Ευλογητός ο Θεός ο παντελεήμων και παντοδύναμος, όστις δυναμώνει και τώρα τινάς ευχαρίστους και ευγνώμονας δούλους του, ίνα πολεμώσιν ανδρείως τον πολέμιον δαίμονα και τον νικώσι κατά κράτος, λαμβάνοντες νίκης στεφάνους και τρόπαια ως αήττητοι, εις έλεγχον και επιστόμισιν ολιγοπίστων τινών, οι οποίοι λέγουσι πολλάς φλυαρίας και λοιδωρήματα, ότι οι καιροί και χρόνοι είναι αιτία και δεν πολιτεύονται τώρα θεαρέστως οι άνθρωποι, οίτινες ολοφάνερα ψεύδονται. Επειδή είδομεν και οφθαλμοφανώς επιστώθημεν, ότι πολλοί εις τους χρόνους μας εμαρτύρησαν και ευωδιάζουν τα τίμιά των και πανσεβάσμια λείψανα και άλλοι πάλιν ώσπερ τους παλαιούς Οσίους, Αντώνιον λέγω, Ευθύμιον και τους άλλους εναρέτους επολιτεύθησαν.
Ώστε λοιπόν δεν είναι οι χρόνοι και καιροί αιτία της των πολλών αμελείας, αλλά η των ανθρώπων προαίρεσις· και απόδειξις τούτου ο νυν εις υπόθεσιν προκείμενος θεοφόρος Διονύσιος, όστις και τους παλαιούς επερίσσευσεν. Ότι τότε μεν ήσαν πολλοί ενάρετοι και ο ένας τον άλλον εμιμείτο και εζήλωνεν. Αλλά τώρα όπου είναι ολίγοι οι δόκιμοι, πίπτουσι και οι σπουδαίοι εις την αμέλειαν. Όσοι λοιπόν ευρεθώσι τώρα, κατά τους εσχάτους τούτους καιρούς, προς τον κοινόν ημών Δεσπότην ευγνώμονες, φυλάττοντες τα σωτήριά του προστάγματα, πρέπει να τους ευλαβήται πας τις από τους παλαιούς περισσότερον. Δια τούτο γράφω και εγώ τούτου του Πανοσίου Διονυσίου τον θεάρεστον Βίον και την ψυχωφελή διήγησιν και σας δίδω μάρτυρα τον Θεόν, την αυτοαλήθειαν, να είπω πάσαν την αλήθειαν και να μη γράψω αφ’ εαυτού τίποτε, αλλά όσα μου διηγήθησαν θεοφόροι πατέρες και αξιόπιστοι· επειδή το πρέπον και δίκαιον είναι να μη κρύπτωνται τα θεάρεστα διηγήματα, αλλά να τα ακούωσιν άπαντες, ίνα μιμώνται των Οσίων τας πράξεις και τα κατορθώματα· προσέχετε λοιπόν εις την τοιαύτην ωραιοτάτην διήγησιν. Διονύσιος ο εις έπαινον προκείμενος Όσιος εγεννήθη περί τα τέλη του ΙΕ΄ αιώνος, εις το χωρίον Πλάτινα της επαρχίας Φαναρίου Τρικκάλων. Οι γονείς του ήσαν πτωχοί αλλ’ ευσεβείς, Νικόλαος και Θεοδώρα ονομαζόμενοι, οίτινες ωνόμασαν αυτόν κατά το άγιον Βάπτισμα Δημήτριον· ειργάζοντο δε και ανέτρεφον το βρέφος επιμελώς, διότι όταν εκοιμάτο την νύκτα εσπαργανωμένον έβλεπον εις αυτό εξαίσιον θέαμα· ήτοι άνωθεν αυτού εφαίνετο το σημείον του Σταυρού λαμποκοπούν ως ο ήλιος, τούτο δε εφανέρωνε την μέλλουσαν αυτού αρετήν και κατάστασιν· ότι έμελλε να απαρνηθή τον κόσμον και πάντα τα σαρκικά θελήματα, να συσταυρωθή τω Χριστώ, κατά τον μακάριον Απόστολον. Βλέποντες λοιπόν οι γονείς εις το παιδίον τοιούτον θαυμάσιον, εδόξαζον τον Θεόν ελπίζοντες να ίδωσι και το αποβησόμενον. Όταν δε έγινε χρόνων επτά, το έβαλαν εις τα γράμματα και εις ολίγον καιρόν έγινε τέλειος, πεφωτισμένος εκ θείου Πνεύματος. Όσον δε εσπούδαζε τας Γραφάς, τόσον η ψυχή του εθέλγετο εις τον ένθεον έρωτα. Έμαθε δε και την καλλιγραφίαν και καθ’ εκάστην επρόκοπτεν εκ δυνάμεως εις δύναμιν. Δεν εδίδετο δε ο Όσιος ποσώς εις απόλαυσιν τινα του σώματος ούτε επόθησε ποσώς ψυχοβλαβή και μάταια πράγματα, ούτε με ατάκτους νέους συνηυλίζετο, δια να μη βλάπτεται από την συνομιλίαν των, αλλά εμελέτα καθ’ εκάστην τας θείας Γραφάς και είχε πολλήν ταπείνωσιν και πραότητα. Εγκρατεύετο υπέρμετρα και, απλώς ειπείν, τόσας αρετάς εφύλαττεν, ώστε τον εθαύμαζον άπαντες πως ηδύνατο τόσον νέος να έχη τοσαύτας αρετάς και να αγρυπνή όλην σχεδόν την νύκτα ευχόμενος. Μετά καιρόν οι γονείς του Οσίου απέθανον· όθεν ο νέος δια να εξοικονομή τα προς την χρείαν εδίδασκε τα παιδία των συγχωρίων του και με την πληρωμήν αυτών ως και από την καλλιγραφίαν επορεύετο. Μετά ταύτα έβαλε γνώμην καλήν να γίνη Μοναχός και καθώς εμελέτα ταύτα, έτυχεν εκεί εις το χωρίον του εις Ιερομόναχος από τα Μετέωρα, ονόματι Άνθιμος, μετά του οποίου συνομιλήσας συνεφώνησαν και ηκολούθησε την συνοδείαν του. Δεν έλαβε δε ο μακάριος άλλο τι από την περιουσίαν των γονέων του ειμή μόνον εν αργυρούν ποτήριον, το οποίον και εδώρησε εις τον προρρηθέντα Ιερομόναχον Άνθιμον. Αφού δε επήγαν εις τα Μετέωρα, έμεινεν υποτακτικός εις ενάρετον τινά, Σάββαν ονόματι, και τον υπηρέτει με άκραν ταπείνωσιν, φυλάττων πάσας τας αρετάς επιμελώς και αόκνως· ούτος δε ο Σάββας τον έκαμε ρασοφόρον και από Δημήτριον τον ωνόμασε Δανιήλ. Αφού λοιπόν έκαμεν εκεί ολίγον καιρόν, επεθύμησε να υπάγη εις το αγιώνυμον όρος του Άθω δια περισσοτέραν ησυχίαν και άσκησιν. Ζητήσας λοιπόν από τον Γέροντα συγχώρησιν, δεν τον άφηνε δια να τον έχηβοηθόν ψυχής τε και σώματος, φοβούμενος δε μήπως φύγη κρυφά, έκλεισε την θύραν της Μονής και την σκάλαν απέκρυψεν. Αλλά εις μάτην ο Γέρων κενά εμελέτησε, διότι ο νέος εγνώρισεν, ότι η επιθυμία του αύτη ήτο θεάρεστος· όθεν έκαμε και παρακοήν, επειδή δεν ήτο ακόμη Μοναχός, αλλά μόνον δόκιμος. Νύκτα λοιπόν τινά, έχων πίστιν εις τον Δεσπότην Χριστόν αδίστακτον, επήδησεν από τόσον ύψος και έπεσε κάτω, ώσπερ να ήτο ποτάμι απ’ έξω και ποσώς δεν εκτύπησεν, ότι η θεία δύναμις εβοήθησεν. Απελθών λοιπόν εις το όρος του Άθω και ερωτήσας που να εύρη τινά ενάρετον άνθρωπον, του ανήγγειλαν δι’ ένα πνευματικόν θαυμάσιον Προεστώτα του Όρους, Σεραφείμ ονομαζόμενον. Τούτον λοιπόν ευρών και συνομιλήσαντες, τον υπεδέχθη ασμένως, ως φιλόξενος όπου ήτο ο Γέρων και φιλομόναχος και νουθετήσας αυτόν ικανώς να φυλάττη επιμελώς πάσαν ακρίβειαν της μοναδικής πολιτείας, τον εκράτησεν εις την συνοδείαν του και κουρεύσας αυτόν, τον έκαμε μεγαλόσχημον ονομάσας Διονύσιον, ο δε Επίσκοπος του Όρους τον εχειροτόνησε Διάκονον και ελειτούργει τω Θεώ με πολλήν ευλάβειαν και ταπείνωσιν. Βλέπων δε ο Γέρων τας μεγάλας αρετάς αυτού τον εθαύμαζε. Κυριακήν δε τινά των Βαϊων, αφού ελειτούργησεν, ανεχώρησεν από το κελλίον και έκαμεν εις το δάσος έως το Μέγα Σάββατον· και τότε υπέστρεψεν εις τον Γέροντα, όστις ηρώτησεν αυτόν τι έτρωγε τόσας ημέρας και που ευρίσκετο. Ούτος του απεκρίθη, ότι ήτο εις την Σκήτην του Καρακάλλου και έτρωγε κάστανα ολίγα και μάλαθρα και εθαύμασεν ο Γέρων δια τον θείον αυτού ζήλον. Εις ολίγον καιρόν εψήφισαν Πρώτον του ΄Ορους τον Γέροντα του Οσίου και τον έστειλαν εις την Βλαχίαν με τους Ηγουμένους κατά το σύνηθες. Όθεν οι του Όρους Μοναχοί εχειροτόνησαν τον Όσιον Πρεσβύτερον, ίνα λειτουργή εις το Πρωτάτον αντί του Γέροντος. Έπειτα, όταν ήλθεν αυτός από την Βλαχίαν, παρέμεινε μετ’ αυτού ολίγον καιρόν ο Όσιος και κατόπιν τον παρεκάλεσε να τον συγχωρήση, ίνα υπάγη εις τόπον ήσυχον να προσεύχεται εις τον Θεόν, μόνος μόνω, κατά τον πόθον του. Ο Σεραφείμ όμως είχε πόθον και ωρέγετο να τον έχη εις την συνοδείαν του, να τον υπηρετή εις το γήρας του, αλλά πάλιν, δια να μη τον εμποδίση από την ησυχίαν, τού είπε να υπάγη όπου βούλεται, να πρεσβεύη και δι’ αυτόν και καμμίαν φοράν να έρχεται να συνομιλώσι, δια να γνωρίζη πως πορεύεται εις τους πειρασμούς των δαιμόνων και λογισμούς και έτερα συναντήματα. Λαβών λοιπόν από τον Γέροντα ο Όσιος συγχώρησιν να υπάγη εις την άσκησιν, εγύρευε τόπον ήσυχον και φθάσας εις την Σκήτην του Καρακάλλου, εύρε τόπον τινά δύσβατον και ψυχρότατον και εκεί κτίσας μικρόν κελλίον κατώκησεν εις αυτό και τόσον επεμελείτο την αρετήν ο αείμνηστος, ώστε δεν έπαυεν ημέραν και νύκτα εις τον μυστικόν αμπελώνα αεί εργαζόμενος. Ενήστευεν, ηγρύπνει, προσηύχετο και εποίει γονυκλισίας όσας ηδύνατο, είχε δε και την ψυχωφελή και θαυμασίαν βίβλον του Θηκαρά, την οποίαν συχνάκις ανεγίνωσκε. Ήτο δε η τροφή του Οσίου η μελέτη της θείας Γραφής και ολίγα κάστανα, επειδή από ταύτα γίνονται πολλά εις αυτό το όρος και δεν εφρόντιζε δι’ άλλο τίποτε, αλλά μόνον απ’ εκείνα έτρωγε, και ταύτα μόνον την ενάτην ώραν της ημέρας ξ΄ (60) και όχι περισσότερα· μόνον δε όταν τον έπαιρνε κανείς εις άλλο κελλίον να λειτουργήση, τότε έτρωγε και ολίγον άρτον, δια να φύγη τον έπαινον. Τόσην δε ακτημοσύνην είχεν, ώστε δεν έβαλλε κλείθρον εις την θύραν, επειδή δεν απέκτησεν άλλο τι, ειμή μόνον τα ράσα τα οποία εφόρει και ταύτα πενιχρά τε και άχρηστα. Έκτισε δε και Ναόν μικρόν εις δόξαν και το όνομα της υπερενδόξου και αδιαιρέτου Τριάδος και έκαμεν εκεί τρεις χρόνους μόνος, μόνω τω Θεώ προσευχόμενος και μηδέν των γηϊνων κτησάμενος, μόνα δε τα θεία κάλλη φανταζόμενος. Όθεν ως καθαρός τη καρδία και θείων αποκαλύψεων ηξιώθη. Ούτω λοιπόν εκεί ασκητεύων, επεθύμησε να ίδη και τους Αγίους Τόπους, ένθα ο Σωτήρ ημών εσταυρώθη· ότι συνήθειαν έχουν οι ερασταί, όταν δεν βλέπωσι παρόντα τον αγαπώμενον, επιποθούν να ίδουν καν τον οίκον αυτού ή ιμάτιον. Δια τούτο λοιπόν επεθύμει και αυτός να ιστορήση τους σεβασμίους τόπους εκείνους, εις τους οποίους ο ηγαπημένος μας Δεσπότης Χριστός κατώκησε και έπαθε, δια να μας λυτρώση από την αμαρτίαν. Απελθών λοιπόν μετά πάσης χαράς προσεκύνησε όλους τους Αγίους τόπους και έλαβεν εξ αυτού πολλήν ευφροσύνην εις την ψυχήν του και αγαλλίασιν. Ο δε Πατριάρχης των Ιεροσολύμων τον ηυλαβήθη και ηθέλησε να τον κρατήση δια να τον ψηφίση του θρόνου διάδοχον. Ο Όσιος όμως δεν ηθέλησεν, αλλά επέστρεψε πάλιν εις το Άγιον Όρος και ησκήτευεν ως πρότερον εις το κελλίον του. Τότε ηβουλήθη να μεγαλώση ολίγον την Εκκλησίαν του. Καθώς δε ειργάζετο, ήλθε Μοναχός τις γνώριμός του να τον επισκεφθή και βλέπει άλλους δύο, οίτινες εσήκωναν λίθους και τους έφερον εκεί όπου ο Όσιος έκτιζεν· όθεν ενόμισεν ότι ήσαν άνθρωποι και τους προσεκάλεσεν ο Όσιος· αλλά όταν επλησίασε και τον εχαιρέτησε, έγιναν οι δύο άφαντοι και έμεινε μόνος ο Όσιος και τον ηρώτα δια τους άλλους τι έγιναν· ο δε απεκρίνατο, ότι άλλος τις δεν ήτο εκεί, ειμή μόνον ο Θεός ο πανταχού παρών. Από τούτο εκατάλαβεν ο Όσιος ότι ο Κύριος τον εβοήθει εις το θείον έργον και εχάρη χωρίς ποσώς να κενοδοξήση εις την διάνοιαν, αλλά μάλλον εταπεινώνετο, διότι ήτο πεπαιδευμένος την θείαν Γραφήν και έλεγε μετά του Προφήτου: «Ουχ υψώθη η καρδία μου» (Ψαλμ. ρλ΄ :1) και τα λοιπά. Αλλά ακούσατε και άλλο θαύμα ηδύτερον, δια να καταλάβετε την προς ημάς του Δεσπότου πολλήν αγαθότητα. Επειδή ο Όσιος δεν εφρόντιζε ποσώς δια την σπατάλην του σώματος, αλλά μόνον εις τον Θεόν ετρύφα και έχαιρε, τρεφόμενος με άγρια κάστανα, ηθέλησεν ο παντελεήμων και πολυεύσπλαγχνος να τον φιλεύση μίαν Απόκρεω πλουσιοπάροχα, δια να δείξη την κηδεμονίαν την οποίαν έχει προς τους δούλους αυτού ο φιλάνθρωπος. Καθημένου του Οσίου κατά μόνας το Σάββατον της αποτυρώσεως, ήλθε Μοναχός τις ως από την Μονήν των Βουλγάρων και τον εχαιρέτησε λέγων· «Επειδή, τίμιε Πάτερ, η αγία Τεσσαρακοστή επλησίασε, κατά την οποίαν οι δούλοι του Θεού νηστεύουσι και πρέπει να παρηγορήσης αυτάς τας ημέρας της σαρκός την ασθένειαν, δέξου τον τυρόν τούτον και τα οψάρια, να φιλευθής, να ευχαριστήσης τον Κύριον». Ο δε Όσιος τα υπεδέχθη χαρούμενος και τον παρεκάλει να υπομείνη να φιλευθώσιν αμφότεροι· ο δε απεκρίνατο· «Εγώ δεν ευκαιρώ, μόνον φιλεύσου και δόξασον τον Θεόν, τον τρέφοντα πλουσίως τους δούλους του». Ταύτα ειπών ο φανείς, αφανής εγένετο. Ο δε Άγιος, ιδών τα οψάρια ότι ακόμη έτρεμαν και από τον τυρόν έσταζε γάλα νωπόν, εθαύμασε και τον χορηγόν Θεόν εμεγάλυνε, γνωρίσας την μεγάλην αυτού φιλανθρωπίαν και αγαθότητα. Τούτο το θαύμα δεν ωμολόγησε τότε εις ουδένα εις το Άγιον Όρος δια να μη τον δοξάζωσι· μόνον ύστερον, όταν έκτισε την Μονήν εις τον Όλυμπον, το είπεν εις τινας μαθητάς του, δια να τους βεβαιώση ότι ο Κύριος φροντίζει δια τους δούλους του. Αλλά ας είπωμεν και έτερον αυτού θαυματούργημα. Καθώς ησκήτευσεν ο Όσιος εις τον άνωθεν τόπον, εσυνάζοντο πολλοί πολλάκις από το Όρος και συνωμιλούσαν μετ’ αυτού δια ψυχικήν ωφέλειαν· τους οποίους βλέπων ένας ληστής και νομίζων ότι έδιδαν ελεημοσύνην του Αγίου, εμελέτησε να τον φονεύση δια να λάβη χρήματα. Μίαν ημέραν λοιπόν, κατά την οποίαν ήρχετο προς το κελλίον του, εκρύβη εις ένα ξηροπόταμον δια να τον φονεύση εκεί· καρτερήσας όλην την ημέραν, δεν τον είδεν όταν επέρασεν, ότι ο Κύριος τον εσκέπασε· επήγε λοιπόν ο ληστής εις το κελλίον να ίδη εάν ήλθεν εκεί ο Όσιος, βλέπων δε αυτόν εθαύμασε και τον ηρώτησεν από που επέρασεν· ο δε του απεκρίθη, ότι επέρασεν από τον χείμαρρον. Τότε θαυμάζων ο ληστής πως ετυφλώθη και δεν τον είδεν, ωμολόγησε την γνώμην του, λέγων· «Εγώ σε εκαρτέρουν εκεί δια να σε φονεύσω, αλλά εγνώρισα ότι είσαι δούλος του Θεού, όστις σε διαφυλάττει και σε σκέπει και συγχώρησόν μοι την κακουργίαν την οποίαν κατά σου εμελέτησα και δεήσου του Δεσπότου Χριστού να εξαλείψη τας ανομίας μου, και να με αξιώση να γίνω Μοναχός δόκιμος». Του απαντά ο Όσιος· «Εάν παύσης τας προτέρας μιαιφονίας και μετανοήσης ολοψύχως δια τας κακουργίας και φροντίσης δια την σωτηρίαν σου, θέλει συγχωρήσει πάσας τας αμαρτίας σου ο Θεός, ως ελεήμων και εύσπλαγχνος». Τούτους τους λόγους ο πρώην ληστής, ως θείον σπόρον εις την καρδίαν δεξάμενος, απήλθεν εις το Μοναστήριον και έγινε Μοναχός δόκιμος συνεργούσης της θείας χάριτος, ο δε Όσιος έμεινεν εκεί εις το κελλίον του χρόνους επτά σχολάζων εις προσευχάς και νηστείας· όθεν τον είχον όλοι εις μεγάλον σεβασμόν και πολλήν ευλάβειαν. Αλλ’ επειδή έπρεπε να είναι το φως επί την λυχνίαν, κατά την του Σωτήρος παραγγελίαν και να μη κρύπτεται υπό το μόδιον, ωκονόμησεν αυτός ο Κύριος και τον εψήσισαν εις την Μονήν του Φιλοθέου Ηγούμενον, χωρίς να ζητήση αυτός την αξίαν, ο ταπεινόφρων και μέτριος, αλλά οι αδελφοί πάντες επήγαν ικετεύοντες αυτόν και δεόμενοι, ίνα λάβη την προστασίαν της Ιεράς αυτής Μονής, δια να μη ερημώση και αφανισθή τελείως. Όθεν ο Όσιος, γνωρίσας ότι ήτο θέλημα του Κυρίου, εδέχθη την προστασίαν και εγκαταλείπει την ησυχίαν δια την των αδελφών σωτηρίαν. Ήτο δε τότε το Μοναστήριον αυτό Βουλγαρικόν, έχον την τάξιν των Βουλγάρων, την οποίαν εις την ημετέραν ευταξίαν ο Όσιος ερρύθμισε και εφρόντισε δια βιβλία Ελληνικά και δι’ όλα τα χρειαζόμενα. Δια να τους αυξήση δε τα εισοδήματα, επήρε τον κόπον και απήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν, κατά την τάξιν των Μοναστηρίων, να ζητήση βοήθειαν. Ο δε ελεήμων Θεός ωκονόμησε και του έδωσαν οι φιλόχριστοι πολλά χρήματα και πολλοί αυτόν ηυλαβήθησαν και τον ηκολούθησαν και ελθόντες εις την Μονήν εκουρεύθησαν. Ο δε Όσιος εποίμαινε κατά Θεόν άπαντας, προστάσσων να διάγουν όλοι εις τας ακολουθίας, και να έχουν ενδύματα και φαγητά κοινοβιάτικα. Αλλ’ επειδή ήσαν τινές Βούλγαροι κακότροποι, εμίσησαν τον Όσιον, διότι μετήλλαξε την τάξιν αυτών και του έκαμνον καθ’ εκάστην σκάνδαλα, ήθελον δε και να τον φονεύσουν. Γνωρίσας λοιπόν ο Όσιος την επιβουλήν αυτών, απεχαιρέτησε τους γνησιωτέρους και ανεχώρησεν απ’ εκεί, παίρνων τινάς Μοναχούς εναρέτους εις την συνοδείαν του και οικονομία Θεού απήλθεν εις την Σκήτην της Βεροίας, εις την οποίαν ευρίσκοντο Μοναχοί μόνον είκοσιν, εις την Μονήν του Οσίου Αντωνίου του Νέου και άλλοι τόσοι εις την Παναγίαν και εις την Αγίαν Τριάδα και εις τον Πρόδρομον άλλοι δέκα. Αλλά αφότου ήλθεν εκεί ο Άγιος έκαμεν άλλην πόλιν αυτήν την έρημον· ότι η αρετή αυτού είλκυσεν εκεί καθ’ ένα, ως ο μαγνήτης τον σίδηρον, και εσυνάζοντο πανταχόθεν, να βλέπουν εκείνην την αγγελοπρεπή θέαν και απαρνούμενοι τον κόσμον, έμειναν πολλοί εις την συνοδείαν του· διδασκόμενοι δε υπ’ αυτού και καθοδηγούμενοι, υπέμενον την στενοχωρίαν της ασκήσεως, δια να εύρουν ευρυχωρίαν εις τον Παράδεισον. Πρώτον μεν λοιπόν ανεκαίνισε τον Ναόν του Τιμίου Προδρόμου ο Όσιος· και με όλον ότι εις τας νηστείας και αγρυπνίας ηγωνίζετο, πάλιν από τας βαρυτέρας εργασίας δεν έλειπεν, αλλ’ αυτός εσήκωνε πέτρας και ξύλα και άλλα επίπονα ετέλει σπουδαίως και πρόθυμα, δια να πληρώση του Παύλου το πρόσταγμα, όστις γράφει εις την προς Θεσσαλονικείς Β΄, να μη τρώγη όστις δεν εργάζεται. Και όσον επεμελείτο τον αισθητόν Ναόν του Προδρόμου να γίνη μεγαλύτερος, τοσούτον και περισσότερον δια τον νοητόν των ψυχών ηγωνίζετο, γράφων Τάξεις και Κανόνας και Τύπους των αδελφών και διδάσκων αυτούς πως να πορεύωνται δια να αξιωθώσι της αιωνίου Βασιλείας και μακαριότητος. Ταύτα πολλοί από τα περίχωρα της Βεροίας βλέποντες εσυνάζοντο εκεί και εμόναζον, εδίδασκε δε αυτούς ο Όσιος, ως τέκνα του γνήσια, να καταφρονούν τα σωματικά θελήματα, δια να κληρονομήσουν τα ουράνια αγαθά τα πανευφρόσυνα και χαρμόσυνα· και όσα εις εκείνους εκήρυττεν, εφύλαττε και αυτός απαρασάλευτα· διότι ο ποιών και διδάσκων, μέγας κληθήσεται. Ενήστευε, λέγω, προσηύχετο και ηγρύπνει και ειργάζετο με πραότητα και ταπείνωσιν και άλλας αρετάς είχε, τας οποίας αφήνω δια βραχύτητα· μόνον δε τας τρεις ή τέσσαρας, τας οποίας είχεν υπέρ φύσιν σας ενθυμίζω, δια να τον μιμηθήτε κατά δύναμιν· ήτοι την νηστείαν, την οποίαν έκαμεν εις την Σκήτην του Καρακάλλου χρόνους επτά με τόσην ακτημοσύνην ως πετεινόν του αέρος μηδέν φροντίζων· και πάλιν ύστερον εις την Σκήτην της Βεροίας, τον καιρόν κατά τον οποίον έκτιζε και δεν έτρωγεν, ειμή μόνον οπώρας, και δεν απέκτησε δεύτερον ιμάτιον. Τόσην δε ελεημοσύνην είχε προς τους πτωχούς και συμπάθειαν, ώστε οσάκις ήρχετο εις την Μονήν από την Βέροιαν, εις την οποίαν πολλάκις επήγαινε δια να εξομολογή τα τέκνα του, όσην ελεημοσύνην του έδιδαν, αυτός την εμοίραζεν όλην εις τους πτωχούς. Ημέραν δε τινά του είπεν ο υποτακτικός του να κρατήση ολίγα χρήματα δια τας χρείας του Μοναστηρίου· ο δε απεκρίνατο· «Οι Μοναχοί δεν χρειάζονται χρήματα, ότι η πενία τούς γίνεται παιδαγωγία προς σωτηρίαν, αλλά οι κοσμικοί οίτινες έχουσι παιδία και γυναίκας και πληρώνουσι φόρους και έχουσιν άλλας πολλάς στενοχωρίας και βάρη, εκείνοι πρέπει να παίρνουν ελεημοσύνην και όχι ημείς οι άκληροι». Όχι δε μόνον ταύτας τας αρετάς είχεν ο παναοίδιμος, αλλά και την υψοποιόν ταπείνωσιν και υπετάσσετο εις όλους υπηρετών με άκραν ευτέλειαν και εφόρει πενιχρά και καταφρονημένα ιμάτια και εις πολλούς τόπους ηυτέλιζε τον εαυτόν του. Και όταν έγραφε διαθήκην ή άλλο γράμμα έλεγεν· «Εγώ ηξιώθην από Θεού μυρίων αγαθών ο ελάχιστος και πολλάς αμαρτίας ο αγνώμων ετέλεσα». Είχε δε και την αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον ανόθευτον, όχι μόνον προς τους Μοναχούς, νουθετών αυτούς και παρακινών να φυλάττουν τας υποσχέσεις του σχήματος, αλλά και εις τα χωρία και πόλεις πολλάκις επήγαινε διδάσκων πάντας να φυλάττωσι τας σωτηρίους εντολάς του Κυρίου. Και καθολικά ήτο πατήρ των ορφανών και χηρών προστάτης, πτωχών υπερασπιστής με την ελεημοσύνην και θλιβομένων παραμυθία και απλώς ειπείν, τοις πάσι τα πάντα, κατά τον Παύλον, εγένετο δια να σώση όσους ηδύνατο. Και πάλιν με όλας ταύτας τας αρετάς δεν έλειψε ποτέ από τους οφθαλμούς του το δάκρυον, όταν ηύχετο ή ανεγίνωσκε ή και όταν συνωμίλει μετά τινων δια την θείαν Γραφήν. Όθεν έκαμνε και τους ακούοντας και εδάκρυζαν. Αφού λοιπόν κατέστησε την Μονήν του Προδρόμου Κοινόβιον και παρέδωκεν εις τους Μοναχούς τύπους και κανόνας πως να διάγωσιν, εσυνάχθησαν και άλλοι πολλοί από τα μικρά της Βεροίας Μονύδρια, ακούοντες τας αρετάς του Αγίου και του εζήτησαν συγχώρησιν να κτίσουν κελλία· ο δε ασπασίως πάντας δεχόμενος τους εβοήθει ψυχή τε και σώματι· ήσαν δε απ’ εκείνους πολλοί ενάρετοι, αλλά ένας Ιερομόναχος, Ματθαίος ονόματι, επερίσσευεν άπαντας. Τούτον ιδών ο Άγιος κατά πολλά γηραιόν και σεβάσμιον, τον ηυλαβήθη και τον έβαλεν εις το κελλίον πλησίον του, δια να εξομολογή όσους ήρχοντο. Τούτον δεν είδε κανείς όταν έτρωγεν, αλλά ήτο κεκλεισμένος πάντοτε και είχε το πένθος ως τον μέγαν Αρσένιον και τον Εφραίμ τον Σύρον και έκλαιε τόσον συχνάκις, ώστε είχεν εις το στήθος τεμάχιον ράσου δια να σφογγίζη τα δάκρυα. Ήτο δε εις την γενειάδα και εις την στάσιν του σώματος όμοιος με τον Θεολόγον Γρηγόριον. Και τοσούτον ήτο εις την θέαν σεβάσμιος και αιδέσιμος, ώστε οπόταν τις εσυντύχαινε μετ’ αυτού δεν ετόλμα να τον ίδη εις το πρόσωπον. Αλλά ας έλθωμεν εις τον θαυμάσιον Διονύσιον. Το καιρόν εκείνον επήγεν ο Πατριάρχης Ιερεμίας δι’ αναγκαίαν υπόθεσιν εις τα Ιεροσόλυμα, εις τα οποία και οι δύο άλλοι Πατριάρχαι συνήχθησαν. Ο δε Άγιος είχε πόθον πολύν να λάβη από τους τέσσαρας Πατριάρχας συγχωρητικά γράμματα. Απελθών λοιπόν εις την Θεσσαλονίκην εισήλθεν εις πλοίον και έπλευσεν εις Αίγυπτον, εκείθεν δε εις Ιεροσόλυμα. Αφού δε επέτυχε του ποθουμένου, επέστρεψε πάλιν δια θαλάσσης και καθώς έπλεον έγινε τοσαύτη τρικυμία, ώστε έμελλε να καταποντισθή το πλοίον εις ολίγον διάστημα. Τότε ο Άγιος, βλέπων τον επικρεμάμενον κίνδυνον, ελυπήθη ότι έμελλε να συναπολεσθή με βαρβάρους και εδεήθη μετά δακρύων προς τον Δεσπότην Χριστόν, ταύτα με πίστιν ανόθευτον λέγων· «Σώσον με, Κύριε Ιησού Χριστέ, καθώς έσωσας τους μαθητάς Σου κινδυνεύοντας, ότι Συ εξουσιάζεις την θάλασσαν και καταπραϋνεις τον σάλον των κυμάτων αυτής όταν βούλεσαι». Ταύτα του Οσίου προσευξαμένου με δάκρυα (ω της προς τους φιλούντας Σε, Χριστέ, χρηστότητος, αγάπης και οικειότητος!) παρευθύς έπαυσεν η ταραχή της θαλάσσης και εγένετο γαλήνη θαυμασία. Οι δε αγνώμονες βάρβαροι, αντί να ευχαριστήσουν τον Όσιον, τον εφθόνησαν και ηβουλήθησαν να τον ρίψουν εις το πέλαγος, λέγοντες ότι την θάλασσαν εμάντευσε, διότι ύψωσε την Παναγίαν ο Άγιος, κατά την συνήθειαν. Αλλά η θεία χάρις, ήτις τον εφύλαττεν εις πολλών ωφέλειαν, τους ημπόδισεν από τοιούτον επιχείρημα, φωτίζουσα ένα ναύτην, όστις ήτο φιλανθρωπότερος και συνεβούλευσε τους άλλους να μη τον πνίξωσι. Λυτρωθείς λοιπόν ο Όσιος από την επιβουλήν, με την συμβουλήν του ανθρώπου εκείνου έφθασεν εις το Μοναστήριον. Ιδόντες δε αυτόν οι αδελφοί εχάρησαν, διότι ακόμη τον εχρειάζοντο να τους καταρτίση με νουθεσίας προς ευταξίαν και βελτίωσιν. Ωσαύτως ηυφράνθη και ο Άγιος και εδόξασε τον Κύριον, βλέπων αυτούς ότι εφύλαττον τας παραγγελίας του. Διηγήθη δε και τα συμβάντα εις την θάλασσαν προς τον Πνευματικόν Ματθαίον απόκρυφα. Μετά ταύτα επλήθυναν τα κελλία και οι αδελφοί πάντες εις τας αρετάς προέκοπτον θεία δυνάμει και χάριτι. Και όχι μόνον τα Κοινόβια ηύξανον, αλλά και τινα Καθίσματα (Κάθισμα ονομάζεται παρά τοις Μοναχοίς κελλίον ησυχαστικόν μακράν του Μοναστηρίου ευρισκόμενον, αλλ’ εξ αυτού εξαρτώμενον, εις το οποίον διαμένουν εις ή περισσότεροι Μοναχοί.) έγιναν, εκ των οποίων δεν υπήρχον πρότερον εις την Σκήτην και καθ’ εκάστην προέκοπτον· ότι πριν έλθη εις την Βέροιαν ο Όσιος, πολύ ολίγοι και σπάνιοι ευρίσκοντο οι ενάρετοι. Αλλά μετά την αυτού επέλευσιν, πολλοί την πολιτείαν αυτού ζηλώσαντες εγέμισαν τα περίχωρα, όχι μόνον άνδρες, αλλά και γυναίκες και παιδία έφευγον από τας οικίας των δια την Ουράνιον Βασιλείαν και εμόναζον. Εκείνας τας ημέρας απέθανεν ο της Βεροίας Επίσκοπος και συναχθέντες όλοι συνεφώνησαν να ψηφίσουν τον Όσιον. Πηγαίνοντες λοιπόν οι πρόκριτοι εις το Μοναστήριον, τον παρεκάλεσαν πολύ να δεχθή την προστασίαν και δεν ηθέλησε, κρίνων τον εαυτόν του, ως ταπεινόφρων, τοιαύτης αξίας ανάξιον και παρεβίασαν αυτόν να τους υπακούση· δια να μη τον πειράζουν δε, τους είπε να καρτερήσουν έως την άλλην ημέραν να τους δώση απόκρισιν. Ανοίξας δε ο Όσιος το ιερόν Ευαγγέλιον ανέγνωσεν ένα στίχον και γνωρίσας ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να γίνη Αρχιερεύς, έφυγεν εις τόπον απόκρυφον. Το πρωϊ, ζητήσαντες αυτόν εις τα περίχωρα, δεν τον εύρον· όθεν επιστρέψαντες περίλυποι εχειροτόνησαν τινά καλούμενον Νεόφυτον, τον οποίον μετά χρόνους ατίμως καθήρεσαν. Ο δε Όσιος, αφού έκαμεν εκεί εις την Σκήτην της Βεροίας πολύν καιρόν, ηθέλησε να υπάγη εις τα μέρη του Ολύμπου, δια να εύρη τόπον ήσυχον να κατοικήση να μη του δίδουν ενόχλησιν. Απελθών λοιπόν εις χωρίον τι, Μαλαθραίαν καλούμενον, κείμενον εις τους πρόποδας του όρους, έμεινεν εις την οικίαν ενός φιλοχρίστου, τον οποίον ηρώτησεν ακριβώς δια την θέσιν του τόπου, εάν είχεν ύδωρ και δένδρα· ο δε είπεν εις αυτόν όλην την αλήθειαν, ότι ήτο ο τόπος ωραιότατος με πολλάς πηγάς και δένδρα μεγάλα, πεύκα και έτερα και με κοιλάδας ωραιοτάτας. Ταύτα ακούσας εχάρη ο Όσιος και τον παρεκάλεσε δια τον Κύριον να τον οδηγήση έως εκεί. Απήλθον λοιπόν εις τον τόπον, όπου τώρα το Μοναστήριον της Αγίας Τριάδος, και βλέπων ο Όσιος τοιούτον τόπον χαριέστατον, επλήσθη χαράς και αγαλλιάσεως και έμεινεν ώραν πολλήν θαυμάζων και στοχαζόμενος την θέσιν του τόπου, το ύψος των δύο κορυφών του όρους, τα πολλά και μεγάλα δένδρα, την ομαλήν πεδιάδα και το πόσιμον ύδωρ εκείνο το διαυγές και γλυκύτατον. Ταύτα ιδών ο Όσιος έλεγε ταύτα κατά διάνοιαν· «Ώδε κατοικήσω, ότι ηρετισάμην» (Ψαλμ. 131:15) το όρος αυτό το θαυμάσιον. Ευχαριστήσας δε του φιλοχρίστου ανδρός, είπεν εις αυτόν· «Ύπαγε, δούλε του Θεού, εις τον οίκον σου και εγώ απομένω εδώ να γυρίσω όλον το όρος, να ίδω εάν μου αρέση εις κατοίκησιν». Έμεινε λοιπόν εκεί ημέρας τινάς. Έπειτα, επειδή δεν είχε τροφήν, κατέβη εις την οικίαν εκείνου του ανθρώπου και ηγόρασεν ολίγον άλευρον και το εζύμωσε, με το οποίον πολλάς ημέρας επέρασεν. Εις ολίγον καιρόν ηκούσθη εις τα περίχωρα ότι εις Ασκητής πνευματοφόρος ανεφάνη εις τον Όλυμπον· όθεν ήλθεν άλλος τις Μοναχός να συνοικήσουν, τον οποίον ο Όσιος περιχαρώς υπεδέχθη· και μεθ’ ημέρας τινάς ήλθον και άλλοι και πάλιν έτεροι, ώστε πολύ επλήθυνον. Όθεν ο Όσιος προσεκάλεσε κτίστας να οικοδομήσουν κελλία και Εκκλησίαν προς σωματικήν και ψυχικήν ανάπαυσιν. Κτίζοντες λοιπόν οι Μοναχοί τα κελλία, επήγαν τινές Χριστιανοί από αγνωσίαν και απλότητα και είπον εις τον Αγαρηνόν εκείνον, όστις ώριζε τότε το όρος, ότι ήλθεν εκεί ένας Ασκητής Άγιος και έκτιζε Μοναστήριον. Ταύτα ακούσας ο ηγεμών, Σάκος καλούμενος, πολύ εθυμώθη, ότι έκτισαν χωρίς το θέλημά του, ενώ αυτός είχε τον τόπον αγοράσει· και πηγαίνων εις τον δικαστήν της Λαρίσης, όστις εξουσίαζε τα περίχωρα, εξέδωσε διαταγήν να υπάγωσιν εις τον δικαστήν δεδεμένους όλους τους Μοναχούς και τον Όσιον, τας δε οικοδομάς να κρημνίσωσι. Ταύτα μαθών εις Ιερεύς από το Λιτόχωρον εμήνυσε του Αγίου να φύγωσι σύντομα, ίνα μη τους φυλακίσωσιν· ο δε Όσιος ελυπήθη ότι εξωρίζετο από τοιούτον τόπον ψυχοσωτήριον, όμως μετά δακρύων ανεχώρησε με τους αδελφούς, ταύτα λέγων· «Εάν είναι θέλημά σου, Χριστέ μου, να γίνη εδώ Μοναστήριον, δείξε την άμαχόν Σου δύναμιν και οικονόμησε να επιστρέψω εδώ γρήγορα». Αναχωρήσαντες δε εκείθεν επήγαν εις το όρος της Ζαγοράς και βλέπων, ότι ήτο και εκείνος ο τόπος δια κατοικίαν Μοναχών επιτήδειος, ηθέλησε να κτίση κελλία και Εκκλησίαν εις δόξαν Θεού και αίνεσιν ακατάπαυστον· και ούτως εις ολίγας ημέρας εποίησεν. Και τόσον πλήθος Μοναχών εσυνάχθησαν από την καλήν φήμην του Οσίου, άλλοι δια να τον ίδωσι και έτεροι χάριν εξομολογήσεως, ώστε έγινεν ο τόπος εκείνος σχεδόν πόλις πολυάνθρωπος. Υπομείνας λοιπόν εκεί χρόνον ένα και πολλούς προς σωτηρίαν οδηγήσας, έγραψε τύπον εκείνον των αδελφών, πως να διάγωσιν· έπειτα πάλιν υπέστρεψαν εις τον Όλυμπον με τρόπον θαυμάσιον· και ακούσατε την αιτίαν, να λάβετε πολλήν αγαλλίασιν και να γνωρίσετε πόσην παρρησίαν είχε προς τον Θεόν ο θεόπνευστος Διονύσιος. Από την ώραν όπου τον εδίωξαν από τον Όλυμπον, δεν έβρεξεν εις εκείνην την περιοχήν και είχον λύπην πολλήν οι εγχώριοι δια την πείναν και τον λιμόν όστις ενέσκηψεν. Ημέραν δε τινά εφάνησαν σύννεφα πολλά εις τα δύο χωρία του Ολύμπου, Μαλαθραίαν και Λιτόχωρον· ταύτα βλέποντες οι άνθρωποι των άλλων χωρίων αυτούς εμακάριζον, νομίζοντες ότι πολλή βροχή ήρχετο· αλλ’ αυτό ήτο όλος θυμός και οργή θεήλατος, ότι πολλή και μεγάλη χάλαζα έπεσεν, ώστε εχάλασεν όλα τα δένδρα, αμπελώνας και χωράφια και τα κεραμίδια όλα των οικιών συνέτριψεν, ώσπερ να τα εκτύπα τις με σιδηράν ράβδον· και τόσον μεγάλαι βροχαί και αστραπαί εγίνοντο, ώστε έπιπτον επί της γης οι άνθρωποι πρηνείς και ήτο χάλαζα επάνω εις την γην τρεις σπιθαμάς· τότε λοιπόν οι εγχώριοι έκλαιον την μεγάλην αυτών συμφοράν, μη ηξεύροντες το αίτιον· αλλά οι γνωστικοί και ευλαβείς το εκατάλαβαν λέγοντες· «Επειδή εδιώξαμεν απ’ εδώ τον Ασκητήν και Άγιον άνθρωπον, μας παιδεύει ο Κύριος δίκαια». Και ο Ιερεύς εκείνος, όστις του εμήνυσε να φύγη, ταύτα εφώναζεν· «Ω της συμφοράς! Βαβαί της του Θεού δικαιοκρισίας! Δια να εξορίσωμεν τον Όσιον Διονύσιον μάς ήλθε τοιαύτη συμφορά ανέλπιστα· αλλά εάν δεν τον προσκαλέσωμεν να κάμη προς Κύριον δέησιν, ίνα μας συγχωρήση, θέλομεν απολεσθή ολότελα». Ταύτα ο λαός ακούοντες, εδέοντο μετά δακρύων να τους συγχωρήση ο Κύριος. Ο δε ηγεμών, βλέπων των καρπών την απώλειαν, ελυπείτο διότι δεν είχε να πληρώση τους φόρους της βασιλείας και ερωτήσας τους ανθρώπους τις ήτο η αιτία και τους ήλθε τοιαύτη συμφορά και φθορά της εσοδείας αυτών, του απεκρίθησαν· «Διότι εδιώξαμεν απ’ εδώ τον Ασκητήν εκείνον, όστις ήτο Άγιος άνθρωπος, μας ήλθε τοσαύτη απώλεια και εάν δεν προσκαλέσωμεν αυτόν πάλιν και να τον παρακαλέσωμεν να έλθη εις το κελλίον του, μας αποστέλλει ο Κύριος ζημίαν και θλίψιν μεγαλυτέραν». Τους λέγει ο ηγεμών· «Υπάγετε λοιπόν οι πρόκριτοι με ένα Ιερέα και δύο από τους δούλους μου με γράμμα μου και παρακαλέσατε αυτόν να έλθη χωρίς φόβον εις το όρος να κατοικήση με τους συντρόφους του». Απελθόντες λοιπόν έφθασαν εντός τριών ημερών εις την Ζαγοράν, και ευρόντες τον Όσιον και ασπασάμενοι αυτόν, του έδωκαν το εσφραγισμένον του ηγεμόνος πιττάκιον, λέγοντες δια στόματος καταλεπτώς την υπόθεσιν. Ο Όσιος όμως εδίσταζε φοβούμενος μήπως τον ζητούσι με επιβουλήν να τον κακοποιήσωσιν· αλλά ο Ιερεύς του ώμοσεν, ότι δεν ήτο δόλος, αλλ’ αλήθεια και εφίλησαν την χείρα αυτού οι υπηρέται του ηγεμόνος με πολλήν ταπείνωσιν λέγοντες· «Ο αυθέντης μας σε χαιρετά πολλά και σε παρακαλεί να έλθης εις το Μοναστήριόν σου να ευλογήσης τον τόπον, ότι αφ’ ότου ανεχώρησας δεινώς βασανίζεται». Τότε έλαβε θάρρος ο Άγιος και έστερξε να υπάγη· οι δε Ζαγοριανοί συναθροισθέντες έμπροσθεν αυτού ωδύροντο δια την φυγήν του και έλεγον· «Μη εγκαταλείψης ημάς ορφανούς, αλλά ενθυμού ημάς εις τας ευχάς σου, να παρακαλέσης τον Κύριον δι’ ημάς». Ο δε Όσιος τους έταξε να τους επισκέπτεται πάλιν πολλάκις προς νουθεσίαν των και ούτως επέστρεψεν εις το Λιτόχωρον. Ακούσαντες οι εγχώριοι τον ερχομόν του εχάρησαν και συναθροισθέντες όλοι τον επροσκύνησαν· και αυτός ο ηγεμών ήλθε πεζός και τον εχαιρέτησε λέγων· «Χαίροις, Πάτερ τίμιε, και συγχώρησόν μας εις όσα σου επταίσαμεν, ότι δεν ηξεύραμεν ότι είσαι δούλος Θεού και ανέβα τώρα χωρίς τινά φόβον εις το όρος, κτίσε Εκκλησίαν και οικοδομάς όσας βούλεσαι, να έχουν οι Μοναχοί σου ανάπαυσιν, να δοξάζετε τον Θεόν αμέριμνα». Τότε ο Όσιος τον ηυχαρίστησε και έταξε να παρακαλή τον Κύριον δι’ αυτόν να γίνη πολύχρονος· έλαβε δε υπ’ αυτού εξουσίαν έγγραφον να οικοδομήση Ναόν και κελλία όσα βούλεται. Ανελθών λοιπόν εις το όρος κατώκησε πρώτον εις ένα σπήλαιον και έκτισεν εκεί μικράν Εκκλησίαν, νομίζων ότι δεν συνάζονται πολλοί άνθρωποι· αλλά ύστερα ήλθον αναρίθμητοι, ουχί πλούσιοι αλλά πτωχοί και πένητες και εγίνοντο Μοναχοί δια την στενοχωρίαν των, τους οποίους υπεδέχετο ο Όσιος ως από Θεού πεμπομένους, αυτόν μιμούμενος, λέγοντα· «Τον ερχόμενον προς με ου μη εκβάλω έξω» (Ιωάν. στ: 37). Απελθών δε εις τας χώρας εζήτει βοήθειαν δια την των αδελφών κυβέρνησιν και ούτως εσώζοντο και οι Μοναχοί σωματικώς υπ’ αυτών τρεφόμενοι και οι κοσμικοί με την ελεημοσύνην την οποίαν τους έδιδον. Εις αυτό έβαλεν ο Άγιος πολλήν επιμέλειαν, ήτοι να σώση ψυχάς ανθρώπων, να γίνη στόμα Θεού, καθώς Αυτός εις τον Ιερεμίαν εδήλωσε λέγων· «Εάν εξαγάγης τίμιον από αναξίου, ως το στόμα μου έση» (Ιερ. ιε: 19). Λέγει δε και ο Αδελφόθεος Ιάκωβος, ότι όποιος διδάξη αδελφόν και τον επιστρέψη εις μετάνοιαν, ας ηξεύρη, ότι αυτός θέλει σώσει και την ιδικήν του ψυχήν από τον θάνατον και θα εξαλείψη όλα του τα αμαρτήματα. Ταύτα γιγνώσκων ο μακάριος εμερίζετο εις τρία, εις την ησυχίαν, εις την αύξησιν του Μοναστηρίου και εις την των χριστιανών ωφέλειαν και ποτέ μεν ησύχαζεν εις το του Γολγοθά σπήλαιον, ποτέ δε εις το όρος των Ελαιών, άλλοτε εις τον Άγιον Λάζαρον ή και εις το Μέγα Σπήλαιον, εις το οποίον αναβλύζει ύδωρ ηδύτατον· τας ονομασίας αυτάς είχε δώσει ο Όσιος και εκεί εις τον Όλυμπον, όταν ήλθεν από τα Ιεροσόλυμα. Είχε δε και συνήθειαν να αναβαίνη εις την κορυφήν του Ολύμπου δύο φοράς τον χρόνον να λειτουργή ο αείμνηστος, την στ΄ (6ην) Αυγούστου, κατά την οποίαν εορτάζομεν την του Σωτήρος Χριστού Μεταμόρφωσιν και την κ΄ (20ην) Ιουλίου, εορτήν του Προφήτου Ηλιού. Εις τούτον τον τόπον και Ναόν εις το όνομα του Προφήτου Ηλιού ωκοδόμησεν ο Όσιος και πηγαίνουν έως την σήμερον οι Μοναχοί κάθε χρόνον και χαρμονικώς εορτάζουσι. Μετά καιρόν, βλέπων ο Όσιος, ότι οι αδελφοί επλήθυναν, ηθέλησε να κτίση την πρώτην οικοδομήν και να την στερεώση με τείχη και να κτίση κελλία δια την των αδελφών ανάπαυσιν. Αυτός λοιπόν εβοήθει τους κτίστας εις τας βαρείας υπηρεσίας, έφερεν εις την κάμινον ξύλα, λίθους και εις όλα συνεκοπίαζεν ως οι εργάται και δεν εκουράζετο από τον πόθον, τον οποίον είχε και την ευλάβειαν. Έκτισε δε πολλούς Ναούς του Θεού, τους οποίους δια συντομίαν δεν γράφομεν. Και με όλους αυτούς τους κόπους δεν ημέλει ποσώς την εγκράτειαν, αν και άλλοι έτρωγον πολλάκις οψάριον και έπινον δια τον κόπον δια να δύνανται να δουλεύωσιν, αυτός όμως μόνον οπώρας έτρωγε και ύδωρ έπινεν· αλλά ας είπωμεν ολίγα τινά από τα πολλά του θαυμάσια, δια να γνωρίσητε πόσην παρρησίαν είχε προς Κύριον. Εν μια των ημερών επήγεν εις ένα χωρίον δια να διορθώση ψυχάς ο θαυμάσιος· και όταν έλειπεν ο Όσιος, ήλθεν εις βοσκός εις το Μοναστήριον τού κάτω σπηλαίου και βλέπων, ότι ο τόπος ήτο δια μάνδραν προβάτων επιτήδειος, εσύναξε ξύλα, ο αλιτήριος, να κτίση μικρόν οικητήριον· οι νεώτεροι Μοναχοί τον συνεβούλευον να μη επιχειρήση τοιαύτην πράξιν, δια να μη σκανδαλίση τον Άγιον· αλλ’ αυτός τους ύβρισε και έκαμεν ό,τι εβούλετο. Μετά τρεις ημέρας ήλθεν ο Όσιος και έστειλεν ένα νεώτερον να φέρη ύδωρ να πίωσιν, ο δε ανήγγειλεν εις αυτόν δια τον βοσκόν, ότι έκαμε μάνδραν και εφοβείτο τους κύνας να μη τον δαγκάσωσιν· του λέγει ο Όσιος· «Ύπαγε εις την βρύσιν και μη φοβείσαι». Ο δε απελθών, όταν επέστρεφε, τον εδάγκασεν εις κύων και ελθών εις τον Όσιον έκλαιεν· όθεν εξήλθεν ο Όσιος και με πραότητα συνεβούλευσε τον βοσκόν λέγων· «Διατί ήλθες εδώ να μας πειράζης, άνθρωπε; Δεν εύρες άλλού τόπον να κάμης την μάνδραν σου, παρά εδώ εις το Μοναστήριόν μας, να μας δίδης ενόχλησιν; Σύρε απ’ εδώ με την ποίμνην σου, να μη σε εύρη η οργή του Θεού». Ο δε βοσκός, ως αγροίκος και άγνωστος, απεκρίνατο· «Κανένας πειρασμός σας έφερεν εδώ, γέρον, να μου εμποδίζετε τα πρόβατα»; Του λέγει ο Όσιος· «Τα πρόβατά σου ευρίσκουν ανάπαυσιν εις κάθε τόπον ως ζώα άλογα, ημείς δε τα λογικά του Δεσπότου πρόβατα δεν έχομεν αλλού τόπον αρμόδιον προς Θεού ευαρέστησιν». Ταύτα μεν έλεγε προς τον ασύνετον βοσκόν ο Όσιος, αλλ’ αυτός ο ανόσιος τον ύβρισεν άσχημα και αναίσχυντα, ούτω λέγων· «Δεν πηγαίνω εγώ απ’ εδώ, όπου εγεννήθην και ανετράφην, αλλά συ φύγε, όστις ήλθες προχθές και δεν εξουσιάζεις τον τόπον κακόγηρε». Τότε ο Όσιος απεκρίνατο λέγων· «Ευλογητός ο Θεός, όστις οικονομεί προς το συμφέρον μας άπαντα· αυτός, εάν είναι θέλημά του εδώ να οικήσω, να σε παιδεύση σε και τα πρόβατα, δια να καταλάβης τις είναι ο Θεός και πως πρέπει να τιμάς τους δούλους Του». Ταύτα ειπών ο Όσιος απήλθεν εις το κελλίον του· ο δε ελεεινός εκείνος βοσκός, μη βάλλων ποσώς εις τον νουν του την του δικαίου δικαίαν απόφασιν, επήγε να βοσκήση εις τους πρόποδας του όρους τα πρόβατα· αλλά (ω του θαύματος, ω της ταχείας του Θεού εκδικήσεως!) εξερριζώθη αυτομάτως μία πέτρα από το υψηλότερον μέρος του όρους και εφόνευσε πολλά πρόβατα. Και πάλιν ο ασύνετος δεν εκατάλαβεν, ότι η κατάρα του Οσίου τον έφθασε, να του ζητήση συγχώρησιν εις όσα αφρόνως ελάλησεν, αλλά πάλιν έβοσκεν εις του Μοναστηρίου τα όρια· όθεν εις ολίγας ημέρας εψόφησαν όλα τα πρόβατα και αυτός έπεσεν εις μεγάλην ασθένειαν και εκοίτετο εις τους ορώντας ελεεινόν και ξένον θέαμα και μήτε να φάγη μήτε να πίη ηδύνατο, αλλ’ έμεινεν ωσάν σκιά· η όψις του εγένετο μέλαινα, από δε τους πόνους επεθύμει τον θάνατον. Οψέποτε λοιπόν ενθυμηθείς την του Οσίου επιτίμησιν και την αυτού προς εκείνον αυθάδειαν, ανήγγειλε προς τους συγγενείς αυτού την υπόθεσιν και αυτοί τον συνεβούλευσαν να υπάγη προς αυτόν να ζητήση συγχώρησιν να ιατρευθή ή καν να τελευτήση, ίνα μη βασανίζεται. Τον εφόρτωσαν λοιπόν εις ένα ονάριον και τον επήγαν εις το όρος. Τότε έτυχε και κατέβαινεν ο Άγιος και ερωτήσας αυτούς που επήγαιναν του ανήγγειλαν καταλεπτώς την υπόθεσιν· ο δε Όσιος τον ελυπήθη ως συμπαθής και εύσπλαγχνος και ευλογήσας αυτόν, επρόσταξε να τον αφήσουν εκεί εις την Μονήν να τρώγη από τα κράνα, τα οποία έτρωγαν οι Μοναχοί· εις επτά δε ημέρας ιατρεύθη τελείως και επέστρεψε περιπατών εις τον οίκον του. Άλλην φοράν έτυχεν ο Όσιος εις την περιοχήν του Κίτρους εις ένα χωρίον Τουρίαν καλούμενον, οι δε Χριστιανοί τον παρεκάλεσαν να προσμείνη ολίγας ημέρας να εξομολογηθούν και υπήκουσεν. Αφού λοιπόν έμεινε τρεις ημέρας και εξωμολόγησε πολλούς, ήτο εκεί και εις δημογέρων, ένυλος δαίμων, όστις δεν εξωμολογήθη ουδέποτε, αλλά μάλιστα και τους άλλους εχλεύαζε, διότι εξωμολογούντο τας πράξεις αυτών εις άνθρωπον ομοιοπαθή, όστις δεν δύναται να τους ωφελήση. Ταύτας και άλλας φλυαρίας λέγων εκείνος ο ασυνείδητος, το έμαθεν από τινα Ιερέα ο Όσιος και τον παρεκάλεσε να παρακινήση τον δημογέροντα να τον φέρη εκεί να συνομιλήσωσι· τούτου δε γενομένου και ιδών αυτόν ο Όσιος του είπε πολλάς ρήσεις του ιερού Ευαγγελίου, ότι μας προστάσσει ο Κύριος να εξομολογούμεθα αλλήλοις τα παραπτώματα ημών και έχουσι την εξουσίαν οι Αρχιερείς και οι Ιερείς να συγχωρώσι τα αμαρτήματα, εκείνος δε όστις καταφρονεί την εξομολόγησιν κολάζεται. Αυτά και έτερα πλείονα είπε προς αυτόν ο Όσιος, ελπίζων να τον φέρη εις μεταμέλειαν· αλλ’ αυτός ο ανόσιος τον περιεγέλα και εχλεύαζεν. Όθεν ιδών αυτόν αδιόρθωτον, είπε ταύτα, τον Μέγαν Παύλον μιμούμενος· «Επειδή διαστέφεις τας ευθείας οδούς του Κυρίου και χλευάζεις τους λόγους μου και τας του Χριστού παραγγελίας, ταλαίπωρε, ιδού χειρ Κυρίου επί σε και οργή ανηλεής επί τον οίκον σου, δια να ίδωσι και άλλοι να επιστρέψουν προς μετάνοιαν». Ταύτα ειπών, επήγεν εις την οδόν του ο Όσιος, ο δε ανόσιος εκείνος έπεσε με όλους της οικίας αυτού εις ασθένειαν και οι μεν άλλοι όλοι κακώς ετελεύτησαν, αυτός δε εκοίτετο ελεεινόν θέαμα και εβασανίζετο δικαίως ο άδικος. Τότε τινές των συγγενών του εμήνυσαν του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν να υπάγη να του δώση βοήθειαν. Ο μεν λοιπόν Όσιος εκίνησε παρευθύς, αλλά προτού να φθάση εις τον άρρωστον, αυτός ο άθλιος ελεεινώς εξεψύχησεν. Εις τούτο πολλά ελυπήθη ο Άγιος, ότι δεν τον επρόφθασε ζώντα ίνα τον φέρη εις μετάνοιαν. Αλλά ας είπωμεν και άλλο παρόμοιον δια να γνωρίσετε του Οσίου την δύναμιν. Πηγαίνωνο Όσιος την άνοιξιν εις την πόλιν Κατερίνην, συνήντησε καθ’ οδόν νεάνιδας τινάς με νέους, αι οποίοι ετραγουδούσαν άσεμνα και άπρεπα λόγια, με τα οποία επαρακινούσαν τους νέους εις αισχράς και ατόπους επιθυμίας. Ταύτα ακούων ελυπήθη ο μακάριος και λέγει εις αυτάς· «Διατί λέγετε σεις, αίτινες είσθε παρθένοι, αυτά τα αισχρά και άσεμνα λόγια και μολύνετε την παρθενίαν σας και παρακινείτε και τους νέους αυτούς προς ασέλγειαν και δεν ενθυμείσθε τον θάνατον»; Ταύτα ειπόντος του Οσίου εσιώπησαν όλαι, μόνον δε μία, ήτις ήτο πλέον αναίσχυντος, απεκρίθη με αυθάδειαν λέγουσα· «Σεις πορνεύετε, ψευδομόναχοι, και ημάς διδάσκεις, υποκριτά, και δεν υπάγεις εις την οδόν σου; Τι σε μέλει δι’ ημάς, αίτινες δεν σε συγγενεύομεν»; Τότε της λέγει ο Όσιος· «Ευλογητός ο Θεός, όστις οικονομεί προς το συμφέρον άπαντα· αυτός να παιδεύση, αφρονεστάτη, την αχαλίνωτον γλώσσαν σου, δια να γίνης εις τας άλλας, προς σωφρονισμόν, υπόδειγμα». Ταύτα ειπών, επήγε το βράδυ και έμεινεν εις ένα φιλομόναχον· εκείνη δε η ταλαίπωρος πριν φθάση εις την οικίαν τού πατρός της εδαιμονίσθη αφρίζουσα και την γην λακτίζουσα. Οι δε γονείς αυτής ελυπούντο μη γιγνώσκοντες πόθεν της ήλθε τοιαύτη παίδευσις, αλλά μία από τας συντρόφους της είπεν εις αυτούς καταλεπτώς την υπόθεσιν· όθεν έδραμον μετά δακρύων εις όλην την πόλιν ερωτώντες δια τον Ασκητήν εις ποίον οίκον κατέλυσε και ευρόντες αυτόν, έπεσον εις τους πόδας του, δεόμενοι να συγχωρήση την άγνωστον παίδα, ως αμνησίκακος· ο δε Όσιος, ευλογήσας αυτήν, εσωφρόνισε ψυχή τε και σώματι και ιαθείσα δεν υπανδρεύθη από τον φόβον της, αλλά ετέλεσε την ζωήν της σώφρονα. Ήτο τις Μοναχός εις την Βέροιαν, όστις εγνώριζεν ολίγα γράμματα και επειδή του έτυχε εν μαντικόν βιβλίον εις χείρας του, ανέγνωσε δια δοκιμήν ολίγον, επικαλούμενος τους δαίμονας. Νύκτα δε τινά κοιμώμενος, είδεν εις όνειρον γιγαντιαίον τινά αιθίοπα, όστις του λέγει· «Επειδή με προσεκάλεσες ήλθα και εάν θέλης προσκύνησόν με να σου κάμω το ζήτημα». Ο δε Μοναχός, γνωρίσας ότι ήτο ο δαίμων, είπεν εις αυτόν· «Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και αυτώ μόνω λατρεύσω». Τότε του έδωκεν ο δαίμων εις το πρόσωπον μετά θυμού μέγα ράπισμα λέγων· «Επειδή δεν με προσκυνείς, διατί με εκάλεσες»; Τότε από τον πόνον ο Μοναχός εξύπνησε και δυνατά εφώναζε κλαίων και συναχθέντες τινές είδον την σιαγόνα του τόσον πρησμένην και μαυρισμένην, ώστε ήτο ξένον θέαμα· εις ολίγας δε ημέρας επρήσθη και εμαύρισεν έτι χειρότερα, οι δε οφθαλμοί του ποσώς δεν εφαίνοντο. Όθεν έστειλαν μήνυμα εις τον Άγιον να έλθη να τον ίδη. Βλέπων δε αυτόν ο Όσιος έκαμε προσευχήν εις τον Κύριον και ψάλλοντες της Θεοτόκου την παράκλησιν, τον έχρισε με θείον μύρον και ιατρεύθη δοξάζων τον Κύριον. Γυνή τις χήρα, Ζωή ονόματι, είχε δύο παίδας, Δημήτριον και Αρσένιον, εις τούτον δε ήλθε δεινή ασθένεια και επρήσθη το πρόσωπόν του, η δε Ζωή ως μήτηρ περισσώς εθλίβετο· όθεν λέγει εις αυτήν ο Δημήτριος· «Εάν δεν υπάγω τον αδελφόν μου εις τον Όλυμπον, όπου ασκητεύει ο Αββάς Διονύσιος, δεν θεραπεύεται». Η δε είπεν εις αυτόν· «Ύπαγε». Απελθόντες λοιπόν εις τον Όσιον και ειπόντες την υπόθεσιν, τους υπεδέχθη ασμένως και ποιήσας ευχήν εις τον άρρωστον και χρίσας αυτού το πρόσωπον με άγιον έλαιον, εις ολίγας ημέρας εθεραπεύθη· προσμείνας δε εκεί ολίγον καιρόν, ωρέχθη τας τάξεις των Μοναχών ο Αρσένιος και έβαλε γνώμην να γίνη Μοναχός· συμβουλευθείς δε και τον Δημήτριον τον παρεκίνησε και εκείνος να το κάμη, υποσχόμενος να γίνη και αυτός ύστερα. Ερρασοφόρεσε λοιπόν ο Αρσένιος, ο δε Δημήτριος επιστρέψας εις τον οίκον των ανήγγειλεν εις την μητέρα του το γενόμενον, ήτις ελυπήθη τόσον ώστε εθρήνει απαρηγόρητα. Γυνή δε τις την συνεβούλευσε να πληρώση μάντισσαν τινά, να τον κάμη να φύγη από το Μοναστήριον. Έκαμε λοιπόν την κακοπραγίαν η μάντισσα, επικαλουμένη με επωδάς τον έξαρχον των δαιμόνων, τον οποίον έστειλεν εις τον Όλυμπον να βγάλη από την Μονήν τον Αρσένιον. Αλλά δεν ηδυνήθη ποσώς ο αδύνατος να έμβη εις το Μοναστήριον· ότι η θεία δύναμις, ήτις κατώκει εκεί, τον εδίωκεν· όθεν επιστρέψας εις την μητέρα τού Αρσενίου κατησχυμμένος και άπρακτος, την έσφιγγεν από τον λαιμόν και την έδερε λέγων· «Διατί με έστειλες εις τον Ασκητήν, τον δούλον του Θεού, τον οποίον δεν δύναμαι να πλησιάσω; Αλλ’ εγώ να σου δώσω την πρέπουσαν αντάμειψιν». Ταύτα λέγων ο δαίμων συχνάκις αυτήν ελάκτιζε δυνατά και την εμάστιζε, η δε εφώναζε· συναχθέντες δε οι γείτονες και ερωτώντες την αιτίαν, ωμολόγησε την αλήθειαν· έστειλε δε τον Δημήτριον να προσκαλέση τον Άγιον και παρευθύς ως ήλθε και έκαμεν ευχήν δι’ αυτήν προς Κύριον ιατρεύθη· όθεν ύστερον ηγάπησε τόσον το σχήμα των Μοναχών, ώστε έγινε και αυτή Μοναχή, καθώς επίσης και ο Δημήτριος. Άλλη τις γυνή, ονόματι Παρασκευή, από το χωρίον Ραψάνη, ήτο συγκύπτουσα και έκυπτε τόσον η κεφαλή της, ώστε έφθασεν έως τα γόνατα και ήτο εις τους ορώντας ελεεινόν θέαμα και ούτε να καθίση ή να περιπατήση ή να σηκώση ποσώς επάνω την κεφαλήν ηδύνατο· ο δε ανήρ αυτής ελυπείτο πολύ και εξώδευεν εις τους ιατρούς ανωφελώς τα αργύρια, ότι ανθρωπίνη δύναμις δεν έφθανε να την θεραπεύση, μόνον ο Θεός ο πάντα δυνάμενος, όστις ωκονόμησε και έτυχεν εις αυτό το χωρίον ο δούλος του Διονύσιος, τον οποίον παρεκάλεσε μετά δακρύων ο ανήρ τής ασθενούς να κοπιάση εις την οικίαν του, να κάμη δι’ αυτήν προς Κύριον δέησιν. Απελθών λοιπόν ο Όσιος προσηύξατο και εγγίσας την δεξιάν εις την άρρωστον (ω του θαύματος!) ευθύς ηγέρθη ορθή· οι δε παρόντες ορώντες τοιούτον τέρας εξίσταντο και ίσταντο ευχαριστούντες τον υπουργόν ταύτης της ευποιϊας και δοξάζοντες τον Δημιουργόν και Σωτήρα μας. Εις άλλο χωρίον Ίσβορον καλούμενον ήτο άνθρωπος τις, έχων θυγατέρα οχλουμένην υπό του πονηρού δαίμονος, ο δε πατήρ αυτής ησθάνετο τους πόνους εις την καρδίαν περισσότερον από την κόρην· εδοκίμασε λοιπόν με πολλούς τρόπους να την θεραπεύση, αλλά δεν ηδυνήθη. Τέλος πάντων ενεθυμήθη τον Όσιον και απελθών έπεσεν εις τους πόδας αυτού, δεόμενος να την ιατρεύση δια τον Κύριον. Όθεν επήγεν εις την οχλουμένην ο Άγιος και προσευξάμενος έφυγεν ευθύς το πονηρόν δαιμόνιον, καθώς υπό του φωτός το σκότος διώκεται. Αυτά και έτερα περισσότερα ετέλεσεν ο θεόπνευστος, τα οποία δια συντομίαν δεν γράφομεν· μόνον δε δια το προορατικόν το οποίον είχε να είπωμεν ολίγα τινά, δια να καταλάβετε ότι και το προφητικόν είχε χάρισμα. Ότε ήτο εις το όρος της Δημητριάδος ο Άγιος, του είπεν ο οικονόμος του Μοναστηρίου εκείνου, ότι δεν είχον ρόβην να φάγουν οι βόες· όθεν επήγεν εις ένα χωρίον Πορταριάν καλούμενον και έμεινεν εις την οικίαν ενός Ιερέως και αφού εσύντυχε ψυχωφελή και χρήσιμα λόγια, είπε και τούτο, ότι εχρειάζετο ρόβην και να του δανείση έως την άνοιξιν· ο δε Ιερεύς είχεν ένα κάδον γεμάτον, αλλά επροφασίσθη ότι δεν είχε και επήγε να ζητήση εις τους γείτονας· και καθώς εβγήκεν από τον οίκον του, έπεσεν ο κάδος όστις είχε την ρόβην εις το μέσα σπίτι και εχύθηκεν. Ο δε Όσιος το εγνώρισε και εφώνησεν αυτόν, ούτω λέγων· «Πάτερ Γεώργιε, υπόστρεψε ότι ο κάδος έπεσε, να συνάξης το σπόριμον»· επιστρέψας λοιπόν ο Ιερεύς και ιδών τον κάδον εθαύμασε και λέγει εις τον Άγιον· «Η ευχή σου, Πάτερ, εφανέρωσε την αλήθειαν, επειδή εγώ σου είπα ότι δεν έχω, ως ολιγόπιστος, δια να μη υστερηθώσιν οι βόες μου· αλλά επειδή ο Κύριος εφανέρωσε το κρυπτόμενον, πάρε όσον χρειάζεσαι και ευλόγησον το επίλοιπον να φθάση δια τον οίκον μου»· ούτω λοιπόν επορεύθη ο Άγιος και έφθασε και εις τον Ιερέα όσον απέμεινεν. Ακούσατε και έτερον. Όταν ο Όσιος έκτιζε το Μοναστήριον, προεφήτευσε λέγων: «Μετά την εμήν τελευτήν θέλει έλθει εις Επίσκοπος, όστις θα κτίση πύργον εις αυτόν τον τόπον», και ούτως εγένετο· ότι αφού εκοιμήθη ο Όσιος ο Επίσκοπος Κίτρους Σωφρόνιος έκτισε πύργον εκεί, όστις έως της σήμερον φαίνεται. Το αυτό και δια τον Γολγοθάν προεφήτευσεν, ότι μέλλει να κτισθή και εκεί πύργος και τον έκτισεν ο Πλαταμώνος Επίσκοπος. Άλλην φοράν, ενώ ησύχαζε κάτωθεν της Μονής εις το σπήλαιον, μετέβη νύκτα τινά και κτυπά την θύραν του Μοναστηρίου λέγων· «Ανοίξατε, Πατέρες, να κάμωμεν δια τον αδελφόν Λογγίνον προσευχήν, ότι κινδυνεύει εις θάνατον». Όταν δε εξημέρωσεν, ήλθεν ο Λογγίνος από τα βουκόλια και τους είπεν ότι κατά ταύτην την νύκτα επήγαν λησταί και έκλεψαν τα σκεύη των βουκολίων και το άλογον και γυμνώσαντες το σπαθί να τον κόψουν, εφάνη έξαφνα εις άνθρωπος και τους είπε να μη τον φονεύσουν και τον άφησαν. Άλλην φοράν ήλθον δύο Μοναχοί από την Μονήν του Καρακάλλου και είπον προς τον Άγιον· «Εις Μοναχός ράπτης την τέχνην, κακότροπος, ήλθεν εις ημάς και εκοινοβίασε και μίαν νύκτα διέρρηξε το σκευοφυλάκιον και μας επήρε το χρυσίον, το οποίον δια τας χρείας της Μονής εφυλάττομεν». Τότε ο Όσιος ελυπήθη τους αδελφούς και εστέναξεν· είτα τους παρηγόρησε λέγων· «Μείνατε εδώ να κάμωμεν προς Κύριον δέησιν να μας φανερώση τον ιερόσυλον». Και το πρωϊ, αφού έκαμαν μικράν αγρυπνίαν και παράκλησιν, τους παρηγόρησε λέγων· «Ιδών ο Θεός την πτωχείαν σας, σας εφανέρωσε το ζητούμενον· λοιπόν υπάγετε εις την νήσον Σκίαθον και εκεί ευρήσετε τον κλέπτην εκείνον αμόναχον· και μη τον ελέγξετε παρρησία, να μη το μάθουν οι αρχηγοί των κρατούντων να πάρουν τα χρήματα, αλλά ομιλήσατέ του με καλόν τρόπον, με πραότητα, ίνα τα λάβετε». Ούτω λοιπόν εποίησαν και λαβόντες τα χρήματα επέστρεψαν εις το Μοναστήριον. Καθήμενος δε ποτε εις την Μονήν της Ζαγοράς ο Όσιος και συνομιλών με τους αδελφούς, είπε προς τινας από τούτους· «Υπάγετε έξω εις την οδόν και μη αφήσετε τον άνθρωπον, όστις έρχεται, να έμβη εις το Μοναστήριον, ότι δια να μας βλάψη έρχεται». Απελθόντες δε εύρον κακότροπον τινά, όστις ήρχετο να εξυβρίση τον Άγιον και δεν τον αφήκαν να εισέλθη· όθεν επέστρεψεν άπρακτος· και μεθ’ ημέρας τινάς προσέπεσεν εις τον Άγιον ζητών συγχώρησιν και μετανοήσας δια τα πρότερα αμαρτήματα, διωρθώθη ως έπρεπεν. Άλλοτε πάλιν εις τον Γολγοθάν με τους αδελφούς καθεζόμενος είπεν εις αυτούς· «Ιδού έρχονται προς ημάς δύο Μοναχοί», και λαβών χάρτην ιστόρησε τας μορφάς αυτών, ότι ήξευρε την ζωγραφικήν επιτήδεια και τον μεν ένα εζωγράφισε με γένεια, τον δε έτερον νεώτερον· την επομένην ημέραν ήλθον οι Μοναχοί και ο πρώτος όστις είχε γένεια ήτο Διάκονος, την κλήσιν Ιάκωβος, όστις έμεινε και ετελεύτησεν εις το Μοναστήριον, ο δε νεώτερος και αυτός Διάκονος, Ηλίας καλούμενος, έγινε μετά ταύτα Ηγούμενος, έπειτα δε και Πλαταμώνος Επίσκοπος. Μία χήρα γραία ήτο ασθενής και εμήνυσε του Οσίου να την κάμη Μοναχήν πριν αποθάνη· ο δε είπεν εις αυτήν· «Μη φοβείσαι δια τον θάνατον, ότι αφού καλογερευθής, μέλλει να ζήσης ακόμη χρόνια δώδεκα» και ούτως εγένετο, καθώς επροφήτευσεν ο θεόπνευστος. Άλλη γυνή είχεν υιόν μονογενή, όστις έγινε Μοναχός εις τον Όλυμπον· έπειτα επήγε να ίδη την μητέρα του, ήτις ήρπασεν από την κεφαλήν του θυμωμένη το καλυμμαύχιον και ρίψασα τούτο τον ενέδυσε κοσμικά και τον εκράτησεν εις τον οίκον της. Εις ολίγας ημέρας επήγεν εις το χωρίον εκείνο ο Άγιος και πηγαίνουσα εις αυτόν η γυνή, επλησίασε να ασπασθή την χείρα του, π δε είπεν εις αυτήν, με όλον ότι δεν την είδεν άλλην φοράν· «Μη μου εγγίζης, αθλία, ήτις κατεπάτησες το αγγελικόν σχήμα και θαρρείς να έχης τον υιόν βοηθόν εις το γήρας σου· αλλά ουαί σοι, ότι αυτός αποθνήσκει αύριον κακόν θάνατον, συ δε ν’ απολαύσης την τιμωρίαν της αφροσύνης σου». Και την άλλην ημέραν εκρημνίσθη από δένδρον υψηλόν ο υιός αυτής και ετελεύτησε, καθώς ο Όσιος επροφήτευσεν. Άλλη τις γυνή γερόντισσα από ένα χωρίον του Πλαταμώνος, Αίγανη καλούμενον, υπαντήσασα τον Άγιον, είπεν εις αυτόν· «Δεν δύναμαι πλέον να δουλεύω και παρακαλώ τον Κύριον να με αναπαύση»· ο δε απεκρίνατο· «Μη λυπείσαι δι’ αυτό, ότι σήμερον αποθνήσκεις και λάβε αυτά τα τρία αργύρια να πληρώσης τους Ιερείς να σε θάψωσιν». Ούτως είπε και εις ολίγον διάστημα η γραία ησθένησε και εσυνάχθησαν αι γειτόνισσαι, η δε είπε προς αυτάς δια τον Όσιον και ταύτα λέγουσα, κατά την του Οσίου προφητείαν, εξεψύχησεν. Αλλά τι να διηγούμαι ένα καθ’ ένα τα τούτου τερατουργήματα, τα οποία υπερβαίνουν ψάμμον θαλασσίαν και άστρα ουράνια; Εις πολλούς τα μέλλοντα προεφήτευσε και πολλάς ατέκνους, ευτέκνους με την προσευχήν του εποίησε. Πολλούς προς ψυχικήν σωτηρίαν ωδήγησε με τας διδαχάς και νουθεσίας του και πολλούς πειρασμούς υπό των Αγαρηνών υπέμεινε και κινδύνους, ως ο μακάριος Παύλος, εν γη, εν θαλάσση και εν παντί τόπω από τους μισοχρίστους και άφρονας, από τα οποία όλα ο Κύριος τον εφύλαξε σώον και αβλαβή. Αλλ’ επειδή και αυτός σάρκα εφόρει και έμελλε να τελευτήση ως άνθρωπος, ήλθεν η ώρα της μεταστάσεως αυτού και ακούσατε. Καθώς ευρίσκετο εις το όρος της Δημητριάδος με τον Καθηγούμενον της Μονής εκείνης Παρθένιον και ανεγίγνωσκον οι αδελφοί το Μεσονυκτικόν, επειδή δεν ηδύνατο να στέκη εις τους πόδας ο Όσιος, εκάθισεν εις το μαγειρείον να αναπαυθή ολίγον και οι άλλοι έψαλλον. Ήτο δε τότε Ιανουάριος και δεν είχεν ιμάτια να προφυλαχθή ολίγον από την ψύχραν, καθώς φορούσιν οι φιλόσαρκοι, αλλά μόνον ένα πενιχρόν και άχρηστον. Αφού λοιπόν ανέγνωσαν το Μεσονυκτικόν, επήγεν ο Ιερεύς και τον ετράβηξε να εξυπνήση, νομίζων ότι απεκοιμήθη ο Άγιος· αυτός όμως ο μακάριος έβλεπεν όρασιν και εκοίτετο μεν ακίνητος ως λίθος αναίσθητος, αλλά ολίγον ανέπνεε. Μετά δε πολλήν ώραν εφώναξεν ο Όσιος λέγων· «Δόξα σοι, Χριστέ Βασιλεύ ο Θεός ημών, δόξα σοι. Ευχαριστώ σοι, Παναγία Δέσποινα, ότι μου επήκουσες». Οι δε Μοναχοί τον ηρώτων τι έπαθε· ούτος δε είπεν εις αυτούς· «Καθώς εκαθόμουν, εχώρισεν η ψυχή μου του σώματος και τότε ήρχισα να φωνάζω, λέγων· “Παναγία Δέσποινα, καθώς μου ήκουσες, παρακαλώ Σε και τώρα, επάκουσόν μου του δούλου Σου και ανάστησόν με να μετανοήσω δια τας αμαρτίας μου” και ούτω μου επήκουσεν η Κυρία μου· λοιπόν υπάγετέ με εις τον Όλυμπον, δια να τελειώσω εκεί το της ζωής μου υπόλοιπον, να παραγγείλω και εις τους Πατέρας πως να διάγωσιν». Και απερχόμενος απεχαιρέτα τους αδελφούς ούτω λέγων· «Ηξεύρετε, αδελφοί κατά Θεόν, πατέρες και τέκνα μου, ότι ο καιρός της τελευτής μου έφθασε, καθώς ο Θεός με επληροφόρησε· λοιπόν σας παραγγέλλω να μη αμελήτε την ψυχήν σας, αλλά να μετανοήτε δια τα αμαρτήματά σας, έως ότου έχετε καιρόν, δια να λυτρωθήτε της ατελευτήτου κολάσεως και να αξιωθήτε της αιωνίου αγαλλιάσεως». Οι μεν λοιπόν ταύτα ακούσαντες εθρήνουν την τούτου στέρησιν, αυτός δε έφθασεν εις τον Όλυμπον και δεν επήγεν εις το Κοινόβιον, αλλά εις το κελλίον του Γολγοθά δια το ασύγχυστον· συναχθέντες δε εκεί μετά του Ηγουμένου οι πρόκριτοι, είπεν εις αυτούς· «Γιγνώσκετε ότι εις ολίγας ημέρας χωρίζομαι από την αγάπην σας και σας παραγγέλλω να ενθυμήσθε, ότι όλα τα πρόσκαιρα παρέρχονται ως όνειρον, δι’ αυτό και εγώ πάντα κατεφρόνησα δια την αγάπην του Κυρίου μου». Ταύτα τα πνευματικά του τέκνα ακούοντες έκλαιον, ο δε Όσιος παρηγορήσας αυτούς με τους μελιρρύτους λόγους αυτού τους έστειλεν εις το Μοναστήριον, κρατήσας μόνον δύο, οίτινες ήσαν πλέον δόκιμοι, και μετά τρεις ημέρας ανεχώρησαν εις το όρος των Ελαιών, όστις είναι τόπος ησυχαστικώτερος· εκεί ανεγίγνωσκε τους ύμνους του Θηκαρά, ανεγίγνωσκε δε νύκτα και ημέραν, ότι ήτο φιλομαθής και πολυμαθής. Έκαμε λοιπόν εκεί ημέρας τινάς και μήτε στρώμα είχε, μήτε πυρ, μήτε άλλην παράκλησιν σώματος, ενώ ήτο χειμών ψυχρότατος και εχιόνιζεν. Ως εκ τούτου ησθένησε και τότε τον παρεκάλεσαν να υπάγη εις το Κοινόβιον να τον επιμεληθώσιν, ως έπρεπεν· όθεν, δια να μη τους λυπήση, συγκατένευσε και κατέβη εις το σπήλαιον, εις το οποίον κατώκει προ του να κτίση το Μοναστήριον. Τότε συνήχθησαν εκεί Μοναχοί και τον ηρώτων λέγοντες· «Η διαθήκη και η παραγγελία, την οποίαν μας αφήκες, τίμιε Πάτερ, είναι εις τινα μέρη επιβαρής εις τους αδελφούς και δυσπαράδεκτος». Ο δε είπεν εις αυτούς· «Όσα είναι καλά και εύλογα φυλάξετε, τα δε βαρέα αφήσατε· πλην, τούτο σας παραγγέλλω· κατά τον τύπον του Αγίου Όρους πορεύεσθε και αγωνίζεσθε όσον δύνασθε και ο Κύριος να σας κυβερνήση αντί εμού». Τότε νουθετών και αποχαιρετών αυτούς είπεν· «Έχετε αγάπην, υπομονήν και ταπείνωσιν, τέκνα μου, την ξενητείαν ασπάσασθε, την σιωπήν, την προσευχήν και τας νηστείας, τας οποίας οι Άγιοι Πατέρες μάς παρέδωσαν, αγογγύστως φυλάττετε, μάλιστα και περισσοτέρας όσον δύνασθε· μη είναι τις από σας ανυπότακτος και ιδιόρρυθμος ή μάλλον ειπείν δαιμονόρρυθμος, ότι αυτό είναι από όλα τα αμαρτήματα το χειρότερον· ότι όποιος κοινοβιάτης έχει αργύρια ή και ιμάτια από τους άλλους περισσότερα, δεν αξιώνεται της ουρανίου αγαλλιάσεως. Εάν δε ευρεθή τις τοιούτος, ας τον διώκουν από το Μοναστήριον ως ψωραλέον πρόβατον, δια να μη μολυνθώσιν από την λύμην αυτού τα επίλοιπα· εξομολογείσθε συχνάκις τους λογισμούς σας, δια να μη εμφωλεύουν εις τας ψυχάς σας οι δαίμονες· εάν συμβή να σκανδαλισθώσι τινές, ας κάμουν διαλλαγήν πριν να βασιλεύση ο ήλιος, καθώς προστάσσει ο Κύριος· ας κάμουν όλοι εργόχειρον, έκαστος ό,τι γνωρίζει και δύναται· όστις δε δύναται και δεν εργάζεται, ας μη τρώγη κατά τον μέγαν Απόστολον. Όστις θέλει να φύγη από το Μοναστήριον, ας το λέγη του Ηγουμένου πρότερον να λαμβάνη συγχώρησιν, ει δε και φύγη απόκρυφα, ας είναι εις την ψυχήν του το αμάρτημα και εγώ αθώος της απωλείας του· οι νεώτεροι ας υποτάσσωνται εις τους γέροντας και αυτοί πάλιν ας τους νουθετώσι με έργα καλά και λόγους ψυχωφελείς· τον ασθενή επιμελείσθε ως μέλος σας· να μη έχη τις φιλίαν με νεώτερον, μήτε να πηγαίνη ο ένας εις το κελλίον του άλλου· έχετε κατά Θεόν αγάπην προς αλλήλους· και εάν ούτω πολιτευθήτε, αξιώνεσθε της Βασιλείας των ουρανών, να συνευφραίνεσθε πάντοτε με τον Δεσπότην Χριστόν και τους Αγίους άπαντας· και εάν εύρω και εγώ προς Αυτόν παρρησίαν, θέλω παρακαλεί δια σας πάντοτε. Έχετε δε ως καλόν σημείον ότι ο Θεός υπεδέχθη τους κόπους μου, το εάν αυξηθώσι τα Μοναστήρια, τα οποία με πολλούς κόπους και ιδρώτας έκτισα και τοσούτον εβασανίσθηκα». Ταύτα ειπών ο μακάριος έκαμεν ευχήν δι’ αυτούς προς τον Κύριον και τους έστειλεν εις το Μοναστήριον, αυτός δε έμεινεν εκεί ολίγας ημέρας παλαίσας με την ασθένειαν· και τότε εις τας κγ΄ (23) του Ιανουαρίου μηνός παρέδωκε την αγίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού ο θεόπνευστος· το δε τίμιον αυτού λείψανον εντίμως και σεβασμίως ενεταφίασαν εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας, τον οποίον έκτισε με τας χείρας του αυτός ο μακάριος. Όταν δε ύστερον μετά χρόνους τινάς έσκαψαν τον τάφον του Οσίου, εύρον το άγιον αυτού λείψανον ευωδιάζον περισσότερον από μύρα και αρώματα και έως την σήμερον ευωδιάζει θαυμασιώτατα, όπου είναι μόνον τα οστά, και πολλάς θαυματουργίας ετέλεσεν εις όσους τον επεκαλέσθησαν μετά πίστεως, εις δόξαν του ενδοξαζομένου Θεού, του δοξάζοντος τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου