Ακίνδυνος ο Άγιος Μάρτυς και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες Άγιοι Μάρτυρες κατήγοντο από την Περσίαν, ήσαν δε εκ των πρώτων αρχόντων του βασιλέως των Περσών Σαβωρίου Β΄ του βασιλεύοντος εν έτει τλ΄ (330). Ει δε και οι Πέρσαι πρώτοι από τους άλλους λαούς εγνώρισαν τον σαρκωθέντα Χριστόν και με δώρα τον επροσκύνησαν και θεοπρεπώς τον ετίμησαν, εν τούτοις ύστερον και πάλιν απανθρώπως τους δούλους του εκόλασαν, καθώς από πολλών Αγίων Μαρτύρων φαίνεται, εξόχως δε από το Μαρτύριον των ώδε εγκωμιαζομένων Αγίων, το οποίον προσέξατε, ίνα πολλήν ωφέλειαν λάβητε. Κατά τον καιρόν κατά τον οποίον εβασίλευεν εις την Περσίδα ο προρρηθείς Σαβώριος, σκληρώς εβασάνιζε πάντας όσους εύρισκε να ομολογώσι τον Χριστόν, και διαφόρως τους επαίδευεν.
Όθεν η Εκκλησία μας μεγάλην σύγχυσιν είχε τότε, διότι καθ’ εκάστην επρόδιδον τους χριστωνύμους οι άπιστοι, όπως επρόδωσαν και τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον, οίτινες εκρύπτοντο εις οίκον τινα και εδίδασκον τους Χριστιανούς να καταφρονούν τα βασιλικά προστάγματα, να ίστανται στερεοί εις την πίστιν και να μη συλλογίζωνται ουδόλως τα πρόσκαιρα κολαστήρια. Ταύτα μαθών ο Σαβώριος επρόσταξε, με μεγάλον θυμόν, να φέρουν τους Αγίους εις το κριτήριον, τούτου δε γενομένου ηρώτησεν αυτούς να είπωσι το γένος των και το επιτήδευμα. Οι δε κακάριοι εκείνοι άνδρες απεκρίθησαν, ότι επίστευον εις τον Δεσπότην Χριστόν, τον Ποιητήν απάσης της κτίσεως. Ταύτα ακούσας ο τύραννος απεκρίνατο· «Εγώ άλλο σας ηρώτησα, και σεις αυθάδεις μου λέγετε άλλην υπόθεσιν· ίδετε το γρηγορώτερον να θυσιάσετε εις τους θεούς, διότι ύστερον θέλετε κλαύσει ανωφελώς». Λέγει εις αυτόν ο Ανεμπόδιστος· «Έπρεπε να μη σου αποκριθώμεν τελείως εις τοιαύτην παράλογον προσταγήν, αλλά δια τον ζήλον της προς τον Χριστόν πίστεως άκουσον ολίγους τινάς και ωφελίμους λόγους· μη ερωτάς δια το γένος και την πατρίδα μας· μόνον τούτο ήξευρε, ότι ένα Θεόν γινώσκομεν και πιστεύομεν τρισυπόστατον, όστις όλον τον κόσμον εδημιούργησεν· αυτοί δε οι ψευδώνυμοί σας θεοί είναι ανύπαρκτοι και της ειδωλολατρίας δαιμονικά και άψυχα ξόανα, προξενούντα αιώνιον κόλασιν και πυρ ατελεύτητον εις τους εις αυτά πιστεύοντας». Εις ταύτα θυμωθείς περισσότερον ο τύραννος ηπείλει να τους δώση πικρότατον θάνατον. Οι Άγιοι όμως απεκρίθησαν γενναιοφρόνως, ότι δι’ αγάπην Χριστού ήσαν έτοιμοι να λάβουν διάφορα κολαστήρια, ως ψυχοσωτήρια και ωφέλιμα. Τότε προστάσσει ο τύραννος να τους ραβδίσουν εις όλον το σώμα τέσσαρες άνδρες, έως να κουρασθώσιν οι δέροντες. Οι δε Άγιοι τοσούτον ανηλεώς ραβδιζόμενοι δεν εψηφούσαν ποσώς τας μάστιγας, αλλ’ είχον τον νουν των εις τον Θεόν και εις την γλώσσαν την υμνωδίαν, ευχαριστούντες Αυτόν δια τα λυπηρά αυτά τα οποία έπασχον. Βλέπων δε ο τύραννος, ότι οι μεν ραβδίζοντες εκουράσθησαν και τους διεδέχθησαν έτεροι, οι δε μαστιγούμενοι είχον τόσην υπομονήν, ώσπερ να ήσαν άλλοι οι πάσχοντες, εξίστατο και εσκοτίσθη ο νους του τοσούτον από την έκπληξιν, ώστε έπεσε κατά γης ως τεθνηκώς, έπειτα, αφού συνήλθε, προστάσσει να τους κρεμάσουν με σχοινία εις τον αέρα και να τους κατακαίωσιν, έως να ξεψυχήσουν εις ταύτην την βάσανον· αλλά και τότε οι Άγιοι εφάνησαν δυνατώτεροι παντός σιδήρου και του αδάμαντος και υπομένοντες ώραν πολλήν την κατάφλεξιν, προσηύχοντο προς τον Κύριον λέγοντες· «Χριστέ ο Θεός ο φωτισμός μας, όστις δια την αγάπην μας εσταυρώθης και υβρίσθης, μακρόθυμε, λύτρωσέ μας από τας επινοίας του κακοτέχνου τυράννου, δια να γνωρίσουν άπαντες, ότι συ είσαι Θεός εις τους ουρανούς τα πάντα δυνάμενος, συν τω Ανάρχω σου Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι δοξαζόμενος». Ταύτα προσευξάμενοι οι Άγιοι εφάνη εις αυτούς ο Δεσπότης Χριστός ως άνθρωπος, και ευθύς τα δεσμά ελύθησαν, το πυρ τους εδρόσιζεν, αυτοί δε σώοι και αβλαβείς εις τον βασιλέα με πρόσωπον φαιδρόν παρεστάθησαν. Ο δε, ως ασύνετος και εις τον νουν βεβλαμμένος, δεν ηυλαβήθη τοιούτον θαυμάσιον, αλλά ωνείδιζε τους Αγίους ως μάγους και γόητας και τους συνεβούλευε πάλιν να αρνηθούν την αληθινήν πίστιν και να προσκυνήσουν τα είδωλα. Ο δε Ακίνδυνος απεκρίνατο· «Ημείς μεν γοητείαν τινά δεν ηξεύρομεν, αλλ’ η δύναμις του Χριστού εργάζεται τοιαύτα θαυμάσια· αλλά συ, επειδή νομίζεις φαντασίαν την αλήθειαν ως φρενόληπτος, να μείνης κωφός και άλαλος δια να καταλάβης εμπράκτως και να δοκιμάσης την δύναμιν του Θεού εις τον εαυτόν σου». Ταύτα ο Άγιος λέγων, εγένετο παρευθύς έργον ο λόγος του, και έμεινεν ο βασιλεύς κωφός, ως οι θεοί του, και άλαλος και μόνον με το νεύμα εσημείωνεν ει τι εβούλετο. Οι δε Άγιοι, ελέγχοντες την αγνωσίαν του, έλεγον προς εκείνον περιγελώντες αυτόν· «Ιδού ημείς υπάγομεν εις τον οίκον μας καταφρονούντες το σον δικαστήριον και δεν μας λέγεις, αν θέλης τίποτε»; Ταύτα ειπόντες προσεποιούντο ότι φεύγουσιν, ο δε αναίσθητος τύραννος, βλέπων αυτούς συνεχώς, εδείκνυε με νεύμα εις τους υπηρέτας να τους δέσουν, δια να μη φύγωσιν· αλλ’ εκείνοι δεν κατελάμβανον τι επρόσταζεν· όθεν ως δαιμονισμένος εξέσχιζε τα ιμάτιά του και τα έρριπτε κατά γης ο ασύνετος. Οι δε Άγιοι ελυπήθησαν δια την μωρίαν αυτού και των άλλων και εδέοντο του Θεού να φωτίση τα όμματα της καρδίας αυτών να τον γνωρίσωσιν· ούτω λοιπόν ευχόμενοι, εφάνη στρατός ουράνιος, εξαστράπτοντες ως τον ήλιον, οι δε ασεβείς μη δυνάμενοι να βλέπουν την λάμψιν και την ωραιότητα των Αγγέλων έπεσον εις την γην εκπληττόμενοι. Ο δε υιός της απωλείας δεν επίστευσεν εις τόσα θαυμάσια, αλλ’ ως φρενόληπτος εστέναζε δεινώς και εκτύπα αθλίως το πρόσωπόν του. Βλέπων ο Ακίνδυνος την τοιαύτην του τυράννου κατάστασιν, ελυπήθη ως φιλάνθρωπος και εδάκρυσεν εις τόσην πώρωσιν, στραφείς δε λέγει προς αυτόν· «Επειδή δεν καταλαμβάνεις του Θεού την παιδείαν, ασύνετε, αλλά μένεις θεληματικώς εις την κακίαν σου, έχε καν την λαλιάν σου ακώλυτον». Ούτως ειπόντος του Αγίου ελύθη ο βασιλεύς από τα δεσμά της αφωνίας, έμεινεν όμως και πάλιν εις τον δεσμόν και την τυφλότητα της ψυχής· απειλών δε ότι θα παιδεύση τους υπηρέτας, επειδή δεν ηννόησαν να κάμουν εκείνο, το οποίον τους είπε με νεύμα, προστάσσει να φέρωσι σιδηρούς κραββάτους, κάτωθεν δε αυτών να βάλουν πυρ με λίπος, πίσσαν και ρητίνην, τους δε Αγίους να δέσουν επί των κραββάτων με αλύσεις και να τους καύσωσιν. Οι δε Μάρτυρες αγαλλόμενοι ανέβησα εις την κλίνην και καταφλεγόμενοι επί ώρας πολλάς, έψαλλον πάλιν ως πρότερον λέγοντες· «Επύρωσας ημάς, ως πυρούται το αργύριον» (Ψαλμ. ξε: 10), αλλά δεόμεθά σου, ίδε την ταπείνωσίν μας· δος ημίν δύναμιν να υπομείνωμεν τας τιμωρίας και φώτισον τους περιεστώτας να σε γνωρίσωσι». Ταύτα ειπόντες ήκουσαν εκ του ουρανού φωνήν λέγουσαν· «Επειδή με τα έργα την πίστιν εβεβαιώσατε, ας γίνη το θέλημά σας, καθώς εζητήσατε». Και ούτω κατά την φωνήν και τα πράγματα ηκολούθησαν, και εβόησαν όσοι την ήκουσαν λέγοντες· «Ένας είναι ο παντοδύναμος και αήττητος Θεός, Αυτός τον οποίον σέβονται οι Μάρτυρες ούτοι και μακάριοι όσοι δι’ Αυτόν κατακριθώσιν εις θάνατον, ότι με την πρόσκαιρον αυτήν βάσανον υπάγουν εις αγαλλίασιν αιώνιον». Ταύτα λέγοντες παρεκάλεσαν τους Αγίους να δεηθώσι προς τον Θεόν, να τους δώση τελείαν των αμαρτημάτων αυτών συγχώρησιν. Προσευξαμένων δε των Αγίων, έγιναν αίφνης βρονταί φοβεραί, αστραπαί και βροχή μεγάλη τοσούτον, ώστε ετρόμαξαν οι αντίδικοι και εσκορπίσθησαν έμφοβοι· οι δε πιστεύσαντες έμειναν με τους Αγίους, οι οποίοι τους επαρηγορούσαν να μη φοβώνται, αλλά να έχουν εις τον αληθή Θεόν τας ελπίδας των. Δοξάσαντες λοιπόν τον Κύριον άπαντες, ήλθον ουράνιοι Άγγελοι και ενέδυσαν στολάς λευκάς τους πιστεύσαντας, με τας οποίας εσημείωναν την της ψυχής καθαρότητα. Ο δε βασιλεύς, ως τυφλός και ανόητος, παρεκίνει πάλιν τους Αγίους να αρνηθούν την ευσέβειαν και να προσκυνήσουν τους δαίμονας. Ο δε Άγιος Ακίνδυνος απεκρίνατο· «Ημείς ένα Θεόν γινώσκομεν εις τους ουρανούς και Αυτόν μόνον λατρεύομεν, όστις είναι μόνος αληθής και παντοδύναμος και χαρίζει εις τους Χριστιανούς Βασιλείαν αιώνιον, τους δε απίστους κατακρίνει εις πυρ ατελεύτητον». Λέγει προς αυτούς ο βασιλεύς· «Έναν θεόν σας συμβουλεύω και εγώ να λατρεύετε και ας υπάγωμεν εις τον ναόν του, να τον προσκυνήσετε μετ’ εμού». Αφού λοιπόν μετέβησαν εις τον βωμόν, εβόησε ταύτα ο βασιλεύς· «Μεγάλη η του θεού Διός αήττητος δύναμις». Είτα προστάσσει τους Αγίους να τον προσκυνήσουν και αυτοί μετά δεήσεως. Οι δε εγονάτισαν και προσεκύνησαν τον αληθή Θεόν, καθώς έπρεπε και παρευθύς εγένετο σεισμός τοσούτον μέγας, ώστε εκρημνίσθη το είδωλον και κατερράγη. Ο δε βασιλεύς εξελθών έντρομος και κάθιδρως από του φόβου, λέγει προς τους Αγίους· «Αυτά εθάρρουν εγώ από σας και σας έφερον εις το ιερείον, πάντολμοι»; Οι δε απεκρίθησαν· «Ημείς δεν σου εψεύσθημεν, αλλά τον αληθή Θεόν επροσκυνήσαμεν, καθώς είπομεν». Τότε προσέταξε και έφεραν τρία μεγάλα χαλκώματα, τα οποία εγέμισαν μόλυβδον και ανάψαντες πυρ υποκάτω αυτών, έβραζεν ο μόλυβδος, τους δε Αγίους έδεσαν γυμνούς από την μέσην με άλυσιν και τους εισήγαγον βραδέως εις τον βράζοντα μόλυβδον καταβιβάζοντες αυτούς μέχρι του βυθού του χαλκώματος, είτα δε πάλιν τους έβγαζαν, και ούτω τους εβασάνιζαν ώραν πολλήν με τοιαύτην φρικώδη και πολυώδυνον κόλασιν· οι δε μακάριοι Μάρτυρες έψαλλον έκαστος κατά την επωνυμίαν αυτού ύμνον αρμόδιον και ο μεν θείος Πηγάσιος έλεγεν: «Ότι παρά σοι πηγή ζωής, εν τω φωτί σου οψόμεθα φως» (Ψαλμ. λε:10). Ο δε Ανεμπόδιστος: «Οι πόδες μου ανεμποδίστως εν ευθύτητι έστησαν» και ο Ακίνδυνος: «Κίνδυνοι άδου εύρηκαν ημάς, αλλά καν δια πυρός ήλθομεν, Αυτός, Κύριε, έφερες ημάς εις αναψυχήν και άνεσιν». Βλέπων ο πεπωρωμένος βασιλεύς ότι ουδόλως έβλαπτεν ο μόλυβδος τους Αγίους, ήλθε πλησίον αυτού και λαμβάνων μόνος του την άλυσιν, εβύθισε με ορμήν και κακότητα τους Αγίους εις το χάλκωμα, ο δε μόλυβδος εχύθη έξωθεν και κατέκαυσε τας χείρας του βασιλέως. Οι δε Άγιοι είπον προς αυτόν· «Δικαίως έπαθες, διότι έπασχες να θανατώσης ημάς άδικα, όθεν πρεπόντως επέπεσε κατά της κεφαλής σου ο πόνος σου, και αξίους τους καρπούς των έργων σου ετρύγησας, άθλιε». Ταύτα λέγοντες ελύθησαν αι αλύσεις παραδόξως και έμειναν αβλαβείς οι Άγιοι. Τούτο το θαυμάσιον βλέπων υπηρέτης τις, το όνομά του Αφθόνιος, τοιαύτα μεγαλοφώνως εβόησε· «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών· γίνωσκε, βασιλεύ, ότι Αυτόν προσκυνώ και εγώ, όστις δύναται και κάμνει τοιαύτα τεράστια». Ο δε τύραννος ελυπήθη εις τούτο και εδοκίμαζε με κολακείες να επαναφέρη αυτόν εις την ασέβειαν, υποσχόμενος εις αυτόν τιμάς και δωρήματα. Ο μακάριος όμως Αφθόνιος άφθονα και πλουσίως ευφήμησε την δύναμιν του Χριστού και λαμπρά τη φωνή ωμολόγησε την αγαθότητα και φιλοτιμίαν αυτού, λέγων· «Εμέ είναι ο πόθος μου να γίνω στρατιώτης του ουρανίου Βασιλέως, όστις είναι ελεήμων και πλουσιόδωρος και δίδει μεγάλας δωρεάς εις τους δούλους Αυτού και τους τιμά αιωνίως ως παντοδύναμος». Γνωρίσας λοιπόν ο τύραννος το αμετάθετον της γνώμης του Αγίου, εκέλευσε να τον αποκεφαλίσωσιν· ο δε μακάριος Αφθόνιος εδόξασε τον Κύριον λέγων· «Ευχαριστώ σοι, Δέσποτα, ότι με έσωσας δια την πολλήν ευσπλαγχνίαν σου· όθεν η ψυχή μου θέλει αινεί και δοξάζει το όνομά σου αιώνια». Στραφείς δε προς τους Αγίους είπε προς αυτούς· «Εγώ μεν, κύριοι και δεσπόται μου ποθούμενοι, υπάγω προς την σωτήριον οδοιπορίαν χαίρων, δέομαι δε και παρακαλώ την συμπαθή και φιλάνθρωπον ψυχήν σας, να μη ενθυμηθήτε τας θλίψεις και βασάνους τας οποίας σας έδωκα, από τον τύραννον προστασσόμενος, αλλά μάλιστα παρακαλέσατε τον κοινόν Δεσπότην να μη με χωρίση από την συνοδείαν σας, ως οικτίρμων και πολυέλεος, αλλά να με αξιώση να τον δοξάσω μεθ’ ημών αιώνια ευφραινόμενος». Οι δε απεκρίθησαν· «Ύπαγε, αδελφέ, αγαλλόμενος. Μακάριος συ, όστις θέλεις παρασταθή εις την Αγίαν Τριάδα πρώτος από όλους μας, να απολαύσης τας αμοιβάς του κόπου σου με δόξαν αιώνιον· όθεν μάλλον ημείς έχομεν χρείαν ευχής από σε, να παρακαλέσης τον Κύριον να μας αξιώση να τελειώσωμεν και ημείς τον δρόμον της αθλήσεως ακινδύνως και ανεμποδίστως, και να αξιωθώμεν μετά σου ίσων βραβείων και Χάριτος». Ταύτα ειπόντες, ενηγκαλίσθη αυτούς ο Αφθόνιος και ράνας εις τους τραχήλους αυτών αγαλλιάσεως δάκρυα, τους κατεφίλησεν όλους και τους απεχαιρέτησεν. Έπειτα φθάσας εις τον ωρισμένον τόπον έλαβε το ποθούμενον τέλος ο τρισμακάριος. Οι δε παρευρεθέντες Χριστιανοί έλαβον το τίμιον αυτού και άγιον λείψανον και το ενεταφίασαν εντίμως και ευλαβώς καθώς έπρεπε. Μετά ταύτα είπε προς τους Αγίους ο τύραννος· «Μη νομίσητε ότι θέλω σας δώσει ίσον θάνατον ως του Αφθονίου, αλλά θα σας αφανίσω με διάφορα κολαστήρια». Ούτως είπε και προστάσσει να φέρουν θυλάκους, ήτοι δέρματα βοών, εις τα οποία έβαλαν τους Αγίους και τους έρριψαν εις τα ύδατα· αλλά και πάλιν ουδόλως εβλάβησαν, μάλιστα δε εσχίσθησαν τα δερμάτια, και εφάνη εις το μέσον αυτών ο Άγιος Αφθόνιος εξαστράπτων· και εξελθόντες εις την γην, επήγαν και οι τρεις εις τον τύραννον, όστις ιδών αυτούς ενόμισεν ότι δεν τους έρριψαν ακόμη οι δήμιοι. Όθεν εθυμώθη κατ’ αυτών και εκέλευσε να ρίψουν εκείνους εις το ύδωρ, αφού κόψουν τας χείρας των. Οι δε δήμιοι επίστευσαν εις τον Χριστόν, ακούσαντες τοιαύτην απόφασιν και προσευξάμενοι έλεγον· «Πρόσδεξαι και ημών τας ψυχάς, πολυέλεε Κύριε, και συναρίθμησόν μας τους αναξίους με τους Αγίους Σου Μάρτυρας», και ούτως εδέχθησαν το μακάριον τέλος τον αριθμόν τέσσαρες. Ο δε θεομισής και παράνομος τύραννος εφυλάκισε τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον· αυτός δε έμεινεν εις τόσην λύπην και σκότωσιν, επειδή δεν ηδυνήθη να τους θανατώση, ώστε δεν έφαγε τίποτε, συνάξας δε τους άρχοντας ενεκάλει αυτούς ότι δεν τον εβοήθουν, συμπονούντες και αυτοί δια την τοιαύτην καταφρόνησιν των πατρώων θεών, αλλά τον άφησαν μόνον και εκινδύνευσε. Τότε απεκρίθη ο πρώτος της συγκλήτου, Ελπιδηφόρος καλούμενος, ο οποίος ήτο πιστός Χριστιανός κεκρυμμένος, τότε δε επαρρησιάσθη και ωνείδισε τον βασιλέα άφοβα, και ουχί μόνον αυτός, αλλά και άλλος νέος τις συγκλητικός, την κλήσιν Φιλόλογος, τον εξύβρισε, μη φοβηθείς ουδόλως την βασιλικήν εξουσίαν και έλεγε προς τους άλλους άρχοντας· «Δεν πρέπει, αδελφοί μου ηγαπημένοι, να υποτασσώμεθα εις ένα βασιλέα παράφρονα». Τότε ο τύραννος θυμωθείς προστάσσει τους στρατιώτας να φονεύσουν και τους δύο τούτους, οίτινες τον ύβρισαν. Φίλος δε τις μεγάλος του Σαβωρίου, την κλήσιν Καλλίστρατος, παρεκάλει αυτόν να παύση τον θυμόν και να μη προστάσση παράνομα πράγματα· ομοίως και πάντες οι λοιποί παρρησιασθέντες είπον εις αυτόν· «Γίνωσκε, βασιλεύς αθλιώτατε, ότι ημείς ουδόλως συγκοινωνούμεν εις την ιδικήν σου ασέβειαν». Ταύτα ειπόντες ανεχώρησαν, αυτός δε έμεινεν εις την σκότωσιν, ως υιός του δαίμονος· και το πρωϊ καθίσας εις τον θρόνον, εκέλευσε να κάμωσι τρεις λάκκους και να βάλουν εις αυτούς θηρία και ερπετά και να ρίψουν εντός αυτών τους Μάρτυρας. Τούτου δε γενομένου ίσταντο εκείνοι αβλαβείς εις το μέσον των θηρίων ψάλλοντες· «Ο Θεός, ο Θεός ημών, εδίψησέ σε η ψυχή ημών», αλλά ποίησον μεθ’ ημών κατά την σην επιείκειαν, και ανάγαγε ημάς εκ λάκκου ταλαιπωρίας, ότι το έλεός σου χρηστόν και η αγαθότης σου ανείκαστος». Ταύτα ευξάμενοι, ήλθον ουρανόθεν λαμπροφορούντες Άγιοι Άγγελοι και δεν αφήκαν τα θηρία ουδόλως να εγγίσωσι τους Αγίους, αλλά τους εξήγαγον του λάκκου υγιείς και αβλαβείς. Ο δε ανόητος βασιλεύς και των θηρίων αναισθητότερος δεν κατεπράϋνε καθόλου την θηριώδη γνώμην του, αλλά προστάσσει πάλιν να τους κρεμάσωσι και να καταξεσχίσουν τας σάρκας των· βλέπων δε ότι κατακοπτόμενοι ώρας πολλάς δεν επτοούντο την βάσανον, αλλά γενναίως υπέμενον, εκέλευσε να τους καταβιβάσουν και να κόψουν τας τιμίας αυτών κεφαλάς. Επήγαιναν λοιπόν οι Άγιοι αγαλλιώμενοι να λάβουν τον ποθούμενον θάνατον· όσοι δε εφωτίσθησαν υπ’ αυτών εις την θεοσέβειαν, ηκολούθουν αυτούς δεόμενοι να τους διδάξουν, δια να στερεωθούν εις την πίστιν καλλίτερα· τινές δε απήγγειλαν εις τον βασιλέα ότι πολλοί από τους άρχοντας ηκολούθουν οπίσω αυτών, και δεν τους άφηναν να υπάγουν εις τον τόπον της καταδίκης, αλλά ημπόδιζον την θανάτωσιν αυτών. Όθεν ο βασιλεύς έστειλε πολλούς στρατιώτας να τους χωρίσωσιν, οι δε ευλαβείς εκείνοι ηκολούθουν τους Αγίους, το πρόσταγμα του τυράννου εις ουδέν λογιζόμενοι και επροτίμων να αποθάνωσι κάλλιον ή να φανή ότι εδειλίασαν. Ο δε τύραννος επρόσταξε να του φέρωσι τον Ελπιδηφόρον, όστις ήτο ο λογιώτερος εξ αυτών και εις τον ζήλον της ευσεβείας θερμότερος, ο οποίος είπε προς τους Μάρτυρας· «Δεηθήτε του Θεού δι’ εμέ, αδελφοί και Πατέρες μου και οδηγοί μου προς την ευσέβειαν, να με συναριθμήση με την αγίαν σας συνοδείαν». Είπον δε εις αυτόν οι Άγιοι· «Μη λυπήσαι, αδελφέ φίλτατε, αλλά έχε θάρρος, διότι πρότερον από ημάς υπάγεις εις τον ουράνιον Βασιλέα να αγάλλεσαι». Ηκολούθουν δε τον Ελπιδηφόρον άλλοι τρεις έχοντες ομοίαν γνώμην και προαίρεσιν, προς τους οποίους είπεν ο τύραννος· «Τι επάθατε, ανόητοι, και αφήνοντες τους πατρώους θεούς, εκολλήθητε με τους πλάνους αυτούς και γόητας; Γινώσκετε ότι, εάν δεν έλθετε εις την προτέραν ευσέβειαν, θέλω σας δώσει πικρότατον θάνατον». Ο δε μακάριος Ελπιδηφόρος απεκρίθη γενναίως· «Ημείς δεν προσκυνούμεν ψευδείς θεούς, ούτε εις τα πρόσταγμά σου πειθόμεθα, και κάμε ό,τι αν βούλεσαι». Λέγει εις αυτούς ο τύραννος: «Επειδή εσυγκοινωνήσατε με τους ασεβείς τούτους, εγώ θα σας υστερήσω του ποθουμένου εις το πείσμα σας και θα σας δώσω όμοιον θάνατον». Ταύτα ειπών, προσέταξε να αποκεφαλίσουν αυτούς, και όσους άλλους εύρουν εις την ευσέβειαν· εθανάτωσαν λοιπόν την ημέραν εκείνην άνδρας τριακοσίους, οίτινες άπαντες προετίμησαν να αποθάνωσι μάλλον δια τον Χριστόν ή να έχωσιν απόλαυσιν πρόσκαιρον, εις τούτο δε ήτο αιτία ο Ακίνδυνος, όστις τους παρεκίνει να μη δειλιάσωσιν. Αφού δε εθανάτωσαν τους άλλους, προσεκάλεσεν ο βασιλεύς τον Άγιον Ακίνδυνον με τους άλλους δύο Συναθλητάς του και λέγει προς αυτούς με προσποιητήν πραότητα και σκολιότητα της αλώπεκος· «Διατί, φίλοι μου, έχετε τόσον πείσμα και προτιμάτε υπέρ την γλυκυτάτην ζωήν τον πικρότατον θάνατον; Μάρτυς μου ο γλυκύς εις όλους και παμπόθητος ήλιος· πολύ λυπούμαι να σας θανατώσω δια το νέον της ηλικίας σας, την οποίαν και τα θηρία ευσπλαγχνίζονται. Λοιπόν σας συμβουλεύω, προς το συμφέρον σας, κάμετε το θέλημά μου, διότι σας αγαπώ ως τέκνα μου και θέλω σας αξιώσει μεγάλων τιμών και απείρων χαρισμάτων». Οι δε απεκρίθησαν: «Μη μας λυπείσαι, ούτε να πειραχθής να μας δώσης δωρήματα, ότι ποτέ δεν θέλεις δυνηθή να κλίνης εις το θέλημά σου την γνώμην μας, ούτε με απειλάς και φοβερισμούς των κολάσεων, ούτε με υποσχέσεις δωρημάτων. Μάλιστα λύπην έχομεν, ότι δεν λαμβάνομεν μυρίους θανάτους δια την αγάπην του Χριστού και Σωτήρος μας. Λοιπόν μη αργήσης να μας αποφασίσης ως βούλεσαι, διότι ο χορός των Αγίων μάς αναμένει μετά θάνατον». Θυμωθείς τότε ο τύραννος και λύσας την προσποιητήν ημερότητα απεκρίνατο: «Μα τους θεούς, δεν θα απολαύσετε την επιθυμίαν σας». Ταύτα ειπών πρόσταξε να τους φυλακίσουν με αλύσεις και όλην την νύκτα εμελέτα, πως να τους θανατώση ο δείλαιος· το δε πρωϊ προστάσσει να ανάψωσι κάμινον να τους ρίψουν εντός αυτής, έως να γίνουν στάκτη τελείως· αφού δε τους έφεραν εις το θέατρον, είπε προς αυτούς ο Σαβώριος· «Ιδού της απειθείας σας τα επίχειρα (δεικνύων με την χείρα την κάμινον), την οποίαν σεις εξεκαύσετε». Ο δε Ακίνδυνος, κατανοήσας το κακότεχνον του τυράννου, ανταπεκρίθη εις αυτόν και λέγει: «Καλά σου επροφήτευσε το όνομα η μητέρα σου και σε εκάλεσε Σαβώριον, όπερ σημαίνει πατέρα δαιμόνων, αλλά συ είσαι το εναντίον, υιός του ανθρωποκτόνου δαίμονος, επειδή τελείς τα έργα του και χαίρεσαι ως αυτός εις τα ανθρώπινα αίματα». Τούτον τον πικρόν λόγον ακούσας ο δυσσεβής εταράχθη και φωνήσας την μητέρα αυτού, την ηρώτησε να είπη της επωνυμίας αυτού την δήλωσιν. Η δε απεκρίνατο· «Γνωρίζω ότι αυτό είναι το πατρικόν σου όνομα, αλλά δεν ηξεύρω την σημασίαν αυτού». Λέγει ο τύραννος· «Οι κακοδαίμονες ούτοι μου λέγουσιν, ότι δηλοί η επωνυμία μου, ότι είμαι πατήρ δαιμόνων· εάν δε ούτως έχη η αλήθεια, θέλω σε θανατώσει πρότερον με πικρόν θάνατον». Η δε εμειδίασε λέγουσα· «Την αλήθειαν είπον». Τότε εθυμώθη πολύ ο ασεβής και αστοχήσας την μητρώαν αγάπην, την οποίαν και τα άλογα ζώα ευλαβούνται εκ φύσεως, ύψωσε τας χείρας κατ’ αυτής και την εγρόνθιζεν ο απάνθρωπος, πληρώσας ούτως αυτήν δια τους πόνους τους οποίους εδοκίμασε να γεννήση αυτόν τον άσπλαγχνον. Η δε γραία προσπίπτουσα εις τους πόδας των Αγίων έλεγε· «Σώσατε, δούλοι του όντως Θεού, το γήρας μου, διότι βλέπω ότι εγέννησα τον διάβολον». Ο δε τύραννος είπεν εις τους Μάρτυρας· «Τι κάμνομεν; Όσον ίστασθε εις την κακίαν ασάλευτοι, τόσω μάλλον εξάπτει η κάμινος περισσότερον». Οι δε απεκρίθησαν· «Δια την μητέρα σου φρόντισον και μη σε μέλει ποσώς δι’ ημάς, επειδή ακριβώς μας εγνώρισες· δι’ αυτήν κάμε προς Κύριον δέησιν, να σου αφεθή το ανόμημα». Λέγει ο τύραννος· «Αυτή πάλιν θέλει κάμει προς τους θεούς δέησιν, να με συγχωρήσουν ως εύσπλαγχνοι». Η δε γηραιά, τας χείρας υψώσασα προς ουρανόν, τοιαύτα προσηύχετο·»Χριστέ Μονογενές Υιέ του Θεού, μη συγχωρήσης την ασέβειαν του υιού μου, ούτε εις τούτον τον κόσμον, ούτε εις τον μέλλοντα». Ο δε ασεβής είπεν εις αυτήν· «Το γήρας σε έβγαλεν από τον νουν σου, ως φαίνεται, και δι’ αυτό με καταράσαι, αναίσχυντε». Τότε η γνωστική γραύς συνετώς απεκρίνατο· «Εάν εγώ η μήτηρ σου είμαι παράφρων, συ όστις εγεννήθης από εμέ δεν έχεις γνώσιν τελείως, αλλά τον αληθή Θεόν βάλλω μάρτυρα, όστις βλέπει τα πάντα, και προφητεύω εις σε, ότι δεν θέλεις φύγει την δικαίαν κρίσιν του». Ταύτα της μακαρίας λεγούσης, έμεινεν ο μιαρός άφωνος, έπειτα είπεν εις τους υπηρέτας· «Τους μεν δυσσεβείς αυτούς ρίψατε εις την κάμινον, αυτήν δε αφήτε να υπάγη όπου αν βούλεται». Η δε αοίδιμος έλεγε· «Ζη Κύριος ο Θεός, να μη ξεχωρίσω από τους Αγίους του Μάρτυρας, ούτε εις την ζωήν ταύτην, ούτε και μετά θάνατον». Όταν δε οι Άγιοι επλησίασαν εις την κάμινον, προσηύξαντο λέγοντες· «Κύριε Ιησού Χριστέ, ευχαριστούμεν σοι, ότι μας ενεδυνάμωσες να τελέσωμεν τον αγώνα δια την αγάπην σου και δεν μας αφήκες να γίνωμεν θήραμα των εχθρών μας, αλλά ελύτρωσες την ψυχήν μας από τας παγίδας του δαίμονος. Λοιπόν και τώρα ενδυνάμωσόν μας να υπομείνωμεν και τούτο το πυρ με ανδρείαν και γενναιότητα και παράστηθι, όταν η ψυχή χωρισθή εκ του σώματος, ότι εις σε θαρρούντες εισερχόμεθα εις την φλόγα ταύτην με την ελπίδα σου». Βλέποντες δε οι στρατιώται την αφόρητον εκείνην πύρωσιν εδειλίασαν, και δεν ετολμούσαν να πλησιάσωσι. Λέγουν εις αυτούς οι Άγιοι· «Τι ίστασθε μετά φρίκης τοσούτον έντρομοι και δεν μας ρίπτετε εις την κάμινον; Εάν το ομόδουλον τούτο πυρ το ουδαμινόν και πρόσκαιρον φοβείσθε τοσούτον, πως δεν τρομάζετε της γεέννης το ατελεύτητον»; Οι δε είπον· «Και πως δυνάμεθα να εκφύγωμεν εκείνην την κόλασιν;» Λέγουν οι Άγιοι· «Όσοι πιστεύσουν εις Χριστόν τον αληθή και μόνονΘεόν λυτρώνονται της κολάσεως». Λέγουν εις αυτούς οι στρατιώται· «Οπόταν σας εβασανίζαμεν, καθώς επροστάχθημεν, είχομεν άμετρον τρόμον εις την καρδίαν μας, ώσπερ να μας επερίμενε κακόν χαλεπώτατον και τώρα όπου μας εδιδάξατε εγνωρίσαμεν εις την ψυχήν ευφροσύνην και ελπίδα σωτηρίας. Λοιπόν τελειώσατε εις ημάς όσα η πίστις σας απαιτεί, δια να γίνωμεν δούλοι γνήσιοι του ουρανίου Βασιλέως, ότι την φθαρτόν τούτον εσιχάθημεν ως παράνομον». Εις ταύτα επληρώθησαν ευφροσύνης αμέτρου οι Άγιοι λέγοντες· «Αινέσωμεν συμφώνως τον Κύριον, ότι αγαθός· πρόσδεξαι, Δέσποτα, σήμερον εκείνους τους οποίους επροσκάλεσες την ενδεκάτην ώραν εις τον αμπελώνα του μαρτυρίου σου, και δος αυτοίς τον μισθόν άξιον της αμετρήτου σου αγαθότητος, συναριθμών αυτούς με τους προτελευτήσαντας Μάρτυρας». Από ταύτα λαβόντες θάρρος οι στρατιώται και ποιήσαντες αντί όπλων την σφραγίδα του Χριστού εις το μέτωπον, επήδησαν όλοι τον αριθμόν εικοσιοκτώ με την μακαρίαν μητέρα του βασιλέως και έπεσαν εις την βροντώσαν εκείνην και φλογίζουσαν κάμινον αγαλλιώμενοι και ψάλλοντες με τους Αγίους Ακίνδυνον, Πηγάσιον και Ανεμπόδιστον, τελέσαντες τον μακάριον δρόμον της αθλήσεως τη Δευτέρα Νοεμβρίου. Εφαίνετο δε και χορός Αγγέλων με τους Αγίους εντός της καμίνου ψάλλοντες, έως ου λαβόντες τας μακαρίας αυτών ψυχάς παρέστησαν εις τον Δεσπότην Χριστόν. Ο τόπος δε όλος επληρώθη ευωδίας αρρήτου τοσαύτης, ώστε οι παρεστώτες Χριστιανοί εθαύμαζον, οίτινες τα ιερά και τίμια λείψανα, ως έπρεπεν, ευλαβώς ενεταφίασαν, εις Δόξαν Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος, της Ομοουσίου Θεότητος. Αμην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου