Δαβίδ ο αληθής και γνήσιος υπουργός του Παναγάθου Θεού, ήτο από χωρίον τι καλούμενον Γαρδινίτζα, κείμενον πλησίον του Ταλαντίου εις το παραθαλάσσιον έναντι της νήσου Ευβαίας, ήκμασε δε περί το αφιθ΄ (1519) έτος, πατριαρχεύοντος εν Κωνσταντινουπόλει του αοιδίμου Ιερεμίου, είχε δε γεννήτορας θεοσεβείς τε και ευλαβείς· και ο μεν πατήρ αυτού εκαλείτο Χριστόδουλος, έχων και το αξίωμα της Ιερωσύνης, εστολισμένος με χάριτας και αρετάς, η δε μήτηρ αυτού Θεοδώρα, ήτις τω όντι κατεγίνετο εις το να αναδειχθή εις τον πανοικτίρμονα Θεόν δώρον καθαρόν· έζων δε και οι δύο εναρέτως, δηλαδή με προσευχάς, με νηστείας, με ελεημοσύνας, με δάκρυα, παρακαλούντες τον Άγιον Θεόν ημέρας τε και νυκτός να τους ελευθερώση από τας παγίδας και ενέδρας του πονηρού διαβόλου και να τους αξιώση της επουρανίου αυτού Βασιλείας· ιδών δε ο ελεήμων Θεός την καθαρότητα της ψυχής των, εχάρισεν εις αυτούς τέσσαρα τέκνα, εξ ων τα δύο αρσενικά, τα δε έτερα δύο θηλυκά, δια τα οποία χαίροντες και ευφραινόμενοι εδόξαζον το πανάγιον αυτού όνομα, εξαιρέτως δε δια τον μακάριον Δαβίδ, όστις ηύφραινε και ηυχαρίστει αυτούς περισσότερον, ως έχων παρά Κυρίου πλείονας χάριτας.
Ότε λοιπόν εγένετο εις την ηλικίαν των τριών ετών ο τρισίλβιος, νύκτα τινά καθ’ ύπνον εφάνη εις αυτόν ο θείος Πρόδρομος Ιωάννης, λέγων· «Ανάστα, τέκνον μου, και ακολούθει μοι». Και ευθέως ηκολούθησε μετά χαράς ως να ήτο γέρων, έμφρων και συνετός. Εξελθόντες λοιπόν αμφότεροι εκ του οίκου ήλθον εις μίαν Εκκλησίαν κειμένην πλησίον της χώρας ταύτης, τιμωμένην επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου, και αμέσως ευρέθη η θύρα της Εκκλησίας ανοιγμένη δια θείας επιταγής και εισήλθον ένδον του Ναού. Τότε ο μεν θείος Πρόδρομος εφάνη εις τον μακάριον Δαβίδ, ότι εστάθη εις την εικόνα, ήτις έφερε τον χαρακτήρα κατά το πρωτότυπον του Προφήτου, αυτός δε εστάθη έμπροσθεν της εικόνος μετ’ ευλαβείας, έχων τας χείρας του σταυροειδώς εξ ολοκλήρους ημέρας, ανυπόδητος και ασκεπής μόνον με ένα υποκάμισον, θεωρών τον Τίμιον Πρόδρομον. Οι δε γονείς τού παιδίου εγερθέντες του ύπνου και μη ευρόντες αυτόν ελυπήθησαν μεγάλως· όθεν περιήλθον την χώραν ερευνώντες δια το παιδίον των, αλλά δεν εύρον αυτό· διο λυπούμενοι έκλαιον και εθρήνουν την αιφνίδιον στέρησιν του παιδός των. Κατά δε την έκτην ημέραν, ήτις ήτο Σάββατον, το εσπέρας, κατήλθεν κατά το έθος ο Ιερεύς ο πατήρ αυτού εις την Εκκλησίαν ταύτην , δια να ψάλη τον εσπερινόν μεθ’ ετέρων συγχωρίων του Χριστιανών και εξαίφνης βλέπει το παιδίον του ιστάμενον έμπροσθεν της ιεράς εικόνος του Τιμίου Προδρόμου, αστράπτον το πρόσωπον αυτού ως ήλιος, με το να ήτο πεπλησμένον θείας Χάριτος και εξέστη όλος από της υπερβαλλούσης χαράς δια την απροσδόκητον εύρεσιν του παιδίου του και μετά δακρύων λέγει προς αυτό· «Τέκνον μου αγαπητόν, που ήσουν τόσας ημέρας; Ποίος σε έφερεν ενταύθα»; Το δε παιδίον αμέσως, ω του παραδόξου θαύματος! εδείκνυε δια του δακτύλου την τιμίαν εικόνα του Προδρόμου, λέγον ως γέρων νουνεχής· «Ούτος, αγαπητέ μου πάτερ, με έφερεν από την οικίαν μας εις αυτόν τον άγιον Ναόν». Και εξέστησαν πάντες οι παρευρεθέντες Χριστιανοί, δοξάζοντες τον Πανάγαθον Θεόν. Αφού δε ετελείωσεν ο εσπερινός επέστρεψεν ο πατήρ αυτού μετά του μακαρίου Δαβίδ εις τον οίκον του, δοξολογούντες και υμνολογούντες το υπερύμνητον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ωσαύτως και του θείου Προδρόμου, τόσον οι γεννήτορες, όσον και πάντες οι κάτοικοι της χώρας δια το εξαίσιον και αξιάκουστον τούτο θαύμα. Έκτοτε λοιπόν ο θαυμαστός και παμμάκαρ Δαβίδ, εμφορηθείς της Χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, εισήρχετο εις τον Ναόν του Προδρόμου και προσηύχετο, καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος προς Ρωμαίους κεφ. η΄:14 «Όσοι γαρ πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισίν υιοί Θεού». Βλέποντες λοιπόν οι γονείς του παιδίου τας αρετάς και τας χάριτας, τας οποίας έλαβε παρά Θεού, αίτινες όσον προέβαινε κατά την ηλικίαν τοσούτον και αύται ηύξανον, εδόξαζον τον Παντάνακτα Θεόν. Αφού δε ήλθεν εις πρέπουσαν ηλικίαν ο μακάριος, οι γονείς αυτού έβαλον αυτόν εις τα ιερά γράμματα, όπως δια τούτων αναγινώσκη τας θείας Γραφάς και τας ιεράς βίβλους προς μεγαλυτέραν ωφέλειάν του. Προϊόντος δε του χρόνου εστολίζετο δια των ιερών γραμμάτων και αναγνώσεων ο μακάριος και μάλιστα με την γύμνασιν και άσκησιν της αρετής, με νηστείας και αγρυπνίας, με προσευχάς και δεήσεις προς τον ουρανού και γης ποιητήν και ημέρας τε και νυκτός ενησχολείτο μετά πόθου πολλού επικαλούμενος τον Δεσπότην Χριστόν βοηθόν και αντιλήπτορα, ίνα καταπατήση τον πολυμήχανον εχθρόν διάβολον και αξιωθή της επουρανίου Βασιλείας, της ανεκλαλήτου χαράς και αγαλλιάσεως και των επηγγελμένων αγαθών, περί ων αείποτε εφρόνει και διενοείτο αναγινώσκων τον μακάριον Παύλον τον λέγοντα περί των ουρανίων αγαθών· «α οφθαλμός ουκ οίδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, α ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. β:9). Δια παντός δε ήτο πρόθυμος να υπακούη εις την επιταγήν των γεννητόρων του, μάλιστα εν καιρώ του θέρους, διότι ο πατήρ αυτού μετήρχετο την γεωργικήν. Μετ’ επιμελείας έτρεχεν εις τα χωράφια, συνεργάτης γενόμενος του πατρός αυτού. Αλλ’ ενώ ο πατήρ του ανεπαύετο μετά των εργατών εις το μέσον της ημέρας, αποφεύγων την υπερβάλλουσαν θερμότητα του ηλίου, ο αοίδιμος Δαβίδ εις ώραν σφοδρού καύματος προσηύχετο, αναπέμπων δοξολογίας εις τον πανοικτίρμονα Θεόν προς ταλαιπωρίαν και κακουχίαν του σώματός του, και τοιουτοτρόπως διήγεν τον βίον του παραμένων μετά των γεννητόρων αυτού μετ’ ευπειθείας και υπακοής, και μάλιστα μηδένα έχων πνευματικόν πατέρα οδηγόν, δι’ όπερ λυπούμενος εδέετο του Θεού όπως υποδείξη εις αυτόν τον της αληθείας δρόμον, εις εκτέλεσιν του εναρέτου αυτού πόθου και σκοπού. Μετά δε καιρόν πολύν, έχων όλην την ελπίδα του εξηρτημένην από τον Άγιον Θεόν, προσευχόμενος ημέρας τε και νυκτός, παρεκάλει αυτόν τον κηδεμόνα του παντός δια να τον οδηγήση να επιτύχη αρμόδιον και ακύμαντον λιμένα δια να αποφύγη τας τρικυμίας και ταραχάς του ματαίου βίου και τας καθημερινάς ενέδρας και επιβουλάς του δολίου δράκοντος, και να κερδήση την μακαρίαν ζωήν των δικαίων και εναρέτων ανδρών. Φθάσας δε την ηλικίαν των δεκαπέντε ετών ανεχώρησεν εκ της πατρίδος του και ποιήσας ευχήν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, είπε· «Δέσποτα και Δημιουργέ απάσης της κτίσεως, εύσπλαγχνε και πολυέλεε Θεέ, ο καταδεξάμενος δια την σωτηρίαν των ανθρώπων να σαρκωθής εκ της αειπαρθένου Μαρίας, της ακηράτου Μητρός σου, και εξ αυτής να γεννηθής, και να σταυρωθής, και να παραδοθής εις ταφήν, και την τρίτην ημέραν να αναστηθής, Συ, Βασιλεύ Πανάγιε, επάκουσον εμού του αμαρτωλού και αναξίου δούλου σου, και οδήγησόν με εις το φως του προσώπου σου, και εις το να ποιώ το θέλημά σου το άγιον, ίνα και εγώ ο δείλαιος αξιωθώ της επηγγελμένης εκείνης ουρανίου σου μακαριότητος». Ο δε Πανάγαθος Θεός, ως οικτίρμων και ευσυμπάθητος, ο θέλων την σωτηρίαν των ανθρώπων, εισήκουσε της δεήσεως αυτού, και αφού εξήλθε της πατρίδος του, ευθύς ευρίσκει ένα ενάρετον άνθρωπον καθ’ οδόν, όστις εκαλείτο Ακάκιος. Ούτος δε ήτο πολύς εις την σοφίαν και παιδείαν και μάλιστα εις την άσκησιν της αρετής και εγνωσμένος εις διαφόρους τόπους, ωφελήσας δια του Ευαγγελικού κηρύγματος πολλάς ψυχάς ανθρώπων. Τούτου γίνεται αληθής μαθητής, υποσχεθείς ότι θα φυλάξη την υπακοήν και θα είναι πρόθυμος δια παντός εις τα υπουργήματα των ασκητικών αγώνων. Ο δε ειρημένος Ακάκιος εδέχθη μετά προθυμίας τον Όσιον, προβλέπων ότι μέλλει να γίνη ο παμμάκαρ Δαβίδ θαυμάσιος και άξιον δώρον του ελεήμονος Θεού, τον επήγε δε εις την Μονήν του και τον κατέταξε με τους λοιπούς εκεί συνασκουμένους Πατέρας διδάξας αυτόν και καθοδηγήσας εις άπαντα τα επόμενα του μοναδικού βίου και ευθέως ενέδυσεν αυτόν το σχήμα των Μοναχών και τον επρόσταξε να ενασχολήται εις κόπους και ιδρώτας ασκητικούς. Έκτοτε λοιπόν ο μακάριος Δαβίδ κατεγίνετο εις κόπους, εις αγρυπνίας, εις νηστείας, εις δεήσεις και προσευχάς και εις τελείαν αποχήν των κακών και εσπούδαζε δια παντός να γίνη έξω των σαρκικών ηδονών και του φθοροποιού κόσμου, δια να γίνη θύμα καθαρόν του ουρανίου Βασιλέως. Ηναγκάζετο δε μάλιστα ο Όσιος κατά συνέχειαν παρά του Γέροντός του Ακακίου χάριν δοκιμής εις το να περιφρονήται με λόγια μεμπτά και ψυχρότατα και επέμπετο απ’ αυτού να πωλή στάκτην. Ο δε αοίδιμος Δαβίδ με μεγάλην ταπεινοφροσύνην και άμετρον υπομονήν υπέμενε καρτερικώτατα και έκαμνε κάθε πρόσταγμα του Γέροντός του, γνωρίζων ότι η υπομονή και η υπακοή αποκαθιστά τον άνθρωπον εις το να δοξασθή παρά Θεού και να αξιωθή της ουρανίου μακαριότητος. Έπειτα από ολίγον καιρόν ο διδάσκαλος τού Οσίου Πατήρ Ακάκιος ανεχώρησεν από το Μοναστήριον σκοπεύων να υπάγη εις άλλο μέρος δια να εύρη άλλους πλέον εναρέτους άνδρας χάριν συναναστροφής και ομιλίας προς αύξησιν και πλεονασμόν της αρετής· έλαβε δε μεθ’ εαυτού και τον Όσιον Δαβίδ. Περιπατούντες λοιπόν αμφότεροι και περιερχόμενοι πολλούς τόπους Μοναστηρίων και Ασκητηρίων δια να επιτύχωσιν εκείνο όπου επόθουν, ήλθον εις την Όσσαν, ήτις είναι μεταξύ των ορέων του Ολύμπου και του Πηλίου· εκεί δε μαθόντες το Μοναστήριον του Οικονομίου, ήλθον εις αυτό και παρέμειναν επί τινα καιρόν, ωφεληθέντες παρά των Πατέρων εκείνων, ομοίως και οι Πατέρες εκείνοι εκ τούτων, καθ’ όσον η άσκησις και η γύμνασις της αρετής εγίνετο ακωλύτως. Βλέποντες οι εκεί ενασκούμενοι Πατέρες τον μακάριον Δαβίδ, όστις εξετέλει μεγάλα κατορθώματα αρετών με αμέτρους κόπους και αγώνας και επροχώρει ημέρα τη ημέρα εις το κρείττον της αρετής, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος· «Τα μεν οπίσω επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» (Φιλιπ. γ:14), παρεκίνουν και εβίαζον αυτόν τον αοίδιμον να δεχθή το αξίωμα της Ιεροδιακονίας, επειδή προέβλεπον ότι μέλλει να γίνη τέλειος εις την αρετήν και έχει να φωτίση με τας πνευματικάς του διδασκαλίας και νουθεσίας πολλάς ψυχάς ανθρώπων. Εδέχθη λοιπόν το της Ιεροδιακονίας αξίωμα εις το διαληφθέν Μοναστήριον και ως καθαρός και γνήσιος δούλος του παντοδυνάμου Θεού υπηρέτει ευλαβώς τα θεία Μυστήρια. Μετ’ ολίγον δε καιρόν πάλιν ο διδάσκαλος αυτού, ο Ιερός Ακάκιος, καταφλεγόμενος υπό θείου έρωτος, απεφάσισε να υπάγη εις το Άγιον Όρος, δια να προσκυνήση τα ιερά Μοναστήρια και να απολαύση τους εκεί Ασκητάς χάριν ευλογίας και να γίνη μιμητής της αρετής εκείνων. Όθεν ανεχώρησεν εκείθεν έχων μεθ’ εαυτού, θεία συνάρσει, και τον μακάριον Δαβίδ, ελθών δε εις το Άγιον Όρος περιήλθεν όλα τα Μοναστήρια και τας Σκήτας, και λαβών ουκ ολίγον καρπόν της ενθέου αρετής, εκείνος μεν έκρινεν εύλογον να αποπλεύση εις την Κωνσταντινούπολιν, ο δε Όσιος Δαβίδ έμεινεν εκεί εις τον λιμένα της αρετής, εις την Μονήν της Αγίας Λαύρας του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτου, χαίρων δε και αγαλλόμενος μετήρχετο τον ασκητικόν βίον. Ο δε Γέρων Ακάκιος φθάσας εις Κωνσαντινούπολιν επήγεν αμέσως εις το Πατριαρχείον εις προσκύνησιν του Πατριάρχου· ο δε Πατριάρχης, ιδών τον Ακάκιον, και πληροφορηθείς τον βίον του καθαρόν και την διαγωγήν του ενάρετον, καθώς και άλλοτε είχεν ακούσει παρ’ άλλων, έκρινεν εύλογον να τον χειροτονήση Αρχιερέα. Όθεν γενομένης Συνόδου Ιεράς, νενομισμένον και καθήκον εκρίθη παρά πάσης της Αγίας Συνόδου το να τιμηθή ο Ακάκιος με το υψηλόν αξίωμα της Αρχιερωσύνης, ως ων άξιος εργάτης του Ιερού Ευαγγελίου, δια να ποιμάνη λογικόν ποίμνιον, ίνα πληρωθή η φωνή η Ευαγγελική, η λέγουσα· «Ουδέ καίουσι λύχνον και τιθέασιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’ επί την λυχνίαν, και λάμπει πάσι τοις εν τη οικία» (Ματθ. ε: 15). Και τοιουτοτρόπως χειροτονηθείς, ηξιώθη του μεγίστου και υψηλού αξιώματος της Αρχιερωσύνης, λαχών της Μητροπόλεως Ναυπάκτου και Άρτης. Αφού δε κατήλθεν εις την επαρχίαν του, έστειλεν εις το Άγιον Όρος και επήρε τον αγαπητόν του υποτακτικόν και καθαρόν υπουργόν του Θεού, τον πανάριστον Δαβίδ. Ως δε έφθασεν εις την Μητρόπολιν της Ναυπάκτου, μεγάλη χαρά εγένετο αμοιβαία εις τους δύο, δηλαδή εις τον Αρχιερέα και εις τον Όσιον Δαβίδ, και αμέσως ο Γέροντάς του μετά χαράς ψυχικής λέγει τον σκοπόν του προς τον Δαβίδ· «Τέκνον μου αγαπητόν εν Κυρίω, εγώ επίτηδες σε μετεκάλεσα εκ της Μονής, δια να σε χειροτονήσω Επίσκοπον, να ποιμάνης λαόν, διότι είσαι άξιος εργάτης και διδάσκαλος του Ιερού Ευαγγελίου εις το να φωτίσης ψυχάς ανθρώπων». Ο δε μακάριος Δαβίδ ταύτα ακούσας ουδόλως έστερξε, με όλον ότι ήτο άξιος αυτού του υψηλού αξιώματος, επειδή κατεφρόνει την δόξαν και ησπάζετο την ταπεινοφροσύνην και ησυχίαν. Διο καθ΄ εκάστην κατεγίνετο και ενησχολείτο εις το να φυλάξη την ψυχήν του άσπιλον και καθαράν από τας επιβουλάς και ενέδρας του δολίου σατανά, και να την λαμπρύνη με τα πρέποντα προτερήματα και αρετάς, θέλων να αφανίση τελείως τας της σαρκός ατάκτους κινήσεις και ορμάς και να υποτάξητο σώμα εις την ψυχήν. Δια τούτο με μεγάλας νηστείας και με ολονυκτίους αγρυπνίας και συνεχείς γονυκλισίας εταλαιπώρει τον εαυτόν του, επειδή ουδέποτε εχόρτασε την κοιλίαν του με φαγητόν, ποτέ δεν εφόρεσεν ευπαρουσίαστον ένδυμα, ποτέ δεν εγέλασεν άτακτα, ποτέ δεν έκαμε κανένα από εκείνα τα οποία είναι εναντία του μοναδικού βίου, αλλ’ είχε δια παντός τον φόβον του Θεού εστηριγμένον εις την ψυχήν του, και ησπάζετο την ταπείνωσιν και ήτο υποτεταγμένος προς τον Γέροντά του και πνευματικόν του πατέρα. Δια να μάθετε δε πόσην υπακοήν είχεν ο παμμακάριστος εις τον διδάσκαλόν του, ακούσατε μετά προσοχής την κατωτέρω διήγησιν. Εστάλη ποτέ παρά του Γέροντός του ο Όσιος Δαβίδ από την Ναύπακτον εις την Άρταν δια τινα υπηρεσίαν. Η δε οδός από της Ναυπάκτου μέχρι της Άρτης συνίσταται εις διάστημα τεσσάρων ημερών· ο δε μακάριος εσυνείθιζε να περιπατή ανυπόδητος. Φθάσας δε εις την Άρταν, ίστατο εις μέρος τι χάριν αναπαύσεως· ιδών δε αυτόν εις άρχων θεοφιλής και φιλόπτωχος ανυπόδητον, ευθύς ηγόρασεν εν ζεύγος υποδήματα και έρχεται προς τον Όσιον, και του λέγει παρακαλών· «Δούλε του Θεού, λάβε αυτά τα υποδήματα και βάλε αυτά εις τους πόδας σου, και μη ταλαιπωρής τόσον πολύ τον εαυτόν σου». Ο δε μακάριος Δαβίδ, εννοήσας την ευλάβειαν του άρχοντος, τα εδέχθη και τα εφόρεσε· και αφού έκαμεν όλα τα προσταχθέντα υπό του Γέροντός του Μητροπολίτου Ναυπάκτου, επέστρεψεν οπίσω ταχέως· ο δε Αρχιερεύς και Γέροντάς του, ιδών τον Δαβίδ φορούντα τα υποδήματα, λέγει προς αυτόν μετά θυμού· «Ω Γέρον, (επειδή ούτως εκαλείτο παιδιόθεν ο μακάριος δια την πολλήν φρόνησίν του), τις σου έδωκε τα υποδήματα αυτά»;Ο δε Όσιος Δαβίδ μετ’ ευλαβείας πολλής απεκρίθη και λέγει προς αυτόν· «Άνθρωπος τις φιλόχριστος, Πάτερ μου, μου τα εχάρισεν». Ο δε Αρχιερεύς λέγει προς αυτόν· «Αυτή είναι η υποταγή την οποίαν σώζεις προς εμέ, ω Γέρον; Και διατί δεν ήλθες ανυπόδητος, καθώς επήγες, αλλά ελυπήθης εαυτόν; Άπελθε λοιπόν, και δος τα υποδήματα οπίσω εις τον άνθρωπον, όστις σου τα έδωκε, και πάλιν στρέψον οπίσω, καθώς επήγες ανυπόδητος· τούτον τον κανόνα έκρινα να σου δώσω, δια να μάθης ποτέ να μην κάμης κανέν έργον άνευ της προσταγής μου». Τότε ο ταπεινόφρων Δαβίδ ποιήσας μετάνοιαν εδέχθη μετά χαράς την επιτίμησιν και έπραξε καθώς τον επρόσταξεν ο ιερός εκείνος Αρχιερεύς. Αφ’ ου λοιπόν εγύρισεν οπίσω, τον υπεδέχθη ο θείος ανήρ μετ’ ευλαβείας και χαράς, ως άξιον υπηρέτην του Θεού και τέκνον της υπακοής. Διάγων δε μετά του Αρχιερέως έλαμπε με τας αρετάς και τα θεία κατορθώματα, ως αστήρ φαεινότατος. Όθεν και ακουσίως εχειροτονήθη Ιερεύς γενόμενος λειτουργός των αγίων του Θεού Μυστηρίων, και όλος ηύξανεν εις την αρετήν επιδιδόμενος εις τους αγώνας και καμάτους, ως δένδρον πεφυτευμένον εις γην αγαθήν, όπερ υψούτο με την θείαν βοήθειαν, φέρον καρπούς αγαθούς· διότι ήκουε την σοφίαν, την λέγουσαν· «Όσω μέγας ει, τοσούτω ταπείνου σεαυτόν, και έναντι Κυρίου ευρήσεις χάριν» (Σειρ. γ: 18). Δια τούτο από την υπερβάλλουσαν ταπείνωσιν απέφυγε το αξίωμα της Αρχιερωσύνης. Βλέπων δε ο Αρχιερεύς και οι του τόπου άρχοντες τας ουρανίους χάριτας και τα προτερήματα τα οποία είχε, τον παρεκάλεσαν πολλά δια να γίνη Ηγούμενος της Ιεράς Μονής της Θεοτόκου, της επιλεγομένης Βαρνακόβης· ούτω λοιπόν δια των πολλών παρακλήσεων του Αρχιερέως και των αρχόντων ανεδέχθη την Ηγουμενίαν του ιερού εκείνου Μοναστηρίου, και πάντοτε δια φροντίδος είχε την επιμέλειαν της ψυχικής σωτηρίας των εκεί διαβιούντων Μοναχών, νουθετών και διδάσκων καθ’ εκάστην αυτούς άπαντα τα του μοναδικού βίου καθήκοντα, υποδεικνύων εις αυτούς μάλιστα εαυτόν καλόν παράδειγμα. Αλλ’ οι Μοναχοί εκείνοι δεν ηθέλησαν πώποτε να επιδώσωσιν εις την προκοπήν της αρετής, και ούτως επληρούτο εις αυτούς το ρηθέν εκείνο το λέγον· «Ει αλλάξεται Αιθίοψ το δέρμα αυτού και πάρδαλις τα ποικίλματα αυτής, και υμείς δυνήσεσθε ευ ποιήσαι μεμαθηκότες τα κακά» (Ιερ. ιγ:23), τότε δηλαδή και εκείνοι θα αφήσωσι τας κακάς αυτών συνηθείας. Έλεγε δε τούτο διότι έκαστος εξ αυτών ηγάπα να έχη την ιδιορρυθμίαν του και να τρέχη, ως θέλει, εις τας αισχράς του πράξεις. Διάγων λοιπόν ο μακάριος Δαβίδ εις αυτό το Μοναστήριον της Θεοτόκου, διήλθεν εκείθεν μεταβαίνων εις Αχαϊαν ο Αγιώτατος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας μετά του σοφωτάτου ρήτορος Εμμανουήλ, διήλθον δε και από την ειρημένην Μονήν. Εν μια δε των ημερών, όντος του Πατριάρχου εκεί, ο Όσιος Δαβίδ επήρε καιρόν δια να λειτουργήση κατά το σύνηθες· ο δε ρήτωρ, έχων ουκ ολίγην ευλάβειαν προς τον μακάριον, εισήλθεν εις την Εκκλησίαν, και βλέπει εις το Άγιον Βήμα τον Όσιον, όστις ίστατο εις την Προσκομιδήν, ότι τον είχε περικυκλωμένον φως θείον και έλαμπε το πρόσωπόν του ως ήλιος ισταμένου σχεδόν μίαν πήχυν υψηλότερον της γης· τούτο το θαύμα ιδών ο ρήτωρ έδραμεν εις τον Πατριάρχην, και λέγει προς αυτόν· «Ελθέ, Δέσποτα Άγιε, εις την Εκκλησίαν δια να ίδης Άγγελον επίγειον». Και ευθύς δραμών ο Πατριάρχης ένδον του βήματος, το μεν φως, όπου είδεν ο ρήτωρ πρότερον, ο Πατριάρχης δεν το είδεν, αλλ’ είδε το πρόσωπον του Αγίου βεβρεγμένον με δάκρυα. Τούτο ως είδεν ο Πατριάρχης εθαύμασε και έπειτα πολλά παρεκάλεσε τον Όσιον δια να τον κάμη Αρχιερέα εις Μητρόπολιν τινά, αλλά ουδόλως έστερξε· διατρίψας λοιπόν ολίγον καιρόν εις αυτό το Μοναστήριον ο Όσιος, και βλέπων το αδιόρθωτον των Μοναχών εκείνων, έφυγεν εκείθεν. Περιφερόμενος δε από τόπου εις τόπον, δια να επιτύχη τον αρμόδιον τόπον της ασκήσεως, εις εκτέλεσιν του αληθούς σκοπού του, έστη που ποιήσας ευχήν προς τον φιλάνθρωπον Θεόν, λέγων· «Παντοκράτορ Δέσποτα, Δημιουργέ του παντός, φιλάνθρωπε και ελεήμον Θεέ, Λυτρωτά και ρύστα της ανθρωπίνης φύσεως, Συ, ω γλυκύτατέ μου Ιησού, όστις έχυσες το Πανάγιόν Σου αίμα επάνω εις τον Τίμιον Σταυρόν δια την σωτηρίαν του ανθρώπου, Συ οδήγησόν με, πανάγιε Βασιλεύ, εις το να εύρω τόπον ησυχίας και ανέσεως». Ταύτα λέγων ο Όσιος μετά θερμών δακρύων προς τον παντάνακτα Θεόν, απεκαλύφθη εις αυτόν εν οράματι, να έλθη εις το όρος Στείρι καλούμενον, όπερ κείται μεταξύ Ελικώνος και Παρνασσού, και αμέσως δε τη θεία οδηγία ελθών επί το όρος εύρε τόπον αρμόδιον δια να καθησυχάση. Και εκεί ποιήσας μικράν οικοδομήν Ασκητηρίου, εσύναξε και τινας Μοναχούς ευλαβείς και σπουδαίους, και μετά τούτων υμνολόγει τον Άγιον Θεόν ημέρας τε και νυκτός, διάγων πολιτείαν γέμουσαν αρετών και θείων χαρίτων. Διότι ο μακάριος Δαβίδ δεν ήτο μόνον με τας χάριτας του μοναδικού βίου εστολισμένος, αλλά και με σοφίαν των εκκλησιαστικών μαθημάτων, επειδή εδιδάχθη ικανώς παρά του Γέροντός του Ακακίου Μητροπολίτου Ναυπάκτου, και παρ’ εκείνου απεστάλη προς τον Δεκαδίωνα σοφόν Ιουστίνον και τον ευγενέστατον Ανδρέα Αρνήν και εδιδάχθη παρ’ αυτών μαθήματα ικανά. Εις αυτό λοιπόν το όρος καθησυχάσας διήγεν επί τινα καιρόν αταράχως εκ των σατανικών προσβολών. Αλλ’ ο μισόκαλος και πονηρός διάβολος δεν έπαυσεν από του να μηχανάται τρόπους δολίους κατά του παμμάκαρος, φθονών την υπερβάλλουσαν αρετήν του. Ο δε Όσιος, ειδώς την άμετρον κακίαν και τον φθόνον του δολίου εχθρού, ίστατο ως στερεά πέτρα, μηδόλως δειλιών τα σατανικά αυτού βέλη και ως ουδέν λογιζόμενος τας πονηράς μηχανάς του. Αλλ’ εις το έσχατον καταφλεγόμενος ο πονηρός Βελίαρ υπό του φθόνου, ενεργεί κατά του Οσίου τον εξής φοβερώτατον πειρασμόν, και ακροασθήτε το τέχνασμα του φθονερωτάτου δράκοντος. Μεταξύ της Χαιρωνείας και του Ελικώνος ευρίσκεται πόλις καλουμένη Λεβάδεια, εις την οποίαν κατοικούσαν τότε και Αγαρηνοί. Εις εξ αυτών, εν τάξει ων εξουσίας, είχεν αιχμάλωτα παιδία, άτινα ευρόντα ευκαιρίαν έφυγον· ο δε αυθέντης αυτών ερευνών μετά πόθου και γενόμενος πλήρης θυμού εζήτει τα παιδία. Τινές δε οπαδοί του διαβόλου κάκιστοι, παρρησιασθέντες εις τον Αγαρηνόν εκείνον, είπον, ότι ο Όσιος εγένετο αίτιος της φυγής των αιχμαλώτων και αμέσως εκείνος δραμών ως λύκος άγριος ήρπασε τον μακαριώτατον Δαβίδ και τον παρέδωκεν εις τον ηγεμόνα της πόλεως. Ούτος δε, ων ως θηρίον άγριον, ευθύς επρόσταξε και έρριψαν οι υπηρέται του τον Άγιον επί της γης και τον έδειραν σφοδρότατα με τόσην ασπλαγχνίαν, ώστε σχεδόν ημιθανής εγένετο εκ των αμέτρων πληγών, έπειτα δε διέταξε και τον εφυλάκισαν. Ο δε Άγιος, με το να ήτο πεπλησμένος από την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος, έχαιρε και ηυφραίνετο ενθυμούμενος το ρητόν του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου, το λέγον· «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις» (Ιακ. α:2). Την ερχομένην ημέραν πάλιν επρόσταξεν ο αλιτήριος και τον έβγαλαν από την φυλακήν και τον εξυλοκόπησαν σκληρότατα εκείνοι οι αγριώτατοι θήρες, έπειτα του έδεσαν οπίσω τας χείρας και τον εκρέμασαν δια πολλήν ώραν και εκ τούτου ησθένησαν τα χέρια του Αγίου και έμειναν πολύν καιρόν ακίνητα. Αλλά τις δύναται να διηγηθή εις πλάτος τας άλλας τιμωρίας και βασανα, τα οποία εδέχθη εις το σώμα του ο Άγιος; Εν ω ήτο κρεμάμενος, τον επότιζαν διάφορα ποτά φαρμακερώτατα· αλλά ταύτα πάντα τα υπέμεινε με μεγάλην υπομονήν, με το να ήτο ωπλισμένος με την δύναμιν και χάριν του Δεσπότου Χριστού, και επεθύμει να λάβη και το τέλος του μαρτυρίου, δια να απολαύση ταχέως τον αμάραντον στέφανον και να συναυλισθή εις την χορείαν των Αγίων. Ο Πανάγαθος όμως Θεός ειδώς, ότι δι’ αυτού του πολυτίμου μαργαρίτου, του Οσίου Δαβίδ, εσώζοντο πολλαί ψυχαί, τον ηλευθέρωσε φωτίσας τινάς Χριστιανούς οίτινες έδωκαν χρήματα ικανά εις τον ηγεμόνα· όθεν ελυτρώθη ο Άγιος. Αφού δε ηλευθερώθη από τον τύραννον, δεν έκρινεν εύλογον να επιστρέψη εις το αυτό ασκητήριον, αλλά περιήρχετο από τόπου εις τόπον έως να εύρη πάλιν τόπον αρμόδιον ησυχίας δοκιμάζων καθ’ οδόν αμέτρους τυραννίας και θλίψεις εκ των βαρβάρων και κακών ανθρώπων. Τέλος δε ήλθεν εις την νήσον του Ευρίπου, ευρών δε εκεί τόπον επιτήδειον ησυχίας, πλησίον του χωρίου Οροβιαίς καλούμενον, έμεινεν εκεί εις αυτόν δε τον τόπον ήτο Ναός επ’ ονόματι της θείας Μεταμορφώσεως του Σωτήρος ημών Χριστού, τον οποίον δια της θείας βοηθείας και δια συνδρομής τινών ευλαβών Χριστιανών ανήγειρεν εκ βάθρων καλλωπισθέντα μετά των αρμοδίων κελλίων και των εφεπομένων οικοδομών, αποκαταστήσας ούτω Μοναστήριον, ως επόθει. Έπειτα δε οι ποθούντες τον μοναδικόν βίον, ακούοντες τας αρετάς και τα κατορθώματα του Αγίου, έτρεχον πανταχόθεν και ελάμβανον το αξίωμα της μοναδικής πολιτείας, και τοιουτοτρόπως επρόκοπτον εις την αρετήν δια των θείων παραινέσεων και διδασκαλιών του παναρίστου Δαβίδ· εξ αυτών δε των μοναζόντων οι πλέον διαπρέψαντες εις την αρετήν είναι ούτοι: Ο Ισαάκ, όστις είχε και το αξίωμα της Ιερωσύνης, ο Ιωαννίκιος και ο Ησαϊας, χαριτωμένοι τω όντι με διαφόρους αρετάς και προτερήματα· μετά τούτων ήτο και Γεράσιμος, Ιωακείμ, Διονύσιος και Δανιήλ Ιεροδιάκονοι και αυτοί άξιοι και εστολισμένοι με τα αυτά προτερήματα. Έως εδώ, ακροαταί μου, διηγήθην την αποκατάστασιν του Ιερού Μοναστηρίου και τας χάριτας και αρετάς του Οσίου πατρός Δαβίδ, τώρα δε θέλω διηγηθή ακολούθως τας περιηγήσεις, την υπερβάλλουσαν ελεημοσύνην, την οποίαν έκαμνεν εις τους πτωχούς και τα θαύματα αυτού, τα οποία έτι ζων ετέλεσεν. Εφάνη ποτέ εύλογον εις τον Άγιον να υπάγη εις την Επισκοπήν του Αγίου Δημητριάδος. Επήρε δε μαζί του τον Χριστοφόρον, όστις και τον Βίον του Οσίου εις το μετά ταύτα συνέγραψε, και τον ιερόν Ιωαννίκιον και περιπατούντες ήλθον έξω της Επισκοπής προς το εσπέρας και εκτύπησε την θύραν· εξήλθε δε εις Διάκονος του Αγίου Δημητριάδος και τους ερωτά ποίοι είναι και τι θέλουσιν. Ο δε Άγιος απεκρίθη προς αυτόν· «Ξένοι άνθρωποι είμεθα και θέλομεν να ξενισθώμεν εις την Επισκοπήν». Τότε ο Διάκονος επιστρέψας είπε του Γέροντός του, άπερ είπεν ο Όσιος· και πάλιν εξελθών ο Διάκονος είπεν, ότι «δεν είναι δυνατόν να έλθητε μέσα, επειδή ο Γέροντάς μου δειπνά με τινας φίλους του· λάβετε λοιπόν μίαν ψάθαν και καθήσετε αυτού έξω». Τότε ο Όσιος απεκρίθη του Διακόνου· «Ημείς, τέκνον μου, εις οικίαν αγαπώμεν να μείνωμεν και όχι έξω εις τον δρόμον». Και ευθύς στραφείς ο Άγιος Γέρων προς τον Χριστοφόρον, όστις εκράτη από τον χαλινόν και ένα ημίονον, τον οποίον είχον μεθ’ εαυτών, είπε προς αυτόν· «Τράβα το μουλάρι, παρήκοε», (ούτως είχε συνήθειαν να τον ονομάζη πολλάς φοράς), αυτός δε έχων θάρρος προς τον Άγιον είπεν· «Ας προσμείνωμεν ολίγον, Πάτερ, ίσως και μας ανοίξουν». Ο δε θείος Πατήρ βλέπων αυτόν αργοπορούντα εις το να κάμη το πρόσταγμά του, τον εκτύπησε με την ράβδον του εις την ράχιν, λέγων εις αυτόν· «Δεν κάμνεις εκείνο όπου σου λέγω, μόνον στέκεσαι και φιλονικείς»; Αυτός δε υπό ευλαβείας και φόβου φερόμενος ετράβηξε τον ημίονον δια να αναχωρήση. Ο δε Διάκονος του Αρχιερέως, ιστάμενος έτι εις την θύραν και ακούων αυτά, έδραμε προς τον Γέροντά του, και του διηγείται όλα αυτά όπου ήκουσεν. Ο δε Αρχιερεύς ηννόησεν ότι ήτο ο περίφημος εκείνος Δαβίδ, επειδή προ πολλού είχεν ακούσει δια τα προτερήματά του, και ηγάπα να τον ίδη και αμέσως κατέλιπε την τράπεζαν και μετά των ευρεθέντων φίλων προσέδραμεν εις τον Όσιον, και ως τον είδε, λέγει μετ’ ευλαβείας· «Συ είσαι ο Γέρων Δαβίδ»; Και απεκρίθη μετά ταπεινώσεως· «Εγώ ο δούλος της σης αγιωσύνης ειμί». Και ευθύς ο Αρχιερεύς προσπίπτων εζήτει συγχώρησιν, ο δε μακάριος Δαβίδ ως μιμητής ων του Δεσπότου Χριστού δέδωκε συγχώρησιν του Αρχιερέως και την πρέπουσαν νουθεσίαν εις το να ευσπλαγχνίζηται τους ξένους και να τους φιλοφρονή, δίδων εις αυτούς και έλεος, αν έχωσιν ανάγκην, δια να αποπληροί το χρέος του επαγγέλματός του. Έπειτα δε μαθόντες οι κάτοικοι της χώρας, προσέτρεχον άνδρες και γυναίκες, ως η διψώσα έλαφος. Εξομολογούμενοι δε και λαμβάνοντες ευλογίαν παρά του Αγίου επέστρεφον, δοξάζοντες τον Άγιον Θεόν, ότι ηξιώθησαν να ίδουν τον Άγιον και να ακούσουν την μελίρρυτον εκείνην διδασκαλίαν και νουθεσίαν, ως έχοντες δι’ ακοής πρότερον τας εναρέτους αυτού πράξεις. Εκείθεν πάλιν απήλθον εις την Λάρισαν προς τον Άγιον Λαρίσης, Νεόφυτον καλούμενον, όστις ήτο τω όντι αληθής Ιεράρχης του Θεού. Και εκεί δε διέτριψε τινάς ημέρας και ωφελήθησαν πολλοί των Χριστιανών εκ της διδασκαλίας του Αγίου, ομοίως και ο σεβασμιώτατος Ιεράρχης. Έπειτα τη θεία βοηθεία επέστρεψαν εις το Μοναστήριόν των. Και τις δύναται να διηγηθή λεπτομερώς τας αρετάς του Αγίου και μάλιστα την ελεημοσύνην την υπερβάλλουσαν, την οποίαν όχι μόνον εις τους ομοπίστους Χριστιανούς μετήρχετο, αλλά και εις αυτούς τους αλλοφύλους; Εν μια των ημερών ήλθε τις Αγαρηνός από την Εύβοιαν εις το Μοναστήριον πένης ων· ιδών δε αυτόν ο Όσιος και οίκτω καμφθείς, επρόσταξε τον διοχειάρχην να του δώση ενδύματα και υποδήματα εκ των ετοίμων και όχι μόνον ενδύματα, αλλά και τροφάς δια να φάγωσι τα παιδία του· τοιαύτην μεγίστην ευσπλαγχνίαν είχεν ο Άγιος. Ιερομόναχος δε τις, Ευφρόσυνος καλούμενος, εκ συνεργείας του πονηρού δράκοντος, ακουσίως εφόνευσεν άνθρωπόν τινα. Με το να έγινε δε γνωστόν εις τους ηγεμόνας του τόπου, εφυλακίσθη παρ’ αυτών και του εδημεύθη άπασα η πατρική του περιουσία, έτι δε έπεσεν εις χρέος βαρύτατον, μη έχων δε τι να ποιήση ο άθλιος, προσέδραμεν εις τον Άγιον Γέροντα χάριν ελέους και βοηθείας. Ο δε συμπαθέστατος Όσιος, μαθών την άκραν δυστυχίαν του, ως άλλος Αβραάμ και ξενοδόχος φιλάρετος του έδωκεν όλην την ποσότητα του χρέους, λέγων εις αυτόν· «Πήγαινε, τέκνον μου, απόδος εις τους δανειστάς το χρέος σου και έπειτα απόρριψον τας φροντίδας του κόσμου και πρόσπεσον μετανοών εις τον Θεόν, καθώς υπεσχέθης αρχήθεν». Και ούτως ηλευθερώθη του χρέους ευχαριστών τον Θεόν και τον Όσιον. Εις άλλον δε καιρόν πάλιν τέσσαρες γέροντες ήλθον εις το Μοναστήριον, καταγόμενοι από το χωρίον των Οροβιών· ιδών δε αυτούς ο Άγιος τους ηρώτησε· «Πως ήλθατε, αδελφοί»; Αυτοί δε απεκρίθησαν· «Ημείς, Άγιε Γέρον, είμεθα πτωχοί και γέροντες και ήλθομεν έως εδώ να μας σώσης ψυχικώς και σωματικώς». Ο δε Άγιος Γέρων μετά χαράς και ευχαριστίας τους εδέχθη, και διδάξας αυτούς τους κανόνας της μοναδικής πολιτείας τους ενέδυσε και το σχήμα των Μοναχών. Οι δε έτεροι Μοναχοί έλεγον προς τον Άγιον· «Δεν είναι συμφέρον του Μοναστηρίου να μείνωσιν εδώ αυτοί, επειδή είναι γέροντες και έχουσι χρέη, θέλομεν δε έχει ενοχλήσεις παρ’ αυτών». Ο δε Άγιος Γέρων απεκρίθη εις αυτούς· «Σεις, όπου θέλετε, υπάγετε και αφήσατε εδώ τους πτωχούς γέροντας· διότι το Μοναστήριον τούτο είναι του Δεσπότου Χριστού και των πτωχών, όθεν όσοι έλθουν τους δέχεται». Μείναντες δε εκεί οι πτωχοί γέροντες ηλευθερώθησαν και της θλίψεως της πενίας και του βαρυτάτου χρέους. Άλλος τις υπό πτωχείας κατατρυχόμενος, Γεώργιος καλούμενος, από χωρίον Καλαμούδι, έχων και παιδία πολλά προσέτρεχε κατά συνέχειαν εις τον σεβάσμιον Γέροντα, απαιτών έλεος χάριν θεραπείας της πτωχείας του· ο δε Άγιος τον εδέχετο μετά χαράς και του έδιδεν ελεημοσύνην. Εν μια δε των ημερών ήλθε πάλιν ο αυτός Γεώργιος εις το Μοναστήριον κατά την συνήθειάν του και ιδών ο Άγιος Γέρων πολλά τεταλαιπωρημένον από την πτωχείαν, εδάκρυσε και λέγει προς αυτόν· «Πως περνάς, αδελφέ, συ και τα παιδία σου»; Είχε δε συνήθειαν ο Άγιος, ότε έβλεπεν ανθρώπους κακουχουμένους και τεθλιμμένους υπό της πτωχείας, να χύνη δάκρυον υπό της συμπαθείας του. Ο δε πτωχός Γεώργιος απεκρίθη, λέγων προς τον Όσιον· «Δι’ ευχών σου αγίων, Δέσποτά μου, υγείαν έχομεν· αν όμως έλειπεν η αγιωσύνη σου, είμεθα αποθαμένοι». Ο δε Όσιος λέγει προς αυτόν· «Πήγαινε, αδελφέ, εις την τράπεζαν να φάγης άρτον και έπειτα να σου δώση ο κελλάρης δύο κιλά κεχρί (Το κεχρί είναι είδος σιτηρών, τα δε ενταύθα αναφερόμενα δύο κιλά αντιστοιχούν προς πεντήκοντα περίπου χιλιόγραμμα – σημερινά κιλά), να υπάγης εις την οικίαν σου να φάγουν και τα τέκνα σου». Αφού ο πτωχός Γεώργιος έφαγε, του έδωσαν και τρεις άρτους, το κεχρί όμως δεν ηθέλησαν οι προεστώτες του Μοναστηρίου να το δώσουν, αλλ’ είπον εις αυτόν· «Δεν σε αρκεί ότι καθ’ εκάστην έρχεσαι και μας ενοχλείς, μόνον θέλεις να σου φορτώνωμεν και τα ζώα του Μοναστηρίου με τα προς ζωάρκειαν να επιστρέφης εις την οικίαν σου»; Ο δε Χριστοφόρος, ων διατεταγμένος παρά του Αγίου Γέροντος να του αναφέρη τα τοιαύτα προς διόρθωσιν των ψυχών, ήλθε προς τον Άγιον και είπεν όσα ηκολούθησαν εις τον πτωχόν Γεώργιον. Ο δε Όσιος με λύπην άκραν εγύρισεν εις τον τοίχον και έκλαυσεν, έπειτα είπεν εις τον Ιερομόναχον Ισαάκ, όστις ίστατο εκεί· «Κάλεσον τον Ηγούμενον και τους Γέροντας να έλθουν εδώ». Ούτοι δε αμέσως ήλθον έμπροσθέν του, και ως είδεν αυτούς, λέγει· «Διατί, αδελφοί, εδιώξατε τον πτωχόν Γεώργιον, και δεν του εδώκατε το κεχρί δια να φάγη αυτός και τα παιδιά του; διατί παρωργίσατε τον Χριστόν και εμέ τον ταπεινόν Γέροντα»; Ο δε Ηγούμενος και οι Γέροντες, ακούοντες τους λόγους του Οσίου Πατρός, κύψαντες κάτω την κεφαλήν των και φοβηθέντες, έλεγον μετ’ ευλαβείας· «Συγχώρησόν μας, Πάτερ Άγιε, ότι επταίσαμεν». Ο δε Άγιος λέγει προς αυτούς· «Λάβετε ταχέως το κεχρί και άλλα φαγητά, και υπάγετε εις τον πτωχόν Γεώργιον, φάγετε δε και πίετε εξ αυτού και κάμετε αγάπην, και τότε θέλετε έχει συγχώρησιν από τον Θεόν», και ούτω ποιήσαντες, καθώς τους διέταξε, ηξιώθησαν της συγχωρήσεως. Μοναχός δε τις ευλαβέστατος, Σάββας ονομαζόμενος, έχων από τους γονείς του χρήματα ικανά, ηγόρασε λαμπρόν κήπον και τον εχάρισεν εις το Μοναστήριον του Αγίου δια ψυχικήν σωτηρίαν. Έπειτα δε από τριάκοντα και πέντε έτη τινές Μοναχοί εκ της Μονής του Αγίου Νικολάου, ονομαζομένου Γαλατάκη, Παχώμιος και Θεόληπτος, έχοντες πλησίον του κήπου αυτού, του παρά του Σάββα αφιερωθέντος εις το Μοναστήριον του Οσίου, μικρόν κήπον του ιδικού των Μοναστηρίου, αδίκως και παραλόγως ως πλεονέκται τον εξουσίασαν. Μαθών δε τούτο ο μακάριος Δαβίδ ουδόλως ωργίσθη, ουδόλως κατηράσθη ή ύβρισεν αυτούς δια την πλεονεξίαν των, αλλά μ’ όλον ότι επανειλημμένως του είχον κάμει πολλά σκάνδαλα, συγχύσεις και ζημίας, ο Άγιος εφύλαττε την αγάπην κατά την εντολήν του Ευαγγελίου· «Εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών… προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (Ματθ. ε: 44) και την εντολήν του θείου Παύλου λέγοντος· «Ο ήλιος μη επιδυέτω επί τω παροργισμώ υμών» (Εφεσ. δ: 26). Όθεν εις καιρόν κατά τον οποίον το Μοναστήριόν των εκινδύνευε να αφανισθή υπό των ληστών, αυτός έκαμεν εις αυτούς ουχί ολίγην την βοήθειαν, μάλιστα τους ωκοδόμησε και φρούριον πλησίον της θαλάσσης και τους έκαμνε δια παντός μεγάλας ευεργεσίας, νουθετών και διδάσκων αυτούς ευαγγελικώς, ως ακριβής φύλαξ του ιερού Ευαγγελίου. Ο δικαιοκρίτης όμως Θεός δεν παρείδε μέχρι τέλους το δίκαιον, αλλά επαίδευσε τους αδικήσαντας με αρρωστίας μεγάλας δια την ψυχικήν των σωτηρίαν. Πάσχοντες δε οι διαληφθέντες ό τε Παχώμιος και Θεόληπτος υπό νόσου βαρείας τόσον ώστε εσάπησαν αι σάρκες των και φθάνοντες εις το τέλος της ζωής των, ήλθον εις μετάνοιαν, και στέλλοντες προς τον Άγιον εζήτουν συγχώρησιν δια τα όσα σκάνδαλα και ζημίας τού επροξένησαν· ο μεν Θεόληπτος ηξιώθη της συγχωρήσεως δια γράμματος και ευθύς εκοιμήθη, ο δε Παχώμιος κατά μίμησιν του παραλύτου εβλήθη εις κράββατον, και υπό τεσσάρων ανδρών κρατούμενος επορεύετο προς τον Άγιον. Ο δε Όσιος καταβαίνων εις το κάστρον του Ευρίπουτους συνήντησε καθ’ οδόν και βλέπων ο παμμάκαρ την αθλίαν κατάστασιν του πάσχοντος, έκλαυσε και του έδωσε την συγχώρησιν και ευθύς ως επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του επλήρωσε το κοινόν χρέος και ωμολόγησε προ του θανάτου αυτού, ότι ο κήπος είναι του Μοναστηρίου του Οσίου Δαβίδ και εδόθη οπίσω. Έως εδώ διηγήθημεν τας αρετάς και τα κατορθώματα του Αγίου· τώρα δε θέλομεν διηγηθή και τινα θαύματά του, όσα έτι ζων προς δόξαν Θεού επετέλεσεν. Εις καιρόν του θέρους επήγαινεν ο Άγιος εις την Κάρυστον δια τινα χρείαν του Μοναστηρίου· καθ’ οδόν δε προς το εσπέρας παρέμεινεν εις χωρίον τι ονομαζόμενον Δύστον δια να αναπαυθή ολόγον εκ του κόπου. Εκεί όντες κώνωπες ικανοί έβλαπτον τους ανθρώπους, μηδόλως δίδοντες ησυχίαν εις αυτούς να κοιμηθώσι· διο έτρεχον οι άνθρωποι, οι μεν εις τα σπήλαια, οι δε εις τα όρη. Ιδόντες δε τον Άγιον οι κάτοικοι του χωρίου, προσέτρεξαν εις αυτόν πίπτοντες εις τους πόδας του, και παρακαλούντες αυτόν εις το να δεηθή του Θεού, ως έχων παρρησίαν μεγάλην, να τους ελευθερώση από το πλήθος των κωνώπων. Ο δε Άγιος, βλέπων την ευλάβειάν των και τα δάκρυα τα οποία εξέχεον, τους εδίδαξε τα όσα είναι αναγκαία δια την ψυχικήν των σωτηρίαν και τους είπεν, ότι να έχωσι την ελπίδα των εις τον Θεόν, και θα τους ελευθερώση από την πληγήν ταύτην. Είτα δε ήρε τας χείρας του εις τον ουρανόν, και το όμμα της ψυχής του εις τον Θεόν, και είπε· «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, όστις ηλευθέρωσας τον Ισραήλ από τας χείρας του Φαραώ, και εχάρισας εις αυτούς την γην της επαγγελίας, Συ λύτρωσον και ελευθέρωσον και τους δούλους σου τούτους από τας παγίδας του νοητού Φαραώ, και από το πλήθος των κωνώπων, ίνα δοξάσωσι το όνομά Σου το Άγιον· εις Σε, Πανάγιε Βασιλεύ, έχουσι τας ελπίδας της σωτηρίας των». Ούτως αφού εδεήθη ο Άγιος, ευθύς, ω των απείρων σου θαυμάτων, Παμβασιλεύ! Όλα τα πλήθη των κωνώπων έφυγον, και επνίγησαν εις την θάλασσαν, και όλοι εδόξασαν τον Θεόν. Ηκούσθη δε το θαύμα τούτο εις πολλούς και μακρινούς τόπους. Άλλην φοράν πάλιν πορευόμενος εις το χωρίον Ελευσίς της Αττικής δια ωφέλειαν πολλών ψυχών, εφιλοξενήθη παρ’ ενός ευλαβούς Χριστιανού όστις θέλων να φιλοφρονήση τον Όσιον, μεταξύ των ετέρων φαγητών, έβαλε και κολοκύνθην τινά εις την τράπεζαν, ως ούσαν νεοφανή προς περισσοτέραν ευχαρίστησιν του μακαρίου ανδρός. Φαγόντος δε του Οσίου εξ εκείνης της κολοκύνθης, ευρέθη τόσον πικρά, ώστε δεν ήτο δυνατόν να την βάλη τις εις το στόμα. Και ο μεν οικοκύρης ελυπήθη μεγάλως, ο δε Άγιος γνωρίσας τον λογισμόν του, ενώ εκάθητο ησύχως, εδεήθη του Θεού εις το να μεταβληθή η πικρότης εις γλυκύτητα. Τότε λέγει προς τον οικοκύρην· «Τρώγε τώρα, τέκνον μου, ότι είναι γλυκεία η κολοκύνθη»· τούτο ως είδεν ο Χριστιανός εκείνος, μεγαλοφώνως εδόξασε τον Θεόν, και εις όλον τον τόπον εκείνον εκήρυξε το γενόμενον θαύμα. Άλλοτε πάλιν επορεύετο ο Άγιος εις την χώραν της Λαμίας, Αγαρηνός δε τις έτυχε καθ’ οδόν κρατών εις τας χείρας του ράβδον και εκτύπησε τον Άγιον εις την ράχιν και ο μεν θείος πατήρ δεν ωμίλησε τίποτε, η χειρ όμως του Αγαρηνού εξηράνθη γενομένη ακίνητος· τότε ο Αγαρηνός, μη δυνάμενος να κάμη τι, προστρέχει εις τον Όσιον με άλλους Αγαρηνούς εις την οικίαν εις την οποίαν εξενίσθη, και παρακαλεί τον Όσιον κλαίων πικρώς δια να τον θεραπεύση· και αμέσως ο Άγιος είπεν· «Ας είναι η χειρ σου ιατρευμένη ως και πρότερον δια της θείας δυνάμεως», και ω του θαύματος! αποκατεστάθη η χειρ του υγιής. Βλέποντες δε οι ομόπιστοί του το παράδοξον θαύμα, το εκήρυξαν εις πολλούς ομοπίστους των· και ο μεν ιαθείς έφερε χρήματα ικανά του Αγίου προς ευχαρίστησιν, ο δε Άγιος του τα έδωκεν οπίσω, λέγων προς αυτόν· «Ύπαγε να τα δώσης έλεος των ομοπίστων σου, και εις το εξής ουδέποτε να μη κάμης κακόν». Τοιουτοτρόπως εδοξάσθη ο Άγιος παρά του αγαθοδότου Θεού ως πιστός δούλος και υπηρέτης άριστος του Δεσπότου Χριστού, θαυματουργών εις τους πιστούς και απίστους εις δόξαν Θεού. Εκ τούτων λοιπόν των τερατουργημάτων του Αγίου δύναται να εννοήση τις πόσην παρρησίαν είχεν ο Άγιος πλησίον εις τον Θεόν δια τας μεγάλας αρετάς του. Είχε δε εις το Μοναστήριόν του πολλήν ευταξίαν και κοσμιότητα, και ήσαν οι εις αυτό ασκούμενοι Πατέρες εστολισμένοι με χαρίσματα της μοναδικής πολιτείας. Δια να γίνη δε φανερόν πόσην αρίστην διοίκησιν είχεν ο μακάριος Δαβίδ εις την Ιεράν Μονήν του, από δύο επομένας διηγήσεις θέλετε βεβαιωθή περισσότερον, και ακούσατε με προσοχήν. Ιεροδιάκονος τις καταγόμενος από την Λαμίαν ήτο συγκοινοβιάτης εις το Μοναστήριον, είχε δε γεννήτορας πλουσίους και ευγενείς· ο δε Άγιος δεν έδωκεν εις αυτόν ουδέποτε ενδύματα καινουργή να φορέση, αλλά ταπεινά και πενιχρά. Ηθέλησε δε ποτε ο Διάκονος να υπάγη να ίδη τους γονείς του, και δι’ αδείας του Οσίου πατρός επήγεν. Αφού δε επέστρεψεν εις το Μοναστήριόν του, είχε φορέσει λαμπρά τινα ενδύματα ως υιός ευγενούς νομιζόμενος· ο δε Άγιος, ως είδεν αυτόν εστολισμένον με τα περιφανή ενδύματα ταύτα, του είπε· «Διατί, Διάκονε, κατεφρόνησας την στολήν της ταπεινώσεως και εφόρεσας το ένδυμα της υπερηφανείας; Τώρα βλέπω δύο δαίμονας, οίτινες κάθηνται επάνω εις τους ώμους σου». Ο δε Διάκονος, ακούσας, έντρομος εγένετο και πεσών εις τους πόδας του Αγίου εζήτει συγχώρησιν· ο δε θείος Πατήρ είπε προς αυτόν· «Γρήγορα έβγαλε τα ενδύματα της υπερηφανείας και ρίψον αυτά εις το πυρ και φόρεσον τα ενδύματα της ταπεινώσεως και τότε λαμβάνεις συγχώρησιν». Αμέσως ο Διάκονος έκαμε την προσταγήν του Αγίου Γέροντος και ευθύς ιδόντες οι δαίμονες την ταπείνωσιν του Διακόνου ανεχώρησαν με αισχύνην. Ο διαληφθείς δε εκείνος Χριστοφόρος έβαλε λογισμόν ποτε δια να αναχωρήση από το Μοναστήριον, όμως ο σεβάσμιος Πατήρ δια του προορατικού χαρίσματος εγνώρισε τον σκοπόν του, και ενώ ο Χριστοφόρος εις το Μετόχιον ητοιμάζετο μεθ’ ενός ετέρου Μοναχού δια να αναχωρήση, ο Άγιος, προφθάσας αυτόν, τον επήρε κατ’ ιδίαν ομιλών εις αυτόν εν είδει εξομολογήσεως. Ο δε Χριστοφόρος εννοήσας του Αγίου τους λόγους, ότι με το προορατικόντου εγνώρισε τον σκοπόν του, ευθύς έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου ζητών συγχώρησιν· ο δε μακάριος Δαβίδ με την συμπάθειαν της ψυχής του ηυλόγησεν αυτόν και τον ηλευθέρωσεν από τους λογισμούς, όστις ειρήνευσε του λοιπού εις το Μοναστήριον μετ’ ευχαριστίας μεγίστης. Τοσούτον δε διεδόθη η φήμη του Αγίου και ο έπαινος απανταχού, ώστε πολλοί των Αρχιερέων προσεκάλουν αυτόν εις τας επαρχίας των χάριν ψυχικής σωτηρίας των Χριστιανών· αυτός δε ως υπηρέτης πιστός του Ιησού Χριστού και μαθητής της υπακοής, επήγαινε μετά σπουδής και επιμελείας. Όθεν και εις την Πελοπόννησον ποτέ οι εκεί Αρχιερείς και οι άρχοντες μεταξύ των σκάνδαλα και λογομαχίας ου σμικράς έχοντες, εμήνυσαν του Αγίου δια να υπάγη να τους ειρηνεύση. Ο δε Άγιος ευθύς μετά προθυμίας μήτε το μήκος της οδού εβαρύνθη, μήτε συμπάθειαν ειςτο γήρας του δέδωκε, μήτε εις το σώμα του, το οποίον ήτο πολλά ισχνόν και κατάξηρον από τας νηστείας και τας αμέτρους κακουχίας και αγρυπνίας, αλλ’ επήρε μεθ’ εαυτού και τινας μαθητάς του και εκίνησε δια την Πελοπόννησον. Καταβάς δε εις τον αιγιαλόν, εύρε πλοίον τι και εμβήκεν εντός αυτού μετά των μαθητών του, δια να διέλθη άντικρυ εις το Ταλάντι (την νυν Αταλάντην), πριν δε να φθάση εις τον λιμένα το πλοίον, ηκολούθησεν αίφνης τρικυμία, ήτις θλίβουσα μεγάλως το πλοίον ανέτρεψε τούτο και όλοι έπεσον επί των κυμάτων της θαλάσσης, τη θεία όμως βοηθεία εξήλθον εις την ξηράν, ο μεν με πλεύσιμον, ο δε εις ξύλον επάνω. Ο δε μακάριος Δαβίδ ως Γέρων και αδύνατος κατήλθεν εις τον βυθόν, έπειτα δια του θείου ελέους ανήλθεν εις την επιφάνειαν της θαλάσσης εξηπλωμένος, ως να εκοιμάτο· οι δε μαθηταί του ελευθερωθέντες, έκλαιον έξω του αιγιαλού πικρώς δια τον πνευματικόν των Πατέρα Δαβίδ. Ενώ δε ευρίσκοντο εις βαθείαν λύπην, έπειτα από εννέα ώρας βλέπουσι τον Άγιον εις την επιφάνειαν της θαλάσσης ύπτιον, ζώντα και πάντη αβλαβή, όστις εξήλθεν έξω απολαβών τους αυτού μαθητάς, και πάντες εδόξασαν τον πανάγαθον Θεόν δια το μέγα τούτο θαυμάσιον. Εκείθεν λοιπόν επήγεν εις την Πελοπόννησον μετά των μαθητών αυτού. Όταν δε επήγεν εκεί, όχι μόνον δια των πνευματικών του νουθεσιών και διδασκαλιών ειρήνευσε τους σκανδαλισθέντας υπό του πονηρού Βελίαρ, αλλ’ επροξένησε και μεγάλην χαράν καιαγαλλίασιν πνευματικήν εις πάσαν τάξιν Χριστιανών, και ούτως επέστρεψεν εις το Ιερόν του Μοναστήριον μετά των μαθητών του. Μετά δε την επιστροφήν του είπεν, ότι μετά την κοίμησίν του έχει να έβγη ύδωρ εις το δείνα μέρος, το οποίον δεν υπήρχε πρότερον και όπερ ήδη φαίνεται ρέον από κρήνης αενάου. Τοιούτος ήτο ο μακάριος Δαβίδ, λελαμπρυσμένος με διαφόρους αρετάς και χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Φθάσας δε εις γήρας βαθύ προείδε την κοίμησίν του δι’ αποκαλύψεως θείας και είπεν εις πάντας τους συνασκουμένους Πατέρας· «Μετά τρεις ημέρας μέλλω να απέλθω εντεύθεν κατά το θείον βούλημα». Ελθούσης δε της τελευταίας ημέρας, έκραξεν όλους τους Πατέρας λέγων προς αυτούς· «Εγώ, Πατέρες, αδελφοί και τέκνα μου, μέλλω να υπάγω προς τον Κύριόν μου, όστις με προσκαλεί, υμείς δε γνωρίζετε τους κανόνας της μοναδικής ζωής· ακολουθείτε λοιπόν αυτούς και μη αμελείτε, δια παντός δε να είσθε αφιερωμένοι ψυχή τε και νοϊ εις την ιεράν προσευχήν, δοξολογούντες τον Δεσπότην Χριστόν τον γλυκύτατον Ιησούν και Σωτήρα του κόσμου. Προς αλλήλους να έχετε την κατά Θεόν αγάπην, δια να αναπληρούται το ρητόν του Ευαγγελίου της αγάπης· «Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» (Ματθ. ιη: 20), δια παντός να μελετάτε τον θάνατον, και να μνημονεύητε τα κάλλη του νοητού Παραδείσου. Να αποφεύγητε τους πονηρούς λογισμούς, και πάντοτε να εξομολογήσθε εις δεδοκιμασμένους πνευματικούς προς διόρθωσιν των πονηρών λογισμών, δια να έχητε την ουράνιον χάριν· φεύγετε την φιλίαν του κόσμου· έχετε την ταπείνωσιν, την πραότητα, την υπακοήν, και να ενασχολήσθε εις την ανάγνωσιν και μελέτην των θείων Γραφών. Να ελεήτε τους έχοντας ανάγκην και προ πάντων να ασπάζεσθε την πνευματικήν πτωχείαν και να υπομένητε πάσαν θλίψιν και στενοχωρίαν πενθούντες και κλαίοντες δια τα πλημμελήματά σας· να είσθε δια παντός έτοιμοι και πρόθυμοι εις πόνους, εις καμάτους, εις κακουχίας, δια να απολαύσητε εκείνην την ανεκλάλητον χαράν, λέγω την ουράνιον Βασιλείαν». Αυτάς τας νουθεσίας και άλλας πολλάς είπεν ο θείος Πατήρ εις τους αδελφούς και Πατέρας, έπειτα ήρχισε να αναπέμπη ύμνους και δοξολογίας εις τον πανοικτίρμονα Θεόν λέγων· «Ευλογητός ει, Ποιητά του ουρανού και γης, Θεέ πολυέλεε, ο καταδεξάμενος λαβείν σταυρικόν θάνατον δια την απολεσθείσαν ανθρωπίνην φύσιν· Συ Πανάγιε Βασιλεύ, ως πολυεύσπλαγχνος και ευσυμπάθητος Θεός συγχώρησόν μοι, και πάριδε τα εμά πταίσματα, και ενίσχυσόν με να παρασταθώ εις το φοβερόν βήμα σου ακατακρίτως». Ταύτηντην ευχήν ειπών, έστρεψε τα όμματά του προς τους αδελφούς, και λέγει προς αυτούς· «Ιδού, αδελφοί, ο Δεσπότης Χριστός ήλθεν». Ευθύς δε απέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας του Θεού του ζώντος, κατά τον σοφόν Σολομώντα τον λέγοντα· «Δικαίων δε ψυχαί εν χειρί Θεού» (Σοφ. Σολ. γ:1). Ήτο δε η πρώτη του Νοεμβρίου μηνός· οι δε Μοναχοί όντες εις λύπην βαθείαν και θρηνούντες απαρηγορήτως δια την στέρησιν του κοινού Πατρός και διδασκάλου αυτών, πίπτοντες επάνω εις το άγιον λείψανον μετά δακρύων και μετ’ ευλαβείας πολλής κατεφίλουν αυτό, μη ελπίζοντες εις το εξής να ίδουν τον θείον Δαβίδ, τον κοινόν πατέρα και προστάτην των ψυχών των. Ούτω μετά ταύτα ενεταφίασαν πάντες το άγιον αυτού λείψανον με ιεράς υμνολογίας και ακολουθίας, ποιούντες όλοι ομοθυμαδόν προσευχήν επάνω του τάφου αυτού και λέγοντες· «Σε, αγιώτατε Πάτερ, παρακαλούμεν, προστάτα θείε των ημετέρων ψυχών, βάλλοντες μεσίτην προς τον πανάγαθον Θεόν τον οικτίρμονα, ως παριστάμενον ενώπιον του Θρόνου Αυτού, ίνα δια πρεσβειών σου διαφυλάττη ο ελεήμων Θεός πάντας ημάς ατρώτους και ανεπηρεάστους των σατανικών επιβουλών· ωσαύτως και την Ιεράν σου Μονήν, την οποίαν δια ποικίλων αγώνων και κόπων ανήγειρας, θειότατε Πάτερ, προς διηνεκή δοξολογίαν του πολυελέου Θεού». Μετά δε την οσίαν αυτού κοίμησιν τοσαύτα θαυμάσια επετέλει ο Άγιος, ώστε πλήθη ανθρώπων προσήρχοντο εις την θείαν αυτού σορόν μετ’ ευλαβείας και εθεραπεύοντο από παντοίας νόσους, καθώς και έως τώρα πανταχόθεν προστρέχουσιν εις την Ιεράν αυτού Μονήν οι Χριστιανοί μετά πόθου και ευλαβείας, αρυόμενοι ιάματα εκ της παντίμου αυτού κάρας, της οποίας η σιαγών είναι διηρημένη· όπου δε μετ’ ευλαβείας προσκαλείται η τιμία αυτού κάρα και η αγία σιαγών, εκεί νόσοι θεραπεύονται, δαίμονες απελαύνονται, πάθη ποικίλα ιατρεύονται και το των ακρίδων φθοροποιόν πλήθος θαυμασίως αποδιώκεται. Ευλογητός ο Θεός, ο δοξάζων τους Αγίους Αυτού· όθεν και ημείς, αδελφοί Χριστιανοί, ας αφήσωμεν πάσαν κακίαν και πονηρίαν και ας μιμηθώμεν κατά το δυνατόν εις ημάς τας αρετάς και τα κατορθώματα του Αγίου, επιμελούμενοι να αποκτήσωμεν την ενάρετον ζωήν και πολιτείαν κατά την αποστολικήν παραγγελίαν, την λέγουσαν· «Άγιοι γίνεσθε, ότι Εγώ άγιος ειμί» (Α΄ Πέτρου α:16 και Λευϊτ. κ:7), όπως δια πρεσβειών και ικεσιών του Οσίου Πατρός ημών Δαβίδ αξιωθώμεν της επουρανίου Βασιλείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, Ω η δόξα και το κράτος εις τους απεράντους αιώνας. Αμήν. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου