Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Τη ΣΤ’ (6η) Φεβρουαρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΙΑΚΩΒΟΥ ήτοι άλλου τινός θαυμασίου Ασκητού.

Ιάκωβος ο Όσιος Πατήρ ημών ούτος, ο Ασκητής, ήτο από τα μέρη της Κύρου, έγραψε δε τον Βίον αυτού ο σοφός Θεοδώρητος ο Κύρου, όστις έγραψε και πολλούς άλλους Βίους Μαρτύρων και Οσίων. Μεταξύ λοιπόν των άλλων Βίων των Οσίων, τους οποίους έγραψεν, είναι και ούτος ο θαυμάσιος Βίος του τρισμάκαρος Ιακώβου, με τον οποίον πολλάκις συνωμίλησε, καθώς κατωτέρω φαίνεται και είδε μέρος από τα εξαίσια κατορθώματά του. Όθεν, ως αυτόπτης αυτού γενόμενος, αφήκεν εις ημάς γεγραμμένην την πολιτείαν αυτού με την συνήθη βραχυλογίαν, γράφων τα εξής:

Επειδή εγράψαμεν των περασμένων Οσίων και Αθλητών τας αρετάς, τους υπέρ φύσιν αγώνας και τα θαυμάσια κατορθώματα, ας είπωμεν τώρα δι’ εκείνους όπου ζώσιν ακόμη και φιλονεικούν να νικήσωσι τους προλαβόντας και να μιμηθούν τους ασωμάτους, εν σώματι ευρισκόμενοι και εξόχως ο μέγας και περιβόητος Ιάκωβος, τον οποίον είδον όχι μόνον εγώ αλλά και άλλοι πολλοί μετ’ εμού, οι οποίοι ας μαρτυρήσουν εις όλους, ότι δεν γράφω τι περισσότερον από την αλήθειαν, μάλιστα δε και ολιγώτερον, διότι οι ενάρετοι δούλοι του Θεού κρύπτουσι τας αρετάς αυτών όσον δύνανται, δια να φύγουν τον ανθρώπινον έπαινον. Ούτος ο καρτερόψυχος Ιάκωβος επερίσσευσε και τους παλαιούς εις την σκληραγωγίαν και άσκησιν, διότι πάσαν ανάπαυσιν του σώματος ολοψύχως εμίσησε, μη θέλων να έχη εδώ προσκαίρως καμμίαν απόλαυσιν· δεν είχεν εδώ σκέπην, ούτε οικίαν ή καλύβην ή σπήλαιον, αλλά επέρασεν όλην την ζωήν του άστεγος, έχων σκέπην τον ουρανόν και υπομένων πάσας τας εναντίας προσβολάς του αέρος, υπό του ηλίου καταφλεγόμενος και από τας χιόνας και όμβρους ταλαιπωρούμενος, τα οποία όλα καρτερικώς υπέμεινεν, ωσάν να ηγωνίζετο με ξένον σώμα και προσεπάθει να νικήση δια της προθυμίας την φύσιν του σώματος. Και πρώτον μεν εις την αρχήν της αναχωρήσεώς του εκλείσθη εις τινα μικρότατον οίκον ελευθερώσας την ψυχήν από τους έξω θορύβους και συγχύσεις και προσηλώσας τον νουν του εις την ενθύμησιν του Θεού, εμελέτα καθ’ ώραν τον νόμον αυτού. Αφ’ ου δε έκαμεν ολίγον καιρόν ούτως έγκλειστος και συνήθισε την σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, ετόλμησε να επιχειρισθή και αγώνα μεγαλύτερον. Ανελθών λοιπόν εις εν όρος, το οποίον είναι μακράν από την πόλιν Κύρον τριάκοντα στάδια, από άσημον όπου ήτο πρότερον και άκαρπον το έκαμεν επίσημον και σεβάσμιον και τόσην ευλογίαν εδέχθη από τον Θεόν το όρος εκείνο με την παρουσίαν του Οσίου, ώστε παίρνουν, όσοι υπάγουν εις αυτό, μέρος από το χώμα του προς ωφέλειαν ψυχής τε και σώματος. Εις αυτό το όρος ηγωνίζετο υπέρ άνθρωπον, ο θαυμάσιος Ιάκωβος, μη έχων, καθώς είπον, κελλίον εκτισμένον ή σκηνήν ή καλύβην ή άλλο παραμικρόν σκέπασμα, αλλά και προσευχόμενος και καθήμενος και αναπαυόμενος και στεκόμενος, υγιής τε και ασθενής, ευρίσκετο έστεγος πάντοτε. Όθεν, από την πολλήν κακοπάθειαν βαρέως ησθένησε και εκείτετο δεινώς οδυνώμενος. Τούτο μαθών επήγα και εγώ, λέγει ο Κύρου Θεοδώρητος, να τον ίδω ως φίλος και γνώριμος, είναι τώρα χρόνοι δεκατέσσαρες, ήτο δε τότε ο καιρός του θέρους και ο ήλιος εφλόγιζε δυνατά, διότι αέρας δεν εφύσα διόλου· η ασθένειά του ήτο από πάθησιν της χολής. Βλέπων λοιπόν εγώ την πολλήν οδύνην και καρτερίαν του εθαύμασα, διότι ούτε τότε όπου ήτο άστεγος δεν έστεργε να του κάμωμεν μικράν καλύβην, αλλά τον εβασάνιζεν έσωθεν μεν η θέρμη της ασθενείας, έξωθεν δε πάλιν τον κατέφλεγεν η άμετρος καύσις του ηλίου· ήσαν δε συνηγμένοι αναρίθμητοι άνθρωποι, δια να αρπάσουν το άγιον αυτού λείψανον, όταν κοιμηθή. Όταν λοιπόν είδον ότι η κατάστασίς του εχειροτέρευεν, μετεχειρίσθην μέθοδόν τινα δια να του δώσω ολίγην άνεσιν και του λέγω· «Είχα πόθον να παραμείνω εδώ δια συνοδείαν σου, αλλά δεν υποφέρω την καύσιν του ηλίου, διότι πονεί η κεφαλή μου και αν ορίζης να κάμω μικράν καλύβην να σκέπωμαι». Τότε προσέταξε και ενέπηξαν εις την γην καλάμια, επάνω δε εις αυτά έβαλαν σανίδας και μου είπε να υπάγω υποκάτω ταύτης της σκιάς, να μη με καίη ο ήλιος, εγώ δε είπον προς αυτόν· «Εντρέπομαι να έχω ανεσιν εγώ όπου είμαι υγιής και νεώτερος και συ, όστις είσαι ασθενής και γέρων, να κείτεσαι εις τον ήλιον· λοιπόν, εάν αγαπάς την συνοδείαν μου, ελθέ να είμεθα ομού εις την σκιάν». Τότε συγκατέβη και ήλθεν υπό το σκέπαστρον, μετά δε ώραν πολλήν, αφ’ ου συνωμιλήσαμεν διάφορα λόγια, έβαλα την χείρα μου εις την τάχιν του και βλέπω ότι εφόρει κατά σάρκα βαρύτατα σίδηρα· και άλλην μεν άλυσον εφόρει εις την μέσην, ως ζώνην, έμπροσθεν δε και όπισθεν εφόρει άλλας δύο σταυροειδώς διεζωσμένος και άλλας εις τας χείρας και τον τράχηλον, τας οποιας τον παρεκάλεσα να εκβάλη ούτω λέγων· «Σε φθάνει τώρα η θέρμη της ασθενείας σου, Πέτερ μου, την οποίαν έχεις έσω εις τα εντόσθια και μη βασανίζης το σώμα σου έξωθεν· όταν παρέλθη η ασθένεια, κάμε ως βούλεσαι». Έστερξε λοιπόν και εις τούτο ο πάνσοφος, δια να μη φανή παρήκοος και τότε μεν εις ολίγας ημέρας εθαραπεύθη, ύστερον δε πάλιν έπεσεν εις χαλεπωτέραν ασθένειαν και εσυνάχθησαν όχι μόνον από τα χωρία, αλλά και από την πόλιν πολλοί, δια να τον πάρουν· και τόσον εφιλονίκησαν οι πολίται με τους εγχωρίους, ποίον μέρος από τα δύο να τον πάρη, ώστε έκαμαν μεταξύ των πόλεμον, ύστερον τον έβαλαν εις μίαν κλίνην ξυλίνην ήσυχα και τον επήραν εις την πόλιν, χωρίς να γνωρίζη εκείνος τίποτε, διότι δεν ησθάνετο καθόλου και τον απέθεσαν εις τον Ναόν του Προφήτου Ηλιού. Μετά τρεις ημέρας συνήλθεν ολίγον και ηρώτα που ευρίσκετο· μαθών δε την υπόθεσιν εσκανδαλίσθη, διότι τον επήραν από το όρος και προστάσσει να τον υπάγουν εις το ποθούμενόν του ησυχαστήριον, όθεν του εκάμαμεν υπακοήν δια να μη τον λυπήσωμεν. Αφ’ ου λοιπόν τον επήγαμεν εκεί, του έκαμαν ολίγον χυλόν δια να δυναμώση ολίγον και ούτε καν τότε δεν ήθελε να χαλάση την τάξιν του να φάγη μαγείρευμα, διότι ψημένον πράγμα ποτέ του δεν έφαγε, μετά βίας δε τότε τον κατέπεισαν και έφαγε. Τόσην υπομονήν δε είχεν, ώστεπολλάκις, όταν εχιόνιζε, προσηύχετο τρία ημερόνυκτα κειτόμενος προύμητα, και τον έχωνεν όλον το χιόνι και τον εξέχωναν με τας αξίνας. Δια τούτους τους πόνους ηξιώθη της θείας Χάριτος και έκαμε διάφορα θαύματα· πολλούς ασθενείς εθεράπευσε, δαίμονας εδίωξε και νεκρούς ανέστησεν ο θαυμάσιος και εξόχως το παιδίον εκείνο, το οποίον γνωρίζουν εδώ πάντες οι εγχώριοι. Του παιδίου τούτου οι γονείς κατοικούσιν εδώ έξωθεν εις το προάστιον της πόλεως, εγέννησαν δε ούτοι πολλά παιδία, τα οποία όλα απέθανον άωρα, δηλαδή μικρά και ανήλικα. Όταν λοιπόν εγέννησαν τούτο το τελευταίον, έδραμον εις τον Όσιον και τον παρεκάλεσαν να το κάμη με την προσευχήν του πολύχρονον και να το αφιερώσωσιν εις τον Θεόν, ως έπρεπε. Το παιδίον αυτό, όταν έφθασεν εις τον τέταρτον χρόνον, απέθανεν, ο δε πατήρ αυτού εις τον θάνατόν του έλειπεν, όταν δε ήλθε και το εύρεν εις τον κράββατον και το επήγαιναν εις τον τάφον, ήρπασεν αυτό και τρέχων έφθασεν εις τον Όσιον και το απέθεσεν εις τους πόδας του λέγων, ότι δια να μη ψευσθή εις τον Θεόν, το έφερεν καθώς ήτο αποθαμμένον, να πληρώση την υπόσχεσιν. Τότε ο Όσιος, κλίνας τα γόνατα, προσηύχετο, δεόμενος εις τον Θεόν να τον αναστήση ως παντοδύναμος, κατά δε το δειλινόν ήκουσε το παιδίον και εφώναζεν· όθεν εγερθείς εδόξαζε τον ευεργέτην Θεόν, όστις επήκουσε την δέησίν του και τον ανέστησε. Τούτο το θαύμα και εγώ είδον οφθαλμοφανώς και το γράφω δια πολλών ωφέλειαν. Ακούσατε όμως και έτερα του παμμάκαρος κατορθώματα, καθώς αυτός μοναχός του μου διηγήθη, ούτω λέγων· «Όταν ανεχώρησα από τον κόσμον και ήλθα να ησυχάζω μοναχός εις την έρημον,  είδα ένα γίγαντα Αιθίοπα, όστις εξέβαλε πυρ από τους οφθαλμούς του· και τόσον φόβον ελάμβανα κάθε φοράν όπου τον έβλεπα, ώστε άφηνα την τροφήν και προσηυχόμην, διότι ούτος εφαίνετο την ενάτην ώραν, όταν ήθελα να φάγω, και ούτως έμεινα επί δέκα ημέρας άσιτος, χωρίς να φάγω τίποτε. Τέλος πάντων, καταφρονήσας τας πανουργίας του, ήρχισα να τρώγω, αλλ’ αυτός επλησίαζε με την ράβδον και προσεπάθει να με κτυπήση ο πολυμήχανος, εγώ δε έλεγον· «Εάν έλαβες εξουσίαν από τον Δεσπότην να με φονεύσης, έτοιμος είμαι, εάν δε όχι, τι κοπιάς εις μάτην, αδύνατε»; Ταύτα ακούσας έγινε άφαντος. Αλλά και πάλιν με άλλον τρόπον επεδίωκε να με διώξη απ’ εδώ, ο παμπόνηρος, και πολλάς φοράς μετεσχηματίζετο εις την μορφήν μου και έπαιρνε το ύδωρ, το οποίον μου έφερεν ο υποτακτικός μου και τον έστελλεν οπίσω, έπειτα δε έχυνε το ύδωρ· εγώ δε, όταν επέρασαν δέκα πέντε ημέραι, εστενοχωρήθην από την δίψαν και ηρώτησα τον αδελφόν διατί δεν έφερεν ύδωρ, εκείνος δε μου είπεν, ότι επήγαινα εγώ εις την μέσην του δρόμου και έπαιρνα την στάμναν από τον ώμον του. Τότε τον επρόσταξα να μη μου το δίδη έως να το φέρη εις τον τόπον του. Όταν εκείνος είδε και ταύτην την επιβουλήν ματαίαν, ο μάταιος, εδοκίμασε πάλιν άλλην και με εφοβέρισεν ούτω, λέγων· «Εγώ να σου δώσω τόσην δυσωδίαν, ώστε να μη δύναται να σε πλησιάση κανείς άνθρωπος από την δυσωδίαν». Του απεκρίθην τότε, ότι με αυτό θα μου έκαμεν ευεργεσίαν ανείκαστον, να φαντάζωμαι το θείον κάλλος καλλίτερα, όταν δεν θα με πλησιάζη άνθρωπος. Μετ’ ολίγας ημέρας βλέπω δύο γυναίκας, αι οποίαι ήρχοντο προς με ταχέως και πρώτον μεν εσκανδαλίσθην και έρριψα κατ’ αυτών λίθους δια να επιστρέψωσιν, έπειτα, ενθυμηθείς την πονηρίαν αυτού, έκαμα προσευχήν και εχάθησαν τα γύναια. Μετά ταύτα πάλιν, όταν προσηυχόμην νύκτα τινά, βλέπω ερχόμενον εν αμάξιον, του οποίου ο αμαξηλάτης φώναζε και τα άλογα εχρεμέτιζαν και σύγχυσις πολλών ανθρώπων ηκούετο. Όταν λοιπόν με επλησίασαν, ηρώτησα τον προεστώτερον, λέγων εις αυτόν· «Τις είσαι και τι ζητείς τοιαύτην ώραν, ταλαίπωρε; Έως πότε θα καταφρονής την θείαν μακροθυμίαν, αναίσχυντε»; Ταύτα ειπών, έκαμα την προσευχήν μου και παρευθύς όλη εκείνη η φαντασία έγινεν άφαντος. Άλλην πάλιν φοράν μετεσχηματίσθη εις νέον εύμορφον, ξανθόμαλον και εστολισμένον, όστις χαριεντιζόμενος με εκολάκευε και με εθώπευε με ερωτικά βλέμματα και πορνικά σχήματα, ηδονήν ανείκαστον αναβλύζων· εγώ δε θυμωθείς τον εδίωξα, προστάσσων αυτόν να γίνη άφαντος από προσώπου Κυρίου και να μη πειράζη τους δούλους του· ούτως έφυγε, μη υποφέρων να ακούση το θείον όνομα. Είναι και άλλα όμοια τεχνάσματα, τα οποία του έκαμαν οι δαίμονες, αλλά τα αφήνω χάριν συντομίας, δια να γράψω μίαν μεγάλην βοήθειαν, την οποίαν μου έδωκεν ο Θεός, δια προσευχής τούτου του Οσίου δούλου του· διότι αμαρτία έχω και θα είμαι αχάριστος, εάν σιωπήσω την ευεργεσίαν, την οποίαν μου έκαμεν. Εδώ εις την επαρχίαν μου της πόλεως Κύρου έσπειρεν ο βδελυρός Μαρκίων πολλάς ακάνθας της ασεβείας του, τας οποίας όσον ηδυνάμην εκοπίασα να ανασπάσω, ως Αρχιερεύς της πόλεως, δια να μη πληθύνη η μιαρά αυτή αίρεσις. Τινές δε, οι οποίοι ήσαν βεβυθισμένοι εις την αίρεσιν ταύτην, μου έκαμαν μαντείας και γοητείας και πολέμους με σατανικάς παγίδας. Μίαν νύκτα ήκουσα φωνήν και μου έλεγε ταύτα εις Συριακήν διάλεκτον ο διάβολος· «Τι πολεμείς με τον Μαρκίωνα, Θεοδώρητε, όστις κανέν κακόν δεν σου έκαμε; Κατάπαυσον την έχθραν και λύσον τον πόλεμον· ειδ’ άλλως θέλω σε κάμει να μετανοής ανωφελώς ύστερα· εγώ από πολύν καιρόν θα σε είχον εξολοθρεύσει, εάν δεν είχες βοηθόν και προστάτην τον Ιάκωβον». Ταύτα ακούσας εγώ ηρώτησα γνώριμόν μου τινά, όστις εκοιμάτο πλησίον μου, εάν τα ήκουσε και αυτός και μου απεκρίθη, ότι τα ήκουσεν. Εσηκώθημεν λοιπόν και βλέποντες πανταχού ουδένα είδομεν· όθεν τότε ηννόησα την σημασίαν των λεγομένων· εφόρουν εις την κεφαλήν μου του μεγάλου τούτου Ιακώβου το παλαιόν κουκούλιον και τούτο μου έγινε δυνατώτερον αδάμαντος και πάσης περικεφαλαίας ισχυρότερον, δια το οποίον με εφοβούντο οι δαίμονες. Το πρωϊ εμήνυσα του Οσίου να κάμη δι’ εμέ προς τον Δεσπότην παράκλησιν, να μη με βλάψωσι τα τεχνάσματα του πονηρού· ο δε απεκρίθη λέγων· «Μη φοβείσαι, φίλε μου, διότι όλαι εκείναι αι τέχναι ως ιστός αράχνης διελύθησαν, καθώς ο Δεσπότης ταύτην την νύκτα μου εφανέρωσεν. Διότι, όταν ήρχισα την υμνωδίαν, είδα, ότι εξήλθεν από τα χωρία εκείνα, εις τα οποία κατοικούν οι αιρετικοί, εις όφις φοβερώτατος, τρέχων από την δύσιν προς την ανατολήν. Τότε, κάμνων εγώ προσευχήν, είδον τον όφιν και ετύλιξε την κεφαλήν με την ουράν του και εσχίσθη εις δύο τμήματα και ως καπνός διελύθη». Ταύτα μεν προείδεν ο Όσιος, ημείς δε και την έκβασιν κατά την πρόρρησιν εγνωρίσαμεν αληθεύουσαν· και όχι μόνον ημάς δεν έβλαψαν οι εχθροί, οι ομόφρονες δηλαδή του Μαρκίωνος, οίτινες ήσαν εις τα προρρηθέντα χωρία και είχον έτοιμα τα ξίφη να μας φονεύσωσιν, αλλά και αυτοί επέστρεψαν εις την Ορθόδοξον πίστιν συνεργούσης της θείας Χάριτος. Όταν λοιπόν εγνώρισα ταύτην την θείαν βοήθειαν, επήγα να ευχαριστήσω τον Όσιον δια την τοιαύτην μεγίστην ευεργεσίαν, την οποίαν μου επροξένησεν η προσευχή του· αφ’ ου δε συνωμιλήσαμεν ώραν πολλήν, όταν επήρα συγχώρησιν να αναχωρήσω, τον παρεκάλεσα πάλιν να δέεται του Θεού δι’ εμέ, να ξερριζώση από το ποίμνιόν μου τελείως την πλάνην του Μαρκίωνος, διότι ακόμη ευρίσκοντο ολίγα λείψανα των ζιζανίων και αυτός μου απεκρίθη· «Ούτε εμέ, ούτε άλλον τινά χρειάζεσαι πλέον να μεσιτεύση προς Κύριον, διότι έχεις προς αυτόν μεσίτην και βοηθόν σου τον Μέγαν Πρόδρομον».  Εγώ δε, ταύτα ακούσας από το αψευδές εκείνο στόμα, εχάρην και τον παρεκάλεσα να μου φανερώση την υπόθεσιν, να βεβαιωθώ περισσότερον και ούτος μου απεκρίνατο· «Όταν έφερες από την Φοινίκην και την Παλαιστίνην τα τίμια λείψανα, είχα αμφιβολίαν, διστάζων μήπως δεν ήσαν του θείου Προδρόμου, αλλά άλλου τινός Ιωάννου Μάρτυρος συνωνύμου του. την άλλην ημέραν, όταν ενύκτωσε και προσηυχόμην, βλέπω ένα ασπροφόρον και μου λέγει· «Διατί δεν μας προϋπήντησες και συ με τους άλλους, αδελφέ Ιάκωβε»; Εγώ δε ηρώτησα τίνες ήσαν και πότε ήλθον, εκείνος δε απεκρίνατο· «Προχθές ήλθομεν από την Φοινίκην και την Παλαιστίνην και όλοι μας υπεδέχθησαν, ο τε Αρχιερεύς και όλος ο λαός πάντων των χωρίων και της Πόλεως και μόνον συ δεν μας ετίμησες». Τούτο το είπεν, ως νομίζω, δια τον δισταγμόν τον οποίον είχα. Εγώ δε είπον προς αυτόν· «Ας έχω συγχώρησιν, διότι δεν ήλθον, αλλά και απ’ εδώ σας τιμώ και τον των απάντων Θεόν προσκυνώ και σέβομαι». Όχι δε μόνον τότε είδα ταύτην την όρασιν, αλλά και ύστερα, όταν επήγαινες εις το χωρίον να παιδεύσης τους στασιαστάς και μου διεμήνυσες να κάμω δια σε παράκλησιν. Έκαμα όλην την νύκτα άγρυπνος, δεόμενος του Κυρίου να σου δώση βοήθειαν και καθώς ηυχόμην, ακούω φωνήν και μου λέγει: «Μη φοβείσαι, Ιάκωβε, διότι ο Μέγας Ιωάννης ο Βαπτιστής παρακαλεί τον Θεόν δια τον Θεοδώρητον και εάν αυτός δεν επρέσβευε, πολλήν ζημίαν θα ελάμβανεν από τον φθόνον του δαίμονος». Ταύτα μοι είπεν ο Μέγας Ιάκωβος και με εθάρρυνε να μη έχω αμφιβολίαν τινά, ούτε να βάζω άλλους μεσίτας, ως έχων βοηθόν τον Μέγαν Πρόδρομον. Τούτου του Οσίου Ιακώβου έκτισάν τινές Εκκλησίαν, εν ω ευρίσκετο ακόμη εν τη ζωή, έχοντες πόθον ίνα μετά  την τούτου μετάστασιν λάβωσι μέρος από το άγιον αυτού λείψανον· ομοίως και εγώ κατεσκεύασα θήκην πολύτιμον δια το λείψανόν του εις τον Ναόν των Αγίων Αποστόλων. Τούτο μαθών ο Όσιος με παρεκάλεσε να τον ενταφιάσω εκεί εις το όρος και του υπεσχέθην να εκτελέσω το πρόσταγμά του και αφού έκοψα τον λίθινον εκείνον τάφον, τον επήγα εις το όρος και του έκτισα μικρόν οίκον, δια να μη τον φθείρη η πάχνη, βλέπων δε αυτόν ο Όσιος, είπε προς με· «Αυτός ο τάφος δεν θέλω να ονομάζεται ιδικός μου, αλλά των Καλλινίκων να λέγεται, εμέ δε να με βάλετε εις άλλην θήκην, ως μέτοικον, να παροικώ με τους Αγίους αυτούς, ο ανάξιος». Ούτως είπε και με το έργον τον λόγον ετέλεσε και συνάξας πολλών Αγίων Προφητών, Αποστόλων και Μαρτύρων λείψανα, τα έβαλεν εις εκείνον τον τάφον, δια να φύγη την κενήν δόξαν και εις τούτο ο πάνσοφος. Πολλάκις δε ήρχοντο πολλοί από μακράν και έδιδον εις τον Όσιον ενόχλησιν εις την προσευχήν, τους οποίους συνήθως απέπεμπε και επέστρεφον περίλυποι, διότι δεν τους υπεδέχθη χαρούμενος, να τους ευλογήση ως έπρεπεν· εις αυτό τον συνεβούλευσα και εγώ να τους συνομιλή με ιλαρότητα, δια να μη σκανδαλίζωνται, ο δε απεκρίνατο· «Καθώς όταν έχη άρχων τις δούλον τινα και συνομιλώσι και αφήση ο δούλος τον Δεσπότην, ίνα ομιλή με άλλους συνδούλους του, οργίζεται και τον παιδεύει, ούτως είναι άσχημον και άπρεπον, όταν ευχώμεθα εις τον Θεόν, να αφήνωμεν αυτόν, τον υπέρτιμον Βασιλέα πάσης κτίσεως και να συνομιλώμεν μεταξύ μας, διότι, αντί να τον ιλαρύνωμεν, παροξύνεται και μας παιδεύει δικαίως χειρότερα». Ταύτα μεν με συντομίαν εγράψαμεν· και επειδή ζη αυτός ο θείος Ιάκωβος, εάν τελέση και άλλα θαυμάσια, ας τα γράψη όστις βούλεται εις δόξαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις συν Πατρί και Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου