Ιωάννης ο Όσιος Πατήρ ημών ήτο εις τας αρετάς περιβόητος και τόσον θαυμάσιος, ώστε καίτοι ηγωνίζετο εν τω μέσω μεγάλων Οσίων, οίτινες ήκμασαν εις την έρημον, εν τούτοις πάντας υπερέβη με την αγγελικήν πολιτείαν του. Ούτος κατώκει εις τα μέρη της Θηβαϊδος πλησίον της πόλεως Λυκώ, επάνω εις ένα όρος υψηλόν και ήσυχον, εις το οποίον με πολλήν δυσκολίαν και κόπον ανείκαστον ανήρχετο πας όστις επεθύμει να τον επισκεφθή. Ήτο δε ο Όσιος έγκλειστος εις το κελλίον, εις το οποίον εισήλθεν όταν ήτο ετών τεσσαράκοντα. Έκαμε δε εκεί άλλα τόσα έτη έγκλειστος, χωρίς ποτέ να εξέλθη έξω, ούτε άλλος τις εισήλθεν εις το κελλίον του, ελάμβανε δε ολίγην τροφήν από μίαν μικράν θυρίδα, από την οποίαν συνωμίλει ολίγα και ωφέλιμα λόγια, σπανίως επί μερικάς ημέρας και όχι πάντοτε, αλλά όταν ήτο ανάγκη μεγάλη, δια να ωφελήση εκείνους οι οποίοι ήρχοντο να τον εύρουν, προς νουθεσίαν αυτών και διόρθωσιν.
Ούτος ο Όσιος δεν ηθέλησε ποτέ να ιδή γυναίκα, ούτε και να συνομιλήση ποτέ, ησύχαζε δε πάντοτε, διότι εγνώριζεν, ότι όσον φεύγει τις τους ανθρώπους, επί τοσούτον πλησιάζει προς τον Θεόν. Όθεν τόσον ελέπτυνε τον νουν του με την θείαν ένωσιν και τόσον την ψυχήν εκαθάρισεν, ώστε ηξιώθη και προφητικού χαρίσματος· όχι δε μόνον τα μακράν εγνώριζεν, αλλά και τα μέλλοντα προέλεγε, προς μεγάλην έκπληξιν των ακουόντων. Δι’ ο πολλοί μετέβαινον και τον ερωτούσαν δι’ υπόθεσίν των τινά, εις τους οποίους έδιδεν απόκρισιν, προφητεύων τα μέλλοντα και όσα έλεγεν εγίνοντο ύστερον. Αλλά και αυτός ο πιστότατος βασιλεύς Θεοδόσιος, όταν επήγαινεν εις τον πόλεμον κατά των Περσών και άλλων απίστων, έστελλεν άνθρωπον και ηρώτα τον Όσιον τι τέλος έμελλε να έχη ο προκείμενος πόλεμος. Ο δε Όσιος άλλοτε μεν τους έλεγεν ότι θα νικήσωσιν, άλλοτε δε πάλιν ότι θα φύγωσι και ούτως εγίνετο. Επολέμουν δε ποτε οι Αιθίοπες πόλιν τινά του βασιλέως την οποίαν έλεγον Σεβενίν, ήτις ήτο μεταξύ των ορίων της Αιθιοπίας και της Θηβαϊδος, συνέλαβον δε ούτοι πολλούς αιχμαλώτους, ενώ πολλούς άλλους εφόνευσαν. Όθεν ο στρατηλάτης του βασιλέως εδειλία να συγκροτήση πόλεμον δεύτερον, ο δε Ιωάννης τον συνεβούλευσε να πολεμήση την δείνα ημέραν εις το όνομα του Κυρίου και ούτως εποίησεν. Όθεν ενίκησεν άπαντας, συνεργούσης της θείας Χάριτος. Έχων δε ο Όσιος από τον Θεόν τοσούτον μέγα χάρισμα, δεν υψηλοφρόνει ουδόλως, αλλά ενόμιζε τον εαυτόν του ως αχρείον δούλον του Χριστού και ανάξιον, έλεγε δε ότι η πίστις των προσερχομένων ενήργει και εγίνοντο τα θαυμάσια. Εις εκείνα τα όρια ώριζεν εις άρχων, η γυνή του οποίου είχε βαρείαν ασθένειαν· όθεν απήλθεν ο άρχων εις τον Όσιον και τον παρεκάλει να τον συγχωρήση να φέρη εκεί εις το κελλίον την συμβίαν του να την θεραπεύση, καθώς και πολλούς άλλους εθεράπευσεν. Ο δε Όσιος δεν εδέχθη, λέγων ότι γυνή δεν επλησίασε εκεί ουδέποτε. Λέγει ο άρχων· «Επ’ αληθείας, Άγιε του Θεού, εάν δεν έλθη εδώ η συμβία μου να την ευχηθής, θέλει αποθάνει από την λύπην της». Βλέπων λοιπόν ο Όσιος την πολλήν βίαν του άρχοντος και ακούσας της γυναικός την ευλάβειαν, είπε προς αυτόν· «Ύπαγε και αυτήν την νύκτα θα με ιδή η συμβία σου, χωρίς να κοπιάση έως εδώ, χωρίς λόγον». Ταύτα ακούσας ο άρχων απήλθεν εις την οικίαν του συλλογιζόμενος και δεν ηδύνατο να εννοήση την σημασίαν του λόγου. Ομοίως και η γυνή του διελογίζετο πως θέλει γίνει αυτό. Κατά το μεσονύκτιον βλέπει εν οράματι τον Όσιον λέγοντα· «Ω γύναι, μεγάλη η πίστις σου· όθεν ήλθα να πληρώσω τον πόθον σου, σου δίδω δε ταύτην την νουθεσίαν, να μην επιθυμήσης ποτέ να ιδής τους δούλους του Θεού εις το πρόσωπον, αλλά μόνον να μιμήσαι τας πράξεις των, διότι δεν είμαι Προφήτης, καθώς με νομίζεις, ούτε Δίκαιος, αλλά δια την ιδικήν σου πίστιν και του ανδρός σου παρεκάλεσα, ο αμαρτωλός, τον Κύριον και ιάτρευσεν όλας τας ασθενείας σου. Σας παρακαλώ λοιπόν και σας συμβουλεύω να ενθυμήσθε αυτάς και τας λοιπάς ευεργεσίας, όπου σας έκαμεν ο Κύριος, να τον ευχαριστήτε πάντοτε, να τον φοβήσθε και να φυλάττεσθε να μη πταίσετε εις αυτόν ουδέποτε. Λοιπόν, φθάνει ότι με είδες εις το όραμά σου και μη θελήσης να με ιδής έξυπνος». Το πρωϊ είπεν η γυνή εις τον σύζυγόν της το όραμα και τους χαρακτήρας της όψεως του Οσίου ως και τα ενδύματα και ούτως αυτή μεν έγινεν υγιής και εδόξαζε τον Κύριον, ο δε άρχων επήγε δρομαίος με πολλήν χαράν και ευλάβειαν προς τον Όσιον, ευχαριστών αυτόν δια την ευεργεσίαν την οποίαν του έκαμεν. Άλλος τις άρχων της πλησιοχώρου περιοχής, Ρωμαίος το γένος, ήλθεν εις τον Όσιον, λέγων ότι η γυνή του ήτο ετοιμόγεννος, αλλ’ εκινδύνευε να αποθάνη από τους πόνους και παρεκάλει τον Όσιον να κάμη προς Κύριον δέησιν, να την λυτρώση από τον κίνδυνον. Ο δε Όσιος απεκρίνατο· «Η γυνή σου εγέννησε παιδίον αρσενικόν, μετά την γένναν όμως η μήτηρ απέθανεν, αλλά δια την πίστιν σου και ευλάβειαν ύπαγε να την εύρης αναστημένην και βαπτίσας το παιδίον, ονόμασον αυτό Ιωάννην, μη δώσης δε τούτο εις άλλην γυναίκα να το θηλάζη, αλλά να το αναθρέψετε σεις εις τον οίκον σας και όταν γίνη επτά ετών, αφιέρωσέ το του Θεού και δος το εις αγίους Πατέρας να γίνη Μοναχός». Απελθών λοιπόν ο άρχων εις την οικίαν του εύρεν αληθινά όσα του είπεν ο Όσιος και έκαμε καθώς τον επρόσταξε. Μετέβαινον επίσης και άλλοι πολλοί εις τον Όσιον, εις τους οποίους έλεγε τα κρύφια της καρδίας των και όσας αμαρτίας έπραξαν, τους παρεκίνει δε να κάμουν μετάνοιαν. Πολλάκις δε επροφήτευε δια τον Νείλον, πότε έμελλε να πλημμυρίση και πότε να γίνη στέρησις ύδατος. Αλλά και όταν επρόκειτο ο Θεός να στείλη παίδευσίν τινα εις την γην, δια να παιδεύση τους αμαρτήσαντας, τους ενουθέτει πρότερον ο Όσιος και τους έλεγε να μετανοήσουν, ό,τι δε προέβλεπε τούτο πράγματι και εγίνετο. Άλλου τινός άρχοντος συγκλητικού η γυνή είχε μεγάλην ασθένειαν· έκαιεν όλη η σάρκα της από πολλήν θέρμην και εκινδύνευε μεγάλως εις θάνατον, παρεκάλει δε αύτη τον άνδρα της να την υπάγη εις τον Όσιον να της δώση την υγείαν της· εκείνος δε, γνωρίζων την τάξιν του Οσίου, ότι δεν ήθελε να ίδη γυναίκα, μετέβη μόνος του και λέγων την αιτίαν της μεταβάσεως αυτού, του έδωσεν ο Άγιος ολίγον έλαιον ευλογημένον, με το οποίον χρισθείσα η ασθενής ευθύς ιατρεύθη. Αλλά αφήνω όσα ήκουσα από άλλους (λέγει ο σοφός Ιερώνυμος) και λέγω εκείνα μόνον τα οποία είδα με τους οφθαλμούς μου. Επτά σύντροφοι είμεθα, οίτινες μετέβημεν δια να τον απολαύσωμεν, εκείνος δε μας υπεδέχθη χαρούμενος. Αφ’ ου εκάμαμεν προσευχήν (καθώς έχουν οι Μοναχοί πανταχού συνήθειαν, να υποδέχωνται τους ξένους με προσευχήν) μας ηρώτησεν, εάν ήτο κανείς κληρικός από ημάς και είπομεν όχι, διότι δεν εγνωρίζαμεν ότι εις εξ ημών ήτο Διάκονος, ο οποίος δια ταπείνωσιν δεν το ωμολόγησε, δια να μη τον τιμήση ο Άγιος. Εκείνος όμως, ως προορατικός, το εγνώρισε και μας είπεν· «Ο νεώτερός σας είναι Διάκονος». Επειδή δε εκείνος προσεπάθει να αποφύγη, έπιασεν ο Όσιος την χείρα αυτού και την εφίλησε λέγων· «Μη κρύπτης την χάριν του Θεού, τέκνον μου, δια να μη υποπέσης δια το καλόν εις κακόν, λέγων δια ταπείνωσιν ψεύματα». Τότε ο Διάκονος, ποιήσας μετάνοιαν, ωμολόγησε την αλήθειαν αιτήσας συγχώρησιν. Εκεί ευρισκόμενοι ησθένησεν ο εις εκ των συντρόφων μας από ρίγος τριταίον και παρακαλών εκείνος τον Άγιον να τον ιατρεύση, του απεκρίθη· «Αύτη η ασθένεια, τέκνον, θέλει σου δώσει μεγάλην ωφέλειαν· διότι καθώς με τα πικρά ιατρικά θεραπεύονται τα σώματα, ούτω και αι ψυχαί με τας ασθενείας ιατρεύονται». Ταύτα λέγων ο Όσιος εποίησε μίαν διδαχήν επί του θέματος τούτου. Έπειτα, δια να μη μας λυπήση, ευλόγησεν έλαιον και χρίσας τον ασθενή έμεινεν υγιής πάραυτα. Τότε προσέταξε τον υπηρέτην και μας εφίλευσε προς αυτάρκειαν, εκείνος όμως δεν έφαγε, φυλάσσων ακριβώς την παθοκτόνον εγκράτειαν και δεν έτρωγεν εψημένον φαγητόν ούτε καν τότε όπου ήτο ετών ενενήκοντα, ήτο δε από την πολλήν νηστείαν τόσον αδύνατος, ώστε ήτο δέρμα μόνον και οστά. Αφ’ ου λοιπόν, καθώς είπομεν, εφιλεύθημεν εις το άλλο κελλίον, εις το οποίον υπεδέχετο τους ξένους, επήγαμεν εις την θυρίδα και μας ηρώτησεν πόθεν είμεθα και διατί ήλθαμεν προς αυτόν, απεκρίθημεν δε ότι είμεθα από την Ιερουσαλήμ και μετέβημεν να τον ίδωμεν, δια να μας είπη λόγον τινά ωφέλιμον. Τότε απεκρίθη· «Σας θαυμάζω, αγαπητοί αδελφοί, πως εκάματε τόσον κόπον, δια να ιδήτε ένα αχρείον και ευτελέστατον, όστις ουδεμίαν αρετήν έχω επάνω μου. Δεν αναγινώσκετε τας Γραφάς, δια να ωφεληθήτε από ταύτας εις τας οικίας σας; Τι άλλα υποδείγματα ζητείτε; Δεν σας φθάνουν οι Προφήται, οι Απόστολοι, οι Μάρτυρες να τους μιμηθήτε, αλλά ήλθετε να ίδητε ένα αχρείον και ανάξιον άνθρωπον, όστις, γνωρίζων την ταλαιπωρίαν μου, δεν τολμώ να έβγω από το κελλίον μου; Όμως επειδή νομίζετε ότι έχω παραμικράν τινα αρετήν, να σας υπακούσω δια να μη επιστρέψετε οπίσω περίλυποι. Λοιπόν, προ πάντων σας δίδω τοιαύτην νουθεσίαν, να μη κενοδοξήσητε, ότι ήλθετε εις την έρημον και είδετε τους αγίους ταύτης οικήτορας, αλλά μάλιστα να κάμετε τρόπον να τους μιμήσθε όσον δύνασθε. Η Δευτέρα μου παραγγελία είναι αύτη· να φυλάττεσθε κατά κράτος, να μη ριζώση καμμία αμαρτία εις την καρδίαν σας. Διότι οπόταν ευρίσκονται αι ρίζαι των παθών εις τα εντόσθια, γεννώνται πολλοί ρυπαροί διαλογισμοί, οίτινες εμποδίζουσι την προσευχήν και διασκορπίζουσι τον νουν εις διάφορα πράγματα. Όστις λοιπόν εγκατέλιπε τον κόσμον και τας επιθυμίας αυτού δεν εμίσησεν, ολίγον όφελος απέκτησε. Διότι δεν σώζεται ο Μοναχός μόνον με το να αφήκε χωράφια, χρυσίον και άλλα πράγματα, αλλά όταν νικήση τας επιθυμίας του σώματος. Πολλοί δεικνύουσιν εις το φαινόμενον, ότι απηρνήθησαν τον κόσμον, την καρδίαν όμως δεν επιμελούνται να καθαρίζωσιν από τα πάθη, αλλά φωλεύουν εκεί διαλογισμοί διάφοροι». Λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, επιμελείσθε να νικήσετε όλα τα πάθη και βάλετε πολύν κόπον εις αυτό και αντιμάχεσθε εις την επιθυμίαν της σαρκός. Εισέλθετε από την στενήν πύλην και περιπατείτε την οδόν των θλίψεων, ότι χωρίς αυτήν την στενοχωρίαν δεν δύναται να σωθή κανείς. Δια να φυλάξετε λοιπόν εγκράτειαν, αναχωρήσατε από τον κόσμον, διότι η ησυχία θέλει σας βοηθήσει πολύ εις το να νικήσετε πάσαν επιθυμίαν. Όστις συναναστρέφεται με τους ανθρώπους, παραβαίνει πολλάκις την εγκράτειαν δια συγκατάβασιν και ούτω πίπτει και εις άλλα εγκλήματα. Εξαιρέτως να φυλάττεσθε από την υψηλοφροσύνην ως από όφεως. Ότι δι’ αυτής τινές εξέπεσον, ως ο Εωσφόρος, και από φίλοι Θεού έγιναν εχθροί και αποστάται του ύστερον· και προς νουθεσίαν σας, να σας είπω εκείνο όπερ συνέβη εις τινα ενάρετον Ασκητήν, όστις ήτο τώρα ολίγους χρόνους εδώ πλησίον μας, άνθρωπος εγκρατής και περιβόητος εις όλην την έρημον, όστις καθ’ ώραν προσηύχετο και κατά πολλά ηγωνίζετο· αλλ’ όμως, επειδή δεν είχε το θεμέλιον της αρετής, την ταπείνωσιν, εξέπεσεν ο ταλαίπωρος και ακούσατε καταλεπτώς την υπόθεσιν, δια να μη πάθη κανείς σας ομοίαν παρά Θεού εγκατάλειψιν. Ούτος ήτο εις ένα αναχωρητικόν σπήλαιον και μετήρχετο αγώνα θαυμάσιον· προσηύχετο πάντοτε και δεν έτρωγεν από ξένον κόπον άρτον ουδέποτε, αλλά από το εργόχειρόν του ετρέφετο. Βλέπων λοιπόν ούτος ότι όλοι τον είχον εις μεγάλην ευλάβειαν και έγινε πανταχού το όνομά του περίφημον, υπερηφανεύθη, ο ασύνετος, νομίζων ότι από την ιδικήν του γνώσιν και επιμέλειαν έγινε τοιούτος και όχι εκ θείας Χάριτος. Ταύτα βλέπων ο δαίμων, με πανουργίαν του έστησε παγίδα, δια να τον θανατώση ο μισάνθρωπος· μετασχηματισθείς εις μορφήν ωραίας γυναικός, επήγε νύκτα τινά εις το σπήλαιον αυτού και προσεποιήθη ότι έχασε τον δρόμον και δια να μη την φάγουν τα θηρία επήγε να μείνη εκεί έως της επομένης. Εκείνος δε, ευσπλαγχνιζόμενος αυτήν, έστερξε να την κρατήση και ερωτών πόθεν ήτο και πως περιεπάτει μοναχή εις τον δρόμον, του απεκρίθη με λόγια ψευδοσχηματιζόμενα και δόλια, τα οποία επλήγωσαν την καρδίαν του και του ήρχοντο αισχροί και ρυπαροί λογισμοί, την ψυχήν του μολύνοντες και εμελέτησε ο δυστυχής να κάμη μετ’ αυτής αμαρτίαν. Τούτο γνωρίσας ο δόλιος ήρχισε να ψηλαφή τον Ασκητήν τάχα δια ευλάβειαν, ο οποίος επληγώθη από τον έρωτα περισσότερον και λησμονήσας ως μεθυσμένος τους προτέρους αγώνας και την άσκησιν και τας δωρεάς και Χάριτας, τας οποίας έλαβεν από τον Θεόν, απεφάσισε να πορνεύση ο άθλιος· αλλ’ όταν επεχείρησε να εναγκαλισθή την γυναίκα δια να τελέση την αμαρτίαν, έγινεν αύτη άφαντος· εφώναζε δε εις τον αέρα ο δαίμων εμπαίζων τον Ασκητήν και περιγελών αυτόν· «ω Μοναχέ, συ όστις υπεραίρεσο χθες και σου εφαίνετο ότι επέτας εις τα ουράνια· ιδού ενικήθης και έπεσες εις τον Άδην, τρισάθλιε». Αυτά και έτερα πλείστα λέγων ο δαίμων, έπεσεν ο Μοναχός εις απόγνωσιν, μη υποφέρων την τοιαύτην αισχύνην και σύγχυσιν και φεύγων από την έρημον ετελείωσε την ζωήν του εις τα κακά του θελήματα ο ταλαίπωρος, διότι δεν είχε γνώσιν να επιστρέψη πάλιν εις την μετάνοιαν. Aλλά επειδή σας ελύπησα με αυτό, ακούσατε και άλλο, αμαρτωλού τινος την μετάνοιαν, όστις έλαβεν από τον Θεόν ταχείαν συγχώρησιν. Εις μίαν χώραν, εδώ πλησίον, ήτο τις εις τα κακά περιβόητος και παράνομος. Κάποτε, φωτισθείς παρά του Θεού, επέστρεψεν εις μετάνοιαν και εκλείσθη εις τάφον τινά, κλαίων πικρώς καθ’ ώραν και πίπτων επί της γης εκτύπα το μέτωπον και δεν ετολμούσε να αναφέρη το θείον όνομα, μόνον έκλαιε με συντριβήν της καρδίας ανείκαστον ημέρας οκτώ τελείως νηστικός. Ταύτα οι δαίμονες βλέποντες και φοβούμενοι μήπως τον χάσουν, επήγαν την νύκτα και εφώναξαν προς αυτόν· «Τι κάμνεις εδώ, ασεβέστατε; Τώρα όπου εχόρτασες από πάσαν ακαθαρσίαν και εγήρασες εις την αμαρτίαν, θέλεις να φανής καλός και σώφρων, παράνομε; Μάτην κοπιάς, αφρονέστατε. Σιότι άλλος τόπος δεν σε αναμένει ειμή μόνον εκείνος, τον οποίον ητοίμασες. Συ ετέλεσες τόσα κακά, ώστε έγινες ως άλλος δαίμων. Λοιπόν μη κόπτεσαι ανωφελώς, διότι τα δάκρυα θα σε καταβιβάσουν εις τον Άδην παράκαιρα. Επίστρεψε λοιπόν εις τας προτέρας ηδονάς και ημείς θα σου ετοιμάσωμεν πάσαν σαρκικήν απόλαυσιν, να χαρής το επίλοιπον της πολιτείας σου. Ει δε και σου αρέσουσιν αι θλίψεις και αι τιμωρίαι, καρτέρησον ολίγον, να απολαύσης μαζί μας εκείνα τα οποία σου πρέπουσιν». Αυτά και έτερα έλεγον εκείνοι οι δόλιοι· αυτός όμως δεν εσάλευσε ποσώς από τον τόπον του, αλλά εστέκετο με γνώσιν ακίνητος και ουδόλως απεκρίνατο. Οι δαίμονες λοιπόν, ως καταφρονηθέντες υπ’ αυτού, οργίσθησαν και του έδωσαν τοιούτον δαρμόν (ταύτα του Θεού συγχωρήσαντος), ώστε έμεινεν ως αποθαμένος, αλλά και πάλιν δεν εσάλευσεν απ’ εκεί. Την άλλην ημέραν μετέβησάν τινες συγγενείς και φίλοι του και ευρόντες αυτόν ούτω πεπληγωμένον, ήθελον να τον σηκώσουν και να τον υπάγουν εις την οικίαν των, δια να τον ιατρεύσωσιν· αυτός όμως δεν ηθέλησεν, αλλά έμεινεν ως στρατιώτης αήττητος εις τον πόλεμον. Όθεν, πάλιν οι δαίμονες τον έδειραν δυνατώτερα, ο δε υπέμεινεν ευχαριστών τον Κύριον και έλεγε· «Κάλλιον να αποθάνω, παρά να επιστρέψω εις τα πρότερα». Κατά δε την τρίτην νύκτα του έδωσαν τόσας μάστιγας, ώστε ο καθείς ενόμιζεν ότι απέθανεν. Αυτός δε ο αείμνηστος, μη δυνάμενος να σαλεύση, προσηύχετο κοιτώμενος. Τότε οι δαίμονες, νικηθέντες υπ’ αυτού, ανεχώρησαν και δεν ηδυνήθησαν πλέον να πλησιάσωσιν. Ούτος δε έμεινε του λοιπού ανενόχλητος και τόσας αρετάς κατώρθωσεν, ώστε έδειχνεν ως άσαρκος Άγγελος και όσοι τον έβλεπον τον εθαύμαζον και πολλοί απηλπισμένοι, βλέποντες αυτόν, επέστρεψαν εις μετάνοιαν και εσώθησαν. Ακούσατε δε και άλλο υπόδειγμα δια να φεύγετε της υψηλοφροσύνης τον κίνδυνον. Ήτο τις Μοναχός εις ταύτην την έρημον και ησυχάζων εφύλαττεν έως το γήρας αυτού μεγάλην εγκράτειαν, είχε δε τόσην ειρήνην και καθαρότητα συνειδήσεως και τόσον ήτο ενάρετος, ώστε επερνούσεν εις την γην πολιτείαν ουράνιον, καθ’ ώραν τον Θεόν στοχαζόμενος. Όθεν, βλέπων ο πανάγαθος Θεός τον πολύν αυτού πόθον και την καλήν προαίρεσιν, δια να τον λυτρώση από την φροντίδα του σώματος, του έστελλε καθ’ ημέραν με ένα Άγγελον ένα άρτον ευώδη και ωραιότατον, τον οποίον εύρισκεν εις την τράπεζαν έτοιμον μετά την ανάγνωσιν του εσπερινού. Όθεν, αφού έτρωγεν, εδίδετο πάλιν εις προσευχήν και θεωρίαν ουράνιον και πολλάς αποκαλύψεις είδεν, ως καθαρός και άμεμπτος. Επειδή όμως υπερηφανεύθη εις την διάνοιαν, βάζων εις τον νουν του, ότι δια τας αγαθοεργίας του τού έκαμεν ο Θεός τόσας Χάριτας, τον εβαρύνθη ο Κύριος και έπεσεν εις ολίγην ακηδίαν. Όθεν δεν έκαμνε πλέον την προσευχήν του με τόσην κατάνυξιν και όσον παρήρχετο ο καιρός, τόσον επλήθυνεν η αμέλεια. Πλην όμως εβίαζε την όρεξίν του και ανεγίνωσκε την ακολουθίαν του κατά την συνήθειαν, ευρίσκων δε τον άρτον, ως πρότερον, δεν κατέβαλε κόπον να διώξη την αμέλειαν, νομίζων ότι δεν είχε δι’ αυτό κατάκρισιν. Μετά ταύτα πάλιν του ήλθον ρυπαροί λογισμοί της σαρκός, παρακινούντες αυτόν εις την βδελυράν πράξιν της πορνείας. Την πρώτην ημέραν τους επολέμησε δυνατά και αφ’ου έκαμε την προσευχήν του εύρε τον άρτον, αλλ’ όμως όχι τόσον άσπρον και εύμορφον ως πρωτύτερα, αλλά ολίγον μελαχροινόν και εθαύμασε δια τούτο. Έφαγε λοιπόν με πολλήν θλίψιν της συνειδήσεως, γνωρίζων ότι αυτός ήτο τούτου το αίτιον. Την τρίτην ημέραν επλήθυναν τόσον οι ρυπαροί λογισμοί, ώστε του εφαίνετο, ότι εκράτει γυναίκα και επόρνευεν, εις τον αισχρόν δε λογισμόν αυτόν ευρίσκετο όλην την ημέραν. Τη επαύριον, μετά την ανάγνωσιν του εσπερινού, εισερχόμενος εις το σπήλαιον, βλέπει τον άρτον εις την τράπεζαν ξηρόν, μουχλιασμένον και άσχημον. Όθεν έκλαυσεν, αλλά όχι τόσον, όσον έφθανε να εξαλείψη την αμαρτίαν του. Πλην έφαγε τον άρτον, ως ηδυνήθη. Έπειτα του ήλθον τόσοι λογισμοί, όπου τον ενίκησαν τον ταλαίπωρον και εκίνησε να υπάγη εις τον κόσμον· και δεν εβόησε μετά δακρύων προς Κύριον να τον ευσπλαγχνισθή, αλλά νομίζων ότι δεν τον συγχωρεί πλέον, αισχύνετο να κάμη την προσευχήν του. Περιπατών όλην την νύκτα, ως έξω φρενών, εξημερώθη πολύ κουρασμένος πλησίον εις ένα μικρόν Μοναστήριον. Όθεν εισήλθεν εκεί δια να ξεκουρασθή ολίγον και δια να φάγη τίποτε. Οι Μοναχοί του Μοναστηρίου εκείνου, γνωρίζοντες την καλήν αυτού φήμην και το όνομα, τον ευλαβήθησαν και πίπτοντες εις τους πόδας αυτού εζητούσαν την ευλογίαν του. Αφ’ ου τον εφίλευσαν, τον παρεκάλεσαν, ως ενάρετον, να τους διδάξη πώς να πορεύωνται δια να σωθώσι και άλλα όμοια. Εκείνος δε, δια να μη τους λυπήση, τους έκαμεν ομιλίαν, διδάσκων αυτούς πώς να γνωρίσουν τας κακουργίας και πονηρίας του δαίμονος. Ταύτα διηγούμενος ο Ασκητής, τον ήλεγχεν η συνείδησίς του έσωθεν και έλεγε καθ’ εαυτού ταύτα· «Ω ταλαίπωρε, πως διδάσκεις τους άλλους και συ δεν διορθώνεις τον εαυτόν σου, αφρονέστατε;» Ταύτα λέγων κατενύχθη, Θεού συνεργεία, γνωρίσας την πλάνην του δαίμονος και επιστρέψας εις το κελλίον του και πίπτων κατά γης, εβόα ταύτα με θερμά δάκρυα· «Εάν δεν μου εβοήθει ο Κύριος, επήγαινεν εις τον Άδην η ψυχή μου να κολάζωμαι ατελεύτητα». Αυτά και έτερα μετά πικρών δακρύων ευχόμενος, έμεινεν έως τέλους της ζωής του εις την καλήν εκείνην μετάνοιαν. Αλλ’ όμως, δεν του ήρχετο πλέον η τροφή ουρανόθεν, ως πρότερον, μόνον εκοπίαζε με τον ιδρώτα του προσώπου του να εξοικονομή τον άρτον του. Όθεν, ενθυμούμενος την προτέραν μακαριότητα, έκλαιε και ωδύρετο περισσότερον και τόση κατάνυξις του ήρχετο, όταν ήθελε να φάγη τον γήϊνον εκείνον άρτον, ενθυμούμενος τον ουράνιον, ώστε εγίνοντο βρύσεις οι οφθαλμοί του από τα δάκρυα. Αφ’ ου λοιπόν έκαμεν αρκετόν καιρόν κεκλεισμένος εις το σπήλαιον κλαίων, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και του λέγει· «Εδέχθη ο Θεός την μετάνοιάν σου, και εσυγχώρησε το αμάρτημά σου. Λοιπόν φυλάττου ακριβώς, μη έλθη πλέον λογισμός υπερηφανείας εις την καρδίαν σου· και δια σημείον ότι είναι αληθείς οι λόγοι μου, γνώριζε, ότι την δείνα ημέραν έρχονται αδελφοί τινες από το Μοναστήριον εις το οποίον εδίδαξες, να σου φέρουν τροφάς και φάγε ευχαριστών τον Κύριον». Ούτω λοιπόν ετελείωσεν ο Ασκητής, με καλήν μετάνοιαν. Ταύτα τα υποδείγματα σας είπα, αδελφοί εν Χριστώ, δια να εννοήσητε, ότι η ταπείνωσις στερεώνει και η υπερηφάνεια εξολοθρεύει τον άνθρωπον. Δια τούτο ο Δεσπότης πρώτον από όλους εμακάρισε τους ταπεινούς και πτωχούς τω πνεύματι. Λοιπόν φυλάττεσθε από τας ενέδρας και τα πανουργεύματα των δαιμόνων και όταν αυτοί ενσπείρουν εις τον νουν σας ότι είσθε καλοί, ή και οι άνθρωποι σας επαινέσουν με λόγους, να ενθυμήσθε τας αμαρτίας σας και να ταπεινώνεσθε. Αυτά και έτερα ψυχωφελή υποδείγματα μας έλεγεν ημέρας τρεις ο μακάριος, όταν δε ελάβομεν συγχώρησιν να αναχωρήσωμεν μας είπε· «Υπάγετε εις ειρήνην, τέκνα μου, και να γνωρίζετε, ότι σήμερον ήλθεν εις την Αλεξάνδρειαν μήνυμα, ότι ο βασιλεύς Θεοδόσιος ενίκησε τον τύραννον Ευγένιον, όστις εις ολίγας ημέρας αποθνήσκει δια να λυτρωθή η Εκκλησία από την πλάνην αυτού του τυράννου και εύρη άνεσιν». Όταν λοιπόν εφθάσαμεν εις την Αλεξάνδρειαν, εύρομεν αληθινά όσα μας είπεν ο Όσιος. Και μετά ημέρας τινάς ηκούσαμεν και δι’ αυτόν τον μακάριον Ιωάννην, ότι απήλθε προς Κύριον, πλήρης ημερών γενόμενος. Έλεγον δε οι μαθηταί αυτού ότι, γνωρίσας πρότερον την τελευτήν του, έμεινε τρεις ημέρας ευχόμενος και ούτω παρέδωκε την μακαρίαν αυτού ψυχήν εις χείρας Θεού· ω πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου