Ηλιόδωρος ο Άγιος Μάρτυς ήτο κατά τους χρόνους του βασιλέως Αυρηλιανού εν έτει σοβ΄ (272), εκ της πόλεως Μαγιδώ, ηγεμονεύοντος εν αυτή του Αετίου. Τότε ο μακάριος ούτος Ηλιόδωρος, ευρισκόμενος εις την αυτήν πόλιν και τον Χριστόν μετά παρρησίας κηρύττων, διεβλήθη εις τον ηγεμόνα. Παρασταθείς λοιπόν εις αυτόν και ακούσας πολλάς κολακείας, επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, κρεμάται και ξέεται και κατακαίεται με αναμμένας λαμπάδας. Επειδή δε η δριμύτης των βασάνων εισέδυσεν εις την καρδίαν του Αγίου, δια τούτο επεκαλέσθη το όνομα του Κυρίου ειπών· «Κύριε Ιησού Χριστέ, βοήθει μοι». Όθεν παρευθύς ήλθε φωνή εκ του ουρανού λέγουσα·
«Μη φοβού, διότι εγώ μετά σου ειμί». Ταύτην δε την φωνήν ακούσαντες οι κρατούντες τας λαμπάδας, προς τούτοις δε βλέποντες και τέσσαρας Αγγέλους, οίτινες ημπόδιζον αυτούς του να βασανίσωσι τον Άγιον, επίστευσαν εις τον Κύριον, ελέγξαντες και καταισχύναντες τον ηγεμόνα. Δια τούτοριφθέντες εις την θάλασσαν, έλαβον παρά Κυρίου τους στεφάνους του Μαρτυρίου. Τότε προστάσσει ο ηγεμών να πυρωθή εις χάλκινος βους και εντός αυτού να ριφθή ο του Χριστού Μάρτυς. Όταν λοιπόν ετέθη εις αυτόν και προσηυχήθη ο Άγιος, ω του θαύματος! ο σπινθηροβολών βους ευθύς έγινε ψυχρός και ο Μάρτυς έψαλλεν έσωθεν. Ακούσας δε ο ηγεμών να ψάλλη ο Άγιος εξέστη και πλησιάσας αυτόν και γνωρίσας ότι το προ ολίγου άκρως καέν αίφνης μετεβλήθη εις άκραν ψυχρότητα, λέγει προς τον Άγιον· «Ανοσία κεφαλή, αι μαγείαι σου και αυτό το πυρ ενίκησαν». Ο Άγιος απεκρίθη· «Αι μαγείαι μου είναι ο Χριστός μου, δος μοι όμως διορίαν τριών ημερών, όπως σκεφτώ τι πρέπει να πράξω». Λαβών λοιπόν διορίαν, εμβήκε κρυφίως εις τον ναόν τον καλούμενον Πάνθεον, επειδή εκεί ήσαν άπαντα τα είδωλα των θεών· προσευχηθείς δε ένδον τούτου ο Άγιος ευθύς έγινε σεισμός, εκ της δονήσεως του οποίου κατέπεσον όλα τα είδωλα και συνετρίβησαν. Τούτο μαθών ο ηγεμών παρέστησε τον Μάρτυρα εις το κριτήριόν του και οργής έμπλεως προσέταξε να κρεμασθή ο Άγιος και να καρφωθώσιν εις την κεφαλήν του καρφία πεπυρωμένα. Επειδή δε ησθάνετο τον δριμύν αυτόν πόνον ο του Χριστού Αθλητής, πάλιν επεκαλέσθη τον Θεόν εις βοήθειαν και δια της επικλήσεως ελαφρύνετο από τον υπερβολικόν εκείνον πόνον. Βλέπων ο πεπωρωμένος ηγεμών, ότι ο Άγιος δεν νικάται υπό των βασάνων, προστάσσει να απαγάγωσιν αυτόν δεδεμένον με βαρείας αλύσεις εις την πόλιν των Ατταλέων και εκείθεν πάλιν επαναφέρει αυτόν οπίσω ο ηγεμών και πάλιν προσάγει εις το ιδικόν του κριτήριον. Επί μακρόν δε διαλεχθείς με αυτόν ίνα θυσιάση εις τα είδωλα και ιδών αυτόν αμετάθετον, προστάσσει να τεθώσιν εις τας τέσσαρας οπάς του βασανιστικού ξύλου αι χείρες και οι πόδες του Μάρτυρος. Έπειτα πυρώσας δυνατά τηγάνιον έθηκεν εις αυτό τον Μάρτυρα. Ο δε Άγιος, εν μέσω του τηγανίου ιστάμενος, προσηύχετο· και όχι μόνον τούτο, αλλά παρεκίνει και τους περιεστώτας να έμβωσιν εις αυτό πληροφορών αυτούς ότι θέλουσι μείνει αβλαβείς από του πυρός. Δια τούτο πιστεύσαντες εις τους λόγους του εμβήκαν πολλοί εξ εκείνων και επειδή δεν εβλάβησαν, καθώς ο Άγιος έλεγεν, επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν λέγοντες· «Αληθώς μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών». Ταύτα ως είδεν ο αλιτήριος ηγεμών εφοβήθη, μήπως οι πιστεύσαντες αρπάσωσι τον Άγιον από των χειρών του. Όθεν προσέταξε να απαγάγωσι πάλιν εις την Μαγιδώ τον Μάρτυρα, όστις πορευόμενος προσηύχετο εις τον δρόμον και έψαλλε. Φθάσας δε εις την πόλιν, παρέστη πάλιν εις ανάκρισιν· και επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, προσέταξεν ο ηγεμών Αέτιος να κοπή η γλώσσα τού Μάρτυρος, έπειτα να κρεμασθή και με ξυλίνην σπάθην να δέρηται επί δύο ολοκλήρους ώρας. Μετά ταύτα έθηκαν χαλινόν εις τον Μάρτυρα και τον έσυρον ως άλογον ζώον έξω της πόλεως, όπως θανατώσωσιν αυτόν. Ο δε Άγιος ένευσε δια της χειρός εις εκείνους οι οποίοι τον έσυρον, όπως δώσωσιν εις αυτόν καιρόν εις προσευχήν· όθεν εστάθη να προσευχηθή, και αφού προσηυχήθη, απεκεφαλίσθη, λαβών ούτως ο μακάριος τον στέφανον του Μαρτυρίου. Ταις των σων Αγίων πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου