε να ωφελή τους Χριστιανούς και να τους λυτρώνη από τας θλίψεις, τόσον ώστε και πολλάκις εξέθεσε την ψυχήν του εις κίνδυνον, ως χριστομίμητος, δια να λυτρώση τα πρόβατα. Δια τούτο και όταν μετά τον θάνατον του Μιχαήλ, όστις εβασίλευσε μόνον έτη τέσσαρα, έλαβεν ο Νικηφόρος το βασίλειον και οι Βούλγαροι νικήσαντες αυτόν συνέλαβον αιχμαλώτους πολλούς Χριστιανούς, ο φιλάνθρωπος Ιωαννίκιος τούτο μαθών είχε πόθον να τους λυτρώση από την σκοτεινήν φυλακήν, εις την οποίαν τους είχον σιδηροδεσμίους. Καταφρονήσας όθεν ησυχίαν και άσκησιν, δια να σώση ψυχάς από θάνατον, δεν εσυλλογίσθη ουδόλως τους κινδύνους της οδοιπορίας και την λοιπήν κακοπάθειαν, αλλά επήγε μόνος του εις την Βουλγαρίαν, όπου τους είχον, και προσευξάμενος έξω της φυλακής, ηνοίχθησαν αι θύραι και ελύθησαν αι αλύσεις, εξέβαλε δε τους δεσμίους, καθώς ο Χριστός ελύτρωσε από τον άδην τους προπάτορας, ωδήγει δε αυτούς όλην την νύκτα εις την οδοιπορίαν με φως θαυμάσιον ως άλλος Μωϋσής, και τους έφερεν εις τα όρια του Βυζαντίου, διδάσκων αυτούς καθ’ οδόν και νουθετών με σωτήρια λόγια, να μη γίνουν γενεά σκολιά ως οι πατέρες αυτών, παραπικραίνοντες τον λυτρωτήν Θεόν και Σωτήρα των, αλλά να ενθυμούνται τας ευεργεσίας πάντοτε. Οι δε λυτρωθέντες πολλάκις αυτόν παρεκάλεσαν, να τους είπη τις ήτο και δεν ήθελεν· ύστερον δε, όταν εχωρίσθησαν, τους ωμολόγησε το όνομά του, και τους είπε να γινώσκουν την Χάριν του Θεού, προς τον οποίον να μη φανώσιν αχάριστοι· και ούτως αυτοί μεν απήλθον εις τας οικίας των χαίροντες, ο δε Όσιος επήγεν εις την Σιγριανήν, να προσκυνήση το λείψανον του Αγίου Θεοφάνους. Επιστρέφων εκείθεν επέρασε το πλοίον από την Θάσον, η οποία νήσος ήτο πλήρης όφεων, οίτινες έβλαπτον πολύ τους οικήτορας. Όθεν εσυνάχθησαν όλοι ακούοντες ότι ήλθεν ο μέγας Ιωαννίκιος, ότι εις όλον σχεδόν τον κόσμον είχε διαθοθή η φήμη του, και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού, μετά δακρύων εδέοντο να τους βοηθήση δια τον Κύριον και να τους λυτρώση της βλάβης των όφεων· σπλαγχνισθείς λοιπόν επ’ αυτούς έκαμε προσευχήν ο Άγιος, και παρεθύς, ω των θαυμασίων σου, Χριστέ Βασιλεύ! Εξήλθον από τας φωλεάς των οι όφεις και επήδησαν αγεληδόν εις την θάλασσαν, ουδαμώς πλέον εμφανισθέντες. Τοιούτον τεράστιον βλέποντες οι της νήσου εγχώριοι ηυχαρίστησαν τον Όσιον ως έπρεπε, και ως Άγγελον τον εσέβοντο, μάλιστα ο Καθηγούμενος των Μοναχών, οίτινες ήσαν εκεί, ονόματι Δανιήλ, δεν εξεχώρισε πλέον από τον Όσιον, αλλά επήγε μαζί του, θέλων δε εκείνος να λάβη μεθ’ εαυτού αδελφόν τινα, την κλήσιν Ευθύμιον, είπε προς αυτόν ο Όσιος· «Μη κοπιάζης να έλθης μεθ’ ημών, αδελφέ Ευθύμιε, αλλά διόρθωσε την ψυχήν σου ότι εις ολίγας ημέρας υπάγεις προς Κύριον». Αναχωρήσαντες λοιπόν με τον Όσιον Δανιήλ επήγαν να κατοικήσουν εις μικρότατον σπήλαιον, εις το οποίον εφώλευε πονηρότατος δαίμων, όστις εφάνη προς αυτούς μαύρος και φοβερός, δια να τους εκφοβίση να φύγωσιν· ούτοι όμως ουδόλως επτοήθησαν. Βλέπων δε ο φθονερός όφις ότι δεν έφευγον, ετυλίχθη εις τους πόδας του Οσίου Δανιήλ, τον δε μέγαν Ιωαννίκιον επλήγωσεν εις την πλευράν και τόσον πόνον του έδωσεν, ώστε έκειτο μίαν εβδομάδα άφωνος. Και είτα ο μεν δαίμων έγινεν αφανής, οι δε Όσιοι έμειναν ανεπηρέαστοι με την Χάριν και την βοήθειαν του Θεού. Μετά ταύτα ο μεν μέγας Ιωαννίκιος επέστρεψε πάλιν εις το όρος του Τριχάλικος, τον δε Όσιον Δανιήλ παρεκίνησε να επιστρέψη εις το ποίμνιόν του, ένθα ήτο ανάγκη να ποιμαίνη τα πνευματικά του τέκνα. Ακούσαντες οι εγχώριοι την επάνοδον του μεγάλου Ιωαννικίου εχάρησαν τόσον όσον ελυπήθησαν πρότερον, όταν έφυγεν. Διαμείνας εις το όρος εκείνο επ’ αρκετόν καιρόν, εδίωξεν εκείθεν την κάμπην, ήτις έτρωγε τα λάχανα, επροφήτευσεν εις πολλούς τον θάνατον και άλλα θαυμάσια ετέλεσε. Κατόπιν επήγεν εις άλλο όρος τραχύ και άβατον, όπερ εκαλείτο του Κόρακος, εις το οποίον έμενον οι δύο εκείνοι Όσιοι, οίτινες, ως είπομεν ανωτέρω, του έδωσαν το τρίχινον ράσον και του είχον προφητεύσει ότι θέλει κατοικήσει και εις αυτό εις το ύστερον, ετέλεσε δε και εκεί πολλά θαυμάσια, τα οποία αφήνομεν δια συντομίαν και μόνον ένα να γράψωμεν εις πίστωσιν των άλλων. Εις το όρος αυτό του Κόρακος έβοσκον τα πρόβατά των ποιμένες τινές, οίτινες επειδή απώλεσαν αυτά περιήρχοντο το όρος προς ανεύρεσίν των. Βλέπων δε τούτους ο Άγιος, εκάλεσεν έκαστον εξ ονόματος, ενώ ουδέποτε άλλοτε τους είχεν ίδει, γνωρίσας δε με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος που ήσαν τα πλανώμενα πρόβατα, τους είπε και του τόπου το όνομα, ευρόντες δε αυτά εθαύμασαν και πολλά τον ηυχαρίστησαν. Έχοντες δε χαράν το να συνομιλούν με τοιούτον Άγιον, ήρχοντο πολλάκις να τον εύρουν, αλλ’ ο Άγιος όταν ήθελε τον έβλεπον, όταν όμως δεν ήθελεν, εγένετο ενώπιον αυτών αφανής. Ανελθών είτα εις το όρος του Αντιδίου, έκτισε και εκεί κελλίον μικρότατον, εις το οποίον κατώρθωσεν αρετάς μεγαλυτέρας, ταλαιπωρών την σάρκα με σκληραγωγίαν και άσκησιν. Ήτο δε τότε ασθενής η σύζυγος του μαγίστρου Στεφάνου και έγινε φρενοβλαβής από μαντείας, τας οποίας της έκαμαν οι αιχμάλωτοι. Οι δε ιατροί μετεχειρίσθησαν πολλά φάρμακα, αλλά κανέν δεν την ωφέλησεν. Όθεν η ασθενής έδραμε προς τον Άγιον, όστις εποίησε παρευθύς προσευχήν και την ιάτρευσεν αμέσως. Είχε δε και υποτακτικόν παιδίον ο Άγιος, ονόματι Στέφανον, όστις ήτο δίκαιος και κατά πολλά ενάρετος, απελθών δε εις το κελλίον αυτού του είπεν ο Άγιος· «Ετοιμάζου, αδελφέ, προς την έξοδον». Ο δε Στέφανος απεκρίθη· «Ητοιμάσθην, διδάσκαλε, και το θεμέλιον της αρετής φιλοπονώτερον ωκοδόμησα». Ταύτα είπε και εις ολίγον διάστημα εκοιμήθη χαίρων, όστις και μετά θάνατον ετέλεσεν άπειρα θαύματα. Αλλά και άλλων πολλών τον θάνατον προεφήτευσεν ο Όσιος καθώς και ανωτέρω είπομεν και αναριθμήτους ασθενείς εθεράπευσε και άλλα πλείστα άξια διηγήσεως κατώρθωσεν, αλλά φθάνουν τα προγεγραμμένα να φανερώσουν την προς τον Θεόν παρρησίαν του, και ας βραχυλογήσωμεν την διήγησιν, δια να εύρωμεν την τελείωσιν. Τον καιρόν εκείνον ήτο ακόμη εις την Εκκλησίαν μεγάλη σύγχυσις από τον Εικονομάχον Θεόφιλον, ο δε προεστώς των Αγαύρων Ευστράτιος, απελθών, ηρώτησε τον Όσιον λέγων· «Ειπέ μας, δια τον Κύριον, έως πότε μέλλει να έχη η Εκκλησία μας σκάνδαλα;» Ο δε απεκρίνατο· «Εις ολίγας ημέρας χειροτονείται Πατριάρχης εις ενάρετος και εγγράμματος, την κλήσιν Μεθόδιος, αυτός δε μετά την οδυνηράν τελευτήν του Θεοφίλου, όστις μέλλει εντός ολίγου να αποθάνη, θέλει αποκαταστήσει την Ορθοδοξίαν και θέλει επαναφέρει εις την Εκκλησίαν την ομόνοιαν». Ούτως είπεν ο Άγιος, εις ολίγον δε καιρόν επληρώθησαν όσα επροφήτευσεν ο θεσπέσιος· και ο μεν Θεόφιλος ετελεύτησεν, η δε μακαρία Θεοδώρα και ο αοίδιμος Μιχαήλ, ο υιός της, έλαβον το βασίλειον και καθίσαντος εις τον θρόνον του ιερού Μεθοδίου, κατέπαυσαν όλαι αι ταραχαί των αιρετικών και ειρήνευσαν με την θείαν Χάριν τα σκάνδαλα. Μετά καιρόν εποίησαν οι Αγαρηνοί με τους Χριστιανούς πόλεμον και εφόνευσαν πολλούς, ως και πολλούς ηχμαλώτισαν, μεταξύ δε τούτων έτυχε και συγγενής τις του Αγίου. Αφού λοιπόν έκλεισαν εις την φυλακήν τους αιχμαλώτους οι Άραβες, επεκαλέσθησαν τον Ιωαννίκιον εις βοήθειαν, να λυτρώση καν τον συγγενή του από την κάκωσιν· και παρευθύς ευρέθη την ώραν του μεσονυκτίου εις το μέσον των δεσμίων ο Όσιος και λέγει εις ένα απ’ εκείνους· «Έγειραι και ας εγείρη έκαστος τον άλλον σας». Τότε αι αλύσεις ελύθησαν, αι θύραι μόναι των ηνεώχθησαν και εξήλθον ευθύς οι αιχμάλωτοι, οίτινες έτρεχον δρομαίοι προς τας οικίας των, αλλ’ εις την οδόν έδραμον κατ’ επάνων των κύνες δυνατοί και άγριοι και εκινδύνευσαν εις θάνατον. Αλλά και εκεί πάλιν επρόφθασεν ο κοινός ιατρός και βοηθός εις πάντας Ιωαννίκιος και ρίπτων αχλύν βαθείαν ως σύννεφον εις την όψιν των κυνών δεν έβλεπον· όθεν απήλθον οι άνθρωποι υγιείς εις τους συγγενείς των, οίτινες ενθυμούμενοι τοιαύτην μεγίστην ευεργεσίαν ηυχαρίστουν καθ’ όλην την ζωήν των τον Όσιον. Ο τοιούτος δε και τοσούτος φίλος του Χριστού γνησιώτατος, αφού ετέλεσε τοιαύτα θαυμάσια, όταν εγήρασε και έμελλεν εις ολίγας ημέρας να υπάγη προς τον ποθούμενον, του ήλθε μία θλίψις μεγάλη και συμφορά, από συνεργίαν του μισοκάλου και φθονερού δαίμονος, αλλά τούτο εγένετο κατ’ οικονομίαν Θεού, όστις πολλάκις τους Αγίους του παραδίδει εις τας χείρας εκείνων, οίτινες τους θλίβουσιν, όχι δια να τους πειράξη, αλλά δια να τους λαμπρύνη μάλιστα και να τους δοξάση περισσότερον. Μοναχός τις κατά το σχήμα, ονόματι Επιφάνιος, ήτο εις εκείνα το όρια, όστις είχε φήμην ψευδή και εφαίνετο ως ενάρετος, αλλ’ έσωθεν ήτο διάβολος και εμίσησε τόσον τον Άγιον, ώστε εβουλεύθη να τον αποκτείνη ο τρισκατάρατος και έβαλε πολλάκις πυρ να καύση το δάσος του όρους, δια να θανατώση τον Όσιον. Ο Άγιος όμως το εγνώριζεν από θείαν Χάριν και ανεχώρει πρότερον· ως πραότατος δε όπου ήτο και μαθητής του αμνησικάκου Χριστού, δεν έκαμε κακόν του εχθρού του, αλλά του έλεγε με ταπείνωσιν να του είπη εις τι του έπταισε και ήθελε να τον θανατώση. Εκείνος όμως τον ύβριζεν ο αναίσχυντος· έπειτα κρατών εις τας χείρας του ράβδον, ήτις είχεν εις την άκραν σουβλωτόν σίδηρον, τον εκτύπησε δι’ αυτού εις την κοιλίαν ο πάντολμος, αλλά με την βοήθειαν του Θεού έμεινεν αβλαβής και απαθής ο συμπαθής και παρεκάλει τον άθλιον Επιφάνιον να κάμουν αγάπην μεταξύ των, εκείνος όμως ο μισάνθρωπος δεν ηθέλησεν, αλλ’ έμεινεν αδιάλλακτος. Τούτον δε τον πειρασμόν του επροφήτευσαν εκείνοι οι δύο Όσιοι, οίτινες του έδωσαν το τρίχινον, καθώς είπομεν. Ήτο δε τότε ο Άγιος πολύ γέρων και αδύνατος από τους κόπους της ασκήσεως· κτίσας δε κελλίον εις την Μονήν του Αντιδίου, ησύχαζεν εις αυτό· όταν δε επήγαινεν εις τους αδελφούς καμμίαν φοράν, τον έβλεπον όσοι ήθελεν εκείνος και εις τους άλλους ήτο αφανής. Κατά το τέταρτον έτος της βασιλείας του ευσεβεστάτου Μιχαήλ του Γ΄, γνωρίσας από θείαν Χάριν την τελευτήν του Αγίου ο Πατριάρχης Μεθόδιος, επήγε να λάβη την τελευταίαν ευλογίαν. Αφού λοιπόν εχαιρέτησεν ο εις τον άλλον και συνωμίλησαν ώραν πολλήν ευφρανθέντες τω Πνεύματι, εκάλεσεν όλους τους Χριστιανούς, Κληρικούς και Μοναχούς, όσοι έτυχαν και τους παρήγγειλε να φυλάττουν ακριβώς την Ορθόδοξον πίστιν, να ευλαβούνται τον Αρχιερέα και να έχουν μεταξύ των την κατά Θεόν αγάπην και ομόνοιαν. Έπειτα λέγει προς τον Μεθόδιον· «Εγώ μεν υπάγω μετά δύο ημέρας, συ δε έρχεσαι εις ολίγον χρόνον να με εύρης καθώς ο Δεσπότης προώρισεν». Αυτά δε τα οποία προείπεν ο θαυμάσιος έγιναν· και αυτός μεν την τρίτην ημέραν, κατά την οποίαν είχε τέσσαρας ο Νοέμβριος, απήλθε προς τον ποθούμενον εν έτει ωμε΄ (845)· ο δε λαμπρώς εκλάμψας εις το Πατριαρχείον Μεθόδιος, οκτώ μόνον μήνας μετά την του Οσίου τελείωσιν, τη δεκάτη Τετάρτη του Ιουνίου εκοιμήθη και ούτος ο τρισμακάριος. Κατά την ώραν δε όπου ανεπαύθη ο μέγας ούτος Ιωαννίκιος είδον οι Μοναχοί του Ολύμπου στύλον πύρινον, του οποίου επροπορεύοντο Άγγελοι, οίτινες ήνοιγον του Παραδείσου τας πύλας, εις ον εισήλθεν ο Άγιος και προσεκύνησε την Παναγίαν Τριάδα αγαλλιώμενος· το δε άγιον αυτού και πανσεβάσμιον λείψανον ενεταφίασαν ευλαβώς ο Πατριάρχης μετά των παρευρεθέντων εκεί Κληρικών και Μοναχών, ετέλεσε δε τούτο και μετά θάνατον θαύματα, παραλύτους ιάτρευσε, δαιμόνια εξέβαλε και άλλα σημεία και τέρατα εποίησεν. Εις δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου