Νεόφυτος ο Όσιος πατρίδα μεν είχε την των Λευκάρων πολιτείαν την κατά την νήσον της Κύπρου, γεννηθείς κατά το έτος αρλδ΄ (1134) υπό γονέων ευσεβών, Αθανασίου και Ευδοξίας καλουμένων, ήκμαζε δε κατά τους χρόνους των ευσεβών βασιλέων Κομνηνών, ότε οι Σαρακηνοί κατέλαβον, κρίμασιν οις οίδεν ο Θεός, την αγίαν των Ιεροσολύμων πόλιν, εξ ου και η νήσος Κύπρος ουχί μικράς υπέστη επιδρομάς υπό των προς απολύτρωσιν των ιερών προσκυνημάτων πανταχόθεν θερμώς συνδραμόντων σταυροφόρων, θείω ζήλω κινηθέντων υπό των Χριστιανών βασιλέων της Ευρώπης.
Τότε λοιπόν, δεκαοκταετούς του θείου Νεοφύτου γενομένου, οι γεννήτορες αυτού ηβουλήθησαν ίνα τον συζεύξουν μετά γυναικός. Ενώ δε κατά την συνήθειαν ητοίμαζον τα του γάμου αρμόδια, μαθών τούτο ο μακάριος Νεόφυτος ανεχώρησε κρυφίως εκ της πατρικής του οικίας, και ελθών εις την Ιεράν Μονήν την τιμωμένην επ’ ονόματι του θείου και ιερού Χρυσοστόμου και επονομαζομένην του Κουτζουβέντη εκρύβη εκεί καταφρονήσας ομού με τους γονείς και τους αρραβώνας και πάσαν του ματαίου τούτου κόσμου απόλαυσιν, τα οποία εις ουδέν ελογίσατο και μόνον υπέρ της του Κυρίου αγάπης εφρόντιζεν, διότι από βρέφους την ησυχίαν επόθει και τον ερημικόν βίον επεθύμει, όπως τούτο σαφέστατα φαίνεται εκ της συγγραφείσης υπ’ αυτού Ιεράς Διατάξεως περί της Μονής αυτού και των εν αυτή κατά καιρούς ενασκουμένων, εις τους οποίους ως κανών και υπόδειγμα η ένθεος αυτού πολιτεία προβάλλεται. Και ο μεν θείος Νεόφυτος ούτως εναρέτως εν τη Μονή ηγωνίζετο, οι δε γονείς αυτού μετά την αναχώρησίν του, καταληφθέντες υπό θλίψεως μεγίστης και αγνοούντες την οδόν την οποίαν έλαβε, περιήρχοντο πάσαν την νήσον ερευνώντες περί αυτού. Ελθόντες δε και εις την Μονήν εις την οποίαν εκρύπτετο ο Άγιος, εύρον μεν αυτόν, αλλ’ εκείνος ουδόλως συγκατέβαινεν εις το να τους ακολουθήση, όμως εκείνοι δεν ανεχώρουν εκείθεν, αλλά κλαίοντες και θρηνούντες επί πολλάς ημέρας τον εβίαζον· όθεν μη δυνάμενος να πράξη άλλως, επέστρεψε μετ’ αυτών εις την οικίαν των. Ίνα δε και την Ευαγγελικήν εκπληρώση εντολήν, πείθεται παρά την θέλησίν του εις τους γονείς και συζεύγνυται μετά της μνηστευθείσης μετ’ αυτού προς μεγίστην χαράν ουχί μόνον των γονέων του, αλλά και πάντων των συγγενών και φίλων αυτών. Όταν όμως οι γάμοι ετελείωσαν και πάντες οι συγγενείς απεχώρησαν, έμεινε δε εις τον νυμφικόν θάλαμον μόνος ο Νεόφυτος μετά της νύμφης, εκβαλών ο Άγιος τον δακτύλιον και ικανώς προσευχηθείς εξέρχεται δια νυκτός εκ της οικίας του και καταφεύγει και πάλιν εις την Μονήν του Κουτζουβέντη. Ευρών δε τον Ηγούμενον παρεκάλει αυτόν μετά δακρύων να τον ενδύση ευθύς το Άγιον σχήμα των Μοναχών. Κείρεται όθεν την κόμην ο Όσιος και ενδυθείς το αγγελικόν σχήμα εστάλη παρά του Ηγουμένου εις τόπον τινά καλούμενον Στούπες, ένθα είχον αμπέλους της Μονής, ίνα φυλάττη αυτάς. Εις την διακονίαν ταύτην παρέμεινεν ο Όσιος επί μίαν ολόκληρον πενταετίαν, καθ’ όλον δε αυτό το διάστημα δεν έπαυε νυχθημερόν προσευχόμενος και μελετών. Καίτοι δε ουδόλως πρότερον εγνώρισε γράμματα, εν τούτοις έμαθε τόσον καλώς να αναγινώσκη, ώστε και τους ψαλμούς του Δαβίδ έμαθεν από στήθους. Ούτως εις τον τόπον εκείνον αγωνιζόμενος ο Όσιος, άλλος πόθος κατέκαιε την καρδίαν αυτού, του να μεταβή εις προσκύνησιν των Αγίων Τόπων εις τους οποίους ο Κύριος σωματικώς περιεπάτησεν. Εμβάς όθεν εις πλοίον έφθασεν κατά τον πόθον του εις Ιεροσόλυμα και προσκυνήσας τα πάνσεπτα σεβάσματα του Σωτήρος ημών και ικανώς εις αυτά προσευχηθείς, επροχώρησε μέχρι των ορίων Μαγδάλων, Θαβώρ και Ιορδάνου, επί εξάμηνον χρόνον, τας τρώγλας και τα σπήλαια ανιχνεύων, ίνα εύρη τινά των εκεί ασκουμένων και υποταγή εις αυτόν. Μη απολαύσας όμως του ποθουμένου και υπό θείας νεύσεως προτρεπόμενος επανέκαμψεν εις την ρηθείσαν Μονήν του Κουτζουβέντη, αλλ’ ο της φιλησυχίας έρως ουδέποτε ανέπαυσεν αυτόν· όθεν αναχωρήσας και πάλιν από την Μονήν έσπευδε προς το όρος του Λάτρου, δεόμενος του Θεού ίνα μη αποτύχη της ελπίδος του. Ότε όμως έφθασεν εις το φρούριον της Πάφου, γνωσθείς υπό της φρουράς, εκρατήθη ως φυγάς και ερρίφθη δέσμιος εις την φυλακήν, εις την οποίαν εφ’ ικανάς ώρας εκακουχείτο. Τινές δε των ευσεβών μαθόντες το συμβάν και λυπηθέντες παρεκάλεσαν τους άρχοντας περί αυτού και τον απηλευθέρωσαν εκ της φυλακής· επειδή όμως είδεν ο Όσιος ότι όπου αυτός εσκόπει να μεταβή όχι μόνον δεν επετύγχανεν, αλλά και κακώσεις ένεκα τούτου υφίστατο, εγνώρισεν ότι δεν ήτο θέλημα Θεού να απομακρυνθή εκ της πατρίδος αυτού εν πτωχεία τότε, ως εγώ νομίζω, ευρισκομένης από εναρέτων και ορθώς κατά τον βίον πολιτευομένων ανδρών, επειδή ήτο τότε κυριευμένη η νήσος υπό των δυτικών. Αφού λοιπόν απελύθη της φυλακής ο Όσιος ευρίσκετο εις μεγίστην απορίαν και θλίψιν βαθυτάτην, διαλογιζόμενος που να πορευθή, ίνα τον της ησυχίας πόθον επιτύχη. Ούτω δε διαλογιζόμενος και ποιήσας το σημείον του Τιμίου Σταυρού επορεύθη εις παρατυχούσαν οδόν εν ονόματι Κυρίου· ελθών δε επί τον τραχύτατον κρημνόν της μετά ταύτα υπ’ αυτού ονομασθείσης Εγκλείστριας, ανήλθεν εις αυτόν, ήτο δε τότε η 24η Ιουνίου του έτους αρνθ΄ (1159), εορτή του Τιμίου Προδρόμου ως εκ της Διατάξεως αυτού φαίνεται. Ευρών λοιπόν εις το μέσον του κρημνού σπήλαιον, ήρχισε να καθαρίζη και να ισοπεδώνη αυτό, άλλοτε μεν δια των χειρών του και άλλοτε δια ξύλων. Τοσούτον δε άγριος και άβατος ήτο ο τόπος εκείνος, ώστε μόλις μετά παρέλευσιν έτους ηδυνήθη να παρασκευάση αυτόν εις κατοίκησιν. Ενταύθα λοιπόν ας σκεφθή έκαστος οπόσας θλίψεις υπέμεινε δια το άβατον και την στενότητα του κρημνού, τας σκληραγωγίας της σαρκός, την γυμνότητα, την πείναν, την χαμευνίαν και πάσαν άλλην ταλαιπωρίαν του σώματος. Ταύτα δε πάντα δια του ιδίου του θελήματος. Ας σκεφθή επίσης έκαστος τας προσευχά, τας γονυκλισίας, τας παννυχίους και ολονυκτίους υπέρ της αγάπης του Θεού στάσεις, τας οποίας τοσούτον καρτερικώς εποίει ο αοίδιμος, ως και πάσαν άσκησιν και σκληραγωγίαν, ένεκα των οποίων η φήμη αυτού πανταχού περιέτρεχε και πολλοί εις αυτόν χάριν ευχής και ευλογίας συνέτρεχον. Ήρχοντο δε προς τον Άγιον και τινές, οι οποίοι επόθησαν να γίνουν μαθηταί του και να συγκοινωνήσουν μετ’ αυτού εις τους κόπους της ασκήσεως, ο Άγιος όμως κατ’ αρχάς δεν εδέχετο όχι ότι απεστρέφετο την των ανθρώπων συνομιλίαν και την αυτών σωτηρίαν, αλλά διότι εγνώριζεν αληθώς ότι ο εις είναι ησυχαστικώτερος των δύο, πολλώ δε μάλιστα και περισσοτέρων. Επειδή όμως οι καλοί εκείνοι του Αγίου ζηλωταί ήρχοντο σχεδόν καθημερινώς και θερμώς παρεκάλουν και ουδεμίαν έδιδον εις αυτόν άνεσιν, συγκατένευσεν ο Άγιος να δεχθή τινάς εξ αυτών ουχί όμως πολλούς ειμή μόνον περί τους 15 έως 18. Εδίδασκε λοιπόν αυτούς εις τα της αρετής έργα, τούτου δε ένεκα ηύξανεν η φήμη των κατορθωμάτων αυτού, καίτοι ο Άγιος παντελώς απεστρέφετο τους επαίνους των ανθρώπων. Όμως ο πανάγαθος Θεός, όστις τους θεράποντας αυτού όχι μόνον της ουρανίου δόξης αξιοί, αλλά και της ενταύθα δεν θέλει εστερημένους, κελεύει δι’ οράσεως θείας τον Αρχιερέα της πόλεως των Παφίων, ονόματι Βασίλειον, να αναβιβάση τον Όσιον εις το αξίωμα της Ιερωσύνης ως υπεράξιον και να παράσχη εις αυτόν τα αρκούντα σιτηρέσια επισφραγίζων αυτά και δια σιγγιλλίου, ίνα δι’ αυτών ανεγείρη ο Όσιος την Μονήν. Ο δε Αρχιερεύς ως επροστάχθη ούτω και έπραξε, χειροτονήσας τον Άγιον Πρεσβύτερον κατά το έτος αρο΄ (1170). Αφού λοιπόν έλαβεν ο Όσιος τον βαθμόν της Ιερωσύνης τις δύναται δια των λόγων να περιγράψη τους αγώνας αυτού, τας προσευχάς, τας νηστείας και τας αγρυπνίας, τας οποίας εποίει ο μακάριος; Ανήγειρε δε παρά το σπήλαιον και εις κάλλος ουχί το τυχόν, την ανωτέρω Μονήν, Εγκλείστραν αυτήν ονομάσας, διότι ενεκλείσθη επί χρόνους κδ΄ (24) εις το προρρηθέν σπήλαιον. Ιστορήθη δε τελείως η Εγκλείστρα κατά το έτος αρπγ΄ (1183), ο δε ήδη υπάρχων εκεί περικαλλής Ναός ομού με άλλα οικοδομήματα, καίτοι πολλά τούτων διεφθάρησαν με την πάροδον του χρόνου και την ανωμαλίαν, φαίνεται ότι ωκοδομήθη μετά την τελευτήν του Οσίου δια βασιλικού θεσπίσματος και συναγωγής πλουσίας, καθ’ α και το από εκατόν πεντήκοντα περίπου ετών σιγγιλιώδες πατριαρχικόν γράμμα μαρτυρεί, σωζόμενον μέχρι του νυν· διέταξε δε και τους μετ’ αυτόν μέλλοντας να αγωνισθούν εκεί όπως λέγωνται Έγκλειστοι όχι μόνον δια του ονόματος, αλλά και δια του πράγματος, έχοντες προ αυτών ως υπόδειγμα τον βίον αυτού. Καταστήσας λοιπόν αδελφότητα εδίδασκεν αυτούς ο Όσιος συχνώς ως νεοπαγείς τα προς σωτηρίαν αρμόδια και προς την εργασίαν και εκπλήρωσιν των αρετών καθωδήγει και ενίσχυεν. Βλέπων δε ο Όσιος ότι εκ της συρροής των πιστών και των επιθυμούντων της διδασκαλίας του απεστερείτο της φίλης αυτού ησυχίας, απεφάσισε μετά τεσσαράκοντα ετών συνολικήν παροικίαν εν τη Εγκλείστρα, ίνα ιδρύση άνωθεν του Σπηλαίου του Τιμίου Σταυρού νέον καταφύγιον, όπερ και εγένετο κατά το έτος 1199. Ενώ όμως κατεγίνετο εις το να λαξεύση και να διανοίξη μικρότατον άνοιγμα, το οποίον υπήρχεν εις το σχεδόν άβατον εκείνο μέρος, λίθος βαρύς, φθόνω του μισοκάλου εχθρού καταπεσών, παρέσυρεν αυτόν προς τον κρημνόν· αλλά προφθάσασα η θεία δύναμις διεφύλαξεν αυτόν αβλαβή εις πείσμα του δαίμονος, διότι ο καταπεσών λίθος όχι μόνον δεν εφόνευσε τον Όσιον, αλλά πιέσας το ιμάτιον και την χείρα αυτού τον εκράτησεν εις το κενόν. Μετέβαλε λοιπόν ο Όσιος και το σπήλαιον εκείνο εις οίκον προσευχών και δοξολογίας Θεού, εις αυτόν δε κατακλείσας εαυτόν, διήγεν εν απολύτω ησυχία και μακράν παντός θορύβου, εν νηστεία και σκληραγωγία ταλαιπωρούμενος. Μόνον δε ανά πάσαν Κυριακήν δια κλίμακος μεταφερομένης κατήρχετο εις την Εγκλείστραν και εδίδασκε τους μαθητάς του, καθοδηγών αυτούς προς την αρετήν, είτα δε πάλιν ανήρχετο δια της κλίμακος εις το άντρον. Ζήσας δε ο Όσιος εν τη τοιαύτη της ασκήσεως διαγωγή πεντήκοντα και γυμνάσας εαυτόν επί πέντε έτη εις την μελέτην των θείων Γραφών, ανήλθεν επί το ακρότατον όρος της αρετής. Δεν περιωρίσθη όμως ο Όσιος μόνον εις την αυστηράν ασκητικήν ζωήν, αλλά συγχρόνως πλείστα έργα συνέγραψε προς διδασκαλίαν των μαθητών του και παντός Χριστιανού ποθούντος την σωτηρίαν της εαυτού ψυχής. Είναι δε αι συγγραφείσαι παρ’ αυτού βίβλοι, ως εκ του ιβ΄ κεφαλαίου της υπ’ αυτού συγγραφείσης Τυπικής Διατάξεως φαίνεται, δέκα εξ, εκ των οποίων αι τρεις μεγαλύτεραι πανηγυρικαί, αι δε υπόλοιποι περιέχουσαι ερμηνείας εις τους Ψαλμούς εις το Άσμα Ασμάτων, εις την Εξαήμερον ως και διαφόρους άλλους λόγους ασκητικούς, ψυχωφελείς επιστολάς και Τυπικάς Διατάξεις, άπασαι ουχί ανθρωπίνης σοφίας ή τεχνολογίας κατασκευάσματα, αλλά χάριτος Πνεύματος Αγίου πεπληρωμέναι, ως αύται κατά μέρος φαίνονται, τινές μεν εξ αυτών σωζόμεναι εν τη Μονή αυτού και εις τύπον εκδοθείσαι, τινές δε και υπό του χρόνου απολεσθείσαι. Εις ταύτα λοιπόν πάντα καλώς ο Όσιος αγωνισάμενος εγένετο σκεύος εκλεκτόν του Παναγίου Πνεύματος και προεγνώρισε την προς Κύριον εκδημίαν αυτού, την οποίαν και δεν απέκρυψεν από τους μαθητάς του, αλλά καλέσας αυτούς ήρχισε να τους ομιλή και να τους συμβουλεύη τα πρέποντα εις τον ασκητικόν βίον και πως να πορεύωνται μετά την αυτού αποβίωσιν. Παρήγγειλε δε να φυλάττωσιν απαρατρέπτως όσα εις αυτούς προφορικώς εδίδαξε και γραπτώς διέταξε. Παρήγγειλεν ωσαύτως όπως μετά την κατά την τάξιν ανάγνωσιν της εξοδίου ακολουθίας ενταφιάσωσι το νεκρόν του σώμα εις τον ιδιοχείρως παρ’ αυτού λαξευθέντα τάφον εις το ενδότερον του σπηλαίου, ενδύοντες αυτόν δια των υπό του ιδίου υφανθέντων νεκρικών ενδυμάτων. Είτα ηυχήθη αυτούς όπως διάγωσιν εν ειρήνη και θεαρέστω πολιτεία, εν ομονοία τε και αγάπη αδελφική, υπακούοντες εις τον παρ’ αυτών μέλλοντα να εκλεγή Ηγουμενον της Μονής και να υποτάσσωνται εις αυτόν χωρίς να παραβώσι μηδεμίαν εντολήν εκ της υπ’ αυτού συγγραφείσης Τυπικής Διατάξεως. Ταύτα δε ειπών και υπέρ αυτών ευχηθείς παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού. Οποίος δε κοπετός και θρήνος εγένετο, μετά την του Οσίου οσίαν κοίμησιν, υπό τε των ακολουθούντων αυτόν και των πνευματικών αυτού τέκνων, των την υπεράνθρωπον αυτού πολιτείαν γιγνωσκόντων, είναι αδύνατον να περιγράψωμεν. Ποιήσαντες δε ως παρήγγειλεν εις αυτούς ο Όσιος ενεταφίασαν μετά των συνήθων ευχών τε και δεήσεων το τίμιον αυτού λείψανον εις τον τάφον, τον οποίον ο ίδιος παρήγγειλεν, επιτελέσαντες παννύχιον ικεσίαν επί πολλάς ημέρας εις μνήμην αυτού, ου ταις αγίαις πρεσβείαις και ευχαίς σωθείημεν άπαντες, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω πρέπει δόξα, αίνεσις και μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου