Κύριλλος ο Άγιος, διανύσας την ζωήν του οσίως και ασκητικώς, εχειροτονήθη Επίσκοπος της εν Κρήτη Γορτύνης, κατά τον εξηκοστόν όγδοον χρόνον της ζωής του. Αφού δε εκυβέρνησε την Εκκλησίαν του Χριστού χρόνους είκοσι πέντε, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα Αγριανόν κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Μαξιμιανού εν έτει 299, επειδή εκήρυττε παρρησία τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και δεθείς ερρίφθη μέσα εις πυράν. Αλλά τα μεν δεσμά εκάησαν, και τα ξύλα όλα της πυράς έγιναν τέφρα, ο δε Άγιος έμεινεν άφλεκτος· δια τούτο τότε μεν αφέθη ελεύθερος, ύστερον δε επειδή πολλούς Έλληνας επέστρεφεν εις την πίστιν του Χριστού, έλαβε την απόφασιν του θανάτου. Βαλόντες λοιπόν οι υπηρέται εις το στόμα του Αγίου χαλινόν, τον εφόρτωσαν εις άμαξαν, επειδή δεν ηδύνατο να βαδίζη, διότι ήτο ενενήκοντα τριών χρόνων γέρων. Ότε δε έφθασαν εις ένα τόπον ονομαζόμενον Ράξον, εκεί εστάθησαν οι βόες της αμάξης μόνοι των, διότι ήλθε φωνή από τον ουρανόν, η οποία επρόσταξεν εκεί να σταθώσιν. Όθεν κλίνας τον λαιμόν του υπό την σπάθην απεκεφαλίσθη και ούτως έλαβεν ο μακάριος διπλούς τους στεφάνους και ως Ιεράρχης και ως αθλητής του Κυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου