Αναστάσιος ο ένδοξος Μάρτυς του Χριστού ήτο Πέρσης το γένος, ακμάσας κατά τους χρόνους βασιλέως μεν της Περσίας του Χοσρόου, αυτοκράτορος δε του Βυζαντίου του Ηρακλείου, του εν έτει χι΄ (610) βασιλεύσαντος. Το πρώτον όνομα του Αγίου ήτο Μαργουνδάτ, ο δε πατήρ του ωνομάζετο Βάβ, σοφός και άριστος εις την μαγικήν τέχνην, έχων πολλούς μαθητάς ομού με τους οποίους εμάνθανε την τέχνην και ο υιός αυτού Αναστάσιος, όστις έγινεν εις την μαγείαν ως ο πατήρ του τέλειος.
Όταν δε ήλθεν εις ηλικίαν τον έγραψαν ομού με άλλους νέους εις το τάγμα των Τυρώνων (νεοσυλλέκτων). Κατά την εποχήν εκείνην εν έτει χιδ΄ (614) οι Πέρσαι κυριεύσαντες τα Ιεροσόλυμα απήγαγον εξ αυτών όλα τα σκεύη τα ιερά και πολύτιμα και εξόχως τον Τίμιον και Ζωοποιόν και Σωτήριον του Κυρίου Σταυρόν, όστις τοιαύτην υπό των βαρβάρων υπομείνας αιχμαλωσίαν μιμείται τον Δεσπότην, τον εν αυτώ σταυρωθέντα και κουρσεύει την περσικήν θρησκείαν. Μάλιστα ο Σταυρός, ανατρέψας την ειδωλολατρίαν, αιχμαλωτίζει προς την ευσέβειαν τας ευγνώμονας ψυχάς όσας εύρεν αξίας, εις την επαινετήν όντως και καλλίστην αιχμαλωσίαν και θαυμασίαν αλλοίωσιν, ή να είπω καλλίτερα, τους ελύτρωσεν από την αιχμαλωσίαν και τους έδωσε την ελευθερίαν. Ότι καθώς ο Σταυρός έφθασεν εις την Περσίαν αστράψας πανταχού και εξαπλώσας τας ακτίνας της αυτού χάριτος ως όπλον σωτήριον και αήττητον τρόπαιον, τας μεν ψυχάς των μη αποδεχομένων τον λόγον του Ευαγγελίου εμάστιζε και κατέπληξεν ως τους ασθενείς οφθαλμούς ο λαμπρότατος ήλιος, τους δε καλοπροαιρέτους και δεχομένους την αληθή πίστιν του Χριστού θαυμασίως και φιλανθρώπως εφώτισεν, από τους οποίους εις ήτο και ο εις έπαινον προκείμενος μεγαλώνυμος Αναστάσιος. Όταν λοιπόν επήγεν η φήμη του Σταυρού εις τους τόπους εκείνους, συνταράττουσα όλην την Περσίαν, κηρυττομένης πανταχού της του Χριστού πίστεως, το ήκουσε και ο Άγιος Αναστάσιος, και ευθύς ήναψεν εις την ψυχήν του κρυφίως εκείνο το θείον πυρ, όπερ ήλθε να βάλη εις την γην ο Κύριος. Όθεν ηρώτα πανταχού ο νέος, ως φρόνιμος, να μάθη της Χριστιανικής πίστεως την ακρίβειαν, πως ο Θεός εσαρκώθη, διατί εσταυρώθη και τα επίλοιπα. Όθεν νουθετηθείς από τους ευσεβείς όλον το της οικονομίας μυστήριον, εδέχθη η ψυχή του μετά χαράς και αγαλλιάσεως τα της ευσεβείας σπέρματα και εκαρποφόρει τον στάχυν της πίστεως. Και όσον παρήρχοντο αι ημέραι, τοσούτον ηύξανεν ο πόθος του Χριστού εις την καρδίαν του. Απαρνησάμενος λοιπόν πατρίδα, πλούτον και συγγενείς και στρατείαν την πρόσκαιρον, δια να πλουτήση την επουράνιον, απήλθε πρώτον εις Ιεράπολιν και διέμεινεν ολίγον καιρόν εις τινα Χριστιανόν χρυσοχόον Πέρσην, τον οποίον και παρεκάλεσε να τον αξιώση του αγίου Βαπτίσματος, δια να καθαρισθή παντός ρύπου της μαγικής σαπρίας και να γίνη δούλος Χριστού άμωμος με την σφραγίδα του Σταυρού, καθώς ήτο με την αγαθήν προαίρεσίν του. Ο μεν λοιπόν χρυσοχόος εφοβείτο των Περσών τον κίνδυνον και εμάκραινε τον καιρόν, ο δε νέος ανεφλέγετο εις τον ένθεον έρωτα και απερχόμενος εις την Εκκλησίαν προσηύχετο, και βλέπων διαφόρους Αγίους εις τον τοίχον ιστορημένους, ηρώτα επιμελώς δι’ αυτούς, και ακούων τους αγώνας αυτών και τα παλαίσματα, ετρώθη η καρδία του περισσότερον και έδραμε προς την Ιερουσαλήμ ως διψώσα έλαφος, να επιτύχη του αγίου Βαπτίσματος. Ευρών δε εκεί Χριστιανόν τινα του ωμολόγησε την υπόθεσιν, εκείνος δε τον επήγεν εις τον Όσιον Ηλίαν, τον Πρεσβύτερον της Αγίας Αναστάσεως, και αυτός τον έφερεν εις τον Πατριάρχην Μόδεστον, όστις μετά χαράς ανεγέννησε τον νέον δια του θείου Βαπτίσματος, επονομάσας αυτόν Αναστάσιον, ομού δε μετ’ αυτού εβαπτίσθη και άλλος συμπατριώτης του, όστις ύστερα εμαρτύρησε και εκείνος δια τον Χριστόν εις την Έδεσσαν. Προσμείνας λοιπόν εις την οικίαν του Πρεσβυτέρου οκτώ ημέρας ο μακάριος Αναστάσιος κατά την τάξιν των νεοφωτίστων, τον ηρώτησεν ο θείος Ηλίας που είχε γνώμην να υπάγη, ο δε Άγιος παρεκάλεσεν αυτόν να τον κάμη Μοναχόν. Ο Πρεσβύτερος λοιπόν εδέχθη, επειδή αντελήφθη την ευγένειαν της ψυχής του, και εγνώρισε ποίος ακριβώς έμελλε να γίνη εις την αρετήν ο θείος Αναστάσιος. Aφού δε ο Όσιος Ηλίας ετέλεσε την θείαν λειτουργίαν, παραλαβών τον Αναστάσιον επήγαν ομού εις την Μονήν του Αγίου Αναστασίου, ήτις ήτο μακράν από την Αγίαν Πόλιν στάδια τέσσαρα. Εκεί ήτο Ηγούμενος εις επιφανής και ενάρετος άνθρωπος, Ιουστίνος ονομαζόμενος, όστις μετά χαράς εδέχθη τον ευλογημένον Αναστάσιον, ήτο δε τότε ο δέκατος χρόνος της βασιλείας Ηρακλείου, του γενναίου και πιστού πρότερον αυτοκράτορος, όστις όμως υπέπεσεν έπειτα εις την αίρεσιν των Μονοθελητών. Παρέδωκε λοιπόν ο Ιουστίνος τον Αναστάσιον εις ενάρετον τινά μαθητήν του να του μάθη το ψαλτήριον, όστις βλέπων την θαυμασίαν διαγωγήν και θεάρεστον πολιτείαν του νέου τον ετελείωσε Μοναχόν, αλλ’ εκείνος ο μακάριος και προτού να λάβη το άγιον σχήμα ήτο τέλειος. Όμως και μετά ταύτα πάλιν έδειξε τόσην αρετήν και ταπείνωσιν, ώστε είχε και υπηρέτει επιμελέστατα δύο διακονήματα, τα οποία του έδωσαν, ήτοι τον κήπον και το μαγειρείον, τα οποία σπουδαίως και αόκνως ετέλει, και πάλιν ποτέ δεν έλειψεν από την αγίαν σύναξιν, αλλά από όλους ήρχετο εις την ιεράν λειτουργίαν πρωτύτερα, και όταν ήκουεν εναρέτων ανδρών Βίους είχεν όλον του τον νουν εις την ανάγνωσιν και την εφύλαττεν ακριβώς εις ενθύμησιν. Όταν δε ετύγχανε δεινός λόγος, τον οποίον δεν ηννόει, ηρώτα τους άλλους αόκνως και του τον ηρμήνευον. Αναγινώσκων δε και μόνος του των Μαρτύρων τα ένδοξα τρόπαια, έβρεχε την Βίβλον με δάκρυα και επεθύμει να αξιωθή και αυτός τοιαύτης αθλήσεως. Όσον λοιπόν ανεγίνωσκε ταύτα, τόσον επόθει και προσηύχετο εις τον Θεόν να τον αξιώση να χύση δια την αγάπην Αυτού και αυτός γενναίως το αίμα του. Εις την Μονήν ταύτην έκαμεν ο Άγιος επτά χρόνους. Ο δε πατήρ του φθόνου, μη υποφέρων τοσαύτην αρετήν και θερμότατον προς τον Χριστόν έρωτα, ηβουλήθη να τον εμποδίση από την αγαθήν προαίρεσιν και του ενεθύμιζε την ανάπαυσιν, την οποίαν είχεν εις την Περσίαν, την πατρικήν αγάπην, τας κοσμικάς απολαύσεις και τα λοιπά μάταια. Ο δε ως φρόνιμος εγνώριζε την επιβουλήν του πειράζοντος, και πρώτον μεν προσηύχετο επικαλούμενος τον Κύριον εις βοήθειαν, και δεύτερον ήρχετο προς τον διδάσκαλόν του μετά δακρύων και ωμολόγει την μηχανήν του δολίου δράκοντος. Ο δε συνάξας όλην την αδελφότητα έκαμαν κοινήν παράκλησιν προς τον Κύριον δι’ αυτόν, και ελυτρώθη ευθύς από τον πειράζοντα. Μετ’ ολίγον είδεν όραμα κατά τον πόθον, τον οποίον είχεν ο τρισμακάριος, ως εξής: έβλεπεν ότι ανέβη εις ένα υψηλόν και μετέωρον όρος, και εκεί του έδωσεν εις άνθρωπος χρυσούν ποτήριον εστολισμένον με λίθους τιμίους, γεμάτον οίνον και του λέγει: «Λάβε και πίε αυτό»· δεξάμενος δε τούτο έπιε τον οίνον ο μακάριος Αναστάσιος, και τόσον του εφάνη εύγευστος, ώστε ησθάνετο εις την ψυχήν αυτού την γλυκύτητα και εγνώριζε πριν να εξυπνήση ότι δια το Μαρτύριον τού έδειξεν ο Θεός εκείνο το όραμα. Εγερθείς του ύπνου ο Άγιος έδραμεν αγαλλόμενος εις την Εκκλησίαν, εις την οποίαν ήσαν όλοι οι Πατέρες συνηθροισμένοι, επειδή ήτο η μεγάλη και σεβάσμιος εορτή της του Χριστού Αναστάσεως, και παραλαβών τον διδάσκαλόν του εις το Διακονικόν, έπεσεν εις τους πόδας αυτού με θερμότατα δάκρυα και τον παρεκάλει να κάμη προσευχήν δι’ αυτόν, ότι εις ολίγας ημέρας ήτο το τέλος του. Έπειτα τον ηυχαρίστησε λέγων· «Γνωρίζω, Πάτερ Άγιε, τας πολλάς ευεργεσίας τας οποίας μου έκαμες, τους κόπους όπου υπέμεινες δι’ εμέ τον ευτελή και με εφώτισες φως αληθινόν επιγνώσεως· μη διαλίπης λοιπόν του λοιπού, ως δούλος του φιλανθρώπου Θεού γνήσιος, να παρακαλής δι’ εμέ». Του λέγει εκείνος· «Και πως εγνώρισες, ότι μέλλεις να υπάγης προς Κύριον»; Ο δε εφανέρωσεν ακριβώς το όραμα, λέγων εις το τέλος και τούτο το αληθέστατον, ότι το ποτήριον εφανέρωνε τον θάνατον και έμελλε να αποθάνη, ή τούτον τον κοινόν και ίσον εις τους πολλούς θάνατον, ή με άλλον τρόπον ωφελιμώτερον· ούτως είπε και δεν ηθέλησε να φανερώση τον πόθον, τον οποίον είχε προς το μαρτύριον, φοβούμενος μήπως τον εμποδίση. Παρηγορήσας λοιπόν τον Άγιον ο διδάσκαλος, επανηγύρισαν την εορτήν· και μετά την θείαν λειτουργίαν εκοινώνησε με τους άλλους τα Άχραντα Μυστήρια, και εφιλεύθησαν εις την τράπεζαν· έπειτα μη δυνάμενος να κοιμηθή από την λαύραν, ήτις ανέφλεγε την ψυχήν του προς το μαρτύριον, έφυγε κρυφά από το Μοναστήριον, χωρίς να πάρη άρτους ή αργύρια ή ιμάτιον άλλο, μόνον εκείνο όπερ εφόρει, και ερχόμενος εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης, εις τον Ναόν της Αειπαρθένου Θεοτόκου, προσηύχετο δύο ημέρας να τον οδηγήση προς το της ψυχής αυτού συμφερώτερον· έπειτα απήλθεν εις τον Ναόν της Αγίας Ευφημίας, εκεί δε είδε τινάς μάγους από την Περσία, οίτινες έκαμνον γοητείας και εμάντευον· όθεν ηξεύρων την ανοσιότητα και μιαρότητα της τοιαύτης πράξεως, επειδή και αυτός τα έκαμνε πρότερον, τους εβδελύχθη και από θείον ζήλον κινούμενος ήλεγξεν αυστηρώς την παρανομίαν αυτών. Οι δε, θαυμάσαντες την παρρησίαν αυτού, τον ηρώτησαν τις ήτο και διατί τους ωνείδισε. Και αυτός τους έδωκε την αρμοδίαν απόκρισιν, ότι ήτο πεπλανημένος εις τοιαύτας ανοσιουργίας το πρότερον, εις ομοίαν ασέβειαν ευρισκόμενος, αλλ’ ύστερα, γνωρίσας την αληθεστάτην πίστιν του Χριστού, εκαθαρίσθη με το Άγιον Βάπτισμα και εμίσησε τα τοιαύτα βδελύγματα. Αυτά και έτερα λέγων εις έπαινον της ευσεβείας και εις αυτών καταφρόνησιν, προσεπάθει να τους φέρη εις μεταμέλειαν. Τυχόντες δε και άλλοι Πέρσαι εκεί πλησίον, συστρατιώται αυτού, τον εγνώρισαν και αρπάσαντες αυτόν ως λύκοι άγριοι τον εφυλάκισαν, έως να έλθη ο άρχων αυτών Μαρσαβανάς να τον εξετάση, διότι δεν ήτο τότε εις την Καισάρειαν. Έκαμε δε ο Άγιος τρεις ημέρας φυλακισμένος εντελώς νήστις, διότι δεν κατεδέχετο να γευθή από τα μιαρά φαγητά των. Ετρέφετο δε μόνον με την ελπίδα των κινδύνων, τους οποίους έμςλλε να πάθη δια τον Χριστόν. Ιδών δε αυτόν εις ευσεβής, τον εγνώρισε και μαθών την αιτίαν, τον εμακάριζε και εθάρρυνεν αυτόν, να μη δειλιάση δεινά κολαστήρια, ούτε θάνατον πρόσκαιρον, δια να βασιλεύση αιώνια. Όταν λοιπόν ήλθεν ο τύραννος, του έφεραν τον Άγιον, όστις δεν έκλινε τα γόνατα να προσκυνήση, καθώς έχουν οι Πέρσαι συνήθειαν, αλλά εστάθη όρθιος χωρίς φόβον δεικνύων της ψυχής το αδούλωτον. Τότε ο Μαρσαβανάς ηρώτησε τον Άγιον τις ήτο, παρατηρών αυτόν με βλέμμα άγριον· ο δε Άγιος ωμολόγησε καταλεπτώς άπαντα· ήτοι ότι ήτο Πέρσης και έγινε Χριστιανός γνωρίσας την αλήθειαν. Ο μεν λοιπόν τύραννος εδοκίμασε με κολακείας να τον διαστρέψη, υποσχόμενος εις αυτόν φθαρτά και μάταια πράγματα, ο δε έβλεπε προς τον ουρανόν λέγων· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να αρνηθώ την ομολογίαν σου». Τότε ο τύραννος προστάσσει να του βάλουν σιδηράν άλυσον εις τον ένα πόδα και εις τον τράχηλον και να σηκώνη λίθους να τους ανεβάζη εις το τειχόκαστρον· οι δε συμπατριώται αυτού και γνώριμοι, έχοντες εις εντροπήν την αυτού καταφρόνησιν, τον ωνείδιζον λέγοντες· «Πως ύβρισες την παλαιάν του γένους ευγένειαν και έγινες Χριστιανός καταφρονημένος, να σε δέσουν ως κακούργον αιχμάλωτον και να καταισχύνης όλον το γένος σου, ανόητε»; Ταύτα λέγοντες τον ερράπιζον και ανέσπων το γένειον και άλλας ελεεινότητας του έκαμνον οι ανόητοι, τα οποία λυπηρά υπέμεινεν ευχαριστών ο αείμνηστος, έχων τους ονειδισμούς χάριν του Χριστού ως εγκώμια. Μετά ταύτα πάλιν τον εξήτασεν ακριβώς ο τύραννος, φοβερίζων να τον στείλη εις τον βασιλέα να του δώση δεινά κολαστήρια· ο δε Άγιος έμεινεν εις την ομολογίαν στερρός και αμεταμέλητος. Όθεν προσέταξεν ο άρχων να τον τανύσουν εις την γην και να τον δέρουν ασπλάγχνως· ο δε Άγιος δεν κατεδέχθη να τον δέσουν, ούτε να τον τανύσουν, λέγων εις τους δημίους: «Εγώ μοναχός μου τανύζομαι και θέλω στέκει γενναίως και ανδρικώς υπομένων τας μάστιγας· ότι καθώς ποθεί ο διψασμένος τον καιρόν του θέρους το ψυχρόν ύδωρ να δροσίση τα σπλάγχνα του, ούτω και περισσότερον επιποθώ και εγώ ο ανάξιος δια τον Χριστόν μου να λάβω δεινά κολαστήρια και πικρότατον θάνατον». Ταύτα ειπών ο θαυμάσιος έπεσε πρηνής εις την γην μόνος του και απλωθείς εδέχετο τας μαστιγώσεις των ροπάλων με θαυμασίαν καρτερίαν ο μεγαλόψυχος και χωρίς να τον κρατή άλλος τις έμεινεν αμετακίνητος και ασάλευτος με άλυτα δεσμά προαιρέσεως, παραμυθούμενος με τον ένθεον έρωτα εις τας δριμείας και αφορήτους οδύνας του σώματος και υπομένων τα παρόντα λυπηρά με την ελπίδα της μελλούσης μακαριότητος. Τότε ο ανόητος ηγεμών του είπε πάλιν ότι έμελλε να τον στείλη εις τον βασιλέα, ίνα τον παιδεύση σκληρότερα· ο δε ως σοφός απεκρίνατο· «Αυτός ο βασιλεύς σου είναι άνθρωπος φθαρτός ως ημείς και υπόδουλος, και αποθνήσκει σήμερον ή αύριον· όθεν δεν πρέπει να τον φοβούμεθα, αλλά μόνον τον αιώνιον και αθάνατον Βασιλέα ας τρέμωμεν, όστις έκαμεν όλα τα φαινόμενα και τα αόρατα πράγματα». Τότε πάλιν τον εφυλάκισεν το τύραννος, έχων ελπίδα μήπως και φέρη αυτόν εις την γνώμην του. Μετά ημέρας τινάς τον εξέβαλε και πάλιν και του έλεγε να θυσιάση κατά την τάξιν των. Τότε του λέγει ο Άγιος· «Εις ποίους θεούς με προστάσσεις να θυσιάσω»; Λέγει ο τύραννος· «Εις το πυρ, τον ήλιον, την σελήνην και τον ίππον». Λέγει ο Άγιος· «Ω της αγνωσίας! Πως δεν με προστάσσεις να προσκυνήσω και βουνά και κτήνη και άλλα όμοια κτίσματα, ω ταλαίπωρε! Ο Θεός έκαμε τον άνθρωπον βασιλέα εις όλα του τα ποιήματα να τα έχη υπόδουλα, και μόνον αυτόν τον Βασιλέα να σέβεται». Με τοιαύτα και έτερα αληθέστατα λόγια ενίκησεν ο Μάρτυς τον τύραννον και μη έχων τι να αποκριθή, τον έβαλε πάλιν εις φύλαξιν. Ο δε προεστώς αυτού και διδάσκαλος έμαθεν, ότι ο μαθητής του παρρησιάσθη και ήλεγξε πολλάκις τον τύραννον, υπομείνας ανδρείως τα δεινά κολαστήρια. Όθεν εχάρη τη ψυχή και ηγαλλιάσατο και συνάξας πάσαν την αδελφότητα έκαμαν κοινήν παράκλησιν, να τον ενδυναμώση ο Κύριος να νικήση τον νοητόν και αισθητόν τύραννον, ίνα λάβη τον της αθλήσεως στέφανον· έπειτα του έστειλε με δύο αδελφούς γράμματα, συμβουλεύων αυτόν να μη φοβηθή τυράννιον ωμότητα, αλλά να τελειώση ανδρειωμένα την άθλησιν, καθώς ήρχισεν. Ο δε Άγιος, όσας ημέρας ευρίσκετο δεδεμένος εις την φυλακήν, δεν άφηνε τον κανόνα του καμμίαν νύκτα, αλλά ως ηδύνατο προσηύχετο, επειδή είχον ένα πταίστην δεμένον μαζί με τον Άγιον εις μίαν άλυσιν όχι μόνον εις τους πόδας, αλλά και εις τον τράχηλον. Όθεν δια να μη του δίδη ενόχλησιν, δεν εσηκώνετο όρθιος ολότελα, αλλά κλίνων την κεφαλήν προς εκείνον ανεγίνωσκε την ακολουθίαν του με μεγάλον κόπον και δυσκολίαν. Μίαν νύκτα, καθώς έψαλλε, τον ηκροάζετο εις δήμιος, Εβραίος την θρησκείαν, αλλά καλόγνωμος, όστις βλέπων αυτόν ότι εκοπίαζεν όλην την ημέραν να φέρη λίθους, και πάλιν την νύκτα δεν ανεπαύετο, εθαύμαζε πως δεν εκουράζετο. Όθεν έβαλε τον οφθαλμόν εις μίαν σχισμήν της φυλακής να τον ίδη, και βλέπει θαύμα εξαίσιον· τινάς λευκοφόρους πέριξ του Αγίου, φορούντας αρχιερατικήν στολήν, οίτινες εξήστραπτον ως ο ήλιος, ομοίως δε ενδεδυμένος ήτο και ο Αναστάσιος, έμπροσθεν του οποίου εστέκετο εις ωραιότατος νέος ως Ιεροδιάκονος και τον εθυμίαζεν. Ταύτα ιδών ο Εβραίος εξίστατο και θέλων να εξυπνήση ένα σύντροφόν του, όστις ήτο Χριστιανός, της Σκυθοπόλεως έπαρχος, δεν ηδύνατο να σαλεύση πόδας και χείρας, αλλά έμεινε σχεδόν ακίνητος από την έκπληξιν του θαύματος ή και από θείαν συγχώρησιν, δια να οικονομήση έτερον τι κρυφιώτερον. Μετά βίας δε συρόμενος κατά γης επλησίασε προς τον πλησίον και του διηγήθη το θαυμάσιον, όστις παρετήρησε να ίδη και αυτός, αλλά δεν εφαίνετο πλέον τίποτε. Ο δε δήμιος του είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν δια να μη στερηθή τοιαύτης ψυχωφελούς διηγήσεως. Την άλλην ημέραν εμήνυσε του Μάρτυρος ο Μαρσαβανάς, ότι ανέφερε περί αυτού εις τον βασιλέα, και προσέταξε να αρνηθή τον Χριστόν μόνον με τον λόγον ενώπιον δύο ανθρώπων, εάν εντρέπεται να το είπη παρρησία και ούτω να τον αφήσουν εις την εξουσίαν του ύστερα να προσκυνή καθώς βούλεται· ει δε και δεν δεχθή καν αυτόν τον μικρόν λόγον να είπη, να τον υπάγουν εκεί εις την Περσίδα να του δώση εκείνος πολυώδυνον θάνατον. Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Μη γένοιτο, Χριστέ Βασιλεύ, να σε αθετήσω ούτε κατά την αλήθειαν ή προσποιούμενος, ούτε ποσώς με κανένα σχήμα, ούτε κατά νουν και διάνοιαν, ουδέ και κοιμώμενος και εις όνειρον ευρισκόμενος». Ιδών λοιπόν ο τύραννος το αμετάθετον αυτού, τον έδεσε με άλλους δύο Χριστιανούς και εβούλλωσε τας αλύσεις αυτών, προστάσσων τους δημίους να τους παραδώσουν εις τον βασιλέα, και ούτω τους έβαλαν εις δημοσίαν φυλακήν δια τρεις ημέρας έως να τους υπάγωσιν εκεί. Ήτο δε τότε παραμονή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού· όθεν ο Άγιος και οι άλλοι δύο συνδέσμιοι, έτι δε και έτεροι Χριαστιανοί, οίτινες ήλθον δι’ αγάπην των, έκαμαν αγρυπνίαν όλην την νύκτα πανηγυρίζοντες, ώστε όλοι οι φυλακισμένοι εχάρησαν· ήτο δε τότε η δεκάτη Τετάρτη του Σεπτεμβρίου. Απήλθε λοιπόν ο Κομμερκιάριος, όστις ήτο ευσεβής και φιλόθεος, προς τον τύραννον, και τον παρεκάλεσε να του πιστευθή τον Αναστάσιον δια να εορτάσουν μαζί την Ύψωσιν και ούτως εποίησαν. Όταν λοιπόν είδον οι Χριστιανοί εις την Εκκλησίαν τον Άγιον, έλαβον πολλήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες. Επαινούσαν δε αυτόν και εδόξαζον καταφιλούντες τας πληγάς αυτού με πολλήν ευλάβειαν και τοσούτον τον ενεκωμίαζον, ώστε εξέκαυσαν την ψυχήν του προς το μαρτύριον περισσότερον, διπλήν ούτως εορτήν εορτάσαντες. Αφού δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, παρεκάλεσεν ο Κομμερκιάριος τον Άγιον να καταδεχθή να φιλευθώσιν εις την οικίαν του, δια να την αγιάση με την ευσεβή παρουσίαν του. Δια να μη τον λυπήση λοιπόν ο Άγιος και στανικώς εδέχθη και ερχόμενος με τους δύο άλλους συνάθλους αυτού συνηυφράνθησαν και πάλιν ήλθον εις την φυλακήν αγαλλόμενοι. Την μεθεπομένην εξήγαγον τον Άγιον μετά των συνδεσμίων του από την Καισάρειαν, ηκολούθουν δε μετά δακρύων και πολλοί φιλόχριστοι, ευχόμενοι δι’ αυτόν και παρακαλούντες τον Κύριον να του δίδη μέχρι τέλους δύναμιν. Ηκολούθει δε τον Άγιον και ο εις εκ των δύο αδελφών, τους οποίους είχεν αποστείλει ο Γέροντάς του δια να τον υπηρετήση εις όσα χρειάζεται, έτι δε και δια να βλέπη όλα του τα μαρτύρια να τα διηγηθή εις τους αδελφούς το ύστερον. Κατά δε την οδοιπορίαν, διερχομένης της συνοδείας από τας διαφόρους πόλεις, εξήρχοντο οι κάτοικοι αυτών και προϋπαντούσαν τον Άγιον και τον κατευώδωνον με τόσην τιμήν και ευλάβειαν, ώστε ελυπείτο φοβούμενος μήπως και έχει αμαρτίαν δια την πολλήν τιμήν την οποίαν του έκαμνον. Όθεν έγραψε και περί τούτου δύο επιστολάς από τον ποταμόν Τίγριν προς τον Αρχιερέα Ιεραπόλεως, να κάμουν προς Κύριον δέησιν να τον αξιώση να τελειώση καλώς τον δρόμον της αθλήσεως και να μη τον κατακρίνη όταν κρίνη τον κόσμον άπαντα δια την πρόσκαιρον εκείνην τιμήν, την οποίαν του έδιδον οι ευλαβείς άνθρωποι. Αφού λοιπόν έφθασαν εις την Περσίδα, τον μεν Άγιον εφυλάκισαν, ο δε αδελφός, ο οποίος τον ηκολούθει, παρέμεινεν εις την οικίαν ενός Χριστιανού, όστις ήτο υιός τινός Ιεσδίν, ευσεβής και φιλόχριστος. Μετ’ ολίγας ημέρας ανέφεραν εις τον βασιλέα Χοσρόην την υπόθεσιν και παραστησάμενοι τον Άγιον, ηρώτησαν αυτόν τις ήτο και διατί την πάτριον θρησκείαν ηρνήθη. Ο δε Άγιος δεν ηθέλησε να συντύχη καν με την λαλιάν αυτών. Ότι καθώς αφήκε την θρησκείαν των Περσών, ούτω και τας πράξεις και την λαλιάν των εμίσησεν. Όθεν απεκρίνατο με διερμηνέα λέγων· «Διότι η θρησκεία σας είναι πλάνη δαιμόνων και φοβερά απώλεια, εις την οποίαν ήμην και εγώ πεπλανημένος ένα καιρόν· όμως αφήνων το σκότος ήλθον εις το φως και προσκυνώ τον δημιουργόν απάσης της κτίσεως». Λέγει εις αυτόν ο άρχων· «Εάν οι Ιουδαίοι εσταύρωσαν τον Θεόν σας, πως συ τον προτιμάς της ιδικής μας θρησκείας, άθλιε»; Λέγει ο Άγιος· «Θεληματικώς εσταυρώθη, δια να μας λυτρώση από την αμαρτίαν ως φιλάνθρωπος. Αλλά σεις οι ανόητοι προσκυνείτε πυρ, σελήνην και ήλιον». Τότε λέγει ο άρχων· «Άφες τα άχρηστα λόγια και πρόσελθε εις το πάτριον σέβας, να λάβης πολλήν τιμήν και άπειρα χαρίσματα». Ο δε Άγιος αποκριθείς είπεν· «Από καιρόν ταύτα εξ όλης ψυχής κατεφρόνησα, προτιμήσας το ευτελές τούτο σχήμα των Μοναχών ώς άγιον και σεβάσμιον, δια του οποίου ελπίζω να κληρονομήσω Βασιλείαν ουράνιον· πως λοιπόν να το αθετήσω δια δωρεάς φθαρτού βασιλέως και δια ευτελή και γήϊνα χαρίσματα»; Αφού λοιπόν ο άρχων τον εδοκίμασε πολλάκις με κολακείας και φοβερίσματα και δεν ηδυνήθη να αλλάξη την γνώμην του, μάλιστα και στερεώτερος εδεικνύετο, προσέταξε να τον δείρουν με ράβδους ασπλάγχνως και καθώς τον εμαστίγωνον οι δήμιοι, του έλεγεν ο άρχων· «Εάν δεν προσκυνήσης τον ήλιον, πάσαν ημέραν έχεις να λαμβάνης τόσας μάστιγας, όσας σου έδωσα σήμερον, έως να διαλυθούν αι σάρκες σου». Ο δε Άγιος απεκρίνατο· «Ει τι θέλεις κάμε μου, ότι εγώ δεν απαρνούμαι τον ποιητήν και σωτήρα μου». Τότε ο τύραννος προστάσσει να του βάλουν ξύλα εις τους μηρούς, να κοίτεται τανυστός ανάσκελα, και να σφίγγουν τα ξύλα τινές ανδρειωμένοι όσον ηδύναντο· και ούτως ο Μάρτυς εβασανίζετο ώραν πολλήν μεγάλως στενοχωρούμενος· έπειτα πάλιν τον εφυλάκισαν. Ο δε Σελλάριος, ο οποίος εφύλαττε τους δεσμίους, ήτο Χριστιανός και άφηνε καθ’ εκάστην τον υπηρέτην του Αγίου να εισέρχεται εις το δεσμωτήριον, όστις τον υπηρέτει επιμελέστατα. Πολλοί δε και άλλοι Χριστιανοί, και μάλιστα τα παιδία του προρρηθέντος Ιεσδίν, εισερχόμενοι έπιπτον εις τους πόδας αυτού και καταφιλούντες τα δεσμά του εζητούσαν την ευλογίαν του. Ο δε Άγιος ως ταπεινόφρων ελυπείτο και τους ημπόδιζε, μη θέλων τον ανθρώπινον έπαινον. Εις ολίγας ημέρας έβγαλαν πάλιν τον Άγιον από την φυλακήν, εις δε άρχων προσταχθείς υπό του βασιλέως ηρώτησε τον Άγιον εάν έστεργε να προσκυνήση τους θεούς των ή να του δώση χειρότερα παιδευτήρια· ο δε Άγιος του απεκρίθη οργιζόμενος λέγων· «Τι χάνεις ασκόπως τον καιρόν να δοκιμάζης αδύνατα πράγματα; εγώ σου το είπον τοσάκις, ότι δεν απαρνούμαι τον Δεσπότην μου, εάν εις μύρια μέλη κατακόψης τας σάρκας μου». Τότε τον έδειραν με ρόπαλα, ως και πρότερον· έπειτα βλέποντες ότι υπέμεινε τας μάστιγας με τόσην καρτερίαν και γενναιότητα, ως να ήτο πέτρινος μάλλον ή άνθρωπος, εθαύμαζον· όθεν εφυλάκισαν σαυτόν και μετά ημέρας τινάς τον εξέβαλε πάλιν εκείνος ο τύραννος και προσεπάθησε με πολλάς κολακείας και φοβερίσματα και άλλα μύρια μηχανήματα να τον μεταστρέψη από την ευσέβειαν, αλλά δεν ηδυνήθη. Έδεσε λοιπόν μέγαν λίθον εις τον ένα του πόδα και τον εκρέμασαν από την άλλην του χείρα δύο ώρας, δια να κατασπάσουν βιαίως τα μέλη του, αλλά με την θείαν βοήθειαν υπέμεινε γενναίως και ταύτην την υπερβολικήν βάσανον. Ταύτα βλέπων ο άρχων απεγνώσθη ολότελα και μη έχων πλέον ελπίδα μεταγνωμήσεως του Αγίου, τον εφυλάκισε και απελθών εις τον βασιλέα του ανήγγειλεν άπαντα, συμβουλεύων αυτόν να μη προσπαθή περισσότερον, ότι δεν ενικάτο ο Αναστάσιος. Ταύτα ακούσας ο βασιλεύς προσέταξε να θανατώσουν με τους επιλοίπους Χριστιανούς και τον Αναστάσιον· εξέβαλον λοιπόν αυτούς από την φυλακήν, τον αριθμόν εβδομήκοντα, τους οποίους όλους ωδήγησαν εις ένα ποταμόν και εκεί βάλλοντες εις τον λαιμόν ενός εκάστου σχοινίον, τους έπνιγαν ελεεινώς έμπροσθεν του Μάρτυρος, προς τον οποίον έλεγον πολλάκις οι παριστάμενοι· «Διατί δεν κάμνεις του βασιλέως το θέλημα, αλλά θέλεις να λάβης τοιούτον θάνατον βίαιον»; Ο δε Άγιος πρώτον ηυχαρίστησε τον Θεόν, όστις τον ηξίωσε να λάβη (καθώς επόθει) δια την αγάπην του θάνατον· είτα και προς αυτούς απεκρίνατο· «Εγώ εποθούσα να κατακόψουν καθ’ ένα από τα μέλη μου εις λεπτά τεμάχια δια τον γλυκύτατόν μου Δεσπότην, να λάβω πικρότατον και πολυώδυνον θάνατον· αλλ’ όμως με θανατώνετε χωρίς πολύν πόνον και κάκωσιν. Ευχαριστώ δε σοι, Χριστέ Βασιλεύ, διότι λαμβάνω ούτως ανώδυνον θάνατον». Ταύτα ειπών έδωσε το τέλος και αυτός ο τρισόλβιος· οι δε δήμιοι έκοψαν ύστερα την κεφαλήν του να την υπάγουν του βασιλέως εις μαρτυρίαν ότι τον εφόνευσαν. Θέλων δε ο Σελλάριος να λάβη το άγιον λείψανον, δεν τον αφήκαν οι δήμιοι· οι δε υιοί του Ιεσδίν τους έδωσαν χρήματα αναρίθμητα και τους επέτρεψαν να υπάγουν κρυφά την νύκτα να το πάρωσιν. Απελθόντες λοιπόν με τον Μοναχόν, όστις τον υπηρέτει, ως άνωθεν είπομεν (ω του θαύματος!), των μεν άλλων Μαρτύρων τα σώματα έτρωγαν οι σκύλοι, του δε Αγίου Αναστασίου το θείον και ιερόν λείψανον δεν ήγγισαν. Τούτο λαβόντες οι Χριστιανοί με πολλήν ευλάβειαν ενεταφίασαν αυτό εις την Μονήν του Αγίου Σεργίου, κατά το δέκατον έβδομον έτος της βασιλείας του Ηρακλείου τη εικοστή Δευτέρα (22) του Ιανουαρίου μηνός. Την ακόλουθον ημέραν συνωμίλουν μεταξύ των εις την φυλακήν δύο στρατιώται και έλεγεν ο εις προς τον έτερον· «Είδες χθες πως έτρωγαν οι σκύλοι τα άλλα σώματα, του δε Μοναχού ποσώς δεν ήγγιζαν, αλλ’ εκάθηντο πλησίον και το εφύλαττον»; Ο δε έτερος απεκρίνατο· «Εγώ είδα άλλο θαυμασιώτερον, ήτοι ένα αστέρα λαμπρότατον, όστις δεν ήτο υψηλά ως τους άλλους αστέρας, αλλά χαμαί πλησίον της γης εστέκετο εξαστράπτων· λοιπόν επλησίασα να γνωρίσω καλλίτερα το φαινόμενον και δεν ήτο αστήρ, μόνον φως όπερ ίστατο επάνω από το σώμα του Αναστασίου και εφοβήθηκα». Ταύτα οι στρατιώται διηγούμενοι, τα ήκουσαν δύο Χριστιανοί φυλακισμένοι, οίτινες εγνώριζον την Περσικήν γλώσσαν και οι οποίοι ελυτρώθησαν ύστερα, αφού εφονεύθη ο Χοσρόης και έγινεν άλλος βασιλεύς φιλάνθρωπος και επήγαν εις τα Ιεροσόλυμα διηγούμενοι ότι όλα όσα επροφήτευσεν ο Αναστάσιος έγιναν και ότι τους είπε ταύτα, όταν ήτο φυλακισμένος με αυτούς το πρότερον, λέγων· «Γινώσκετε, αδελφοί μου, ότι εγώ μεν τελειούμαι αύριον, σεις δε μετά ολίγας ημέρας λυτρώνεσθε με την θείαν βοήθειαν· ότι ο άδικος βασιλεύς θέλει φονευθή και ενθυμηθήτε τότε να υπάγετε εις την αγίαν πόλιν και εις του Αββά Αναστασίου το Μοναστήριον, να ειπήτε προς τον Γέροντά μου και τους λοιπούς αδελφούς όσα είδετε». Ούτω λοιπόν ετελειώθησαν όλα όσα ο Όσιος επροφήτευσε και δι’ ευχών αυτού απήλθον οι δύο εκείνοι εις την άνωθεν Μονήν και είπον τα γενόμενα. Ο δε αδελφός, όστις πολλάκις είπομεν, ότι τον έστειλαν από την Μονήν να υπηρετήση τον Άγιον, αφού τον ενεταφίασεν εις τον Άγιον Σέργιον, εκαρτέρει αναμένων καιρόν επιτήδειον να ταξιδεύση ακινδύνως. Μετά δέκα ημέρας του ενταφιασμού ήλθεν άλλος βασιλεύς καλός και φιλάνθρωπος· όθεν βλέπων ο Μοναχός τινάς από τους στρατιώτας και ακούων αυτούς να ομιλούν Ελληνικά εθαύμασεν. Ομοίως και εκείνοι εξέστησαν ιδόντες εις την Περσίδα Μοναχόν και ερωτώντες αυτόν πόθεν ήτο και πως εις εκείνα τα μέρη ευρέθη, τους είπε καταλεπτώς την υπόθεσιν. Όθεν επήραν εις μεγάλην ευλάβειαν τον Μοναχόν. Και φιλεύοντες αυτόν εις τας σκηνάς των ημέρας τινάς επήγαν εις την Αρμενίαν και απ’ εκεί εύρον και άλλους πολλούς, οι οποίοι επήγαιναν εις τα Ιεροσόλυμα και απελθών εις την συνοδείαν των έφθασεν εις δύο χρόνους εις το ρηθέν Μοναστήριον, βαστών και το μοναχικόν του Αγίου κολλόβιον, ήτοι μανδύαν, και διηγήθη εις τον Ηγούμενον και εις τους άλλους όσα εγράψαμεν άνωθεν δια τον Άγιον Αναστάσιον. Εις το τέλος δε είπε και τούτο το θαυμάσιον, όπερ ετέλεσε το κολλόβιον. Εις την Μονήν, εις την οποίαν ενεταφίασαν το άγιον λείψανον, ήτο ένας νέος Μοναχός, όστις είχε πονηρόν και κακόν δαιμόνιον· ο Ηγούμενος της Μονής έλαβε το κολλόβιον του Αγίου Μάρτυρος Αναστασίου και ενέδυσε με αυτό τον δαιμονιζόμενον και παρευθύς (ω ταχείας ιατρείας!), καθώς φεύγει το σκότος από το φως, ούτως έφυγεν ο δαίμων από τον πάσχοντα, μη υποφέρων εκείνου του μαρτυρικού ράσου την αγιότητα, εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, τιμή και προσκύνησις, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου