Γρηγόριος ο πάνσοφος και θαυμάσιος ανήρ εγεννήθη εις τα μέρη της Ανατολής εις χωρίον καλούμενον Αριανζός, κείμενον πλησίον της πόλεως Ναζιανζού, ήτις ευρίσκεται εις την δευτέραν των Καππαδοκών επαρχίαν περί το έτος τκθ΄ (329). Οι γονείς του ήσαν πλούσιοι, ευγενείς, έντιμοι και ενάρετοι. Η μεν μήτηρ αυτού ήτο ευσεβής από την αρχήν και Χριστιανή Ορθόδοξος, από γένος ευγενικώτατον, ο δε πατήρ ήτο ειδωλολάτρης πρότερον, αλλ’ ύστερον, αφού εγέννησε τον Άγιον Γρηγόριον, εμίσησε την ειδωλολατρίαν και προσήλθεν εις την ευσέβειαν· εκαλείτο δε και αυτός ομοίως Γρηγόριος, η δε γυνή ωνομάζετο Νόννα.
Αύτη πρώτον μεν ήτο στείρα και άτεκνος, όθεν πολλάκις εδέετο του Παντοδυνάμου Θεού μετά πίστεως να της δώση παιδίον αρσενικόν και να του το αφιερώση, ως η Άννα τον Σαμουήλ, εξ αυτής της γεννήσεως και αναγεννήσεως. Ιδών λοιπόν ο Κύριος της γυναικός την ευλάβειαν, επήκουσε της δεήσεως αυτής και της εφανέρωσε μίαν νύκτα εις το όραμα, ότι μέλλει να γεννήση υιόν, όστις θα γίνη δούλος του Θεού γνησιώτατος και να τον ονομάση Γρηγόριον. Ταύτα βλέπουσα εις τον ύπνον της η Νόννα εχάρη. Αφού λοιπόν εγέννησεν αυτόν και τον απεγαλάκτισε, τον επήρεν από τας αγκάλας της και με την προθυμίαν της πίστεως ενίκησε τα σπλάγχνα της φύσεως και τον αφιέρωσεν εις τον Θεόν, καθώς έταξε προ της συλλήψεως· αυτός δε πάλιν ο θεοχαρίτωτος εδείκνυεν από βρέφος οποίος έμελλε να γίνη, όταν έλθη εις ηλικίαν νόμιμον· και δεν έκαμνε ποσώς αταξίας και παιδικά παιγνίδια ούτε άλλας πράξεις των παιδίων εζήτει να κάμνη, αλλά μόνον εσπούδαζε τα γράμματα· και τόσον τα επόθησεν εξ όλης ψυχής και καρδίας του, ώστε ελησμόνει το φαγητόν πολλάκις δια να μη αμελήση το μάθημα· ομοίως και ο πατήρ αυτού Γρηγόριος έδειξε τόσην θερμότητα και ευλάβειαν εις την πίστιν του Χριστού μετά την θείαν αυτού αναγέννησιν, ώστε τον εψήφισαν οι ευσεβείς της πόλεως εκείνης ποιμένα των και διδάσκαλον και εχειροτονήθη Αρχιεπίσκοπος της Ναζιανζού, όστις και πρότερον μεν ήτο ενάρετος, αλλά τότε δια την αξίαν της Αρχιερωσύνης εφύλαττε πάσαν ακρίβειαν της Ορθοδοξίας επιμελέστατα. Όταν δε ο νέος Γρηγόριος έφθασεν εις το δέκατον έτος της ηλικίας του, επειδή είχε πόθον να μάθη τας επιστήμας των γραμμάτων, επήγεν εις την Καισάρειαν και εκεί συναναστρεφόμενος με τους εξαιρέτους και μαθηματικούς διδασκάλους, επήρεν εις ολίγον καιρόν αρκετά των γραμμάτων την παίδευσιν, διότι πρώτον μεν ήτο εις την ευφυϊαν του νοός επιδέξιος, δεύτερον δε έβαλε πολύν πόθον και εσπούδαζεν υπέρμετρα. Αφού λοιπόν έκαμεν ικανόν καιρόν εις Καισάρειαν, επήγεν εις την Παλαιστίνην να μάθη και ρητορικήν, όχι την τάξιν αυτής, αλλά το καλλώπισμα του λόγου και τον στολισμόν της φράσεως. Από την Παλαιστίνην επήγεν εις την Αλεξάνδρειαν, εις ένα τόπον Φάρον καλούμενον· όχι μόνον δε αυτάς τας τρεις πόλεις περιήλθεν, αλλά και πολλάς άλλας χώρας και τόπους επιθυμών να συνομιλήση με σοφούς και μαθηματικούς ανθρώπους, ίνα μάθη τάξιν και φρόνησιν. Όθεν πολλήν ωφέλειαν απέκτησεν από τούτο και περισσώς εκαρπώθη· ύστερον δε πάλιν έχων πόθον να σοφισθή περισσότερον, ηθέλησε να υπάγη εις τας Αθήνας, όπου ήσαν τότε οι μεγάλοι φιλόσοφοι. Εισήλθε λοιπόν εις ένα πλοίον Αιγινήτικον και έπλεον εις το Παρθενικόν πέλαγος· εκεί δε εξαφνικά ήλθεν άλλος άνεμος εναντίος και τόσον άγριος και χαλεπώτατος, ώστε το σκάφος εκινδύνευε να καταποντισθή και ήτο τόσον σκότος, ώστε μήτε ουρανός εφαίνετο, ούτε θάλασσα, αλλά παρομοίως ήτο ως εις την ενάτην πληγήν της Αιγύπτου, σκότος ψηλαφητόν και υπέρμετρον. Έκλαιον λοιπόν όλοι του πλοίου, θρηνούντες απαρηγόρητα τον του σώματος θάνατον, ο δε νέος Γρηγόριος εφοβείτο μάλλον τον της ψυχής θάνατον, επειδή ήτο ακόμη αβάπτιστος και εθλίβετο από τους άλλους περισσότερον. Έπειτα ενεθυμήθη εκείνα τα παλαιά του Θεού θαυμάσια, όσα ετέλεσεν εις ευεργεσίαν των αχαρίστων Ιουδαίων εις την γην και την θάλασσαν, την οποίαν έσχισεν εις δύο και επέρασαν οι Εβραίοι, οι δε διώκοντες αυτούς κατεποντίσθησαν άπαντες. Ύστερα δε πάλιν ότι ανέβλυσεν ύδωρ από την πέτραν και τους επότισε και ότι τροφήν ουρανόθεν τοσούτους χρόνους τους έβρεχε και τους έτρεφε με αυτάρκειαν, ότι τους τρεις Παίδας εφύλαξεν αβλαβείς εις την κάμινον και ότι τον Δανιήλ από τους λέοντας και τον Ιωνάν εις την κοιλίαν του κήτους σώον και ακέραιον διεφύλαξε· ταύτα, λέγω, και άλλα εξαίσια θαυμάσια του παντοδυνάμου Θεού ο σοφός Γρηγόριος ενθυμούμενος, έλαβε θάρρος και σχίζων τα ιμάτιά του έχυνε κρουνηδόν τα δάκρυα, επικαλούμενος μεγαλοφώνως τον Θεόν εις βοήθειαν, λέγων ταύτα εξ όλης καρδίας του· «Παρακαλώ την Βασιλείαν σου, Κύριέ μου Ιησού Χριστέ, να με ευσπλαγχνισθής τον ανάξιον δούλον σου, να μη με πάρης μη έχοντα γάμου ένδυμα, αλλά αξίωσόν της θείας αναγεννήσεως· ναι, Πανάγαθε Δέσποτα, λύτρωσαί με ως Παντοδύναμος από τούτον τον επικρεμάμενον κίνδυνον και ευθύς μόλις φθάσω εις την ξηράν, να λάβω την σφραγίδα του Αγίου Βαπτίσματος, ίνα είμαι αληθής και εξαίρετος δούλος σου». Ταύτα αφού είπε μετά πίστεως, επήκουσεν ο Κύριος αυτού της δεήσεως και έγινεν, ω του θαύματος! εις μίαν στιγμήν η πρώην αγριευμένη θάλασσα, ταπεινή και ήμερος, υπακούσασα εις το θείον πρόσταγμα. Τούτο το μέγα θαυμάσιον ιδόντες οι ναύται όλοι και οι λοιποί, οίτινες ήσαν εις το πλοίον, εξεπλάγησαν και επίστευσαν εις τον Χριστόν, οίτινες ήσαν ειδωλολάτραι πρότερον και ομοφώνως ωμολόγησαν άπαντες, ότι ο Θεός του Γρηγορίου τους ελύτρωσεν απ’ εκείνον τον μέγαν κίνδυνον και ότι αυτός μόνος είναι Θεός Παντοδύναμος. Τοιούτος ήτο και προ του Αγίου Βαπτίσματος ο μέγας ούτος Γρηγόριος, όστις μετέστρεψεν όλους του πλοίου εις θεογνωσίαν, με τοιαύτην θαυματουργίαν. Όταν δε επήγεν εις τας Αθήνας, δεν ημπορώ να διηγηθώ με πόσην τιμήν τον εδέχθησαν και πόσον ηυλαβούντο την αρετήν και ευταξίαν του όλοι οι Αθηναίοι μαθηταί και διδάσκαλοι. Εις ολίγον καιρόν ήλθεν εις τας Αθήνας και ο Μέγας Βασίλειος δια να μάθη και αυτός φιλοσοφίαν, καθώς είχαν οι σπουδαίοι τον καιρόν εκείνον συνήθειαν, να συνάγωνται εις τας Αθήνας δι’ ανωτέρας σπουδάς. Όταν λοιπόν εγνώρισαν ο ένας του άλλου την αρετήν και τον ένθεον ζήλον, ηγαπήθησαν τόσον, ώστε δεν ηδύναντο να ξεχωρίσουν ουδόλως απ’ αλλήλων, αλλ’ εκάθησαν εις μίαν οικίαν, έτρωγον μαζί και είχον μίαν γνώμην και οι δύο και ένα θέλημα και σχεδόν ειπείν ευρίσκετο μία ψυχή εις εκείνα τα δύο σώματα και ο εις από τον άλλον ελάμβανε μεγάλην ωφέλειαν, όχι μόνον εις την αρετήν, αλλά και εις τα μαθήματα· ότι ως δύο γεωργοί σπουδαίοι και έμπειροι με την ιδίαν προθυμίαν γεωργούντες τον αγρόν της φιλοσοφίας και σπείροντες, με πολύν κόπον εθέρισαν τον καρπόν της επιμελείας των· με ταύτην λοιπόν την επιμέλειαν και την υπομονήν των επέρασαν όλους τους συνομηλίκους των. Μάλιστα δε εγκρατεύοντο τόσον, ώστε μόνον δια να ζουν έτρωγον και μόνον από τα αναγκαία και χρειαζόμενα, ευχαριστούντες τον Κύριον, ως ο Προφήτης Ηλίας και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος· τα δε άλλα όσα κολακεύουν την κοιλίαν και φέρουν ηδονήν κατεφρόνουν και παντελώς απεστρέφοντο. Δια δε την σωφροσύνην, την οποίαν εφύλαξαν έως τέλους της ζωής των, τι να είπωμεν; Τόσον εφυλάχθησαν καθαροί και αμόλυντοι, ώστε επερίσσευσαν εις την σωφροσύνην τον Ξενοκράτην εκείνον τον διαβόητον, όστις εκοιμάτο με μίαν γυναίκα πόρνην και ποσώς δεν έβαλλεν εις τον νουν του, ότι ήτο γυνή πλησίον του· την πλεονεξίαν και μειονεξίαν έφευγον και μόνον επεριποιούντο το δίκαιον· την ακτημοσύνην τοσούτον ηγάπησαν, ώστε υπερέβησαν τον Αντισθένην, τον Πυθαγόραν και τον Κράτητα και απέδειξαν τα σεμνά εκείνων και τίμια, ως παίδων παιγνίδια, ότι υπερβολικά κατεφρόνουν την των χρημάτων και άλλων πραγμάτων απόκτησιν. Την αλαζονείαν και έπαρσιν εβδελύσσοντο και την υπεροψίαν και υπερηφάνειαν ηφάνισαν με την της φιλοσοφίας σεμνότητα. Δια δε την φρόνησιν, την οποίαν είχον οι Άγιοι, δεν είναι ανάγκη να γράφωμεν, διότι όλη των η ζωή ήτο μία μελέτη και επιθυμία ακατάπαυστος, ημέραν και νύκτα, πως να δυνηθούν να αποκτήσουν την ουράνιον φιλοσοφίαν μάλλον ή την επίγειον· αλλ’ όμως εσπούδαζαν να αποκτήσουν και ταύτην δια να βοηθήσουν την Εκκλησίαν μας, να εκριζώσουν από τον σίτον τα ζιζάνια· προσεπάθησαν, καθ’ υπερβολήν, να περάσουν τους παλαιούς, να φανούν τιμιώτεροι· και ούτως εγένετο με τον πολύν των κόπον και με την θείαν βοήθειαν, καθώς από τα συγγράμματά των φαίνεται· ότι εις τα γραμματικά δεν τους ελάνθανε τίποτε, ούτε μέτρα επιστήμης ή τρόποι και σκοποί της ποιητικής, ούτε πλήθος ιστοριών και ευγλωττία πολιτικών λέξεων. Της ρητορικής δε την ευταξίαν και το κάλλος της φράσεως εδιάλεξαν, απορρίψαντες το ψεύδος ως μάταιον· την δε ηθικήν φιλοσοφίαν και όση είναι εις τα δόγματα τοσούτον εσπούδασαν, ώστε υπερέβησαν άπαντας· ούτω και τας άλλας επιστήμας αρκετώς εσπούδασαν, αριθμητικήν, λέγω, γεωμετρίαν, μουσικήν και αστρονομίαν, δια να γίνωσι διδάσκαλοι τέλειοι. Και τότε ο μεν Βασίλειος εγύρισεν εις τον τόπον του, τον δε Γρηγόριον δυναστικώς οι Αθηναίοι εκράτησαν και κατά πολλά τον ετίμησαν, καθίζοντες αυτόν εις τον σοφιστικόν θρόνον, διότι ωρέγοντο την σοφίαν και ευγλωττίαν του και την θαυμασίαν πολιτείαν του και είχον πόθον να μάθουν τα ήθη του. Παρέμεινε λοιπόν προς ολίγον εις τας Αθήνας ο θείος Γρηγόριος βλέπων την μεγάλην αγάπην, την οποίαν έδειξαν προς αυτόν και τας τοσαύτας παρακλήσεις τας οποίας του έκαμνον οι Αθηναίοι. Αλλά πάλιν εις ολίγον καιρόν παρεκάλεσε τους φιλοσόφους να τον συγχωρήσουν να υπάγη εις την πατρίδα του, από την οποίαν έλειπε χρόνους τριάκοντα. Αφού λοιπόν έλαβε την άδειαν, επήγεν εις τους γονείς του και λαμβάνει από τον πατέρα του το Άγιον Βάπτισμα, αν και ήτο και πρωτύτερα φωτισμένος. Τότε ο πατήρ του τον εχειροτόνησεν Ιερέα άκοντα, μετά μεγάλης δυσκολίας δεχθέντα, δια να μη γίνη του πατρός του παρήκοος· πλην έχων πόθον πολύν να απολαύση τον ηγαπημένον του Βασίλειον, έφυγε κρυφίως από την πατρίδα του και επήγεν εις την Μαύρην θάλασσαν, όπου ευρίσκετο τότε ο Μέγας Βασίλειος και συνευφρανθέντες τω πνεύματι, επολιτεύοντο ζωήν ισάγγελον· ο δε Θεός ήτο εις το μέσον αυτών κατά την υπόσχεσιν· «ου γαρ εισι δύο ή τρεις συνηγμάνοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. ιη: 20). Τότε δε εκεί ευρισκόμενοι έγραψαν νόμους και όρους δια τους φιλοθέους Ασκητάς, οι οποίοι αναχωρούσιν από τον κόσμον, πως να πορεύωνται. Επειδή δε ο πατήρ τού Αγίου Γρηγορίου, Γρηγόριος, εγήρασε πλέον και επειδή εκοιμήθη ο εις υιός, τον οποίον είχε δεύτερον από τον Άγιον Γρηγόριον, την κλήσιν Καισάριος, έγραψε παρακλητικάς επιστολάς προς τον Άγιον να υπάγη προς αυτόν, να κυβερνήση το πράγμα της Εκκλησίας και να του δώση και την ευχήν του, επειδή ήτο χρόνων ενενήκοντα και επλησίαζεν εις τον θάνατον. Όθεν αν και είχε πόθον ο Άγιος να κάθηται εις την αναχώρησιν, πλην δια να μη παρακούση του πατρός του έστερξε να υστερηθή την ποθουμένην του ησυχίαν και τον φίλον του. Φθάσας λοιπόν εις την πατρίδα του την εύρεν εις μεγάλην σύγχυσιν, ότι τον καιρόν εκείνον εβασίλευεν ο Ουάλης, όστις ήτο Αρειανός· όθεν πολλοί Αρχιερείς εξωρίσθησαν από τους θρόνους, διότι δεν συνεκοινώνουν με τους ασεβείς, οι δε αιρετικοί εποίμαιναν τον λαόν οι ανόσιοι και μερικοί Επίσκοποι εσυγκοινωνούσαν από τον φόβον των εις την αίρεσιν· άλλοι εδελεάζοντο από χρήματα και άλλοι ενικώντο από απλότητα, μεταξύ δε τούτων ήτο και ο πατήρ του Αγίου Γρηγορίου, ο οποίος με το να ήτο απλούς και αγράμματος έπεσεν εις αυτήν την αίρεσιν, οι Μοναχοί όμως της πόλεως Ναζιανζού και οι περισσότεροι του λαού δεν εδέχοντο να επικοινωνήσουν μετ’ αυτού, αλλά εμάκρυναν φεύγοντες· ο Άγιος λοιπόν έκαμε δεήσεις ολονυκτίους με νηστείας και δάκρυα, δεόμενος εις τον Πανάγαθον Θεόν να δώση εις τον λαόν ένωσιν και ομόνοιαν. Έπειτα κατέπεισε τον πατέρα του με νουθεσίας και παραδείγματα και ωμολόγησε την αλήθειαν, ζητήσας από τον Θεόν συγχώρησιν δια την προτέραν πλάνην του. Επίσης εδίδαξε και τον επίλοιπον λαόν, οδηγήσας άπαντας εις την Ορθοδοξίαν και ούτως έφερε την πατρίδα του εις την αλήθειαν της πίστεως και εις την ομόνοιαν και ειρήνην. Μετά καιρόν εκάθησεν εις τον θρόνον της βασιλείας ο τρισκατάρατος Ιουλιανός ο Παραβάτης, όστις έκαμε πολλά κατά των Χριστιανών ο άχρηστος και μισόχριστος, υστέρησε τας Εκκλησίας από τα προνόμια και τα εισοδήματα, τα οποία εχάρισεν εις αυτάς ο φιλόχριστος Κωνσταντίνος και άλλας ζημίας έκαμεν ούτος ο αλιτήριος τύραννος· εξόχως δε προσέταξεν ως φθονερός και παγκάκιστος να μη μανθάνουν οι παίδες των Χριστιανών Ελληνικά γράμματα. Ο δε Άγιος εις πείσμα του παρανόμου βασιλέως συνέθεσεν ωραιότατα ποιήματα, στηλιτεύων τας αισχρολογίας και τους μύθους των Ελλήνων ως φλυαρήματα, και τόσον απεγύμνωσε την πολύθεον πλάνην, ώστε πας όστις είχεν ολίγην γνώσιν, την περιεγέλα ως ματαίαν και αξίαν πάσης καταφρονήσεως· συνέθεσε δε και στίχους ηρωϊκούς και ιαμβικούς, τραγωδίας και κωμωδίας και άλλα ποιήματα πολλά εις πάσαν υπόθεσιν, εις έπαινον αρετής, εις κάθαρσιν ψυχής τε και σώματος, εις προσευχήν και θεολογίαν και άλλα διάφορα, τα οποία όλα έγραψε με μέτρα τεχνικά, φεύγων πάσαν Ελληνικήν φλυαρίαν· και εσύστησεν εις τους Χριστιανούς μίαν διδασκαλίαν πάνσοφον, δια να την μανθάνουν οι παίδες των πιστών, να παιδεύωνται εις την μάθησιν και να στερεώνωνται εις την ευσέβειαν. Ταύτα δε όλα έκαμεν ο Άγιος προς καταισχύνην του βασιλέως και ενίσχυσιν και ζήλον της Ορθοδόξου πίστεως. Τον καιρόν εκείνον εκοιμήθη η αδελφή του Γρηγορίου, Γοργονία ονόματι, οι δε γονείς του ήσαν υπέργηροι, πλησίον εις τους εκατόν χρόνους· όθεν ο πατήρ αυτού παρεκάλεσε πολύ τον Άγιον να λάβη το βάρος της Επισκοπής επάνω του, να κυβερνά την Εκκλησίαν, επειδή αυτός πλέον δεν ηδύνατο. Όθεν και πάλιν, παρά την θέλησίν του, εδέχθη και τούτο το φορτίον δια να σώση πολλάς ψυχάς και να κυβερνήση τους γονείς του. Εις ολίγον καιρόν ετελεύτησε πρώτον ο πατήρ αυτού και ύστερα η μήτηρ του, τους οποίους ενεκωμίασε με λόγους επιταφίους, καθώς έκαμε και εις την τελευτήν του Καισαρίου και της Γοργονίας, των αδελφών του, επειδή όλοι ήσαν ενάρετοι και εσώθησαν. Μετά ταύτα εγκατέλειψε την αξίαν της Αρχιερωσύνης και επήγεν εις την Σελεύκειαν, όπου έμεινεν ικανόν καιρόν εις ένα Ναόν της Αγίας Πρωτομάρτυρος Θέκλης, έως ότου ακούση ότι εψήφισαν άλλον Επίσκοπον. Τον καιρόν εκείνον υπήρχον εις όλας τας πόλεις κακαί και χαλεπαί αιρέσεις, όχι μόνον των Αρειανών, αλλά και των Πνευματομάχων, οίτινες έλεγον κτίσμα, οι άθεοι, το Πνεύμα το Άγιον· και τόσον ηπλώθησαν αυταί αι βλασφημίαι πανταχού, ώστε δεν είχον πλέον πουθενά οι Ορθόδοξοι τόπον ειρηνικόν να στέκουν, αλλά τους εδίωκον από κάθε χώραν. Εις την Κωνσταντινούπολιν ήτο μεγαλυτέρα σύγχυσις· όθεν ο Μέγας Βασίλειος παρεκάλεσε πολύ τον σοφόν Γρηγόριον να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν, παίρνων και άλλους Αρχιερείς εις την συνοδείαν του, ίνα υπερμαχήσουν με όλην την δύναμιν, να ανασπάσουν από το μέσον τα ζιζάνια. Όταν λοιπόν έφθασεν ο πάνσοφος εις την βασιλεύουσαν, εύρε την Εκκλησίαν ταπεινωμένην και καταφρονημένην από την βασιλικήν εξουσίαν και τα σκεύη της αδίκως αρπαγμένα και καταπατηθέντα από τους ασεβείς και κακόφρονας. Καθώς λοιπόν εισήλθεν εις την πόλιν ο μέγας Γρηγόριος, εσφενδόνησεν (ως άλλος Δαβίδ τον αλλόφυλον) τα σαθρά και μάταια των κακοδόξων διδάγματα και εστερέωσε την Ορθοδοξίαν, καθημερινώς νουθετών εκείνους οίτινες εδελεάσθησαν εις την πλάνην των κακοδόξων και τους έφερεν εις ολίγας ημέρας όλους, με την σοφίαν των λόγων του, εις την επίγνωσιν της αληθείας· τόσον δε εκοπίασε και εκακοπάθησεν, όσον ουδείς άλλος των Αρχιερέων ουδέποτε· διότι δεν είχεν ακόμη ξερριζωμένας τας προειρημένας αιρέσεις ο πάνσοφος και πάλιν εφάνη άλλος διάβολος, ο επώνυμος της απωλείας Απολλινάριος, όστις έκαμεν ιδικήν του αίρεσιν, βλασφημών την ενανθρώπησιν του Θεού ο μισάνθρωπος και έλεγεν, ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού δεν έλαβε ψυχήν νοεράν, αλλά άλογον. Ταύτα λέγων ο της απωλείας υιός Απολλινάριος, ως έμπειρος εις την Ελληνικήν παίδευσιν, εξηπάτησε πολλούς με την πολυλογίαν του και τους έσυρεν εις την κακοδοξίαν του. Όθεν έπεσεν ο σοφός Γρηγόριος πάλιν εις μέγαν και ακαταπόνητον πόλεμον, ελέγχων, επιτιμών, παρακαλών, τους μεν να φυλάττουν την πίστιν και να μη πέσουν εις τον κρημνόν της αιρέσεως, τους δε ηπατημένους να επιστρέψουν οπόθεν εξέπεσον. Αλλ’ οι μαθηταί τού Απολλιναρίου έσμιξαν με τους Αρειανούς και τόσον παρεκίνησαν τινάς από τους ηπατημένους, ώστε ώρμησαν να λιθοβολήσουν τον θείον Γρηγόριον, ως οι Ιουδαίοι τον Στέφανον. Αλλ’ ο Θεός τον εφύλαξε και δεν ηδυνήθησαν να τον βλάψουν, μόνον τον επήγαν εις τον κριτήν ως στασιαστήν και κατάδικον· ω της αγνωσίας και αδικίας! Ο μέγας Γρηγόριος εξητάζετο ως αποστάτης και εναντίος των βασιλικών διατάξεων, ο της αταξίας ειρηνευτής και ιατρός των ατοπημάτων άμισθος, ο μαθητής του πραοτάτου Χριστού, του δείξαντος την άκραν ταπείνωσιν! Αλλά με όλας τας ατιμίας αυτάς και κακώσεις, τας οποίας του έκαμαν, ποσώς δεν εκάκισεν, αλλά τα υπέμεινε με πραότητα λέγων· «Έτοιμος είμαι δια το όνομά σου, Χριστέ μου, να λάβω και θάνατον, ότι η χάρις σου είναι μετ’ εμού». Ούτω λοιπόν εφάνη Μάρτυς εις την προαίρεσιν και με τόσους κόπους αγωνιζόμενος εδοξάσθη δια την αρετήν την οποίαν ειργάζετο· ότι ο Θεός εβοήθησε και έστρεψε την ατιμίαν που του άκαμαν πρότερον εις τιμήν και δόξαν ύστερον και τον εχειροτόνησαν Πατριάρχην αυτής της βασιλευούσης των πόλεων. Τούτο δε έκαμαν όχι δια χάριν ανθρωπίνην, αλλά δια μισθόν των καμάτων του. Εκυβέρνησε λοιπόν την Εκκλησίαν ο Άγιος ολίγον καιρόν ατάραχα· αλλά και πάλιν ο σπορεύς της κακίας εφθόνησε να βλέπη εις τον μέγιστον και υπέρτιμον αυτόν θρόνον τοιούτον σοφώτατον και αήττητον της αληθείας υπέρμαχον· όθεν έχων συνεργόν του και βοηθόν φιλόσοφον τινα κυνικόν από την Αίγυπτον, καλούμενον Μάξιμον, έβγαλεν από τον θρόνον τον μέγαν Γρηγόριον και εκάθισεν εις αυτόν τον ανάξιον Μάξιμον, με διαβολάς και πανουργεύματα· ούτος ο Μάξιμος δεν εκάθισεν εις τον θρόνον με Σύνοδον, αλλά παρανόμως ως άνομος. Ήτο δε ούτος μαθητής του και τον ηγάπα ο Άγιος, μη ηξεύρων τας πανουργίας του, ότι αυτός ο κακότροπος ήτο απόκρυφα αιρετικός. Έκαμε λοιπόν τρόπον και επήρε την αξίαν ο ανάξιος, αλλ’ ολίγον καιρόν την εχάρη, επειδή ο λαός δεν τον ήθελε και παρεκάλουν τον Άγιον να μη αναχωρήση από την πόλιν, αλλά να μείνη πάλιν εις τον θρόνον του, να ποιμάνη τα πρόβατα δια να μη τα σπαράξουν οι άρπαγες λύκοι, ήτοι οι αιρετικοί, οίτινες κατά τον καιρόν εκείνον ευρίσκοντο. Ο Άγιος όμως, έχων πόθον να ησυχάση από τα σκάνδαλα, ητοιμάσθη ν’ αναχωρήση. Ως ήκουσε τούτο όλη η πόλις εσυνάχθησαν άπαντες, άνδρες τε και γυναίκες, νέοι και γέροντες, την ορφανίαν αυτών οδυρόμενοι, εις δε ευλαβής είπε ταύτα προς τον μέγαν Γρηγόριον· «Υπάγεις, Πάτερ, αλλά γίγνωσκε ότι παίρνεις και την Αγίαν Τριάδα μετά σου». Ταύτα ακούσας ο Άγιος έμεινε δια τον ζήλον της πίστεως· έστειλε δε γράμματα και ο ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος Α΄, όστις επολέμει τότε εις τα μέρη της Μακεδονίας με τους βαρβάρους και επρόστασσε να βάλουν εις τον θρόνον τον Άγιον Γρηγόριον, τον δε Μάξιμον να εξορίσουν. Έπαυσαν λοιπόν τα σκάνδαλα και έμεινε πάλιν ο καλός ποιμήν εις τον θρόνον του και έλαμπε με την διδασκαλίαν ως άλλος ήλιος, διώκων το σκότος των αιρέσεων και φωτίζων άπασαν την υφήλιον, κοπιάζων καθ’ εκάστην ωσάν επιμελής γεωργός, όστις καθαρίζει από τον αγρόν τας ακάνθας και ξερριζώνει τα ζιζάνια, δια να εσοδειάση τον καιρόν του θέρους τον σίτον ακοπίαστα. Καθ’ ημέραν εδίδασκεν εις την Εκκλησίαν και συνέτρεχεν ο λαός να ακούη εκείνα τα γλυκύτατα και πάνσοφα λόγια· και οι μεν πιστοί εβεβαιώνοντο, οι δε άπιστοι και κακόδοξοι άφηναν την πλάνην και εβαπτίζοντο. Τόσον δε ανεπτυγμένην είχε την τέχνην και μάθησιν της Θεολογίας, ώστε κανείς άλλος δεν ηδυνήθη να τον φθάση ουδέποτε, διο και πρεπόντως επήρε το όνομα Θεολόγος. Ηθέλησαν δε οι Ορθόδοξοι να κάμουν κατά των αιρετικών μεγάλην εκδίκησιν, ήτοι να εξορίσουν τον άνωθεν Μάξιμον με τους ακολούθους του και να τους παιδεύσουν πρεπόντως δια την ζημίαν και καταφρόνησιν, την οποίαν έκαμαν εις τον Άγιον· αυτός όμως ο πράος και μιμητής του Δεσπότου δεν τους επέτρεψε λέγων· «Δεν μας προστάσσει ο Χριστός, τέκνα μου, να τιμωρώμεν τους πταίστας ημών ούτε να κάμνωμεν εις τους εχθρούς μας εκδίκησιν, αλλά να επιστρέφωμεν τους πεπλανημένους να γνωρίσουν το σφάλμα των και να προσέλθουν εις την ευσέβειαν· αυτό είναι δι’ εμέ η εκδίκησις· να σώσω τους εμέ αδικήσαντας· λοιπόν έχετε υπομονήν και μακροθυμίαν, ότι μακρόθυμος ανήρ πολύς εν φρονήσει· αγαπάτε εκείνους, οίτινες σας μισούσι· κάμνετε καλόν εις εκείνους, οίτινες σας εκακοποίησαν και συγχωρείτε πάντα όστις σας έπταισε και αφήτε τον Θεόν να κάμη αυτός ως ορίση την εκδίκησιν, καθώς εκείνος επρόσταξε λέγων· «Εμή εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω». Με ταύτα και άλλα παραινετικά και ψυχωφελή λόγια ειρήνευσε τον λαόν και ησύχασαν. Αφού δε ο βασιλεύς Θεοδόσιος ενίκησε τους εχθρούς του και υποτάξας αυτούς τους υπεχρέωσε να του δίδουν ωρισμένον φόρον, επέστρεψε νικητής και τροπαιούχος εις τα βασίλεια. Τότε ετίμησε πολύ τον Αρχιερέα Γρηγόριον, συνοδεύσας δε αυτόν με τους δορυφόρους του και όλην την Σύγκλητον τον επήγεν εις Εκκλησίαν και κάμνων εις αυτόν μεγάλην φήμην τον ηυχαρίστησε δια τους πολλούς κόπους και την κακοπάθειαν που υπέμεινεν από τους κακόφρονας δια την ευσέβειαν. Αφού λοιπόν τον ενεκωμίασεν, ως έπρεπε, του έδωκεν εις τας χείρας την αρχιερατικήν ράβδον και εφίλησεν ο εις του άλλου την δεξιάν, και λέγει προς αυτόν ο αοίδιμος· «Ο Θεός δια της ιδικής μας χειρός σου δίδει την Εκκλησίαν του και σου παραδίδω και εγώ τον ιερόν θρόνον να τον κυβερνάς ως έμπειρος». Ο δε Άγιος περιχαρής γενόμενος εφίλησε τον βασιλέα και τον ευχήθηκε. Ταύτα οι Αρειανοί βλέποντες εφθόνησαν πολλά δια την τιμήν την οποίαν έκαμεν ο βασιλεύς εις τον Άγιον και ανεζήτουν καιρόν επιτήδειον να θανατώσουν αυτόν, δια να μη τον έχουν αντίδικον· επλήρωσαν όθεν οι άνομοι ένα νέον να φονεύση τον Άγιον απόκρυφα, δια να μη γίνη εις τον λαόν σύγχυσις· ούτος εδοκίμασε να τελέση τοιαύτην παρανομίαν και δεν ηδυνήθη, διότι ο Θεός, όστις εφύλαττε τον δούλον του, τον ημπόδισεν· όθεν ο νέος ηννόησε την θείαν θαυματουργίαν και φοβούμενος την φοβεράν ανταπόδοσιν, μετενόησεν εκ καρδίας το πταίσιμον και πηγαίνων εις τον Άγιον έπεσεν εις τους πόδας αυτού, μετά δακρύων ζητών συγχώρησιν· και ερωτών αυτόν ο Άγιος τι έκαμε, δεν ηδύνατο να απαντήση από τα δάκρυα. Τότε του λέγει εις κληρικός, όστις ήξευρε την υπόθεσιν· «Αυτός είναι ο φονεύς, όστις ακούμβησε το σπαθί εις το στήθος σου να σε θανατώση, καθώς οι εχθροί μας του παρήγγειλαν, αλλά ο Χριστός σε εφύλαξε· τώρα λοιπόν μετανοεί δια την αμαρτίαν του και σου ζητεί συγχώρησιν». Τότε παρευθύς ο χριστομίμητος Γρηγόριος ενηγκαλίσθη τον εχθρόν του, λέγων· «Ο Δεσπότης Χριστός, όστις εφύλαξεν εμέ, τέκνον μου, αυτός να συγχωρήση και το ιδικόν σου πταίσιμον· μόνον άφες την αίρεσιν και πρόσελθε εις την ορθήν ομολογίαν να δουλεύης εις τον Χριστόν με καθαράν συνείδησιν». Ως ήκουσεν η πόλις όλη την τοιαύτην ανεξικακίαν του Αγίου, τον ηγάπησαν έτι περισσότερον. Εις εκείνους τους χρόνους από όλον τον κόσμον με πρόσταγμα βασιλικόν συνηθροίσθη εις την βασιλεύουσαν των πόλεων, την Κωνσταντινούπολιν, η Αγία και Οικουμενική Β΄ Σύνοδος εναντίον Μακεδονίου του Πνευματομάχου, όστις την θεότητα του Αγίου Πνεύματος δεν επίστευε και πολλούς από τους αγνώστους ανθρώπους εις απώλειαν έφερεν. Εις αυτήν την Αγίαν Σύνοδον εκάθησαν εκατόν πεντήκοντα Άγιοι Πατέρες, έχοντες Εξάρχους μεταξύ των Αγίων, εκτός του Αγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και τους Πατριάρχας Αλεξανδρείας Τιμόθεον, Ιεροσολύμων Κύριλλον και Αντιοχείας Μελέτιον, ο οποίος ήτο άνθρωπος ευσεβής και ενάρετος· αυτόν εξώρισαν από τον θρόνον του οι Αρειανοί πρωτύτερα και έπαθε δια την αγάπην του Χριστού πολλά βάσανα, επειδή ήτο δίκαιος και άμεμπτος. Τότε με την συμβουλήν και πρόσταξιν πάντων απεφάσισεν η Σύνοδος να έχη τον θρόνον του ο Γρηγόριος. Κατ’ εκείνας δε τας ημέρας εκοιμήθη εκεί εις την πόλιν ούτος ο μέγας την αρετήν Μελέτιος και τον ενεταφίασαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν. Μετά τούτο ήλθον και άλλοι Αρχιερείς από την Μακεδονίαν και από την Αίγυπτον, οίτινες ως άνθρωποι και αυτοί εσκανδαλίσθησαν και ηναντιούντο διότι εκάθησαν εις τον θρόνον τον Άγιον Γρηγόριον, χωρίς να τους ερωτήσουν και αυτούς. Βλέπων λοιπόν ο Άγιος ότι εφιλονικούσαν μεταξύ των οι Αρχιερείς δι’ αυτόν και έκαμνον σύγχυσιν, εστάθη εις το μέσον της Συνόδου και τους λέγει· «Άγιοι Αρχιερείς, εάν τους άλλους διδάσκετε να ειρηνεύουν, διατί σεις να μάχεσθε; Εάν είμαι εγώ η αιτία του σκανδάλου, σας παρακαλώ να με εβγάλετε όχι μόνον από τον θρόνον, αλλά και από τον κόσμον, να με ποντίσετε ως τον Ιωνάν εις την θάλασσαν· μόνον ειρηνεύετε και μη κάμνετε εις την Εκκλησίαν σύγχυσιν· λυπηθήτε τους κόπους και τους μόχθους, τους οποίους υπέμεινα να την ειρηνεύσω και κυβερνήσατέ την ως δύνασθε· και σας ευχαριστώ επ’ αληθείας, διότι με λυτρώνετε από φροντίδας και συγχύσεις, να περάσω το γήρας μου εις την ησυχίαν καθώς επιθυμεί η ψυχή μου αμέριμνα». Ταύτα αφού είπεν ο Άγιος, οι μεν Αρχιερείς έμειναν ως σκυθρωποί από την εντροπήν των, αυτός δε εξερχόμενος από την Σύνοδον, επήγεν εις τον βασιλέα και του λέγει· «Εις σε μεν, ω κράτιστε βασιλεύ, δι’ όσα καλά κατώρθωσες εις την Εκκλησίαν, εύχομαι πλουσίαν την εκ του Κυρίου ανταπόδοσιν, την χάριν δε την οποίαν ζητώ της βασιλείας σου, δέομαί σου να μου δώσης δια τον Κύριον· δεν σου ζητώ πλούτον και πράγματα πρόσκαιρα, μόνον να με συγχωρήσης ν’ αναχωρήσω από τα σκάνδαλα, να παύση ο φθόνος, να ειρηνεύσουν οι Αρχιερείς, να εύρω και εγώ από τους μεγάλους μου κόπους ολίγην άνεσιν». Ο δε βασιλεύς και όλη η Σύγκλητος, από την πολλήν αγάπην που του είχον, επικράνθησαν· δια να μη τον λυπήσουν όμως τον άφησαν και έφυγε. Μετά την αναχώρησιν του θείου Γρηγορίου, η μεν αγία Σύνοδος εξέλεξε Πατριάρχην τον θείον Νεκτάριον από την Ταρσόν της Κιλικίας, ο δε Γρηγόριος επήγεν εις το χωρίον της Καππαδοκίας Αριανζόν, εις το οποίον εγεννήθη και εις το οποίον είχε κληρονομίαν από τον πατέρα του και εις αυτό εκάθησεν. Επειδή δε προ μικρού είχεν αναπαυθή ο Μέγας Βασίλειος, έκαμεν εκεί ο Μέγας Γρηγόριος τον επιτάφιον λόγον του εις τον Μέγαν τούτον φωστήρα και ακολούθως επήγεν εις την Καισάρειαν και τον ανέγνωσεν εις την Εκκλησίαν. Έπειτα επέστρεψεν εις την Ναζιανζόν, από την οποίαν έλειψε χρόνους ολοκλήρους δώδεκα (12), τους οποίους έκαμεν εις την Κωνσταντινούπολιν. Τον καιρόν εκείνον οι μαθηταί του Απολλιναρίου, μη δυνάμενοι να σπείρουν εκεί εις την βασιλεύουσαν την αίρεσίν των, διότι εφοβούντο τον Άγιον Γρηγόριον, την εσκόρπισαν εις άλλους τόπους της χώρας και επλάνησαν πολλούς με τα μιαρά των διδάγματα· τινές δε απ’ εκείνους ετόλμησαν και επήγαν εις την Ναζιανζόν και εχειροτόνησαν Επισκόπους ιδικούς των οι αλιτήριοι, τους οποίους εξώρισεν ο Άγιος φθάνων εκεί και χειροτονήσας Ορθοδόξους, εκαθάρισε δε πάλιν την Ναζιανζόν από τον μολυσμόν της αιρέσεως. Πολύ τον παρεκάλεσαν να μείνη εκεί εις την πατρίδα του, αλλά δεν έστερξεν, ότι ηγάπα πολύ την ησυχίαν. Μόνον εχειροτόνησεν εκεί εις την Ναζιανζόν Αρχιερέα ένα ταπεινόφρονα και ενάρετον άνθρωπον, ονόματι Ευλάλιον, τον οποίον είχεν υπηρέτην πρότερον και ήξευρε την αρετήν και πολιτείαν του. Και τότε αφού ανέσπασε τα ζιζάνια της αιρέσεως, επήγε πάλιν εις την Αριανζόν και ησύχαζε, γράφει δε εκείθεν προς τινα Πρεσβύτερον, ονόματι Κλυδώνιον, άνδρα θεοσεβέστατον και εις άλλους τινάς, να μη δέχωνται τας χειροτονίας των Απολλιναριστών, αλλά να τους αποστρέφωνται ως παρανόμους και ξένους από την Εκκλησίαν του Χριστού. Έγραφε δε ο Άγιος και εις άλλους τόπους και χώρας και έστελλε πανταχού γράμματα, όπου ήθελεν ακούσει ότι ευρίσκοντο αιρετικοί Επίσκοποι και εστηλίτευεν αυτούς, ανατρέπων τα δυσσεβή και άθεά των δόγματα, καθώς φαίνεται και εις τας δύο του επιστολάς, τας οποίας γράφει προς τον Κλυδώνιον και εις τους στίχους τους οποίους συνέθεσε, δια δύο αιτίας, σοφώτατα. Πρώτον μεν δια να ελέγξη το παράνομον πρόσταγμα του παραβάτου Ιουλιανού, όστις ενομοθέτησε να μη μανθάνουν οι Χριστιανοί ελληνικά γράμματα, ως άνωθεν είπομεν· δεύτερον δε διότι έβλεπε τον Απολλινάριον γράφοντα πολλά βιβλία με στίχους και μέτρα διάφορα, με τα οποία εξηπάτησε και επλάνησε πολλούς, φαινόμενος δια μαθηματικός εις άπαντας. Δια τούτο έγραψε τα πολύστιχα μέτρα ο Άγιος και άλλα ποιήματα συνέθεσεν, όσα εγνώριζεν ότι εχρειάζοντο οι Χριστιανοί, δια να μη αναγιγνώσκουν τα των αιρετικών ολότελα. Δι’ αυτήν λοιπόν την αιτίαν έμεινεν εκεί εις την Αριανζόν, εις την οποίαν είχεν άδειαν να γράφη ασύγχυστα και ούτως ησυχάσας ικανόν καιρόν, εκαθάρισε τον εαυτόν του, δια μέσου της φιλοσοφίας. Αρκεί δε μόνον να είπωμεν ενταύθα περί του μεγάλου τούτου Πατρός, ότι εάν έπρεπε να γίνη εις στύλος έμψυχος και ζωντανός, συντεθειμένος εξ όλων των αρετών, ο στύλος ούτος ήτο ο μέγας Γρηγόριος· διότι υπερνικήσας με την λαμπρότητα της ζωής του τους ευδοκιμούντας κατά την πράξιν, εις τόσην ακρότητα της θεωρίας υψώθη, ώστε όλοι ενικώντο υπό της σοφίας του, τόσον εις τους λόγους, όσον και εις τα δόγματα. Τα σωζόμενα αυτού συγγράμματα, λογογραφικά και ποιητικά παντός μέτρου, δεικνύουσι την λαμπράν και γλαφυράν αυτού ρητορείαν και θαυμασίαν πολυμάθειαν. Το ύψος των θεολογικών αυτού νοημάτων ως και ότι εις πάντα λόγον σχεδόν αναφέρει περί της Αγίας Τριάδος, προεξένησεν εις αυτόν την επωνυμίαν «Θεολόγος Τριαδικός». Ούτω λοιπόν καθ’ εκάστην αναβαίνων από υψηλοτέρας εις υψηλοτέραν θεωρίαν ο Άγιος, έφθασε και καιρός να μεταβή από την παρούσαν πρόσκαιρον ζωήν εις την αιώνιον και μακαρίαν· όθεν μετά πολλούς πόνους και αγωνίσματα απήλθε προς ον επόθησε Κύριον κατά την κε΄ (25ην) Ιανουαρίου του έτους 391, ζήσας εις την παροικίαν ταύτην την πολυτάραχον και πολύδακρυν χρόνους εξήκοντα δύο. Ήτο δε εις τον τύπον του σώματος ολίγον ωχρός και χαριέστατος, σιμός εις την ρίνα, ίσας έχων τας οφρύς, επειδή είχεν ένα τραύμα το οποίον ήτο επάνω εις το ομματόκλαδον· το γένειον είχεν όχι πολλά μικρόν, αλλά αρκούντως δασύ, φαλακρός, λευκός εις τας τρίχας, εφαίνοντο δε τα άκρα της γενειάδος του ωσάν περικεκαπνισμένα. Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου