Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ οι Οσιώτατοι Πατέρες ημών ήσαν γεννήματα και θρέμματα της περιφήμου νήσου Χίου, αναβλαστήσαντα εις αυτήν, ως ρόδα ευθαλέστατα, περί τα τέλη του Ι΄ (10ου) μετά Χριστόν αιώνος. Αν δε και οι Άγιοι του Θεού δεν έχουσιν ανάγκην από ανθρωπίνην δόξαν και τιμήν, επειδή έχουν την εξ ουρανού θείαν δόξαν ζώντες εις τον αιώνα, κατά τον Σολομώντα (Σοφ. Σολ. ε:16), αι ψυχαί αυτών είναι εν χειρί Θεού (Σοφ. Σολ. γ:1), και τα ονόματά των καταγεγραμμένα εν βίβλω ζωής, εν τούτοις ημείς έχομεν χρέος απαραίτητον να γράφωμεν τους Βίους και τα κατορθώματά των, προς δόξαν και τιμήν αυτών και ακολούθως να επαινώμεν και να μακαρίζωμεν τούτους, ως πιστούς δούλους του Θεού ή, μάλλον ειπείν, ως γνησίους φίλους Εκείνου.
Διότι, κατά τον μέγαν Βασίλειον, η προς τους αγαθούς των ομοδούλων τιμή, απόδειξιν έχει της προς τον κοινόν Δεσπότην ευνοίας, μάλιστα όταν ούτοι οι αγαθοί δούλοι του Θεού δεν είναι απλώς Άγιοι αγωνισθέντες δια την εαυτών μόνον σωτηρίαν, αλλ’ είναι κοινοί ημών ευεργέται, διότι δια την των πολλών σωτηρίαν ηγωνίσθησαν και πολλούς έχυσαν ιδρώτας. Όταν μάλιστα οι προς έπαινον προκείμενοι Άγιοι τυγχάνει να είναι και πάντων ημών κοινοί ευεργέται, τότε και ο έπαινος ημών είναι δικαιότερος και ημείς περισσότερον υποχρεούμεθα να εγκωμιάζωμεν αυτούς. Τοιούτοι λοιπόν κοινοί ευεργέται εστάθησαν, αδελφοί, εις την νήσον Χίον και οι Όσιοι ούτοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ, των οποίων την μνήμην επιτελούμεν σήμερον, επειδή ούτοι δεν ηγωνίσθησαν μόνον δια την ιδικήν των σωτηρίαν, αλλ’ αφού τους υπερανθρώπους εκείνους αγώνας της ασκήσεως επί μακρά έτη υπέμειναν, τότε και υπέρ της των πολλών σωτηρίας εφρόντισαν, αλλά και μυρίους κόπους και εις την γην και εις την θάλασσαν ανέλαβον και πολλούς ιδρώτας έχυσαν, οι αοίδιμοι, δια να οικοδομήσουν Μοναστήρια, προς ψυχικήν των ανθρώπων σωτηρίαν και πολλούς έσωσαν δια του θείου παραδείγματος των αρετών των και δια της θεοπνεύστου διδασκαλίας των. Όθεν δικαίως πρέπει να επαινούνται ως κοινοί ημών ευεργέται, τα δε κατορθώματά των να κηρύττωνται εις δόξαν Θεού, του δοξαζομένου εν τοις Αγίοις Αυτού, εις ωφέλειαν των αναγινωσκόντων και ακουόντων την ένθεον εκείνων πολιτείαν και τας θεοειδείς αρετάς. Πρέπει όμως να αρχίσωμεν κατά τάξιν την διήγησιν. Οι τρισμακάριστοι ούτοι Πατέρες και θειότατοι Ασκηταί ήκμαζον εις την νήσον Χίον, ως είπομεν, ότε εβασίλευον εις την Κωνσταντινούπολιν Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών και Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης. Και ο μεν Παφλαγών εβασίλευσε κατά τους αλγ΄ (1034) χρόνους από Χριστού, ο δε Καλαφάτης κατά τους αμα΄ (1041), διετηρήθη δε η ζωή των έως ότου εβασίλευσε Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος, ο οποίος διεδέχθη εις την βασιλείαν τον Μιχαήλ Καλαφάτην κατά τους αμβ΄ (1042) χρόνους από Χριστού. Κατά τούτους τους χρόνους κατέστησαν γνωστοί εις τον κόσμον και οι Όσιοι ούτοι Πατέρες ημών Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ. Προ χρόνων όμως πολλών είχον αφήσει τον κόσμον και πάντα τα εγκόσμια, και ελθόντες κατώκησαν εις όρος τι της αυτής νήσου, Προβάτιον λεγόμενον, εις το οποίον διήρχοντο ασκητικήν πολιτείαν, κατ’ αρχάς μεν οι δύο αυτάδελφοι μόνοι, ο θείος Νικήτας και ο Ιωάννης, κατόπιν δε προσεκολλήθη εις αυτούς και ο μακάριος Ιωσήφ. Δεν γνωρίζομεν να είπωμεν ακριβώς εκ ποίου μέρους της Χίου κατήγοντο. Άραγε να ήσαν από την Χώραν ή από κανέν άλλο χωρίον; Και αν κατήγοντο από χωρίον, ποίον να ήτο τούτο, το οποίον εβλάστησε τα θεοφύτευτα ταύτα δένδρα; Ήτο βέβαια πολύ επιθυμητόν εις ημάς να εγνωρίζομεν ακριβώς την πατρίδα, τα ονόματα των γονέων, τα επιτηδεύματα των θείων τούτων ανδρών και την αρχήν της ενθέου πολιτείας των. Που, δηλαδή και πότε κατά πρώτον έστησαν την παλαίστραν των ασκητικών των αγώνων. Άραγε εις κανέν Μοναστήριον και έπειτα δια τον πόθον περισσοτέρας ησυχίας ελθόντες κατώκησαν εντός σπηλαίου εις το Προβάτιον όρος, εις το οποίον εκαλλιέργησαν τας υπερφυείς εκείνας αρετάς και εις το ύψος της αγιότητος ανήλθον ή ευθύς, ως τον κόσμον ηρνήθησαν, έτρεξαν εκεί, ως διψασμέναι έλαφοι; Όλα ταύτα, καθώς είπον, επιθυμητόν είναι να εγνωρίζομεν ακριβώς. Αλλ’ επειδή ουδέν εκ τούτων των αξιοσημειώτων περιστατικών κατέχομεν, δια τούτο ας διηγηθώμεν εκείνα τα οποία ευρίσκομεν γεγραμμένα. Ούτω λοιπόν αποχωρισθέντες οι Όσιοι Πατέρες ημών Νικήτας, Ιωάννης και Ιωσήφ των υλικών απάντων, οι αοίδιμοι, ησκήτευον και ηγωνίζοντο επιμόνως και επιμελώς, μόνοι μόνω τω Θεώ προσκαρτερούντες δι’ εγκρατείας, ψαλμωδίας τε και προσευχής. Καταφρονούντες δε όλα τα γήϊνα και πρόσκαιρα, απέβλεπον εις μόνα τα ουράνια και αιώνια και τούτο μόνον επόθουν να επιτύχουν οι τρισμακάριοι. Να καθαρίσουν την ψυχήν των από πάσαν κοσμικήν επιθυμίαν και να γυμνασθούν εις μεγάλας και υψηλάς αρετάς. Ένεκα τούτου έφθασαν εις την ακρίβειαν της ασκητικής ζωής και της ενθέου πολιτείας του μεγάλου Αντωνίου, ως να είχον εκείνον παράδειγμα και εις εκείνου τους αγώνας να απέβλεπον. Όθεν δια τόσης σκληραγωγίας και κακοπαθείας εβασάνιζον το σώμα των, ώστε έτρωγον μίαν μόνην φοράν την εβδομάδα. Και τι έτρωγον κατόπιν τόσων ημερών νηστείας; Ολίγον άρτον, έπινον ολίγον ύδωρ, εκοιμώντο ελάχιστα κατακείμενοι εις την γην, χωρίς στρώμα, όλον δε τον υπόλοιπον καιρόν της ζωής των διέθετον εις ολονυκτίους στάσεις και ολοημέρους προσευχάς. Αλλά μήπως δια των ολίγων τούτων ακακοπάθουν και κατόπιν ανεπαύοντο εν μικρά ανέσει λόγω του τόπου της κατοικίας των; Όχι, αδελφοί. Διότι ο τόπος επροξένει μάλιστα μεγαλυτέραν ταλαιπωρίαν και κάκωσιν. Επειδή, καθώς είπομεν, είναι ο τόπος αυτός όρος πετρώδες και δυσκολοπεριπάτητον και ούτε ύδωρ έχει εις ουδέν μέρος πλησίον. Εκτός δε τούτων είναι και υψηλότατον, εκ της αιτίας δε ταύτης δέχεται και όλους τους σφοδρούς και ορμητικούς ανέμους. Εις καιρόν λοιπόν χειμώνος, ότε ενέσκηπτον ψύχη υπερβολικά, ότε συχνά έπιπτον αι χιόνες, ποίαν ταλαιπωρίαν και κακοπάθειαν δεν υπέμειναν οι ευλογημένοι, κατοικούντες εντός ενός υπογείου σπηλαίου; Δια τους τοιούτους λοιπόν αγώνας, τους οποίους υπέμειναν, οποίας άραγε οπτασίας να έβλεπον και εις ποίας θεωρίας να ανήρχετο ο νους των, όταν προσηύχοντο; Ταύτα, αδελφοί, δεν γνωρίζομεν ακριβώς. Εκείνα όμως τα οποία ευρίσκομεν γεγραμμένα και είναι βέβαια μας δίδουν να εννοήσωμεν εις ποίον βαθμόν Άγιοι και Θεοφόροι ήσαν ούτοι οι μακάριοι άνθρωποι. Επειδή, διατρίβοντες ασκητικώς εκεί εις το Προβάτιον όρος μετά τελείας νήψεως και καθαρότητος, πολλάκις, όταν ήρχετο η νυξ, έβλεπον φως λάμπον εντός του δάσους, το οποίον ήτο κάτωθεν του όρους. Θέλοντες δε να γνωρίσουν τι ήτο εκείνο το φως, κατήρχοντο την ημέραν εις το δάσος μετά πολλής προθυμίας, ίνα ιδούν τι ήτο το όραμα, καθώς ποτε και ο Μωϋσής. Ενώ όμως επλησίαζον εις τον τόπον του φωτός, εκείνο εκρύπτετο και δεν ηδύναντο να το εύρουν. Όθεν, απορούντες οι ευλογημένοι και θαυμάζοντες, απεφάσισαν να καύσουν όλον το δάσος, με ταύτην την σκέψιν: Ότι, αν ήτο το φως εκ Θεού, δεν ήθελε καή ο τόπος εις τον οποίον εφαίνετο. Ούτως εσκέφθησαν και απεφάσισαν και έπειτα ήρχισαν να καίουν το πυκνότατον και κατάσκιον εκείνο δάσος. Ενώ λοιπόν οι θάμνοι του κατασκίου εκείνου λόγγου εκαίοντο και τρέχουσαι αι φλόγες με πολλήν ορμήν εξηπλώνοντο εδώ και εκεί εις την ύλην του δάσους, φθάσασαι εις μίαν μυρσίνην εστάθησαν εκεί και εσβέσθησαν. Η μυρσίνη όμως εκείνη έμεινεν αβλαβής, ω του θαύματος! ως παλαιότερον η κατάφλεκτος βάτος του Μωϋσέως, χωρίς να εγγίσουν εις αυτήν αο φοβεραί εκείναι φλόγες, αίτινες κατέκαυσαν και ηφάνισαν τόσα άλλα δένδρα και χωρίς να δυνηθούν καν να μαράνουν ουδέ αυτήν την δρόσον και την ζωηρότητα των φύλλων της. Αλλά, καθώς η βάτος εφαίνετο εις τον Μωϋσήν ότι εφλέγετο και δεν κατακαίετο, επειδή ήτο τύπος της Παναγίας Θεοτόκου, καθ’ όμοιον τρόπον και η μυρσίνη δεν εκάη, αντισταθείσα εις την τόσην δύναμιν του πυρός, διότι έφερε και αυτή τον ιερόν τύπον και την αγίαν Εικόνα της Πανάγνου Θεομήτορος και Δεσποίνης ημών, καθώς προχωρών ο λόγος θέλει βεβαιώσει. Ευθύς λοιπόν, ότε είδον εκ του μακρόθεν οι Όσιοι, ότι εσβέσθη η φλοξ και δεν εξηπλώθη, ως ήτο φυσικόν, εις την λοιπήν έκτασιν του δάσους, περιειργάζοντο ίνα ανεύρουν την αιτίαν. Όθεν πλησιάσαντες βλέπουσι, με πολλήν έκπληξιν, ότι η μυρσίνη εστάθη ως τείχος εις την ορμήν των φλογών και δεν άφησε να προχωρήσωσιν εκείναι. Ερευνώντες δε είδον εντός των κλάδων της μυρσίνης Εικόνα τινά της Θεομήτορος, επί της οποίας ήτο ιστορημένη μόνη η Θεομήτωρ Μαρία, χωρίς να εναγκαλίζεται το μονογενές και θείον Βρέφος, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Και δια το ότι ταύτα είναι αληθέστατα, ουδείς δύναται να αμφιβάλλη. Ποίος όμως και δια ποίαν αιτίαν έφερεν εκεί την θαυματουργόν Εικόνα; Εις τούτο δεν δυνάμεθα να αποκριθώμεν. Πιθανόν είναι να έμεινεν εκεί κεκρυμμένη από τον καιρόν της Εικονομαχίας ή παλαιότερος τις Ασκητής εκ των Οσίων να αφήκεν αυτήν εκεί ή και μόνη η Εικών, θεία Δυνάμει, να έφυγεν από κανέν άλλο μέρος και ήλθεν εκεί, της Θεοτόκου θελούσης να γίνη εκεί Μοναστήριον, καθώς εκ των υστέρων απεδείχθη τούτο. Ταύτην λοιπόν την αγίαν Εικόνα ευρόντες οι Όσιοι εχάρησαν χαράν μεγάλην και επίστευσαν, ότι εξ αυτής προήρχετο το φως. Κατόπιν δε, παραλαβόντες ταύτην μετά πολλής ευλαβείας και εν παρθενικαίς υμνωδίαις, έφεραν εις το ιερόν σπήλαιον εντός του οποίου κατώκουν. Τι δε συνέβη μετά ταύτα; Ετελείωσεν άραγε έως εδώ το θαύμα; Μόνον να ευρεθή η εικών ήτο θέλημα της Παναγίας και άλλο τι δεν εγένετο; Όχι, αδελφοί Χριστιανοί, όχι! Δεν ήτο τούτο μόνον, ούτε ετελείωσεν έως εδώ το θαύμα τούτο. Αλλ’ εις το θαύμα τούτον έτερον θαύμα επηκολούθησε και τούτο μέγα και διηγήσεως άξιον. Η Κυρία Θεοτόκος, ήτις, κατά τρόπον παράδοξον, εδείκνυε προ καιρού το φως εις τους Οσίους και το οποίον, ως είπομεν, εφύλαξε την μυρσίνην ακατάφλεκτον χάριν της αγίας Εικόνος της, δια την οποίαν ηυδόκησε να ευρεθή εκεί, είχε βεβαίως άλλον σκοπόν. Και ακούσατε. Ο σκοπός ήτο, όπως εις τον τόπον όπου ευρέθη η Εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου κτισθή προς τιμήν και δόξαν αυτής Ναός μεγαλοπρεπής, μάνδρα πνευματική δια τα λογικά πρόβατα του Υιού και Θεού Αυτής, να ιδρυθή, δηλαδή, Μοναστήριον ιερόν, το οποίον και πράγματι έγινε μετά ταύτα. Δια τούτο λοιπόν, φεύγουσα εκ του σπηλαίου, θεία Δυνάνει, η άχραντος Εικών ήρχετο και ανηρτάτο εις τους κλάδους της μυρσίνης, όπου το πρώτον εύρον αυτήν. Όθεν, αφού τούτο εγένετο πολλάκις, εννοήσαντες οι Όσιοι, ότι η Θεοτόκος εξέλεξε τον τόπον εκείνον ως κατοικίαν Αυτής, έκτισαν ιδιοχείρως, καθώς ηδυνήθησαν, μικρότατον Ναόν πλησίον της μυρσίνης και αφιέρωσαν τούτον εις την Θεομήτορα, εντός δε τούτου έθεσαν και την θείαν Εικόνα, ψάλλοντες ψαλμούς και ευχαριστηρίους ωδάς εις την Θεοτόκον, την αποκαλύψασαν εις αυτούς την αγίαν Εικόνα Της. Κατ’ εκείνον δε τον καιρόν, ότε ταύτα συνέβαινον εις την Χίον, ήτο εξόριστος από την Κωνσταντινούπολιν ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος, όστις διέμενεν εις την νήσον Μυτιλήνην, κατά προσταγήν του τότε βασιλεύοντος Μιχαήλ του Παφλαγόνος. Έμεινε δε εις την εξορίαν έως ότου έλαβον πάλιν την βασιλείαν η Θεοδώρα και η Ζωή αι Πορφυρογέννητοι (1042) και τότε, αφού εβασίλευσαν, ηυδόκησεν ο Θεός όχι μόνον να ελευθερωθή από την εξορίαν, αλλά και να βασιλεύση (1042 – 1055). Οι δε θείοι Πατέρες, ησυχάζοντες εις την Χίον, εγνώρισαν εκ θείας αποκαλύψεως το μέλλον, ότι δηλαδή ο Μονομάχος μέλλει να ανακληθή εκ της εξορίας εις την βασιλείαν. Αν και ο δυστυχής Μονομάχος όχι μόνον ανάκλησιν εκ της εξορίας του δεν ήλπιζε, καθώς μόνος του έλεγε κατόπιν εις τους Αγίους, αλλά και περισσότερον κακόν ανέμενε. Μόνον δε οι Όσιοι, οίτινες ούτε περί Μονομάχου ήκουσαν ποτέ, ούτε τι γίνεται εις τα βασίλεια εγνώριζον, αυτοί μόνον οι Ερημίται επληροφορήθησαν εκ Πνεύματος Αγίου, εκ θείας φωτίσεως, καθώς είπομεν, ότι έμελλε να βασιλεύση μετ’ ολίγον καιρόν. Γνωρίζοντες λοιπόν οι Όσιοι περί του μέλλοντος, εταξίδευσαν ο θείος Νικήτας και ο θείος Ιωσήφ εις την Μυτιλήνην και εγνωρίσθησαν με τον Μονομάχον. Συνομιλούντες δε μετ’ αυτού, εδοκίμαζον δια παντός τρόπου να παρηγορήσουν αυτόν και να καταπαύσουν την λύπην του. Έπειτα και την καλήν και χαροποιόν είδησιν είπον εις αυτόν, δηλονότι, ότι εγνώρισαν ούτοι εκ θείας αποκαλύψεως, ότι μέλλει να βασιλεύση μετ’ ολίγον εις την Κωνσταντινούπολιν. Αλλά τότε εχάρη άραγε ο Μονομάχος; Εσκίρτησε μήπως η καρδία του δια την τοιαύτην ανέλπιστον είδησιν, καθ’ ην, από εξόριστος και δυστυχής, έμελλε να λάβη το μέγιστον των κοσμικών αγαθών, την βασιλείαν; Ήτο βεβαίως επόμενον να χαρή. Αλλά πόθεν θα επληροφορείτο, ότι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι, καθώς εφαίνοντο εκ του σχήματος και των λόγων, προφητεύουσι; Δια τούτο όχι μόνον έλεγεν ότι δεν θα επανέλθη εις την βασιλείαν και την των Αγίων προφητείαν απέκρουεν, ευρίσκων ταύτην παράδοξον και απίστευτον, αλλ’ έλεγεν ότι δεν ήλπιζε να ελευθερωθή και να σωθή εκ των συμφορών και του εσχάτου κινδύνου, όστις επεκρέματο επ’ αυτού, δια τα οποία έκλαιε και πολύ ελυπείτο. Αλλ’ οι Όσιοι ούτοι Πατέρες, έχοντες ακράδαντον πίστιν εις τας αποκαλύψεις και ως πληροφορηθέντες την αλήθειαν, ηναντιώνοντο και αντέλεγον εις τας σκέψεις του, δι’ ευχαρίστων δε και βεβαίων υποσχέσεων εδοκίμαζον να ελαφρύνουν το βάρος της λύπης από την καρδίαν του, λέγοντες προς αυτόν· «Έχε θάρρος, ω αυθέντα, και έχε καλάς ελπίδας, διότι δεν θα παρέλθη πολύς καιρός και θα σοι παραχωρηθή η βασιλεία παρά του ευεργέτου Θεού, οπότε, αντί ταύτης της λύπης, θέλεις λάβει χαράν μεγάλην. Έχε λοιπόν προς παρηγορίαν της λύπης σου ταύτην την προφητείαν, την οποίαν σου προλέγομεν, ήτις απεκαλύφθη εις ημάς παρά Θεού». Τότε λοιπόν, αν και, καθώς είπον, ο Μονομάχος ενόμιζεν απίστευτον και απίθανον ταύτην την προφητείαν, παρηγορήθη όμως και έλαβε θάρρος, ολίγον δε κατ’ ολίγον ήρχισε να παραδέχεται και να πιστεύη εις τα λεγόμενα. Διότι παρετήρησεν ότι, χωρίς καμμίαν τέχνην και πανουργίαν, αλλά μάλιστα με πολλήν απλότητα και αγαθότητα, έλεγον τούτους τους λόγους οι Όσιοι. Ταύτην δε την παρατήρησιν κάμνων, απέκτησε μετά ταύτα μεγάλην υπόληψιν δια τους Οσίους τούτους, διότι εβεβαιώθη πλέον ότι δεν είναι πλάνοι και απατεώνες, αλλά πράγματι Θεοφόροι και Άγιοι και αληθών πραγμάτων αληθείς προφήται. Όθεν είπε προς αυτούς· «Ω Πατέρες τιμιώτατοι εν Θεώ, εάν εγώ ευτυχήσω και βασιλεύσω, καθώς μου προλέγετε και μου υπόσχεσθε, όλας ομού, όσας ευεργεσίας βούλεσθε, θέλετε λάβει παρ’ εμού». Τι δε απεκρίθησαν προς αυτόν οι Όσιοι, των οποίων η ακτημοσύνη ήτο καύχημα αυτών; «Δεν έχομεν ανάγκην, ω μέγιστε αυτοκράτορ, από κανέν άλλο πράγμα και τίποτε άλλο δεν ζητούμεν». Έπειτα διηγήθησαν λεπτομερώς και εν ευλαβεία το μέγα θαύμα το οποίον εγένετο εις την Μυρσίνην. Ως δε διηγήθησαν πάντα τα γενόμενα, τότε προέβαλον και το ζήτημα, δια το οποίον είχον ανάγκην βασιλικής βοηθείας. Τι δε ήτο εκείνο το ζήτημα; Ιδού τι είπον προς τον Μονομάχον οι Όσιοι Πατέρες. «Η Εικών αύτη, περί της οποίας σου είπομεν, έχει ανάγκην Μονής και Ναού ευρυχώρου, υψηλού και ωραίου, κατεσκευασμένου με τέχνην καλλίστην, διότι η τοιαύτη Μονή και ο Ναός θα είναι βασιλικόν δώρον προς την Θεομήτορα και ουχί απλώς και ως έτυχεν. Επειδή πρέπον είναι, εις τοιαύτην Εικόνα θαυματουργόν, τοιούτον Ναόν και τοιαύτην θαυμασίαν Μονήν να οικοδομήσωμεν». Τότε ο Μονομάχος απεκρίθη προς τους Οσίους Πατέρας· «Ω Πατέρες αγιώτατοι, αν λάβω την βασιλείαν, καθώς μου λέγετε, βεβαιότατα θέλετε λάβει μεγάλας ευεργεσίας παρ’ εμού και ο Ναός της Πανάγνου Θεομήτορος θέλει λάβει την πρέπουσαν εναρμόνιον σύνθεσιν και κατά πολύ καλλιτέραν, παρ’ όσον σεις ελπίζετε να γίνη». Και ταύτα μεν ολοπροθύμως ο Κωνσταντίνος υπέσχετο. Αλλ’ οι απλοί και απερίεργοι Όσιοι, ως εκείνος εξέλαβεν αυτούς, δεν εδέχθησαν απλώς και απεριέργως τας υποσχέσεις αυτού, με λόγους μόνον, αλλά με πάσαν ασφάλειαν, οι θεόσοφοι. Εζήτησαν δηλαδή και έλαβον παρ’ αυτού, εις ενθύμησιν των πολλών εκείνων υποσχέσεων, τον δακτύλιόν του, επί του οποίου είχε την σφραγίδα του και ούτως, αφού πλέον έλαβον βεβαίας και ασφαλείς τας παρ’ αυτού υποσχέσεις, επέστρεψαν εις την νήσον Χίον, την πατρίδα των. Δεν παρήλθε πολύς καιρός και απέθανον οι προειρημένοι δύο βασιλείς, ο τε Μιχαήλ ο Παφλαγών, ο οποίος είχεν εξορίσει τον Μονομάχον και μετ’ εκείνον Μιχαήλ ο Καλαφάτης. Όθεν και πάλιν η βασίλισσα Ζωή, η σύζυγος του Παφλαγόνος, την οποίαν βασιλεύσας είχεν εξορίσει ο Καλαφάτης, επανήλθεν εις τα βασίλεια και έλαβε τα σκήπτρα της βασιλείας. Ευθύς τότε έστειλε πλοία και έφεραν τον Κωνσταντίνον εις την Κωνσταντινούπολιν. Λαβούσα δε τότε αυτόν ως σύζυγόν της γνήσιον, δια τελείου γάμου, αντί της προτέρας εξορίας ενεχείρισεν εις αυτόν τα σκήπτρα και την βασιλικήν εξουσίαν, κατά τους αμβ΄ (1042) χρόνους από Χριστού, ούτω δε εβασίλευσε, κατά την προφητείαν των Οσίων Πατέρων. Τότε οι Όσιοι ούτοι Πατέρες, μαθόντες το γεγονός, έφθασαν εις την Κωνσταντινούπολιν και ελθόντες προς τον βασιλέα υπενθύμισαν εις αυτόν την υπόσχεσιν αυτού να κτίση την Εκκλησίαν, δεικνύοντες συγχρόνως και το δακτύλιόν του. Ο δε βασιλεύς, ταύτα ακούσας και ιδών τον δακτύλιόν του, είπε χαίρων προς αυτούς· «Μοι υπενθυμίσατε, δια του δακτυλίου, την υπόσχεσίν μου». Οποία δε ευλάβειαν έλαβε τότε ο βασιλεύς δια τους Οσίους, όταν επληρώθη η προφητεία των και οπόσον σέβας έδειξεν εις αυτούς και ακολούθως κατά ποίον εγκάρδιον τρόπον εδεξιώθη τούτους, περιττόν είναι να είπομεν. Επειδή τούτο καταφαίνεται εκ της μεγίστης φιλοτιμίας, την οποίαν επέδειξε μετά ταύτα, δια την οικοδομήν του Ναού και εκ των αφιερωμάτων και των προνομίων, τα οποία παρεχώρησεν εις την Μονήν. Διότι τότε ευθύς έπεμψε τον αρχιτέκτονα της οικοδομής και άλλους δευτερεύοντας καλλιτέχνας, δια να οικοδομήσωσι τον Ναόν της Θεοτόκου. Απέστειλε δε και πολλούς μαρμαρίνους στύλους, διαφανεστάτους και λαμπρούς και άλλα πορφυρόχροα μάρμαρα, εσωτερικώς κατοπτρίζοντα το φως, καθώς και ό,τι ήτο αναγκαίον δια τοιαύτην βασιλικήν οικοδομήν. Εκπλεύσαντες δε εκείθεν οι Όσιοι Πατέρες έφθασαν εις τον λιμένα της Χίου και εξελθόντες, ήρχισαν με πολλήν φιλοπονίαν και προθυμίαν προπαρασκευάζοντες αόκνως τα του έργου της μεγίστης και μεγαλοπρεπούς εκείνης οικοδομής. Εκτίζετο δε αύτη επί δώδεκα έτη δι’ εξόδων βασιλικών, ζώντος έτι του αοιδίμου Κωνσταντίνου. Ως προς δε την καλλιτεχνίαν και την αρμονίαν του σχεδίου τόσον καλώς επεμελήθησαν οι οικοδόμοι και τόσον μεγαλοπρεπώς ωκοδόμησαν τον ιερόν Ναόν, ώστε ούτος σχεδόν ετιμήθη ως ίσος προς τας πρωτίστας οικοδομάς των επτά θαυμάτων του κόσμου. Αφού συνεπληρώθησαν οι δώδεκα χρόνοι ετελεύτησεν ο βασιλεύς Κωνσταντίνος με όσιον και καλόν τέλος, καθώς και η Ζωή, η σύζυγός του. Εκ της αιτίας λοιπόν ταύτης ημποδίσθη και εσταμάτησεν ατελείωτος επ’ ολίγον καιρόν η οικοδόμησις του Ναού. Κινηθείσα όμως υπό θείας αγάπης η Θεοδώρα, η αδελφή της Ζωής, ήτις διεδέχθη την βασιλείαν, συνεπλήρωσεν έως τέλους με την αυτήν μεγαλοπρέπειαν το απομένον μέρος της θείας ταύτης οικοδομής και ούτω συνεπληρώθη η οικοδομή, τα αφιερώματα όμως, τα οποία προσέφερεν εις την Μονήν, παρέδωσε κατ’ αρχάς εις διάστημα δύο χρόνων. Αφού δε ήρχισαν να κτίζουν, έδωκε πολλάς δωρεάς και βοηθείας και πλουσίους πόρους ως και πολλά εισοδήματα εξησφάλισε, δια να τρέφωνται οι ενασκούμενοι Μοναχοί. Κατόπιν και δια χρυσοβούλλων βασιλικών επεκύρωσε και εβεβαίωσε τα παρά του Κωνσταντίνου αφιερωθέντα εις την Μονήν και όσα άλλοι αφιέρωσαν εις αυτήν και δι’ άλλων πάλιν χρυσοβούλλων εθέσπισε να είναι η τοιαύτη Νέα Μονή ελευθέρα τελείως και από παντός προσώπου ανενόχλητος κατά πάντα και αυτεξούσιος. Ομοίως και αι πορφυρογέννητοι δέσποινα Ζωή και Θεοδώρα εφιλοτιμήθησαν να αναδειχθώσι και αυταί κτιτόρισσαι της Μονής και προσέφεραν πολλά αφιερώματα εις την Μονήν, εβεβαίωσαν δε το να είναι πάντη ελεύθερον και αυτοδέσποτον Μοναστήριον συμφώνως προς την προσταγήν του βασιλέως. Μάλιστα η αοίδιμος Θεοδώρα, η οποία έλαβεν όλην την βασιλικήν εξουσίαν μόνη μετά τον Κωνσταντίνον, ενδιεφέρθη έτι περισσότερον. Μετά δε την σύστασιν και την τελείωσιν της Μονής, ήτις εγένετο προς κατοίκησιν των Μοναχών, έκτισαν και έτερον Μοναστήριον κατάλληλον δια γυναίκας, εις τόπον επιτήδειον, μακράν του ανδρικού Μοναστηρίου. Έπειτα, ως καλοί Πατέρες, όλα τα αφιερώματα και σιτηρέσια της πρώτης Μονής κατένειμαν και εις τα δύο Μοναστήρια, ως εις δύο ηγαπημένα τέκνα, παραχωρήσαντες εις εν έκαστον Μοναστήριον όσα ήσαν αρκετά δια να τρέφωνται οι εν αυτώ ασκούμενοι, διατηρούντες συν τούτοις και την προστασίαν και την φροντίδα και των δύο αυτών Μοναστηρίων εν αδιαλείπτω επιμελεία και μετά θεαρέστου ενδιαφέροντος. Δεν υπέφερεν όμως ο εχθρός του ανθρωπίνου γένους διάβολος να βλέπη τας τοιαύτας εν τη πίστει του Χριστού προόδους. Να ανοίγωνται δηλαδή αγωνιστήρια της αρετής και Μοναστήρια προς ψυχικήν των ανθρώπων σωτηρίαν. Όθεν, δια να εμποδίση το τοιούτον καλόν, παρεκίνησε τινάς εκ της Χίου να συκοφαντήσουν τους Αγίους. Εσυκοφάντησαν δε τούτους δια συκοφαντίας ουχί μικράς και υποφερτής, αλλά βαρυτάτης και ανυποφόρου. Κατηγόρησαν, δηλαδή, ως δυσσεβείς και κακοδόξους τους ευσεβεστάτους και Ορθοδόξους, καθώς περί τούτων λέγει εις το ιδικόν του χρυσόβουλλον ο αείμνηστος βασιλεύς Κωνσταντίνος Ι΄ ο Δούκας (1059 – 1067). Όθεν οι διοικηταί τους οποίους είχεν ορίσει η βασίλισσα Θεοδώρα, χωρίς αυτή να γνωρίζη τίποτε, καθ’ α γυνή άπειρος των ιερών και πολιτικών πραγμάτων, απεφάσισαν εξορίαν άδικον κατά των Οσίων, οι άδικοι και παράνομοι. Τότε, αφού πλέον ήρχισαν να παύουν οι εξωτερικοί κόποι και αι πολλαί φροντίδες, τας οποίας είχον δια τας οικοδομάς των Μοναστηρίων και οι ευλογημένοι Πατέρες έμελλον να ησυχάσωσι και να καταγίνωνται πλέον εις μόνους τους πνευματικούς αγώνας, όλως το αντίθετον συνέβη δι’ αυτούς. Και στέλλονται εις εξορίαν παρά πάσαν ελπίδα, το δε χείριστον, ότι δεν ικανοποιήθησαν οι διώκται των δια μόνης της εξορίας αυτών, αλλά και τα Μοναστήρια ήνωσαν με το πλησίον κείμενον χωρίον και ακολούθως, τα τω Θεώ αφιερωθέντα Μοναστήρια ήρπασαν και μετέβαλον εις κοσμικά. Έμειναν λοιπόν εις την εξορίαν, οι μακάριοι, έως ότου ετελεύτησεν η βασίλισσα Θεοδώρα και ο μετ’ αυτήν βασιλεύσας Μιχαήλ ΣΤ΄ ο Στρατιωτικός (1056 – 1057). Ότε, βασιλεύσαντος Ισαακίου του Κομνηνού (1057 – 1059), εύρον ευκαιρίαν κατάλληλον και ανέφεραν εις αυτόν την υπόθεσίν των. Ούτος δε, εξετάσας τα πράγματα, ηννόησε την συκοφαντίαν και την άδικον καταδίκην των. Όθεν τους μεν διορισθέντας υπό της βασιλίσσης Θεοδώρας κατηγόρησε και εμέμφθη, επειδή, ως ο ίδιος λέγει εν τω χρυσοβούλλω αυτού, έπραξαν παρά τας διατάξεις και τους ιερούς Κανόνας, ούτος δε ο αοίδιμος και δια το δίκαιον και ένεκα της προς τους Αγίους ευλαβείας, ως και προς τιμήν του Κωνσταντίνου του κτίτορος, έδωκεν εις τους Οσίους νέον χρυσόβουλλον, ιδικόν του, δια του οποίου απέσπα τα Μοναστήρια από το χωρίον και παρέδιδε πάλιν ταύτα εις τον Θεόν και εις τους Πατέρας, ελεύθερα και ανενόχλητα από παντός προσώπου, μεθ’ όλων των πραγμάτων τα οποία είχον και μεθ’ όλων των προνομίων, δια των οποίων ετίμησε ταύτα ο αείμνηστος Κωνσταντίνος Θ΄ . Τότε επέστρεψαν οι μακάριοι Πατέρες και ησύχασαν εις το Μοναστήριόν των, αφού τόσον πικρώς εταλαιπωρήθησαν εις την εξορίαν. Ούτω διελθόντες εκεί το υπόλοιπον της ζωής των, εν ειρήνη και ησυχία ενασκούμενοι εις τας συνήθεις αυτών αρετάς, προς Κύριον εξεδήμησαν, πρώτος ο θείος Νικήτας, κατά την κ΄ (20ην) του μηνός Μαϊου, έπειτα εις άλλον καιρόν και οι έτεροι δύο, ο μακάριος Ιωάννης και ο θείος Ιωσήφ. Τα δε τίμια και άγια αυτών Λείψανα ετέθησαν εις τον νάρθηκα του Ναού, τον λεγόμενον φιάλιον, όπου ετέλεσαν και την εξής φρικτήν κατά των βαρβάρων θαυματουργίαν. Κατά την εποχήν εκείνην εγένοντο έφοδοι και καταδρομαί των βαρβάρων εις όλην την νήσον, ήλθον δε ποτε και εις την Μονήν οι βάρβαροι εκείνοι Άραβες, δια να αρπάσουν ό,τι ήθελον δυνηθή. Εισελθόντες δε εις τον Ναόν και επειδή δεν ηδυνήθησαν να ανοίξωσι το Καθολικόν, εμποδιζόμενοι από τον φόβον της θαυμαστής και μεγαλοπρεπούς Εικόνος του Δεσπότου Χριστού, ήτις είναι εζωγραφημένη δια ψηφίδων άνωθεν της πύλης του Καθολικού, έδειξαν όλην των την μανίαν και την βαρβαρότητα εις τους νάρθηκας. Όθεν άπασαν εκείνην την ορθομαρμάρωσιν, την οποίαν είχον οι τοίχοι, αρίστης δε τέχνης και εφαρμογής, κατέστρεψαν οι επάρατοι και τα διαφανή εκείνα πορφυρόχροα μάρμαρα αφήρπασαν, ήλθον δε και εις το μέρος εκείνο, όπου ήτο η θήκη των σεβασμίων Λειψάνων των Οσίων, εκ πορφυροχρόου μαρμάρου κατεσκευασμένη. Ενώ δε δύο Άραβες κατέστρεφον τα πλησίον μάρμαρα και φυσικόν ήτο πλέον να ανοίξουν και την ιεράν εκείνην λάρνακα, έπεσεν εις την γην από τας χείρας του ενός η σμίλη και εκείθεν, ω του παραδόξου θαύματος! ανεφάνη αίφνης φοβερά φλοξ και κατέκαυσε τους ελεεινούς εκείνους βαρβάρους, θαύμα το οποίον και μέχρι σήμερον διηγούνται. Ακόμη δε ο τοίχος φαίνεται κεκαυμένος. Προς απόδειξιν δε και αιωνίαν μνήμην του θαύματος, τα μεν άλλα καταστραφέντα μέρη διώρθωσαν κατόπιν και εζωγράφισαν πάλιν ταύτα, το δε μέρος εκείνο μένει κατεστραμμένον μέχρι σήμερον και αζωγράφιστον. Εφαίνετο δε μέχρι της καταστροφής του 1822. Μετά την παρέλευσιν χρόνων πολλών ήλθεν από την Κρήτην εις Ιερομόναχος, Ιερεμίας ονομαζόμενος, και εζήτει τόπον κατάλληλον δια να ησυχάση, καθώς εν καιρώ κινδύνου υπεσχέθη εις τον Θεόν. Οι τότε λοιπόν εκεί ευρισκόμενοι Μοναχοί ωδήγησαν τούτον εις το Προβάτιον όρος, εις το ιερόν σπήλαιον, όπου ησκήτευσαν οι Όσιοι. Ο δε Ιερεμίας, ευρών τον τόπον αρεστόν, κατά τον σκοπόν του, έμεινεν εκεί. Ευλαβούμενος δε το σπήλαιον, ως ιερόν και άγιον εκ των ασκητικών αγώνων των Οσίων, ενεκαινίασεν αυτό και καθιέρωσε και εις Εκκλησίαν μετεσκεύασε τούτο, τιμωμένην επ’ ονόματι των Οσίων Πατέρων ημών Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ. Έπειτα έκτισε και κελλία τινά. Ούτω διεσκεύασε τούτο εις Μονύδριον προς κατοικίαν Ασκητών. Ούτος λοιπόν ο Ιερεμίας, ενώ ησύχαζεν εκεί, δεν γνωρίζω πόθεν, προσεβλήθη υπό πανώλους και ήτο ετοιμοθάνατος. Όθεν απελπισθείς από πάσαν ανθρωπίνην βοήθειαν, κατέφυγεν εις την αντίληψιν των Αγίων. Μεταβάς τότε εντός του Ναού όπως ηδυνήθη, έπεσε προ της σεβασμίας Εικόνος των και δια θερμής δεήσεως εζήτει την επίσκεψιν εκείνων. Κείμενος δε εκεί, κατά γης, απεκοιμήθη ολίγον. Και ιδού φαίνονται άνωθεν αυτού ιστάμενοι οι τρεις Άγιοι, ευλογούντες αυτόν και την επάρατον νόσον αποδιώκοντες. Αποτινάξας ο Ιερεμίας τον ελαφρόν εκείνον ύπνον ευρέθη όλως υγιής, δοξάζων τον Θεόν και τους Αγίους, τους θείους αυτού ευεργέτας. Όθεν, αφ’ ενός μεν δι’ ευχαριστίαν προς τους Αγίους και εξ άλλου εις ανάμνησιν του θαύματος, εζωγράφισεν ιδιοχείρως, διότι τούτο ήτο και το τούτου εργόχειρον, τους Σγίους, κατά την φανείσαν εις αυτόν οπτασίαν, άνωθεν της θύρας του κελλίου του και την Θυσίαν και άλλας ζωγραφίας ιστορησε. Πολλοί δε ακόμη ενθυμούνται σήμερον το γεγονός τούτο και το διηγούνται. Ταύτα δε πάντα τα έργα του Ιερεμίου κατεστράφησαν κατά την άλωσιν της Χίου και το Μονύδριον ηρημώθη. Ελθών δε ο Γέρων Παχώμιος από τα Ιεροσόλυμα, εκ της Μονής του Αγίου Σάββα, κατά το έτος αωξη΄ (1868), ανεκαίνισε το σπήλαιον και ευρυχωρότερον τούτο κατεσκεύασε, και μετά τέμπλου και μαρμάρου εκόσμησε και άλλην Εκκλησίαν ευρυχωροτάτην μετά τρούλλου ωκοδόμησε και εις τελείαν Σκήτην το Μονύδριον μετέβαλε, δια πολλών δε κελλίων και ξενώνων εκαλλώπισεν. Οι δε αδελφοί ταύτης της Σκήτης ως έργον έχουν την ζωγραφικήν, αλλά και εις άλλας συνήθεις εις τους Μοναχούς χειροτεχνικάς εργασίας καταγίνονται. Αύτη είναι, αδελφοί μου Χριστιανοί, η οσία ζωή και ενάρετος πολιτεία των Οσίων και θεοφόρων Πατέρων ημών Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ. Δια τοιούτου αποστολικού ζήλου, ως ηκούσατε, εγκατέλειψαν τα πάντα και ηκολούθησαν τω Χριστώ οι μακάριοι και δια την αγάπην Αυτού εκακουχούντο και εταλαιπωρούντο εις το Προβάτιον όρος οι θειότατοι, νηστεύοντες, αδιαλείπτως προσευχόμενοι και ολονυκτίους αγρυπνίας τελούντες, υπομένοντες τους παγετούς του χειμώνος και τους καύσωνας του θέρους. Όθεν και προφητικού χαρίσματος ηξιώθησαν και ως έχοντες παρρησίαν προς τον Θεόν, τον ουράνιον Βασιλέα, την προς τους επιγείους βασιλείς παρρησίαν θαυμασίως επλούτησαν και Ναόν θαυμαστόν, ως άλλοτε ο Σολομών, έκτισαν και Μοναστήρια και Κοινόβια, ως άλλοι Ευθύμιος ο Μέγας, Σάββας ο Ηγιασμένος και Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης συνέστησαν και τύπος και υπογραμμός της μοναδικής ζωής ανεδείχθησαν εις την νήσον ταύτην ως ο μέγας Αντώνιος. Και Ναόν περικαλλέστατον και Μοναστήρια κατόπιν κόπων μακρών έκτισαν δια την σωτηρίαν μας και όλην την νήσον επλούτισαν δια της αρετής και θεοσεβείας. Διότι η ευλάβεια, ήτις ανθεί μέχρι σήμερον εις την Χίον, από τας Σκήτας των Αγίων τούτων Πατέρων και εκ των άλλων ευαγών Μοναστηρίων εξεπορεύθη. Υποχρέωσιν λοιπόν έχομεν, αδελφοί Χριστιανοί, να αγαπώμεν τους Οσίους τούτους, των οποίων την μνήμην επιτελούμεν σήμερον και να σεβώμεθα αυτούς, όχι μόνον δια τα αγαθά, όσων έγιναν εις ημάς πρόξενοι, αλλά και διότι είναι προστάται μας και παρακαλούσι τον Θεόν υπέρ ημών αδιακόπως. Αλλ’ ω Πατέρες τιμιώτατοι, σεις οίτινες πρώτοι εστάθητε διδάσκαλοι της αρετής και της μοναδικής ζωής και πολιτείας εις την νήσον της Χίου, σεις οίτινες μυρίους κόπους υπεμείνατε και την αγίαν Εικόνα της Θεοτόκου θαυμασίως απηλαύσατε επί των της μυρσίνης κλάδων, σεις οίτινες συνεστήσατε Μοναστήρια προς λατρείαν και δόξαν Θεού και δι’ Αυτόν εδιώχθητε, μη παύσητε και δια την σωτηρίαν των ψυχών μας δεόμενοι τη Αγία και προσκυνητή Τριάδι να αξιώση ημάς της Βασιλείας των ουρανών· Ης η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου