Μαρτίνος ο θαυμάσιος πατήρ ημών ήτο εις τους χρόνους Γρατιανού και Ουαλεντιανού των βασιλέων της Ρώμης, εν έτει από Χριστού τοστ΄ (376), έμπειρος δε ων και γεγυμνασμένος πολύ εις τους πολέμους, εψηφίσθη από τους βασιλείς αρχιστράτηγος· με πεντήκοντα δε χιλιάδας στρατιώτας και με όλην την παράταξιν και ετοιμασίαν του πολέμου εστάλη εναντίον των βαρβάρων, οι οποίοι εκίνησαν πόλεμον τότε κατά των Ρωμαίων, δια να κυριεύσουν και να αιχμαλωτίσουν όλας τας επαρχίας των. Ελθών δε ο Μαρτίνος με το στράτευμά του πλησίον του στρατοπέδου των βαρβάρων και ιδών το πλήθος αυτών το αναρίθμητον, εδειλίασε πολύ, τόσον αυτός όσον και όλον του το στράτευμα, ως μη δυνάμενοι να αντισταθώσιν εις τόσον μέγα πλήθος εχθρών.
Ενώ δε ο Μαρτίνος ευρίσκετο εις μεγάλην απορίαν και λύπην μη γνωρίζων τι να κάμη, παρρησιάσθη έμπροσθέν του πτωχός τις ενδεδυμένος με παλαιόρασα ξεσχισμένα και εζήτει ελεημοσύνην. Βλέπων δε τούτον ο αρχιστράτηγος ριγώντα και πεινώντα, τον ελυπήθη, διότι ήτο εύσπλαγχνος πολύ και ελεήμων, και λαμβάνων αυτόν εντός της σκηνής του, έκοψε μέρος από την χλαμύδα, ήτοι το αξιωματικόν και πολύτιμον ένδυμα, όπερ εφόρει, και τον ενέδυσε με αυτό, του έδωσε δε άρτον και έφαγε και οίνον και έπιε και τον ανέπαυσε κατά πάντα. Αφού δε ενύκτωσεν, από την πολλήν του λύπην και αμηχανίαν έπεσεν εις την κλίνην άδειπνος, αποκοιμηθείς δε ολίγον είδεν εις το όραμά του τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν εις το σχήμα του πτωχού εκείνου, τον οποίον ηλέησε την ημέραν, ενδεδυμένον με το μέρος εκείνο της χλαμύδος, όπερ του έδωσε και όστις του λέγει· «Δια ποίαν αιτίαν, Μαρτίνε, είσαι τόσον περίλυπος»; Και εκείνος απεκρίθη· «Διότι δεν δύναμαι να αντισταθώ εις το τόσον πλήθος εχθρών και δεν γνωρίζω τι να κάμω». Τότε του είπεν ο Κύριος· «Έχε θάρρος και μη λυπείσαι παντελώς, μήτε φοβού τους εχθρούς· διότι καθώς συ χθες με είδες γυμνόν και με ενέδυσες, πεινασμένον και με έθρεψες και διψασμένον και με επότισες, τοιουτοτρόπως και εγώ θέλω δώσει εις σε την ανταπόδοσιν και θέλω σε διαφυλάξει από τους εχθρούς σου, διότι, όταν ίδουν οι εχθροί το πρόσωπόν μου, έχουν να φοβηθούν πολύ και θα προσπέσουν εις σε με πολλάς υποσχέσεις και φιλοδωρήματα, να ζητήσουν ειρήνην και ούτω να επιστρέψης εις την Ρώμην με μεγάλην δόξαν και τιμήν· προς τούτοις δε θα είμαι εις όλην σου την ζωήν βοηθός και μετά θάνατον θα σε αξιώσω και της Βασιλείας μου». Και ταύτα μεν είπεν ο Κύριος· ο δε στρατηλάτης εξυπνήσας εθαύμασεν εις την οπτασίαν, την οποίαν είδε, και έλαβε θάρρος μεγάλον. Το πρωϊ προσέταξε να οπλισθούν όλοι οι στρατιώται και να εξέλθουν εις τον πόλεμον. Οι δε στρατιώται φοβούμενοι του είπον, ότι δεν είναι ικανοί να αντιπολεμήσουν εις τόσον πλήθος βαρβάρων· αλλ’ εκείνος θυμωθείς είπε προς αυτούς· «Εγώ πηγαίνω εις τον πόλεμον μόνος μου και σεις μείνατε οπίσω και έπειτα θέλετε ίδει, αν δύνασθε να γλυτώσετε από τους εχθρούς, χωρίς οδηγίαν και επιστασίαν αρχιστρατήγου». Τότε προσπίπτοντες όλοι εις αυτόν τον παρεκάλουν να παύση από τον θυμόν και είναι έτοιμοι να τον ακολουθήσουν και εις ζωήν και εις θάνατον. Αρματωθέντες λοιπόν εξήλθον εις τον πόλεμον και αφού τους είδον οι εχθροί από μακράν, εφοβήθησαν φόβον μέγαν, επειδή έβλεπον πέριξ του στρατεύματος των Ρωμαίων ωπλισμένους γίγαντας φοβερούς, καθημένους επάνω εις αμάξας και άλογα αναρίθμητα, τα οποία ήσαν βέβαια τα τάγματα των ουρανίων Δυνάμεων, άπερ έστειλεν ο ύψιστος Θεός δια να βοηθήσουν τον Μαρτίνον και να τον φυλάξουν από τους εχθρούς του, καθώς του υπεσχέθη πρωτύτερα. Παρευθύς λοιπόν έστειλαν πρέσβεις και μεσίτας εις τον αρχιστράτηγον, παρακαλούντες να κάμουν ειρήνην. Αλλ’ εκείνος δεν έστεργε τελείως εις την ειρήνην, αλλά ήθελε να τους πολεμήση· το οποίον μαθόντες οι βάρβαροι έστειλαν πάλιν άλλους πρέσβεις με πολλά φιλοδωρήματα εις τον Μαρτίνον, υποσχόμενοι να είναι εις το εξής υποτασσόμενοι εις τους Ρωμαίους, παρεκάλουν δε να λείψη ο πόλεμος· και ούτω μετά βίας κατεπείσθη ο αρχιστράτηγος, και υποτάσσων τους βαρβάρους επέστρεψεν εις την Ρώμην με χαράν μεγάλην. Μαθών τούτο ο βασιλεύς, εξήλθε με όλους τους μεγιστάνας και τον προϋπήντησαν και τον υπεδέχθησαν ως νικητήν με δόξαν και τιμήν πολλήν. Τότε ο μακάριος Μαρτίνος, διηγούμενος εις τους βασιλείς την οπτασίαν την οποίαν είδε και όλα τα γενόμενα, είπε· «Τον φοβερόν αυτόν πόλεμον δεν τον έπαυσα εγώ, αλλά ο Ιησούς Χριστός, η ανίκητος δύναμις των Χριστιανών· εκείνος κατώρθωσε την νίκην ταύτην· δια τούτο παρακαλώ σας να μου δώσετε την άδειαν, δια να δουλεύσω το υπόλοιπον της ζωής μου εις τον Θεόν, όστις με εβοήθησεν». Ακούσαντες τούτο οι βασιλείς ελυπήθησαν και του είπον· «Ημείς θέλομεν να είσαι μαζί μας, δια να σου δώσωμεν μεγάλα αξιώματα και τιμάς, καθώς σου πρέπει, δια την νίκην την οποίαν έκαμες». Εις ταύτα ο ευλογημένος Μαρτίνος απεκρίθη· «Τούτο εγώ έχω μεγαλύτερον από κάθε αξίαν και τιμήν, το να μου δώσετε την άδειαν να ησυχάσω και να φροντίσω δια την σωτηρίαν της ψυχής μου». Οι δε βασιλείς, θαυμάσαντες τον αξιέπαινον και θεάρεστον σκοπόν του, του έδωσαν την άδειαν να κάμη εκείνο το οποίον επόθει, παρακαλούντες αυτόν να τον έχουν προστάτην και βοηθόν εν καιρώ θλίψεως. Διεμοίρασε λοιπόν ο αοίδιμος Μαρτίνος εις τους πτωχούς όλα του τα υπάρχοντα, και απαρνησάμενος τον κόσμον και τα εν κόσμω επήγεν εις τόπον ήσυχον και έγινε Μοναχός, εδόθη δε όλως διόλου εις την μελέτην των Θείων Γραφών και εις τους αγώνας της ασκήσεως, κατορθώνων εις άκρον όλας τας αρετάς. Έπειτα δε από επτά έτη, κατά τα οποία εγυμνάσθη ο ιερός Μαρτίνος εις τους πνευματικούς αγώνας, κατά αποκάλυψιν Θεού εχειροτονήθη και μη θέλων Επίσκοπος Κωνσταντίνης, πόλεως της Γαλλίας. Λαβών λοιπόν το μέγα φορτίον της Επισκοπής ο Άγιος, εδόθη εις περισσοτέρους αγώνας, ποιμαίνων ως αληθινός ποιμήν τα λογικά πρόβατα του Χριστού εις νομάς σωτηρίους των εντολών αυτού και ποτίζων αυτά καθ’ εκάστην με τα νάματα της ενθέου διδασκαλίας του και δια των εναρέτων του πράξεων γενόμενος τύπος εις όλους και καλόν παράδειγμα. Δια την ένθεον δε ταύτην πολιτείαν του έλαβε παρά Θεού την χάριν να προγνωρίζη τα μέλλοντα, να ανασταίνη νεκρούς, να διώκη τους δαίμονας και να κάμνη σημεία και τέρατα αξιοθαύμαστα, από τα οποία έχομεν να διηγηθώμεν ολίγα, εις πίστωσιν των πολλών. Εν μια των ημερών, περιπατών ο Άγιος, συνήντησε νεκρόν τινά, τον οποίον επήγαιναν με το νεκροκράββατον εις τον τάφον και ένας συκοφάντης, άδικος άνθρωπος, δεν άφηνε να τον θάψουν, λέγων ότι του εχρεωστούσε τριάκοντα φλωρία. Ο δε Άγιος εστάθη εις τον τόπον εκείνον, και λέγει εις τον συκοφάντην· «Διατί δεν αφήνεις να θάψουν τον νεκρόν, όστις, ως ακούω, σου έδωκε με τον τόκον των τα χρήματα, τα οποία σου εχρεωστούσεν»; Εκείνος απεκρίθη· «Δεν μου έδωκε τίποτε· διότι εάν ήθελε μου δώσει το χρέος του, ήθελε λάβει την ομολογίαν του». Η δε σύζυγος του νεκρού έλεγε μετά δακρύων· «Ψεύδεται, Δέσποτά μου· τα χρήματά του τα έλαβε με το διάφορόν των, αλλά επειδή είχε σκοπόν να μας συκοφαντήση, δεν ηθέλησε να μας δώση την ομολογίαν, λέγων ότι εχάθη». Και ο Άγιος του λέγει· «Ιδού ότι έλαβες τα χρήματά σου, άφες να θάψουν τον νεκρόν». Επειδή όμως ο συκοφάντης εκείνος ισχυρίζετο έτι περισσότερον ότι δεν έλαβε τα χρήματα, του λέγει ο Άγιος· «Εάν αναστηθή ο νεκρός και αποδείξη, ότι έλαβες τα χρήματά σου, τι να παθαίνης»; Ο δε συκοφάντης αυθαδιάζων είπεν· «Ανίσως και αναστηθή ο νεκρός, καθώς λέγεις, να αποθάνω εγώ και ας ζήση αυτός». Είπε δε τούτο, διότι δεν επίστευεν ότι θα ανίστατο ο νεκρός. Τότε είπεν ο Άγιος προς αυτόν· «Ούτε ο νεκρός ήτο ανάγκη να αναστηθή, ούτε συ να καταβής εις τον Άδην, ταλαίπωρε· αλλ’ επειδή και μόνος σου από την αυθάδειάν σου προέκρινες τον θάνατον αντί της ζωής και δεν αφήνεις τον νεκρόν να ταφή, ας γίνη καθώς ηθέλησες». Και ταύτα ειπών επλησίασεν εις τον νεκρόν, και είπε την προσευχήν ταύτην: «Κύριε ο Θεός ημών, ο Μάρτυς της αληθείας και Σωτήρ των αδικουμένων· η ανάστασις των νεκρών και διδάσκαλος των ζώντων· ο μόνος γινώσκων τα βάθη της καρδίας, και ζωοποιών τους ελπίζοντας εις Σε· πρόσταξον εν τω ονόματί σου τω Αγίω και φοβερώ να εγερθή ούτος ο νεκρός προς επίγνωσιν της αληθείας και επιστροφήν των παρεστώτων, όπως θεωρήσαντες τα θαυμάσιά Σου, δοξάσωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν ημών εις τους αιώνας. Αμήν». Αφού είπε ταύτα ο Άγιος έλαβεν από την δεξιάν χείρα τον νεκρόν και σύρας αυτόν ολίγον, ω του θαύματος! παρευθύς ανεστήθη ο νεκρός, και καθήσας επάνω εις το νεκροκράββατον είδε τον συκοφάντην, όστις ίστατο αντικρύ του, και του λέγει· «Ύπαγε, πονηρέ άνθρωπε, εις το σκοτεινόν τόπον της κολάσεως, όστις σου είναι ητοιμασμένος, διότι με ηνώχλησες καλώς ησυχάσαντα· αλλ’ ο δίκαιος και Άγιος Μαρτίνος, με την προς Θεόν δέησίν του, με παρέλαβεν εκείθεν, δια να σε ελέγξω δια τα χρήματα, άπερ σου έδωκα και δεν ηθέλησες να μου δώσης την ομολογίαν μου, προσμένων τον θάνατόν μου· όμως δίκαιος είναι ο Θεός, όστις αποδίδει εις έκαστον κατά τα έργα του, και κάμνει γρήγορα την εκδίκησιν των αδικουμένων». Και ταύτα ειπών, ηγέρθη από το κρεββάτι και πλησιάζων εις τον Άγιον, έκλινε την κεφαλήν του έως την γην και τον προσεκύνησε και παρευθύς ο συκοφάντης πίπτων κάτω εξέψυχεν. Η δε γυναίκα αυτού εφώναζεν· «Ω, αλλοίμονον εις εμέ, δια την φοβεράν και πικράν ταύτην ανταλλαγήν των νεκρών! Άγιετου Θεού, δος μοι τον άνδρα μου ζωντανόν και δίδω την ομολογίαν και τα τριακόσια φλωρία με το διάφορόν των και άλλα περισσότερα». Ο δε Άγιος της είπε· «Ματαίως φωνάζεις, ω γύναι· διότι ο Κύριος, όστις ανέστησε τούτον, προσέταξε και εκείνον να αποθάνη, καθώς το ηθέλησεν ο ίδιος». Τότε οι παρεστώτες βλέποντες τα τοιαύτα εξέστησαν δοξάζοντες τον Θεόν. Άλλοτε πάλιν διερχόμενος ο Άγιος μέσα από την πολιτείαν, εύρεν εις εν μέρος νέον τινά απηγχονισμένον και είπεν εις τους εκεί παρεστώτας· «Τούτο το κακόν εκ συνεργείας του διαβόλου έγινε». Και σταθείς κατά ανατολάς, έκαμε προσευχήν εις τον Θεόν ώραν ικανήν· έπειτα είπε· «Το πνεύμα το ακάθαρτον και πονηρόν, το οποίον επαρακίνησε τον νέον τούτον να κρεμασθή εις την αγχόνην, εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού φανερώσου έμπροσθεν πάντων, δια να σε ίδωμεν». Παρευθύς λοιπόν με τον λόγον τούτον εφάνη το δαιμόνιον ως αραπόπουλον, κρατούν εις τας χείρας του σχοινίον, οι δε οφθαλμοί του ήσαν ως πυρ, τα χείλη του μαύρα, οι οδόντες του λευκοί, αι χείρες του μακραί, οι πόδες του ασύστροφοι και η γλάσσα του κρεμασμένη έξω από το στόμα του, ως του λυσσασμένου κυνός. Τότε του λέγει ο Άγιος· «Πνεύμα ακάθαρτον και πονηρόν, ποία είναι η εργασία σου»; Εκείνο δε απεκρίθη· «Η εργασία μου είναι να παρακινώ τους ανθρώπους εις αυτοκτονίαν, διότι εις τούτο με διώρισεν ο αρχηγός μου ο σατανάς». Λέγει ο Άγιος· «Και δια ποίαν αιτίαν παρεκίνησες τούτον τον νέον να κρεμασθή»; Τότε το δαιμόνιον ήρχισε να κατηγορή τον αυτόχειρα, λέγον· «Ούτος ο άνθρωπος ήτο πρωτύτερα ειδωλολάτρης, και ύστερον έγινε Χριστιανός, όμως δεν επολιτεύετο κατά τας εντολάς, τας οποίας παρέλαβεν, αλλ’ έκαμνε τα κακά του θελήματα, και δεν εστοχάζετο παντελώς την αιώνιον κόλασιν, εδόθη δε όλως διόλου εις τας κακίας, βάλλων θεληματικώς τον τράχηλόν του υποκάτω εις τον ζυγόν της αμαρτίας και πληγωθείς όλος από κεφαλής έως ποδών έχασε την ελπίδα της σωτηρίας του· όθεν εύρον και εγώ ευκαιρίαν και τον παρεκίνησα να κρεμασθή, δια να τον έχω μαζί μου εις την κόλασιν· διότι τούτο είναι ο μεγάλος αγών ο ιδικός μας». Ο δε Άγιος είπεν εις τον δαίμονα· «Δόλιε και φονεύ, συ είσαι εχθρός και κατήγορος και συ παρεκίνησες τούτον τον δυστυχή να παραδοθή εις το σκότος και εις την απώλειαν, και τον κατέστησες εις αθλίαν κατάστασιν, τώρα δε τον κατηγορείς, ότι αυτός έγινεν αίτιος εις το να κρεμασθή και όχι συ; Δια τούτο σε προστάζει ο Ιησούς Χριστός, δι’ εμού του ταπεινού, να υπάγης να κατοικήσης εις τα άκρα της οικουμένης έως ότου να έλθη η συντέλεια του κόσμου και να καταβής ομού με τους συντρόφους σου εις τον Άδην, όστις είναι ητοιμασμένος δια σας»· και παρευθύς ο δαίμων έγινεν άφαντος. Μετά ταύτα επλησίασεν ο Άγιος εις τον νεκρόν και είπε την προσευχήν ταύτην· «Κύριε ο Θεός μου, ο έχων άμετρον συμπάθειαν και πέλαγος ευσπλαγχνίας ανεκδιήγητον, μη παρίδης το πλάσμα των χειρών σου, αλλ’ ως αγαθός και φιλάνθρωπος επίβλεψον εξ ύψους αγίου σου, και ανάστησον τον νεκρόν τούτον, ίνα δοξάζηταί σου το πανάγιον όνομα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν». Και παρευθύς ανέστη ο νεκρός και πίπτων εις τους πόδας του Αγίου είπεν· «Ευχαριστώ σοι, Άγιε του Θεού, ότι δεν με άφησες τον αμαρτωλόν εις τον φρικτόν και πικρόν εκείνον τόπον του Άδου, αλλά παρακαλώ σε οδήγησόν με, δια να τύχω της σωτηρίας μου». Τότε ο Άγιος του είπεν· «Επειδή, τέκνον, εδοκίμασες την νύκτα ταύτην τα βασανιστήρια της κολάσεως και είδες το μεγάλον κακόν, το οποίον προξενούν εις τον άνθρωπον αι αμαρτίαι, δια τούτο μετανόησον αξίως, κλαύσον τας αμαρτίας σου, βδελύξου και μίσησον αυτάς και κάμε απόφασιν από της σήμερον να απέχης από αυτάς». Δίδων δε εις αυτόν τον πρέποντα κανόνα και καθοδηγών αυτόν πολύ ειςτο πως να πολιτεύεται και να κάμη τα έργα της μετανοίας, απέλυσεν αυτόν εν ειρήνη. Προσκληθείς δε ο Άγιος Μαρτίνος από άλλην πολιτείαν, δια να υπάγη να τους διδάξη τα προς σωτηρίαν της ψυχής, εξήλθεν από την επαρχίαν του και επήγαινε· κατά δε την οδόν εύρεν άνθρωπον νεκρόν, τον οποίον εθανάτωσε δράκων τις, όστις ενεφώλευεν εις εκείνον τον τόπον· βλέπων δε τον νεκρόν ο Άγιος είπε· «Τούτο το κακόν ο εχθρός ημών διάβολος το έκαμεν». Αλλ’ επειδή κατά την νύκτα εκείνην είδεν εις το όραμά του ο Άγιος, ότι φοβερός δράκων υψώθη έως του ουρανού, και ότι με την προσευχήν την οποίαν έκαμεν ο Άγιος εις τον Θεόν κατ’ αυτού έπεσε κάτω εις την γην, δια τούτο αφήκε τον δρόμον και επήγαινεν εκεί που εφώλευεν ο δράκων, ο οποίος καθώς τον είδεν ύψωσε τον εαυτόν του εις τον αέρα και έγινεν ως καμάρα, ήνοιξε δε το στόμα του δια να τον καταπίη· ο δε Άγιος τον εφύσησεν εις το πρόσωπον και, ω του θαύματος! έπεσε κατά γης και ενεκρώθη. Τότε ο Άγιος καταπατών την κεφαλήν του είπεν· «Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα» (Ψαλμ. 90:13). Έπειτα επήγεν εις τον νεκρόν και λαμβάνων αυτόν από την χείρα είπεν· «Ο Ιησούς Χριστός, ο αναστάς εκ νεκρών και ζωοποιών τους νεκρούς, ας αναστήση και σε». Και παρευθύς ανεστήθη ο νεκρός και πίπτων εις τους πόδας του Αγίου τον ευχαριστούσε και τον επαρακαλούσε να τον κάμη Χριστιανόν, διότι ήτο ειδωλολάτρης· ο δε Άγιος, κατηχήσας αυτόν ικανώς, τον εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και ύστερον τον εκοινώνησε τα άχραντα Μυστήρια, διδάξας δε αυτόν όλα τα χρειαζόμενα τον απέλυσε μετ’ ειρήνης. Μετά ταύτα πηγαίνων εις την πολιτείαν εκείνην, εις την οποίαν προσεκλήθη, συνήντησε καθ’ οδόν ένα πτωχόν ελεεινόν, όστις εζητούσε ελεημοσύνην. Τούτον ευσπλαγχνισθείς ο Άγιος είπεν εις τον Διάκονον, τον οποίον είχε διωρισμένον δια να ελεή τους έχοντας ανάγκην, να του δώση όσα χρήματα έχει. Ο Διάκονος όμως του έδωκε τα ημίση μόνον χρήματα, τα δε άλλα ημίση εφύλαξε δια να τα δώση εις άλλους πτωχούς. Το εσπέρας εκείνο διενυκτέρευσαν εις γυναίκα τινά ειδωλολάτριδα, πλουσίαν πολύ, η οποία είχε την κατοικίαν της πλησίον εις την οδόν και βλέπουσα τον Άγιον με την συνοδείαν του, τους εδεξιώθη μετά χαράς και τους έβαλε τράπεζαν πλουσιοπάροχον· ο δε Άγιος δεν έφαγε τελείως, αλλά προσηύχετο δια την σωτηρίαν της γυναικός. Κατά το μεσονύκτιον επήγεν η γυναίκα εις τον Άγιον, όστις προσηύχετο δι’ αυτήν και προσπίπτουσα εις τους πόδας του τον επαρακαλούσε να την κάμη Χριστιανήν. Διότι έλεγεν· «Είδον εις το όραμά μου ένα κριτήν φοβερόν, καθήμενον επί θρόνου υψηλού, είχε δε και παράταξιν πολλών στρατιωτών, οίτινες ίσταντο πέριξ αυτού. Έφερον δε ενώπιόν του πολλούς καταδίκους δεδεμένους, από τους οποίους άλλους μεν επρόσταξε να ρίψουν εις το πυρ, άλλους δε να βασανίζουν σφοδρώς. Εν τω μέσω δε αυτών έστεκον και εγώ δεδεμένη και τρέμουσα. Τότε εις από τους στρατιώτας του κριτού ελθών εις εμέ με ηρώτησε· «Δια ποίον αίτιον είσαι κατάδικος και δεδεμένη»; Και εγώ του είπον· «Δεν ηξεύρω». Λέγει εκείνος· «Τι μου δίδεις να σε λυτρώσω»; Εγώ δε του είπον· «Σου δίδω όλα μου τα υπάρχοντα». Εκείνος μου είπεν· «Εγώ αυτά δεν τα χρειάζομαι, μόνον να μου δώσης υπόσχεσιν, ότι γίνεσαι Χριστιανή και να σε λυτρώσω από τα δεσμά και από όλα τα βάσανα, τα οποία μέλλεις να δοκιμάσης». Του υπεσχέθην λοιπόν και εγώ ότι γίνομαι Χριστιανή, μόνον να γλυτώσω από τας χείρας του φοβερού τούτου κριτού, εκείνος δε πάλιν μου είπε· «Δώσε υπόσχεσιν ενώπιον του Θεού των Χριστιανών». Και εγώ είπον· «Υπόσχομαι εις τον Θεόν των Χριστιανών, ότι εάν λυτρωθώ γίνομαι Χριστιανή». Τότε εκείνος έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήμην δεδεμένη και με απέλυσεν. Όθεν παρακαλώ σε, Άγιε του Θεού, να με κάμης Χριστιανήν και να με διδάξης τα προς σωτηρίαν μου, δια να μη περιπέσω εις τας χείρας του φοβερού εκείνου κριτού, ο οποίος κρίνει δικαίως και δεν αποβλέπει εις δώρα ή εις πρόσωπα». Ταύτα ακούσας ο Άγιος εχάρη πολύ και κατηχήσας αυτήν και όλους τους ανθρώπους της οικίας της τους εβάπτισεν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και στερεώσας αυτούς εις τον φόβον του Θεού και διδάξας όσα ήσαν αναγκαία δια την σωτηρίαν των, ητοιμάζετο να αναχωρήση· η δε ρηθείσα γυνή προσέφερεν εν σκεύος περιέχον τέσσαρας λίτρας χρυσίου και τετρακόσια φλωρία, παρακαλούσα αυτόν να τα δεχθή· ο δε Άγιος, δια να μη την λυπήση, εδέχθη χάριν των πτωχών και ευχηθείς αυτήν ανεχώρησεν. Έπειτα ηρώτησε τον Διάκονον πόσα χρήματα έδωκεν εις τον πτωχόν εκείνον, όστις εζητούσεν ελεημοσύνην. Και ο Διάκονος είπε· «Διακόσια φλωρία του έδωκα». «Και πόσα εβάσταζες»; Λέγει εκείνος· «Τετρακόσια». Τότε του λέγει ο Άγιος· «Ολιγόπιστε, διατί δεν του έδωκες τα τετρακόσια, καθώς σου είπον; Βλέπεις ότι έδωκας τα διακόσια εις τον πτωχόν, και έλαβες από την γυναίκα τετρακόσια φλωρία και τέσσαρας λίτρας χρυσίου; Αλλ’ αν ήθελες δώσει τα τετρακόσια, ήθελες λάβει οκτακόσια φλωρία και οκτώ λίτρας χρυσίου. Λοιπόν εζημίωσες τους πτωχούς τετρακόσια φλωρία και τέσσαρας λίτρας χρυσίου, εζημίωσες και την γυναίκα τον τετραπλάσιον μισθόν, τον οποίον είχε να λάβη, εζημίωσες και τον εαυτόν σου με την παρακοήν την οποίαν έκαμες». Όταν δε επλησίασαν εις την πολιτείαν εκείνην, εις την οποίαν επήγαιναν, ηκούοντο άσματα και ήχοι οργάνων, τα οποία έπαιζον και σταθείς ο Άγιος ηκροάζετο ώραν ικανήν· έπειτα με λύπην πολλήν της ψυχής του αναστενάξας είπεν εις τους παρεστώτας· «Βλέπετε δια ποίου τρόπου ο πικρός διάβολος φαίνεται γλυκύς και δια ποίου τρόπου μεθοδεύεται ο κατηραμένος την απάτην, δια να απολέση ψυχάς και πως με την μελωδίαν των οργάνων και των ασμάτων αρπάζει τον νουν των ανθρώπων από την μνήμην και ενθύμησιν του Θεού; Διότι πολλοί άνθρωποι αφήνουν τα πνευματικά άσματα και πηγαίνουν μόνοι των, χωρίς να τους προσκαλέση τις, δια να ακούσουν τας σατανικάς μελωδίας· έχοντες δε τους γλυκυτάτους ψαλμούς του Δαβίδ και τα θεόπνευστα λόγιατων Προφητών, των Αποστόλων και των μελωδών της Εκκλησίας μας, αφήνουν ταύτα τα πνευματικά βοηθήματα και τρέχουν εις τα όργανα και τα άσματα δια να κάμουν το θέλημα του πονηρού διαβόλου». Λέγων δε ταύτα ο Άγιος βλέπει μίαν γυναίκα εστολισμένην με πολλά στολίδια και αλειμμένην με μύρα και αρώματα, η οποία ίστατο εις την οδόν με μεγάλην αδιαντροπίαν και εγελούσε, με νεύματα δε τα οποία έκαμνε προσεκάλει τους ανθρώπους εις την ασέλγειαν· και περιχυθείς όλος από δάκρυα, είπεν εις τους παρεστώτας· «Εάν αυτή η πόρνη στολίζεται ως νύμφη, δια να παραπλανήση τους ανθρώπους και να τους σύρη εις την απώλειαν και δια να αρέση εις τον διάβολον, πόσω μάλιστα πρέπει να καλλωπίζωμεν ημείς τας ψυχάς μας με τας αρετάς, να φυλάττωμεν τον εαυτόν μας αμόλυντον από κάθε αμαρτίαν, και να αρέσωμεν εις τον Νυμφίον μας Ιησούν Χριστόν, ίνα ούτω αξιωθώμεν να υπάγωμεν εις τους αμαραντίνους νυμφώνας του και να συμβασιλεύσωμεν ομού με Αυτόν αιωνίως»; Ταύτατα θεία λόγια ακούσασα η γυνή εκείνη και άλλα παρόμοια ήλθεν εις κατάνυξιν και δραμούσα προσέπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και κλαίουσα μετά θερμών δακρύων είπεν· «Άγιε του Θεού, μη με αποστραφής την παναθλίαν και ταλαίπωρον και μη με αφήσης εις τον βόρβορον των ανομιών μου, αλλά παρακαλώ σε, εγώ η αναξία και αυτής της ζωής, επειδή και είμαι καταφορτωμένη από άπειρον πλήθος αμαρτιών και υπόδικος της αιωνίου κολάσεως και όλων των πικρών εκείνων και φρικτών βασανιστηρίων του άδου, λυπήσου με την αμαρτωλήν και απηλπισμένην και σώσον με». Καθώς λοιπόν ήκουσε ταύτα ο Άγιος έκλαυσε και αυτός και όλοι όσοι ήσαν εκεί παρόντες και εγείρων αυτήν από το έδαφος της γης, είπε προς αυτήν· «Έχε θάρρος, γύναι, και μη απελπίζεσαι· διότι το έλεος του φιλανθρώπου Θεού είναι άπειρον και θέλω τον παρακαλέσει θερμώς και εγώ δια την σωτηρίαν σου· μόνον συ να μετανοήσης εξ όλης σου της ψυχής και καρδίας και σου υπόσχομαι ότι θέλει σε δεχθή ο πολυεύσπλαγχνος Θεός ωςτον άσωτον υιόν και θέλει σου ιατρεύσει όλας τας πληγάς της ψυχής, ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών». Και δια να είπω με συντομίαν, με την διδασκαλίαν των θείων λόγων του την έφερεν εις τόσην κατάνυξιν και εις τοιαύτην άκραν μετάνοιαν, ώστε όχι μόνον απεστράφη και εμίσησε τας αμαρτίας της, αλλά απηρνήθη και τον κόσμον και τα εν κόσμω και εξομολογηθείσα εις τον Άγιον όλας τας αμαρτίας της και καθοδηγηθείσα από αυτόν, διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλα της τα υπάρχοντα, κλεισθείσα μέσα εις ένα κελλίον μικρόν και κλαίουσα ωδύρετο τας ανομίας της, λέγουσα ταύτα· «Άραγε πόσαι βρύσεις και πόσοι ποταμοί δύνανται να εκπλύνουν τας αμετρήτους ακαθαρσίας μου και πόσοι κλαυθμοί και πόσα δάκρυα ημπορούν να εξιλεώσουν τον δικαιοκρίτην Θεόν δια τας τοσαύτας και τοιαύτας ανομίας μου»; Ούτω λοιπόν συνεχώς γονυπετούσα και φορούσα σάκκον, παρεκάλει τον Θεόν μετά δακρύων λέγουσα· «Ο Θεός ιλάσθητί μοι τη αμαρτωλώ και μη συναπολέσης με ταις ανομίαις μου, Δέσποτα, μηδέ καταγάγης με εις βυθόν άδου δια τας αμαρτίας μου, αλλ’ ως αγαθός και φιλάνθρωπος σώσον με δια το πέλαγος του ελέους σου, ότι συ ει ο αίρων τας αμαρτίας του κόσμου». Και τόσην μετάνοιαν έκαμεν η μακαρία Ζωή (διότι τούτο ήτο το όνομά της), ώστε δεν έπαυσε παντελώς από το να αγωνίζεται με νηστείας, χαμαικοιτίας, αγρυπνίας, γινυκλισίας, προσευχάς, κλαυθμούς και δάκρυα ακατάπαυστα εις χρόνους ολοκλήρους δώδεκα και με το ιδικόν της παράδειγμα έσυρε πολλούς εις μετάνοιαν. Όθεν και ο πολυέλεος Κύριος, προσδεξάμενος την αληθινήν της μετάνοιαν, όχι μόνον εσυγχώρησε τας αμαρτίας της, αλλά της εχάρισε και την χάριν των ιαμάτων και δια μέσου της προσευχής της, εθεράπευσε πολλούς από διαφόρους ασθενείας· ούτω λοιπόν πολιτευομένη η μακαρία Ζωή, ανεπαύθη εν Κυρίω. Εις όσον δε καιρόν έμεινεν ο Άγιος Μαρτίνος εις εκείνην την πολιτείαν, δεν έπαυσεν από του να σπείρη καθ’ εκάστην τον σπόρον του θείου Λόγου και κοινώς και κατ’ ιδίαν, εις τας κεχερσωμένας και εξηγριωμένας καρδίας εκείνων των πολιτών και, συνεργούσης της θείας Χάριτος, απέφερε πολλούς και μεγάλους καρπούς· διότι τους αγρίους ημέρωσε, τους θυμώδεις κατεπράϋνε, τους ασπλάγχνους και ανελεήμονας έδειξεν ευσπλάγχνους και ελεήμονας, τους μεθύσους και ασώτους εσωφρόνισε, τους ανευλαβείς έκαμεν ευλαβείς, τους αμελείς παρεκίνησε να συντρέχουν εις τας ιεράς ακολουθίας και απλώς όλους του αμαρτωλούς έφερεν εις μετάνοιαν και διόρθωσιν και ούτως επέστρεψεν εις την επαρχίαν του, χαίρων και ευλογών τον Θεόν. Εν μια δε των ημερών, διερχόμενος ο Άγιος από το κέντρον της πολιτείας, είδε πτωχόν τινά, τον οποίον εστενοχωρούσαν πολύ οι δανεισταί του δια τριακόσια φλωρία που τους εχρεωστούσε και δεν είχε να τους τα δώση· λυπηθείς δε τούτον ο Άγιος, παρεκάλεσε τους δανειστάς του να λάβωσιν ολίγην υπομονήν· και υψώσας τας χείρας και τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν είπε· «Κύριε, ο βρέξας άνωθεν το μάννα εν τη ερήμω και θρέψας τον λαόν σου τεσσαράκοντα έτη, και δια του Αποστόλου σου Πέτρου εκβαλών τον στατήρα εκ του στόματος του ιχθύος, εξαπόστειλον και νυν εξ ύψους του πτωχού τούτου το χρέος εις δόξαν του Αγίου σου ονόματος, ότι συ ει Θεός μόνος ένδοξος και θαυμαστός εν πάση τη οικουμένη και Σοι πρέπει δόξα εις τους αιώνας. Αμήν». Και ω του θαύματος! παρευθύς κατέβη μία περιστερά, και εκάθησεν εις τον δεξιόν ώμον του Αγίου, και λαμβάνων αυτήν με την χείρα του, μετεβλήθη η περιστερά και έγινεν όλη χρυσή. Λαβών δε αυτήν ο Άγιος επήγεν εις ένα χρυσοχόον, και του λέγει· «Δέξαι την περιστεράν ταύτην ως ενέχυρον και δάνεισόν μοι τριακόσια φλωρία, τα οποία θέλω σοι δώσω αύριον». Θαυμάσας δε ο χρυσοχόος την επιτηδειότητα του τεχνίτου, όστις την κατεσκεύασε, του έδωσε τα τριακόσια φλωρία μετά χαράς, ελπίζων ότι θα την αποκτήση. Ο δε Άγιος, λαμβάνων τα χρήματα, τα έδωκεν εις τους δανειστάς εκείνους και ηλευθέρωσε τον πτωχόν από το χρέος. Την επομένην ημέραν ήλθον Χριστιανοί τινές από μακρινούς τόπους δια να προσκυνήσουν τον Άγιον και να ωφεληθούν από τα θεόπνευστα λόγια του, ούτοι δε του προσέφερον χρήματα πολλά χάριν ελεημοσύνης και δεξάμενος αυτούς ο Άγιος με ιλαρότητα, τους εδίδαξεν ικανώς και τους καθωδήγησε, καθώς έπρεπεν, εις όλα τα αναγκαία προς σωτηρίαν· έπειτα ευξάμενος αυτούς, απέλυσεν εν ειρήνη· ευθύς δε πηγαίνων εις τον χρυσοχόον είπε· «Λάβε, τέκνον, τα τριακόσια φλωρία και άλλα τριάκοντα ακόμη δια την καλωσύνην, την οποίαν μας έκαμες, και δος μοι το ενέχειρον». Ο δε χρυσοχόος, περίλυπος γενόμενος, έλαβε τα χρήματα και έδωκε την ολόχρυσον περιστεράν, την οποίαν λαμβάνων εις τας χείρας του ο Άγιος, και υψώσας τους οφθαλμούς του εις τον ουρανόν είπεν· «Ευχαριστώ σοι Κύριε, ότι εισήκουσας της δεήσεώς μου». Έπειτα είπεν εις την περιστεράν· «Ύπαγε και συ ζώον εις την κατοικίαν σου». Και ευθύς επέταξεν η περιστερά από τας χείρας του. Ο δε χρυσοχόος, ιδών τούτο το παράδοξον θαύμα, έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και τον παρεκάλεσε να δεχθή τα τριάκοντα φλωρία, δια να τα δώση εις τους πτωχούς, λέγων· «Αρκετόν είναι εις εμέ, Άγιε του Θεού, ότι ηξιώθην να ίδω τούτο το παράδοξον θαύμα»· και δεξάμενος αυτά ο Άγιος, τον ηυχήθη λέγων· «Ο Κύριος ελεήσαι σε, τέκνον, εν ημέρα κρίσεως». Μετά δε ταύτα πηγαίνων ο Άγιος εις μίαν χώραν, εις την οποίαν ήσαν ειδωλολάτραι πολλοί, δια να τους διδάξη τον λόγον του Θεού και να τους φέρη εις θεογνωσίαν, εύρεν εις την οδόν ένα ειδωλολάτρην, όστις ίστατο επάνω εις ένα ονόριον νεκρόν και διελογίζετο με τον νουν του, ότι ματαίως κηρύττουσιν οι Χριστιανοί, ότι έχουν να αναστηθούν οι νεκροί· διότι εκείνος ο άνθρωπος, όστις αποθάνη και φθαρή το σώμα του εις την γην, πως είναι δυνατόν να αναστηθή; Πλησιάσας δε ο Άγιος εις αυτόν, του λέγει· «Διατί διαλογίζεσαι, φίλε, ότι οι νεκροί δεν έχουν να αναστηθούν»; Και ο ειδωλολάτρης είπε· «Πως είναι δυνατόν να αναστηθούν εκείνοι που απέθανον και εφθάρησαν μέσα εις τον τάφον και έγιναν χώμα»; Ο δε Άγιος του είπε· «Εις την παντοδυναμίαν του Θεού όλα είναι δυνατά, και κανέν πράγμα δεν είναι αδύνατον εις Αυτόν». Τότε ο ειδωλολάτρης του λέγει· «Εάν αναστήσης το ονάριόν μου, πείθομαι ότι και οι νεκροί έχουν να αναστηθούν· διότι εκείνος, όστις αναστήση το ζώον τούτο, είναι δυνατόν να αναστήση και τους νεκρούς». Και ο Άγιος του είπεν· «Ο Θεός δεν έχει να αναστήση τα άλογα ζώα· διότι εκείνα τα οποία δεν έρχονται εις κρίσιν, ουδέ εις ανάστασιν έρχονται· τους ανθρώπους όμως, οίτινες είναι λογικοί, μέλλει να τους αναστήση, διότι έχει να τους κρίνη και να τους ζητήση απολογίαν δια τα καλά ή τα κακά έργα τα οποία έπραξαν, και να αποδώση εις έκαστον κατά τα έργα αυτού». Ο δε Έλλην είπε· «Και ποίος είναι αυτός ο Θεός, όστις, ως λέγεις, μέλλει να κάμη ταύτα»; Ο δε Άγιος του είπεν· «Είναι ο Ιησούς Χριστός ο Υιός του Θεού, ο οποίος εσταυρώθη δια την σωτηρίαν των ανθρώπων». Και ο Έλλην είπε· «Και πως δεν έκαμεν εκδίκησιν εις εκείνους, οίτινες τον εκακοποίησαν»; Ο δε Άγιος είπε· «Δεν έκαμε την εκδίκησιν παρευθύς, διότι ανέμενε την μετάνοιάν των, δια την άκραν του αγαθότητα και μακροθυμίαν· έχει όμως να κάμη την εκδίκησιν αυτήν εις το μέλλον». Τότε λέγει ο ειδωλολάτρης· «Ποία η ανάγκη να πολυλογούμεν; Εάν αναστήσης το ονάριον τούτο, πιστεύω εις όσα είπες». Υψώσας λοιπόν ο Άγιος τας χείρας του εις τον ουρανόν, προσηυχήθη λέγων· ¨Κύριε ο Θεός μου, ο αίτιος σωτηρίας γενόμενος πάσιν ανθρώποις, ανάστησον και τούτο το ζώον, προς επιστροφήν και επίγνωσιν του ανθρώπου τούτου· διότι δια τούτου του θαύματος θέλει γνωρίσει την παντοδυναμίαν σου και πιστεύσει εις Σε». Και καθώς είπε ταύτα, ανέστη το ονάριον και επεριπάτει, βλέπων δε ο Έλλην τούτο το παράδοξον θαύμα έπεσεν εις τους πόδας του Αγίου και είπε· «Τώρα εγνώρισα, ότι αυτός είναι Θεός αληθινός και παντοδύναμος και παρακαλώ σε, δούλε του Θεού, να μου δείξης αυτόν, δια να ακούσω την φωνήν του και πιστεύσω εις αυτόν». Οδε Άγιος είπε προς αυτόν· «Όστις ακούει εις ημάς τους ταπεινούς δούλους του, ακούει Αυτόν· διότι ο Θεός δεν φαίνεται εις κανένα με τους οφθαλμούς του σώματος, αλλά κατανοείται με τους οφθαλμούς της ψυχής, οίτινες είναι ο νους και η διάνοια· όθεν και συ, τέκνον, εάν ποθής να τον ίδης, πίστευσον εις αυτόν και θέλεις τον ίδει με τους νοητούς σου οφθαλμούς και θέλεις ζήσει εις τον αιώνα». Τότε του λέγει εκείνος· «Παρακαλώ σε, Δέσποτα άγιε, να έλθης εις την χώραν μας, δια να μας οδηγήσης εις την οδόν της αληθείας». Έχων δε ο Άγιος τον αυτόν σκοπόν, επήγεν εις την χώραν εκείνην μαζί με αυτόν και με το αναστηθέν ονόριον· το οποίον βλέποντες οι ειδωλολάτραι και μαθόντες, ότι το ανέστησεν ο Άγιος εν τω ονόματι του Ιησού Χριστού, και προς τούτοις ακούοντες τον λόγον του Θεού, τον οποίον εκήρυξεν ο Άγιος, επίστευσαν εις τον Χριστόν έως χίλιοι άνδρες, ψωρίς τας γυναίκας και τα παιδία, κατηχήσας δε τούτους ο Άγιος τους εβάπτισεν εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και μένων εκεί ημέρας πολλάς τους εδίδασκε καθ’ εκάστην ημέραν, έως ου κατενύχθησαν και οι επίλοιποι ειδωλολάτραι και εβαπτίσθησαν και αυτοί. Μετά ταύτα ομιλών ο Άγιος περί θανάτου και αναστάσεως και της μελλούσης κρίσεως και περί της κολάσεως και των αιωνίων αγαθών της Βασιλείας των ουρανών, τους εστερέωσεν εις την πίστιν του Χριστού και ούτως επέστρεψεν εις την Επισκοπήν αυτού δοξάζων τον Θεόν. Αλλά και εις τον καιρόν του θανάτου αυτού έκαμε και άλλο θαύμα ο Άγιος Μαρτίνος, με το οποίον επροξένησε μεγάλην χαράν και παρηγορίαν εις τους επαρχιώτας του, επειδή ήτο τότε και μεγάλη ανομβρία εις τον τόπον των και ήσαν όλοι εις πολλήν λύπην και απορίαν. Προσκαλέσας λοιπόν αυτούς ο Άγιος, αφού τους παρήγγειλε πολλά και τους ενουθέτησε καθώς έπρεπε, τους είπε· «Μη λυπείσθε, τέκνα μου, δια την ανομβρίαν και αύριον θέλει σας εξαποστείλει ο Κύριος βροχήν καθώς επιποθείτε». Έπειτα κάμνων προσευχήν εις τον Θεόν και αφιερώνων αυτούς εις την σκέπην του, εκοιμήθη εν Κυρίω τη δεκάτη του Νοεμβρίου μηνός. Τότε συνήχθησαν από τα πλησιόχωρα μέρη όλοι οι Επίσκοποι και οι Ιερείς ομού με όλον τον Κλήρον και τους Χριστιανούς και ποιήσαντες αγρυπνίαν όλην την νύκτα, την αυγήν ήραν το άγιον λείψανον και πορευθέντες μετά λαμπάδων, θυμιαμάτων και ψαλμωδιών έξω από την πόλιν, μακράν έως ένα μίλιον, το ενεταφίασαν εις ένα Ναόν μαρτυρικόν· όταν επέστρεψαν εις την πόλιν, εγέμισεν από νέφη ο ουρανός και ήρχισαν αστραπαί και βρονταί, έβρεξε δε βροχήν πολλήν εις όλον εκείνον τον τόπον, καθώς υπεσχέθη ο Άγιος· από τότε έως την σήμερον γίνονται εις τον τάφον του Αγίου θεραπείαι πολλαί εις εκείνους οίτινες προσέρχονται εις αυτόν μετά πίστεως εις δόξαν Θεού· ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου