Νίκανδρος και Μαρκιανός, οι άγιοι Μάρτυρες, επειδή ωμολόγουν την εις Χριστόν πίστιν, εξητάσθησαν υπό του ηγεμόνος Μαξίμου και ριφθέντες εν φυλακή εξήχθησαν εκείθεν μετά είκοσιν ημέρας. Κατόπιν αναγκασθέντες να αρνηθώσι τον Χριστόν και μη πεισθέντες, εξεσχίσθησαν δια σιδηρών ονύχων και εκρεμάσθησαν επί ορθού ξύλου, κατακεντώμενοι δια σιδήρων και καιόμενοι δια πυρός. Μετά δε ταύτα καταβιβασθέντες, ηπλώθησαν επί πεπυρωμένων ανθράκων και εκεί εδάρησαν δια ράβδων.
Έπειτα έχυσαν επί των πληγών των άλας αναμεμιγμένον μετ’ όξους και έτριψαν ταύτας δι’ οξέων κεράμων, συντρίψαντες δια πετρών τα στόματα και τα πρόσωπα αυτών. Και ηκολούθει μεν η σύζυγος του αγίου Νικάνδρου, παραθαρρύνουσα αυτόν και προθυμότερον ποιούσα εις το μαρτύριον, ως ηκολούθει και η σύζυγος του αγίου Μαρκιανού, ήτις έπραττεν όλως το εναντίον. Διότι, κλαίουσα και δεικνύουσα το τέκνον του, συνέτριβε την καρδίαν του αθλητού. Λαβών δε το παιδίον ο Μάρτυς, ύψωσε τα όμματα αυτού εις τον ουρανόν και αφού είπε: Κύριε, Συ θέλεις φροντίσει δια το τέκνον μου τούτο, ησπάσθη αυτό και την σύζυγόν του και έσπευσεν εις τον προκείμενον δρόμον του μαρτυρίου. Μετά ταύτα έκοψαν δια μαχαιρών τας γλώσσας των αθλητών και τελευταίον απέκοψαν τας αγίας αυτών κεφαλάς. Ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου