Νήφων ο Όσιος πατήρ ημών κατήγετο από εν χωρίον του Αργυροκάστρου, Λουκώβη ονομαζόμενον· ο πατήρ του ήτο ιερεύς, ευλαβέστατος και θεοφοβούμενος· αφού δε έγινε δέκα ετών ο Όσιος, τον επήρεν ο αδελφός του πατρός του εις το Μοναστήριον του Αγίου Νικολάου, εις το οποίον ήτο Εκκλησιάρχης. Το δε Μοναστήριον αυτό το ανοικοδόμησεν ο αοίδιμος βασιλεύς Κωνσταντίνος ο Μονομάχος καλούμενος, εις την τοποθεσίαν όπου λέγεται, έως της σήμερον, Μεσοπόταμον. Και πρώτον μεν εδίδαξεν αυτόν τα ιερά γράμματα, έπειτα του εφόρεσε και μοναχικόν σχήμα. Βλέπων δε ότι επρόκοπτε τόσον εις τα γράμματα, όσον και εις την υπακοήν του Μοναστηρίου, τον εχειροτόνησε και Αναγνώστην· αφού δε ήλθεν εις τελείαν ηλικίαν και ηύξησεν εις την αρετήν, τον εχειροτόνησε και Ιερομόναχον.
Ων δε ο Όσιος ευφυής κατά πολλά και επιμελής, αναγινώσκων τας θείας Γραφάς και τους βίους των Αγίων, έγινε και πολυμαθής· όθεν και η αγάπη του Θεού ήρχισε να τον κεντά μέσα εις την καρδίαν, και ο πόθος της ησυχίας ήναψεν εντός του, και έγινε φλοξ μεγάλη, ήτις κατέφλεγε τον νουν και την διάνοιάν του· δι’ ο αναχωρήσας από το Μοναστήριον του Αγίου Νικολάου, επήγεν εις ένα ενάρετον ασκητήν, όστις τότε είχεν έλθει από το Σίναιον όρος, και ησύχαζεν εις εν βουνόν, Γερομέριον καλούμενον, από τον οποίον εδιδάχθη ακριβέστερον την μοναχικήν πολιτείαν· όθεν και γλυκανθείς από το μέλι της ησυχίας, δεν ηδύνατο πλέον να ευρίσκεται εις τον κόσμον, αλλά καταφρονεί και πατρίδα και συγγενείς και φίλους και κάθε άλλην περιουσίαν κοσμικήν, και έρχεται με προθυμίαν εις το Άγιον Όρος, και Θεού οδηγία πηγαίνει εις τα μέρη της Μεγίστης Λαύρας, εις το Κάθισμα του Αγίου Πέτρου του Αθωνίτου, εκεί δε ευρών ασκητήν θαυμαστόν, ονόματι Θεόγνωστον, υπετάχθη εις αυτόν με άκραν υπακοήν χωρίς να αποκαλύψη ότι είναι ιερεύς. Μετά τρεις χρόνους μαθών ο Θεόγνωστος, ότι ο Νήφων είναι ιερεύς, και βλέπων τας πολλάς και μεγάλας αρετάς του, δεν ήθελε να τον έχη πλέον ως υποτακτικόν, αλλ’ ως αδελφόν ισότιμον. Ο δε Όσιος Νήφων λέγων, ότι δεν δύναται ο Μοναχός να ησυχάση κατά μόνας, αν δεν υποτάξη πρότερον τον εαυτόν του με την υπακοήν, τον παρεκάλει να τον έχη ως και πρότερον υποτακτικόν. Αλλ’ επειδή ο Θεόγνωστος δεν επείθετο εις τούτο, δια την άκραν του ταπείνωσιν, ανεχώρησεν ο θείος Νήφων από εκεί, πλουτισμένος με το χάρισμα των δακρύων, και επήγεν εις το κάθισμα του Μεγάλου Βασιλείου, το οποίον ευρίσκετο εκεί πλησίον και έμεινεν εις αυτό με άκραν ησυχίαν χρόνους δεκατέσσαρας, τρώγων μίαν φοράν την εβδομάδα ολίγον ξηρόν άρτον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν παρουσιάσθη πανώλης εις την Μονήν της Λαύρας και απέθανον πολλοί. Όθεν προσεκλήθη ο Άγιος από τον Ηγούμενον, ίνα έλθη εις την Λαύραν να εφημερεύη, διότι από την φοβεράν νόσον έμειναν ολίγοι εφημέριοι. Προτιμών όμως την ησυχίαν ο Όσιος, είπεν εις τον Ηγούμενον· συγχώρησόν μοι, πάτερ, διότι είμαι αγράμματος και άγροικος. Τότε του είπεν ο ηγούμενος να εφημερεύη τουλάχιστον εις τα έξω καθίσματα της Λαύρας· και υπακούσας εις τούτο, ως ταπεινόφρων, επέρασε με το τοιούτον διακόνημα τρεις χρόνους. Αλλ’ επειδή η καρδία του όλη κατεφλέγετο από τον πόθον της ησυχίας, ανεχώρησε εκείθεν και επήγεν εις τα Βουλευτήρια, εκεί όπου είναι τώρα η σκήτη της Αγίας Άννης, και εκεί ησύχασε χρόνους πολλούς χωρίς καλύβην, άστεγος, τρώγων μόνον χόρτα της γης. Αλλά την τοιαύτην υψηλήν πολιτείαν μη υποφέροντες να βλέπουν τινές, από τον φθόνον του μισοκάλου κινούμενοι, τον εσυκοφάντησαν εις τον ηγούμενον της Ιεράς Λαύρας, ότι είναι πεπλανημένος και αποστρέφεται τον άρτον, δια τούτο δε τρώγει μόνον χόρτα· ο δε Ηγούμενος, καλέσας αυτόν εις το Μοναστήριον, του λέγει· διατί, αδελφέ μου και τέκνον μου, διάγεις τοιαύτην πολιτείαν σκληράν και υψηλήν, από την οποίαν γεννάται οίησις και πλάνη, και δεν περιπατείς την μέσην και ομαλήν οδόν, η οποία είναι εύκολος και δεν έχει κρημνούς; Οι παλαιοί Πατέρες ετρέφοντο με χόρτα εις τας ερήμους, επειδή εκεί δεν εύρισκον άρτον. Αλλ’ εδώ και άρτος υπάρχει, και άλλα διάφορα φαγητά, από τα οποία πρέπει να τρώγης με εγκράτειαν, δια να αποδιώκης την οίησιν την δαιμονικήν και την πλάνην. Ο δε Όσιος πείθεται εις αυτά, δια την άκραν του ταπείνωσιν, και φεύγων από τα Βουλευτήρια ήλθεν εις το κάθισμα της Μεταμορφώσεως, και έμεινεν εκεί χρόνους ικανούς ιερουργών την θείαν λειτουργίαν. Μαθόντες τούτο και άλλοι αδελφοί, συνάγονται εκεί πολλοί, θέλοντες να υποταχθούν εις αυτόν και να τον έχουν οδηγόν και διδάσκαλον της μοναχικής πολιτείας· αυτός δε, μη υποφέρων την ενόχλησιν των πολλών, ανεχώρησε και από εκεί και επήγεν εις τον Όσιον Μάξιμον τον Καυσοκαλύβην και ησύχαζε μαζί του χρόνους πολλούς· και τόσην αγάπην απέκτησαν ο εις προς τον έτερον, ώστε εφαίνοντο ότι οι δύο είχον μίαν ψυχήν εις δύο σώματα. Εχάρισε δε ο Άγιος Μάξιμος την καλύβην του εις τον Όσιον Νήφωνα, και κατεσκεύασεν άλλην εκεί κοντά δια τον εαυτόν του. Επειδή δε έτρεχον πολλοί εις τον Άγιον Μάξιμον, δια τα θαύματα όπου έκαμνε και δια τας προφητείας όπου έλεγε, δια τούτο ο Όσιος Νήφων, μη υποφέρων την ενόχλησιν, ανεχώρησεν εκείθεν, και οδηγηθείς από τον μακάριον Μάξιμον επήγεν εις το σπήλαιον, το οποίον κείται αντίκρυ από τον Άγιον Χριστοφόρον, και ησύχαζεν. Ολίγου καιρού παρελθόντος, ήλθεν από την πατρίδα του Οσίου Μοναχός τις, Μάρκος το όνομα, και εζήτει να υποταχθή, δια να μάθη την τάξιν της μοναχικής πολιτείας, τον οποίον εδέχθη ο Όσιος, πλην του είπε να κτίση κοντά εις την ιδικήν του καλύβην και μίαν άλλην, δια να κατοικήση ο αδελφός του. Ο δε Μάρκος, γενόμενος εκστατικός εις τους λόγους του Οσίου, είπε· πως είναι δυνατόν, πάτερ, να έλθη ο αδελφός μου εδώ, όστις είναι κοσμικός με οικογένειαν; Τότε ο Όσιος, δια την μεγάλην του ταπεινοφροσύνην, απεκρίθη· εγώ, αδελφέ, παρελογίσθην και δεν ηξεύρω τι λέγω, συ δε κάμε όπως θέλεις. Έτυχε δε τότε και η εορτή του Αγίου Αθανασίου, και στέλλων τον Μάρκον ο Όσιος εις την Λαύραν δια κάποιαν υπηρεσίαν, του είπε και τούτο: Επιστρέφων από την εορτήν φέρε μαζί σου και τον αδελφόν σου δια να τον ίδωμεν. Ο δε Μάρκος πάλιν απεκρίθη τα ίδια. Φθάσας όμως εις την Λαύραν, βλέπει τον αδελφόν του, όστις εκάθητο έξω της θύρας, και θαυμάζων δια την προφητείαν του Οσίου υπεδέχθη τον αδελφόν του και τον ησπάσθη, από δε την χαράν του έγινεν άλλος εξ άλλου, πλην τον έτυπτεν ενδομύχως η συνείδησίς του δια την απιστίαν, την οποίαν έδειξεν εις τον γέροντά του. Όθεν παραλαμβάνων τον αδελφόν του επανήλθεν εις τον Άγιον και προσπίπτων εζήτει συγχώρησιν δια την απιστίαν του. Δεν επέρασε πολύς καιρός, και ο Μάρκος έγινεν όλος παράλυτος, τόσον ώστε δεν ηδύνατο μήτε να περιπατήση, μήτε χείρας ή πόδας να κινήση. Παρεκάλει λοιπόν τον Όσιον να τον λυπηθή και να τον θεραπεύση· αλλ’ ο Όσιος, θέλων να τον κάμη να γνωρίση το σφάλμα της απιστίας και παρακοής του, του λέγει· οι Άγιοι Ανάργυροι δύνανται να σε θεραπεύσουν, ως θαυματουργοί· εγώ δε, τέκνον μου, είμαι αμαρτωλός και ανάξιος, και ο Θεός δεν με ακούει· επειδή δε και ο αδελφός του συμπονών παρεκάλει τον Όσιον να τον συγχωρήση, επήρεν από την κανδήλαν της εικόνος έλαιον και ήλειψε το σώμα του ασθενούς και, ω του θαύματος! παρευθύς ιατρεύθη ο Μάρκος και εσηκώθη από την κλίνην, εις την οποίαν έκειτο ακίνητος. Τότε του λέγει ο Όσιος· «ίδε υγιής γέγονας, μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρον τι σοι γένηται». Αλλά πάλιν ο Μάρκος έπεσεν εις παρακοήν, διότι ζητήσας την άδειαν του γέροντος, δια να υπάγη εις τον αιγιαλόν να ψαρεύση, δεν έλαβε ταύτην, ήκουσε μάλιστα το να μάθη να ψαρεύη τους ακαθάρτους λογισμούς, δια να μη τον φάγουν και να απέχη από την θάλασσαν και τα ψάρια, ίνα μη πέση εις την θάλασσαν των πειρασμών. Αυτός όμως, ως παρήκοος, κατέβη εις τον αιγιαλόν, δια να πλύνη τάχα τα παλαιά ενδύματά του και συνελάμβανε ψάρια με το άγκιστρον. Ενώ δε κατεγίνετο εις τούτο, ένα μεγάλον σκυλόψαρον επήδησεν έξαφνα έξω από την θάλασσαν εναντίον του, δια να τον καταπίη. Περίτρομος γενόμενος τότε ο Μάρκος επεκαλέσθη την ευχήν του γέροντός του, και παραμερίσας ολίγον μετά βίας ελυτρώθη από το θηρίον, και τρέχει παρευθύς περίφοβος εις τον Όσιον, κρατών εις τας χείρας του και τους ιχθύς που συνέλαβεν. Ο δε Όσιος, βλέπων αυτόν, του είπε: Μη γίνεσαι άπιστος, παρήκοε· διότι εκείνος, όστις μετεμορφώθη εις όφιν και παρέσυρε τους προπάτορας εις την παρακοήν, αυτός ο ίδιος σήμερον μετεμορφώθη εις σκυλόψαρον, δια την παρακοήν που σε εδίδαξε πρότερον, θέλων να σε ρίψη εις τον λάκκον της απωλείας και ψυχικώς και σωματικώς. Όμως ο Χριστός, όπως ήλθεν εις τον κόσμον δια να τον καταργήση, σε εβοήθησε σήμερον, αναμένων την μετάνοιάν σου, δια την άπειρόν Του αγαθότητα. Εγώ δε ουδέποτε θέλω φάγει ψάρια της παρακοής. Ακούσας ταύτα ο Μάρκος έρριψε μακράν τα ψάρια, και προσπεσών εις τους πόδας του Οσίου εζήτει με θερμά δάκρυα την συγχώρησιν, ο δε Όσιος ως συμπαθέστατος τον συνεχώρησεν. Από τότε δε και ύστερον διετήρησεν άκραν υπακοήν, έως ότου ετελείωσε την ζωήν του και επορεύθη εις την άλλην ζωήν με χρηστάς ελπίδας, δια να λάβη τον μισθόν της υπακοής του μυριοπλάσιον. Άφησε δε ως διάδοχον της υπακοής του δια να υπηρετή τον Όσιον τον ανεψιόν του Γαβριήλ, του οποίου ο πατήρ ωνομάζετο Δοσίθεος. Ο Δοσίθεος ούτος παρεκάλεσε μίαν φοράν τον Όσιον να στείλη τον Γαβριήλ δια κάποιαν ανάγκην εις την ιεράν μονήν του Βατοπεδίου. Και τον έστειλε μεν ο Όσιος, του καθώρισεν όμως ποίαν ημέραν να έλθη οπίσω εξ άπαντος· όταν δε ήλθεν η ωρισμένη ημέρα και ο Γαβριήλ δεν ήλθεν, τότε ο Δοσίθεος ήρχισε να κλαίη, στοχαζόμενος ότι εσκλαβώθη ο υιός του, διότι ήκουσεν ότι οι Αγαρηνοί εκούρσευσαν εις εκείνα τα μέρη. Αλλά ο Όσιος Νήφων, με το διορατικόν όμμα της ψυχής του, ηξεύρων τα γινόμενα, είπε: Μη κλαίης, Γερο-Δοσίθεε, τον υιόν σου, διότι είναι ελεύθερος. Και πράγματι πριν να δύση ο ήλιος έφθασεν ο Γαβριήλ χωρίς να πάθη κανέν κακόν. Επειδή δε προεγνώρισεν ο Όσιος, ότι μετά εξ μήνας έμελλε να κοιμηθή ο Άγιος Μάξιμος τον τελευταίον ύπνον, είπε εις την συνοδείαν του· ας υπάγωμεν προς τον Όσιον Μάξιμον, δια να τον απολαύσωμεν, διότι δεν πρόκειται να τον ίδωμεν πλέον εις την παρούσαν ζωήν. Επήγαν λοιπόν προς αυτόν και αφού αντήλλαξαν τον εν Χριστώ ασπασμόν, είπεν ο Άγιος Μάξιμος. Χαίρετε εν Χριστώ, αγαπητοί αδελφοί. Ούτος είναι ο τελευταίος χαιρετισμός μας, διότι δεν πρόκειται πλέον να ίδωμεν ο εις τον άλλον, και ηκολούθησεν εν τοις πράγμασιν η προφητεία και των δύο κατά αλήθειαν. Μετά πολλούς χρόνους παρουσιάσθη πάλιν η πανώλης εις το Άγιον Όρος, και προσέβαλε τον Γαβριήλ τόσον βαρέως, ώστε εκινδύνευε να αποθάνη. Βλέπων αυτόν εις αυτήν την κατάστασιν ο πατήρ του έκλαιεν απαρηγόρητα· ο δε Όσιος τον παρηγόρει λέγων. Μη κλαίης, αδελφέ, ότι ο υιός σου δεν πρόκειται να αποθάνη τώρα, επειδή με υπηρέτησε καθώς θέλει ο Θεός. Και ευθύς γυρίσας κατά Ανατολάς εδεήθη του πανοικτίρμονος Θεού μυστικώς δια τον ασθενή ώραν πολλήν· και ω του θαύματος! εσηκώθη ο ασθενής υγιής, και εδόξαζε τον Θεόν. Τότε στραφείς ο Όσιος προς αυτούς είπεν· ο μεν αδελφός ημών, ιδού έλαβε την υγείαν με την βοήθειαν του Θεού· εγώ δε κατά τον καιρόν της νηστείας των Αγίων Αποστόλων απέρχομαι. Ήλθε λοιπόν η νηστεία των Αγίων Αποστόλων, και το πρωί του πρώτου Σαββάτου ηγέρθη και έκανε προσευχήν και εκοινώνησε των αχράντων Μυστηρίων, έπειτα λέγει προς την συνοδείαν του. Τέκνα μου εν Κυρίω αγαπητά, ιδού ήλθεν ο καιρός δια να υπάγω προς τον Κύριον, τον οποίον επεπόθησεν εκ νεότητος η ψυχή μου. Βλέπων δε αυτούς ότι εταράχθησαν και ελυπήθησαν υπερβολικά, τους είπε: Δεν πρέπει, τέκνα μου, να λυπήσθε, διότι από τώρα και εις το εξής μέλλετε να με έχετε πρέσβυν προς τον Θεόν, ίνα τον παρακαλώ δια την σωτηρίαν σας. Σεις μόνον να φυλάττετε τας εντολάς Του. Τη δε Κυριακή τους είπε να βάλουν πρώτον τράπεζαν να γευματίσουν, έπειτα να σκάψουν τον τάφον του και να τον ετοιμάσουν, δια να υπάγω, λέγει, εις την γην εξ ης ελήφθην· αφού δε έγιναν ταύτα, ηγέρθη όρθιος ο Άγιος, και υψώσας όμματα και χείρας προς τον ουρανόν προσηυχήθη ώραν πολλήν· έπειτα ευλογήσας και συγχωρήσας αυτούς, και λαβών και από αυτούς συγχώρησιν, εσχημάτισε τον εαυτόν του σταυροειδώς, και παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού· ήστραψε δε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, δίδον σημείον με τούτο της προς Θεόν παρρησίας του. Εκοιμήθη λοιπόν ούτος ο αείμνηστος πατήρ τη ιδ΄ (14η) του Ιουνίου, έζησε δε χρόνους ενενήκοντα και εξ, έκαμε δε θαύματα πολλά εις την ζωήν του, από τα οποία είναι και ταύτα. Γέρων τις πνευματικός και ενάρετος, Θεόδουλος το όνομα, ηθέλησε μίαν φοράν να υπάγη προς τον Όσιον, δια ψυχικήν του ωφέλειαν. Περιπατών δε εις την οδόν, έφθασεν εις ένα τόπον απόκρημνον, και εκεί γλιστρήσας εκτύπησε τον πόδα του εις μίαν μεγάλην πέτραν, και τόσον αίμα έτρεξεν από την πληγήν, και τόσους πόνους είχεν, ώστε ολίγον έλειψε να ξεψυχήση. Όθεν βλέπων τον εαυτόν του ευρισκόμενον εις τοιαύτην ελεεινήν κατάστασιν, εφώναξεν εκ βάθους ψυχής λέγων: Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, εάν ο Νήφων είναι δούλος Σου και έχη παρρησίαν προς Σε, ας σταθή η ρύσις του αίματος, και ας παύσουν οι πόνοι, δια να αναλάβω δια των ευχών του, και να μη με φάγουν εδώ τα άγρια θηρία· ούτως είπε και, ω του θαύματος! παρευθύς εστάθη η ροή του αίματος, έπαυσαν οι πόνοι, και ο εξηντλημένος από την αιμορραγίαν γέρων ηγέρθη ορθός και επεριπάτει δοξάζων τον Θεόν. Ένας Μοναχός από την Λαύραν, έχων ευλάβειαν εις τον Όσιον Νήφωνα, του έστειλεν ένα δοχείον πλήρες ελαίου, δια τινος φίλου του, ο οποίος, πηγαίνων εις τον δρόμον, εσκόνταψε και έπεσεν. Και όλα μεν τα άλλα συνετρίβησαν, ενώ το δοχείον με το έλαιον έμεινεν ακέραιον και το έφερεν εις τον Όσιον, ο οποίος χαμογελών ολίγον επρόλαβε και του λέγει· ίδε πόσην ισχύν έχει η πίστις του αδελφού, όστις έστειλε το έλαιον, αλλά και σε ελύτρωσεν από τον κίνδυνον και το δοχείον τούτο εφύλαξεν ακέραιον, μολονότι τα επίλοιπα συνετρίβησαν τελείως. Ο δε κομιστής, θαυμάζων το προορατικόν του Αγίου, εδόξασε τον Θεόν. Άλλος Μοναχός, ασθενής ων από κεφαλαλγίαν πολυχρόνιον, επήγεν εις ιατρούς και εξώδευσε πολλά, όμως καμμίαν θεραπείαν δεν εύρεν· όθεν προσέτρεξεν εις τον Όσιον, και προσπίπτων εις τους πόδας του εδέετο θερμώς να τον ιατρεύση, λέγων· ηξεύρω, αγιώτατε πάτερ, ότι όσα και αν ζητήσης από τον Θεόν, σου τα δίδει, διότι δια την αγάπην Του προέκρινες να κάθησαι εις ταύτην την έρημον. Ο δε Όσιος, ως ταπεινόφρων, του λέγει· πάτερ, είμαι αμαρτωλός, και αμαρτωλόν ο Θεός δεν ακούει. Αλλ’ ο ασθενής δεν έπαυεν από του να δακρύη, να προσπίπτη και να παρακαλή τον Όσιον να τον θεραπεύση· τότε ο μακάριος Νήφων, νικηθείς από την φυσικήν του καλωσύνην και συμπάθειαν, απήγγειλε μίαν ευχήν επάνω εις την κεφαλήν του ασθενούς, από την οποίαν εβγήκε μία βοή, ως βίαιος άνεμος, και, ω του θαύματος! ιατρεύθη αμέσως ο ασθενής, και ευχαριστών τον Όσιον εδόξαζε τον Θεόν. Άλλος Μοναχός, ιδιόρρυθμος ων, είχε την υπερηφάνειαν να έχη εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν του και εις την γνώσιν του, και δεν ανέφερε τους λογισμούς του εις κανένα πνευματικόν πατέρα πρακτικώτερόν του, αλλά καθώς του έλεγεν ο ιδικός του λογισμός, ούτως επολιτεύετο. Όθεν επλανήθη ο άθλιος και εδέχθη άγγελον σκότους, αντί φωτός, από τον ποίον εδιδάχθη πολλά άτοπα, και έπεσεν εις τόσην υψηλοφροσύνην, ώστε εφαντάζετο, ότι εις όλας τας αρετάς αυτός είναι ανώτερος από όλους τους άλλους. Ούτος λοιπόν μίαν φοράν επήγεν εις τον Όσιον Νήφωνα, και ερωτηθείς από τον Όσιον, δια ποίον αίτιον επήγεν εις αυτόν, του απεκρίθη. Ήλθον α σε ίδω, ως περιβόητον εις την αρετήν. Ο δε Όσιος του είπε· και πως συ, ο τόσον μέγας και θαυμαστός, κατεδέχθης να έλθης εις εμέ τον ελάχιστον και ευτελή; Εκείνος του λέγει: Ο Θεός με ευηργέτησε, και το χάρισμα όπου έχω είναι του Θεού. Τότε του λέγει ο Όσιος· χάρισμα του Θεού, αδελφέ, είναι η ταπεινοφροσύνη· του Θεού είναι το να θεωρής τον εαυτόν σου, ότι είσαι έσχατος πάντων· του Θεού είναι το να κατορθώσης μεγάλας αρετάς, και να νομίζης τον εαυτόν σου ότι είσαι κατώτερος από όλους· αυτά δε όπου φαντάζεσαι συ, είναι της πλάνης και του σατανά, όστις σου τα εδίδαξεν. Ευθύς τότε ο Μοναχός εκείνος, γενόμενος εκστατικός από τα θεόπνευστα λόγια του Οσίου και ελθών εις τον εαυτόν του, είπεν· εάν αυτά είναι του πονηρού, πάτερ, αποδίωξον ταύτα απ’ εμού, σε παρακαλώ, με την προσευχήν σου και ελευθέρωσέ με από τας φαντασίας του. Ο δε μακάριος Νήφων, υψώσας το όμμα της ψυχής του εις τους ουρανούς, είπεν· «Κύριε Ιησού Χριστέ, όστις εζήτησας το πεπλανημένον και απολωλός πρόβατον, και ευρών αυτό το συγκατηρίθμησας με τα λοιπά πρόβατα και εδίωξας τον νοητόν λύκον, όστις εζήτει να τον θανατώση, και έδειξας εις ημάς οδόν σωτηρίας, συ Δέσποτα, και τον δούλον σου τούτον, όστις δια την απλότητά του έπεσεν εις πλάνην από τας μεθοδίας του πλάνου διαβόλου, ελευθέρωσον αυτόν από τας φαντασίας εκείνου, δια να γνωρίζη σε μόνον Θεόν αληθινόν, τον δι’ ημάς σταυρόν και θάνατον υπομείναντα, και να δοξάζη το όνομά Σου το ευλογημένον εις τους αιώνας. Αμήν». Ούτω προσηυχήθη ο Όσιος, και παρευθύς αχλύς τις ως νεφέλη διεσκορπίσθη από τους οφθαλμούς του αδελφού, και εγνώρισε καθαρά εις ποίον μέγα κακόν είχε περιπέσει ο άθλιος, από τότε δε και εις το εξής ηλευθερώθη από τας φαντασίας του σατανά και έζησε θεαρέστως με πολλήν φρόνησιν και ταπείνωσιν. Ο ωρολόγος της ιεράς Λαύρας, διωχθείς από το Μοναστήριον δια κάποιον σφάλμα, εις το οποίον υπέπεσεν, επήγεν εις τον Όσιον, και λέγων προς αυτόν ότι εδιώχθη αδίκως από την Λαύραν, τον παρεκάλει, αν ήτο δυνατόν, να μείνη εκεί εις την υποταγήν του. Ο δε Όσιος, προβλέπων το μέλλον, του είπε· πήγαινε οπίσω εις το Μοναστήριον, και πρόσπεσε εις τον ηγούμενον με μετάνοιαν και ταπεινοφροσύνην, και θέλει σε δεχθή πάλιν. Διότι, αν δεν υπάγης, και εδώ δεν θέλεις υπομείνει την στενοχωρίαν, και από τα καλά του Μοναστηρίου θέλεις εκπέσει. Αφού δε επιστρέψης οπίσω, δεν θα παρέλθη πολύς καιρός και θα γίνης Εκκλησιάρχης, ύστερα δε και Ηγούμενος· πρέπει όμως να έχης από όλα περισσότερον την ταπεινοφροσύνην. Χαμογελών δε του είπε και τούτο· όταν συν Θεώ ηγουμενεύσης, να ενθυμηθής και ημάς και να μας αξιώσης της μερίδος του Κοινοβίου. Αφού επήγε λοιπόν ο ωρολόγος εις το Μοναστήριον, εις ολίγον καιρόν έγινε κατά την πρόρρησιν του Οσίου και Εκκλησιάρχης και Ηγούμενος, όθεν και έστελλεν εις τον Όσιον τα προς το ζην αναγκαία. Αλλά και τρεις Μοναχοί ηθέλησαν να υπάγουν εις τον Όσιον· επειδή δε ο εις απ’ αυτούς ήτο αγένειος, τον άφησαν εις την οδόν μακράν από το κάθισμα του Οσίου, και επήγαν μόνον οι δύο· ο δε Όσιος τους είπε· πως δεν εφέρατε και τον νέον; Διότι αυτός μέλλει να γίνη κατοικητήριον του Αγίου Πνεύματος. Τότε εκείνοι, θαυμάσαντες εις την πρόρρησιν του Οσίου, επήγαν και έφεραν και τον νέον· ωφεληθέντες δε πολλά από τους λόγους του Οσίου, και λαβόντες ευλογίαν, ανεχώρησαν δοξάζοντες τον Θεόν· ο δε νέος εκείνος προκόψας εις την αρετήν και την άσκησιν κατά τον λόγον του Οσίου διέπρεψεν εις την μοναχικήν πολιτείαν. Ο Δοσίθεος, περί του οποίου και προλαβόντως είπομεν, ο πατήρ τού Γαβριήλ, παρεκάλει τον Όσιον να δώση άδειαν εις τον Γαβριήλ να υπάγη δια χρείαν τινά εις την Μονήν των Ιβήρων. Ο δε Όσιος, προβλέπων τον κίνδυνον, εις ον έμελλε να εκτεθή, τον ημπόδιζεν· αλλ’ ο Δοσίθεος διισχυρίζετο ότι δεν υπάρχει κανείς φόβος να υπάγη την πρώτην ημέραν εις το μονύδριον του Αμαλφινού, του νυν Μορφινού καλουμένου. Τότε λέγει ο Όσιος. Αλλ’ εάν ο Γαβριήλ σκλαβωθή εδώθεν από το μονύδριον του Αμαλφινού, τι μέλλει γενέσθαι; Πλην ας υπάγη, και εγώ θα είμαι αθώος από την ζημίαν, ήτις θα επακολουθήση. Πιστεύσας λοιπόν ο Δοσίθεος εις τους λόγους του Οσίου, δεν αντέτεινε πλέον. Και το βράδυ εκείνο αδελφός τις, πηγαίνων εις αυτούς, τους ανήγγειλεν, ότι εδώθεν από το μονύδριον του Μορφινού επήγε πλοίον πειρατικόν, και συνέλαβον αιχμαλώτους τρεις Μοναχούς, οίτινες ευρέθησαν κατά τύχην εις τον δρόμον εκείνον, καθώς προείπεν ο Όσιος. Προς τούτοις και Μοναχός τις από την Λαύραν επήγεν εις τον Όσιον και του ανήγγειλεν, ότι ο Ιερομόναχος Ιωαννίκιος εστάλη από τον Ηγούμενον μαζί με άλλους Μοναχούς εις την νήσον της Σκύρου. Ενώ λοιπόν έπλεον με το καΐκι του Μοναστηρίου εις τον δρόμον εσκλαβώθησαν από τους πειρατάς και ότι εις την Λαύραν οι πατέρες εσύναξαν χρήματα και έστειλαν δια να τους εξαγοράσουν· έδωκε δε και αυτός το μερίδιόν του ένα φλωρί. Τότε του λέγει ο Όσιος· καλύτερον ήτο, τέκνον μου, να έδιδες το φλωρί εις τους πτωχούς, διότι ο Ιωαννίκιος και οι λοιποί ηλευθερώθησαν και είναι ήδη καλά. Εύχομαι εις τον Θεόν να μετείχομεν και ημείς εις την παράκλησιν, την οποίαν απολαμβάνουν εκείνοι τώρα. Ταύτα ακούσας ο Μοναχός εκείνος από τον Άγιον εσημείωσε την ημέραν εκείνην· και όταν εγύρισεν εις την Λαύραν ο Ιωαννίκιος του είπεν εκείνα όπου επροφήτευσεν ο Όσιος Νήφων δι’ αυτούς, και έμαθεν ότι κατά την πρόρρησιν του Αγίου, ούτως έγινε, και την ημέραν εκείνην όπου εσημείωσεν, ηλίευσαν ψάρια πολλά και μεγάλα, και έλαβον μεγάλην παράκλησιν, εις δόξαν Θεού του δοξάζοντος τους Αυτόν αντιδοξάζοντας. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου