Ανδρέας ο Όσιος Πατήρ ημών, ο δια Χριστόν Σαλός αποκαλούμενος, ήτο Σκύθης το γένος, διαλάμψας εν Κωνσταντινουπόλει επί της βασιλείας Λέοντος του φιλοχρίστου και μεγάλου. Υπό ποίας ακριβώς συνθήκας ευρέθη εις Κωνσταντινούπολιν δεν είναι γνωστόν, τούτο δε μόνον γνωρίζομεν, ότι από παιδός ευρίσκετο εις την υπηρεσίαν άρχοντος τινος της Κωνσταντινουπόλεως, Θεογνώστου ονόματι, ανδρός ευσεβούς και φοβουμένου τον Θεόν, φρονίμου δε κατά πολλά τόσον, ώστε ο βασιλεύς βλέπων τας αρετάς αυτού τον ετίμησε και τον έκαμε πρωτοσπαθάριον και στρατηλάτην της Ανατολής. Ο Θεόγνωστος λοιπόν ούτος, ως ευγενής και πλούσιος όπου ήτο, είχε και υποστατικά πολλά και δούλους πολλούς, εις εκ των οποίων ήτο και ο μακάριος Ανδρέας, όστις, όταν τον ηγόρασεν ο αυθέντης του, ήτο ακόμη παιδίον μικρόν, αλλ’ ωραιότατον εις την όψιν, βλέπων δε αυτόν ο αυθέντης του έχαιρε και τον ηγάπα περισσότερον από όλους τους άλλους, εχρησιμοποίει δε αυτόν μόνον εις τας εμπιστευτικάς υπηρεσίας του, είχε δηλαδή τούτον αγγελιοφόρον.
Μετά ταύτα, βλέπων ο Θεόγνωστος την προκοπήν του νέου, έβαλεν αυτόν εις το σχολείον να μανθάνη γράμματα και τόσον ήτο ευφυής εις τον νουν, ώστε και ο διδάσκαλός του τον εθαύμαζε και δεν ηδύνατο να γνωρίση τις ότι ήτο Σκύθης, από την προκοπήν και γνώσιν την οποίαν είχεν εις τα γράμματα. Θέλων δε ο αυθέντης του να τον έχη τιμιώτερον από όλους, διότι τον έβλεπε πιστόν, του έδιδεν από τα ιδικά του ενδύματα και εφόρει. Ηγάπα δε κατά πολλά ο μακάριος Ανδρέας να αναγινώσκη τας θείας Γραφάς και μάλιστα τα Μαρτύρια των Αγίων Μαρτύρων και τας βίβλους των θεοφόρων Πατέρων και τόσην χαράν και κατάνυξιν ελάμβανεν, όταν ήκουε τα βάσανα και τους πειρασμούς, όπου έπαθον οι Άγιοι, ώστε ήναπτεν από θείον ζήλον η καρδία του. Αρχόμεθα δε διηγούμενοι πς ήρχισε την αρετήν και πως την ετελείωσεν. Αναγινώσκων ο μακάριος Ανδρέας καθ’ εκάστην τα Μαρτύρια των Αγίων, ως προείπομεν, παρεκινείτο προς μίμησιν της αγαθής πολιτείας αυτών. Ηγέρθη λοιπόν κατά τινα νύκτα από την κλίνην του να προσευχηθή, ο δε διάβολος, ως φθονερός όπου είναι, δεν ηδυνήθη να τον αφήση απείρακτον, αλλ’ ως ήρχισε να προσεύχηται ο Ανδρέας, ιδού έρχεται ο παμπόνηρος μετά μεγάλης ταραχής και κτυπά την θύραν, ο δε μακάριος, ως νέος και αμαθής όπου ήτο ακόμη από τοιαύτα πράγματα, φοβηθείς άφησε την προσευχήν και παρευθύς έκλινε πάλιν εις την κλίνην του και εσκεπάσθη· ιδών δε ο σατανάς ότι εφοβήθη και άφησε την προσευχήν, εχάρη και λέγει προς άλλον δαίμονα· «Ιδού ακόμη τρώγει τα σάλια του και ήρχισε να αρματώνεται και ούτος να πολεμήση εναντίον ημών». Ταύτα ειπών έγινεν άφαντος. Ο δε μακάριος Ανδρέας απεκοιμήθη και βλέπει εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη εις το θέατρον της πόλεως και από μεν το εν μέρος ήσαν άνδρες πολλοί λευκοφόροι και φωτεινοί, από δε το άλλο ήσαν αιθίοπες (αράπηδες) κατάμαυροι πλήθος άπειρον. Εζητούσαν δε και τα δύο μέρη να παλαίσουν· οι δε κατάμαυροι εκείνοι είχον εις το μέσον αυτών ένα μεγαλύτερον, ο οποίος ήτο χιλίαρχος και έλεγον προς το μέρος των λευκοφόρων· «Όστις θέλει από εσάς, ας εξέλθη να παλαίση με τούτον». Ιστάμενος δε ο Άγιος και ακούων ταύτα, βλέπει και ιδού κατέβη από τον ουρανόν νέος τις κατά πολλά ωραιότατος και την όψιν λαμπρότερος του ηλίου, εκράτει δε εις τας χείρας του τρεις στεφάνους θαυμαστούς. Εκ τούτων ο μεν εις ήτο στολισμένος με μαργαρίτας, ο δεύτερος με λίθους πολυτίμους και ο τρίτος με κρίνα και άνθη του Παραδείσου. Ήτο δε ούτος και αμάραντος και τόσην ευωδίαν είχεν, ώστε εθαύμαζεν ο μακάριος Ανδρέας και επεθύμει, αν θα ηδύνατο, να λάβη τινά από τους στεφάνους εκείνους. Έρχεται λοιπόν πλησίον του νεανίου εκείνου και του λέγει· «Εις τον Χριστόν σου, με τι πωλείς τους στεφάνους αυτούς; Ειπέ μοι να γνωρίζω και μολονότι εγώ δεν δύναμαι να τους αγοράσω, όμως θα υπάγω μετά σπουδής να το είπω εις τον αυθέντην μου, να έλθη να πάρη εκείνος κάποιον απ’ αυτούς και να σου δώση όσα χρήματα θέλεις». Ταύτα ακούσας ο φανείς νεανίας, όστις ήτο ο ίδιος Χριστός, εφάνη ότι εγέλασεν ολίγον και λέγει προς τον Ανδρέαν· «Πίστευσόν μοι, αγαπητέ, ότι αν μου φέρης όλο το χρυσίον του κόσμου τούτου, δεν σου δίδω ούτε ένα άνθος απ’ αυτούς, αλλ’ ούτε εις τον αυθέντην σου δίδω, όπως λέγεις. Διότι δεν είναι ούτοι από τον μάταιον κόσμον, καθώς νομίζεις, αλλά από τους ουρανίους θησαυρούς, με τους οποίους στεφανώνονται όσοι νικήσουν εκείνους τους μαύρους. Εάν λοιπόν θέλης και συ κανένα απ’ αυτούς, πάλαισε μετ’ εκείνου του μεμιασμένου αράπη και εάν τον νικήσης όχι μόνον τούτους να σου δώσω, αλλά και άλλους όσους θέλεις». Ταύτα ακούσας ο μακάριος Ανδρέας έλαβε θάρρος και λέγει προς αυτόν· «Αυθέντα, δέχομαι να παλαίσω, μόνον δίδαξόν με ποίαν τέχνην να μεταχειρισθώ δια να τον ρίψω;» Είπε δε ο Κύριος προς τον Ανδρέαν· «Γνώριζε, αγαπητέ, ότι αυτοί οι αράπηδες μόνον θρασείς είναι, αλλά δύναμιν ουδόλως έχουν· μη φοβηθής λοιπόν βλέπων τοιούτον μέγαν, διότι είναι ως λάχανον σάπιος και αδύνατος». Αφού δε του έδωκε θέρρος, έπιασεν αυτόν από την μέσην και του έδειξε πως να παλαίση τον αράπην, του παρήγγειλε δε ταύτα· «Όταν σε πιάση ο αράπης, μη φοβηθής, αλλ’ εναγκαλίσου αυτόν σταυροειδώς και θέλεις ίδει την δύναμιν του Θεού». Τότε εξήλθεν εις το μέσον ο Ανδρέας και είπε μεγάλη τη φωνή· «Μαυρισμένε, έλα να παλαίσωμεν οι δύο». Ιδών ο αράπης εκείνος, ο χιλίαρχος των δαιμόνων, ότι εζήτει τούτον ο Ανδρέας, εσηκώθη και ήρχετο μετά μεγάλης υπερηφανείας να τον αρπάση και τον εφοβέριζε με το βλέμμα, δια να τον φοβηθή· ο δε Ανδρέας τον έπιασε σταυροειδώς και τον έρριψεν εις την γην, τοιουτοτρόπως ώστε επί πολλήν ώραν έμενεν άφωνος. Τότε εχάρησαν χαράν μεγάλην οι λευκοφόροι και παρευθύς έδραμον και αρπάσαντες αυτόν τον εκαταφιλούσαν και τον ήλειφον με μύρον θεϊκόν· οι δε κατάμαυροι εκείνοι αράπηδες έφυγον μετά μεγάλης εντροπής. Ευθύς τότε ο περίδοξος εκείνος νεανίας έδωκε τους στεφάνους εις τον μακάριον Ανδρέαν και καταφιλών αυτόν του είπεν· «Από σήμερον να είσαι ιδικός μου φίλος, αγωνίζου τον καλόν αγώνα γυμνός και καταφρονημένος, γίνου σαλός δι’ εμέ, ίνα σε αξιώσω πολλών αγαθών εις την Βασιλείαν μου». Ταύτα ακούσας ο μακάριος εξύπνησε και εσυλλογίζετο το πράγμα· όταν δε εξημέρωσεν, ήλθεν εις εμέ τον ανάξιον (τον Νικηφόρον) και είπε μοι την όρασιν. Ως δε εγώ την ήκουσα, εξέστην, διότι ήρχετο και ευωδία απ’ αυτού, ώσπερ μύρου πολυτίμου· και ούτω προεκρίναμεν και οι δύο να προσποιήται τον σαλόν (τρελλόν), κατά τον λόγον του Κυρίου, τον οποίον του είπε· «Γίνου σαλός δι’ εμέ, ίνα σε αξιώσω πολλών αγαθών εις την Βασιλείαν μου», διότι αλλέως δεν ήτο δυνατόν να απαλλαγή από τον αυθέντην του. Κατά δε την ακόλουθον νύκτα, εν ώρα μεσονυκτίου, εγερθείς προσηύχετο, μετά δε το τέλος της προσευχής λαβών μάχαιραν επήγεν επάνω εις το στόμα του φρέατος και ήρχισε να κατακόπτη τα ενδύματά του εις λεπτά τεμάχια, ως δαιμονιζόμενος, κράζων με μεγάλας φωνάς, καθώς κάμνουν οι πάσχοντες. Από τας πολλάςφωνάς εξύπνησεν ο μάγειρος και νομίζων ότι εξημέρωσεν, έδραμεν εις το φρέαρ να γεμίση το σταμνί του· ως δε είδε το πράγμα φανερώς, άφησε το σταμνί του και δραμών εις τον οίκον έκραξε μεγάλη τη φωνή· «Δράμετε, διότι ο Ανδρέας εδαιμονίσθη». Ως ήκουσε τούτο ο αυθέντης του ελυπήθη και καλέσας την σύζυγον αυτού και άλλους της οικίας του, έδραμον προς τον Άγιον και ως τον είδον, ήρχισαν να κλαίωσι, θαρρούντες αληθώς, ότι εδαιμονίσθη. Ο δε κύριος αυτού μεγάλως λυπούμενος επρόσταξε να τον υπάγωσιν εις τον Ναόν της Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας, παραγγείλας να του βάλωσι σίδηρα εις τους πόδας, έστειλε δε και χρήματα εις τον φύλακα του Ναού χάριν θεραπείας του Ανδρέου. Διήλθε λοιπόν ο μακάριος Ανδρέας όλην την ημέραν παραμιλών ως παράφρων και έξαλλος. Όταν δε ενύκτωσε, προσηύχετο μετά δακρύων, παρακαλών και την Αγίαν Αναστασίαν να φανή εις τον ύπνον του, να του ειπή αν αρέση εις τον Θεόν το πράγμα το οποίον επεχειρίσθη. Όταν δε έπαυσεν ολίγον της προσευχής και των θρήνων, βλέπει και ιδού έρχεται γέρων τις μετά δόξης πολλής και μετ’ αυτού άλλαι πέντε γυναίκες και περιήρχοντο τους ασθενείς. Όταν δε περιήλθον όλους, ήλθον και προς αυτόν και στραφείς ο γέρων προς λαμπροτάτην τινά γυναίκα είπε προς αυτήν προσποιούμενος ότι δεν γνωρίζει τίποτε· «Κυρία Αναστασία, δεν ιατρεύεις και τούτον»; Του λέγει η Αγία· «Ο διδάσκαλός του, όστις του είπε, γίνου σαλλός δια την αγάπην μου και να σε κάμω κληρονόμον πολλών αγαθών εις την Βασιλείαν μου, εκείνος τον ιάτρευσε και δεν χρειάζεται άλλην ιατρείαν, αλλά μέλλει να γίνη σκεύος εκλεκτόν του Κυρίου και άγιον και ηγαπημένον εν Πνεύματι Αγίω». Τότε απεκρίθη ο γέρων και είπε· «Το γνωρίζω και εγώ, Κυρία μου, το γνωρίζω». Και ταύτα ειπόντος του γέροντος τον απεχαιρέτησαν και εισελθόντες εις τον Ναόν έγιναν άφαντοι. Ο δε Ανδρέας εθαύμασε δι’ όσα είδε και εδόξασε τον Θεόν και την Αυτού Μεγαλομάρτυρα Αναστασίαν, ότι ήλθε ταχέως, καθώς την επεκαλέσθη εις βοήθειαν. Επέρασε λοιπόν όλην την ημέραν εκείνην εις τα σίδηρα και τίποτε δεν έβαλεν εις το στόμα του· την δε ερχομένην νύκτα, ώραν μεσονυκτίου, ιστάμενος και δεόμενος του Θεού κατά διάνοιαν, παρακαλών και την Αγίαν Αναστασίαν να τον βοηθήση, ίνα τελειώση το έργον, το οποίον επεχειρίσθη, βλέπει οφθαλμοφανώς και έρχεται προς αυτόν ο διάβολος, ως αράπης μαύρος και μετ’ αυτού και άλλοι πολλοί δαίμονες· και άλλοι μεν εβαστούσαν αξίνας, άλλοι δε ξίφη και κοντάρια, άλλοι δε σχοινία· ο δε κατηραμένος εκείνος αράπης έτριξε τους οδόντας αυτού και έδραμε κατ’ επάνω αυτού, να τον κόψη με την αξίνην, την οποίαν εβάσταζεν· ομοίως και οι άλλοι, όσοι ήσαν μαζί του. Ο δε μακάριος Ανδρέας, απλώσας τας χείρας του εις τον Θεόν, έκραξε μεγάλως μετά δακρύων λέγων· «Κύριε, μη παραδώης τοις θηρίοις ψυχήν εξομολογουμένην σοι». Μετά δε ταύτα είπεν· «Άγιε Ιωάννη Απόστολε και Θεολόγε, βοήθει μοι». Παρευθύς τότε με τον λόγον, ω του θαύματος! βοή μεγάλη έγινεν ως σεισμός και ιδού ήλθε γέρων τις μεγαλόφθαλμος, έχων το πρόσωπόν του λαμπρόν ως ο ήλιος και άλλοι πολλοί μετ’ αυτού και έκαμε το σημείον του Σταυρού εις τον αέρα. Έπειτα λέγει προς τους άλλους, οι οποίοι ήσαν μαζί του· «Δράμετε σπουδαίως, κλείσατε τας θύρας του Ναού, να μη φύγη τις». Οι δε έδραμον ευθύς και τας έκλεισαν· οι δε δαίμονες έκραζον μεγάλως και έλεγον ο εις προς τον άλλον· «Ω κακή ώρα όπου ήτο, όταν ήλθαμεν εδώ· ο Ιωάννης είναι πικρός κατά πολλά και θέλει μας βασανίσει δυνατά». Ο δε Απόστολος Ιωάννης, διότι αυτός ήτο, επρόσταξε να βγάλουν την άλυσον από τον λαιμόν του μακαρίου και να την φέρουν εις αυτόν. Τούτου δε γενομένου έλαβεν αυτήν και αφού την ετρίπλωσεν εστάθη έξω εις την θύραν λέγων· «Φέρετέ μοι εδώ αυτούς τους μαύρους ένα προς ένα». Έφεραν λοιπόν τον πρώτον, τον οποίον εξήπλωσεν εις την γην και τον εμαστίγωσεν ανηλεώς με την άλυσον του Αγίου διπλωμένην τρισσώς, δώσας εις αυτόν έως εκατόν μαστιγώσεις. ‘Υστερον έφεραν τους άλλους ένα προς ένα, τους οποίους έδειρεν όλους, κατά τον ίδιον τρόπον και ουδένα άφησεν άθικτον. Ο δε μακάριος Ανδρέας ακούων τον θόρυβον, τον οποίον έκαμνον οι δαίμονες, εγέλα και έλεγεν· «Επ’ αληθείας τόσας μαστιγώσεις έλαβον, ώστε δεν ηδύνατο καμμία άλλη φύσις να τας υποφέρη». Όταν δε ηφανίσθησαν οι δαίμονες, ήλθεν ο τίμιος εκείνος γέρων προς τον δούλον του Θεού Ανδρέαν και αφού του έβαλε πάλιν την άλυσον εις τον λαιμόν, του λέγει· «Είδες πως ήλθα παρευθύς και σε εβοήθησα; Πολλήν φροντίδα και αγάπην έχω προς σε, μόνον υπόμεινον, δια να φανής δόκιμος εις πάντα· δεν θα περάσουν πολλαί ημέραι και θέλουν σε λύσει από τα σίδηρα να περιπατής εις το θέλημά σου, καθώς σου αρέσει». Ταύτα του Αποστόλου Ιωάννου ειπόντος, λέγει προς αυτόν ο μακάριος· «Και ποίος είσαι συ, κύριέ μου»; Ο δε απεκρίθη· «Εγώ είμαι ο Ιωάννης, όστις έπεσεν εις το άχραντον και ζωοποιόν στήθος του Χριστού». Και τούτο ειπών, έγινε άφαντος από τα όμματα του Ανδρέου· ο δε μακάριος έμεινε δοξάζων τον Θεόν, όστις τον ηλευθέρωσεν από τους τοιούτους πειρασμούς και έλεγε· «Κύριε Ιησού Χριστέ, μεγάλη η δύναμίς σου, ότι ηλέησάς με τον αμαρτωλόν· φύλαξόν με εν τη αληθεία σου και αξίωσόν με ίνα εύρω χάριν παρά σοι, Δέσποτα πολυέλεε». Ταύτα προσευχομένου του Αγίου παρήλθεν η ημέρα εκείνη, όταν δε ενύκτωσεν, ύπνωσεν ολίγον και βλέπει εις τον ύπνον του, ότι ευρέθη εις παλάτιον βασιλικόν, εις το οποίον τον εκάλεσεν ο Βασιλεύς και του λέγει· «Θέλεις να με δουλεύσης με όλην σου την καρδίαν και να σε κάμω ένα από τους ενδόξους του παλατίου μου»; Λέγει ο μακάριος· «Και ποίος είναι εκείνος, Κύριε, όπου δεν αγαπά το καλόν του; Εγώ κατά πολύ αγαπώ αυτό το οποίον ορίζεις». Του λέγει ο Βασιλεύς· «Λοιπόν, επειδή αγαπάς, δέξου την κατανόησιν της Βασιλείας μου», και με τον λόγον του έδωκε φαγητόν τι, του οποίου το είδος ήτο ως χιών. Λαβών δε τούτο ο Ανδρέας το έφαγε και τόσον ήτο γλυκύ, ώστε νους ανθρώπου δεν δύναται να το εννοήση· ως δε το έφαγε, παρεκάλει να του δώση και άλλο, διότι, καθώς έλεγεν ο μακάριος, όταν το έτρωγεν, ενόμιζεν ότι αυτό είναι μύρον θεϊκόν. Του έδωκε λοιπόν και άλλο, όμοιον κυδωνίου και λέγει προς αυτόν· «Λάβε και φάγε». Λαβών δε έφαγε και εκείνο· ήτο δε τούτο ξινόν και πικρόν ως αψίνθιον και από την πίκραν έσεισε την κεφαλήν του ολίγον και ελησμόνησε την γλυκύτητα του πρώτου φαγητού. Όταν ο Βασιλεύς είδεν ότι επικράνθη, λέγει προς αυτόν· «Ιδού ότι δεν υπομένεις την πικρίαν του γεύματος· εγώ της τελείας μου υπηρεσίας την αίσθησιν σού έδωκα, διότι αύτη είναι η στενή και τεθλιμμένη οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. ζ:14). Του λέγει ο μακάριος· «Πικρόν είναι το πράγμα τούτο, Δέσποτα, και τις δύναται τρώγων αυτό να σε δουλεύη»; Λέγει πάλιν ο Βασιλεύς· «Τι λέγεις, το πικρόν μόνον εγνώρισας; Δεν σου έδωκα πρώτον το γλυκύ και είτα το πικρόν»; Απεκρίθη τότε ο Ανδρέας· «Ναι, Δέσποτα, αλλά μόνον το πικρόν θα δίδης περί του οποίου είπες, ότι είναι ομοίωμα της στενής οδού»; Λέγει ο Βασιλεύς· «Ουχί, μη γένοιτο, αλλ’ ανάμεσα εις το πικρόν και το γλυκύ είναι η στενή οδός· εν τω πικρώ μεν οι αγώνες και οι πόνοι, εν τω γλυκύ δε η δρόσος της Χάριτός μου και η παράκλησις εκείνων, όσοι πειράζονται δια την αγάπην μου. Δεν είναι λοιπόν ένα είδος το πικρόν όλον, ουδέ το γλυκύ πάλιν τρόπος εις, αλλά πότε μεν γλυκύ πότε δε πικρόν και το εν το άλλο διαδέχεται. Αν λοιπόν θέλης να με δουλεύσης, καθώς σου είπα, ειπέ μοι να το γνωρίζω». Λέγει ο μακάριος· «Δος μοι να φάγω άλλην μίαν φοράν και τότε να σου είπω ναι ή όχι». Του έδωκε τότε πάλιν από το πικρόν και επικράνθη κατά πολλά και από την πίκραν του είπε· «Δεν δύναμαι να τρώγω από τούτο και να σε δουλεύω». Τότε ο Βασιλεύς εφάνη ότι εγέλασεν ολίγον και εξαγαγών από του κόλπου αυτού είδος τι πύρινον εις την θεωρίαν και ευωδέστατον, κατά πολλά ανθηρόν, του λέγει· «Λάβε και φάγε». Λαβών δε αυτό έφαγε και από την γλυκύτητα αυτού έγινεν ως εξεστηκώς επί πολλήν ώραν. Όταν δε ήλθεν εις τον νουν του, έπεσεν εις τους πόδας του Βασιλέως, λέγων προς αυτόν· «Ελέησόν με, Δέσποτα αγαθέ, και μη υστερήσης με από της ώρας ταύτης της δουλείας σου· διότι εγνώρισα κατ’ αλήθειαν ότι είναι γλυκυτάτη». Ο δε Βασιλεύς είπε· «Πίστευσον, αγαπητέ, ότι από τα αγαθά όπου έχω, τούτο είναι το μικρότερον· πλην εάν δουλεύσης εις εμέ με την καρδίαν σου, τα ιδικά μου θα είναι ιδικά σου και θα σε κάμω κληρονόμον της Βασιλείας μου». Εξυπνήσας δε ο μακάριος, εφύλαττε ταύτα πάντα εις την καρδίαν του. Όταν δε επέρασαν τέσσαρες μήνες, αφ’ ότου τον επήγαν εις τον Ναόν, βλέποντες οι Κληρικοί ότι δεν ιατρεύεται, αλλά μόνον χειρότερα πάσχει, επήγαν και το είπαν εις τον αυθέντην του· εκείνος δε ως ήκουσε τούτο, έγραψεν αυτόν εις το βιβλίον των φρενοβλαβών ως παράφρονα και δαιμονιζόμενον· ώρισε δε να είναι ανεύθυνος και να μη φυλακίζεται εάν περιπατή κατά την νύκτα μόνος ή και αν ήθελε τυχόν κτυπήση τινά. Τότε επρόσταξε και τον έλυσαν από τα σίδηρα και τον απέλυσαν να πηγαίνη όπου θέλει. Αφού δε τον έλυσαν, έτρεξεν εις τας οδούς και τας πλατείας της πόλεως, όπου καθ’ όλην την ημέραν έπαιζε και εχόρευεν· όταν δε ενύκτωσεν, ήλθε προς εμέ τον ανάξιον, δηλαδή τον Πνευματικόν του (λέγει ο Νικηφόρος) και με εύρε μοναχόν εις το κελλίον μου, γελάσας δε μικρόν, ήρχισε και κατέβρεχε το πρόσωπόν του με δάκρυα· εγώ δε, ως τον είδον, ηγέρθην ευθύς και τον ενηγκαλίσθην επί πολλήν ώραν και ασπασάμενοι ο εις τον άλλον εκαθήσαμεν. Τον ηρώτησα τότε πως ελύθη από τα δεσμά και αυτός ήρχισε και μοι διηγήθη όλην την αλήθειαν απ’ αρχής έως τέλους μετά πάσης πραότητος, διότι μόνον εις εμέ είχε το θάρρος και ωμίλει χωρίς υπόκρισιν· εις όλους δε τους άλλους ομίλει με λόγια τρελλά και ασυνάρτητα. Όταν εξημέρωσε με ησπάσθη και ανεχώρησε δια την πνευματικήν του εργασίαν· ευρισκόμενος δε εις τα αρτοπωλεία, ως τον είδον τινές, ότι ομιλεί τρελλά, τον επήραν από το χέρι και τον επήγαν εις τι καπηλείον και αγοράσαντες οίνον, εκάθησαν και έπινον· και μεθύσαντες ήρχισαν και τον εκτυπούσαν εμπαικτικώς όπισθεν του τραχήλου· θέλοντες δε να μετεωρίζωνται και να γελούν με αυτόν, δεν τον άφηναν πλέον να φύγη· αλλ’ ούτε από ό,τι έτρωγον του έδιδον να φάγη, μόνον έστεκεν έμπροσθέν των νηστικός και εγελούσαν μετ’ αυτού. Ο δε μακάριος, βλέπων αυτούς τόσον κακοπροαιρέτους, εσκέπτετο τι να πράξη· ως δε είδεν ένα από εκείνους, ό,τι εβάσταζε το ποτήριον γεμάτον, το ήρπασε και έπιε τον οίνον, το δε ποτήριον συνέτριψεν εις την κεφαλήν του, έπειτα έφυγεν· εκείνοι δε τον έπιασαν και δέροντες τον έφεραν πάλιν εις το καπηλείον και καθήσαντες έπινον, εις δε τον μακάριον τίποτε δεν έδιδον, μόνον εγρονθοκόπουν αυτόν γελώντες. Όταν ενύκτωσεν, ηγέρθησαν και εξήλθον του καπηλείου. Λέγει δε προς αυτούς ο Ανδρέας· «Μωροί και τρελλοί, τώρα τι να κάμω όπου μέλλει να με απαντήσουν οι νυκτοφύλακες να με δέσουν»; Τούτο δε το είπεν ο Δίκαιος δι’ εκείνους, γνωρίζων τι μέλλει να πάθωσι, εκείνοι δε τον άφησαν και ανεχώρησε, πορευθείς δε έπεσεν εις μίαν γωνίαν της αγοράς και εκοιμάτο· εκείνοι δε, αφού επλήρωσαν και την κακήν των επιθυμίαν, επήγαιναν εις τας οικίας των, καθ’ οδόν όμως τους συνήντησεν η περίπολος και δέσαντες αυτούς τους έφεραν εκεί όπου εκοιμάτο ο Άγιος και τους έδερναν δυνατά, εκείνος δε παρεκάλει τον Θεόν μετά δακρύων να μη τους φυλακίσουν. Την πρωϊαν ο μακάριος Ανδρέας ηγέρθη πάλιν και επεριπάτει μέσα εις τας αγοράς όλην την ημέραν πεινασμένος, διψασμένος και υβριζόμενος χωρίς να κάθηται παντελώς, όταν δε ενύκτωνεν επήγαινεν εις τας γωνίας της πόλεως και εκδιώκων τους σκύλους, από τους τόπους όπου εκοιμώντο, εκοιμάτο αυτός γυμνός και άπορος, όταν δε εξημέρωνεν έλεγε προς εαυτόν· «Ιδού, ταλαίπωρε Ανδρέα, ώσπερ σκύλος μετά σκύλων εξενύκτισας· αλλ’ ας υπάγωμεν να δουλεύσωμεν, ότι εγγίζει ο Θάνατος και αλλοίμονον εις σε· ας μη σε πλανά ο λογισμός, ότι έχεις τινά να σε βοηθήση εις την ώραν του θανάτου· διότι κάθε άνθρωπος από τους πόνους των καρπών αυτού φάγεται εις τον καιρόν του θανάτου αυτού· δράμε λοιπόν μετά κόπου και ας υβρισθώμεν και ας διωχθώμεν εις τον κόσμον τουτον, δια να λάβωμεν δόξαν και τιμήν παρά του επουρανίου Βασιλέως, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού του Υιού του Θεού». Τόσην δε ευχήν απόκρυφον είχεν ο μακάριος, ώστε ο ψιθυρισμός των χειλέων του ηκούετο μακρόθεν, όσοι δε τον έβλεπον έλεγον· «Ίδετε από την πολλήν λαύραν όπου έχει η καρδία του, επειδή τον πειράζει το δαιμόνιον, εξέρχεται τόσος καπνός από το στόμα του». Όμως δεν ήτο καθώ έλεγον αυτοί, αλλ’ ήτο ευχή ακατάπαυστος όπου εδείκνυε τα τοιαύτα. Ημέραν τινά περιεπάτει ο μακάριος εκεί όπου ήσαν πόρναι γυναίκες παίζων δήθεν και γελών, καθώς είχε συνήθειαν, και ως μία απ’ αυτάς είδεν ότι είναι τρελλός, έδραμε και αρπάσασα αυτόν από την χείρα τον έφερεν εντός του οίκου της αμαρτίας. Ο δε μακάριος Ανδρέας, ο στερεός και αδαμάντινος, ο κατ’ αλήθειαν εμπαίκτης του διαβόλου, δεν ηναντιώθη, αλλά παρευθύς ηκολούθησεν· αι δε άλλαι, ως τον είδον, έδραμον και τον ετριγύρισαν όλαι· και ήρχισαν να γελούν, καθώς έχουν συνήθειαν, και τον ηρώτων αδιάντροπα· «Ταλαίπωρε, πως το έπαθες αυτό»; Ο δε Δίκαιος μόνον εγέλα και δεν απεκρίνετο· εκείναι δε αι μιαραί τον ερράπιζον επί του τραχήλου, άλλαι δε προσεπάθουν να σύρωσιν αυτόν εις την αμαρτίαν. Ο δε Δίκαιος έβλεπε τον διάβολον της πορνείας ότι ίστατο εις το μέσον αυτών και ήτο ως αράπης κατάμαυρος, εις δε την κεφαλήν του τρίχας δεν είχεν, αλλά κοπρίαν με στάκτην αναμεμιγμένα· τα δε όμματά του ήσαν ωσάν της αλώπεκος. Εβάσταζε δε εις τον ώμον του και παλαιόρρουχον, από του οποίου εξήρχετο τριών ειδών δυσωδία, σηπώδης, βορβορώδης και κοπρώδης, ώστε από την πολλήν δυσωδίαν αηδιάζων ο μακάριος έπτυε συχνάκις εις την γην. Βλέπων δε ο δαίμων ότι τον εσιχαίνετο έλεγε τοιαύτα· «Εμένα οι άνθρωποι με έχουν εις τας καρδίας των ως μέλι γλυκύ και ούτος ο εμπαίκτης του κόσμου με σιχαίνεται και πτύει»; Έβλεπε δε αυτόν ο μακάριος αισθητά, αι πόρναι όμως δεν τον έβλεπον παντελώς. Καταγελάσας δε την ασχημίαν του ο μακάριος ωργίσθη κατ’ αυτού και τον εδίωξεν· αι δε πόρναι είπον· «Ω καλόν ένδυμα όπου έχει, ελάτε να το πάρωμεν να το πωλήσωμεν, να πίωμεν κρασί σήμερον». Τον εξέδυσαν λοιπόν και τον αφήκαν ολόγυμνον, μία δε απ’ εκείνας αποκριθείσα είπε προς τας άλλας· «Ας τον ενδύσωμεν καμμίαν ψάθαν», και ούτως έφεραν μίαν ψάθαν και σχίσαντες αυτήν εις το μέσον, την επέρασαν εις τον λαιμόν του και εβγήκεν απ’ εκεί· όσοι δε τον έβλεπον με την παλαιόψαθαν εγελούσαν λέγοντες· «Καλόν σάγμα φορεί ο όνος σου, σαλέ». Αυτός δε έλεγε: «Πατρίκιον με έκαμεν ο βασιλεύς». Περιερχόμενος πάλιν ο μακάριος κατά την συνήθειάν του εις τα αρτοπωλεία, τον απήντησαν τρεις νέοι εύμορφοι εις την ψυχήν και εις το σώμα, ενάρετοι δε κατά πολλά και τον Θεόν φοβούμενοι, διότι τους ωδήγει ο μεγαλύτερος προς πάσαν αγαθήν πράξιν. Εγνώρισε δε ο πρώτος τω πνεύματι τα περί του μακαρίου και λέγει προς τους άλλους· «Πιστεύσατέ μοι, αγαπητοί, ότι, ως υπολαμβάνω, ο σαλός αυτός είναι δούλος του Θεού». Λέγει ο έτερος· «Παρακαλώ σε, κάμε τρόπον να τον πάρης κατ’ ιδίαν εις τόπον απόκρυφον, να εξηγηθώμεν μετ’ αυτού». Λέγει ο πρώτος· «Εάν θέλετε τώρα, να σας τον φέρω». Παρευθύς λοιπόν έδραμε και έφθασε τον μακάριον και του λέγει· «Αδελφέ, αγαπάς με; Έλα να καθήσωμεν μαζί, ότι εγώ και οι σύντροφοί μου σε αγαπώμεν πολύ». Ο δε μακάριος εχαμογέλασε και λέγει· «Συ είσαι ο φίλος μου Επιφάνιος, το τέκνον μου»; Προεφήτευσε δε τότε ο μακάριος, εκ Πνεύματος Αγίου, και είπε· «Γνώριζε, τέκνον μου, ότι μέλλεις να γίνης Πατριάρχης της πόλεως ταύτης». Βαστάζοντες δε ο εις τον άλλον από την χείρα, ήλθον προς τους δύο νέους, τους οποίους προείπομεν· διηγήθη δε προς αυτούς ο Επιφάνιος, πως τον εκάλεσεν ο μακάριος Ανδρέας εξ ονόματος και τον είπε φίλον χωρίς ποτέ άλλοτε να τον έχη γνωρίσει. Ακούσαντες ταύτα οι καλοί εκείνοι νέοι έλαβον ποθον και πίστιν περισσοτέραν εις αυτόν και ούτω μετέβησαν εις τι καπηλείον και εκάθησαν εις τόπον απόκρυφον. Αγοράσαντες δε άρτον και οψάρια τα έβαλον έμπροσθέν του. Ιδών δε ο Όσιος την καλήν αυτών προαίρεσιν, εχάρη χαράν μεγάλην και προσηύχετο ενδομύχως, προσφέρων τηνευχαριστίαν εις τον Θεόν, έτρωγε δε και έδιδε και εις εκείνους, διότι ηυλαβούντο και συνεστέλλοντο να απλώσουν τας χείρας έμπροσθεν του Αγίου. Όμως αληθινός και πιστός είναι ο λόγος, ότι όλην την ημέραν ήμισυ παξιμάδι έτρωγε, το οποίον έκαμε και τότε και άφησε το περισσότερον εις την τράπεζαν. Οίνον δε πάλιν, όταν ήθελε του δώση τις έπινε, μόνος του όμως δεν έπινε ποτέ· πολλάκις δε έκαμνε τρεις και τέσσαρας ημέρας και μίαν εβδομάδα, όπου δεν έβαζε τίποτε εις το στόμα του, επειδή ο σατανάς εσκλήρυνε την καρδίαν των περισσοτέρων και δεν του έδιδον τι· αυτός δε πάλιν δεν εβίαζε ουδένα να του δώση, δια να μη γίνη βαρετός. Αλλ’ ας έλθωμεν εις την σειράν της διηγήσεως. Καθώς εκάθητο εις το καπηλείον μετά των τιμίων εκείνων νέων, έτυχε και επέρασα και εγώ απ’ εκεί· και ως ήκουσα την φωνήν του, εκάθησα εις τόπον απόκρυφον και παρετήρουν. Αφού λοιπόν ηγέρθησαν οι νέοι εκείνοι, έμεινεν ο Ανδρέας μόνος του· και μηδένα ιδών εσήκωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν και έκαμε δέησιν δια τους νέους εκείνους και, μάρτυς μου ο Θεός, αγαπητοί· τον είδα, όταν προσηύχετο, ότι υψώθη από την γην και εκρέματο εις τον αέρα και ως τον είδα εφοβήθην. Ότε δε επλήρωσε την προσευχήν του, σχηματισθείς και πάλιν ως σαλός, εβγήκεν εις το πλήθος του λαού και έκαμνε κατά το σύνηθες. Καιρόν τινά έγινε χειμών μέγας, έπεσε δε χιών άφθονος και επάγωσε τόσον, ώστε εσκέπασε όλην την πόλιν και πολλοί από την πείναν και το ψύχος εύρον τον θάνατον, τα δένδρα εξερριζώνοντο, τα πουλιά απέθνησκον· εγώ δε είχα λύπην πολλήν δια τον δούλον του Θεού, διότι εγνώριζα ότι ήτο εντελώς άπορος, αλλά και διότι δεν εγνώριζα ούτε που ευρίσκετο, αλλά μόνον τούτο έλεγον· «Τώρα, όπου και αν είναι, απέθανεν». Εκράτησε δε ο χειμών εβδομάδας δύο και ως έπαυσεν ο χειμών και ο πολύς εκείνος άνεμος, ιδού και φαίνεται νύκτα τινά βαθείαν και ήλθε προς εμέ ο μακάριος· εγώ δε, ως τον είδον, εξέστη η ψυχή μου και παρευθύς τον ενηγκαλίσθην και τον ησπάσθην εν φιλήματι αγίω. Αφού δε επέρασεν ώρα πολλή, σιωπώντες από της πολλής χαράς, λέγει προς εμέ ο Δίκαιος· «Ας καθήσωμεν, αγαπητέ μου, ότι έχω λόγον να σου είπω». Και ως επαύσαμεν των δακρύων μού λέγει χαριέντως· «Βάλε τράπεζαν να φάγωμεν». Ως ήκουσα τούτο εχάρην κατά πολλά. Φροντίζοντος δε του υποτακτικού εις το προσταχθέν, μου λέγει· «Διατί ελυπείσο, Πάτερ, τόσον δι’ εμέ, νομίζων ότι απέθανα και εγώ από το ψύχος, όπως οι άλλοι αδελφοί μου και συμπένητες; Δεν γνωρίζεις ότι εκείνος, όστις είπεν εις εμέ, ότι εάν με δουλεύσης με την καρδίαν σου θα σε κάμω κληρονόμον της Βασιλείας μου, αυτός είναι μετ’ εμού και με φυλάττει; Και ότι όσοι ελπίζουν εις τον Θεόν με όλην των την καρδίαν, χαράν μεγάλην έχουν και εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι»; Ταύτα ακούσας εγώ έβαλα εις τον νουν μου, ότι κάποιο θαύμα έγινεν εις αυτόν και ήρχισα να τον ερωτώ με λόγους παρακλητικούς. Λέγει δε προς εμέ ο μακάριος· «Δεν γνωρίζεις, αδελφέ μου, ότι εις τας οδούς και τας πλατείας ήμην, κάμνων καθώς και πάντοτε; Όμως, φίλε μου, ο πόθος και η αγάπη σου η πολλή με αναγκάζει να σου είπω την αλήθειαν· πλην ορκίζω σε, έως ότου ζω και ευρίσκομαι εις τον κόσμον τούτον να μη εκβάλης από το στόμα σου τίποτε από όσα θέλω σου είπει, ως υπεσχέθην και εγώ να μη είπω τίποτε εις ουδένα». Αφού λοιπόν υπεσχέθην να τηρήσω τούτο μυστικόν, λέγει προς εμέ ο μακάριος· «Καθώς είδας, αγαπητέ, κατ’ εκείνην την μεγάλην ανάγκην του χειμώνος, επειδή ήμην γυμνός, ασκεπής και ανυπόδητος, δεν ηδυνήθην να υποφέρω, αλλ’ επήγα εις τους ομοίους μου πένητας να καθήσω ολίγον μετ’ αυτών και δεν με εδέχθησαν, αλλά με επήραν κατόπιν, ώσπερ σκύλον τινά και με εδίωξαν με τας ράβδους των, λέγοντες· «Φύγε απ’ εδώ, σκύλε». Εγώ δε μη ευρίσκων ουδαμού ανάπαυσιν, απηπλίσθην δια την ζωήν μου και έλεγα· «Ευλογητός ο Θεός μου, ότι και αν αποθάνω από το ψύχος, εις μαρτύριον θέλει μοι λογισθή τούτο». Ταύτα συλλογιζόμενος επήγα εις γωνίαν τινά όπου εκοιμάτο εις σκύλος και επλάγιασα πλησίον του, βάλλων εις τον νουν μου, ότι θέλω πάρει ολίγην ζέστην· εκείνος δε, ως με είδεν, εσηκώθη και έφυγεν· εγώ δε συλλογιζόμενος ταύτα έλεγα προς τον εαυτόν μου· «Ταλαίπωρε, βλέπεις τι αμαρτωλός όπου είσαι; Ότι και οι σκύλοι φεύγουν από σε· οι άνθρωποι ως πονηρόν δαίμονα σε αποστρέφονται· οι συμπένητες σε διώκουν· το λοιπόν τι έχεις να γίνης τώρα και τι θα κάμης; Απόθνησκε, άσωτε, απόθνησκε! Διότι καμμίαν πλέον σωτηρίαν δεν έχεις». Ταύτα συλλογιζόμενος μετά πόνου και σφιγγόμενος υπό του ψύχους του μεγάλου εκείνου, έκλαιον και μόνον τον Θεόν εθεώρουν με τους νοερούς μου οφθαλμούς, νομίζων ότι απωλέσθη πλέον το μέλλον δι’ εμέ· και όταν εννόησα ότι εκρύωσαν όλα μου τα μέλη, έλεγα με τον νουν μου, ότι τώρα ξεψυχώ. Ταύτα συλλογιζόμενος, ηννόησα εξαίφνης, ότι ήλθεν εις εμέ κάποια θερμότης και ανοίξας τους οφθαλμούς μου βλέπω νέον τινά εύμορφον εις το είδος κατά πολλά, όστις εκράτει κλάδον χρυσόν πλεγμένον με κρίνα και ρόδα δροσερά, όχι ως τα ρόδα του κόσμου τούτου, μη γένοιτο, αλλά πλουμιστά και άλλης γενεάς εις την θεωρίαν· κρατών δε το εύμορφον φυτόν εκείνο εις τας χείρας του, με εκτύπησεν εις το πρόσωπον και μου λέγει· «Ανδρέα, που είσαι»; Εγώ δε είπον· «Εν σκοτεινοίς και εν σκιά θανάτου». Και πάλιν με εκτύπησεν εις το πρόσωπον με τον ωραίον κλάδον εκείνον και μου είπε· «Λάβε δύναμιν και ζωήν ανίκητον εις το σώμα σου». Και παρευθύς με τον λόγον, εισήλθεν η ευωδία εκείνη των ανθέων εις την καρδίαν μου και συνήλθεν η ζωή μου και μετά ταύτα πάλιν ήκουσα φωνής λεγούσης· «Πάρετε αυτόν εις παραμυθίαν έως δύο εβδομάδας και πάλιν θέλει επιστρέψει οπίσω, ότι θέλω ακόμη να δουλεύση εις την γην». Και συν τω λόγω ήλθον εις ύπνον βαθύν και τι έπαθον δεν γνωρίζω, διότι ως να εκοιμώμην όλην την νύκτα και το πρωϊ να ηγέρθην εκ του ύπνου, ούτω μοι εφάνησαν αι δύο εβδομάδες, τας οποίας διήλθον εκεί όπου επρόσταξεν ο πανάγαθος Θεός. Βλέπων δε τον χαριέστατον και θαυμαστόν εκείνον Παράδεισον κατά πολλά ανθηφόρον και ευωδέστατον, εξέστη η ψυχή μου και εσυλλογιζόμουν κατά νουν· «Άραγε τι να είναι τούτο όπου έγινεν εις εμέ; Η κατοικία μου ήτο εις την Κωνσταντινούπολιν, και πως ευρέθην εδώ»; Θαυμάζων δε το πράγμα και μη δυνάμενος να κατανοήσω, έλεγα πάλιν προς τον εαυτόν μου· «Ιδού πως κατά αλήθειαν είμαι φρενόληπτος· διότι ενώ έπρεπε να ευχαριστώ και να δοξάζω τον Θεόν, όστις έκαμεν εις εμέ τοιούτον καλόν, κάθημαι και ερευνώ το μέγα τούτο και υπερθαύμαστον θαύμα». Ησθανόμην δε τον εαυτόν μου ως άσαρκον, διότι δεν ενόμιζον παντελώς ότι φορώ σάρκα, εφόρουν δε ένδυμα λευκόν ως χιών και βλέπων αυτό έχαιρον δια την ωραιότητα αυτού· εις δε την κεφαλήν μου είχον στέφανον χρυσούν και λαμπρόν, πεπλεγένον από παντός είδους άνθη. Εις τους πόδας εβάσταζον υποδήματα και ήμην εζωσμένος με ζώνην χρυσοϋφαντον. Ο αήρ του Παραδείσου εκείνου ήστραπτεν εκ της θεωρίας αρρήτου φωτός, υπερευωδίαζε δε από τα άνθη, από τα οποία ανεδίδετο θαυμαστή ευωδία, παραλλασσομένη ξενοπρεπώς και ερχομένη εις την όσφρησίν μου με ηύφραινε και ήμην ωσάν βασιλεύς εις τον οίκον του Θεού· έχαιρον δε μεγάλως βλέπων τον εαυτόν μου τοιούτον. Εξανέτειλε δε ο Θεός εκεί πάσης γενεάς φυτά, όχι ως του κόσμου τούτου, μη γένοιτο! Αλλά αειθαλή και ετεροφυή, μελίρρυτα και υψίκομα, κλίνοντα τους κλάδους και σειόμενα προς άλληλα παρείχον ηδονήν και θεωρίαν ως το κρίνον, της οποίας ηδονής και αγαλλιάσεως απολαμβάνουσιν οι μακάριοι. Το δε θαυμαστότερον, ότι τα μεν είχον άλλην θεωρίαν, τα δε ετέραν· και τα μεν είχον άνθη και φύλλα μόνον, τα δε όλον καρπόν· έτερα δε και άνθη και φύλλα και καρπόν και τέρψιν και θεωρίαν όλα θαυμαστά, πράγμα, το οποίον δεν έχω πως να το παρομοιάσω. Θαύμα δε ήτο εις αυτά· διότι επάνω εις αυτά ήσαν πετεινά και στρουθία και τέττιγες (τζίτζικες). Και τα μεν ήσαν χρυσόπτερα, τα δε χιονόπτερα· αι τα μεν εκάθηντο επί των φύλλων των δένδρων και εκελάδουν γλυκά, τόσον ώστε ο γλυκύς κελαδισμός αυτών ηκούετο έως άκρου του ουρανού· τα δε πτηνά εκείνα εδοκίμαζα να τα εννοήσω, αλλ’ ηρπάζετο ο νους μου εις έκτασιν, διότι ως ρόδα ή κρίνα ή άλλο τι είδος ανθέων, ούτως ήσαν τα κάλλη των στρουθίων εκείνων παράδοξα και θαυμαστά. Πάλιν δε του πρώτου στρουθίου την ωραιότητα εκθαμβούμενος κατά τον λογισμόν και την διάνοιαν, εστοχαζόμην ότι είχεν άλλης δόξης και θεωρίας την βαφήν. Και πάλιν εθεώρουν έτερον θαυμαστότερον και είχα μεγάλην χαράν εις την μελωδίαν αυτών την ακατάπαυστον. Τις όμως να διηγηθή τα ξένα και φρικτά κάλλη, τα οποία εφαίνοντο εκεί; Όλα δε τα ωραία φυτά εκείνα έστεκον κατά τάξιν στιχοειδώς. Ω μακαρία η χειρ η ταύτα φυτεύσασα»! Πάλιν δε εμβαίνων εις τα ενδότερα του Παραδείσου, ενόμιζον ότι πλέον δεν θέλω ίδει το σκότος του κόσμου τούτου· διότι τα ενταύθα σκότος είναι έναντι των εκεί. Ως δε περιεπάτουν εις το πλάτος εκείνο βλέπω, και ιδού ποταμός μέγας έτρεχεν εν τω μέσω του Παραδείσου και επότιζε τα φυτά εκείνα, διερχόμενος από τας ρίζας αυτών με γαλήνην μεγάλην· και τα ωραία στρουθία εκείνα ανέβαινον και κατέβαινον, και ποτιζόμενα εκελάδουν. Περί δε τον ποταμόν ήτο άμπελος εξηπλωμένη, με φύλλα χρυσά εστολισμένη, της οποίας τα κλήματα ωμοίαζον ως λύχνος και λίθος τίμιος, κατά τον ειπόντα· «Ιδού εγώ εμβάλλω εις τα θεμέλια Σιών λίθον πολυτελή, εκλεκτόν, ακρογωνιαίον» (Ησαϊας κη:16). Εις όλον δε τον Παράδεισον ήτο πλήθος σταφυλών μεγάλων και ωραιοτάτων· με την περιπλοκήν δε των κλημάτων εστεφανώνοντο όλα τα φυτά εκείνα. Ταύτα βλέπων εγώ εχαίρετο η καρδία μου, εκ φρίκης εις θαύμα και εκ θαύματος εις έκστασιν ερχόμενος· επί πολλήν δε ώραν ιστάμενος και θαυμάζων, εστοχαζόμην γλυκέως την επίπνοιαν της ευωδίας του αέρος εκείνου, και ενόμιζον ότι Άγγελοι εθυμίαζον εν τω ουρανώ έμπροσθεν του Θεού. Παυσαμένου δε του ανέμου, όστις έδιδε την θαυμαστήν επίπνοιαν, ενόμιζον ότι ήκουον από την δύσιν ήχον ετέρου τινός ανέμου, όστις έδιδε θαυμαστήν τινά γλυκύτητα, και όταν εφύσα, εφαίνετο ως χιών. Η όρασις, και η ευπρέπεια των δένδρων εκείνων ήτο γεμάτη ευωδίας θαυμαστής, υπέρ πάντα τα ορώμενα των επιγείων, τόσον ώστε ελησμόνησα τα εξαίσια θαύματα εκείνα όπου απήλαυσα πρωτύτερα. Τα δε στρουθία εκείνα, ως εκελάδουν την θαυμαστήν εκείνην μελωδίαν, εξιστάμην τη διανοία· είτε δε στρουθία, είτε Άγγελοι ήσαν ταύτα δεν γνωρίζω, ο Θεός γνωρίζει. Εφυσούσε δε πάλιν από τον βορράν έτερος τρίτος άνεμος θαυμαστός πυροειδής ταις ακτίσιν, ως το τόξον του ουρανού. Ως δε εφυσούσεν ούτος ησύχως, εκυμάτιζον τα ωραιότατα εκείνα φυτά· έπνεε δε ταράσσων την ευωδίαν των δένδρων και εις πολλήν ώραν εγενόμην εξεστηκώς από την γλυκυτάτην ευωδίαν του αέρος εκείνου και εθαύμαζον μεγάλως εις το παράδοξον του πράγματος, πως μου συνέβη το τοιούτον αγαθόν. Έπαυσε λοιπόν και ο τρίτος άνεμος και σιγής μεγάλης γενομένης περιεπάτουν ολίγον δια να περάσω τον ποταμόν. Ως δε επορευόμην εις το πλάτος εκείνο ανεθεώρουν τον άφραστον πλούτον του Παντοκράτορος Θεού, όστις ήτο πολλαπλασίως εκεί τεθησαυρισμένος, τον οποίον στόμα ανθρώπου δεν δύναται να διηγηθή. Καθώς λοιπόν εις το πλάτος του κήπου εκείνου επροχώρουν και έβλεπα τα των Αγίων Άγια, ιδού πάλιν ως από βορρά τέταρτος άνεμος έπνευσεν ευωδέστατος, έχων ηδύτητα ως τα ρόδα και κρίνα χρώμα έχων πορφυρούν ως το ίον το άνθος. Εσείοντο δε τα φυτά εκείνα και ανέδιδον ευωδίαν υπέρ τα μύρα και τον μόσχον και εισέδυον εις την καρδίαν μου. Ενόμιζον τότε ότι ήμην εκεί μετά του σώματός μου εκείνου, το οποίον θέλει έχωμεν μετά την ανάστασιν ή μάλλον μετά του σώματος τούτου περιεπάτουν εκεί, δεν ησθανόμην όμως βάρος εις αυτό ή επιθυμίαν ή άλλο τι σωματικόν, τόσον ώστε να στοχάζωμαι πάλιν ότι χωρίς το σώμα τούτο ήμην εκεί· δεν γνωρίζω τι να είπω, ο Θεός γνωρίζει. Ως λοιπόν τα πλήθη εκείνα των φυτών δια της πνοής του τετάρτου ανέμου παραδόξως εκυμαίνοντο, ηκούετο και ήχος γλυκύτατος, ανεδίδετο δε και ευωδία θαυμάσιος. Ταύτα βλέπων ιστάμην άφωνος εκ της εκπλήξεως, ησθανόμην όμως απόρρητον τινά αίγλην εις τον λογισμόν μου. Παύσαντος δε του ανέμου, έβλεπα θαύμα φοβερόν, ότι εις τόσον καιρόν δεν μοι εφαίνετο νυξ καθόλου, αλλά μόνον ημέρα, και είχα χαράν και αγαλλίασιν. Μετά ταύτα μοι ήλθεν έκστασις· όθεν ενόμιζον ότι έστεκον επάνω του στερεώματος, και με ωδήγει νεανίας λαμπροφόρος, του οποίου το πρόσωπον έλαμπεν ως ο ήλιος. Ενόμιζον δε ότι ήτο εκείνος, όστις με εκτύπησεν εις το πρόσωπον λιποψυχούντα από το ψύχος και ο οποίος επρόσταξε τους υπηρέτας του να με ανυψώσουν. Καθώς λοιπόν με ωδήγει, βλέπω, και ιδού Σταυρός μέγας και ωραιότατος, κύκλω δε αυτού τέσσαρα καταπετάσματα παρόμοια με νεφέλην φωτεινήν. Κύκλω έτι αυτού ίσταντο μελωδισταί, ωραίοι, υψηλοί και λευκοί ως το φως, οι δε οφθαλμοί αυτών εξήστραπτον ακτίνας πυροειδείς, και έψαλλον μέλος θαυμαστόν ένεκεν του σταυρωθέντος Χριστού. Εκείνος δε ο λαμπροφόρος, όστις με ωδήγει, διερχόμενος από τον Σταυρόν, ησπάσθη αυτόν. Ένευσε δε και εις εμέ να τον ασπασθώ· εγώ δε ακολουθών αυτόν επροσκύνησα και τον ησπάσθην, και ως τον ησπάσθην ενεπλήσθην πνευματικής ευωδίας και γλυκύτητος, της οποίας ουδέποτε ωσφράνθην ούτε εν τω Παραδείσω. Αναβλέψας δε τους οφθαλμούς μου βλέπω, και ιδού υποκάτω ημών άβυσσος θαλάσσης· με κατέλαβε τότε τρόμος και φοβηθείς έκραξα προς τον οδηγόν μου και είπον· «Κύριε οδηγέ μου, ιδού ως επί νεφέλης περιπατώ, και φοβούμαι μήπως σκοντάψω και πέσω μέσα εις τα νερά, τα οποία είναι υποκάτω μας». Εκείνος δε μου είπε· «Μη φοβού, ότι θέλομεν υπάγει υψηλότερα». Και ευθύς λαβών με εκ της χειρός, ευρέθην επάνω του δευτέρου στερεώματος, του οποίου το είδος ήτο λευκόν ως χιών. Βλέπω δε και εκεί Σταυρούς δύο ομοίους του προτέρου, εις τους οποίους ήτο φρικτή ακολουθία, καθώς και εις τον κατώτερον Σταυρόν, ο δε αήρ εκείνος ήτο πύρινος, εις ανάπαυσιν των εκεί ωραιοτάτων νεανίσκων. Ησπάσθην λοιπόν και εκείνους με έρωτα και πόθον θεϊκόν, καθώς και τον πρώτον· η δε ευωδία αυτών ήτο θαυμαστή και ανερμήνευτος, περισσοτέρα από την πρώτην και τερπνοτέρα. Και πάλιν βλέπω, και ιδού πυρ εφλόγιζε τα εκείσε άπαντα· και πάλιν φοβηθείς εκάλουν τον οδηγούντα με εις βοήθειαν· εκείνος δε λαβών με εκ της χειρός, μου λέγει· «Έτι υψηλότερον θέλει ανέλθωμεν». Παρευθύς τότε ευρέθημεν εις τον τρίτον ουρανόν, και όμως δεν ήτο ούτος, όστις φαίνεται εδώ εις τούτον τον κόσμον, αλλ’ έτερος, το είδος αυτού ως πέταλον χρυσούν· εύρομεν δε εκεί έμπροσθεν των θυρών τρεις Σταυρούς, ως αστραπήν μεγάλους και φοβερούς υπέρ τους άλλους. Τότε ο μεν οδηγός μου τολμήσας εισήλθεν εις το μέσον του πυρός και τους επροσκύνησεν, εγώ δε μη δυνάμενος να πλησιάσω, επροσκύνησα αυτούς μακρόθεν και έφυγον. Όθεν περιπατήσαντες μικρόν εφθάσαμεν εις το δεύτερον καταπέτασμα· και είδον ως αστραπήν τινά εφηπλωμένην εις τον αέρα, ημείς δε υψωθέντες διέβημεν· εις δε το μέσον του καταπετάσματος εκείνου ήτο πλήθος στρατιάς ουρανίου, αινούντων και δοξολογούντων τον Θεόν· διέβημεν δε και τα εκείσε. Και ιδού πάλιν έτερον καταπέτασμα δια βύσσου και πορφύρας θαυμαστής· εφθάσαμεν δε εις τόπον ενδοξότατον, και ήτο εκεί φοβερόν καταπέτασμα υπέρλαμπρον και κατά πολλά καθαρόν, και ως να ήπλωσε τις χειρ, ούτω μας επέρασεν. Ήτο δε εκεί εις το μέσον πλήθος αναρίθμητον νοερών Αγίων Αγγέλων, οίτινες είχον τας όψεις λαμπροτάτας και έντιμον κοσμιότητα υπέρ τον ήλιον. Ίσταντο δε κατά τάξιν εις το φοβερόν ύψος εκείνο, κρατούντες εις τας χείρας σκήπτρα φοβερά, λεγεώνες από το εν μέρος και λεγεώνες από το άλλο αναρίθμητοι. Μου λέγει τότε ο οδηγός μου· «Ιδού, αφού διέλθωμεν τούτο το καταπέτασμα, θέλεις ιδεί τον Υιόν του Θεού εκ δεξιών του Πατρός καθήμενον, και πεσών προσκύνησον Αυτόν, και πάσαν την διάνοιάν σου ανάτεινον προς αυτόν· και άκουσον τι θέλει σου είπει». Ως δε ταύτα ο οδηγός μου μού ηρμήνευε, αίφνης θεωρώ, και ιδού εφάνη περιστερά μεγάλη επάνω του καταπετάσματος, της οποίας η κεφαλή ήτο ως χρυσίον, το στήθος πορφυρούν, αι πτέρυγες λαμπραί ως πυρ· οι πόδες αληθινοί, και από τους οφθαλμούς της εξεπέμποντο ακτίνες φωτός· εμού δε στοχαζομένου την ευπρέπειάν της, ευθύς επέταξε και επήγεν εις το ύψος εκείνο, όπου κατέπληττε νουν και διάνοιαν. Αναβλέψας τότε εις το ύψος εκείνο είδον θρόνον φοβερόν και επηρμένον, κρεμάμενον εις τον αέρα, από τον οποίον εξήρχετο πυρ, όχι ως το πυρ τούτο, αλλ’ εφαίνετο λευκότερον από την χιόνα· εις δε τον θρόνον εκείνον εκάθητο ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός πορφύραν και βύσσον ενδεδυμένος και εξαστράπτων, με συνεσταλμένην όμως την λαμπρότητα αυτού συγκαταβατικώς δια την εμήν ευτέλειαν, ίνα δυνηθώ και Τον ίδω. Είδα τότε την θεάνθρωπον ευπρέπειαν Αυτού, όπως βλέπει τις τον ήλιον ανατέλλοντα φαιδρόν με τας ακτίνας. Μετά ταύτα δεν ηδυνήθην πλέον να Τον ίδω καθαρώς. Έπεσα λοιπόν και τον επροσκύνησα τρις, και πάλιν εδοκίμασα να σηκωθώ να ίδω την ωραιότητα Αυτού, αλλά καθώς προείπον, κρατούμενος φόβω και χαρά και φρίκη δεν ηδυνήθην να επανίδω την ωραιότητα Αυτού. Ήλθε δε φωνή εκ του φωτός εκείνου μετά μεγάλης βοής, εις τρόπον ώστε συνετρίβη ο θαυμαστός αήρ εκείνος. Ήτο δε η ακουσθείσα φωνή μελισταγής και πραεία και ελάλησε τρεις λόγους, τους οποίους ηννόησα, και ηυφράνθη η ψυχή μου ως ουδέποτε άλλοτε· και μετ’ ολίγον είπε μοι άλλους τρεις λόγους, και ως ήκουσα και τούτους εγέμισεν η καρδία μου χαράς θεϊκής· και πάλιν ετρίσσευσε, και είπεν άλλους τρεις φρικτούς λόγους, ώστε έκραξαν παρευθύς τα ουράνια εκείνα Τάγματα βοήν φοβεράν, ήτο δε νομίζω το εξαίσιον εκείνο μέλος το «Άγιος, Άγιος, Άγιος». Ακούσας εγώ τούτους τους θείους και αρρήτους λόγους, παρευθύς ως ανέβην, ούτω και κατέβην, και ήμην όλος εν εμαυτώ, ιστάμενος ένθεν ηρπάγην το πρότερον. Συλλογιζόμενος δε μεγάλως τα όσα μοι συνέβησαν, που ήμην δηλαδή και που ευρέθην, εθαύμασα και πορευόμενος εις το πλάτος του Παραδείσου εκείνου εστοχαζόμην τα όσα ήσα εκεί, και διαλογιζόμενος έλεγον· «Άραγε να είναι και άλλος εδώ ή μόνον εγώ»; Συλλογιζόμενος δε ταύτα, βλέπω και ιδού παιδιάς μεγάλη, εις την οποίαν δεν ήσαν φυτά, αλλά όλος κάμπος κατά πολλά ωραιότατος και χλοηφόρος, κρίνα τε και ρόδα ανθίζων θαυμαστά. Ήσαν δε εκεί και πηγαί από τας οποίας εξήρχετο μεγάλη ευωδία και γλυκύτης· ιδών δε την τερπνότητα του τόπου και την χλόην της αναπαύσεως, διηπόρουν εις τα θαυμάσια του Θεού, τα μεριζόμενα από δόξης εις δόξαν. Βλέπω τότε άνδρα τινά αστράπτοντα, ενδεδυμένον ιμάτιον ως νεφέλην φωτεινήν, και Σταυρόν βαστάζοντα· ελθών δε ούτος πλησίον μου, λέγει· «Η Σταύρωσις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού μεθ’ ημών· πλην μακάριοι οι σαλοί, ότι είναι κατά πολλά φρόνιμοι· ο πανάγαθος Θεός σε κατέταξεν εδώ, αλλά θα έλθης όταν σε καλέση, τώρα ύπαγε εις τα πειρακτήρια του κόσμου και εις τα κέντρα όπου είναι οι τρίβολοι και αι έχιδναι και οι όφεις και οι δράκοντες. Όμως θαύμα είναι τούτον ξένον και παράδοξον, ότι ουδείς σάρκα φορών ήλθεν εδώ ποτέ, μόνον εκείνος όστις εκοπίασε περισσότερον εν τω Ευαγγελίω, δηλαδή ο Απόστολος Παύλος και συ όστις εδέχθης την άκραν ταπεινοφροσύνην· πλην ηννόησα πόθεν έγινε εις σε το τοιούτον. Δια την άπειρον πτωχείαν σου, δια το «Φύγε απ’ εδώ, σκύλε», δια το ότι γυμνός, νέος και ως σαλός εις το στάδιον του κοσμοκράτορος εισελθών κατεπάλαισας και κατενίκησας αυτόν, και τον θρόνον αυτού εις την γην κατέρριψας. Είδες τα ενταύθα φρικτά· κατενόησας την αληθινήν ανταπόδοσιν των Δικαίων, εγνώρισας τον Παράδεισον του Χριστού. Πως σοι εφάνη ο μάταιος κόσμος ως προς τα εδώ; Τι λέγεις; Θεωρείς δόξαν; Είδες ποίας χαράς στερούνται οι αμαρτωλοί»; Ταύτα χαίρων έλεγεν εις εμέ ο λαμπροφόρος εκείνος ανήρ και πάλιν μοι είπεν· «Η Κυρία και υπέρλαμπρος Βασίλισσα των ουρανίων Δυνάμεων, η Θεοτόκος, δεν είναι εδώ, αλλ’ είναι εις τον μάταιον κόσμον εις βοήθειαν εκείνων, οίτινες επικαλούνται τον μονογενή της Υιόν και το πανάγιον Αυτής όνομα». Ταύτα εκείνου ομιλούντος μοι, ήλθον εγώ ωσάν εις γλυκύν ύπνον, και ως να ήθελον κοιμηθή από εσπέρας έως πρωϊ, ούτως ευρέθην εδώ καθώς με βλέπεις. Τώρα λοιπόν, αδελφέ μου ηγαπημένε εν Κυρίω, ευφράνθητι, και ας αγωνισθώμεν να σωθώμεν». Ταύτα του μακαρίου Ανδρέου διηγουμένου προς με, ήλθον εις έκτασιν, και τον παρεκάλουν θερμώς να μοι είπη ένα από τους λόγους, τους οποίους είπε προς αυτόν ο Κύριος και δεν ηθέλησε. Ούτω λοιπόν ευφρανθέντες εις τα αγαθά του Κυρίου ολονυκτίς, και ημέρας γενομένης ανεχώρησε, και περιεπάτει εις τας λεωφόρους κάμνων τα καμώματά του· αγωνιζόμενος δε και ως δια μέσου του πυρός δοκιμαζόμενος, έκαμνε τον εαυτόν του ωσάν μεθυσμένον και άλλους μεν έσπρωχνε και άλλοι έσπρωχναν αυτόν και εγίνετο εμπόδιον εις τους διαβαίνοντας. Όθεν άλλοι μεν τον ελάκτιζον, άλλοι δε τον έδερον· ο δε Όσιος τα υπέμενεν όλα, δια της ελπίδος, ήτις φυλάττει τους Δικαίους. Ο δε πονηρός δαίμων, καιόμενος από τον φθόνον του και μη δυνάμενος να κάμη τι, σχηματίζεται ως γραία πεπαλαιωμένη, και εκάθησεν εις τον δρόμον θρηνούσα και λέγουσα· «Αλλοίμονον εις εμέ την πτωχήν και γερόντισσαν, πόσα κακά μοι έκαμεν ο παρμένος εκείνος, και δεν έχω άνεσιν απ’ αυτόν· τι να κάμω η πτωχή και ξένη»; Και βλέποντες την ηρώτων τινές· «Διατί κλαίεις»; Εκείνη δε τους έλεγεν· «Ο Ανδρέας όπου κατοικεί εις την πόλιν ταύτην με έπιασεν από την κόμην και σύρων με εδώ και εκεί ανέσπασε τας τρίχας της κεφαλής μου και λακτίζων με συνέτριψε τα πεπαλαιωμένα μου δόντια». Ο δε μακάριος Ανδρέας, ων εκεί πλησίον, ποιών τα συνηθισμένα του και γνωρίσας την τέχνην του δαίμονος, ηγέρθη και επήγεν εκεί, ιδών δε αυτήν με άγριον βλέμμα, της λέγει· «Κλαύσον, στέναξον, παληόγραια ζουμπή, εσκοτισμένη από τας αμαρτίας, τας οποίας έχεις καμωμένας από του αιώνος, αποξενωμένη από του Θεού και των Αγίων». Ταύτα ειπών έλαβε λάσπην και ποιήσας αυτήν ως λίθον, την έρριψεν εις το πρόσωπόν της· και φυσήσας αυτήν σταυροειδώς, ήλλαξε παρευθύς το σχήμα της ανθρωπίνης μορφής, και γενόμενος όφις μέγας έγινεν άφαντος. Ο δε μακάριος Ανδρέας διέβη την οδόν του, πράττων τα συνηθισμένα του. Επιστρέφων δε συνήντησε τον καλόν νέον Επιφάνιον, περί του οποίου διηγήθημεν ανωτέρω, όστις ήτο τρομοκρατημένος από ενόχλησιν δαίμονος· ησπάσθη δε ο Άγιος τον νέον και βαστάζοντες αλλήλων τας χείρας περιεπάτουν, ζητούντες τόπον ήσυχον να καθήσουν. Ενώ δε εβάδιζον, λέγει ο Δίκαιος εις τον Επιφάνιον· «Ίδε το διεφθαρμένον δαιμόνιον άλλοτε μεν γίνεται ως γραία γυνή άλλοτε δε ως Αγαρηνός ενδεδυμένος μαύρον ένδυμα, και συναντών το ηγαπημένον τέκνον μου, το τρομάζει, φοβερίζων αυτό». Ο δε Επιφάνιος ως ήκουσε τούτο εθαύμασε, διότι ολίγον πρωτύτερα τον απήντησεν ο πονηρός δαίμων ωσάν πραγματευτής Ισμαηλίτης και τον εφοβέριζε, βλέπων την ενάρετον αυτού πολιτείαν, επειδή ηναντιούτο εις τας ηδονάς της σαρκός και ηγωνίζετο να αγρυπνή και να εγκρατεύηται από όλα τα πάθη. Ήτο δε τότε ο Επιφάνιος δέκα οκτώ χρόνων θεαρέστως και θεοπρεπώς πολιτευόμενος· αλλά και εις τον νουν ήτο επιτήδειος, έτι δε πραότατος και γλυκόλογος, και όταν ωμίλει από την θείαν Γραφήν όλοι οι φιλόσοφοι εθαύμαζον την γνώσιν του και τας αποκρίσεις του. Ευρόντες λοιπόν τόπον ήσυχον εκάθησαν και διηγήθη εις αυτόν ο Επιφάνιος, ότι τον υπήντησε γέρων τις ασπρογένης Αγαρηνός, έχων βλέμμα φοβερόν, ενδεδυμένος ένδυμα μαύρον και υποδήματα πήλινα, και λέγει μοι· «Δεν είσαι συ ο Επιφάνιος, ο υιός του Ιωάννου, δια τον οποίον λέγουν οι άνθρωποι, ότι σε επλάνευσεν ο διάβολος; Υποκριτά, επειδή αντιστρατεύεσαι εις το θέλημά μου, θα σου πλέξω εγώ δίκτυον και θα σκάψω λάκκον να σε ρίψω εντός αυτού. Θα αρτύσω εγώ την χύτραν σου, επειδή εναντιούσαι εις εμέ». Ταύτα φλυαρούντος εκείνου, εγώ ηπόρησα εις τας απειλάς του, και εθαύμασα πόθεν μοι συνέβη τούτο. Δεν εγνώριζα τις είναι εκείνος, όστις με φοβερίζει ούτω, τον οποίον ούτε είδα, ούτε εγνώρισα ποτέ. Διαλογιζόμενος δε και απορών, με κατέλαβε φόβος και τρόμος πολύς, και απαντήσας την αγιωσύνην σου, μου εφανέρωσας άπαντα». Λέγει τότε προς αυτόν ο Όσιος· «Ο Αγαρηνός εκείνος, όστις εφάνη εις σε, τέκνον μου, είναι εκατόνταρχος των δαιμόνων, είναι δε ούτος διωρισμένος εις το να πολεμή τους καλούς ανθρώπους, δια να τους ρίψη εις αμαρτίας και κακάς επιθυμίας. Παρακαλώ σε λοιπόν, τέκνον, φύλαξε τον εαυτόν σου, διότι δεν είσαι αμαθής, αλλά γνωρίζεις τας πονηρίας του, και πρόσεχε, επειδή είσαι ακόμη νέος, και δια τούτο βλέπων σε ο πονηρός, ότι προκόπτεις εις τα πνευματικά, τρίζει τους οδόντας του κατά σου, και σπουδάζει να σε βάλη εις μυρίους πειρασμούς, διότι φθονεί την αρετήν σου κατά πολλά, την πραότητα, λέγω, την καθαρότητα, την σοφίαν και την αλήθειαν, δια των οποίων εξ όλης της καρδίας σου αγαπάς τον Θεόν και τους Αγίους, οίτινες έχυσαν το αίμα των δια την αγάπην Του. Πρόσεχε λοιπόν να φυλάττησαι με πάσαν ακρίβειαν από τας πονηρίας του διαβόλου, περιπατών μετά φόβου Θεού και με αλήθειαν, κατευνάζων το σώμα σου με νηστείας. Ενδύσου την ταπεινοφροσύνην ως ένδυμα, και όταν προσεύχεσαι λάμπρυνε το πρόσωπόν σου χαιρόμενος· φύλαττε τας αισθήσεις του σώματός σου καθαράς· την όρασιν, την ακοήν, την όσφρησιν, την γεύσιν και την αφήν. Διότι επιθυμεί ο παμπόνηρος να μολύνη την καρδίαν σου, να σε κάμη δούλον της ακαθαρσίας, δια να σε καταδικάση εις την γέενναν του πυρός· επειδή ο ποιών την αμαρτίαν, δούλος εστί της αμαρτίας. Διότι δύο είναι οι εξουσιασταί, ο Κύριος, όστις εξουσιάζει την δικαιοσύνην, και ο διάβολος, όστις εξουσιάζει την αμαρτίαν. Λοιπόν, τέκνον μου ηγαπημένον, σπούδασον να είσαι εργάτης της δικαιοσύνης, και θέλει σε φυλάξει ο Κύριος». Όταν δε ετελείωσε τας νουθεσίας, ασπασάμενοι αλλήλους τον εν Χριστώ ασπασμόν, ο μεν Δίκαιος επήγενα εμπαίξη τον κόσμον, ο δε Επιφάνιος διέβη εις την οικίαν του. Εν μια δε των ημερών πάλιν ο Επιφάνιος εκάθητο έξω της θύρας της οικίας των γονέων του, και διαβαίνων εκείθεν ο μακάριος έπραττε τα συνήθη αυτού. Ιδών δε αυτόν ο Επιφάνιος, ως εύσπλαγχνος, ηθέλησε να τον εισαγάγη εις τον οίκον του· και μη θέλων να φανερώση εις τον πατέρα του, ότι ήτο γνώριμός του, υπεκρίθη και είπε προς αυτόν· «Κύριέ μου πάτερ, βλέπεις τον άνθρωπον εκείνον, πως περιπατεί γυμνός; Στοχάζομαι πως πάσχει υπό δαίμονος, αλλά παρακαλώ σε, κύριέ μου πάτερ, δος μοι άδειαν να βάλωμεν εις αυτόν τράπεζαν από τα αγαθά, τα οποία μας εχάρισεν ο Θεός, δια την σωτηρίαν των ψυχών ημών, και θέλομεν το εύρει εις την Βασιλείαν των ουρανών». Ο δε πατήρ αυτού, εκ του Θεού κινηθείς, εγέμισεν όλος χαράν, και εναγκαλισθείς αυτόν του λέγει· «Μύρον της ψυχής και φως των οφθαλμών μου, δια τοιούτον ευτελές πράγμα με ερωτάς; Κάμε ως θέλεις». Ο δε Επιφάνιος έδραμε και έφθασε τον Ανδρέαν, όστις είχε προσπεράσει ολίγον και κρατών αυτόν εκ της χειρός, τον έφερεν εκεί όπου εκάθητο προηγουμένως μετά του πατρός του· και μη ευρών εκεί τον πατέρα αυτού εισήλθε μετά του Οσίου εις τον οίκον του. Ενώ δε συνωμίλουν, εις των δούλων του Επιφανίου, ως είδε τον Όσιον, εγνώρισε την εργασίαν αυτού, και καθήσας εις τους πόδας του τον παρεκάλει κλαίων να δεηθή του Θεού, να γίνη και αυτός τοιαύτης εργασίας εργάτης. Ο δε Δίκαιος, γνωρίσας με το προορατικόν χάρισμα τι ζητεί, και θέλων να του ομιλήση μυστικά, ήλλαξε την φωνήν του με την δύναμιν του Αγίου Πνεύματος εις την γλώσσαν των Σύρων, και ελάλει Συριακά μετά του δούλου εκείνου. Του έλεγε δε ο δούλος· «Παρακάλεσον τον Θεόν να γίνω και εγώ καθώς είσαι και συ». Του λέγει ο Όσιος· «Δεν δύνασαι να υποφέρης τους ιδρώτας και τους κόπους της τοιαύτης αρετής· επειδή στενή και τεθλιμμένη είναι η οδός, η οποία υπάγει εις την Βασιλείαν των ουρανών. Αλλά κάλλιον είναι να ευρίσκεσαι καθώς είσαι, να διδάσκεσαι υπό του αυθέντου σου την ευσέβειαν και όλα όσα είναι δια την σωτηρίαν σου». Ο δε Επιφάνιος, βλέπων τον δούλον εκείνον, ότι ήλλαξε παρευθύς η γλώσσα του και ωμίλει γλώσσαν την οποίαν δεν ήκουσε ποτέ, εθαύμασε και λέγει· «Ω του θαύματος! θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού». Ο δε μακάριος Ανδρέας εδεήθη του Θεού περί του δούλου εκείνου, να του αποκαλύψη τι να κάμη εις το ζήτημά του· και ήλθε φωνή λέγουσα· «Δεν είναι τούτο συμφέρον του, δείξον όμως εις αυτόν πως έχει το πράγμα δια να μη σε θεωρήση ανίσχυρον». Παρευθύς τότε λέγει ο μακάριος Ανδρέας προς τον Άγγελον, όστις τον εφύλαττε· «Γέμισον το ποτήριον της Χάριτος, από το οποίον έπια και εγώ και έγινα τοιούτος, και πότισον αυτόν». Παρευθύς τότε επότισεν αυτόν ο Άγγελος αοράτως, ο δε δούλος εκείνος ήρχισε να κάμνη τα σχήματα του μακαρίου Ανδρέου· και ως τον είδεν ο Όσιος εγέλασε και ηυφραίνετο· ο δε Επιφάνιος, ως είδε το φαινόμενον, εταράχθη, δια να μη αγανακτήση ο πατήρ του και λέγει προς αυτόν· «Παρακαλώ σε, δούλε του Θεού, μη κάμης το πράγμα τούτο εις τον δούλον του πατρός μου, δια να μη διωχθής και συ, αλλά και εμέ θέλει μισήσει και οργισθή ο πατήρ μου». Ο δε μακάριος επρόσταξε τον Άγγελον να πάρη το χάρισμα απ’ εκείνον, και παρευθύς επήρεν αυτό ο Άγγελος και ήλθε πάλιν εις την πρώτην του κατάστασιν· ως δε είδεν ο δούλος, ότι εγυμνώθη του χαρίσματος, ελυπήθη πολύ και παρεκάλει τον Όσιον να δώση πάλιν εις αυτόν την χάριν εκείνην, ο δε Άγιος είπε· «Δεν είναι τούτο θέλημα Θεού». Tην πρωϊαν συνώδευσεν ο Επιφάνιος τον Άγιον, όστις εξήλθεν εις τον πνευματικόν του αγώνα. Όταν δε εστράφη οπίσω, εκάλεσε τον δούλον εκείνον, όστις ωμίλει μετά του Αγίου συριακά, και του λέγει· «Πως είδες τα μυστήρια εκείνα, και συνωμίλεις μετά του Ανδρέου»; Ο δε δούλος, έχων πίστιν εις τον Επιφάνιον, δεν έκρυψε τίποτε, αλλά του εφανέρωσεν άπαντα, λέγων· «Αυθέντα, όταν ήλθα εις τον κοιτώνα σου, εξαίφνης έγινα άφωνος· διότι έβλεπον το πρόσωπον του Αγίου όπου ήστραπτεν υπέρ τον ήλιον και ως έστεκον θαυμάζων, ήκουσα φωνής, πόθεν ελθούσης δεν γνωρίζω, η οποία μοι είπεν· «Βλέπεις δια να γίνη τρελλός δια την αγάπην του Χριστού τι χάριν έλαβεν»; Βλέπων δε εγώ, ιδού εξεχωρίσθη μικρά τις ακτίς από την λάμψιν του Αγίου και ήλθεν εις το πρόσωπόν μου, και παρευθύς ήρχισα και έκαμνα τα σχήματα του Αγίου, όσην ώραν είδες· ύστερον δε επήραν την χάριν απ’ εμού και πάλιν έμεινα όπως ήμην το πρότερον εις τα του κόσμου πράγματα· το λοιπόν, αυθέντα μου, από της σήμερον να είσαι φροντιστής μου και προνοητής της σωτηρίας μου». Ο δε Επιφάνιος του είπεν· «Εγώ από την σήμερον θα σε έχω ως φίλον μου και αδελφόν πνευματικόν». Ο μακάριος λοιπόν Ανδρέας, κατά την συνήθειαν όπου είχε να πηγαίνη εις τα πρόθυρα των Εκκλησιών να προσεύχηται, ευρέθη νύκτα τινά εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, ο οποίος είναι εις το αριστερόν μέρος του Εμβόλου της Κωνσταντινουπόλεως. Κατά την ώραν εκείνην διήρχετο εκείθεν δούλος τις, όστις επήγαινεν εις υπηρεσίαν του κυρίου του. Περιπατών δε ούτος περισσότερον του Αγίου έφθασε τον Όσιον, όστις δεν εγνώριζεν, ότι ήρχετο άνθρωπος κατόπιν του κατ’ οικονομίαν Θεού. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις τας θύρας του Ναού, θέλων να τον φανερώση ο Κύριος, εσήκωσεν ο Άγιος την δεξιάν τουχείρα και εσφράγισε τας θύρας της Εκκλησίας με το σημείον του Σταυρού, και παρευθύς ήνοιξαν μόναι των· είτα εισήλθεν εντός του Ναού και προσηυχήθη, μη γνωρίζων ότι τον παρακολουθεί έξω ο άνθρωπος. Ο δε ερχόμενος όπισθέν του δούλος εγνώριζεν, ότι ο Ανδρέας είναι φρενόληπτος. Ως δε είδε τας θύρας ότι ηνεώχθησαν μόναι των, εξεπλάγη και εθαύμαζε, και από τον τρόμον του εσυλλογίζετοεν εαυτώ λέγων· «Ιδέ τι άνθρωπον λέγουσι παράφρονα οι κατά αλήθειαν παράφρονες· που είναι τώρα εκείνοι οπού τον δέρουν ασπλάγχνως; Ω τι λογής Άγιος είναι, και ημείς οι ταλαίπωροι δεν το γνωρίζομεν». Ταύτα συλλογιζόμενος ο δούλος ίστατο έξω εις τα πρόθυρα της Εκκλησίας· έπειτα επήγε πλησιέστερον δια να ίδη τι κάμνει μέσα ο Άγιος· έκπληκτος δε βλέπει ότι εκρέματο εις τον αέρα έμπροσθεν εις τον άμβωνα και προσηύχετο, γύρωθέν του δε έβγαινε λάμψις φωτός και ευωδία θαυμαστή, η οποία έφθανεν έως των θυρών της Εκκλησίας. Τότε ο δούλος από τον φόβον του εξήλθε και επήγε μετά σπουδής εις την προσταγήν του αυθέντου του· ο δε Όσιος, αφού ετελείωσε την προσευχήν του, εξήλθε και αυτός και πάλιν έκαμε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και αι θύραι της Εκκλησίας έκλεισαν μόναι των. Επειδή δε εγνώρισε δια του πνεύματος ότι ο δούλος εκείνος τον είδεν, ελυπήθη κατά πολλά μήπως το είπη εις τον αυθέντην του. Όθεν, όταν ο δούλος επέστρεψεν από την υπηρεσίαν του, τον επλησίασεν ο μακάριος και του λέγει· «Φυλάττου να μη είπης εις κανένα τίποτε από όσα είδες εις την Εκκλησίαν, και θέλει σε ελεήσει ο Κύριός μου· εάν δε είπης εις τινα και το ελάχιστον από εκείνα τα οποία είδες, θέλω προστάξει δαιμόνιον να σε διαπομπεύση εις όλην την πόλιν και να δαιμονισθής. Θέλω όμως παραγγείλει και εις τον Άγγελον, όστις σε φυλάττει, ίνα μη σε αφήση να είπης τι, και να έχη εκείνος την περί τούτου φροντίδα». Ο δε δούλος, βλέπων τον Άγιον, απεκρίθη μετά φόβου και είπεν· «Ουχί, κύριε, δεν λέγω τίποτε εις ουδένα», επιστρέψας δε εις τον κύριόν του είπε την απόκρισιν της προσταγής του, λησμονήσας δε την εντολήν του Οσίου ηθέλησε να είπη εις αυτόν και τα περί του Οσίου Ανδρέου δια να αλλάξη και εκείνος από το θαύμα εκείνο του Αγίου την περί τούτου γνώμην του. Όταν όμως εδοκίμασε να ανοίξη το στόμα του και να ομιλήση, εφάνη έμπροσθεν αυτού νέος τις, του οποίου το είδος ήτο ως αστραπή, όστις αφού έβαλε την παλάμην του εις το στόμα του δούλου το έκλεισε και του είπε· «Σιώπα, τέκνον», παρευθύς δε έγινεν άφαντος. Ο δε υπηρέτης έμεινε θαυμάζων το παράδοξον εκείνο θαύμα. Άλλοτε μετέβη ο Άγιος εις ώραν Όρθρου εις τον Ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου, εκεί όπου επήγαινεν ο Επιφάνιος· ιστάμενος δε ο Επιφάνιος εις το πρόθυρον του Ναού, ηνοίχθησαν οι ψυχικοί του οφθαλμοί και είδε τον Όσιον, και πότε μεν του εφαίνετο κόκκινος ως το πυρ, πότε δε λευκός ως η χιών, το δε πρόσωπόν του ήστραπτεν υπέρ τον ήλιον. Ταύτα βλέπων ο Επιφάνιος εθαύμαζεν, ελθών δε πλησίον του Αγίου και στοχαζόμενος εδώ και εκεί, επειδή δεν είδεν ουδένα, έπεσεν εις τους πόδας του και είπεν· «Ευλόγησον, Πάτερ, το πνευματικόν σου τέκνον».Ο δε Άγιος έπεσε και αυτός εις τους πόδας του Επιφανίου λέγων· «Παρακάλεσον και συ, δέσποτά μου, δι’ εμέ τον Θεόν· διότι συ πρέπει μάλλον να ευλογήσης, καθώς εγώ σήμερον είδα ότι έγινεν εις σε, διότι ιστάμενος μίαν ώραν πρωτύτερα εις την Μεγάλην του Θεού Εκκλησίαν, σε είδον εκεί και ήτο το πρόσωπόν σου λαμπρόν κατά πολλά. Είδον δε και αρχιερατικήν στολήν και ωμοφόριον, τα οποία ήρχοντο από τον ουρανόν εκ χειρός Κυρίου Παντοκράτορος. Έπειτα είδον δύο νέους ωραιοτάτους, οι οποίοι λαβόντες την στολήν σε ενέδυσαν, χαίροντες δε έλεγον μεταξύ των· «Η γνώσις και η φρόνησις αυτού εστόλισαν την ψυχήν του». Και ο μεν έκαμεν εις το πρόσωπόν σου το σημείον του Σταυρού, και αφού σε ησπάσθη ανεχώρησεν· ο δε άλλος, αφού εσφράγισε και αυτός όλα τα μέλη σου, ανεχώρησε και αυτός. Ταύτα, ω Επιφάνιε, έγιναν εις σε, αν και συ δεν γνωρίζεις τι περί αυτών· πιστεύω δε ότι θέλει σε καταστήσει ο Θεός Ποιμένα της Μεγάλης Εκκλησίας να ποιμάνης τον λαόν Του και δια τούτο συ με ευλόγησον».Ταύτα ειπών ο Όσιος και ασπασάμενοι αλλήλους εν αγίω φιλήματι εκάθησαν εις τον νάρθηκα της Εκκλησίας εις τόπον απόκρυφον και εδίδασκεν ο μακάριος Ανδρέας τον Επιφάνιον περί της εκκλησιαστικής καταστάσεως, λέγων· «Γνωρίζω, τέκνον μου, ότι καλώς σπουδάζεις τας εντολάς και πάντοτε αγωνίζεσαι να σώσης την ψυχήν σου· όμως, παρακαλώ σε, δέξαι και την ιδικήν μου παραίνεσιν. Πρόσθες από σήμερον, τέκνον μου, και άλλα περισσότερα δάκρυα, προς καθαρισμόν της ψυχής σου, να γίνης εν δικαιοσύνη φιλάγαθος· πρόσθες πραότητα, δια να γίνης καθαρός τη καρδία, και να χρηματίσης όσιος και άκακος, καθώς λέγει το σκεύος της εκλογής ο μακάριος Παύλος. Ναι, παρακαλώ σε, η γλυκεία μου αγαλλίασις, σπούδασον να αποκτήσης εις την ζωήν σου άλλην κατάστασιν, έτι θαυμασιωτέραν· σύνεσιν, σεμνότητα, αγαθότητα, γνώσιν, προσευχήν αδιάλειπτον, ανδρείαν, αγάπην ανυπόκριτον, σωφροσύνην και κοσμιότητα. Γίνου συμπαθής και φιλόπτωχος, κατόρθωσον σιωπήν και καρτερίαν, μη καταλαλήσης, μη λοιδορήσης· απόκτησον το αόργητον, το ακενόδοξον, το ανυπερήφανον, δια να σε μεγαλύνη ο Κύριος ενώπιον των Αγγέλων και των Αγίων· αγωνίσου όσον δύνασαι εις τα καλά έργα δια να σε αγαπήση ο Θεός, να σε υψώση και να σε δοξάση». Ταύτα ειπών ο Όσιος εισήλθεν εις την Εκκλησίαν, οι δε άνθρωποι έλεγον· «Πως του εφάνη του τρελλού και ήλθεν εδώ»; Νύκτα τινά, περιπατών ο μακάριος Ανδρέας, ως είχε συνήθειαν, δια να αγωνίζεται την πνευματικήν εργασίαν, ευρέθη κατά τύχην πλησίον του Ναού των Αγίων Αποστόλων· ήτο δε τότε σκότος βαθύ, και δεν έβλεπε που υπάγει. Ευρίσκετο δε εις το μέσον της οδού λάκκος, και περιπατών πλησίον αυτού, κατά παραχώρησιν Θεού, εφάνη ο σατανάς ως αιθίοψ και τον ώθησεν εις τον λάκκον, πεσών δε εντός αυτού ο μακάριος Ανδρέας εξεβόησεν· «Άγιοι Απόστολοι, οίτινες εφωτίσατε τα πέρατα της οικουμένης, βοηθήσατέ μοι τω ευτελεί δούλω σας και εξαγάγετέ με από τον λάκκον τούτον». Παρευθύς τότε του εφάνη ότι εξήλθεν από τον Ναόν εις Σταυρός, όστις εκρέματο εις τον αέρα κατά πολλά λαμπρός· από δε την λάμψιν, την οποίαν είχεν, εφωτίζετο ο λάκκος· ο δε Δίκαιος, ως τον είδεν, εβόησε· «Σημειωθήτω επ’ εμέ το φως του προσώπου σου, Κύριε». Συγχρόνως εφάνησαν δύο άνδρες ωραιότατοι εις τον αέρα, ίσως οι Άγιοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος· ο μεν εις από το εν μέρος του φωτοφόρου εκείνου Σταυρού, ο δε έτερος από το άλλο και κρατήσαντες αυτόν ομού ο μεν εις από την δεξιάν ο δε άλλος από την αριστεράν χείρα, τον έβγαλαν έξω του λάκκου, και τον έφερον εις την οδόν, παρευθύς δε έγιναν άφαντοι. Ο δε Σταυρός εκείνος επροχώρει έμπροσθεν αυτού και του έφεγγε να περιπατή, έως ου έφθασεν εκεί όπου ήθελε. Στρέψας τότε τους οφθαλμούς του ο Άγιος να ίδη τον Σταυρόν, βλέπει αυτόν ότι υψώθη κατά το μέσον της πόλεως· και αναβαίνων εις το ύψος έπεμπε πυροειδείς ακτίνας εις τον αέρα. Αφανούς δε γενομένου του Σταυρού, ίστατο εις το μέσον της οδού· και ιδού βλέπει το ευκτήριον εκείνο των Αγίων Αποστόλων, και εφάνη Ναός με πέντε τρούλλους, ωραιότερος και μεγαλύτερος από τους άλλους· είδε δε και τον Κύριον ότι εκάθητο εν τω μέσω του Ναού, γύρωθεν δε αυτού ίσταντο Χερουβείμ και Σεραφείμ, και τα λοιπά τάγματα μετά φόβου και τρόμου· ως δε είδε τον Κύριον, απλώσας τας χείρας προς αυτόν, είπε· «Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία σου», και παρευθύς επροφήτευσεν ο Δίκαιος, ότι μέλλει να κτισθή ο Ναός εκείνος μεγαλύτερος υπό τινος ευσεβούς βασιλέως, το οποίον και εγένετο εις το ύστερον. Ετέραν πάλιν νύκτα, αγρυπνίας γενομένης κατά την πρώτην Οκτωβρίου εις τον Ναόν των Βλαχερνών, ευρίσκετο εκεί ο Επιφάνιος, ήλθε δε και ο Όσιος Ανδρέας ποιών τα συνήθη αυτού. Περί δε ώραν τετάρτην της νυκτός, ιδού είδεν ο μακάριος την Υπεραγίαν Θεοτόκον οφθαλμοφανώς ερχομένην από την ωραίαν πύλην του νάρθηκος, πολλά υψηλήν, ως υψηλοτέραν των ουρανών υπάρχουσαν, δορυφορουμένην υπό φοβεράς παρατάξεως Αγίων Αγγέλων, εν τω μέσω των οποίων ήτο ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Θεολόγος Ιωάννης, χειροκρατούντες την Βασίλισσαν των Αγγέλων. Οι δε Άγιοι Άγγελοι οι μεν προπορευόμενοι οι δε εφεπόμενοι έψαλλον άσματα πνευματικά και πάντερπνα, υπό του Ανδρέου μόνον και του Επιφανίου ακουόμενα. Ελθούσα δε η Βασίλισσα εν τω μέσω του Ναού, όπου το πάλαι ευρίσκετο ο ιερός άμβων, ίστατο εν τω μέσω της σολέας και κλίνασα το γόνατα η Κυρία Θεοτόκος προσηύξατο επί ώραν πολλήν ραίνουσα με δάκρυα το θεοειδές αυτής πρόσωπον υπέρτης σωτηρίας των πιστών, τον Μονογενή Υιόν αυτής δυσωπούσα. Ο δε Ανδρέας ήλθε προς τον Επιφάνιον και λέγει προς αυτόν· «Βλέπεις, τέκνον, την Δέσποιναν του κόσμου»; Ο δε Επιφάνιος είπε· «Ναι, Πάτερτίμιε, βλέπω και εγώ την Κυρίαν δι’ ευχών σου αγίων». Ικανώς λοιπόν προσευξαμένη εκεί η Θεοτόκος εγερθείσα εισήλθεν εις το Άγιον Βήμα, ένθα η αγία Σορός η περιέχουσα το ιερόν αυτής Μαφόριον έκειτο. Λαβούσα δε αυτό και εξελθούσα έστη έμπροσθεν των βασιλικών θυρών του βήματος και θέσασα τούτο επί της Παναχράντου αυτής κεφαλής απετύλιξε με ωραίαν σεμνότητα, είτα κρατήσασα αυτό δια των αχράντων αυτής χειρών, το οποίον ήτο μέγα και φοβερόν, εφήπλωσεν επάνω του περιεστώτος λαού και εσκέπασεν όλους τους εκεί υπάρχοντας. Έβλεπον δε αυτό οι μακάριοι επί ικανήν ώραν ούτως εφηπλωμένον, και έπεμπε λάμψιν αστραποειδή ως ήλεκτρον εξαστράπτον. Εν όσω δε η Κυρία Θεοτόκος εφαίνετο ισταμένη εκεί και η αγία αυτής Σκέπη εφαίνετο εξηπλωμένη χάριτας διανέμουσα· ότε δε η Κυρία Θεοτόκος ήρχισε να αναβαίνη εις τους ουρανούς, εχάνετο ολίγον κατ’ ολίγον και η θεία Σκέπη, ήτιςμετ’ ολίγον επήρθη και πλέον δεν εφαίνετο, παρέμεινεν όμως εκεί η χάρις αυτής, δια του ιερού Μαφορίου, το οποίον εφυλάττετο εκεί εις τον Ιερόν Ναόν των Βλαχερνών, ήτις χάρις επεσκίαζε τους πιστούς. Ταύτα είδε και ο ιερός Ανδρέας και ο μύστης αυτού Επιφάνιος τη μεσιτεία του θείου Πατρός ημών Ανδρέου. Διότι πεπλουτισμένος ων εκείνος του χαρίσματος της υψηλής θεωρίας των υπερφυών αποκαλύψεων, μετέδωκεν εκ της Χάριτος αυτού και εις τον Επιφάνιον. Τοιαύτα και άλλα παρόμοια φρικτά και εξαίσια ενήργει ο Όσιος τα οποία δια να παραθέσωμεν όλα εδώ, δεν επαρκεί εις ημάς ο χώρος, είναι όμως, ταύτα γεγραμμένα εις το ιδιαίτερον αυτού βιβλίον. Ούτω λοιπόν θεαρέστως και ξενοτρόπως πολιτευόμενος έφθασε και εις το μακάριον αυτού τέλος. Όταν δε προεγνώρισε την τελευτήν του, μετέβη την πρωϊαν εκείνην εις τον οίκον του Επιφανίου, όστις έμενεν εισέτι εξιστάμενος δι’ όσα πάλιν κατά την παρελθούσαν νύκτα εφανέρωσεν εις αυτόν ο Όσιος νέα φοβερά και παράδοξα. Αφού δε τον εδίδαξεν ικανώς εσιώπησε και ήρχισε να ραίνη το πρόσωπον αυτού με θερμά δάκρυα επί ικανάς ώρας αναλογιζόμενος την άκραν του Δεσπότου φιλανθρωπίαν και τα ανέκφραστα αγαθά του Παραδείσου, τα οποία προ καταβολής κόσμου «ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν Αυτόν» (Ματθ. κε:34 – Α΄ Κορ. β:9). Τότε λέγει εις τον Όσιον ο Επιφάνιος· «Τίμιε Πάτερ, ειπέ εις το τέκνον σου, τις η αιτία των τοσούτων δακρύων και της τοιαύτης εκστάσεως»; Λέγει ο Άγιος· «Τέκνον μου, έχω να σου αναγγείλω ότι έφθασε το πέραςτης ζωής μου και ιδού ότι από ταύτης της στιγμής χωριζόμεθα απ’ αλλήλων σωματικώς, αλλά μη σκυθρωπάσης, διότι πορεύομαι προς τον Κύριόν μου, όστις με ηυσπλαγχνίσθη και με εκάλεσε προς Αυτόν». Θρηνούντος τότε του Επιφανίου είπε προς αυτόν ο Άγιος πολλά και τέλος του λέγει· «Τέκνον μου γλυκύτατον, ιδού είναι η τελευταία μου ομιλία, την οποίαν κάμνω προς σε, διότι πλέον δεν θέλεις με ίδει ούτε ζώντα ούτε νεκρόν, αλλ’ ενθυμού πάντοτε τους λόγους μου· γνώριζε ότι, όταν αποθάνη ο πατήρ σου, μέλλεις να γίνης Μοναχός να ευχαριστήσης τον Θεόν, και θέλεις ευφημισθή πολλά· όταν δε χηρεύση η αγία του Θεού Εκκλησία, θέλει σε αναδείξει ο Θεός φωστήρα και ποιμένα, οδηγόν των πεπλανημένων ψυχών, και μέλλεις να ομολογήσης υπέρ του ονόματος του Χριστού, να κληρονομήσης την αιώνιον Βασιλείαν μετά πάντων των Αγίων. Συ λοιπόν, τέκνον μου, έχε πάντοτε τον φόβον του Θεού εν τη ψυχή σου, και αγάπα αυτόν με όλην την καρδίαν σου· προσεύχου εις Αυτόν συχνάκις μετά πολλής συνέσεως και δακρύων, ενθυμού δε και εμέ πάντοτε εν ταις ιεραίς σου αναφοραίς· και αυτός ο Κύριος Ιησούς Χριστός να είναι βοηθός σου και η υπερδεδοξασμένη Θεογεννήτρια να γίνη εις σε κυβερνήτις και αντίληψις· ελθέ λοιπόν να κλίνωμεν γόνυ, τέκνον μου». Προσηυχήθη δε τότε ο Άγιος ούτως: «Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, Τριάς η ζωοποιός και αμέριστος, παρακαλούμεν Σε οι πένητες και ξένοι και γυμνοί, οι μη έχοντες που την κεφαλήν κλίναι, ένεκεν του ονόματός Σου εκκλίναμεν το γόνυ της ψυχής και του σώματος· και δεόμεθά Σου και παρακαλούμεν Σε και ικετεύομεν ο Θεός, ο Θεός, το φοβερόν όνομα Σαββαώθ· αγαθέ Δέσποτα, Πλαστουργέ, Ποιητά Παντοκράτορ, κλίνον το ους Σου, και πρόσδεξαι ευμενώςτην ικεσίαν ημών των ταπεινών, την έντευξιν τε και δέησιν. Καταξίωσον ημάς αγιασθήναι εν τη δυνάμει Σου και εν τω ονόματί Σου, οικτίρμον και ελεήμον, μακρόθυμε και πολυέλεε Κύριε· ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, ελθέ η φοβερά αστραπή της Θεότητος· ελθέ το φοβερόν κράτος, ελθέ το φοβερόν όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ευλόγησον ημάς, Κύριε, κεκερασμένους δεικνύων και έμπλεους του Αγίου Σου Πνεύματος, συμπαθών άπερ ημάρτομεν εν λόγω ή έργω ή ενθυμήματι. Δεόμεθά Σου πάριδε, άνες, άφες, αγαθέ, εύσπλαγχνε, ελεήμον, συμπαθέστατε, Πολυέλεε, και μη καταισχύνης ημάς, μηδέ απορρίψης ημάς από του προσώπου Σου, ω ηδονή και φίλτρον έρωτος γλυκυτάτου, καμπτόμεος επί ταις εντεύξεσι των αγαπώντων Σε. Παρακαλούμεν Σε, Δέσποτα, τους δούλους Σου, τους το γόνυ κλίνοντας, ελέησον· φώτισον ημών τα όμματα τη αστραπή της Θεότητος, αγίασον ημών τα αισθητήρια τα νοερά τω Αγίω Πνεύματι· φαίδρυνον ημών τους της ψυχής διαλογισμούς τη αφάτω ευωδία της αειζώου Σου Χάριτος· έμπνευσον ημίν πνεύμα Σοφίας και Ισχύος, πνεύμα Συνέσεως, πνεύμα αγάπης, ειρήνης και πραότητος· πνεύμα δακρυρροητικόν, ίνα ευοδούμενοι και κυβερνώμενοι παρά της αρρήτου Σου δεξιάς, ποιήσωμεν πάντα τα ευάρεστά Σοι, εν τη δυνάμει Σου και τη απείρω Σου φιλανθρωπία σωζόμενοι. Ότι Σοι πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις, τω Πατρί και τω Υιώ και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Ταύτα του Αγίου προσευξαμένου φως ήστραψεν έμπροσθεν αυτών και ευωδία άρρητος εξεχύθη, ως από πολλών αρωμάτων, τόσον δε απ’ όλα αυτά συνεκλονίσθη ο Επιφάνιος, ώστε έπεσε κατά γης. Ο δε Άγιος, εγείρας αυτόν, τον εσταύρωσεν εις το μέτωπον και προσηυχήθη επ’ αυτού. Ασπασθείς κατόπιν τους οφθαλμούς, το πρόσωπον και τας χείρας του Επιφανίου απεχαιρέτησεν αυτόν. Ενώ δε εκείνος έκλαιε πικρώς και ήθελε να ακολουθήση τον Άγιον, ούτος του έδωσεν αυστηράν εντολήν να μη εξέλθη του οίκου του, αλλά να μείνη εκεί ειρηνεύων. Εξελθών δε ο Άγιος και αναχωρήσας επήγεν εις τους τόπους, όπου εσυνήθιζε να κοιμάται· φθάσας δε εκεί εσήκωσε τας χείρας του εις τον ουρανόν, και παρεκάλει τον Θεόν καθ’ όλην την νύκτα υπέρ των εν κινδύνοις και θλίψεσι και ανάγκαις όντων και υπέρ παντός του κόσμου. Μετά ταύτα, εκεί του Οσίου προσευχομένου, ήλθον προς αυτόν όλοι οι Άγιοι χαίροντες και ευφραινόμενοι ίνα συνοδεύσωσι την αγίαν αυτού ψυχήν χωριζομένην από του σώματος, τούτου δε γενομένου, έφερον αυτήν εις τον ουρανόν μετά μεγάλης παρρησίας και ψαλμωδίας. Κατά την ώραν ταύτην έτυχεν εκεί πλησίον γυνή τις πτωχή, ήτις αισθανομένη την άρρητον εκείνην ευωδίαν, ηγέρθη και ανάψασα τον λύχνον αυτής εξήλθε του οίκου της και ανεζήτει την αιτίαν της ευωδίας. Ελθούσα δε εις τον τόπον όπου εκοιμήθη ο Όσιος εύρεν αυτόν κοιμηθέντα κατ’ εκείνην την ώραν τον γλυκύν ύπνον, και μύρον θαυμαστόν έβλυζεν από το άγιον αυτού σώμα. Ταύτα ιδούσα η γυνή έδραμε και ανήγγειλε το γεγονός εις πολλούς, οίτινες έδραμον να ίδωσι· αλλά δεν εύρον το Λείψανον αυτού, διότι μετέθηκεν αυτό ο Κύριος. Ετελειώθη δε ο κρυπτός ήλιος, ο δια Χριστόν σαλός και πένης και ξένος και καταφρονημένος υπό πάντων, ο μακάριος Ανδρέας εν μηνί Μαϊω κη΄ (28)· έζησε δε χρόνους ξστ΄ (66). Ταις του Σου Οσίου Ανδρέου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου