Ονούφριος ο Όσιος και ασκητής ήκμασε κατά τον Δ΄ (4ον) από Χριστού γεννήσεως αιώνα. Ούτος ησύχαζε πρότερον εις Κοινόβιον κείμενον πλησίον της Ερμουπόλεως των Θηβών· ακούσας δε ύστερον την ήσυχον και ερημικήν ζωήν του Προφήτου Ηλιού και Ιωάννου του Βαπτιστού εξήλθε του Κοινοβίου και κατώκησεν εις την έρημον έτη εξήκοντα αποκεχωρισμένος των ανθρώπων. Τούτον εύρεν ο Μοναχός Παφνούτιος όστις έγραψε και τον βίον αυτού. Ησύχαζε δε τότε ο Παφνούτιος εις την Αίγυπτον, ότε εκ Θεού φωτισθείς απήλθεν εις την εσωτέραν έρημον. Και απελθών ηξιώθη να ίδη δια των ιδίων αυτού οφθαλμών όσα ο ίδιος περί του Οσίου Ονουφρίου έγραψε, λέγων ταύτα: Καθημένου ποτέ εν τω κελλίω μου, ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν μου, ίνα μεταβώ εις την εσωτέραν έρημον, ίνα εύρω οσίους άνδρας και λάβω την ευλογίαν αυτών.
Εξελθών λοιπόν του Μοναστηρίου έλαβον μετ’ εμού ολίγους άρτους και ύδωρ, όσα ηδυνάμην, και αρξάμενος της οδοιπορίας με πόθον πολύν, επεριπάτησα ολίγας ημέρας. Και ευρών ένα κεκλεισμένον σπήλαιον, έκρουσα την θύραν, λέγων κατά την τάξιν το «Πάτερ, ευλόγησον». Μη ακούσας δε απόκρισιν, ήνοιξα την θύραν, και εισελθών εύρον άνθρωπον ιστάμενον όρθιον εις σχήμα προσευχομένου, και προσεγγίσας εις αυτόν έπεσε κατά γης. Το δε ένδυμά του ήτο από φύλλα φοίνικος και έγινεν από την πολυκαιρίαν ως στάκτη εις τας χείρας μου. Εγώ δε φοβηθείς προσηυχόμην, λέγων τον άμωμον και άλλους ψαλμούς, όσους εγνώριζον και ως ηδυνάμην, και όλην την νύκτα εδεόμην δια την ψυχήν του, ενταφιάσας αυτόν ως ημπόρεσα. Και το πρωϊ φράξας την είσοδον ανεχώρησα, και περιπατήσας τέσσαρας ημέρας δεν είχα πλέον άρτον. Και ασθενήσας από την πείναν έπεσον εις την γην ως απονεκρωμένος. Τότε βλέπω ενώπιόν μου ένα θαυμάσιον Άγγελον εις μορφήν ανθρώπου, ωραίον τε και υπέρλαμπρον, διο και πολύ εφοβήθην. Εκείνος δε πλησιάσας με χαριέστατον πρόσωπον, με ήγγισεν εις τας χείρας, τους πόδας και τα χείλη μου. Τότε έλαβον ισχύν και δύναμιν κατά τρόπον θαυμαστόν, και επεριπάτησα με την θείαν εκείνην βοήθειαν άλλας τέσσαρας ημέρας νήστις. Και πάλιν είδον ομοίως τον Άγγελον δύο φοράς, όστις με ενεδυνάμωσε καθ’ ον τρόπον και ανωτέρω είπον, και επεριπάτησα την δευτέραν φοράν και πάλιν ημέρας τέσσαρας, και την τρίτην ημέρας δέκα με την θείαν δύναμιν άσιτος. Έπειτα έφθασα πολύ κουρασμένος από την οδοιπορίαν εις τόπον, όπου ο Θεός με ωδήγησε. Και καθήσας ολίγον να αναπαυθώ, βλέπω μακρόθεν ερχόμενον προς με άνθρωπον φοβερόν την θέαν, γυμνόν το σώμα και δασύτριχον, καλυπτόμενον ως άγριον ζώον με τας τρίχας του. Εις δε την μέσην ήτο περιεζωσμένος με βλαστούς δένδρων. Ιδών λοιπόν αυτόν εφοβήθην, και αναβάς εις υψηλόν βράχον εκρύβην. Εκείνος δε ελθών, έπεσεν εις το κάτω μέρος της πέτρας εκείνης κεκοπιακώς από το καύμα του ηλίου. Έπειτα, αφ’ ου εξεκουράσθη ολίγον, εφώνησε λέγων: Κατάβηθι, δούλε του Κυρίου Παφνούτιε, μη φοβείσαι. Διότι και εγώ άνθρωπος αμαρτωλός είμαι δουλεύων τω Θεώ δια την σωτηρίαν της ψυχής μου εις ταύτην την έρημον. Τότε εγώ εχάρην, και κατελθών μετά σπουδής έπεσον εις τους πόδας αυτού ζητών συγχώρησιν και ευλογίαν την πρέπουσαν. Εκείνος τότε με εσήκωσεν εκ της γης, και ασπασάμενοι αλλήλους εκαθήσαμεν. Ήτο δε εξαιρέτως ταλαιπωρημένος από το γήρας και την εγκράτειαν, και αι τρίχες του ήσαν λευκαί ως το γάλα. Εγώ δε έχων πόθον να μάθω την πολιτείαν του και το όνομα, είπον αυτώ. Δέομαί σου, αγιώτατε Πάτερ, καθώς ο Κύριος απεκάλυψέ σοι τα κατ’ εμέ, ούτω και συ φανέρωσόν μοι πόθεν είσαι, τι σου το όνομα, και πότε ήλθες εις ταύτην την έρημον. Ο δε απεκρίνατο. Το μεν όνομά μου είναι Ονούφριος, έχω δε εις τούτον τον τόπον χρόνους εβδομήκοντα με θηρία συνδιαιτώμενος, και με χόρτα και ύδωρ τρεφόμενος. Ούτε άλλον τινά άνθρωπον εώρακα ποτέ, μόνον σε τον οποίον έστειλεν ο Θεός, δια να ενταφιάσης το σώμα μου αύριον. Ο πατήρ μου ήτο βασιλεύς της Περσίας. Επειδή δε η μήτηρ μου ήτο στείρα, εδέοντο αμφότεροι του Θεού να τους δώση κλξρονομίαν. Και μετά πολλάς προσευχάς επήκουσεν αυτών ο Κύριος, και όταν συνέλαβεν η μήτηρ μου, έγινε χαρά μεγάλη εις το παλάτιον. Μετά την κύησιν είδεν ο πατήρ μου θείαν αποκάλυψιν, κελεύουσαν αυτόν να με ονομάση Ονούφριον εις το Άγιον Βάπτισμα· έπειτα να με οδηγήση εις ένα Μοναστήριον, το οποίον είναι εις την Θηβαϊδα της Αιγύπτου και το ονομάζουν ησυχαστήριον, και ούτως εποίησεν ο πατήρ μου. Και πορευόμενος με υπηρέτας προς Αίγυπτον μας συνώδευσεν από θείαν νεύσιν και βούλησιν έλαφος, η οποία με έτρεφε με το γάλα της καθ’ όλην εκείνην την οδοιπορίαν, προς θαυμασμόν και έκπληξιν πάντων. Φθάσαντες εις το ρηθέν Μοναστήριον, ανήγγειλεν ο πατήρ μου άπαντα εις τον Ηγούμενον, όστις είπεν αυτώ· εδώ ποσώς γυνή δεν επλησίασε πώποτε, και πως είναι δυνατόν να τραφή το παιδίον; Ο δε απεκρίνατο· καθώς ο Κύριος ωκονόμησε και μας συνώδευσεν εις όλον τον δρόμον η έλαφος, ήτις το έτρεφεν, ούτω πάλιν με το θείον πρόσταγμα θέλει έρχεσθαι και εδώ καθ’ εκάστην να το θηλάζη, έως να μεγαλώση. Ούτω λοιπόν έστερξεν ο Ηγούμενος και έμεινα εις εκείνο το Κοινόβιον· και ο μεν πατήρ μου απήλθεν εις τον οίκον του, η δε έλαφος ήρχετο καθ’ εκάστην ημέραν, έως τον τρίτον χρόνον, και με εθήλαζεν. Ήσαν δε πάντες οι Μοναχοί της Μονής εκείνης αγιώτατοι, πορευόμενοι εις πάσας τας εντολάς του Κυρίου άμεμπτοι· είχον όλοι μίαν ψυχήν και μίαν καρδίαν και αγάπην προς αλλήλους θαυμασίαν· ει τι ήρεσκεν εις τον ένα, έστεργον άπαντες· ενήστευον, προσηύχοντο όλην την νύκτα και την ημέραν έκαμνον με τόσην σιωπήν το εργόχειρον, ώστε ουδείς ετόλμα χωρίς ανάγκην να λαλήση λόγον βραχύτατον. Έμαθον λοιπόν παρ’ αυτών και εδιδάχθην την ιεράν Γραφήν, και της μοναχικής πολιτείας όλας τας τάξεις με πάσαν ακρίβειαν. Πολλάκις δε επαινούσαν τον Προφήτην Ηλίαν πως εδυναμώθη από τον Θεόν εις την έρημον με την υπομονήν και εγκράτειαν, και έλαβε χάριν παρά Θεού να ποιή θαυμάσια, και μάλιστα ότι δεν εδοκίμασεν ακόμη το πικρόν του θανάτου ποτήριον, αλλά μετέστη εις τον Παράδεισον σύσσωμος. Και πάλιν εις την Νέαν Διαθήκην τον υπέρτιμον Βαπτιστήν και Πρόδρομον, τον υπέρ πάντας τους αγίους χριστομαρτύρητον, τον οποίον επαινούσαν κατά πολύ. Ακούων όθεν καθ’ εκάστην τους Πατέρας όλου του Κοινοβίου να ευφημίζωσι τους τοιούτους, τους ηρώτησα: Λοιπόν οι αναχωρηταί έχουσιν παρρησίαν προς τον Θεόν περισσοτέραν; Οι δε είπον μοι· ναι, τέκνον, μεγαλύτεροι είναι από ημάς· ότι ημείς μεν βλέπομεν καθ’ εκάστην ο εις τον άλλον μας, αναγινώσκομεν την ακολουθίαν κοινώς με πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Όταν πεινάσωμεν, ευρίσκομεν την τράπεζαν ετοίμην. Εάν ασθενήση κάποιος από ημάς σωματικώς ή και ψυχικώς, τον βοηθούσι και υπηρετούσιν οι άλλοι με πολλήν επιμέλειαν, και απλώς ει τι άλλο χρειασθώμεν, ευρίσκομεν την αρμόζουσαν θεραπείαν. Αλλά εκείνοι οι ευλογημένοι ησυχασταί δεν έχουσιν εξ ανθρώπων τινά παράκλησιν, αλλά εις μόνον τον Θεόν ολοψύχως ελπίζουσιν. Εάν τους έλθη πειρασμός εκ του δαίμονος, δεν έχουν τινά να τους συμβουλεύση. Εάν πεινάσουν ή διψήσουν ή γυμνητεύσουν ή άλλο όμοιον χρειασθούν, δεν έχουν τίποτε από όλα τα αναγκαία του σώματος. Αλλά και εις τας ακολουθίας και προσευχάς σχολάζουσι περισσότερον, μη έχοντες σωματικόν εργόχειρον, και οι Άγγελοι του Θεού καθ’ εκάστην διακονούσιν αυτοίς, και όταν εξέρχεται η ψυχή αυτών εκ του σώματος την λαμβάνουσι μετά πολλής ευλαβείας και την φέρουν ενώπιον της Παναγίας Τριάδος ψάλλοντες με ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ταύτα ακούσας εγώ ο ελάχιστος από τους θεοφόρους Πατέρας ετρώθην εις την καρδίαν από τον πόθον και τον έρωτα της αναχωρήσεως, και καθ’ εκάστην ηύξανεν ο πόθος αυτός και ετήκετο η ψυχή μου δια την αγάπην της ησυχίας. Λοιπόν μίαν νύκτα έλαβον ολίγους άρτους και εξήλθον του Μοναστηρίου, δεόμενος του Θεού να με οδηγήση όπου είναι ευάρεστον αυτώ να οικήσω. Φθάσας δε εις την έρημον, έβαλα εις τον νουν μου να μείνω εκεί εις ένα όρος, και τότε βλέπω έμπροσθέν μου φως μέγα. Όθεν φοβηθείς εβουλήθην να επιστρέψω πάλιν εις το κοινόβιον. Αλλ’ ευθύς εφάνη εις εκείνο το φως ένας ωραιότατος άνθρωπος, θαυμάσιος την θέαν και ένδοξος, λέγων μοι. Μη φοβηθής, Ονούφριε· εγώ ειμι Άγγελος του Θεού, όστις με επρόσταξε να σε φυλάττω από την ώραν της γεννήσεως έως την τελευταίαν ημέραν σου. Πορεύου λοιπόν εις την προκειμένην οδοιπορίαν σου και μη δειλιάσης πανουργίας του δαίμονος, ούτε πειρασμούς ή άλλο συνάντημα. Ότι εγώ είμαι μαζί σου, να σε διαφυλάττω έως ότου παραστήσω την ψυχήν σου εις χείρας Θεού. Ταύτα μοι λαλήσας ο Άγγελος, με συνώδευσεν έως μίλια εβδομήκοντα, όπου ήτο ένα σπήλαιον και τότε αυτός μεν έγινεν άφαντος, εγώ δε κρούσας την θύραν του σπηλαίου, είδον να εξέρχεται εις γηραιός και χαριέστατος την θέαν και εξαιρέτως ενάρετος. Αφού προσεκύνησα αυτόν, με ησπάσατο λέγων. Καλώς ήλθες, τέκνον και αδελφέ συνεργάτα Ονούφριε· ο Κύριος να σε περισκέπη και να σε διαφυλάττη εις τον φόβον αυτού. Εισελθόντων λοιπόν εις το σπήλαιον, έμεινα παρ’ αυτώ ολίγας ημέρας διδασκόμενος διάφορα πράγματα και αφ’ ου με ενουθέτησε ικανώς όσα είναι αναγκαία δια την άσκησιν, είπε μοι: Ανάστηθι, τέκνον, ίνα σε οδηγήσω εις εν σπήλαιον ησυχαστικόν εις την εσωτέραν έρημον, εις το οποίον θέλει ο Κύριος να οικήσης μόνος σου, να πολεμήσης ανδρείως κατά του δαίμονος, ίνα λάβης της νίκης τα τρόπαια. Περιπατήσαντες ουν νυχθήμερα τέσσαρα, εφθάσαμεν εις μίαν καλύβην μικράν, ήτις είχε φοίνικα και βρύσιν ωραίαν, και λέγει μοι. Ούτος εστιν ο τόπος, τον οποίον σου ηυτρέπισεν ο Κύριος εις κατοίκησιν. Έμεινε λοιπόν μετ’ εμού ημέρας τριάκοντα, διδάσκων με πάσαν ακρίβειαν της μοναχικής παλαίστρας, και απελθών εις το σπήλαιον αυτού ήρχετο κάθε χρόνον και με επεσκέπτετο, έως ου απέθανεν εδώ και τον ενεταφίασα. Το δε όνομά του ήτο Ερμείας από την φυλήν του Ισάχαρ, καθώς μου είπε. Ταύτα ακούσας εγώ ο Παφνούτιος είπον αυτώ. Γνωρίζω, πάτερ αγιώτατε, ότι πολύν κόπον εδοκίμασας εις ταύτην την έρημον. Ο δε απεκρίνατο· πίστευσόν μοι αγαπητέ, ότι τόσην βάσανον υπέμεινα ώστε απηλπίσθην έως θανάτου δια την πολλήν καύσιν του θέρους και την του χειμώνος ψυχρότητα, πείναν και άλλας στενοχωρίας του σώματος· διότι τα ιμάτιά μου εφθάρησαν από την ψύχραν, και έμεινα ολόγυμνος, ασθενήσας ημέρας πολλάς, και άλλους πειρασμούς και βάσανα έπαθα, ώστε δεν φθάνει γλώσσα να τα διηγηθή. Και πάντα ταύτα υπέμεινα καρτερικώς, στοχαζόμενος, καθώς είναι πρέπον να κάμνη έκαστος, τα ανεκλάλητα αγαθά, τα οποία ητοίμασεν ο Θεός δια τους αγαπώντας Αυτόν. Ο δε Κύριος, ιδών την πολλήν μου στενοχωρίαν, εκέλευσε και εφύτρωσαν τρίχες εις όλον το σώμα μου, και σκεπόμενος υπ’ αυτών δεν ησθανόμην πλέον το ψύχος ή άλλην βάσανον. Αλλά και καθ’ εκάστην ημέραν μου έφερεν άγιος Άγγελος ένα άρτον, δια να στηρίζωμαι και να δουλεύω τω Θεώ με περισσοτέραν θερμότητα. Ακούσας ταύτα περά του Οσίου εθαύμασα, και είπον αυτώ· πόθεν κοινωνείς των θείων Μυστηρίων; Ο δε απεκρίνατο. Πάσαν Κυριακήν έρχεται άγιος Άγγελος και μας μεταλαμβάνει όλους τους ερημίτας, και την ημέραν αυτήν καθ’ ην θα κοινωνήσωμεν, πληρούμεθα πάσης πνευματικής παρακλήσεως. Ούτε πεινώμεν ή διψώμεν ούτε πόνον ή άλλην θλίψιν αισθανόμεθα, και όταν κάποιος εξ ημών επιθυμήση να ίδη άνθρωπον, αναλαμβάνεται υπό των Αγγέλων εις τον παράδεισον, και θεωρών τοσαύτην λάμψιν και ωραιότητα των ουρανίων ταγμάτων εξίσταται, μετέχων εκείνου του θείου φωτός· χαίρει τω πνεύματι· ευφραίνεται και αγάλλεται περισσώς, τοσούτου αγαθού αξιούμενος, λησμονεί τελείως όλους του προτέρους κόπους και τας στενοχωρίας τας οποίας υπέμεινεν· εις δε το μέλλον εξάπτεται μάλλον ο πόθος του εις τον ένθεον έρωτα, και δουλεύει περισσότερον εξ όλης της ψυχής εις τους πνευματικούς αγώνας, δια ν’ αξιωθή να κληρονομήση αιωνίως τοσαύτην μακαριότητα. Ταύτα του αειμνήστου Ονουφρίου διηγουμένου μοι, ησθανόμην τοσαύτην γλυκύτητα, ώστε ελησμόνησα παντελώς τα λυπηρά της οδοιπορίας, την πείναν και δίψαν και όλον τον κόπον εις ουδέν λογισάμενος. Ενδυναμωθείς δε ψυχή τε και σώματι, είπον αυτώ μετ’ αγαλλιάσεως, Μακάριος εγώ, όστις ηξιώθην και είδον σε, και ήκουσα τους γλυκυτάτους λόγους σου. Ο δε είπε μοι. Ας καταπαύσωμεν τον λόγον, ω τέκνον, και ας υπάγωμεν ίνα ίδης την κατοικίαν μου. Περιπατήσαντες ουν τρία μίλλια, εφθάσαμεν εις μικράν καλύβην έχουσαν πηγήν και φοίνικα πλησίον αυτής, και ευξάμενοι εκαθήσαμεν τα περί Θεού διηγούμενοι. Της δε ημέρας τελειουμένης, περί την ηλίου δύσιν βλέπω εις το μέσον του κελλίου ένα άρτον μεγάλον και ωραιότατον. Ο δε Άγιος είπε μοι. Έγειρε, τέκνον μου, φάγε και πίε ει τι εξαπέστειλεν ο Κύριος, ότι πολύ είσαι ταλαιπωρημένος από την οδοιπορίαν και εάν δεν φάγης έχεις κίνδυνον. Εγώ δε είπον. Ζη Κύριος ο Σωτήρ ημών, ου ενώπιον παριστάμεθα, ου μη φάγω, εάν δεν φιλευθώμεν με αδελφικήν αγάπην αμφότεροι. Επί πολύ λοιπόν τον παρεκάλεσα και μετά βίας τον κατέπεισα. Ευλογήσας λοιπόν την τράπεζαν, έκοψε τον άρτον, και φαγόντες εις δόξαν Θεού εχόρτασα και μας απέμεινεν άρτος. Μετά την ευχαριστίαν επεράσαμεν όλην την νύκτα προσευχόμενοι. Πρωϊας γενομένης βλέπω την όψιν του προσώπου τού Αγίου χλωμήν και ενηλλαγμένην. Όθεν δειλιάσας, ηρώτησα το αίτιον τούτου. Ο δε λέγει μοι. Μη φοβηθής, αδελφέ, ότι ο περί πάντας αγαθός και ευσπλαγχνος Κύριος σε απέστειλε, να ενταφιάσης το σώμα μου. Ιδού γαρ σήμερον τελειώνει η παροικία μου και απελεύσεται η ψυχή μου εις την ανεκλάλητον ευφροσύνην της ουρανίου μακαριότητος, και ενθυμού όταν υπάγης εις την Αίγυπτον να κηρύξης εις τους μοναχούς, και εις όλους τους χριστιανούς, ότι εζήτησα ταύτην την χάριν παρά Θεού, όστις τελέση το μνημόσυνόν μου και εορτάση με, ή γράψη και κηρύξη τον βίον μου, καθώς σου τον εδιηγήθηκα, να μη του έλθη ποσώς εκ του διαβόλου πειρασμός. Εγώ δε είπον αυτώ. Μεγάλως επιθυμώ, πάτερ Άγιε, τούτον τον τόπον, και δος μοι την ευλογίαν σου, να τελέσω ενθάδε το υπόλοιπον της ζωής μου. Λέγει μοι· δεν σε απέστειλεν ο Κύριος να μείνης εδώ, αλλά μόνον να ενταφιάσης το σώμα μου και να ευφρανθής με τους Οσίους δούλους Αυτού, όσοι οικούσιν εις ταύτην την έρημον και να κηρύξης εις τον κόσμον τοις φιλοχρίστοις την πολιτείαν αυτών εις δόξαν Θεού, ίνα τους μιμηθώσι το κατά δύναμιν. Αφού ήκουσα ταύτα παράτου Αγίου έπεσον εις τους πόδας του λέγων. Γινώσκω, αγιώτατε Πάτερ, ότι όσα αιτήσεις τω Θεώ δώσει σοι δια τους πολλούς σου αγώνας. Δέομαι λοιπόν και παρακαλώ σε να με ευλογήσης να γίνω εις την αρετήν όμοιός σου, να λάβω παρά Θεού μετά σου την αυτήν δόξαν και όμοιον στέφανον εις την αιώνιον ζωήν, καθώς εις ταύτην ηξιώθην και σε απήλαυσα. Ο δε απεκρίνατο. Ο Κύριος να μη σε λυπήση εις αυτό όπερ εζήτησας, αλλά να σε ευλογήση και να σε στηρίξη εις την αγάπην Του, να σε λυτρώση από πάσαν αμαρτίαν και πειρασμόν του αντικειμένου, και να τελειώση εις σε το έργον, το οποιον επόθησας. Οι Άγγελοί Του να σε σκεπάσωσι και να σε φυλάξωσιν από τας επιβουλάς του εχθρού, δια να μη εύρη ο ψυχοφθόρος ουδέν πταίσμα εις σε κατά την ώραν της κρίσεως, και η ευλογία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είη μετά σου εν τω νυν αιώνι και εν τω μέλλοντι. Ταύτα ειπών και κλίνας τα γόνατα, ύψωσε προς τον ουρανόν τας χείρας και τα όμματα, λέγων μετά δακρύων. Ύψιστε Θεέ και αόρατε, ου η δύναμις ανεξιχνίαστος και η δόξα ακατανόητος και ανέκφραστος, και το έλεος άπειρον και αμέτρητον, υμνώ, ευλογώ, προσκυνώ και δοξάζω Σε, Ον επόθησα εκ νεότητός μου, και Σοι ηκολούθησα. Επάκουσόν μου, προς Σε γαρ εκέκραξα, ότι επείδες επί την ταπείνωσίν μου, έσωσας εκ των αναγκών την ψυχήν μου, ου συνέκλεισάς με εις χείρας εχθρών, αλλ’ έστησας εν ευρυχώρω τους πόδας μου. Δέομαί Σου, Κύριέ μου, τη Ση δεξιά σκέπασόν με, ίνα μη ταραχθή η ψυχή μου από τους δαίμονας, όταν εξέρχεται εκ του σώματος, αλλά παράλαβε αυτήν δι’ αγίων Αγγέλων Σου και κατάταξον αυτήν ένθα επισκοπεί το φως του προσώπου Σου, ότι ευλογητός Ει και δεδοξασμένος εις τους αιώνας. Μνήσθητι, πανοικτίρμων και πολυέλεε, του πιστού λαού Σου· και όστις ευρεθή εις κίνδυνον θαλάσσης ή εις θυμόν δικαστού ή εις άλλην τινά στενοχωρίαν, και Σε επικαλεσθή λέγων: Παντοδύναμε Κύριε, δια πρεσβειών του δούλου σου Ονουφρίου ελέησόν με, παρακαλώ την βασιλείαν σου, καθώς μου έταξες, επάκουσον της δεήσεως αυτού. Ταύτα προσευξάμενος είπε: Κύριε, εις χείρας Σου παρατίθημι το πνεύμα μου, και ούτως έπεσεν ύπτιος εις την γην, και πάλιν προσηύχετο μυστικά. Το δε πρόσωπόν του έγινεν ως φως, και τότε ωσφράνθην τόσην ευωδίαν, ώστε έμεινα εξεστηκώς από την άρρητον εκείνην πνοήν του Παραδείσου και γλυκύτητα, ευθύς δε έγιναν βρονταί και αστραπαί φοβεραί. Τότε έπεσον από τον φόβον μου εις την γην και βλέπω ανεωγμένους τους ουρανούς, και πάσαν την στρατιάν των Αγγέλων ψάλλουσαν άνωθεν του Αγίου γλυκυτάτους ύμνους και μελωδικά άσματα ευτάκτως με λαμπάδας ανημμένας και χρυσά θυμιατά εις τας χείρας αυτών ως διάκονοι. Εις δε το μέσον αυτών εφάνη φως μέγα, και εκ του φωτός εξήλθε φωνή γλυκυτάτη λέγουσα. Δεύρο, ψυχή φιλτάτη μου, ίνα σε οδηγήσω εις εκείνην την ανάπαυσιν των δικαίων και την άρρητον αγαλλίασιν, την οποίαν επόθησας. Τότε εξήλθε του σώματος η μακαρία εκείνη ψυχή εν είδει λευκοτάτης περιστεράς, και λαβών αυτήν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός εις τας παναχράντους χείρας Αυτού ανήλθεν εις τους ουρανούς με τους Αγίους Αγγέλους, ψάλλοντας με ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Εγώ δε εγερθείς κατεφίλουν μετά δακρύων το ιερώτατον λείψανον, το οποίον εξήστραπτεν ως πολυτίμητος μαργαρίτης και ευωδίαζεν ως αρώματα. Οδυρόμενος ουν αμέτρως ώραν πολλήν, διότι εστερήθην τόσον τάχιστα τοιούτου πολυτίμου θησαυρού, τον οποίον με τόσον κόπον απέκτησα, διελογιζόμην πως να σκάψω την γην να τον κρύψω, αφού εργαλείον δεν είχον σιδηρούν. Τότε ήλθον δύο λέοντες, και πλησιάσαντες με πραότητα έλειχον τους πόδας αυτού, και έκαμνον σχήματα τινά πένθους και θλίψεως, ώσπερ να ήσαν λογικά κτίσματα. Εγώ δε είπον προς αυτούς: ηξεύρω, ότι ο Θεός σας έστειλε να ενταφιάσωμεν το άγιον λείψανον· επειδή και τα άλογα ζώα υμνούσι τον ποιητήν και υπακούουσιν εις Αυτόν. Και λαβών την ράβδον μου εσημείωσα εις την γην το μήκος του τάφου. Οι δε έσκαψαν με τους όνυχας αυτών και έκαμαν λάκκον. Αφού λοιπόν αφήρεσα το άλλο ήμισυ επανωφόριόν μου, το οποίον μού έμεινεν από τον προαναφερθέντα ερημίτην, και τυλίξας το άγιον λείψανον μετ’ ευλαβείας ενεταφίασα αυτό· οι δε λέοντες ποιήσαντες μετάνοιαν εις τον τάφον του Αγίου και εις εμέ τον ελάχιστον ανεχώρησαν. Έμεινα τότε εγώ κλαίων, συλλογιζόμενος την αναξιότητα και τας αμαρτίας μου, και έλεγον ταύτα. Ουαί μοι τω αθλίω και οκνηρώ. Πόσους δούλους επιμελείς και εναρέτους έχει ο Κύριός μου και στρατιώτας ανδρείους; Αλλ’ όμως εγώ, αμελής τε και ράθυμος, ποίαν απολογίαν θα δώσω τω κτίστη μου; Ποίον βραβείον και στέφανον νίκης να λάβω, αφού δεν επολέμησα ποτέ μου κατά του δαίμονος; Ταύτα λέγων διελογιζόμην να υπομείνω εις εκείνον τον τόπον και να αγωνίζωμαι. Αλλ’ ευθύς έγινε σεισμός, και πεσόντος του όρους εκείνου, εσκέπασεν όλον το σπήλαιον, την πηγήν και τον φοίνικα, και άπαντα ηφανίσθησαν. Εγώ δε το συμβάν θεασάμενος, ηννόησα ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να μείνω εκεί και έκλαιον. Επιφανείς δε έμπροσθέν μου ο προρρηθείς Άγγελος είπέ μοι. Μη κλαίης, αλλά χαίρε μάλλον, ότι ηξιώθης και είδες θαυμάσια. Πορευθείς λοιπόν εις Αίγυπτον, κήρυξον άπαντα τα περί του μακαρίου Ονουφρίου και των λοιπών, όσα είδες και θέλεις ίδει εις ταύτην την έρημον. Άπελθε λοιπόν εις ειρήνην παρά Θεού ενδυναμούμενος. Εκοιμήθη δε ο πανόλβιος Ονούφριος τη ιβ΄ (12η) Ιουνίου, εις δόξαν του Κυρίου υμών Ιησού Χριστού. Μετά ταύτα αναχωρήσας εκείθεν και περιπατήσας ημέρας τέσσαρας, έφθασα εις ένα κελλίον, και εισελθών εν αυτώ ουδένα εύρον εντός. Διο καθήσας περιέμενον τον οικήτορα, όστις ήλθε μετ’ ολίγην ώραν, και ήτο θαυμαστός την θέαν και σεβάσμιος, πολιός την τρίχα, ενδεδυμένος ιμάτιον πεπλεγμένον με φύλλα φοίνικος, το δε πρόσωπον αυτού εφαίνετο ως θείου Αγγέλου, και λέγει μοι. Ειρήνη σοι, αδελφέ μου και συνεργάτα Παφνούτιε, ο τον μακάριον ενταφιάσας Ονούφριον. Εγώ δε ταύτα ακούσας εθαύμασα και πεσών επί γης αυτώ προσεκύνησα. Ο δε είπέ μοι· ανάστα, τέκνον. Ο Κύριος σε ηξίωσε να απολαύσης τους φίλους Του, όστις και την έλευσίν σου μας απεκάλυψε. Γίνωσκε δε ότι εξήντα έτη έχομεν κατοικούντες εις ταύτην την έρημον και ουδένα είδομεν άλλον τινά άνθρωπον. Ούτω συνομιλούντων ημών, έφθασαν άλλοι τρεις γηραλέοι όμοιοι μετ΄αυτού εις το χρώμα και το ένδυμα, και ασπασάμενος αυτούς, εκαθήσαμεν εξηγούμενοι περί του μακαρίου Ονουφρίου και άλλων Αγίων. Έπειτα μου είπον: έγειρε, τέκνον, να φιλευθώμεν, ίνα στηριχθή η καρδία σου, ότι πολύν δρόμον επεριπάτησας, και ημείς τώρα χάριν σου συνήχθημεν, ίνα συνευφρανθώμεν ψυχή τε και σώματι. Εγερθέντες λοιπόν προσηυχήθημεν και ιδού βλέπω πέντε άρτους ζεστούς, ως να τους εξήγαγον εκείνην την ώραν από τον κλίβανον, έφερον δε και αυτοί άλλο είδος βρώσιμον, και εφάγαμεν προς αυτάρκειαν. Μετά την ευχαριστίαν μοι είπον. Ιδού σήμερον, ως ήκουσας, εξηκονταετή χρόνον έχομεν εις ταύτην την έρημον, και καθ’ εκάστην μάς έρχονται τέσσαρες άρτοι εκ θείου προστάγματος. Σήμερον δε χάριν σου ευρέθησαν πέντε. Και δεν ηξεύρομεν πόθεν φέρονται, μόνον αφού αναγνώσωμεν την ακολουθίαν του εσπερινού ευρίσκομεν αυτούς εις την τράπεζαν. Μετά ταύτα ετελέσαμεν αγρυπνίαν, όλην την νύκτα ευχόμενοι· και πρωϊας γενομένης τους παρεκάλεσα να μοι είπουν τα ονόματά των, πλην δεν ηθέλησαν, αλλ’ απεκρίθησαν· εκείνος όστις γινώσκει τα πάντα ηξεύρει και ημών τα ονόματα. Μόνον συγχώρησόν μας, και πρέσβευε ίνα ίδωμεν αλλήλους εις τον Παράδεισον. Ευλογηθείς λοιπόν παρ’ αυτών ανεχώρησα, και περιπατήσας ημέραν μίαν έφθασα εις τόπον πολύ ωραίον και επιτήδειον, ένθα ήτο σπήλαιον και πηγή ύδατος, και επότιζε διάφορα δένδρα από καρπούς φορτωμένα, ώστε εθαύμαζα δια το πλήθος και την ποικιλίαν αυτών. Ήσαν δε παντός είδους δένδρα, των οποίων η γεύσις των καρπών ήτο γλυκυτέρα του μέλιτος, και η ευωδία θαυμάσιος, τόσον ώστε μοι εφαίνετο ως να ευρισκόμην εις τον Παράδεισον. Ενώ λοιπόν εθαύμαζον την ωραιότητα αυτών, βλέπω τέσσαρας νέους ωραιοτάτους και ευειδείς, ενδεδυμένους δέρματα προβάτων, οίτινες πλησιάσαντες είπον μοι. Χαίροις, αδελφέ Παφνούτιε. Εγώ δε πεσών επί γης προσεκύνησα αυτούς. Αφού δε εκείνοι με ήγειραν εκαθήσαμεν συνομιλούντες. Ήσαν δε εις την όψιν τοσούτον ένδοξοι, ώστε ενόμιζα ότι ήσαν Άγγελοι εξ ουρανού κατερχόμενοι. Λαβόντες δε εκ των καρπών μου έδωσαν εις βρώσιν, δεικνύοντες ευσπλαγχνίαν και αγάπην πολλήν προς εμέ. Παρέμεινα δε εκεί ημέρας επτά, και ερωτήσας αυτούς πόθεν ήσαν, και πως ήλθον εις τον τόπον εκείνον, μοι απεκρίθησαν: Επειδή ο Κύριος σε απέστειλε, θα σου είπωμεν την αλήθειαν. Ημείς είμεθα από μίαν πόλιν καλουμένην Οξύρυχον. Οι γονείς μας είναι οι πρώτοι άρχοντες της πόλεως, βουλευταί την αξίαν, οίτινες μας έβαλαν εις τα γράμματα και αφού εμάθομεν τα κοινά, ηθέλησαν να μας στείλουν εις την σπουδήν, να μάθωμεν φιλοσοφικά. Και ημείς, αφού συνεσκέφθημεν, απεφασίσαμεν, του Θεού συνεργούντος, να μάθωμεν κάλλιον την σοφίαν Αυτού. Και ούτω ανεχωρήσαμεν κρυφίως από την πατρίδα μας και ήλθομεν εις την έρημον, έχοντες μεθ’ ημών ολίγους άρτους και ύδωρ μέτριον, τα οποία μας έφθασαν μίαν εβδομάδα. Έπειτα επεράσαμεν ημέρας πολλάς με πείναν και κακοπάθειαν, μη γνωρίζοντες τι να πράξωμεν και τότε βλέπομεν ενώπιον ημών άνδρα ένδοξον, ο οποίος μας έφερεν εις τούτον τον τόπον, και μας παρέδωκεν εις ένα άγιον γέροντα, όστις έζησεν ένα χρόνον διδάσκων ημάς πως να δουλεύωμεν τω Κυρίω. Και πληρωθέντος του χρόνου ετελειώθη ο Όσιος, και ιδού έχομεν εξ χρόνους ενταύθα, και δεν εφάγομεν άρτον ή άλλην τινά βρώσιν, ειμή μόνον από των καρπών τούτων των δένδρων. Τας πέντε ημέρας της εβδομάδος διαμένει έκαστος χωριστά ησυχάζων, το δε Σάββατον συναντώμεθα εδώ και διερχόμεθα τας δύο ημέρας αδελφικώς σιτιζόμενοι. Και πάλιν επιστρέφομεν εις την ησυχίαν, και ο εις δεν γνωρίζει του άλλου τους αγώνας και τα κατορθώματα. Εγώ δε είπον αυτοίς. Πόθεν κοινωνείτε των θείων μυστηρίων; Οι δε απεκρίθησαν· δια τούτο συναγόμεθα και ετοιμάσου να κοινωνήσης αύριον, ότε έρχεται Άγγελος Κυρίου και μας μεταλαμβάνει δια χειρός αυτού το άγιον Σώμα και Αίμα του Χριστού. Εγώ δε ακούσας εχάρην και εμείναμεν ψάλλοντες όλην την νύκτα, υμνούντες τον Βασιλέα Χριστόν. Το πρωϊ, όταν ήλθεν ο Άγγελος Κυρίου, ωσφράνθημεν οσμήν και ευωδίαν τερπνήν και θαυμάσιον, και επληρώθημεν ευφροσύνης εξ αυτού. Εγώ δε έμεινα εξεστηκώς, ως εάν ήμην εις τον Παράδεισον. Και ενδυναμωθείς τη καρδία υπό του Αγγέλου, ηγέρθην και κοινωνήσαντες δια χειρός αυτού, μας ηυλόγησε λέγων. «Γένοιτο εν υμίν το Σώμα τούτο και Αίμα του Δεσπότου Ιησού Χριστού του Θεού ημών τροφή άφθαρτος και ζωή αιώνιος». Και αποκριθέντες μετά φόβου είπομεν το Αμήν. Ήτο δε ημέρα Κυριακή, και εμείναμεν με χαράν μεγάλην εις τας καρδίας μας, και τότε είπε προς με ο Άγγελος. Άπελθε, Παφνούτιε, εις την Αίγυπτον, κήρυξον εις τους ευσεβείς πάντα όσα είδες και ήκουσας εις την έρημον, εξαιρέτως δε τα περί του Οσίου Ονουφρίου, τον οποίον σε ηξίωσεν ο Κύριος και απήλαυσες και συνηρίθμησέ σε μετά των Αγίων αυτού. Εγώ δε εζήτησα χάριν από τον Άγγελον να μοι συγχωρήση να κατοικήσω με τους Αγίους εκείνους έως το τέλος της ζωής μου και είπέ μοι. Καθώς ήρεσε τω Θεώ, ούτως είναι ανάγκη να γίνεται το άγιον Αυτού θέλημα, και οποίαν εργασίαν και πράξιν δυνηθή τις να τελέση κατά Θεόν πολιτευόμενος, λαμβάνει την αμοιβήν πολλαπλασίαν. Ύπαγε λοιπόν εις το κελλίον σου, επειδή ούτως ο Δεσπότης επρόσταξε. Και τον αυτόν μισθόν θέλεις απολαύσει εν ημέρα ανταποδόσεως, ώσπερ και αυτοί. Διότι είναι γεγραμμένον εις την βίβλον των Δικαίων το όνομά σου, ως είπόν σοι. Ταύτα ειπών ο Άγγελος άφαντος εγένετο. Οι δε αδελφοί ητοίμασαν τράπεζαν και εφάγομεν οπώρας εις δόξαν Θεού και όλην την ημέραν ησθανόμην την άρρητον εκείνην ευωδίαν. Την ακόλουθον νύκτα εποιήσαμεν αγρυπνίαν και το πρωϊ αποχαιρετήσας αυτούς τους παρεκάλεσα να μου είπουν τα ονόματά των. Οι δε απεκρίθησαν, ότι ο πρώτος εκαλείτο Ιωάννης, ο δεύτερος Ανδρέας, ο τρίτος Ηρακλαίμων, και ο άλλος Θεόφιλος. Οίτινες με συνώδευσαν πέντε μίλια, και τότε, ασπασάμενοι αλλήλους, επέστρεψαν εις το κελλίον των. Εγώ δε επορευόμην λυπούμενος άμα και ευφραινόμενος. Λύπην μεν είχον, ότι δεν ηξιώθην να οικήσω και εγώ εις τοιούτον τόπον ωραίον και πανευφρόσυνον. Χαράν δε πάλιν, ενθυμούμενος τας ευλογίας, ας έλαβον από τους οσίους δούλους του Χριστού, και από τον άγιον Άγγελον. Οδοιπορήσας λοιπόν ημέρας τρεις έφθασα εις την Αίγυπτον, και ευρών πολλούς αδελφούς φοβουμένους τον Κύριον ανεπαύθην μετ’ αυτών ημέρας δέκα, διηγούμενος εις αυτούς άπαντα τα άνωθεν ειρημένα. Οι δε ακούσαντες έκλαυσαν από την χαράν, ευχαριστούντες τον Κύριον. Ήσαν δε οι αδελφοί ούτοι φιλόχριστοι και φιλόξενοι, οίτινες έγραψαν σπουδαίως όσα ελάλησα, και τα έστειλαν εις όλην την Σκήτην, και τα ανέγνωσαν εις τους Αγίους Πατέρας, και πάντες εδόξασαν τον Θεόν. Έως εδώ είναι λόγοι του μακαρίου Παφνουτίου, ο οποίος, αφού έφθασεν εις το κελλίον του, έζησεν ολίγον καιρόν. Και τότε είδεν Άγιον Άγγελον λέγοντα αυτώ. Ελθέ, Όσιε του Θεού, εις τας ακινήτους σκηνάς ίνα αγάλλεσαι μετά των δικαίων, των τω Θεώ εν ερήμοις και όρεσιν ευαρεστησάντων. Ταύτα ακούσας ο Όσιος ηυχαρίστησε τω Κυρίω. Και ζήσας ολίγην ώραν απήλθε προς τον ποθούμενον, εις εκείνην την ανέκφραστον ηδονήν και άρρητον αγαλλίασιν, ης αξιωθείημεν και ημείς ταις των Οσίων Ονουφρίου και Παφνουτίου και των λοιπών Αγίων πρεσβείαις. Ίνα συνευφραινώμεθα μετ’ αυτών εις αιώνα τον ατελεύτητον δοξάζοντες Πατέρα και Υιόν συν τω Αγίω Πνεύματι, την μίαν και μόνην Θεότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου