Πέτρος ο αοίδιμος πατήρ ημών, ο Αθωνίτης ο από Σχολαρίων (ελέγοντο δε Σχολάριοι οι ενάρετοι εκείνοι άνδρες, οίτινες ηρμήνευον με δεινότητα και ακρίβειαν τας Γραφάς), ήκμασε κατά τον θ΄ (9ον) αιώνα εν τω Αγίω Όρει. Ούτος πατρίδα είχε την Κωνσταντινούπολιν, οι δε γονείς αυτού ήσαν ευγενείς και ένδοξοι, έχοντες τον φόβον του Θεού ερριζωμένον εις τας καρδίας αυτών, καθώς απέδειξε τούτο ο εξ αυτών βλαστήσας αγαθός καρπός, ο μέγας δηλαδή και θαυμάσιος ούτος Πέτρος. Τούτον λοιπόν τον φίλτατον υιόν των εφρόντισαν οι γονείς του να εκπαιδεύσωσι με πάσαν σοφίαν θείαν και ανθρωπίνην, τιμήσαντες έπειτα αυτόν με το ανακτορικόν του καιρού εκείνου αξίωμα των Σχολαρίων.
Ότε δε ο μακάριος Πέτρος εφοίτα εισέτι εις τον πέμπτον βαθμόν της Σχολής των Σχολαρίων ήτοι δεν είχε φθάσει ακόμη εις το τέλος της φιλοσοφίας, επειδή ήτο σώφρων και σοφός ανήρ, ο βασιλεύς, όστις τον είχε δοκιμάσει και προγενεστέρως εις τους πολέμους και εθαύμαζε την ανδρείαν του, ποιήσας αυτόν και μη θέλοντα αρχιστράτηγον, τον απέστειλε να πολεμήση τους Αγαρηνούς, οι οποίοι κατ’ εκείνον τον καιρόν εκυρίευον και ελεηλάτουν τα μέρη των Ρωμαίων, είχον δε τότε εισβάλλει εις τα μέρη της Συρίας της μεγάλης. Κείται δε ο τόπος ούτος εις τα σύνορα της Βαβυλωνίας και της Φοινίκης. Έτυχεν όμως τότε και ενίκησαν οι βάρβαροι τους Ρωμαίους, καθώς συμβαίνει πολλάκις κατά παραχώρησιν Θεού και μεταξύ πολλών άλλων ηχμαλωτίσθη και ο ευλογημένος Πέτρος ο Σχολαστικός και Αρχιστράτηγος, τον οποίον ωδήγησαν δεδεμένον εις τι φρούριον Αραβικόν ισχυρότατον και απροσπέλαστον, το οποίον ωνόμαζον Σαμαράν, και τον παρέδωσαν εις τον αυθέντην των, τον πρώτον πολέμαρχον. Εκείνος δε πάλιν τον ενέκλεισεν εις αθλίαν και δυσώδη φυλακήν, δέσαντες με βαρείας αλύσεις τας χείρας και τους πόδας του εσφράγισαν δε την φυλακήν με σφραγίδας αυθεντικάς δια να μη επισκέπτεται κανείς αυτόν, ίνα μη έχη από τινα παρηγορίαν. Τότε ο Πέτρος ηννόησε δια ποίαν αιτίαν έπαθεν εκείνην την συμφοράν, και έγινεν εξεταστής εαυτού σωφρονέστατος. Και έλεγε καθ’ εαυτόν: Ασφαλώς η αιτία, δια την οόίαν παρεδόθην εις την δουλείαν αιχμάλωτος, είναι διότι πολλάκις έταξα εις τον Θεόν να γίνω μοναχός και να αφήσω τον κόσμον και τα εν κόσμω και δεν έκαμα όσα υπεσχέθην εις τον Κύριον. Δια τούτο πικρώς κατηγόρει τον εαυτόν του με μεγάλην αυστηρότητα και μετά δακρύων πολλών έλεγε προς τον Θεόν. Δικαίως, ω Κύριε, έπαθον ταύτην την πικράν συμφοράν, διότι ημέλησα να πληρώσω εκείνο όπου Σου έταξα, και όλα μου συνέβησαν δικαία κρίσει του Θεού. Και ούτω υπέμεινε την παίδευσιν εκείνην ευχαριστών τω Θεώ. Επέρασε λοιπόν πολύν καιρόν ο Άγιος μέσα εις την φυλακήν, και ουδεμία παραμυθία εγίνετο προς αυτόν παρ’ ουδενός ούτε εφαίνετο τις να τον βοηθήση δια να απελευθερωθή. Τότε ενεθυμήθη τον μέγαν Νικόλαον, τον οποίον εξαιρετικώς ετίμα και ηγάπα από πολύν καιρόν, και μάλιστα ιδιαιτέρως ηυλαβείτο τα πολλά θαύματα, όσα εποίει ο Άγιος εις εκείνους, οίτινες τον επεκαλούντο εις την ανάγκην των. Δια τούτο ήρχισε και αυτός με φωνήν θλιβεράν να δέεται του Αγίου και να τον παρακαλή εκ βάθους καρδίας να τον ελευθερώση, καθώς και άλλους πολλούς ηλευθέρωσε. Και έλεγεν· εγώ, Άγιε Νικόλαε θαυματουργέ, γνωρίζω καλώς ότι ανάξιος είμαι να τύχω από τον Θεόν συγχωρήσεως και ελευθερίας, διότι πολλάκις ευρέθην ψεύστης και αι αμαρτίαι μου είναι μεγάλαι και το περισσότερον ότι πολλάκις έδωσα υπόσχεσιν εις τον Θεόν να γίνω μοναχός και δεν έγινα, ουδέ έκαμα εκείνο όπου έταξα του Πλάστου μου και Ποιητού. Δια τούτο δικαίως τώρα ευρίσκομαι εις ταύτην την φυλακήν. Δια τούτο δεν τολμώ να τον παρακαλέσω να με ελευθερώση, ίνα μη πλειότερον οργισθή κατ’ εμού. Μόνον την αγιωσύνην σου επικαλούμαι, πάτερ Άγιε, διότι έχεις συνήθειαν να ευσπλαγχνίζεσαι πάντοτε εκείνους, οίτινες εις μεγάλας ανάγκας και στενοχωρίας ευρίσκονται και να ελαφρώνης τους πόνους των, όταν σε παρακαλούν εκ βάθους καρδίας αυτών. Εις σε προστρέχω και εγώ τώρα μετά πικρών δακρύων και δέομαί σου, πανάγιε Νικόλαε. Την μεσιτείαν σου ζητώ προς τον Θεόν και ως εγγυητήν μου σε παρακαλώ από την σήμερον ημέραν, εάν δυσωπηθή ο εύσπλαγχνος Κύριος να οικονομήση την ελευθερίαν μου, δια μέσου της παρρησιαστικής σου δεήσεως. Και τότε ουδέποτε πλέον θα στρέψω τον νουν προς τας του κόσμου φροντίδας και μερίμνας, ουδέ εις την πατρίδα μου Κωνσταντινούπολιν θα επιστρέψω, αλλά θα υπάγω εις την μεγάλην Ρώμην και θα γίνω μοναχός εις την Εκκλησίαν του Αποστόλου Πέτρου και ούτω θα διέλθω εν ασκήσει όλην μου την ζωήν, και με όσην δύναμιν έχω θα δουλεύσω απερισπάστως τον Θεόν, τον ελευθερωτήν μου και ευεργέτην, όπως ευαρεστήσω Αυτώ και τύχω της σωτηρίας. Αυτά και άλλα περισσότερα έλεγεν ο άνθρωπος του Θεού με πολλήν πικρίαν και οδύνην, αλλά και νυστεύων και αγρυπνών και συνεχώς ούτω εδέετο όλην την εβδομάδα, και ουδέν φαγητόν εγεύθη. Όταν δε ετελείωσεν η εβδομάς εφάνη εις αυτόν ο μέγας Νικόλαος, ο ταχύς των επικαλουμένων το όνομα αυτού παραμυθητής, και λέγει προς αυτόν· αδελφέ Πέτρε, και την παράκλησίν σου ήκουσα και την θλίψιν της καρδίας σου γινώσκω, και εις τον φιλάνθρωπον Θεόν δι’ εσέ εδεήθην· αλλ’ επειδή συ ώκνησας να εκπληρώσης την υπόσχεσίν σου εις Αυτόν, δια τούτο γνώριζε καλώς ότι δεν βούλεται να σε εξαγάγη εκ ταύτης της φυλακής. Γνωρίζεις όμως ότι η Γραφή λέγει: αιτείτε και δοθήσεται υμίν· δια τούτο ας μη παύσωμεν παρακαλούντες την αγαθότητα και φιλανθρωπίαν Αυτού. Και εκείνο που είναι δια το συμφέρον ημών, τούτο κατά πάσαν ανάγκην θέλει οικονομήσει και δι’ ημάς. Αυτά είπεν ο μέγας Νικόλαος. Έπειτα του είπε να έχη υπομονήν εις τους πόνους τους οποίους έπασχε, του παρήγγειλε δε ακόμη να λάβη και τροφήν και παρευθύς ανεχώρησεν απ’ αυτού. Τότε ο θείος Πέτρος ήρχισε περισσότερον δεόμενος και νηστεύων· εφάνη δε και πάλιν εκ δευτέρου ο Άγιος Νικόλαος προς αυτόν με βλέμμα σκυθρωπόν, εφαίνετο δε η όψις του ωσάν να είχε παρακαλέσει τινά και δεν εισηκούσθη η δέησίς του. Και λέγει εις τον Πέτρον με ταπεινήν φωνήν· πίστευσόν με, αδελφέ Πέτρε, ότι εγώ δεν έπαυσα από τότε παρακαλών τον Θεόν, και επικαλούμενος την φιλανθρωπίαν Αυτού δι’ εσέ, αλλά δεν γνωρίζω με ποίον τρόπον και κατά ποίαν οικονομίαν θέλει κάμει την ελευθερίαν σου· πλην επειδή έχει συνήθειαν ο πολυεύσπλαγχνος Θεός να αγαθοποιή, οικονομεί την αργοπορίαν της ελευθερίας σου προς το συμφέρον σου δια να μη λησμονούμεν ταχέως την χάριν όπου λαμβάνομεν· αλλά αν τύχη και θέλει και από άλλους αξιωτέρους φίλους Του να τον παρακαλέσουν, εγώ να σου δείξω ένα φίλον Του, κατάλληλον να μεσιτεύση υπέρ σου εις Αυτόν· και λοιπόν ας λάβωμεν αυτόν ως συμβοηθόν. Πρόσεχε όμως να μη φανώμεν ψεύσται εις εκείνα τα οποία υποσχόμεθα και ετάξαμεν, και ελπίζω ότι θέλει μας δώσει ο Θεός τα αιτήματα της σωτηρίας της πολυτιμήτου ψυχής μας. Ο δε Πέτρος λέγει προς τον Άγιον Νικόλαον· ω Δέσποτά μου αγιώτατε, τάχα ποίος είναι εκείνος του οποίου ημπορεί να γίνη δεκτή η παράκλησις προς τον Θεόν καλύτερα από σε, όταν ο κόσμος όλος σώζεται και διακρατείται από τας πολλάς σου παρακλήσεις; Προφθάσας δε ο Άγιος είπε προς τον Πέτρον· γνωρίζεις τον δίκαιον και θεοδόχον Συμεών, όστις εν τω ιερώ εδέχθη εις τας αγκάλας του τον Χριστόν παιδίον τεσσαράκοντα ημερών; Ο Πέτρος απήντησε· τον γνωρίζω πολύ καλά, Άγιε του Θεού, διότι αναφέρεται εις τα άγια και ιερά μας Ευαγγέλια. Ο δε μέγας Νικόλαος λέγει· τούτον λοιπόν να παρακαλέσωμεν και οι δύο μας, ίνα μεσιτεύση εις τον Χριστόν, και ελπίζω εις την ευσπλαγχνίαν του, ότι δεν θέλει μας παρακούσει, διότι αυτός παραστέκεται εις τον θρόνον τον Δεσποτικόν μετά του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου και της Υπεραγίας Θεοτόκου και Μητρός αυτού· και τα αδύνατα τοις ανθρώποις θέλουν γίνει δυνατά παρά τω Θεώ. Αφού είπε τούτους τους λόγους ο Άγιος έφυγε και παρευθύς ο Πέτρος εξύπνησεν, ευχαριστών τον Άγιον Νικόλαον. Τότε πάλιν ήρχισε να νηστεύη και να δέεται περισσότερον του Θεού, επικαλούμενος ένα έκαστον των Αγίων κατ’ όνομα. Και βλέπε την συμπάθειαν και ευσπλαγχνίαν του Αγίου Νικολάου προς τούτον τον Άγιον Πέτρον, πως ηθέλησε να ελευθερώση τον ικέτην του αυτόν, παρακινών υπέρ αυτού εις συμπάθειαν τον δικαιότατον Συμεών, όστις του εχάρισε την ελευθερίαν από της φυλακής και των λυπηρών δεσμών. Εμφανισθείς λοιπόν και πάλιν προς τον Πέτρον ο Άγιος Νικόλαος λέγει προς αυτόν· έχε θάρρος, αδελφέ Πέτρε, και απομάκρυνε την μεγάλην λύπην από την καρδίαν σου, διότι ιδού έφερα ως συμβοηθόν σου τον θεοδόχον Συμεών, και δος δόξαν τω Θεώ ότι εισηκούσθη η δέησίς σου και ήλθε να σε ελευθερώση από τα δεσμά. Τότε ο Πέτρος έστρεψε τους οφθαλμούς και είδε τον μέγαν Συμεών, και καθώς τον είδεν, όλως ετρόμαξεν από την όψιν του την φοβεράν. Ο δε δίκαιος Συμεών ήλθε και εστάθη πλησίον του, και εκράτει εις την χείρα του χρυσήν ράβδον, και εφόρει ιερατικήν στολήν, και λέγει προς τον Πέτρον. Συ είσαι όστις πειράζεις τον αδελφόν μας Νικόλαον, όστις επεκαλέσθης και ημάς ως μεσίτας εις την παράκλησίν σου προς τον Δεσπότην μας Ιησούν Χριστόν, ίνα σε ελευθερώση από την καταδίκην ταύτην; Ο δε Πέτρος μετά βίας είπε· ναι, Άγιε του Θεού, εγώ είμαι ο ταλαίπωρος όπου έβαλα εγγυητήν μου εις τον Θεόν τον μέγαν Νικόλαον και την αγιωσύνην σου μεσίτην και ικέτην. Λέγει τότε ο Άγιος Συμεών· και αφού μας επεκαλέσθης ως εγγυητάς σου εις τον Θεόν, φυλάσσεις από τώρα και εις το εξής αυτά όπου τάζεις, ότι δηλαδή θα γίνης και θα διέλθης τον βίον σου ασκητικώς με προθυμίαν πολλήν; Απεκρίθη ο Πέτρος· εν αληθεία μάρτυρας αξιοπίστους ορίζω υμάς έμπροσθεν του Θεού, και ούτω θα πράξω ο δούλος σας. Και πάλιν λέγει ο δίκαιος Συμεών· εφ’ όσον ωμολόγησας, έξελθε από την φυλακήν ταύτην ανεμποδίστως, και όπου θέλεις ύπαγε, διότι δεν σε εμποδίζουν ουδέ δύνανται να σε κρατούν αυτά τα δεσμά δια των οποίων είσαι δεδεμένος. Τότε ο Πέτρος έδειξε τους πόδας του, οίτινες ήσαν προσηλωμένοι εις το ξύλον, και επομένως δεν ηδύνατο να σηκωθή. Ο δε θεοδόχος Συμεών ήπλωσε την χείρα του με την ράβδον που εκράτει, και ήγγισε τας αλύσεις, παρευθύς δε διελύθησαν αύται ως διαλύεται ο κηρός από προσώπου πυρός και ηφανίσθησαν τελείως. Έπειτα εξήλθεν από την φυλακήν ο δίκαιος Συμεών πρώτος, και κατόπιν συνηκολούθησαν αυτώ ο Πέτρος ομού και ο μέγας Νικόλαος, ευρέθη δε περιπατών εις τον δρόμον τον έξω από το φρούριον του Σαμαρά. Τότε είπε προς τον Πέτρον ο δίκαιος Συμεών. Να ηξεύρης, Πέτρε, ότι τούτο όπου βλέπεις εις τον εαυτόν σου δεν είναι όνειρον, αλλά οπτασία δια της οποίας απολαμβάνεις την ελευθερίαν σου, τούτο δε είπε διότι του Πέτρου του εφαίνετο, ότι το παράδοξον αυτό θαύμα ήτο όνειρον. Εις δε τον Άγιον Νικόλαον παρήγγειλεν ο δίκαιος Συμεών να τον κυβερνά και να έχη την φροντίδα αυτού, εκείνος δε έγινεν άφαντος από αυτούς, και έμεινε μόνος ο Πέτρος ακολουθών τον μέγαν Νικόλαον έχων τας ελπίδας του εις αυτόν. Ο δε μέγας Νικόλαος είπεν εις τον θείον Πέτρον να λάβη ολίγην τροφήν· εκείνος δε του είπε, ότι δεν έχει τίποτε να φάγη. Ο δε γνήσιος του Θεού υπηρέτης Νικόλαος του είπεν· έχε θάρρος, και από τώρα μη φοβήσαι. Ιδού εν δένδρον κατάφορτον από καρπούς, λάβε και φάγε. Ούτως έπραξε και εύρεν ο άνθρωπος ολίγην παρηγορίαν της μεγάλης πείνης και δίψης του και της λοιπής κακοπαθείας· και τοιουτοτρόπως δεν έλειψεν απ’ αυτόν ο Άγιος Νικόλαος, αλλά του εδείκνυε την οδόν και τον ωδήγησεν εις την Ρώμην αβλαβή και άνευ κινδύνων. Ως δε έφθασεν ο Πέτρος εις τα σύνορα της παλαιάς Ρώμης, παρευθύς ο Άγιος Νικόλαος ανεχώρησεν απ’ αυτού. Τούτο δε μόνον του είπεν· αδελφέ Πέτρε, καιρός είναι να εκπληρώσης ταχέως την υπόσχεσίν σου, την οποίαν έταξας εις τον Θεόν· εάν δε και πάλιν οκνήσης, γνώριζε ότι θέλουν σε οδηγήσει δεδεμένον εις του Σαμαρά την φυλακήν. Ο δε Πέτρος θέλων να πληροφορήση τον Άγιον Νικόλαον έλεγεν· Άγιε του Θεού, ακόμη φοβούμαι την οργήν του Θεού, διότι υπεσχέθην να γίνω Μοναχός και δεν έγινα, και τώρα να μη τελειώσω αυτά, όπου υπεσχέθην; Μη γένοιτο τούτο, Χριστέ μου, εις τον αιώνα· αλλά ουδέ εις τον οίκον μου να υπάγω· ουδέ να με ιδή τις από τους ιδικούς μου, δια να μη με εμποδίσουν εις την επιθυμίαν της βουλής μου, και βραδύνω να δώσω τας ευχάς μου τω Κυρίω, τας οποίας εψιθύρισαν τα χείλη μου και ελάλησε το στόμα μου εν τη θλίψει μου, κατά τον Προφήτην. Και βλέπε εις τούτο, αγαπητέ, την μεγάλην και ασύγκριτον αγάπην και την φροντίδα του μεγάλου Νικολάου, την οποίαν επέδειξε δια τον Πέτρον· ότι ως πατήρ φιλόστοργος και συμπαθής έγινεν εις αυτόν καλός παιδαγωγός· τοιουτοτρόπως λοιπόν τον συνώδευσεν εις όλην την οδοιπορίαν, και πότε μεν τον ηκολούθει, πότε δε προέτρεχεν έμπροσθεν αυτού και ητοίμαζε την οδόν προειδοποιών αυτόν, και τόσον τελείως προητοίμασεν αυτόν και δεν εχωρίζετο απ’ αυτού, έως ότου τον παρέδωσεν εις τον Θεόν· και καθώς ήρχισε το έργον, ούτω και το ετελείωσε. Όταν δε επλησίασαν εις την Ρώμην, επειδή ο Πέτρος δεν εγνώριζε τον τόπον, αλλ’ ούτε και ο Πάπας, όστις τότε ήτο ακόμη Ορθόδοξος, ήξευρε τα γενόμενα εις τον Πέτρον, ο μέγας Νικόλαος εφάνη καθ’ ύπνον εις τον Πάπαν κρατών τον Πέτρον από τας χείρας, και τον επεδείκνυε λέγων προς αυτόν πως τον ηλευθέρωσεν από την φυλακήν του Σαμαρά, και ότι υπεσχέθη να γίνη Μοναχός εις την Εκκλησίαν του Αποστόλου Πέτρου, και όσα έπαθεν, όλα τα διηγήθη καταλεπτώς· ακόμη του είπε ότι ονομάζεται Πέτρος, και συνίστα εις τον Πάπαν να μη βραδύνη να τον κουρεύση Καλόγηρον, δια να πληρώση την υπόσχεσιν που έδωσεν εις τον Θεόν. Ο δε Πάπας ευθύς ως εξύπνησεν, επήγεν εις την Εκκλησίαν του κορυφαίου Πέτρου· έτυχε δε και ήτο τότε Κυριακή, ήτο δε πλήθος πολύ ανθρώπων συνηθροισμένον μέσα εις την Εκκλησίαν και όλους εκείνους και όσους ήρχοντο τους παρετήρει με προσοχήν μήπως αναγνωρίση τον άνθρωπον εκείνον, τον οποίον είδεν εν τη νυκτερινή οπτασία. Και ιδού βλέπει τον άνθρωπον, όστις έστεκε μέσα εις το πλήθος και παρευθύς ένευσεν εις αυτόν να τον πλησιάση. Τούτο το έκαμε δύο και τρεις φορές, αλλ’ ο Πέτρος δεν αντελήφθη. Ο δε Πάπας, όταν είδεν, ότι δεν εννοεί με το νεύμα, ήρχισε να τον καλή με το όνομά του λέγων: Εσέ λέγω, Πέτρε, όστις ήλθες από την Ελλάδα τώρα· δεν είσαι συ εκείνος τον οποίον εξήγαγεν από την φυλακήν του Σαμαρά ο μέγας και θαυματουργός Νικόλαος; Διατί δεν ακούεις να έλθης όπου σε καλώ; Εθαύμασε τότε ο Πέτρος ότι ο Πάπας τον εγνώρισεν, ενώ δεν τον είχεν ίδει ποτέ, και με πολλήν ταπεινοφροσύνην απεκρίθη· εγώ είμαι ο δούλος σου, μακαριώτατε Δέσποτα. Και ο Πάπας λέγει προς αυτόν. Μη θαυμάζης, αδελφέ Πέτρε, ότι σε καλώ δια του ονόματός σου, ενώ δεν σε είδον ποτέ άλλην φοράν· διότι ο μέγας Πατήρ ημών Νικόλαος ταύτην την νύκτα εφάνη εις τον ύπνον μου και μου είπε τα κατά σε και μάλιστα ότι υπεσχέθης να γίνης μοναχός δια να πληρώσης την προς τον Θεόν υπόσχεσίν σου. Αυτά είπε προς αυτόν ο Πάπας, και παρευθύς έμπροσθεν εις όλον το πλήθος του λαού τον έκαμε καλόγηρον και αφιέρωσεν αυτόν εις τον Θεόν. Έμεινε δε εκεί με τον Πάπαν ο του Θεού άνθρωπος ολίγον καιρόν και διδαχθείς υπ’ αυτού ικανώς τους ψυχωφελείς και σωτηρίους λόγους, κατόπιν μετ’ ευλογίας και ειρήνης ανεχώρησεν από την παλαιάν Ρώμην. Του είπε δε ο Πάπας πορεύου εις οδόν ειρήνης, θείον τέκνον μου, και ο Θεός να είναι μετά σου ενδυναμώνων σε εις παν έργον αγαθόν, και να σε διαφυλάττη από τας παγίδας και τα τεχνάσματα του διαβόλου, δια να αξιωθής της Βασιλείας των ουρανών. Τότε λοιπόν ο θείος Πέτρος έπεσεν εις τους πόδας του Πάπα και έλεγε: σώζου και υγίαινε και συ, μακαριώτατε Πάπα και μαθητά του Χριστού και υπήκοε του ιδικού μου ελευθερωτού θαυματουργού Νικολάου. Και ασπασάμενος αυτόν και όλους τους ευρεθέντας εκεί ιερείς και κληρικούς, ανεχώρησεν από την Παλαιάν Ρώμην δεόμενος και παρακαλών τον Θεόν να κατευοδωθή εις το πανάγιον αυτού θέλημα. Και Θεού οικονομία εύρε την ώραν εκείνην πλοίον και επεβιβάσθη εις αυτό, το οποίον ανεχώρησε με καιρόν ευνοϊκόν. Αφού έπλευσεν ολίγας ημέρας έφθασεν εις ένα λιμένα όπου ηγκυροβόλησαν οι ναύται και εξήλθον εις την γην, πορευθέντες εις το χωρίον δια να παρασκευάσουν άρτον. Έτυχε λοιπόν και επήγαν εις οίκον τινά του χωρίου εκείνου, εις τον οποίον όσοι ήσαν μέσα ήσαν ασθενείς από λοιμικήν ασθένειαν. Οι δε ναύται όταν έψησαν τους άρτους εις τους κλιβάνους εκάθησαν και έτρωγον. Έπειτα είπον ενός συντρόφου των· αδελφέ, πάρε ένα δύο άρτους τώρα που είναι ζεστοί, και ύπαγε εις το πλοίον ίνα φάγη ο πλοίαρχος και ο αββάς μας. Ως δε ήκουσεν ο οικοδεσπότης περί του αββά, τους λέγει· παρακαλώ σας, αδελφοί, δια την αγάπην του Θεού, φέρετε μαζί σας τον αββάν να μας ευλογήση πριν αποθάνωμεν, διότι εγώ και ο υιός μου ευρισκόμεθα εις τα πρόθυρα του θανάτου από την μεγάλην μας ασθένειαν, καθώς μας βλέπετε και σεις. Ακούσαντες οι άνθρωποι εκείνοι τους λόγους τούτους πολύ ελυπήθησαν, τόσον ώστε εδάκρυσαν. Επήγαν λοιπόν εις το πλοίον και είπον την υπόθεσιν εις τον αββάν. Ο δε Άγιος Πέτρος δεν ήθελε να υπάγη από ταπεινοφροσύνην. Ότε όμως είπον εις αυτόν ότι οι ασθενείς είναι εις την ώραν του θανάτου, φοβηθείς τον Θεόν εκίνησε και επήγεν ομού με τους ναύτας. Καθώς δε διέβη την θύραν του οίκου, όπου έκειντο οι ασθενείς και εχαιρέτησε τον οικοδεσπότην, παρευθύς, ω του θαύματος! εσηκώθη εις ασθενής, ως να ηγείρετο από του ύπνου, και δραμών έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου, και μετά δακρύων κατεφίλει αυτούς· ο δε Άγιος λαβών αυτόν από των χειρών τον ήγειρε και έλαβε παρευθύς ο ασθενής την υγείαν του· τότε αυτός ο πρώην ασθενής έλαβε τον Άγιον από την χείρα και τον περιέφερεν εις όλα τα κρεββάτια των ασθενών, ίνα τους ευλογήση· ο δε Άγιος εποίει το σημείον του Σταυρού εις κάθε ασθενή και όλοι με την βοήθειαν του Θεού και την ευχήν του Αγίου ηγέρθησαν υγιείς χωρίς ασθένειαν και εδόξαζον τον Θεόν, όστις τους ηυσπλαγχνίσθη και έστειλε τον πνευματικόν ιατρόν και τους ιάτρευσε. Τότε οι ναύται ομού με τον Όσιον επανήλθον εις το πλοίον, οι δε ναύται διηγήθησαν εις τον πλοίαρχον το θαύμα εις το οποίον παρέστησαν μάρτυρες. Και πρώτον μεν έδωκαν δόξαν εις τον Θεόν· έπειτα έπεσον όλοι και του έκαμαν μετάνοιαν και εζητούσαν συγχώρησιν και ευλογίαν από αυτόν. Ο δε Άγιος τους ηυχήθη όλους μικρούς και μεγάλους. Ο δε οικοδεσπότης εκείνος, όστις ιατρεύθη από τον Όσιον, παρέλαβεν άρτον και οίνον και έλαιον και επήγε με όλους τους ιατρευθέντας εις το πλοίον, όπου ήτο ο Όσιος, και εις τας χείρας των εκράτουν τα δώρα και τα προσέφερον εις τον Άγιον. Ο δε του Θεού άνθρωπος την μεν καλήν των προαίρεσιν εδέχθη, τα δε όσα εκρατούσαν δεν παρεδέχετο να τα πάρη, εκείνοι δε μετά δακρύων έλεγον όλοι· Άγιε του Θεού και ημών ευεργέτα, εάν δεν πάρης την μικράν μας δωρεάν, δεν θα επιστρέψωμεν εις τον οίκον μας. Ο δε Άγιος μετά μεγάλης βίας εδέχθη να κρατήση τα τρόφιμα, μάλιστα επειδή τον παρεκάλεσαν ο πλοίαρχος και οι ναύται, τα επήρε δε και τα έδωκεν εις το πλήρωμα του πλοίου να τα γευθούν με όλους τους ευρεθέντας εκεί. Εκείνοι δε όπου τα έφερον επέστρεψαν χαίροντες και δοξάζοντες τον Θεόν, και τον Όσιον ευχαριστούντες. Αναχωρήσαντες εκείθεν επήγαινον εις τον δρόμον των χαίροντες και ευλογούντες τον Θεόν, και διηγούμενοι το θαύμα του πατρός, και μάλιστα εθαύμαζον ότι έτρωγεν από της μιας εσπέρας έως την άλλην εσπέραν μίαν ουγγίαν άρτου (η ουγγία είναι 32 γραμμάρια περίπου), και έπινε ποτήριον ύδατος από την θάλασσαν. Πλέοντες λοιπόν και προχωρούντες έφθασαν μετ’ ολίγας ημέρας εις ένα ήσυχον και καλόν λιμένα και ηγκυροβόλησαν. Ο δε Άγιος Πέτρος ηθέλησε να αναπαυθή επί μικρόν, και μόλις απεκοιμήθη ολίγον βλέπει την Υπεραγίαν Θεοτόκον περιβεβλημένην με πολλήν δόξαν, τιμήν και λαμπρότητα και με παρρησίαν μεγάλην, πλησίον της δε ίστατο ο Άγιος Νικόλαος με πολύν φόβον και ευλάβειαν και την παρεκάλει λέγων· ω Δέσποινα Θεοτόκε και Κυρία του κόσμου, επειδή τούτον τον δούλον σου ηλευθέρωσας από την πικράν εκείνην αιχμαλωσίαν με το πανάγιον θέλημα του Σου Υιού και Θεού ημών, δείξον εις αυτόν και τόπον ήσυχον, δια να εκτελή το θέλημα του Θεού καθ’ όλην του την ζωήν. Καθώς μόνος του το υπεσχέθη. Τότε η Κυρία Θεοτόκος στραφείσα είπεν εις τον Άγιον Νικόλαον· η κατοίκησις και η ανάπαυσις αυτού δεν δύναται να ευρεθή αλλού παρά μόνον εις το του Άθωνος όρος, το οποίον έλαβον από τον Υιόν μου και Θεόν εις κληρονομίαν ιδικήν μου, ίνα, όσοι θέλουν να αναχωρήσουν από τας κοσμικάς φροντίδας και την ταραχήν του κόσμου, μεταβαίνουν εκεί δια να δουλεύουν τον Θεόν απερισπάστως και χωρίς απασχόλησιν· και δια του νυν θα λέγεται Άγιον Όρος και κήπος ιδικός μου. Αγαπώ δε εξαιρέτως και βοηθώ εκείνους, όσοι μεταβαίνουν εις το Όρος αυτό να δουλεύσουν ολοψύχως τω Θεώ, και θέλει έλθει καιρός οπότε τούτο θα γεμίση απ’ άκρου έως άκρου με πλήθος μοναχών. Επί τούτω χαίρει και αγαλλιά το πνεύμα μου, διότι ούτοι αινούν και δοξολογούν δια παντός το όνομα του εμού Υιού και Θεού· δεν θέλω δε χωρισθή απ’ αυτών αληθώς, εάν και ούτοι φυλάττουν τας εντολάς Αυτού, θέλω δε μεγαλύνει το όνομα του Όρους αυτού εις Ανατολήν και Δύσιν, Νότον και Βορράν, και ακουστόν θέλω ποιήσει αυτό εις όλον τον κόσμον, τους δε υπομένοντας εις αυτό θλίψιν και στενοχωρίαν μεγάλων χαρισμάτων θέλω αξιώσει αυτούς εν τη μεγάλη ημέρα του Υιού μου, και θέλουν έχει εξ εμού μεγάλην βοήθειαν, διότι θα τους ανακουφίζω εις τους πόνους και κόπους αυτών, και θα αποδιώκω τους νοητούς και αισθητούς πειρασμούς των εχθρών του Υιού μου απ’ αυτών. Ταύτα η Υπεραγία Θεοτόκος είπεν εν οράματι εις τον Όσιον Πέτρον· αλλ’ ας γνωρίση ο καθείς από την έκβασιν των πραγμάτων της ψυχωφελούς ταύτης διηγήσεως την πολλήν ευσπλαγχνίαν του Χριστού και την αγάπην του Αγίου Νικολάου, την οποίαν έδειξεν εις τον δούλον του Θεού, και της Υπεραγίας Θεοτόκου την μεγίστην βοήθειαν, την οποίαν έδωσε προς τον ικέτην της. Ακόμη ας ίδη και την υπομονήν και πίστιν του Αγίου Πέτρου, και πως απέδωκε τας ευχάς του τω Θεώ καθώς έταξε. Λοιπόν εξύπνησε παρευθύς ο Όσιος, και του εφαίνετο ότι ακόμη βλέπει την οπτασίαν, και ηυχαρίστησε τον Θεόν δι’ όσα τον ηξίωσε και είδεν. Ήτο δε τότε έως Τρίτη ώρα της ημέρας, οι δε ναύται ως είδον τον καιρόν καλόν και τον άνεμον επιτήδειον ήπλωσαν τα ιστία και εσυνέχισαν το ταξίδιόν των ανεμποδίστως. Και ως έφθασαν πλησίον του Αγίου Όρους χαίροντες και ευθυμούντες, θαύμα μέγα εγένετο. Εστάθη το πλοίον πλησίον της Μονής της Παναγίας, ανάμεσα εις το ναυπηγείον και την θέσιν καλουμένην Περδίκι, και πλέον μήτε εμπρός επήγαινε, μήτε οπίσω· και ενώ τα ιστία εκινδύνευον βα σχισθούν από την δύναμιν του ανέμου, το πλοίον ίστατο ωσάν να ήτο αραγμένον. Τούτο το απροσδόκητον θαύμα ως είδον οι ναύται ηπόρησαν, και έλεγον ο εις προς τον έτερον. Τάχα τι να είναι τούτο, το οποίον μας εμποδίζει τον δρόμον μας; Ο άνεμος είναι καλός, το βάθος της θαλάσσης πολύ και το πέλαγος ανοικτόν· αλλά ίσως κάτι να επταίσαμεν εις τον Θεόν και θέλει να μας καταποντίση εδώ. Ταύτα κλαίοντες και αναστενάζοντες έλεγον, ο δε Άγιος Πέτρος λέγει προς αυτούς· τέκνα μου εν Κυρίω, ειπέτε μου πως λέγεται το όρος τούτο. Ίσως δυνηθώ να παρηγορήσω την λύπην σας, με την βοήθειαν του Θεού, και να λύσω την απορίαν σας. Εκείνοι δε είπον· τούτο ονομάζεται όρος του Άθωνος, τίμιε πάτερ. Λοιπόν, λέγει ο Άγιος, να ηξεύρετε, τέκνα μου, ότι δι’ εμέ έγινεν ο εμποδισμός του πλοίου σας, και εάν δεν με αποβιβάσετε δια να με αφήσετε εις τούτον τον τόπον, δεν θα δυνηθήτε ν’ αναχωρήσετε απ’ εδώ. Εκείνοι δε, καθώς ήκουσαν ταύτα από τον Άγιον, πολύ ελυπήθησαν δια την υστέρησίν του. Τότε και μη θέλοντες ηναγκάσθησαν και απεβίβασαν τον Άγιον έξω εις την άκραν του Όρους. Έλεγον δε οι ναύται μετά πόνου καρδίας προς τον Άγιον· αλλοίμονον εις ημάς, ότι μεγάλην σκέπην και βοήθειαν εστερήθημεν σήμερον από την αγιωσύνην σου, πάτερ Άγιε. Ο δε Άγιος τους ηυχήθη, και είπεν· ο Θεός ο φιλάνθρωπος, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών, Αυτός να σας διαφυλάττη από πάσης βλάβης ψυχής τε και σώματος, και εμένα τον αμαρτωλόν να με σκεπάση με τας αγίας χείρας Του από τας τέχνας του διαβόλου, και να με ενδυναμώση εις το πανάγιόν Του θέλημα, όπως θεαρέστως δουλεύσω Αυτόν. Είτα νουθετήσας αυτούς και ευλογήσας και ασπασάμενος αυτούς, εσταύρωσε το πλοίον τρεις φοράς δια της χειρός του και είπεν· υπάγετε, αδελφοί μου, εις οδόν ειρήνης, και ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να είναι μαζί σας πάντοτε εις τους αιώνας· Αμήν. Και τοιουτοτρόπως τους κατευώδωσεν εις το καλόν. Αφού ο μακάριος Πέτρος έμεινε μόνος εστάθη και προσηυχήθη· είτα ποιών το σημείον του Σταυρού εις όλον του το σώμα, ήρχισε να αναβαίνη από μίαν οδόν στενήν και δυσκολοπεριπάτητον από το δάσος των δένδρων, εις την οποίαν άνθρωπος ποτέ δεν είχε περάσει, μόνον δε ίχνη αγρίων θηρίων εφαίνοντο. Δια τούτο με πολύν κόπον και με πολύν ιδρώτα κατώρθωσε να ανέλθη υψηλότερα και να εύρη ολίγον τόπον επίπεδον, γυμνόν από δένδρα, έχοντα και αέρα καλόν και υγιέστατον· εκεί εκάθησεν ολίγον και ανεπαύθη. Είτα πάλιν ηγέρθη και ήρχισε να αναζητή τόπον επιτήδειον, ίνα ησυχάζη και αναπαύεται. Αφού δε πολλούς και υψηλούς τόπους και ράχεις και λάκκους της γης, και βουνά και λαγκάδια περιεπάτησε, ευρήκε τέλος ένα σπήλαιον βαθύ και πολύ σκοτεινόν, με πολλά δένδρα κλεισμένον και αφανές· εις αυτό ευρίσκοντο αναρίθμητα ερπετά και θηρία φαρμακερά, αλλά και πλήθη δαιμόνων ως η άμμος της θαλάσσης, οι οποίοι, ως είδον τον Άγιον, πολύ εσκληρύνθησαν. Δια τούτο και πολλούς πειρασμούς εσήκωσαν εναντίον του Αγίου, τους οποίους δεν δύναται γλώσσα ανθρώπου να διηγηθή, ουδέ να τους ακούση· ο Άγιος όμως έκοψε ολίγα κλαδία απ’ εκείνο το δάσος, όπου εσκέπαζον την θεόκτιστον θύραν τού σπηλαίου εκείνου, και τότε εισήλθεν εις αυτό, και προσηύχετο ημέρας και νυκτός, και με θερμήν αγάπην ανέπεμπε τας ευχάς και ευχαριστίας τω Θεώ με προθυμίαν μεγάλην. Δεν είχον εισέτι παρέλθει δύο εβδομάδες αφ’ ότου ο Άγιος εισήλθεν εντός του σπηλαίου, και ο του φθόνου πατήρ και του ψεύδους ευρετής διάβολος, μη δυνάμενος να υπομείνη την τόλμην, την ανδρείαν και την υπομονήν αυτού, διήγειρεν όλους τους δαίμονας εναντίον του, ίνα τον πολεμήσουν· και άλλοι μεν έβαλον κατ’ αυτού με τα ακόντια, άλλοι δε με τα τόξα και τα βέλη γύρωθεν του σπηλαίου, εκεί όπου ηγωνίζετο τον αγώνα της μαρτυρικής του αθλήσεως, οι δε λοιποί δαίμονες εκύλιον έξωθεν βράχους, και μεγαλοφώνως έλεγον προς αυτόν: Έξελθε ταχέως από την κατοικίαν μας, άλλως τώρα εντός αυτής θα σε θανατώσωμεν. Ταύτα βλέπων και ακούων ο Άγιος από τους ακαθέρτους δαίμονας, ενόμισεν ότι αφεύκτως θέλει αποθάνει. Ο Θεός όμως εφύλαξεν αυτόν αβλαβή από την κακουργίαν αυτών, έχων τας ελπίδας του εστηριγμένας εις τον Θεόν, εξελθών δε από το σπήλαιον είδε πλήθη αναρίθμητα δαιμόνων, έτοιμα να τον σπαράξουν. Τότε ο Άγιος εσήκωσε τους οφθαλμούς της ψυχής και του σώματος εις τον ουρανόν και εδέετο και παρεκάλει την Υπεραγίαν Θεοτόκον να έλθη να τον βοηθήση, και έλεγε μεγαλοφώνως·Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθει με τον δούλον Σου. Οι δε δαίμονες, ότε ήκουσαν το όνομα της Παναγίας, παρευθύς εγένοντο άφαντοι, ο δε Άγιος ηυχαρίστησε την Υπεραγίαν Θεοτόκον, ήρχισε δε πάλιν τον καλόν αγώνα της ασκήσεως και προσευχόμενος έλεγε· Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου, μη εγκαταλίπης με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον Σου. Απ’ εκείνης της ώρας δεν ηκούοντο πλέον αι φωναί των δαιμόνων. Μετά πεντήκοντα ημέρας ήλθον πάλιν οι μιαροί δαίμονες με άλλο σχήμα, όμοιοι με τα θηρία και ερπετά του όρους και εισήλθον εις το σπήλαιον όπου ησκήτευεν ο Άγιος. Τότε οι μεν ως θηρία φαινόμενοι ώρμησαν εναντίον του Αγίου να τον θανατώσουν, οι δε ως όφεις και δράκοντες εδοκίμαζον να τον καταπίουν. Ο δε Άγιος ποιήσας το σημείον του Σταυρού κατέστησεν όλους τους δαίμονας ανικάνους να τον βλάψουν, επικαλεσάμενος δε το όνομα του Δεσπότου Χριστού και της Υπεραγίας Θεοτόκου εξεδίωξαν άπαντας. Έκτοτε παρήλθεν εν έτος και ο Άγιος πατήρ ημών Πέτρος με ησυχίαν πολλήν ησκήτευε με όσην δύναμιν και αν είχε, κατανικών πάντοτε τον πολέμιον δράκοντα διάβολον και τας επιβουλάς του. Αλλά ο κατηραμένος από Θεού διάβολος δεν ησύχασε. Και τι εμηχανεύθη ο παμμίαρος; Γίνεται όμοιος με νέον τινά, όστις ήτο από την οικογένειαν του Οσίου Πέτρου και μόλις έρχεται εις το σπήλαιον του Αγίου, με πολλήν αναισχυντίαν επροσποιήθη ότι τον εναγκαλίζεται και τον ασπάζεται ο πάσης μνησικακίας και φθόνου πεπληρωμένος. Κατόπιν εκάθησε και ήρχισε μετά δακρύων να λέγη τοιούτους θρηνητικούς λόγους προς τον Άγιον. Ηκούσαμεν από πολλούς, αυθέντα μου τιμιώτατε και λογιώτατε, ότι οι βάρβαροι και άθεοι σε συνέλαβον εις τον πόλεμον και σε ωδήγησαν αιχμάλωτον εις το φρούριον του Σαμαρά, εκεί δε σε παρέδωκαν εις τον αυθέντην του τόπου εκείνου, εκείνος δε πάλιν σε ενέκλεισεν εις κακήν φυλακήν με βαρείας αλύσεις, πάλιν όμως ο φιλάνθρωπος Θεός μας ελυπήθη και δια πρεσβειών του τρισμάκαρος Νικολάου από της βρωμεράς εκείνης φυλακής σε εξήγαγε και εις την παλαιάν Ρώμην σε αποκατέστησε· δια τούτο και όσοι ευρισκόμεθα εις τον οίκον σου τον περίφημον, μάλιστα εγώ ο δούλος σου από όλους περισσότερον εκαίετο η καρδία μου να σε ιδώ με τους οφθαλμούς μου και να ακούσω την σοφωτάτην και γλυκυτάτην φωνήν σου και εκλαίομεν όλοι απαρηγόρητα την υστέρησίν σου· δια τούτο και πολλάς πόλεις και χώρας επεριπατήσαμεν και κάθε έρημον τόπον και ουδαμού ηδυνήθημεν να σε εύρωμεν και να απολαύσωμεν το αγαπημένον και αγγελόμορφον πρόσωπόν σου. Λοιπόν αφού δεν ηδυνήθημεν να σε εύρωμεν ή και να μάθωμεν τι έγινες, ηρχίσαμεν να παρακαλούμεν τον μέγαν Νικόλαον, λέγοντες προς αυτόν, Πανάγιε Νικόλαε, συ πολλά καλά έκαμες εις τον κόσμον και κάμνεις. Συ και τον αυθέντην μου ηλευθέρωσες από την πικράν εκείνην αιχμαλωσίαν, συ φανέρωσέ μας αυτόν παρακαλούμεν σε. Ο δε των επικαλουμένων βοηθός Νικόλαος απεκάλυψεν εις ημάς σε τον κεκρυμμένον πολύτιμον θησαυρόν, και δεν μας υπερείδε τους αναξίους, αλλά ταχέως μας εφανέρωσε σε τον πολυαγαπημένον. Τώρα λοιπόν άλλο δεν απέμεινε παρά μόνον να με ακούσης τον δούλον σου, κύριέ μου, να λάβης τον κόπον να επανέλθωμεν εις τον οίκον μας τον καλόν και περίδοξον, δια να σε ίδουν οι ιδικοί και φίλοι να χαρούν, και να δοξασθή ο Θεός, ο πάντοτε δοξαζόμενος. Και περί της ησυχίας μη έχης τόσην φροντίδα, διότι είναι και εκεί πολλά ησυχαστήρια και μοναστήρια, θέλεις μέσα εις την πόλιν, θέλεις έξω της πόλεως, καθώς το ηξεύρεις και η τιμιότης σου καλύτερα, εις τα οποία, καθώς ελπίζω εις τον Θεόν, θέλεις περάσει ησυχαστικώτερα εις όλην σου την ζωήν. Αλλά και συ ο ίδιος διάκρινε και ειπέ την αλήθειαν, εις ποίον εκ των δύο περισσότερον θεραπεύεται ο Θεός, εις την αναχώρησιν του κόσμου ή την ωφέλειαν των ψυχών των ανθρώπων, ή εις το να περιπατής μέσα εις τους βράχους και να ησυχάζης δια να σωθής μόνος. Ενώ αν σώσης και καμμίαν ψυχήν πεπλανημένην υπό του διαβόλου με την γλυκυτάτην σου διδαχήν και παραίνεσιν, υπερβάλλεις τους πολλούς κόπους των ερημιτών ασκητών και αληθεύει τον λόγον μου ο Θεός, όστις λέγει δια του Προφήτου· «ο εξάγων άξιον εξ αναξίου ως το στόμα μου έσται»· επειδή είναι πολλά πλήθη ανθρώπων παραδεδομένα εις άμετρα πάθη εις τον τόπον μας, τα οποία έχουν ανάγκην διδασκάλου τινός μετά Θεόν, ίνα τους επιστρέψη εις θεογνωσίαν από την πλάνην του διαβόλου· λοιπόν πολύς μισθός σου ετοιμάζεται από Θεού. Τι λοιπόν συλλογίζεσαι; Τι αμελείς; Τι περιμένεις και δεν κάμνεις τον δρόμον μετά του ηγαπημένου σου φίλου και δούλου, όστις από μέσης ψυχής σε αγαπά και είναι αγαθός σύμβουλος; Αυτά και άλλα περισσότερα είπεν ο δαίμων, ο δε Άγιος ήρχισε να ταράσσεται και να τρέμη η καρδία του από τους λογισμούς του δαίμονος. Διότι ούτω ταράσσεται η ψυχή του ανθρώπου, όταν έρχεται προς αυτόν ο δαίμων, ενώ εις την παρουσίαν του Αγγέλου του Θεού χαίρει. Τόσον λοιπόν ελυπήθη ο Όσιος, ώστε εδάκρυσε και εβράχη το πρόσωπόν του, και λέγει προς τον δαίμονα. Ήξευρε καλώς, ότι εις τούτον τον τόπον δεν με έφερεν άλλος κανείς, μήτε Άγγελος, μήτε άνθρωπος, αλλά μόνον ο Θεός και η Υπεραγία Θεοτόκος· και εάν δεν είναι με το ιδικόν των θέλημα, δεν ημπορώ να απομακρυνθώ από τον τόπον τούτον. Ο δε δαίμων, μόλις ήκουσε το πανάγιον όνομα της Θεοτόκου, παρευθύς εγένετο άφαντος, ο δε μακάριος Πέτρος εθαύμασε την πανουργίαν του δαίμονος· ποιήσας δε το σημείον του Τιμίου Σταυρού ησύχαζε πάλιν εν τω σπηλαίω αυτού και ήρχιζε να αγωνίζεται μετά ταπεινώσεως και συντριβής καρδίας εν προσευχή, εγκρατεία τε και νηστεία τοσούτον, ώστε έφθασεν εις μέτρον αγάπης αληθινής και εις καθαρότητα νοός. Ο δε παμμίαρος δαίμων πάντοτε ελυπείτο και ηδημόνει. Δια τούτο δεν έπαυσεν επιβουλεύων τον Όσιον μήπως δυνηθή να ελαττώση την δύναμιν της εις Θεόν αρετής του και προθυμίας. Από τον δεύτερον αυτόν πειρασμόν παρήλθον επτά έτη και μεταμορφώνεται πάλιν ο ακάθαρτος δαίμων ως Άγγελος Κυρίου, κρατών εις τας χείρας σπάθην γυμνήν και ήλθε και εστάθη πλησίον της εισόδου του σπηλαίου και εκάλεσε τον Όσιον εξ ονόματος λέγων· Πέτρε, υπηρέτα γνήσιε του Χριστού, έξελθε ίνα ακούσης μυστήρια Θεού και λόγους ψυχωφελείς και καλούς. Ο δε Όσιος είπε· και ποίος είσαι συ, όπου θέλεις να μοι είπης καλούς και ψυχωφελείς λόγους; Ο δε δαίμων απήντησεν· εγώ είμαι αρχιστράτηγος του Θεού και με απέστειλε να σου φέρω μηνύματα καλά. Δια τούτο ανδρίζου και ενδυναμού και χαίρε, ότι σου ητοιμάσθη θρόνος θεϊκός και στέφανος αμαράντινος. Τώρα λοιπόν αποφάσισε να αφήσης τον τόπον τούτον, και να υπάγης εις τον κόσμον, δια να ωφεληθούν πολλαί ψυχαί ανθρώπων· ότι δια τούτο και ο Κύριος εξήρανε την πηγήν του ύδατος όπου έπινες, διότι βούλεται να σε μετατοπίση. Ο ίδιος δε ο κακότεχνος διάβολος, ο εφευρέτης παντός κακού και πάνσοφος εις πάσαν πονηρίαν, προέστειλε δαίμονα και ημπόδιζε το ύδωρ, ώστε να μη τρέχη διόλου. Τότε ο Όσιος Πέτρος είπε προς αυτόν με σχήμα ταπεινόν· και ποίος είμαι εγώ ο ταπεινός και αναξιώτατος αμαρτωλός δια να έλθη Άγγελος Κυρίου εις εμέ; Ο δε διάβολος είπεν· εις τούτο μη θαυμάσης, ότι εις τους καιρούς τούτους συ ενίκησες τους παλαιούς Αγίους και Προφήτας, τον Μωϋσήν, τον Ηλίαν και τον Δανιήλ, και μέγας Άγιος εκλήθης εις τους ουρανούς δια το τέλειον της υπομονής σου. Τον Ηλίαν ενίκησας εις την ατροφίαν, τον Δανιήλ εις την κατοίκησιν μετά των ερπετών των θανατηφόρων, και τον Ιώβ εν τη καρτερία της υπομονής. Λοιπόν ύπαγε και μόνος σου να ίδης με τους οφθαλμούς σου και να πιστεύσης την στέρησιν του ύδατος και πορεύσου ταχέως εις τα του κόσμου μοναστήρια, και εκεί θέλω είμαι μαζί σου δια να ωφεληθούν πολλοί, λέγει Κύριος παντοκράτωρ. Τότε ο Όσιος λέγει προς τον φαινόμενον ψευδάγγελον· εγώ, εάν δεν έλθη η Κυρία μου Θεοτόκος, ήτις με έστειλεν εδώ και ο εν ανάγκαις βοηθός μου Νικόλαος, από εδώ δεν φεύγω. Ο δε διάβολος, μόλις ήκουσε της Παναγίας το όνομα, παρευθύς εξηφανίσθη από των οφθαλμών του Αγίου. Τότε ο μακαριώτατος Πέτρος εγνώρισε την επιβουλήν του εχθρού και όλην την αδυναμίαν αυτού και εστάθη εις προσευχήν λέγων: Ω Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός μου και ο Κύριός μου, ο εχθρός μου διάβολος περιέρχεται ωρυόμενος ζητών να καταπίη εμέ τον αμαρτωλόν· αλλά συ, Κύριε, μη εγκαταλίπης με τη κραταιά σου χειρί. Αυτά είπε και πάλιν ησύχασεν εν τω σπηλαίω αυτού, ευχαριστών τον Θεόν. Κατά δε την νύκτα εκείνην φαίνεται εις τον ύπνον αυτού η ταχεία βοήθεια των Χριστιανών, η Θεοτόκος, και ο μέγας Νικόλαος, και λέγει προς αυτόν. Πέτρε, γίνωσκε από τώρα πλέον να μη φοβήσαι τας πανουργίας του εχθρού, διότι ο Θεός είναι μαζί σου, και χωρίς άλλο αύριον αποστέλλεται Άγγελος ίνα σου φέρη ουράνιον φαγητόν. Και εις τούτο είναι παρά Θεού προστεταγμένος να έρχεται εις σε επί τεσσαράκοντα ημέρας, και θέλει σου δείξει και το μάννα, ίνα το έχης ως τροφήν. Αυτά είπεν η Δέσποινα του κόσμου και την ειρήνην δούσα εις αυτόν ανεχώρησεν. Ο δε Όσιος του Θεού πεσών προσεκύνησεν εις τον τόπον όπου εστάθησαν οι πανάχραντοι πόδες της Υπεραγίας Θεοτόκου, και του μεγάλου πατρός Νικολάου, μεγάλως ευχαριστήσας τον Θεόν ότι τον ηξίωσε και είδε τοιαύτα μυστήρια φοβερά. Την δε πρωΐαν ήλθεν Άγγελος του Θεού του Υψίστου φέρων εις αυτόν την ουράνιον τροφήν, του έδειξε δε και το μάννα, καθώς του είπεν η Υπεραγία Θεοτόκος, και απήλθεν εις ουρανούς. Ο δε Όσιος εδόξασε τον Χριστόν και την Πανάχραντον αυτού Μητέρα την Οδηγήτριαν, ησύχαζε δε πάλιν ασκητεύων μόνος εις μόνον τον Θεόν προσευχόμενος χρόνους ολοκλήρους πεντήκοντα τρεις. Αλλά και αι συχναί φαντασίαι των δαιμόνων έλειψαν με την βοήθειαν του Θεού, ουδέ ανθρώπου ομοίωμα είδε τόσους χρόνους. Δεν έτρωγεν άλλο τίποτε ειμή μόνον το μάννα εκείνο, το οποίον έπιπτεν ως δρόσος και ύστερον έπηζε και εγίνετο ως μέλι. Ήτο δε ολόγυμνος όπως την ώραν που εγεννήθη. Ουδέ σκέπασμα είχεν ή άλλο τίποτε από όσα χρειάζεται η ανθρωπίνη φύσις, μόνον τον ουρανόν είχε σκέπην και την γην ηγαπημένην του κλίνην, ούτω δε έζησεν ως ένσαρκος Άγγελος επί της γης ο μακάριος και το μεν θέρος εκαίετο από το καύμα του ηλίου, τον δε χειμώνα εξηραίνετο από τον παγετόν της νυκτός, υπέμενε δε όλα τα λυπηρά μεγαλοψύχως και ανδρικώς υπέρ άνθρωπον, δια την μέλλουσαν ζωήν. Έδειξε δε ο μακάριος με έργον και άσκησιν, ότι εμιμήθη εκείνους τους αγίους και αγγελόφρονας πατέρας γενόμενος τύπος και καλόν παράδειγμα εις τους μεταγενεστέρους μοναχούς, πως πρέπει ο τέλειος ασκητής να αγωνίζεται. Όταν δε ηθέλησεν ο Θεός να φανερώση την αγγελικήν του πολιτείαν εις τους ανθρώπους, ακούσατε πως και με ποίον τρόπον ωκονόμησεν την εύρεσίν του. Κυνηγός τις έλαβε το τόξον του με τα βέλη και επήγεν εις το όρος του Άθωνος ίνα κυνηγήση. Διαβάς δε πολλούς κρημνούς και κοιλάδας, ράχεις υψηλάς και δάση πυκνότατα, έφθασε τέλος εις εκείνο το μέρος όπου ήτο ο Όσιος, αγωνιζόμενος την αγγελικήν εκείνην διαγωγήν, δια να κερδίση τον πραγματικόν και άφθαρτον ουράνιον πλούτον. Αίφνης πλησίον του Αγίου παρουσιάσθη μία μεγάλη και ωραιοτάτη έλαφος, ήτις επήδα και έπαιζεν εις τον τόπον όπου ευρέθη. Ο δε κυνηγός, όταν είδε τοιούτον καλόν κυνήγιον, αφήκεν όλα τα άλλα ζώα και μόνον εκείνο απεφάσισε να κυνηγήση. Η δε έλαφος, ως να την ωδήγει κανείς, ήλθε και εστάθη εις το σπήλαιον του Αγίου. Ο κυνηγός επεριπάτει κατόπιν της ελάφου και στοχαζόμενος με ποίον τρόπον να την κερδίση, εν ω ητοιμάζετο να ρίψη το βέλος του κατά του ζώου, ιδών καλά βλέπει εις το δεξιόν μέρος του σπηλαίου ένα άνθρωπον με μακράν γενειάδα και με κατάλευκον κόμην, τα οποία εσκέπαζον το ήμισυ του σώματός του. Ήτο ολόγυμνος και φύλλα μόνον βοτάνων είχεν ως ζώνην, τα οποία τον εσκέπαζον από την μέσην και κάτω, μη έχοντα άλλο τι ένδυμα. Αυτόν όταν είδεν ο κυνηγός εταράχθη όλος και πολύ εφοβήθη. Δια τούτο αφήκε το κυνήγιον και ήρχισε να τρέχη με όσην δύναμιν είχε, νομίζων ότι το όραμα εκείνο ήτο φαντασία δαιμονική. Ο δε Όσιος Πέτρος λέγει προς τον κυνηγόν μεγάλη τη φωνή· τι φοβείσαι, άνθρωπε; Τι φεύγεις, αδελφέ, από εμένα; Ήξευρε ότι και εγώ άνθρωπος είμαι όπως και συ, και όχι φάντασμα καθώς νομίζεις. Έλα εδώ πλησίον μου να σου διηγηθώ όσα έπαθα εις όλην μου την ζωήν, διότι δια τούτο σε έστειλεν ο Θεός εδώ. Ο δε άνθρωπος με πολύν φόβον επέστρεψε. Τότε ο Όσιος, κάμνων μετ’ αυτού τον εν Χριστώ ασπασμόν, λέγει· έχε θάρρος, αδελφέ, και μη φοβείσαι από ένα άνθρωπον ταλαίπωρον και αμαρτωλόν, ωσάν εμέ. Είτα εκάθησε και διηγήθη όλα του τα παθήματα εν εξομολογήσει πνευματική. Πως δηλαδή παραχωρήσει Θεού ηχμαλωτίσθη και ενεκλείσθη εις την φυλακήν του Σαμαρά, πως ο μέγας Νικόλαος τον ηλευθέρωσε από εκεί, πως με οπτασίαν θεϊκήν κατώκησεν εις τούτο το Άγιον Όρος, πως πολλάκις επολέμησε εναντίον των ακαθάρτων δαιμόνων, πως ετρέφετο υπό θείου Αγγέλου και πως του έδωσεν ο Θεός το μάννα χρόνους πεντήκοντα τρεις. Ως ήκουσεν ο κυνηγός τους λόγους τούτους, εθαύμασε τον Όσιον, και ώραν πολλήν δεν ηδύνατο να ομιλήση. Είτα λέγει προς τον Όσιον. Να ηξεύρης, τίμιε πάτερ, ότι τώρα εγνώρισα ότι με αγαπά ο Θεός και εμέ τον αμαρτωλόν, δια τούτο με ηξίωσε και είδον σε τον κεκρυμμένον αυτού υπηρέτην. Όμως από την σήμερον ημέραν, δούλε του Θεού, δεν χωρίζομαι από σε. Θα δουλεύσω και εγώ τον Θεόν, δια να σώσω την πολυαμάρτητόν μου ψυχήν. Ο δε Όσιος είπε προς τον κυνηγόν. Τέκνον μου, δεν γίνεται ούτω, καθώς λέγεις. Μόνον άπελθε πρώτον εις τον οίκον σου, διαμοίρασον εις τους πτωχούς όσον πλούτον έχεις κληρονομίαν από τον πατέρα σου, άπεχε από το ποτόν και το κρέας. Τυρόν και έλαιον εγκρατεύου· και το κυριώτερον, να μη συνευρεθής μετά της γυναικός σου, να προσεύχεσαι δε μετά καρδίας συντετριμμένης. Ούτω δίελθε όλον τούτο το έτος, όπως σου είπα, και κατόπιν να έλθης εδώ, όπου με εύρες και ό,τι θέλει ο Θεός, τούτο θέλει γίνει. Ταύτα είπεν ο Άγιος, έδωσε δε ως αρραβώνα την ευλογίαν του εις τον καλόν εκείνον κυνηγόν και τον απέστειλεν εις τον τόπον του εν ειρήνη. Είπε δε ο Όσιος ακόμη προς τον κυνηγόν· συ μεν, τέκνον μου, πορεύου εις την ευχήν μου, το δε μυστήριον και την παραγγελίαν μου καλά να φυλάττης και να μη φανερώσης ταύτα εις κανένα, διότι όταν φανερωθή ο θησαυρός, εύκολα τον κλέπτουν οι κλέπται. Επέστρεψε λοιπόν ο κυνηγός εις τον οίκον του, και το έτος εκείνο το διήλθε καθώς είπεν ο Όσιος. Όταν δε παρήλθε το έτος, παραλαβών δύο Μοναχούς και τον αδελφόν του, ανεχώρησαν και ευρόντες πλοίον επέρασαν και ήλθον εις το Άγιον Όρος, όπου με πολλήν προθυμίαν και αγάπην ανέβαινον δια να φθάσουν εις το σπήλαιον του Οσίου Πέτρου. Και ιδέ, αδελφέ, το ανεξερεύνητον της του Θεού οικονομίας· προλαβών έφθασεν ο κυνηγός από τους άλλους πρωτύτερα εις τον Όσιον, επειδή είχε και περισσοτέραν αγάπην προς αυτόν. Εύρε λοιπόν τον Όσιον Πέτρον νεκρόν, έχοντα τας χείρας του εσταυρωμένας και τους οφθαλμούς του με πολλήν ευπρέπειαν κεκαλυμμένους, και όλον το σώμα του ευλαβώς και εντίμως κείμενον εν τη γη. Ως δε είδεν ούτω τον Όσιον νεκρόν κείμενον, ελυπήθη εκ βάθους καρδίας και ήλλαξεν η όψις του. Εκτύπησε με τας δύο του χείρας το πρόσωπόν του, έπεσεν εις την γην ως λιπόθυμος, και μετά δακρύων εβόα και έλεγεν· αλλοίμονον εις εμέ, δούλε του Θεού, πως δεν ηξιώθην να λάβω εκείνο όπερ επεθύμουν· ουαί μοι τω αθλίω, τοιούτου Οσίου εστερήθην, και την αγίαν του ευχήν δεν επρόφθασα να λάβω. Ταύτα λέγοντος και θρηνούντος, έφθασαν μετ’ ολίγην ώραν και οι Μοναχοί πλησίον του αγίου λειψάνου· ο δε κυνηγός διηγήθη εις αυτούς όλα εκείνα όπου του είχεν είπει ο Όσιος ζων, διηγηθείς όλον τον βίον του λεπτομερώς μετά δακρύων. Τότε έκλαυσαν και εκείνοι θερμώς, διότι εστερήθησαν τοιούτου μεγάλου αγίου ανδρός και ασκητού, και δεν ηξιώθησαν να ακούσωσι της ομιλίας του και να τύχωσι της ευχής του. Ο δε αδελφός του κυνηγού είχε δαιμόνιον, το οποίον τον επείραζεν από πολύν καιρόν, μόλις δε επλησίασεν εις το άγιον λείψανον του Οσίου και το ήγγισεν, ω του θαύματος! πάραυτα τον έρριψε το δαιμόνιον εις την γην και τον συνέτριψε, αφρίζων δε και τρίζων τους οδόντας αυτού έλεγε μεγαλοφώνως· ω Πέτρε γυμνέ και ανυπόδητε, δεν σε φθάνουν τώρα πεντήκοντα τρεις χρόνοι, όπου με έχεις διωγμένον από την κατοικίαν μου, εμέ και τους συντρόφους μου τους δαίμονας, αλλά και τώρα θα με διώξης από τον άνθρωπον τούτον, εις τον οποίον κατοικώ τόσον καιρόν; Τώρα όμως δεν σε ακούω, διότι είσαι νεκρός. Οι δε άλλοι αδελφοί ακούοντες ταύτα παρά του διαβόλου εθαύμαζον και ετρόμαζον· εις ολίγην δε ώραν είδον και έλαμψε το λείψανον του Οσίου, και παρευθύς εξήλθε το δαιμόνιον ως καπνός από το στόμα του δαιμονιζομένου, αφού πρώτον πολλά εσπάραξε και συνέτριψεν αυτόν· εκείτετο δε ως νεκρός εις την γην. Είτα παρεκάλεσεν ο κυνηγός τους Μοναχούς να δεηθούν και ούτοι μετ’ αυτού του ιερού γέροντος, και με την βοήθειαν του Θεού και την πρεσβείαν του Οσίου ο αδελφός του ηγέρθη υγιής και φρόνιμος. Τότε είπε προς τον κυνηγόν ο ιατρευθείς· ευχαριστώ σοι, αδελφέ μου, όπου με έφερες εδώ και εύρον την υγείαν μου από τούτον τον Όσιον Πατέρα. Χαίροντες λοιπόν και δακρύοντες εσήκωσαν το λείψανον του Οσίου και το κατεβίβασαν εις την παραλίαν, έπειτα το έβαλον εις το πλοίον και εμβήκαν και αυτοί. Ο άνεμος έπνευσεν ευνοϊκός και ήλθον αντίκρυ της Μονής των Ιβήρων, όπου ελέγετο τότε του Κλήμεντος. Εκεί κατ’ οικονομίαν Θεού εγένετο θαύμα μέγα! Το πλοίον εστάθη και μήτε εμπρός επήγαινε μήτε οπίσω. Μη δε θαυμάσης, αγαπητέ, πως ελέγετο η μονή αύτη του Κλήμεντος, διότι η προφητεία της Υπεραγίας Θεοτόκου τότε ήρχισε να προτρέχη και να ονομάζεται το Όρος εις το όνομά Της. Όχι δε μόνον αύτη η περιβόητος και εκλαμπροτάτη Μονή των Ιβήρων, αλλά και όλον το Όρος τίμιον και άγιον και εκλεκτόν περιβόλι της Παναγίας λέγεται. Αρχής γενομένης από μίαν σταγόνα ύδατος, επλήθυνε και έγινε μέγα πέλαγος, καθώς φαίνεται έως την σήμερον, όπου απ’ άκρου έως άκρου το Άγιον Όρος τούτο είναι γεμάτον από θείους πατέρας, καθώς ωκονόμησεν η των καλών βοηθός και προμήθεια Κυρία Θεοτόκος και Οδηγήτρια. Δια τούτο είναι δίκαιον να είπωμεν και ημείς κατά τον ειπόντα· ως καλοί οι οίκοι σου, Ιακώβ, και αι σκηναί σου, Ισραήλ, ας έπηξεν ο Κύριος και ουκ άνθρωπος. Από της τρίτης λοιπόν ώρας έως της ενάτης προσεπάθουν να κινήσουν το πλοίον, άλλοτε δια των ιστίων και άλλοτε δια των κωπών, αλλ’ εις μάτην. Ως δε είδον τούτο οι Μοναχοί των Ιβήρων εθαύμασαν και ηπόρουν τι να εσήμαινε τάχα εκείνο το θαύμα. Εισελθόντες όθεν εις λέμβον και πλησιάσαντες το πλοίον ηρώτησαν τους επιβαίνοντας τι είναι αυτό που τους συνέβη, εκείνοι δε δεν ήθελον να είπουν την αλήθειαν, ότι είχον το λείψανον του Οσίου, αλλά έλεγον άλλα αντί άλλων, και προσεπάθουν να κρύψουν το μυστήριον. Οι Μοναχοί όμως ηννόησαν ότι δεν τους έλεγον την αλήθειαν αλλά λόγους πλαστούς, και μη γνωρίζοντες τι να πράξουν έστρεψαν το πλοίον προς την κατεύθυνσιν της Μονής και τότε παρευθύς ευρέθησαν εις τον λιμένα του Μοναστηρίου. Ο δε Ηγούμενος της Μονής, όταν έμαθεν από τον κυνηγόν την υπόθεσιν καταλεπτώς, εθαύμασε· πολύ όμως τους ωνείδισε και τους εφοβέρισε· παρευθύς δε επρόσταξε και ήλθον οι ιερείς της Μονής μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων και παρέλαβον το άγιον λείψανον ψάλλοντες, και ποιήσαντες λιτανείαν μεγάλην έφεραν και εναπέθεσαν αυτό εις την Εκκλησίαν μετά πολλής τιμής και ευλαβείας, από τότε δε εποίει καθ’ εκάστην θαύματα εξαίσια. Αλλά και από τους αδελφούς της Μονής πάσαν ασθένειαν απεδίωκε και ιάτρευεν εύκολα τους κακώς έχοντας. Έφθασε δε η φήμη του εις κάθε τόπον, και όχι μόνον οι άνθρωποι του Όρους ήρχοντο και ιατρεύοντο, αλλά η φήμη αυτού συνήθροισε και πλήθος πολύ από τα περίχωρα, όλοι δε οι πάσχοντες από διαφόρους ασθενείας εθεραπεύοντο και η χαρά, η ευφροσύνη και ο αγιασμός επλημμύριζε την καρδίαν όλων των προσερχομένων μετά πίστεως προς αυτό. Μετέθεσαν δε το λείψανον του Οσίου από το Καθολικόν της Μονής εις το παρεκκλήσιον της Θεοτόκου, το οποίον είναι εις τον Νάρθηκα του Καθολικού. Εκεί έκαμνον οι αδελφοί επί επτά ημέρας αγρυπνίαν. Είτα μετά μεγάλης τιμής και ευλαβείας εκήδευσαν αυτό και κατέθεσαν εις το δεξιόν μέρος της Εκκλησίας, ευωδιάσαντες πρότερον μετά αρωμάτων, είχον δε αυτό ως ιατρείον ψυχών τε και σωμάτων, εις καύχημα μέγα και ιατρείον όλου του τόπου του Αγίου Όρους. Ο δε κυνηγός και ο αδελφός αυτού έλαβον συγχώρησιν, ευχήν και ευλογίαν από τον Ηγούμενον και από τους λοιπούς πατέρας, και χαίροντες επέστρεψαν εις τον τόπον των, και εδόξαζον τον Θεόν ευχαριστούντες τον Όσιον. Οι Μοναχοί όμως εκείνοι, οίτινες είχον έλθει μετά του κυνηγού, διενοήθησαν να κλέψουν το λείψανον κατά τον εξής τρόπον: Επήγαν και προσέπεσαν ψευδώς εις τον Ηγούμενον και εις τους λοιπούς πατέρας, κλαίοντες και λέγοντες· δεχθήτε και ημάς, πατέρες, εις την συνοδείαν σας, ίνα αποθάνωμεν και ημείς εδώ, όπου εφέραμεν τον πολύτιμον θησαυρόν τούτον, τον οποίον εύρομεν εν αποκαλύψει Κυρίου. Οι δε πατέρες, μη γνωρίζοντες την επιβουλήν των, μετά χαράς τους εδέχθησαν. Δεν παρήλθον όμως πολλαί ημέραι, αφ’ ότου έβαλαν μετάνοιαν να παραμείνουν εις το Μοναστήριον, και ευρόντες καιρόν μίαν νύκτα, οι νεκροκλέπται, παραλαμβάνουν το λείψανον του Αγίου κρυφίως, και μετά σπουδής καταβαίνουν εις τον αιγιαλόν, και εμβάντες εις λέμβον έφυγον. Αυτά που σας διηγούμαι, αδελφοί, εγώ ο ταπεινός Νικόλαος τα είδα και τα ήκουσα, δια τούτο και ηναγκάσθην να τα γράψω, καθόσον ηδυνήθην, διότι όλα ήτο αδύνατον νατα γράψω. Αλλά από τα πολλά ολίγα έγραψα εις το σύγγραμμα τούτο, δια να είναι παράδειγμα εις εκείνους όσοι αναχωρούν από τον κόσμον και γίνονται Μοναχοί, πως πρέπει να πολιτεύωνται και με πόσους κόπους πρέπει να πολεμούν τον εχθρόν παντός καλού διάβολον και την αντίδικον αυτών σάρκα, δια να νικήσουν και να κληρονομήσουν την βασιλείαν των ουρανών. Όχι καθώς κάμνουν τινές, όπου γίνονται Μοναχοί, και πάλιν κάθηνται εις τους οίκους των ζητούντες να έχουν ανάπαυσιν του σώματος· νομίζουν δε ότι σώζονται οι Μοναχοί όταν περιπατούν εν αφοβία Θεού και αμελεία. (Ούτε άσκησιν να κάμουν θέλουν, ούτε κατά Θεόν να υποτάσσωνται εις τους γέροντας, μερικοί δε εξ αυτών λατρεύουν την σάρκα των, γίνονται δε και οι υποτασσόμενοι όμοιοι σαρκολάτραι ωσάν και αυτούς· άλλοι δε πάλιν συνερίζονται ποίος να διαβή τον άλλον εις την πλεονεξίαν δια να αποκτήσουν κτήματα και αργύρια και να καλλωπίζωνται ως οι κοσμικοί). Γίνονται δε και τόσον φιλόκοσμοι, ώστε και εκείνοι όπου τους βλέπουν παραδειγματίζονται εις το κακόν, λαμβάνοντες πολλήν απιστίαν, ούτω δε ατιμάζεται το αγγελικόν σχήμα, δι’ αυτό δε και δια τον πλούτον της σαρκός ευρίσκονται ξένοι του ουρανίου πλούτου. Αλλά τούτο να μη γίνη εις κανένα από εκείνους όπου αναχωρούν από τον κόσμον και την τύρβην αυτού. Να προτιμούν την στενήν και τεθλιμμένην οδόν, την πτωχικήν ζωήν, και όχι την πλουσίαν· την αδοξίαν και όχι την δόξαν, ίνα κληρονομήσωσι την αιώνιον βασιλείαν, προς την οποίαν δεν ομοιάζει κανένα επίγειον του ματαίου τούτου κόσμου τερπνόν, όσον και αν θεωρείται τιμιώτερον. Αλλ’ ας επανέλθωμεν εις την διήγησίν μας. Αφού έφυγαν οι Μοναχοί εκείνοι με το λείψανον του Οσίου, κατήντησαν εις ένα χωρίον λεγόμενον Φώκαις, το οποίον ευρίσκεται εις την Θράκην· ήτο δε πλησίον εις το χωρίον εκείνο φρέαρ και εις τον τόπον εκείνον εκάθησαν να φάγουν άρτον, τον δε σάκκον εις το οποίον είχον το λείψανον τον εκρέμασαν εις ένα κλάδον ελαίας. Ακόμη δεν είχον καλοφάγει και έφθασαν άνδρες, γυναίκες και παίδες, οι οποίοι έκραζον μεγαλοφώνως και έλεγον· που είναι ο Μέγας Πέτρος, όστις ήλθεν από το Όρος του Άθωνος; Θέλομεν να τον προϋπαντήσωμεν. Την αιτίαν δε της συγχύσεώς των δεν θέλω ακόμη να σας διηγηθώ. Μία μεγάλη δεξαμενή ευρίσκετο πλησίον εις εκείνο το φρέαρ, όπου εκάθησαν να φάγουν οι Μοναχοί εκείνοι, από δε την πολυκαιρίαν επαραχώθη και έγινε κατοικία πονηρών δαιμόνων· είχον ένα χιλίαρχον όπου τους ώριζε και πολλά κακά έκαμνον εις τον τόπον εκείνον, και όχι μόνον ανθρώπους εδαιμόνιζον, αλλά και ζώα και πολλούς εθανάτωσαν ανθρώπους, σκύλους, βόας και άλλα ζώα, έκαμνον δε όσα κακά ήθελον, όθεν πάσα κακία και θλίψις ήτο εις την χώραν εκείνην. Όλοι λοιπόν οι δαίμονες εκείνοι με τον χιλίαρχόν των, ευθύς ως επλησίασεν εκεί το λείψανον του Οσίου Πέτρου, παρευθύς έφυγον και επήγαν εις την χώραν, και εδαιμόνισαν όλους τους ανθρώπους αυτής, οίτινες έδραμον και ήλθον εις την ελαίαν και επεχείρουν με μεγάλας φωνάς να σχίσουν τον σάκκον, όπου ευρίσκετο το άγιον λείψανον. Αλλά παρευθύς συνέβη θαύμα εξαίσιον, ακόμη και των παλαιών θαυμάτων θαυμασιώτερον· διότι αμέσως έφυγον τα δαιμόνια από τους ανθρώπους, και έφυγον κλαίοντα και θρηνούντα, εκδιωχθέντα μακράν από του τόπου εκείνου, τη πρεσβεία του Οσίου. Αλλά ποίος ημπορεί να διηγηθή καταλεπτώς τας ιατρείας όπου εγίνοντο εις τα πλήθη των ανθρώπων, και τα πολλά και αμέτρητα θαύματα; Διότι το λείψανον του Οσίου εγέμισε την ώραν εκείνην ευωδίας μύρου πολυτίμου και ευωδίασεν όλον τον τόπον εκείνον· και τους μεν δαιμονιζομένους εσωφρόνιζε, τους τυφλούς ωμμάτωνε, τους κηλούς ανώρθωνε, τους λεπρούς εκαθάριζε, και πάσαν νόσον του ορθοδόξου λαού εθεράπευε, Και τις παράλυτος οκτώ χρόνους εν βασάνοις ιάθη, τον οποίον επήγαν με φορείον. Εις αυτόν μεγάλως εθαυματούργησεν ο Όσιος, διότι ως αυτός επλησίασεν εις το άγιον λείψανον, έκαμον όλα του τα μέλη μεγάλην βοήν και παρευθύς έγινε καλά, και όλοι θαυμάζοντες έδωκαν δόξαν εις τον Θεόν. Τοιουτοτρόπως ηκούσθη η φήμη των θαυμάτων του εις όλα τα περίχωρα, και έφερον τους ασθενείς εις τα φορεία, και όλοι εθεραπεύοντο και επέστρεφον εις τους οίκους των. Ταύτα τα θαύματα ως ήκουσεν ο Επίσκοπος της πόλεως, παρέλαβεν ιερείς και κληρικούς μετά λιτής εκτενούς, και επήγαν εις το χωρίον εκείνο. Εξ άκρας δε ευλαβείας και τιμής προς το ιερόν και ιαματικόν εκείνο λείψανον περί το εν περίπου μίλιον προτού να φθάσουν εις αυτό εβάδιζον σκυμμένοι και ανυπόδητοι. Όταν δε έφθασαν, πρώτον έκαμαν δέησιν και ευχήν προς τον Θεόν, και μετά ταύτα επλησίασαν· και κατ’ αρχάς ο Επίσκοπος ησπάσθη το λείψανον του Οσίου, είτα και ο Νικόλαος. Εν όσω δε ησπάζοντο πολλά και άπειρα θαύματα εγίνοντο εις τους ασθενείς και μετά δακρύων έκραζον άπαντες το «Κύριε ελέησον» και εδόξαζον τον Θεόν, όστις δοξάζει τους Αγίους του, ακόμη και εδώ εις την γην. Τότε ο Επίσκοπος εκάλεσε τους Μοναχούς, όπου είχον φέρει το άγιον λείψανον και με λόγους παρακλητικούς τους ικέτευσε να χαρίσουν εκείνον τον πολύτιμον θησαυρόν εις τον ευσεβή λαόν του Χριστού, οι δε Χριστιανοί να κτίσουν θείον και ιερόν Ναόν εις τιμήν του Οσίου εις μνημόσυνον και άφεσιν των αμαρτιών αυτών τε και εκείνων. Τους υπεσχέθη δε ότι δια την χάριν ταύτην θα τους δώσωσι χάριν ευλογίας εκατόν φλωρία, διότι, ως είπε, δεν του φαίνετο καλόν να περιφέρεται εδώ και εκεί ο πολύτιμος αυτός μαργαρίτης, ή ο λύχνος να κρύπτεται υπό τον μόδιον και να είναι σκεπασμέναι αι ακτίνες της χάριτος. Οι Μοναχοί όμως ούτε να ακούσουν καν ήθελον τους λόγους του Επισκόπου, αλλά αντέλεγον, ότι και όσα φλωρία να μας δώσετε, δεν δίδομεν το εύρημά μας. Ο Επίσκοπος όμως, ως εξουσιαστής του τόπου όπου ήτο, τους ωνείδισε κατά πολύ, τους επετίμησε, και τους ωργίσθη με όλους τους κληρικούς. Ύστερον τους είπε και τούτο· αν δεν θέλετε να λάβετε με το καλόν την ολίγην ευλογίαν όπου σας δίδομεν, ας σας λείπη και αυτή, και υπάγετε όπου θέλετε με κενάς τας χείρας, διότι την χάριν όπου μας έστειλεν ο Θεός δεν θα μας την πάρετε απ’ εδώ. Τότε εκείνοι και μη θέλοντες έλαβον τα εκατόν φλωρία και άλλα τινά δώρα, και αναχωρήσαντες επήγαν κατά τα μέρη της Ανατολής θρηνούντες δια την υστέρησιν του αγίου λειψάνου, επαρηγορούντο όμως και έχαιρον από την ποσότητα των χρημάτων τα οποία έλαβον. Ευθύς ως ανεχώρησαν οι Μοναχοί εκείνοι, άνθρωπος τις δαιμονισμένος ήλθε τρέχων εις το άγιον λείψανον και ηρώτα λέγων: που είναι ο Πέτρος ο από Σχολαρίων, όστις δεν ηρκέσθη εις την δίωξίν μου από το του Άθωνος Όρος, αλλά ήλθε και εδώ να με διώξη από την κατοικίαν μου· αφήτε με τώρα να τον κατακαύσω, να μη με πειράζη πλέον. Εκράτει δε δύο λαμπάδας εις τας χείρας του, και καθώς ώρμησεν εις το λείψανον να το καύση, έγινε παρευθύς κρότος μέγας και βοή δυνατή, και ως αστραπή εξήλθεν ο δαίμων από τον άνθρωπον εκείνον, και θρηνών έφυγεν εις τον αέρα. Τούτο ιδόντες το πλήθος του λαού, εδόξασαν μεγάλως τον Θεόν. Κατόπιν επήρεν ο Επίσκοπος το λείψανον με όλον τον κλήρον αυτού, ψάλλοντες και υμνούντες, και απέθεσαν αυτό εις την Επισκοπήν της πόλεως αυτού. Πάλιν δε πολλάς ιατρείας εποίησε κατά την ημέραν εκείνην, ο δε Επίσκοπος μετά του ιερού Κλήρου επί τρία ημερονύκτια εποίησαν δοξολογίαν, και είχον μεγάλην χαράν εντόπιοι και ξένοι. Αλλά και έως την σήμερον γίνονται πολλαί ιατρείαι και θαύματα άπειρα εις τον τόπον εκείνον εις δόξαν της ομοουσίου Τριάδος, και εις τιμήν και καύχησιν του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Πέτρου του ασκήσαντος υπέρ άνθρωπον εν τω αγιωνύμω όρει του Άθωνος. Tαύτα τα εξαίσια θαύματα και την αγίαν και άμεμπτον πολιτείαν του Οσίου Πέτρου, αδελφοί, όπου ηκούσαμεν, ας τα γράψωμεν εις την καρδίαν μας, δια να τα ενθυμώμεθα εις μίμησιν της καθαράς και αγγελικής πολιτείας εκείνου κατά το δυνατόν· και μάλιστα να θρηνήσωμεν την αδυναμίαν και αμέλειάν μας, ότι κανέν καλόν δεν κάμνομεν δια την ψυχήν μας· μόνον εις τας σωματικάς αναπαύσεις έχομεν τον νουν μας προσηλωμένον. Ταύτα όλα εκείνοι οι μακαριώτατοι πατέρες τα εμίσουν και τα απεστρέφοντο ως βλαπτικά της ψυχής· μίαν μόνην διαγωγήν είχον, την αρετήν, και μίαν στενήν και τεθλιμμένην οδόν επεριπατούσαν, την οποίαν ημείς την εχάσαμεν, και δεν ημπορούμεν να την εύρωμεν, επειδή δεν θέλομεν, διότι μας είναι δύσκολον να την περιπατούμεν, επειδή έχει ολίγον ανήφορον· έχει νηστείαν, εγκράτειαν, εκκοπήν του θελήματός μας, ακτημοσύνην και άλλας πολλάς δυσκολίας και εμπόδια. Η δε πλατεία οδός τα έχει όλα εύκολα, δια τούτο και πολλοί την περιπατούν, και εις μέγαν κρημνόν καταβαίνουν. Όμως ας μιμηθώμεν την αγίαν και θεάρεστον πολιτείαν του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Πέτρου. Ας χαράξωμεν εις τον νουν μας πόσους κόπους και πόνους υπέμεινε, γυμνός και πεινασμένος, παλαίων με τους δαίμονας χρόνους πεντήκοντα τρεις, έως ου έφθασεν εις την τελείαν αγάπην του Θεού, ίνα και ημείς αξιωθώμεν να μιμηθώμεν δια των έργων την πολιτείαν αυτού και να στολισθώμεν με καλάς πράξεις δια να ευρεθώμεν ενώπιον του Θεού ευάρεστοι και ίνα των ομοίων επαίνων τύχωμεν δια πρεσβειών του Οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Πέτρου εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου