Δαβίδ ο Όσιομάρτυς πατρίδα μεν είχε την εν τη Μικρά Ασία κωμόπολιν Κυδωνίας. Ελθών δε εις το Άγιον Όρος, έμεινε μετά τινος συμπατριώτου του Γέροντος εν τη Ιερά και σεβασμία Σκήτη της Θεοπρομήτορος Αγίας Άννης, ένθα και εκάρη μοναχός θεαρέστως πολιτευόμενος. Ζηλωτής δε ων περί τα θεία και βλέπων τον εν τη κορυφή του Άθω ναόν της θείας του Σωτήρος Μεταμορφώσεως κατηδαφισμένον υπό κεραυνών, ομοίως και τον κάτωθεν ναόν της Υπεραγίας Θεοτόκου ετοιμόρροπον, λαβών άδειαν απήλθεν εις την Σμύρνην, όπου δια προτροπής του συνέλεξεν ικανήν ελεημοσύνην παρά των ευσεβών Χριστιανών προς ανοικοδόμησιν των ανωτέρω θείων ναών.
Επιστρέψας δε εις Άγιον Όρος και καταβαλών κόπους υπερβολικούς, ανήγειρε πρώτον τον εν τη κορυφή ναόν της Μεταμορφώσεως, μετά μικράς δεξαμενής (στέρνας) ύδατος, είτα και τον κάτωθεν της Θεοτόκου μετά μικρού οικήματος προς ανάπαυσιν των αναβαινόντων χάριν προσκυνήσεως εις την ιεράν κορυφήν, ως και δεξαμενήν πλατείαν και ευρύχωρον χωρούσαν ύδωρ εις αυτάρκειαν, καθώς και την σήμερον φαίνονται. Επιθυμών δε ο Άγιος να μαρτυρήση υπέρ του ονόματος του Χριστού, απήλθεν εις Μαγνησίαν της Μικράς Ασίας, ένθα συνδιαλεχθείς μετά τινων Αγαρηνών περί πίστεως, έλαβε μάστιγας και επληγώθη την κεφαλήν, και ούτως εδιώχθη εκείθεν υπό των Αγαρηνών, μη τυχών του ποθουμένου τέλους. Ελθών δε πάλιν εις το Άγιον Όρος προς τον Γέροντά του, τον αυτόν σκοπόν είχε του μαρτυρίου, αλλ’ ο Γέρων εκώλυεν αυτόν δια το άδηλον της εκβάσεως. Αναστάς όμως επορεύθη εις Καρυάς και συμβουλευθείς τον Αρχιερέα πρώην Χριστουπόλεως Παγκράτιον, ο οποίος εγνώρισεν ότι ο σκοπός του ήτο εύλογος και έννομος, έλαβε παρ’ αυτού ευλογίαν και συγχώρησιν, ίνα απέλθη ως επόθει και ούτως απήλθεν εις Θεσσαλονίκην. Κατ’ εκείνας τας ημέρας συνέβη η εξής αξία πολλών θρήνων και δακρύων συμφορά εις τινα Μοναχόν. Ούτος έχων καλύβην εις την Βατοπεδικήν Σκήτην του Αγίου Δημητρίου και πλανηθείς εξ υψηλοφροσύνης, εδέχθη φαντασίας και εμφανείας δαιμόνων, οίτινες εδίδαξαν αυτόν, ως μιαρόν και ασύνετον, να περιτμηθή και να δεχθή την δυσσεβή πλάνην του Μωάμεθ, ίνα ζήση εν αναπαύσει ψυχής και σώματος, όπερ και ηβουλήθη να πράξη. Αλλά μαθόντες τούτο οι λοιποί σεβάσμιοι Πατέρες, ενέκλεισαν αυτόν εις την καλύβην του, δια να μη διαφύγη και γίνη δαιμόνων επίχαρμα. Δυστυχώς όμως ούτος έχων τελείαν απόφασιν να πραγματοποιήση τας σκοτίους σατανικάς συμβουλάς, ενδυναμωθείς δε και υπό των πλανησάντων αυτόν δαιμόνων, εκρημνίσθη αβλαβής εκ τινος θυρίδος (παραθύρου) και απήρχετο εις Θεσσαλονίκην. Πλησιάζων προς την πόλιν, μακρόθεν των τειχών, εις τόπον πεδινόν, εύρεν Αγαρηνόν τινα κοιμώμενον, τον δε ίππον αυτού δεδεμένον εις δένδρον. Λύσας, λοιπόν, τον ίππον ο πλανηθείς μοναχός και ιππεύσας έφθασεν έφιππος εις την πύλην της πόλεως. Ιδόντες αυτόν οι θυρωροί, τον ηρώτησαν πόθεν έρχεται και που υπάγει· ο δε θαρσαλέως απεκρίνατο, ότι από το Άγιον Όρος ήρχετο, ότι ήτο Μοναχός, πληροφορηθείς δε δια την θρησκείαν των, ήλθεν ίνα δεχθή και ακολουθήση αυτήν. Ακούσαντες αυτά οι θυρωροί εχάρησαν και εν τω άμα παραλαβόντες αυτόν μετέφερον εις τον κριτήν των δια τα περαιτέρω. Εν τω μεταξύ ηρώτησαν αυτόν περί του ίππου, που τον εύρεν, ο δε είπεν ότι ο Μωάμεθ του τον έδωσε και ότι τον επώλει τριάκοντα γρόσια, οι δε έδωσαν αυτώ τα τριάκοντα αργύρια. Αλλ’ ύστερον ήλθεν ο κύριος του ίππου ζητών αυτόν, ούτω δε έμαθον την χλεύην του πεπλανημένου εκείνου. Πάντα ταύτα επροξένησαν μεγάλην λύπην εις τους Χριστιανούς και καταισχύνην του Μοναχικού σχήματος, εις δε τους Αγαρηνούς και Εβραίους χαράν και αγαλλίασιν. Ευρισκόμενος τότε και ο Όσιος Δαβίδ εν Θεσσαλονίκη, το κατάλυμα έχων εις τινα υποδηματοποιόν φίλον του, και πληροφορηθείς τα γενόμενα, εβουλεύσατο να υπάγη κρυφίως προς τον Μοναχόν εκείνον και να συμβουλεύση αυτόν ίσως ανανήψη, αν δε εγένετο αντιληπτός ήτο έτοιμος να ομολογήση και επιτύχη του ποθουμένου, δι’ ο και εξήλθεν. Απελθών λοιπόν ο Άγιος εκεί όπου ευρίσκετο ο πεπλανημένος εκείνος Μοναχός φυλαττόμενος υπό των ασεβών, εισελθών είπεν ότι έχει να τον ερωτήση δια τινα υπόθεσιν, ούτω δε ήρχισε να νουθετή καταλλήλως αυτόν. Ακούσαντες όμως ταύτα οι ασεβείς, και μαθόντες περί των λεγομένων παρά τινος τουρκαλβανού, δείραντες αυτόν και δήσαντες έφερον προς τον κριτήν· ο δε μαθών και οργισθείς, υποπτευθείς δε μάλλον μήπως διαστρέψη τον πλανηθέντα, έδωκε συντόμως την κατ’ αυτού απόφασιν να κρεμασθή· και λαβόντες αυτόν οι δήμιοι δια νυκτός απηγχόνισαν κατά το έτος 1813 και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον αμάραντον του μαρτυρίου στέφανον. Ο μαρτυρικός αυτού θάνατος επροξένησεν εις τους ευσεβείς Χριστιανούς παραμυθίαν και χαράν μεγάλην, διότι ευρίσκοντο εν μεγάλη λύπη, λόγω της εξωμοσίας του αθλίου ψευδομοναχού εκείνου, τον οποίον περιτέμνοντες συνέζευξαν μετά τινος ασέμνου οθωμανίδος, και κακώς το ζην εξεμέτρησεν. Ο δε αοίδιμος Δαβίδ κατεστεμμένος ήδη δια του διπλού διαδήματος της ασκήσεως και αθλήσεως, συναγάλλεται μετά των αγίων Οσιομαρτύρων εν τη ανεκλαλήτω και αϊδίω ζωή και μακαριότητι ης και ημείς τύχοιμεν τη αυτού προς Χριστόν αθλητική πρεσβεία. Εις το μαρτύριον του Αγίου Οσιομάρτυρος Ιγνατίου του Ιβηροσκητιώτου αναγινώσκομεν τα εξής σχετικά με το μαρτύριον του Οσιομάρτυρος Αγίου Δαβίδ: «Ενοχληθείς ο Όσιος Ιγνάτιος υπό τινος αδελφού εις την Μονήν του Βατοπεδίου, απήλθεν εις το Χιλιανδάριον, όπου τα όμοια παθών, επήγεν εις του Ζωγράφου, είτα εις Καρυάς, και μετά πολλά συμβεβηκότα επήγεν εις την Σκήτην της Αγίας Άννης, προς τον αείμνηστον Παπά Βασίλειον (τον πρώην Βησσαρίωνα), μετά του οποίου δια τινα χρείαν επήγεν εις Θεσσαλονίκην. Και επειδή τότε εμαρτύρησεν εκεί ο Άγιος Οσιομάρτυς Δαβίδ δια το όνομα του Χριστού, επυρώθη και αυτός τοσούτον από το πυρ της θείας αγάπης, ως είδε κρεμασμένον τον Άγιον Οσιομάρτυρα Δαβίδ, ώστε ηθέλησε και αυτός τότε να μαρτυρήση, ανίσως δεν εμποδίζετο από τινα αδελφόν Γέροντα, όστις έλαβεν αυτόν παρά του Παπά Βασιλείου, και εξελθόντες από Θεσσαλονίκης υπέστρεψαν εις την Αγίαν Άνναν. Και ασθενήσας ο Γέρων, ανεπαύθη εν Κυρίω, τον οποίον Γέροντα εμακάριζεν ο Ιγνάτιος και ενεκωμίαζεν ως ενάρετον και ελυπήθη δια την τελευτήν του· ήτο δε τότε έτος 1815». Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου