Ιωσήφ ο Όσιος πατήρ ημών ήτο γέννημα και θρέμμα της περιφήμου νήσου Κρήτης, από ένα χωρίον «Κεράμων» καλούμενον, ευσεβών γονέων υιός· ελθών δε εις ηλικίαν δεκτικήν μαθήσεως, εδόθη από τους γονείς εις ένα διδάσκαλον θεοσεβέστατον και σεβάσμιον πνευματικόν πατέρα, όστις κατώκει εις ένα Μονύδριον του Αγίου ενδόξου και πανευφήμου Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου του Θεολόγου, επονομαζόμενον παρά τοις πολλοίς του Δερματάνου, κείμενον εις τα παραθαλάσσια μέρη, εις την χώραν του Χάνδακος, από τον οποίον διδασκόμενος όχι μόνον τα γράμματα, αλλά και τα καλά και θεάρεστα ήθη, έμαθεν εις ολίγον καιρόν όσα ήσαν αρκετά δια την σωτηρίαν του, και ούτως αναγινώσκων καθ’ εκάστην τα βιβλία της Εκκλησίας μας εγνώρισε την πλάνην και την ματαιότητα του κόσμου, και μισήσας όλα τα προσωρινά και φθειρόμενα πράγματα του βίου τούτου, επόθει τα αιώνια και άφθαρτα αγαθά του ουρανού.
Όθεν και εδόθη όλως διόλου εις το να αγωνίζεται με μεγάλην προθυμίαν εις τας εναρέτους πράξεις, έχων ως εργόχειρον την καλλιγραφίαν. Βλέποντες οι γονείς αυτού την θεοσέβειαν και αρετήν του υιού των μεγάλως ηυφραίνοντο και εδόξαζον τον Θεόν. Αλλ’ επειδή εντός ολίγου ετελεύτησαν οι γονείς του, έγινεν ούτος κληρονόμος εις όλα τα υπάρχοντά των, διότι άλλο τέκνον δεν είχον. Αλλ’ όμως ο μακάριος δεν ενικήθη παντελώς υπ’ αυτών, καίτοι όντων πολλών, αλλά με την βουλήν του πνευματικού του πατρός και διδασκάλου τα διεμοίρασεν όλα ως ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, και μένων ελεύθερος τούτων ευρίσκετο εις την υποταγήν του Γέροντός του με μεγάλην ταπείνωσιν, καταδαμάζων το σώμα του με νηστείαν υπέρμετρον, με αγρυπνίαν, με γονυκλισίας παμπληθείς και προσευχήν αδιάλειπτον, νικών την βίαν της φύσεως με ολίγον άρτον και ύδωρ και με ολίγον ύπνον, και απλώς ειπείν κάθε είδος ασκήσεως και εγκρατείας μετεχειρίζετο, γενόμενος όλως διόλου σκεύος καθαρόν του Παναγίου Πνεύματος. Και το παράδοξον ήτο, ότι καίτοι ευρισκόμενος εις το μέσον της πόλεως και των θορύβων και ταραχών του κόσμου, κατεπάτησεν όμως όλας τας πανουργίας του δαίμονος, ώστε και οι ασώματοι Άγγελοι εξεπλάγησαν. Βλέπων ο πνευματικός του πατήρ τον Άγιον προκόπτοντα ημέραν εξ ημέρας εις τους αγώνας της ασκήσεως και αναβαίνοντα από αρετής εις αρετήν, τον έκειρε και τον ενέδυσε το θείον και αγγελικόν σχήμα των Μοναχών· και όχι μόνον ταύτα, αλλά δοκιμάσας αυτόν ικανόν καιρόν, έκρινε να τον αναβιβάση και εις το αξίωμα της Ιερωσύνης ως άξιον, πέμψας αυτόν με επιστολήν του εις τον Αρχιερέα του τόπου εκείνου, όστις ιδών αυτόν και θαυμάσας την σύνεσίν του, τα ήθη του και την άκραν ταπείνωσιν, τον εχειροτόνησε κατά τάξιν Ιερέα μετά χαράς μεγάλης και τον έστειλε πάλιν εις τον Γέροντά του, ο οποίος τον εδέχθη μετά πολλής ευχαριστήσεως· είτα διδάξας αυτόν όλα τα επιτηδεύματα της Ιερωσύνης, έπαυσεν αυτός της θείας ιερουργίας, ότι ήτο γέρων, και ήρχισε πλέον ο ιερός Ιωσήφ να εκτελή αμέμπτως και καθαρώς την θείαν λειτουργίαν. Δεν παρήλθεν όμως πολύς καιρός εν τω μεταξύ, και ο πνευματικός του πατήρ ασθενήσας ολίγον και γνωρίσας τον θάνατόν του, εκάλεσε τον Όσιον Ιωσήφ και του είπε ταύτα· «Εις εμέ μεν, ω τέκνον, έφθασεν ο καιρός της εμής τελευτής, και υπάγω εκεί ένθα λαμβάνει έκαστος κατά τα έργα του· συ δε πρόσεχε καλώς, να φυλάττης με πολλήν επιμέλειαν τον εαυτόν σου και το ποίμνιόν σου, διότι έχεις να δώσης απολογίαν εις τον δίκαιον κριτήν· δι’ αυτό να προσεύχεσαι αδιαλείπτως· να περνάς την ζωήν σου ήσυχον και αφιλόνικον, να μη αφήσης την ακολουθίαν σου και τον κανόνα σου· να επιμελήσαι τους πτωχούς, να βοηθής όσον δύνασαι τας χήρας και τα ορφανά· να παρηγορής με πάντα τρόπον εκείνους, οίτινες ευρίσκονται εις θλίψεις και συμφοράς· και εις καιρόν καθ’ ον εκτελείς την θείαν λειτουργίαν, να έχης όλον τον νουν σου προσκεκολλημένον εις τον Θεόν τον μέγανΑρχιερέα. Πράξον ακόμη και την μικράν μου παραγγελίαν, μοίρασον εις τρία μερίδια τα υπάρχοντά μου, και το εν μερίδιον στείλε το εις το Άγιον Όρος του Άθωνος, το άλλο εις το Άγιον Όρος του Σινά, και το εναπολειφθέν έχε δια διατροφήν ιδικήν σου· πλην από το μέσον των δύο μερίδων διάδος και εις τους ενδεείς και πτωχούς». Ταύτα ειπών ο μακάριος εκείνος και ευξάμενος προς τον Θεόν υπέρ αυτού, απήλθε προς Κύριον. Ο δε ιερός Ιωσήφ λυπηθείς κατά πολλά δια την ορφανίαν του πνευματικού του πατρός και κλαύσας επ’ αυτόν όσον έπρεπε, τον εκήδευσεν ευλαβώς· έπειτα επήγεν εις τους Αγίους Τόπους, και προσκυνήσας αυτούς, εμοίρασε τα υπάρχοντα του Γέροντός του, κατά την εντολήν του, και ούτως επέστρεψε πάλιν εις την Κρήτην, εις το προρρηθέν Μονύδριον του Θεολόγου, και εκεί ηγωνίζετο πάλιν τους αγώνας της ασκήσεως με περισσοτέραν προθυμίαν, μεταχειριζόμενος πάσαν θεάρεστον πράξιν και προ πάντων την προς τον πλησίον αγάπην μετά της ελεημοσύνης, τόσον ώστε εις ολίγας ημέρας έδωκεν εις τους ενδεείς και όλον το μερίδιον, όπερ του άφησεν ο Γέροντάς του εις διατροφήν ιδικήν του· διο κατεστάθη τόσον πτωχός, ώστε δεν είχεν ουδέ την καθημερινήν εκείνην ολίγην τροφήν. Και πολλάκις ήρχοντο πτωχοί εις αυτόν ζητούντες ελεημοσύνην, και μη έχων να τους δώση τι, ελυπείτο υπερβαλλόντως. Αλλ’ ο Κύριος ημών, όστις ερευνά τας καρδίας των ανθρώπων, βλέπων αυτόν λυπούμενον, ενήργει δια θείας χάριτος και ευρίσκοντο άρτοι μέσα εις την σπυρίδα του Οσίου, και έδιδεν εις τους πτωχούς και ετρέφετο και αυτός, και ας μη απιστή τις εις τούτο, ότι ο Κύριος ημών ούτως είπεν εις το Ευαγγέλιον· «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν· ζητείτε και ευρήσετε· κρούετε και ανοιγήσεται υμίν»· και πάλιν δια του Προφητάνακτος· «Επίρριψον επί Κύριον την μέριμνάν σου, και αυτός σε διαθρέψει». Οπόταν δε ιερούργει ο μακάριος, τας προσφοράς, τας οποίας έφερον εις αυτόν, τας διεμοίραζεν εις τους πτωχούς. Και πολλάκις επήγαινε νύκτα βαθείαν εις τας θύρας των πτωχών και τους έρριπτε κρυφίως τα χρειαζόμενα, και με πολλήν σπουδήν επέστρεφεν οπίσω, ίνα μη τις τον ίδη· διότι έμαθεν από τον Κύριον το «μη γνώτω η αριστερά σου, τι ποιεί η δεξιά σου» και το «ο ελεών πτωχόν, δανείζει Θεώ». Δεν έπαυεν από το να επιμελήται τους πτωχούς νύκτα και ημέραν· και όταν δεν είχε τίποτε να τοις δώση, εζήτει δάνεια και έδιδεν εις αυτούς. Επεσκέπτετο δε τους φυλακισμένους και ασθενείς, μάλιστα δε τους ανικάνους και ενδεείς, εις τους οποίους έδιδε την ελεημοσύνην. Γνωρίζων δε και το ρητόν του Αποστόλου, ότι πρέπει να υποτασσώμεθα εις τους άρχοντας, απέδιδεν εις αυτούς την πρέπουσαν τιμήν. Ένα δε καιρόν, κατά την σεβάσμιον εορτήν του ενδόξου Ιωάννου του Θεολόγου, προσέφερον οι Χριστιανοί εις τον Ναόν του πλήθος προσφορών, τας οποίας διεμοίρασεν ο Όσιος όλας εις τους πτωχούς και το εσπέρας της αυτής ημέρας δεν είχεν ουδεμίαν, αλλ’ από άλλον επήρεν ολίγον άρτον και έφαγεν. Άλλοτε συνέβη εν τη αυτή εορτή να προσφέρωσιν οι Χριστιανοί εις τον Ναόν λαμπάδας και θυμιάματα και άλλα πολλά, προσφοράν δε μηδεμίαν· διο όταν έφυασεν ο καιρός της θείας Λειτουργίας, βλέπων ο διωρισμένος υπηρέτης, ότι δεν έχουν προσφοράν δια να τελέσωσι την θείαν Μυσταγωγίαν, επήγεν εις τον Όσιον και του λέγει· «Πάτερ τίμιε, ο καιρός της λειτουργίας έφθασε και προσφορά δεν είναι· όθεν διάταξόν με τι να κάμω». Και εκείνος απεκρίθη εις αυτόν κατά την Αβραμιαίαν εκείνην φωνήν και πίστιν· «Θεός όψεται εαυτώ προσφοράν, τέκνον, εις θυσίαν εαυτού». Και μετ’ ολίγον του λέγει· «Είσελθε, τέκνον, εις το άγιον Βήμα, ίδε εις το δεξιόν σου μέρος και θέλεις εύρει το ζητούμενον με χάριν του Χριστού μου». Και εμβαίνων ο διακονητής εις το άγιον Βήμα και στραφείς προς το δεξιόν μέρος βλέπει (ω του θαύματος!) όχι μίαν προσφοράν, αλλά πολλάς μεγάλας τε και καλώς σεσωρευμένας και με μεγάλην φωνήν εκήρυττεν εις τους παρόντας το γενόμενον· ο δε Όσιος επιτιμήσας αυτόν τον διέταξε να σιωπήση· είτα ήρχισεν ευθύς να τελή την Λειτουργίαν, διεμοίρασε δε τας προσφοράς εκείνας εις τους πτωχούς, καθώς είχε συνήθειαν να κάμνη πάντοτε, εις δόξαν του ποιούντος μεγάλα τε και θαυμαστά, ένδοξά τε και εξαίσια ων ουκ έστιν αριθμός. Oύτος ο Όσιος πατήρ ημών Ιωσήφ έλαβεν ανάγκην ποτέ να υπάγη εις άλλον τόπον, ενώ δε εκίνησε να υπάγη εις αυτόν και ενώ διήρχετο από τας κατοικίας των Εβραίων, συνέβη να είναι εις τον δρόμον τινές Εβραίοι, οίτινες εβουλεύθησαν να τον εμπαίξωσι, και γεμίσαντες εν ποτήριον οίνου, το έδωκεν εις απ’ αυτούς εις τον Όσιον, ειπών εις αυτόν· «Πίε, πάτερ, τον οίνον τούτον». Ο δε χωρίς καμμίαν συστολήν εδέχθη το ποτήριον εκ της χειρός του Εβραίου και σφραγίσας αυτό με το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, έπιεν εξ αυτού ολίγον και το υπόλοιπον έχυσεν εντός του αγγείου, εν ω ήτο όλος ο οίνος. Ιδόντες οι Εβραίοι το γενόμενον εφώναζον κατά την συνήθειάν των κάμνοντες ταραχήν μεγάλην και εζήτουν από τον Όσιον την τιμήν όλου του οίνου, ότι δήθεν ηδικήθησαν υπ’ αυτού. Ο δε Άγιος απαντών έλεγεν εις αυτούς την αλήθειαν, ότι δεν τους έκαμε καμμίαν ζημίαν, διο δεν πρέπει να του ζητώσι τίποτε, αλλά μάλλον να τον ευχαριστώσιν, ότι ηυλόγησε τον οίνον των, επειδή αυτοί ήσαν αμέτοχοι ευλογίας. Επειδή όμως οι Εβραίοι έκαμαν μεγάλην φιλονικίαν μετά του Οσίου, ευρέθησαν εκεί και Χριστιανοί, οίτινες τον μεν δίκαιον ηλευθέρωσαν από τας φωνάς και την ταραχήν των Εβραίων, εκείνους δε τους ενέπαιζον αρμοδίως. Μη υποφέροντες εκείνοι τον εμπαιγμόν, προσέδραμον εις τον δούκα της πόλεως, εγκαλούντες τον Όσιον ότι τους ηδίκησεν, ο δε δουξ πέμψας προσεκάλεσεν αυτόν και τον ηρώτησε δια ποίαν αιτίαν τον εγκαλούν εκείνοι. Ο δε Άγιος απεκρίθη λέγων· «Διερχόμενος την οδόν συνήντησα τούτους τους Εβραίους, οίτινες είχον εκεί εις την τρίοδον εν αγγείον όπερ ήτο πλήρες οίνου, εκ του οποίου εγέμισαν εν ποτήριον και το έδωκαν εις χείρας μου λέγοντες· «Πίε τον οίνον τούτον», εγώ δε το ποτήριον δεξάμενος, δεν ηθέλησα να το γευθώ Ιουδαϊκώς, αλλά Χριστιανικώς. Όθεν κατά Χριστόν ευλογήσας και σφραγίσας αυτό με το σημείον του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού, έπιον απ’ αυτού όσον ήθελον, το δε υπόλοιπον έχυσα εις εκείνο το αγγείον, από το οποίον το ήντλησαν. Λοιπόν η ιδική σου αγχίνοια ας κρίνη εάν έκαμα δικαίως ή αδίκως το τοιούτον έργον». Ακούσας ταύτα ο εξουσιαστής είπεν εις τους Εβραίους· «Δεν έπρεπε λοιπόν να εγκαλήτε τον τίμιον τούτον πατέρα, επειδή σεις μεν δια να δείξητε αγάπην προς αυτόν, τον εδεξιώθητε, ότε διήρχετο εκείθεν και του εδώκατε να πίη από τον οίνον σας, αντιδεξιωθείς δε εκείνος υμάς, επειδή είσθε αβάπτιστοι, ηυλόγησε τον οίνον τον οποίον του εδώκατε με την ευλογίαν την οποίαν είχε και έπρεπε μάλιστα να τον ευχαριστήτε δια τούτο και όχι να τον εγκαλήτε. Λάβετε λοιπόν τον οίνον σας και μη ενοχλήτε παραλόγως τον Άγιον τούτον γέροντα». Οι δε Εβραίοι είπον· «Δεν ημπορούμεν να λάβωμεν κατ’ ουδένα τρόπον τον τοιούτον οίνον, επειδή εδέχθη χριστιανικήν σφραγίδα». Τότε τοις είπεν ο δουξ: «Σεις οι ίδιοι αποφασίζετε εναντίον σας και δίκαιον είναι να στερηθήτε τον τοιούτον οίνον, επειδή είσθε υστερημένοι και της ευλογίας, ήτις εδόθη εις αυτόν. Λοιπόν ας δοθή εις πτωχούς Χριστιανούς χωρίς καμμίαν δόσιν ή αντιμισθίαν». Και ούτως εδόθη ο οίνος εις τους πτωχούς Χριστιανούς, εις δόξαν του Χριστού, όστις νικά τους πανούργους με την ιδίαν πανουργίαν των. Οι δε Εβραίοι έφυγον από το κριτήριον σκυθρωποί και κατησχυμμένοι δια την άκαρπον και βλαβεράν πονηρίαν των. Είναι και άλλα αξιοθαύμαστα του Οσίου κατορθώματα, τα οποία συντομίας χάριν αποσιωπώμεν. Οσίως λοιπόν και θεαρέστως πολιτευόμενος ο Άγιος και ζήσας έτη άνω των εβδομήκοντα, είτα μικρόν νοσήσας απήλθε προς Κύριον χαίρων και αγαλλόμενος, κατά το αφια΄ (1511) έτος, κατά την κβ΄(22αν) του μηνός Ιανουαρίου. Συναθροισθέντες δε οι Ιερείς της πόλεως και άρχοντες και μεγαλοπρεπώς αυτόν κηδεύσαντες τον ενεταφίασαν εις τον προρρηθέντα Ναόν. Χρόνου δε παρελθόντος ικανού, δια θείας οπτασίας ανεκομίσθη το πάντιμον αυτού λείψανον σώον και ακέραιον, ευωδίαν πνευματικήν αναπέμπον και μετετέθη εις ξυλίνην λάρνακα εντός του Ναού του Θεολόγου, ένθα πάντες οι ασθενείς, οι προστρέχοντες εις αυτό μετά πίστεως, ελάμβανον την ιατρείαν. Ούτω γνωρίζει ο Κύριος να δοξάζη τους Αυτόν πιστώς δοξάζοντας. Κατά δε το αχξθ΄ (1669) έτος, επειδή ήλθεν εκεί το ασεβέστατον γένος των Αγαρηνών εις την Ζάκυνθον τη κθ΄ (29η) μηνός Αυγούστου, και εκεί δε δοξάζει αυτό με θαύματα και σημεία ο Κύριος, ο δοξάζων τους δούλους του, φυλάττων αυτό έως του νυν σώον και ακέραιον. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου