Αναστάσιος ο ένδοξος Οσιομάρτυς εμαρτύρησε κατά τους χρόνους Ηρακλείου βασιλέως του Βυζαντίου και Χοσρόου βασιλέως των Περσών εν έτει χκζ΄ (627). Ούτος Πέρσης ων το γένος και φωτισθείς κατά την εις Περσίαν απαγωγήν του Τιμίου Σταυρού υπό του Χοσρόου του κυριεύσαντος τα Ιεροσόλυμα, εβαπτίσθη και εγένετο Χριστιανός, είτα δε εισελθών εις Μοναστήριον εμόναζε. Διαφλεγόμενος όμως υπό του πόθου του μαρτυρίου ανεχώρησε κρυφίως από το Μοναστήριον και παρουσιασθείς αυτόκλητος εις τον Χοσρόην ωμολόγησεν ανδρείως τον Χριστόν.
Ο δε Ηγούμενος του εν Ιεροσολύμοις Μοναστηρίου του Αγίου Αναστασίου, ο και Γέρων του Οσιομάρτυρος Αναστασίου του Πέρσου, μαθών ότι ο πνευματικός αυτού υιός Αναστάσιος επεθύμησε να πάθη δια τον Χριστόν και την ευσέβειαν, παρεκάλεσεν όλην την αδελφότητα να δεηθώσι του Θεού, ίνα τελειώση καλώς τον δρόμον του μαρτυρίου. Έγραψε δε και προς τον ίδιον Αναστάσιον επιστολάς μέσω δύο αδελφών, ενδυναμώνων δι’ αυτών περισσότερον την προθυμίαν του εις το υπέρ του Δεσπότου Χριστού μαρτύριον. Ο εις λοιπόν εκ των αδελφών επήγε μετά του Μάρτυρος εκ της Καισαρείας της Παλαιστίνης εις την Περσίαν, καθώς είχε παραγγελθή παρά του Ηγουμένου, ίνα υπηρετή τον Μάρτυρα εις τα χρειώδη και παρηγορή την ψυχήν του, η οποία έπασχεν από τόσην κακοπάθειαν και προς τούτοις ίνα, ων μετ’ αυτού και βλέπων οφθαλμοφανώς τούτου τα μαρτύρια, ημπορή ύστερον να τα διηγηθή ασφαλώς εις τον Ηγούμενον και την αδελφότητα. Αφού λοιπόν ο μακάριος Αναστάσιος ετελείωσε τον μέγαν και πολύν αγώνα του μαρτυρίου, επήγεν ο απεσταλμένος εκείνος αδελφός ομού με άλλους φιλοθέους Χριστιανούς, ίνα συστείλωσιν ιερώς και οσίως το μαρτυρικόν εκείνου σώμα· και ω του θαύματος! εύρον τους κύνας τρώγοντας μεν τα των άλλων σώματα, τούτου δε μόνον του Μάρτυρος Αναστασίου το λείψανον μηδόλως εγγίζοντας, αλλά καθημένους και φυλάττοντας αυτό ευλαβώς. Όθεν λαβών αυτό ο αδελφός και τιμήσας, καθ’ όσον ο καιρός επέτρεπε, το ενεταφίασεν εις το εκεί Μοναστήριον του Αγίου Μάρτυρος Σεργίου, κατά το δέκατον έβδομον μεν έτος της βασιλείας Ηρακλείου, κατά την εικοστήν δε δευτέραν του παρόντος μηνός. Έμεινε δε ο απεσταλμένος Μοναχός εις την Περσίαν διατρίβων επί τινα χρόνον και συλλογιζόμενος πως να επανέλθη εις τον Ηγούμενον ακινδύνως. Μετά παρέλευσιν δε δέκα ημερών εφονεύθη ο δυσσεβής Χοσρόης και αφικνείται εις την Περσίαν έτερος βασιλεύς, συνωδευμένος με Ρωμαϊκόν στράτευμα, πολύ πράος και ήπιος και κατά πάντα ενάντιος εις τον Χοσρόην. Βλέπων λοιπόν ο Μοναχός τα Ρωμαϊκά στρατεύματα εις την ξένην γην της Περσίας ως λαμπάδας αναμμένας εν τω σκότει, εχάρη καθ’ υπερβολήν, επειδή ηλευθερώθη από τους κινδύνους, τους οποίους εφοβείτο ότι έμελλον να τον ακολουθήσωσι καθ΄οδόν· όθεν αποκαλυφθείς εις τα των Ρωμαίων στρατεύματα, ότι είναι Χριστιανός και Μοναχός, διηγήθη χαίρων εις χαίροντας τα περίτου Μάρτυρος Αναστασίου. Δια τούτο έγινε συγκοινωνός της τραπέζης αυτών και συγκατοικήσας και μετ’ αυτών διήλθε την χώραν των Αρμενίων και μετά παρέλευσιν ενός έτους έφθασεν εις το Μοναστήριόν του φέρων μεθ’ εαυτού και το μοναχικόν του Μάρτυρος Αναστασίου κολόβιον, ήτοι μανδύαν, τον οποίον εφόρει μέχρι σχεδόν του μαρτυρικού θανάτου του. Διηγήθη λοιπόν ο Μοναχός εις όλην την αδελφότητα τους γενναίους αγώνας του Μάρτυρος· προσέθεσε δε και τούτο, ότι εις δαιμονιζόμενος, άμα ενεδύθη τον άνωθεν μανδύαν του Μάρτυρος, ευθύς εξεδύθη το δαιμόνιον και ηλευθερώθη. Όταν δε ο βασιλεύς Ηράκλειος, κατά το εικοστόν έτος της βασιλείας του, έφερεν εις Ιερουσαλήμ τα τίμια ξύλα του Σταυρού, τα οποία ελαφυραγώγησεν ο βασιλεύς των Περσών Χοσρόης, τότε απεστάλη και εις Επίσκοπος από τον Αρχιεπίσκοπον των Ρωμαϊκών μερών (ήτοι τον της παλαιάς Ρώμης Πάπαν) εις την Περσίαν και έφερεν εις την Καισάρειαν της Παλαιστίνης τα λείψανα του Αγίου Μάρτυρος Αναστασίου, δους μεν εκεί μικράν μερίδα των αγίων λειψάνων, κρατήσας δε τα λοιπά. Η δε τιμία κεφαλή του Μάρτυρος και η αγία του εικών απεθησαυρίσθησαν εν τη παλαιά Ρώμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου