Μακεδόνιος ο εν Αγίοις πατήρ ημών παλαίστραν και αγωνιστήριον μετεχειρίζετο τας κορυφάς των ορέων, διότι εκεί είχε την άσκησιν και κατοικίαν του, οτέ μεν ησυχάζων εις τούτον τον τόπον, οτέ δε εις εκείνον και άλλοτε μεταβαίνων εις άλλον, εις Φοινίκην δηλαδή και εις Συρίαν και εις Κιλικίαν· εποίει δε τας μεταβάσεις ταύτας ίνα αποφεύγη τας ενοχλήσεις, τας οποίας του επροξένουν οι προστρέχοντες εις αυτόν. Διήλθε λοιπόν ο μακάριος τεσσαράκοντα πέντε έτη χωρίς να έχη άνω της κεφαλής του σκηνήν ή καλύβην ή άλλην τινά σκέπην, αλλά ιστάμενος εντός βαθέος λάκκου, εξ ου και Γουβάς ωνομάζετο· διότι κατά την συριακήν διάλεκτον, Γούβα ο λάκκος ονομάζεται.
Όταν δε έγινε γέρων, επείσθη εις τους παρακαλούντας αυτόν και κατεσκεύασε μίαν καλύβην· ακολούθως δε μετεχειρίζετο προς κατοικίαν μικρά τινά κελλία, όχι ιδικά του, αλλά ξένα. Όθεν διήνυσεν ακόμη έτερα εικοσιπέντε έτη· ώστε τα έτη όλα της ζωής του συμποσούνται εις εβδομήκοντα· επειδή δε ετρέφετο μόνον με κριθήν και ύδωρ εις διάστημα τεσσαράκοντα ετών, έπεσεν ο αοίδιμος ύστερον εις ασθένειαν, διο και έζη εις το εξής με μικρόν τεμάχιον άρτου και με ποτόν απλού ύδατος. Με τοιαύτην θαυμασίαν άσκησιν ζων, ηξιώθη παρά Κυρίου να ποιή θαύματα, ήτοι να διώκη δαιμόνια από τους ανθρώπους, να ιατρεύη διάφορα πάθη και ασθενείας και να εκτελή άλλα πολλά παράδοξα θαύματα. Εις τούτον τον Όσιον έφερον ποτέ γυναίκα τινά, ήτις ενεργεία του διαβόλου έτρωγε καθ’ υπερβολήν, διότι έτρωγε καθ’ εκάστην τριάκοντα κατοικιδίους όρνιθας και δεν εχόρταινεν, αλλά ακόμη επείνα. Παρεκάλουν λοιπόν τον Όσιον οι συγγενείς της γυναικός, ίνα ευσπλαγχνισθή και ιατρεύση αυτήν, ήτις είχεν εξοδεύσει όλην αυτής την περιουσίαν εις τροφήν της· όθεν ευσπλαγχνισθείς ο του Θεού άνθρωπος προσηυχήθη εις τον Θεόν και είτα βαλών την δεξιάν του χείρα εν ύδατι και σφραγίσας αυτό με την σωτηρίαν σφραγίδα του Σταυρού, διέταξε να το πίη η πάσχουσα γυνή και ούτως έκαμεν αυτήν να τρώγη κατά φύσιν και να αρκήται εις ημισείαν όρνιθα μόνον. Άλλοτε πάλιν επήγε στρατηγός τις εις το όρος εκείνο, εις το οποίον κατώκει ο Όσιος, ίνα κυνηγήση. Βλέπων δε μακρόθεν τον Όσιον και μαθών παρά των ανθρώπων του ποίος είναι, ευθύς επήδησε κάτω εκ του ίππου του και πλησιάσας τον εχαιρέτησεν· είτα τον ηρώτησε τι κάμνει εκεί εις το όρος. Ο δε Όσιος τον αντηρώτησε· «Και συ τι ανέβης εδώ να πράξης»; Ο στρατηγός απεκρίθη· «Ήλθον ίνα κυνηγήσω»· ανυαπεκρίθη ο γέρων· «Και εγώ κυνηγώ τον ιδικόν μου Θεόν και αγαπώ να τον λάβω και ποθώ να τον ίδω και δεν θέλω αφήσει το καλόν τούτο κυνήγιον». Ταύτα ακούσας ο στρατηγός εθαύμασε και ωφεληθείς ανεχώρησεν. Ούτος ο Όσιος ήλεγξε τους στρατιώτας, τους οποίους έστειλεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος, ίνα θανατώσωσι τους ανθρώπους εκείνους, οίτινες εκρήμνισαν εν Αντιοχεία τους ανδριάντας της συζύγου του· διότι καταβάς ούτος από του όρους εκράτησε τους αποσταλέντας δύο στρατηγούς εις το μέσον της αγοράς, οι δε μαθόντες ποίος είναι, ευθύς επήδησαν από τα άλογα και ησπάζοντο τας χείρας και τα γόνατά του. Ο δε είπε προς αυτούς να είπωσιν εις τον βασιλέα, ότι άνθρωπος ων, δεν πρέπει να οργίζηται αμέτρως κατά των ομοίων του ανθρώπων και αντί των ιδικών του αψύχων εικόνων να παραδίδη εις θάνατον τας του Θεού εικόνας, ήτοι τους ανθρώπους, εν ω μάλιστα εις ημάς μεν είναι εύκολον πάλιν να αναπλάσωμεν τας χαλκάς εικόνας, εις δε τον βασιλέα δεν είναι δυνατόν να επαναφέρη τα σφαγέντα σώματα εις την ζωήν· και τι λέγω σώματα; Ουδέ μίαν τρίχα δεν είναι δυνατόν να κατασκευάση. Ταύτα είπε με Συριακήν γλώσσαν· οι δε στρατηγοί μεταγλωττίσαντες ταύτα εις την Ελληνικήν, τα ανέφερον εις τον βασιλέα. Ούτος ο Όσιος Μακεδόνιος δια προσευχής του έκαμε την μητέρα του Θεοδωρήτου να γεννήση υιόν, αυτόν τον ίδιον Θεοδώρητον, διότι ήτο πρώτον στείρα και άτεκνος· όθεν και Θεοδώρητος ωνομάσθη ο υιός της ούτος, ως παρά του Θεού δεδωρημένος. Επειδή δε ποτέ η μήτηρ του εκινδύνευε να αποβάλη, όταν εν γαστρί είχε τον Θεοδώρητον, τούτου ένεκα ο Όσιος έδωκεν εις αυτήν ύδωρ ευλογημένον παρ’ αυτού και έπιε και ούτως ελυτρώθη εκ του κινδύνου. Γνησίως λοιπόν δουλεύσας τω Θεώ ο αοίδιμος επί εβδομήκοντα έτη απήλθε προς Κύριον, το δε άγιον αυτού λείψανον κατετέθη μετά των λειψάνων των Οσίων Αφραάτου και Θεοδοσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου