Ζαχαρίας ο γενναίος του Χριστού Ιερομάρτυς κατήγετο εκ της περιφήμου Προύσης, πόλεως της Μικράς Ασίας, εις την οποίαν εγεννήθη κατά το δεύτερον ήμισυ του ΙΗ΄ αιώνος, εκ γονέων και προγόνων Χριστιανών ευγενών και τιμίων, οι οποίοι και τον ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου. Ούτως εναρέτως ανατραφείς κατά την παιδικήν του ηλικίαν, και όταν ηλικιώθη την αυτήν ενάρετον πολιτείαν επεδείκνυε. Διο και του χαρίσματος της Ιερωσύνης ηξιώθη ως υπεράξιος. Πως όμως ο τόσον ενάρετος κατά την νεότητά του Ζαχαρίας υπέπεσεν ύστερον εις το πτώμα της αρνήσεως ακούσατε. Παν κτίσμα Θεού καλόν, αποφαίνεται αξιωματικώς ο θείος Απόστολος Παύλος και ουδέν απόβλητον, μετ’ ευχαριστίας λαμβανόμενον (Α΄ Τιμ. δ:4).
Και προ του Παύλου η θεόπνευστος ιστορία της Γενέσεως μας βεβαιοί την αλήθειαν των λόγων τούτων, λέγουσα: «Και είδεν ο Θεός τα πάντα, όσα εποίησε και ιδού καλά λίαν» (Γεν. α:31). Αλλ’ ω της δυστυχίας του ανθρώπου! Αυτά ταύτα τα αγαθά και τα λίαν καλά, τα οποία εποίησεν ο Θεός προς ευεργεσίαν του, δια της καταχρήσεως ή της κακής χρήσεως τούτων γίνονται δι’ αυτόν όλεθρος και απώλεια. Ο οίνος, παραδείγματος χάριν, είναι ομολογουμένως εν αγαθόν του αγαθού Θεού ποίημα, όχι μόνον προς ευφροσύνην αλλά και προς συντήρησιν των ανθρώπων. Η κατάχρησις όμως τούτου πόσα κακά δεν προξενεί εις αυτούς; Πολλά βεβαίως. Εις πολλούς δε φέρει και ψυχικόν και σωματικόν όλεθρον. Η διήγησις του βίου του Αγίου Ιερομάρτυρος Ζαχαρίου θέλει αποδείξει τούτο πληρέστατα. Ο Άγιος ούτος Ιερομάρτυς Ζαχαρίας ήτο εις την Προύσαν εφημέριος, εις την ενοριακήν Εκκλησίαν την λεγομένην Καγιάμπασι. Αλλ’ η κατάχρησις του οίνου, εις την οποίαν με την πάροδον του χρόνου υπέπεσε, κατέστησε τον ευγενή τούτον ως δυσγενή, τον τίμιον απέδειξεν άτιμον, τον Ιερομόναχον λιποτάκτην, τον Χριστιανόν, ω της συμφοράς! Αρνησίχριστον, αν δε ο φιλάνθρωπος Θεός, ο θέλων πάντας σωθήναι, δεν απέσπα αυτόν δια των πανσόφων τρόπων της αγαθής του προνοίας από του βυθού της απογνώσεως και απελπισίας, η επάρατος μέθη θα κατεπόντιζεν αυτόν εντός της αιωνίου και ατελευτήτου κολάσεως. Διότι, κάποτε, διατελών εν μέθη, απώλεσε τον λογισμόν και εις κατάστασιν παραφροσύνης και τυφλώσεως του νοός ευρισκόμενος, ηρνήθη, φευ του τολμήματος! τον Ποιητήν και Σωτήρα του Ιησούν Χριστόν και εδέχθη την πλάνην και την ασέβειαν των πεπλανημένων Αγαρηνών. Δεν είναι δε παράδοξον το να πάθη τις τόσον μέγα κακόν, διότι, κατά τον Μέγαν Βασίλειον, καθώς ο καπνός διώκει τας μελίσσας, ούτω και η μέθη απομακρύνει από τον Χριστιανόν τα πνευματικά χαρίσματα. Όθεν, απομείνας έρημος της θείας Χάριτος, περιήλθεν εις εξαθλίωσιν και έπεσεν ο δυστυχής τότε Ζαχαρίας εις πλείστα όσα άτοπα. Αλλ’ ευλογητός ο φιλάνθρωπος Θεός, ο μη θέλων τον θάνατον του αμαρτωλού. Ας έχη δόξαν η πάνσοφος Αυτού πρόνοια, διότι δια του μέσου δια του οποίου ο μισάνθρωπος διάβολος εκυρίευσε τον Ζαχαρίαν, καταντήσας αυτόν αποστάτην και αρνητήν της ευσεβούς και Ορθοδόξου Πίστεως, ιδικόν του δε δούλον, δια του αυτού μέσου, ήτοι της μέθης, ήρπασεν αυτόν πάλιν ο Χριστός και ουχί ως δούλον Αυτού, αλλ’ ως φίλον και Μάρτυρα λαμπρόν της Θεότητός Του, κληρονόμον δε της Βασιλείας Του. Ακούσατε τον τρόπον, ω φιλομάρτυρες αδελφοί. Μεθυσμένος ων ο Ζαχαρίας ηρνήθη, ως είπομεν, τον Χριστόν και εδέχθη την αντίχριστον θρησκείαν των Αγαρηνών εις τους αωα΄ (1801) από Χριστού χρόνους· ευθύς όμως μόλις συνήλθε και εξεσκοτίσθη ο νους του από τον σκοτισμόν της μέθης και εγνώρισε την συμφοράν την οποίαν έπαθεν, ελυπήθη. Και έκλαυσε τότε πικρώς ο ευλογημένος ως ο Πέτρος, μετενόησε, πλην συλλογιζόμενος, ότι η μεν άρνησίς του εγένετο εμφανώς, η δε λύπη, τα δάκρυα και η μετάνοια εγένοντο κρυφίως, προς μόνον τον Θεόν, δεν ηυχαριστείτο, ούτε ο έλεγχος της συνειδήσεώς του έπαυεν, αλλ’ επεθύμει να παρουσιασθή και να ομολογήση πάλιν την Πίστιν αυτού την αγίαν και δια του αίματός του να αποπλύνη την αμαρτίαν της αρνήσεώς του και να δοξάση τον Θεόν δια του μαρτυρικού του θανάτου. Όθεν, μεθυσμένος πάλιν μετέβη ημέραν τινά εις την οικίαν χήρας τινός γυναικός και εζήτει παρ’ αυτής τα χρήματα, τα οποία είχε δώσει εις αυτήν πρότερον. Εκείνη δε, μη έχουσα και ως εκ τούτου οργισθείσα, είπε λόγους οίτινες εσκανδάλισαν τον Ζαχαρίαν. Τότε εκείνος έτρεξεν ευθύς εις τον κριτήν και ανέφερε την γυναίκα. Ακούσας δε αυτόν εις εκ της υπηρεσίας του κριτού, όστις και πρότερον εγνώριζε την κατάστασίν του, εφώναξε παρρησία· «Τι τον ακούετε; Ούτος είναι άπιστος και καταφρονητής της πίστεώς μας, επειδή πάντοτε είναι μεθυσμένος». Ταύτα είπεν ο ζηλωτής εκείνος Αγαρηνός. Ο δε μακάριος Ζαχαρίας, ω της αρρήτου Σου αγάπης και φιλανθρωπίας, Χριστέ πολυέλεε! Ταύτα ακούσας, ευρέθη εις την στιγμήν νήστις, σώφρων και νηφάλιος ή, ίνα είπω καλλίτερον, ουρανόφρων, θεόφρων και θεόληπτος. Είναι δε βέβαιον, ότι η αλλοίωσις αύτη προήρχετο εκ της δεξιάς του Υψίστου. Διότι ο Ζαχαρίας απεκρίθη χωρίς φόβον· «Και άπιστος είμαι εις την πίστιν σας και καταφρονητής της βρωμεράς σας θρησκείας. Δεν είμαι όμως εις την Πίστιν μου άπιστος, αλλά πιστεύω ως Θεόν αληθινόν και ποιητήν του σύμπαντος κόσμου τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν». Ρίψας δε επί του εδάφους το κάλυμμα της κεφαλής του είπεν· «Ιδού και το σημείον της πλάνης σας. Καταπατώ τούτο και είμαι έτοιμος να δεχθώ τον σκληρότερον θάνατον δια την Πίστιν μου, δια την αγάπην του Χριστού μου». Εξέστησαν τότε οι ιδόντες τοιαύτην παράδοξον μεταβολήν εις ένα μεθυσμένον. Όθεν έμενον εν απορία τι να πράξουν. Έκλεισαν λοιπόν τον μακάριον εις την φυλακήν, τάχα ως μεθυσμένον, δια να σκεφθούν πως να τον μεταχειρισθούν μήπως τον κερδήσουν και δεν ζημιωθούν την ψυχήν του. Ήτο δε τότε η κε΄ (25η) του μηνός Μαϊου. Ο δε ιερός και θείος Ζαχαρίας, αλλοιωθείς πλέον δια της κρείττονος και θείας αλλοιώσεως, έμενεν εις την φυλακήν, κλαίων πικρώς, θρηνών δια τας αμαρτίας του και προσευχόμενος αδιαλείπτως ασκεπής. Μη αρκούμενος δε εις μόνους τους ιδικούς του στεναγμούς, εις μόνα τα ιδικά του δάκρυα και τας αδιακόπους προσευχάς, διεμήνυσεν έξω εις τας Εκκλησίας να ψάλλουν παρακλήσεις, ίνα ο Θεός ενισχύση αυτόν και τον αξιώση να τελειώση θεαρέστως τον αγώνα του Μαρτυρίου. Ταύτα συνέβησαν την πρώτην ημέραν. Την επομένην συνήλθον οι αγάδες εις το κριτήριον και έφερον εκεί τον Μάρτυρα. Ήρχισαν τότε με γλυκείς λόγους να νουθετούν αυτόν και να τον κολακεύουν. Μετά δε ταύτα τον ηρώτησαν· «Ποία η αιτία ή ποίαν ανάγκην είχες να είπης χθες εκείνους τους απρεπείς λόγους; Μήπως στερείσαι χρημάτων; Ημείς σου δίδομεν όσα θέλεις και ό,τι άλλο θέλεις. Εάν δε πάλιν θέλης να υπανδρευθής, σου δίδομεν ως σύζυγον την ωραιοτέραν θυγατέρα του πλουσιωτέρου εξ ημών». Αλλά ταύτα πάντα εφαίνοντο φλυαρίαι ανόητοι εις τον Ζαχαρίαν. Όθεν απεκρίθη προς αυτούς ο θεόφρων· «Ούτε πλούτον θέλω, ούτε πλουσίαν σύζυγον, ούτε δέχομαι την αχρείαν και ψευδή πίστιν σας. Αλλ’ αρνούμαι ταύτην εξ όλης ψυχής και καρδίας και την αναθεματίζω, ως διαμονικήν πλάνην. Πιστεύω δε ως Θεόν αληθινόν τον Κύριόν μου Ιησούν Χριστόν και είμαι Χριστιανός, καθώς και πρότερον. Μη ελπίζετε λοιπόν ματαίως και εις μυρίους θανάτους αν με καταδικάσητε, δεν θέλετε δυνηθή να με χωρίσητε από την αγάπην του Χριστού μου. Όθεν βλέποντες εκείνοι, ότι δεν δύνανται με τας κολακείας να κατορθώσουν τίποτε, εδοκίμασαν δι’ απειλών να πτοήσουν τούτον. Αλλά βλέποντες, ότι παρ’ όλας τας φοβεράς απειλάς εναντίον του, η γνώμη αυτού έμενε στερεά και αμετάτρεπτος, έρριψαν αυτόν και πάλιν εις την φυλακήν. Εκείνος δε ο μακάριος έμενεν εις την φυλακήν χαίρων και ευφραινόμενος, διότι η θεία Χάρις κατώκησεν εντός αυτού και ενέβαλλε θάρρος και ανδρείαν εις την καρδίαν του και πόθον και αγάπην προς τον Χριστόν και δια τον υπέρ Εκείνου θάνατον. Οι δε Αγαρηνοί, αφού συνεσκέφθησαν, απεφάσισαν να δείρουν πρώτον τον Άγιον Ιερομάρτυρα ανηλεώς εις τους πόδας. Όπερ και εγένετο. Κατόπιν επύρωσαν σιδηρούν τρίποδα, τον οποίον έθεσαν επί της κεφαλής του. Τούτου γενομένου, εκάη μεν το δέρμα της κεφαλής και πολλούς πόνους ησθάνετο ο Άγιος Μάρτυς. Όμως ανεφλέγετο και η καρδία του και ήναπτεν από την φλόγα της του Χριστού αγάπης. Διο και θείαν δύναμιν έλαβεν εις το να υποφέρη γενναίως εκείνα τα οποία, κατά φυσικόν τρόπον, είναι αδύνατον άνθρωπος να υπομείνη. Όθεν με περισσοτέραν παρρησίαν εκήρυττε την ευσέβειαν και ήλεγχε πικρώς την ασέβειαν και πλάνην των πεπλανημένων εκείνων Αγαρηνών. Ταύτα βλέποντες οι ασεβείς, τι εμηχανεύθησαν; Άλλην επενόησαν βάσανον και αυτήν ομοίως πικράν και αλγεινήν. Επύρωσαν χάλκινον κάλυμμα και έθεσαν τούτο επί της κεφαλής του. Ο δε υψηλόφρων Ζαχαρίας με μεγάλην ανδρείαν και γενναιότητα και με αγαλλίασιν ψυχής υπέφερε και την βάσανον ταύτην, ο αοίδιμος. Αλλ’ επειδή ούτε δαρμοί ούτε καύματα της κεφαλής ούτε σκοτειναί φυλακαί ούτε άλυσοι ή πείνα ή δίψα δεν εστάθησαν ικανά να μεταβάλουν την γνώμην του, άλλα πικρότερα και δριμύτερα επενόησαν βάσανα οι αιμοσταγείς εκείνοι βάρβαροι. Ενέπηξαν καλάμους οξείς και κοπτερούς με πολλήν σκληρότητα και απανθρωπίαν εις τους όνυχας των χειρών και των ποδών του και αφού εχύθη αίμα πολύ και διωγκώθησαν οι δάκτυλοι του Αγίου Μάρτυρος, εξερρίζωσαν και ανέσπασαν, οι θηριόγνωμοι, όλους τους όνυχας των χειρών και των ποδών του και τας χείρας στρεβλώσαντες εξήρθρωσαν ταύτας. Έμενε δε ο κατηραμένος εκείνος οίκος του κριτού κεκλεισμένος καθ’ όλας τας ημέρας καθ’ ας εβασανίζετο ο Μάρτυς και δεν εσυγχωρείτο να εισέλθη Χριστιανός, αλλά μόνοι οι φρουροί εισήρχοντο εκεί και όλοι είχον μίαν και μόνην φροντίδα, πως να βασανίσουν σκληρώς τον υβριστήν της θρησκείας των. Και ούτοι μεν περί τούτου εφρόντιζον. Ο δε μακάριος Ζαχαρίας έχαιρε μεν διότι ηξιώθη να γίνη κοινωνός των Δεσποτικών παθημάτων, ελυπείτο όμως, επειδή εκινδύνευε να αποθάνη ανεξομολόγητος και ακοινώνητος του Δεσποτικού Σώματος και Αίματος. Αλλ’ ο Θεός, ο ποιών το θέλημα των φοβουμένων Αυτόν και της δεήσεως αυτών εισακούων, ωκονόμησε τον τρόπον και ο Άγιος Μάρτυς διεμήνυσεν εις τον Πρωτοσύγκελον του Μητροπολίτου Προύσης. Αλλ’ ούτος, αφ’ ενός εφοβείτο μήπως δεν είναι στερεός, αφ’ ετέρου δεν εύρισκε τον τρόπον να πλησιάση τον Μάρτυρα. Διο ανέφερε το γεγονός εις τους δημογέροντας και εκείνοι εύρον τρόπον και επλήρωσαν τον πόθον του, φέραντες εις αυτόν κρυφίως τον Πνευματικόν, όστις τον εξωμολόγησε και τον εκοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων. Ώρισε δε ο μακάριος εις τον Πνευματικόν του Πατέρα να διανείμη όλα τα χρήματά του, έως τρεις χιλιάδας αργυρά νομίσματα, εις ελεημοσύνην. Και ο μεν θείος Ζαχαρίας ούτω καλώς ηγωνίσθη υπέρ του Χριστού και καλώς τα εαυτού πάντα διετάξατο, οι δε εχθροί της Πίστεως εκάλεσαν αυτόν εις τελευταίαν εξέτασιν. Ηρώτησε τότε ο κριτής ενώπιον πάντων, ποίαν γνώμην έχει και αν, ελθών εις τον νουν του, μετενόησεν. Απεκρίθη δε προς αυτούς ο Μάρτυς· «Εγώ έχω καλώς, και είμαι αποφασισμένος να αποθάνω Χριστιανός, πιστεύων Θεόν Τρισυπόστατον, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα, εις το όνομα του οποίου εβαπτίσθην». Ταύτα ακούσαντες οι Αγαρηνοί εθαύμασαν δια την τόλμην του και την αφοβίαν, την οποίαν εδείκνυε προς τον θάνατον. Όμως ήρχισαν να χλευάζουν αυτόν λέγοντες· «Ποίος είναι αυτός ο Θεός σου και ο Χριστός σου, δια την αγάπην του οποίου ζητείς να αποθάνης;» Τοιούτους εμπαιγμούς μη υποφέρων να ακούη ο Μάρτυς, ωμίλησε με παρρησίαν πολλήν περί της Αγίας Τριάδος και περί της ενσάρκου οικονομίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Έπειτα, επειδή τον διέκοψαν, συνεπλήρωσε μετά θάρρους· «Σεις είσθε πεπωρωμένοι, τετυφλωμένοι, πεπλανημένοι και δεν γνωρίζετε, άθλιοι, τι πιστεύετε. Πιστεύσατε λοιπόν εις τον Χριστόν, ίνα σας φωτίση να γνωρίσητε την πλάνην σας». Ταύτα ακούσαντες έδειραν τον Μάρτυρα και ωθούντες εξέβαλον αυτόν έξω και έδωκαν έγγραφον απόφασιν να αποκεφαλισθή. Αλλά νομίσαντες πάλιν μήπως δειλιάση, επειδή ήκουσε την απόφασιν του θανάτου και μετανοήση, άφησαν αυτόν εις την φυλακήν έως της άλλης ημέρας. Την επομένην πάλιν ωδήγησαν τον Μάρτυρα εις το κριτήριον και υπεσχέθησαν εις αυτόν πλείστας απολαβάς και αξιώματα, με τον σκοπόν να αρνηθή την Πίστιν του. Αλλ’ ο Μάρτυς εφώναζε· «Τετυφλωμένοι και άπιστοι, ματαίως κοπιάζετε, διότι κανέν πράγμα δεν δύναται να με χωρίση από τον γλυκύτατόν μου Χριστόν». Τότε υβρίζοντες αυτόν και καλούντες άπιστον και άξιον θανάτου, επρόσταξαν τον δήμιον να παραλάβη αυτόν και να τον φέρη εις τον τόπον της καταδίκης. Ομοίως επρόσταξαν και τον δημόσιον κήρυκα να προπορεύεται και να κηρύττη ότι θανατούται, επειδή είναι άπιστος. Ούτος όμως, πριν αρχίση να διαλαλή, επλησίασε τον Μάρτυρα και με πολλήν ευσπλαγχνίαν έλεγε προς αυτόν· «Δεν έρχεσαι εις τον εαυτόν σου; Δεν λυπείσαι την ζωήν σου;» Όμως απήντησεν εις τούτον ο Μάρτυς· «Πήγαινε, πήγαινε, φώναξε εκείνο το οποίον σε επρόσταξαν να φωνάξης και μη σε μέλει δι’ εμέ». Εν ταυτώ δε εξεχύθη η εσωτερική χαρά της ψυχής του και εφαίνετο το πρόσωπόν του χαρωπόν και φαιδρόν και με σεμνόν και μακάριον γέλωτα έσπευδε προς τον τόπον της καταδίκης δια να λάβη τον υπέρ Χριστού αοίδιμον θάνατον, τον πρόξενον αληθώς της αιωνίου και ατελευτήτου ζωής. Τότε όλοι οι βλέποντες εξίσταντο και εθαύμαζον την γενναιότητα της ψυχής του. Όπου δε έβλεπε Χριστιανούς, εφώναζε· «Συγχωρείτε με, αδελφοί, και ο Θεός ας σας συγχωρήση». Βαδίζων δε προς τον τόπον της καταδίκης είδε τον Ναόν του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, από του οποίου διήρχετο η φέρουσα αυτόν συνοδεία και εζήτησε να τον αφήσουν να εισέλθη ίνα προσκυνήση. Εκείνοι δε τον άφησαν. Μετά την προσκύνησιν ωδήγησαν αυτόν εις την συνοικίαν όπου ήτο και το κελλίον του και όπου, αφού εγονάτισε και προσηύχετο, επρόσμενε την αποτομήν. Ο δε δήμιος, με γυμνήν την σπάθην, ηπείλει αυτόν και κατόπιν τον παρεκίνει με συμπάθειαν να μετανοήση. Αλλά μη δυνηθείς να μεταβάλη την γνώμην του απέτεμε την ιεράν αυτού κεφαλήν δια δύο κτυπημάτων. Ούτως ετελείωσεν ο Ιερομάρτυς Ζαχαρίας τον καλόν αγώνα του Μαρτυρίου και εδόξασε τον Θεόν δια του μαρτυρικού του θανάτου, κοινή δε χαρά εγένετο εν τω ουρανώ και εν τη γη, μόνος δε ο προστάτης του σκότους εστέναξε τότε και οι υπηρέται τούτου Αγαρηνοί. Απετμήθη δε την κεφαλήν εν έτει από Χριστού αωβ΄ (1802) κη΄ (28ην) του μηνός Μαϊου εις ηλικίαν ετών τριάκοντα οκτώ, ως είπον οι συγγενείς του. Συνέδραμον δε ίνα ίδωσι τον Άγιον Μάρτυρα όχι μόνον το πλήθος των Χριστιανών, αλλά και άπαντες οι εν τη Προύση ευρισκόμενοι αλλόφυλοι. Οι δε Χριστιανοί ώρμησαν ενθουσιώντες και όχι μόνον τα άγια του Μάρτυρος αίματα ευλαβώς απεσπόγγισαν, αλλά και τα χώματα, όπου ήγγισε το άγιον αυτού Λείψανον, συνέλεξαν προς αγιασμόν των. Απόφασις ήτο παρά του κριτού και των αξιωματικών να μείνη το μαρτυρικόν Λείψανον επί τρία ημερονύκτια εις τον τόπον της καταδίκης. Αλλά τι συνέβη; Φως θείον κατήλθεν ουρανόθεν, ευθύς την πρώτην νύκτα, και εφώτιζε το μαρτυρικόν σώμα, προς θαυμασμόν και έκπληξιν των γειτόνων Αγαρηνών. Φόβος δε μέγας κατέλαβε τούτους και δεν ηδύναντο να κοιμηθούν. Την πρωϊαν έτρεξαν εις τον κριτήν και διηγήθησαν το φοβερόν εκείνο συμβάν της νυκτός και εζήτησαν την άδειαν να εγερθή εκείθεν ο νεκρός. Εκείνος όμως δεν συγκατετέθη. Και όταν ήλθεν η Δευτέρα νυξ, πάλιν τα αυτά συνέβησαν. Την πρωϊαν έτρεξαν πάλιν με μανίαν μεγάλην και εφώναζαν προς τον κριτήν· «Ή δίδεις άδειαν να απομακρυνθή εκείθεν ο νεκρός ή ανάπτομεν πυρκαϊάν και σε καίομεν». Όθεν, μη δυνάμενος να αντεπεξέλθη εις την ορμήν των, έδωκεν άδειαν να μεταφερθή το άγιον Λείψανον την δευτέραν ημέραν. Τότε οι Χριστιανοί έδωσαν εις τους Αρμενίους χρήματα και αγοράσαντες αυτό αντί πεντακοσίων γροσίων, το έθαψαν έξω της πόλεως. Εις των Αρμενίων εκείνων είχε παιδίον άλαλον και ηκούσθη ότι μόλις ήγγισεν εκείνο εις το άγιον Λείψανον ελάλησε καθαρά. Ταύτα ούτω γενόμενα διεμήνυσαν οι Χριστιανοί εις τον Μητροπολίτην Προύσης Άνθιμον, εις Κωνσταντινούπολιν τότε λόγω κινδύνου διατρίβοντα, ούτος δε, ως Αρχιερεύς, χαράς πνευματικής πλησθείς και ζήλον ένθεον και αξιέπαινον λαβών εν τη καρδία αυτού, έγραψεν εις τον επίτροπον της Μητροπόλεώς του τον Επίσκοπον πρώην Λιτίτζης Ιγνάτιον και ανεκόμισε κρυφίως το μαρτυρικόν Λείψανον, το οποίον ενεταφίασεν εις τον Ναόν του Ταξιάρχου, εις Ντεμίρ Καπού. Αγνοούντες δε τούτο οι Χριστιανοί, προσέτρεχον εκεί εις το κενοτάφιον μετά κηρών και θυμιαμάτων και έψαλλον επί του τάφου παρακλήσεις λαμβάνοντες των παθών των την ίασιν. Διότι η εις τους Αγίους ενοικήσασα Χάρις του Πνεύματος, κατά τον θείον Θεσσαλονίκης Γρηγόριον, ανεκφοίτητος μένει και εις τα Λείψανα και εις τους τάφους και εις τους Ναούς και εις τας Εικόνας των Αγίων, ων ταις θείαις πρεσβείαις αξιωθείημεν και ημείς οι αμαρτωλοί της θείας του Αγίου Πνεύματος Χάριτος, ίνα δι’ αυτής αξιωθώμεν και της ουρανίου Βασιλείας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου