Ασκλάς ο Άγιος Μάρτυς ήθλησε κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού του βασιλεύσαντος κατά τα έτη σπδ΄ -τε΄ (284 – 305), κατήγετο δε εκ της Θηβαϊδος της Αιγύπτου. Διαβληθείς δε προς τον ηγεμόνα Αρριανόν δια την εις Χριστόν πίστιν και ομολογήσας παρρησία τον Χριστόν, εκρεμάσθη, εξεσχίσθη εις τας πλευράς και έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν. Επειδή δε ο ηγεμών διήρχετο τον ποταμόν Νείλον δια πλοιαρίου, προσηυχήθη ο Άγιος να μη αποβιβασθή ο ηγεμών εις την στερεάν πριν ή ομολογήση εγγράφως Θεόν τον Χριστόν. Όθεν εκρατήθη παραδόξως το πλοίον και δεν ηδύνατο να πλεύση. Τούτο γνωρίσας ο Άγιος απέστειλε προς τον ηγεμόνα επιστολήν, δια της οποίας έγραφεν εις αυτόν, ότι κατ’ ουδένα άλλον τρόπον δεν δύναται να φθάση εις την στερεάν, ει μη μόνον εάν ομολογήση εγγράφως την θεότητα του Χριστού. Τότε ο ηγεμών, ζητήσας χάρτην, έγραψεν, ότι ο Θεός των Χριστιανών είναι μέγας και πλην τούτου ουδείς άλλος είναι Θεός. Ευθύς τότε εξεκίνησε το πλοίον και έπλευσε προς την στερεάν. Αλλ’ ότε εξήλθεν, εσκληρύνθη πάλιν κατά την καρδίαν ως ο Φαραώ και καλέσας ενώπιόν του τον Άγιον κατέκαυσε τας πλευράς του δι’ ανημμένων λαμπάδων. Έπειτα δέσας αυτόν με πέτραν τον έρριψεν εντός του ποταμού Νείλου και ούτως, ο αοίδιμος, έλαβε τον στέφανον του Μαρτυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου