Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Γνήσια Ορθοδοξη Φωνη

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Τη Κ΄ (20η) Νοεμβρίου, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ του Δεκαπολίτου.

Γρηγόριος ο Όσιος Πατήρ ημών ο Δεκαπολίτης εγεννήθη κατά το δεύτερον ήμισυ του ογδόου αιώνος εις την Ειρηνούπολιν της εν Ισαυρία Δεκαπόλεως, εκ της οποίας έλαβε και την προσωνυμίαν Δεκαπολίτης· ο πατήρ αυτού ωνομάζετο Σέργιος, όστις ήτο αιχμάλωτος εις τα πάθη της σαρκός και δια την σωτηρίαν αυτού ουδόλως εφρόντιζεν, η δε μήτηρ αυτού, ονόματι Μαρία, ήτο ευσεβής, φιλόθεος και φιλότεκνος· όθεν έβαλε τον Γρηγόριον εις τα γράμματα και όταν επαιδεύθη ικανόν καιρόν και έμαθεν όσα του εφάνησαν χρειαζόμενα, εσύχναζεν εις την Εκκλησίαν με πολλήν ευλάβειαν και όσα λόγια ψυχωφελή και σωτήρια ήκουε τα εκαρπώνετο, ως γνωστικός και φρόνιμος· και υψώσας τον νουν και την διάνοιαν εις τα ουράνια, εμίσησε τελείως τα επίγεια και δεν έτρωγε ποσώς ηδονικά και εύμορφα βρώματα, αλλά ποταπά και άχρηστα και ταύτα όταν οι γονείς τον εβίαζον.

Έπειτα έτρεχε πάλιν εις τον θείον Ναόν και ήκουε τα δαβιτικά μελωδήματα, με τα οποία ήναπτεν η ψυχή του προς τον ένθεον έρωτα· και πηγαίνων πολλάκις εις τόπον ήσυχον προσηύχετο μόνος εις μόνον τον Θεόν, δεόμενος να τον αξιώση να γίνη δούλος του γνήσιος· ήτο δε καλός τας χείρας και επιτήδειος και έκαμνεν εργόχειρα διάφορα, από τα οποία απελάμβανε την ζωοτροφίαν του και τα επίλοιπα έδιδεν εις τους πτωχούς· και οι μεν γονείς του τον εβίαζον να ενδύεται πλούσια και μαλακά φορέματα, αυτός όμως εφόρει πενιχρά και ήτο εύχρηστος εις τον Θεόν και παμπόθητος. Όταν έφθασεν εις ηλικίαν νόμιμον, τον υπάνδρευσαν οι γονείς του χωρίς την βουλήν του. Αυτός όμως, έχων πόθον να φυλάξη σωφροσύνην και παρθενίαν, έφυγε ο αξιάγαστος από την πόλιν κρυφίως και επήγεν εις εν Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο Ηγούμενος εις ενάρετος Επίσκοπος, όστις έκαμε τότε νεωστί παραίτησιν δια τους εικονομάχους, οίτινες επείραζαν τον καιρόν εκείνον οι φρενοβλαβείς τους ευσεβείς· όθεν δια να μη του δόδουν ενόχλησιν αφήκε τον θρόνον του και ευρίσκετο εις τα όρη και σπήλαια. Εις τούτον τον ενάρετον ποιμένα εξομολογηθείς ο Γρηγόριος εστερεώθη εις την καλήν γνώμην, την οποίαν είχε, να γίνη Μοναχός. Όθεν τον έστειλεν εκείνος εις τινας Μοναχούς εναρέτους, οι οποίοι ήσαν εις τόπον ησυχαστικώτερον και απόκρυφον. Εις ολίγον καιρόν απέθανεν ο Σέργιος ο πατήρ του, η δε μήτηρ εξετάσασα επιμελώς εύρε με κόπον πολύν το τέκνον της· αλλά δεν ημπόδισεν αυτόν από την σωτήριον οδόν, αλλά μάλιστα τον επήνεσε· μόνον μίαν χάριν του εζήτησε· να υπάγη εις άλλο Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο ο έτερος αδελφός του και να συναγωνίζωνται ομού, δια να έχη ο εις τον έτερον παραμυθίαν και βοήθειαν. Δια να κάμη λοιπόν το θέλημα της μητρός του ο Γρηγόριος επήγεν εις εκείνο το Μοναστήριον, του οποίου ο Καθηγούμενος ήτο αιρετικός ο άθλιος και οπόταν το ηννόησεν ο Άγιος, δεν το υπέμεινεν, ως ζηλωτής της ευσεβείας θερμότατος, αλλά τον ήλεγξε παρρησία έμπροσθεν όλης της αδελφότητος, εκείνος δε θυμωθείς έδειρε δυνατά τον Άγιον, ο οποίος έφυγε καθώς ήτο με τας πληγάς και επήγεν αιματωμένος εις έτερον Μοναστήριον, εις το οποίον ήτο συγγενής τις της μητρός του Ηγούμενος, Συμεών ονομαζόμενος, όστις ήτο και Αρχιμανδρίτης εις όλα τα Μοναστήρια της Δεκαπόλεως. Δεχθείς λοιπόν εκείνος μετά πάσης χαράς τον Γρηγόριον τον επαίδευσεν εις πάσαν αρετήν, ως πρακτικός όπου ήτο και έμπειρος. Αφού έκαμεν εις εκείνην την αγίαν Μονήν έτη δέκα τέσσαρα, έγινεν εις όλους αιδέσιμος, και τον ηυλαβούντο ως ενάρετον και άγιον άνθρωπον, επειδή όλας τας αρετάς απέκτησε, και εξόχως την θεομίμητον υπακοήν και ταπείνωσιν· τότε λοιπόν γινώσκων ο Άγιος ότι ηδύνατο να κατοικήση και μόνος, παρεκάλεσε τον Αρχιμανδρίτην να του δώση συγχώρησιν, να καθήση εις κελλίον δια να μη έχη τινά φροντίδα τελείως. Ο δε Ηγούμενος, γνωρίζων ότι ήτο καλή η γνώμη του και ο σκοπός ένθεος, τον προσέταξε και επήγεν εις τι σπήλαιον, όπερ ήτο εις κρημνόν βαθύτατον. Εισελθών λοιπόν εις αυτό ο Άγιος χαίρων έμεινεν εκεί μόνος εις μόνον τον Θεόν προσευχόμενος· αλλά πάλιν εύρε και εκεί μεγάλην ενόχλησιν, ότι εις τον τόπον αυτόν κατώκουν πλήθος δαιμόνων, οίτινες εκάκισαν ιδόντες τον Άγιον και πολλά επάσχισαν να τον διώξουν με διάφορα μηχανεύματα. Και πρώτον μεν εφώναζον λέγοντες· «Έξελθε από την κατοικίαν μας, ότι πολλά κακά μέλλεις να πάθης από ημάς». Έπειτα έγιναν όλοι σκορπίοι και έτρεχον κατεπάνω του· αυτός δε ίστατο προσευχόμενος, όταν δε πάλιν εμετάνιζεν έως την γην, τον εδάγκανον εις τας χείρας. Ο Άγιος όμως, έχων εις τον Θεόν την ελπίδα του, δεν ελάμβανεν υπ’ όψιν τας πληγάς των ως νηπίων τοξεύματα· όθεν βλέποντες ότι δεν ηδύναντο οι αδύνατοι να τον διώξουν, εδιώχθησαν αυτοί. Μετ’ ολίγας ημέρας μετασχηματισθέντες πάλιν εις στρατιώτας οι δαίμονες ήλθον εις το σπήλαιον να τον φονεύσουν με τα ξίφη των, τα τόξα και τα κοντάρια, αυτός όμως έκαμε τον σταυρόν του και τους εδίωξε. Φεύγοντες εκείνοι κατησχυμμένοι εφώναζον· «Αφού μας εδίωξεν από τον τόπον μας ούτος ο άδικος, που να υπάγωμεν οι ταλαίπωροι;» Ταύτα λέγοντες διεσκορπίσθησαν, διότι η προσευχή του Αγίου ως φλόγα πυρός τους εφλόγιζε και έφευγον έντρομοι· αλλά πάλιν μεθ’ ημέρας τινάς εδοκίμασαν άλλην μηχανήν οι παμπόνηροι και ενώ ηύχετο νύκτα τινά εις τας εννέα του Μαρτίου, επήγαν με φως εξαστράπτοντες και του είπον ότι ήσαν οι Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες και ήλθον να του δώσουν Χάριν και δύναμιν κατά δαιμόνων· αυτός όμως τους εγνώρισε και επιτιμήσας αυτούς ηφανίσθησαν· όθεν ιδόντες ότι με άλλην μηχανήν δεν ηδύναντο να τον πολεμήσουν, του έδωσαν εις την σάρκα άγριον της πορνείας πόλεμον, και εκαίετο από τούτο το πάθος ώσπερ να τον εσούβλιζαν τινες με πεπυρακτωμένα σίδηρα· αλλά η θεία Χάρις του έδωσεν εις την ανάγκην ταύτην βοήθειαν και του εφάνη την νύκτα εις το όραμά του γυνή τις σεμνή και αιδέσιμος, ήτις ωμοίαζε με την μητέρα του και τον ηρώτησε ποίον ήτο το αίτιον της λύπης αυτού. Τότε έβαλεν ο Άγιος τον δάκτυλόν του εις τον ομφαλόν  και της έδειξε το πάθος του, εκείνη δε έσχισε την κοιλίαν του και του εφάνη ότι εξήγαγε τεμάχιον εντέρου σαπημένον και του το έδειξε λέγουσα· «Ιδού ο πόνος σου έπαυσε, μη λυπήσαι λοιπόν, ότι δεν σου έρχεται πλέον σκάνδαλον». Ταύτα βλέπων εξύπνησε χαίρων, διότι εγνώρισεν ότι ο Κύριος του επήρε την πύρωσιν της σαρκός. Μετά ταύτα έχων πόθον να ίδη τον αδελφόν του, έστειλε τον υποτακτικόν του, όστις τον υπηρέτει όταν εχρειάζετο τι, να τον φέρη εις το σπήλαιον. Μένων δε μόνος είδεν έκστασιν θαυμάσιον, ότι ήλθεν εις αυτόν φως από τον ουρανόν υπέρλαμπρον με ευωδίαν ανεκδιήγητον, ήτις εγέμισε το σπήλαιον και εκράτησε πολλάς ημέρας. Καθώς δε ήλθεν ο υπηρέτης του και εκτύπησεν, ηρώτησεν αυτόν πως έστρεψε τόσον γρήγορα, επειδή του εφάνη ότι έλειψε μόνον μίαν ώραν· αυτός δε του είπεν ότι ήσαν ημέραι τέσσαρες και ήλθεν άπρακτος. Τότε ο Όσιος ηννόησε το θαυμάσιον και έκρινε δίκαιον να το φανερώση προς τον Καθηγούμενον. Όθεν του έστειλε γράμμα να υπάγη έως εκεί να του είπη λόγον σπουδαίον· ο δε Αρχιμανδρίτης επήγεν ευθύς εις το σπήλαιον, προς τον οποίον είπε ταύτα ο Άγιος με πραείαν λαλιάν και πολλήν ταπείνωσιν· «Είναι μία εβδομάς σήμερον, όπου ήλθεν από τον ουρανόν φως άρρητον, ως στύλος πύρινος, ενώ ηυχόμην μόνος δοξολογών τον Θεόν κατά το σύνηθες. Με περιεκύκλωσε δε το φως εκείνο από την κορυφήν έως τους πόδας θαυμασιώτατα με τόσην ευωδίαν, την οποίαν ακόμη αισθάνομαι και με την όρασιν αυτήν ιατρεύθην από δύο μεγάλας ασθενείας όπου είχον πρότερον, μίαν σωματικήν της αιμορροίας, και άλλην ψυχικήν, διότι είχον εις την σάρκα μέγα σκάνδαλον, και τώρα με την θείαν Χάριν εθεραπεύθην και έχω πολλήν ειρήνην εις την καρδίαν μου· δι’ αυτό λοιπόν σε εκάλεσα δια να με συμβουλεύσης ως πρακτικός, εάν ήτο από Θεού η όρασις, να μη έχω αμφιβολίαν ότι ήτο από συνεργίαν του δαίμονος δια να με πλανήση τον ανάξιον». Λέγει εις αυτόν ο Ηγούμενος· «Μη έχης εις αυτό αμφιβολίαν ή δειλίαν τελείως, ότι το φως εκείνο ήτο θεϊκόν, το οποίον με την ζωηφόρον ευωδίαν του εδίωξε την θανατηφόρον δυσωδίαν του αντικειμένου δαίμονος· λοιπόν αγωνίζου εις την άσκησιν όσον δύνασαι, γινώσκων ότι έχεις τον Θεόν εις βοήθειαν· διότι ούτω δοξάζει τους δούλους αυτού ο Κύριος με δόξαν ουράνιον και τους φανερώνει εις τον κόσμον ως αξίους της Βασιλείας του, δια να λαμβάνουν και άλλοι από τούτους παράδειγμα, να τους μιμούνται προς σωτηρίαν των». Ο δε Κύριος μη θέλων να είναι κεκρυμμένος υπό τον μόδιον ο λύχνος ούτος ο παμφαέστατος, τον προσεκάλεσεν ουρανόθεν, ως τον Πατριάρχην Αβραάμ, και του λέγει· «Γρηγόριε, εάν αγαπάς να φθάσης εις την τελειότητα, έξελθε από την γην σου και την συγγένειάν σου και ξενιτεύσου δια το συμφέρον σου». Εξελθών όθεν από το σπήλαιον επήγεν εις την Έφεσον να εύρη πλοίον δια την Κωνσταντινούπολιν, προκειμένου να υπάγη εκεί δια να ελέγξη τους αιρετικούς, οίτινες ήσαν τον καιρόν εκείνον. Ήσαν δε πολλά πλοία εκεί εις την Έφεσον, αλλ’ εφοβούντο τους πειρατάς, οίτινες ελυμαίνοντο το πέλαγος εκείνο και δεν ετολμούσαν να εξέλθουν· ο δε Άγιος τους εθάρρυνεν, υποσχόμενος να μη τους ίδωσι τελείως και ούτως εγένετο, ότι δια την δέησιν αυτού έκαμε καιρόν επιτήδειον και εταξίδευσαν πρίμα φθάσαντες ταχέως εις την Προικόννησον. Εκεί δε τον εδέχθη πτωχός τις εις τον οίκον του, αν και είχον οι βασιλείς γραμμένα φοβερά προστάγματα να μη υποδεχθή κανένας Μοναχόν, αλλ’ εκείνος τον εδέχθη δια τον Κύριον, ο οποίος ως πλουσιόδωρος του ανταπέδωκε τον μισθόν της φιλοξενίας, και εις ολίγας ημέρας επλούτησεν· όθεν θέλων να αναχωρήση ο Άγιος, έκλαιεν εκείνος φοβούμενος μήπως πτωχεύση πάλιν ως πρότερον· όθεν έφυγε κρυφίως. Θέλων δε ο Άγιος να υπάγη εις το Βυζάντιον, ημποδίσθη από τι συνάντημα. Όθεν γνωρίσας ότι δεν ήτο Θεού θέλημα να υπάγη εκεί, απήλθεν εις την Αίνον και εκεί υπήντησε νέον τινά ιππέα, όστις επέζευσεν από το άλογον θυμωθείς από τον ανθρωποκτόνον δαίμονα και έδειρε τον Άγιον ονομάζων αυτόν προδότην ο άδικος· ο δε δίκαιος υπέμεινε τας πληγάς δεόμενος εις τον Θεόν να συγχωρήση εκείνον όστις τον έδειρεν· ούτος δε κατενύχθη βλέπων εις αυτόν τοσαύτην πραότητα και τον προσεκύνησε ζητών παρ’ αυτού συγχώρησιν· ο δε Άγιος τον ενουθέτησε να μη είναι πλέον τόσον θυμώδης κατά τινος και ωφελήσας αυτόν και δίδων συγχώρησιν ανεχώρησεν απ’ εκεί με πλοίον και επήγεν εις την Χριστόπολιν· εξελθών δε από το πλοίον επήγεν εις ένα ποταμόν, εις τον οποίον ήσαν κλέπται Σλαυίνοι, και ελήστευον όσους εύρισκον, τους οποίους ιδών ο Όσιος ουδέ ποσώς εδειλίασεν, αλλά και με αυτούς εκάθισεν, οι οποίοι τον ηυλαβήθησαν τόσον βλέποντες ότι δεν τους εφοβήθη, αλλά υπήγε με το θάρρος πλησίον των, οίτινες τον επέρασαν αντίπερα του ποταμού με την λέμβον των, και του έδειξαν τον δρόμον όστις επήγαινεν εις την Θεσσαλονίκην. Φθάσας εκεί ο Όσιος έκαμεν ολίγας ημέρας και αναχωρών απ’ εκεί απήλθε δια ξηράς εις την Κόρινθον, ζητών δε πλοίον δια την Σικελίαν, εύρεν έτοιμον, αλλά εφοβούντο οι ναύται, δια τους βαρβάρους, να διέλθουν το πέλαγος, ο δε Άγιος τους υπεσχέθη να μη πάθουν τι· όθεν πεισθέντες εις τον λόγον του απέπλευσαν. Φθάσαντες εις το Ρήγιον, έδιδαν τινές ευλαβείς άνθρωποι του Οσίου χρυσίου μέρος τι δι’ έξοδόν του, βλέποντες ότι δεν είχε τι· ο δε Άγιος χωρίς να είδε ποτέ του εκείνους, οίτινες του έδιδαν, εγνώρισεν από θείαν Χάριν, ότι ήτο από αδικίας το χρυσίον όπερ του εχάριζαν· όθεν δια να τους διδάξη να απέχουν από το άδικον, ήλεγξε την πράξιν και τον αδικητήν εφανέρωσεν εξ ονόματος λέγων· «Μη γένοιτο, ο Θεός να μη το δώση να φάγω κανέν νόμισμα από την μερίδα του Μερκουρά, διότι πολλά πτωχά και ορφανά εκρέμασε και επήρε το πράγμα των άδικα». Ούτος δε ο Μερκουράς, όταν έζη, ήτο πράκτωρ και γραμματικός της αυθεντίας, όστις αδικών τους πτωχούς έκαμεν αυθεντικόν το πράγμα των. Αναχωρήσας από το Ρήγιον ο Άγιος εξήλθεν εις την στερεάν, δια της οποίας διήρχετο η οδός προς την Ρώμην, εκεί δε πάλιν έκαμεν άλλο θαυμάσιον, διότι έπεσεν αδελφός τις από το πλοίον εις την θάλασσαν και έμελλε να πνιγή, αυτός δε μόνον με την προσευχήν του τον έφερεν εις την γην και εσώθη· φθάνων δε εις την Ρώμην, έκαμεν εις τι κελλίον μήνας τρεις ησυχάζων, χωρίς να τον γνωρίση τις, τον εφανέρωσεν όμως εις δαιμονιζόμενος, τον οποίον ο Άγιος εθεράπευσε διώξας τον δαίμονα. Μετά ταύτα βλέπων ότι οι άνθρωποι τον ετιμούσαν ως Άγιον, έφυγεν απ’ εκεί, και φθάνων εις την Σικελίαν εκλείσθη εις πύργον και ησύχαζεν· οι δε δαίμονες έβαλαν πυρ ημέραν τινά, και έκαυσαν την ψάθην εις την οποίαν έκειτο και ευρών δέρμα τι ανεπαύετο εις αυτό· αυτοί δε πάλιν έγιναν μυίαι μεγάλαι πλήθος αμέτρητον και τον επείραζαν, όταν εκοιμάτο ή ηύχετο, τους οποίους με την προσευχήν του εδίωξε και έγιναν άφαντοι. Ήτο δε εκεί εις τον πύργον γυνή τις πόρνη και όσους άνδρας έβλεπε, προσεπάθει να τους σύρη εις τον βόρβορον της πορνείας με μυρία μηχανήματα και μάλιστα τους ναύτας, οίτινες ήρχοντο από ξένον τόπον και δεν ήξευραν τας πανουργίας της. Της εβοήθει δε ο τόπος προς τούτο, ότι ο πύργος ήτο εις τον λιμένα, εις τον οποίον προσωρμίζοντο τα σκάφη· ο δε Άγιος ελάμβανε τους ταξιδεύοντας και τους ενουθέτει να φυλάττωνται από την πονηράν εκείνην γυναίκα, έπειτα εδίδασκε και αυτήν, ενθυμίζων τας πικράς τιμωρίας της αιωνίου κολάσεως· και τόσον ηγωνίσθη ο πάνσοφος, ώστε κατέπεισε με τους λόγους του την γυναίκα και έγινε Μοναχή, έγινε δε το πονηρόν εκείνο εργαστήριον Μοναστήριον. Φθονήσας εις τούτο το αγαθόν ο μισόκαλος διάβολος εκίνησε κατά του Αγίου φοβερώτατον δράκοντα, όστις εφώλευεν εις τον πύργον εκείνον και όστις έδραμεν ανοίγων το στόμα με ορμήν φοβεράν, να καταφάγη τον Άγιον· ο δε ουδόλως εδειλίασεν ούτε παρεμέρισεν, αλλά ίστατο χωρίς φόβον και του λέγει· «Αν σου έδωσεν ο Κύριος δύναμιν να με φάγης, μη ίστασαι· ει δε πάλιν και θέλεις να συγκατοικούμεν ομού, ειρήνευε· αν όμως δεν δύνασαι να βλέπης εκείνους, οίτινες φοβούνται τον Κύριον, ύπαγε εις την φωλεάν σου, να λυτρωθής από εμέ». Τότε ο δράκων (ω του θαύματος!), ώσπερ να επρόκειτο να τον δείρη ο Άγιος, έφυγεν άπρακτος, διότι τους αξίους δούλους του Θεού ευλαβείται και η άλογος φύσις. Μετά ταύτα ήλθε και γυνή δαιμονιζομένη, εκεί εις τον πύργον, και με την προσευχήν του εδίωξε το δαιμόνιον και άλλα πολλά θαυμάσια ετέλεσεν εις αυτόν τον τόπον, εξόχως δε εθεράπευσεν άνθρωπον, όστις είχε κακόν δαιμόνιον και πολύ άγριον, το οποίον εφώναζεν ονομάζον αυτόν Άγιον. Ο δε βλέπων ότι ο δαίμων τον εφανέρωσεν, εκείνον μεν εδίωξεν ιατρεύων τον άνθρωπον, αυτός δε έφυγεν απ’ εκεί, διότι τον εγνώρισαν και τον ετιμούσαν οι άνθρωποι. Περιπατών εις την οδόν επέρασεν από εν στράτευμα Σαρακηνών και φθάνων εις εν πηγάδιον, όπερ είχεν ύδωρ, εις απ’ εκείνους ηθέλησε να ποτίση τον ίππον του και ως είδε τον Άγιον εσήκωσε το κοντάρι να τον φονεύση ο άθλιος, αλλά παρευθύς εκρατήθη εις τον αέρα η χείρ του και μη δυνάμενος να την καταβιβάση ηκολούθει τον Όσιον παρακαλών αυτόν να του δώση την ίασιν· ο δε Όσιος εγγίσας εις την αυθάδη χείρα εκείνην την εθεράπευσε· και πηγαίνων παρεμπρός, τον υπήντησεν εις δαιμονιζόμενος δεινώς βασανιζόμενος, τον οποίον σπλαγχνισθείς ο Όσιος έκαμε προς τον Θεόν δέησιν και έφυγε το δαιμόνιον. Ύστερον πάλιν επήγεν εις την Θεσσαλονίκην το δεύτερον και έμεινεν εις την Μονήν του Αγίου Μηνά. Μη έχων δε κανέν είδος βρώσιμον να τρέφεται, ούτε ιμάτιον να σκεπάζεται, εφόρει μόνον ένα ιμάτιον, το οποίον είχεν ημέραν και νύκτα παραμυθίαν· όταν δε ήθελε πεινάσει, εξήρχετο από την Εκκλησίαν και όπου έβλεπε τινάς να τρώγουν εισήρχετο και αυτός εις την τράπεζάν των και έτρωγεν. Ούτω πολιτευόμενος ο Άγιος επέρασεν ικανόν καιρόν· έπειτα πάλιν εμέμφετο εαυτόν εις ταύτην την πράξιν, νομίζων ότι ήτο αταξία να τρώγη ξένον κόπον ακόπως, χωρίς να τον προσκαλέσωσιν. Όθεν έκαμεν απόφασιν να μείνη εις τον άνωθι αναφερθέντα Ναόν άσιτος, έως να στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν. Ο πανάγαθος όμως Θεός, όστις έτρεφε τον Ηλίαν δια του κόρακος ως και άλλους πολλούς πολυτρόπως εναρέτους δούλους του, εφώτισε και τότε γυναίκα τινά φιλόθεον και του έφερε τροφήν καθ’ ημέραν. Ησυχάζων εκεί ήλθε πτωχή τις γυνή και του λέγει, ότι είχε μικράν οικίαν ήτις εχάλασεν, όθεν τον παρεκάλει να της βοηθήση να την ξανακτίσωσιν· ο δε είπεν εις αυτήν· «Ύπαγε, άρχισον το έργον και ο Θεός ο πατήρ των ορφανών σου στέλλει βοήθειαν». Η δε γυνή έσκαψε να βάλη τα θεμέλια και από τον τόπον εκείνον ανέβλυσε πίσσα πλήθος αμέτρητον, την οποίαν επώλησε και όχι μόνον την οικίαν της έκτισεν, αλλά και την ζωοτροφίαν της εκέρδιζε και επορεύετο προς αυτάρκειαν εις όλα τα χρειαζόμενα. Εις την πόλιν ταύτην ήτο αδελφός τις, όστις υπηρέτει τους πτωχούς επιτήδεια, του οποίου έδωκε τρεις χοίρους φιλόχριστος τις να τους διαμοιράση εις τους πένητας και αυτός εκράτησεν ένα δια τον εαυτόν του και τα επίλοιπα εμοίρασε· και την άλλην ημέραν επήγεν εις τον Ναόν αυτόν και τύπτων το στήθος εδέετο του Θεού να συγχωρήση τας αμαρτίας του, ο δε Όσιος, ως προορατικός, γνωρίσας τας πράξεις αυτού, επλησίασε και του λέγει· «Ματαίως και ανωφελώς τύπτεις το στήθος, ότι εάν δεν μοιράσης εις τους πτωχούς το κρέας, όπερ εκράτησες, δεν ακούει την προσευχήν σου ο Κύριος». Ακούσας δε εκείνος ταύτα εθαύμασε και ζητήσας από τον Όσιον συγχώρησιν ανεχώρησε και διεμοίρασε και το επίλοιπον. Ακούσατε όμως και άλλα θαυμασιώτερα, δια να γνωρίσητε πόσην χάριν είχεν από τον Θεόν και εγνώριζεν ως παρόντα τα μακράν και μέλλοντα. Μοναχός τις ήτο εκεί πλησίον του Αγίου Μηνά, όστις ησύχαζεν επάνω εις στύλον ποιών και εργόχειρον· ο δε Γρηγόριος, γνωρίσας από Πνεύμα Άγιον την ταχείαν αυτού μετάστασιν, του παρήγγειλε λέγων· «Άφες το εργόχειρον και φρόντισον δια το τέλος σου ότι επλησίασε». Και κατά τον λόγον του μετ’ ολίγας ημέρας απήλθε προς Κύριον. Άλλος τις Ιερομόναχος, την κλήσιν Θεόδουλος, ήλθε προς τον Όσιον χάριν ευλογίας και συγχωρήσεως· και όταν ανεχώρησε του είπεν ο Όσιος· «Πορεύου και ειπέ του Αββά σου να ανοίξη τον τάφον του», και εις ολίγας ημέρας ο Αββάς εκείνος εκοιμήθη. Ήσαν δε δύο άλλοι αδελφοί κατά σάρκα, γνώριμοι του Οσίου, τους οποίους συνεβούλευε να γίνουν Μοναχοί και αυτοί δεν απεφάσιζον προφασιζόμενοι διαφόρους αιτίας· λέγει ο Άγιος· «Κατά τον χρόνον τούτον είναι το τέλος σας» · και ούτως εγένετο. Μοναχός τις Ασκητής προσεποιείτο ότι είχε δαιμόνιον και έκαμνεν αταξίας δια να τον υβρίζουν και να τον δέρνουν οι άλλοι αδελφοί, οίτινες ήσαν πλησίον, οι οποίοι τον επήγαν δεδεμένον εις τον Όσιον, δια να διώξη τον δαίμονα. Ο δε Άγιος γνωρίσας την αλήθειαν ήλεγξε τον επίπλαστον σκοπόν του Μοναχού λέγων· «Ψεύματα προσποιείσαι, άθλιε, ότι έχεις δαιμόνιον και δεν σε ωφελεί αυτή η προσποίησις, μόνον άλλην αρετήν κάμε, εάν αγαπάς την σωτηρίαν σου και προσεύχου μάλλον να φεύγουν οι δαίμονες από σε». Εάν όμως θελήσωμεν να διηγηθώμεν όλα τα θαυμάσια, αφίνομεν τας αρετάς και τας χάριτας, τας οποίας είχεν από τον Θεόν ο θεόσοφος· λοιπόν απ’ αυτά τα ολίγα, άτινα εγράψαμεν, ας γνωρίση έκαστος πόσην παρρησίαν είχε προς τον Κύριον· όλας τας αρετάς εσύναξε και απέδειξε τον εαυτόν του οικητήριον του Παναγίου Πνεύματος και έφθασεν εις την κορυφήν των αρετών. Με την θείαν μελέτην ελέπτυνε την οδόν της ασκήσεως, αφανίζων όλα τα εμπόδια και προσκόμματα· με την αγρυπνίαν εδίωξε μακράν την αμέλειαν και τόσον εσκόρπισε το σκότος αυτής, ώστε ούτε εις τον ύπνον του δεν ηδυνήθη να του δείξη φαντασίαν τινά ο πολέμιος καθώς έχει συνήθειαν να ενυπνιάζη ο άφρων τους σώφρονας· αυτός όμως δεν ενυπνιάσθη ουδέποτε, διότι κατά την επωνυμίαν ήτο και η εργασία του γρήγορος εις όλας τας πράξεις και νοήματα αυτού, χωρίς ποσώς να νυστάζη εις όσα φέρουν ύπνον θανάσιμον· την δε εγκράτειαν, την φονεύτριαν των παθών και των ηδονών ελατήρα, τοσούτον εφύλαξεν, ώστε επέρνα σχεδόν ως άσαρκος Άγγελος και ετρέφετο με την Χάριν του Παναγίου Πνεύματος· ούτω δε εκαθάρισε την ψυχήν και το σώμα από όλα τα πάθη και έγινε της Ιερωσύνης άξιος. Χειροτονηθείς λοιπόν κατά τον Νόμον εχρημάτισεν Ιερεύς αμφιδέξιος ο Άγιος και ελειτούργει με συντετριμμένην καρδίαν και με πνεύμα ταπεινώσεως· είχε δε και την υπομονήν εις όλους τους πειρασμούς, όσοι συνέβαινον, με πολλήν πραότητα, τους προ Νόμου Πατέρας μιμούμενος, τον Ιώβ εις τα πάθη και τα βάσανα, τον Ιωσήφ εις τους πειρασμούς και τους άλλους άπαντας. Με την πολλήν του ταπείνωσιν εταπείνωσε τον υπερήφανον και απέρριψε τελείως τον τύφον της κενοδοξίας και πάσαν άλλην έπαρσιν, καθώς εμαρτύρει το ταπεινόν αυτού και ευτελέστατον ένδυμα, το απαρρησίαστον εν ταις συνομιλίαις, κατά τας οποίας ωμιλούσε με πολλήν πραότητα, εξ ου και την γην των πραέων εκληρονόμησε. Την δε αγάπην και συμπάθειαν τοσούτον απέκτησεν, ώστε δεν εσυλλογίζετο το κακόν τελείως, αλλά όλα τα επερχόμενα λυπηρά υπέμενεν ως χαρμόσυνα, φυλάττων έως τέλους την επαινετήν τοιαύτην δυάδα των αρετών αδιάπτωτον. Προ πάντων δε και εν πάσι και κατά πάντα εφύλαττεν ακριβώς την Ορθοδοξίαν δια λόγων και πράξεων έχων εις αυτήν ζήλον άπειρον και διάπυρον· και διώκων τους αιρετικούς όσον ηδύνατο, εδίδασκεν άπαντας με τους λόγους του και με γράμματα να προσκυνώσι τας αγίας Εικόνας και να τας σέβωνται κατά την της Εκκλησίας παράδοσιν, όχι λατρευτικώς, καθώς φλυαρούσιν οι άφρονες, αλλά σχετικώς εις τα πρωτότυπα την προσκύνησιν απονέμοντες· όθεν και πολλούς Χριστιανούς και πόλεις ολοκλήρους ελύτρωσεν από την πλάνην αυτήν και εις την Ορθόδοξον Πίστιν καθωδήγησε και τους κατέπεισε να χύσουν δια ταύτην την αιτίαν το αίμα των, αν παραστή ανάγκη, καθώς και αυτός ωμολόγει  εις όλους, ότι ήτο έτοιμος δια τας αγίας Εικόνας να λάβη θάνατον και με την ομολογίαν ταύτην έγινε Μάρτυς εις την προαίρεσιν και χωρίς πληγάς και μώλωπας έλαβε τον αμάραντον στέφανον. Μεταξύ δε όλων των αρετών είχε και την αγίαν προσευχήν ακατάπαυστον, έχων τον νουν προς τον Θεόν προσηλωμένον πάντοτε, καθαρώς εις τον μόνον καθαρόν προσομιλών και ευφραινόμενος, τον οποίον ομού με τους Αγίους Αγγέλους υμνολογών και δοξάζων απελάμβανε από τούτον τον κόσμον τον αρραβώνα εκείνης της ανεκλαλήτου ηδονής της θείας μακαριότητος. Ούτω λοιπόν οσίως πολιτευόμενος και τα ουράνια επί της γης φανταζόμενος, ήλθεν ο καιρός να υπάγη προς το ποθούμενον· και ασθενήσας βαρέως από νόσον λιθιάσεως, έκειτο εις την κλίνην ακίνητος· όθεν εδέετο του Θεού θερμότατα, να του ελαφρύνη την ασθένειαν και να του δώση υδρώπικα να πρησθή και να σαπήση το σώμα του· ο δε ποιών το θέλημα των φοβουμένων αυτόν Θεός επήκουσε την δέησίν του και επήρε το πάθος του εκείνο, του έδωκε δε το έτερον όπερ εζήτησε· και τόσον επρήσθη το σώμα του, ώστε εφαίνετο ως ασκός γεμάτος άνεμον και μόνον από την φωνήν εγνωρίζετο· ούτω δε οδυνώμενος ανεχώρησεν από την Θεσσαλονίκην και μετέβη με κόπον πολύν εις Κωνσταντινούπολιν· βασανιζόμενος δε επί εν έτος από την δεινήν εκείνην ασθένειαν, προεγνώρισε την μετάστασιν αυτού και λέγει προς τους αδελφούς, οίτινες ήσαν εις την συνοδείαν του· «Υπάγετε εις το ξενοδοχείον, ότι μετά δώδεκα ημέρας είναι το τέλος μου». Ετοιμάσαντες λοιπόν την κλίνην, τον εσήκωσαν και τον επήγαν εκεί όπου τους προσέταξε. Κατά δε την δωδεκάτην ημέραν, κατά την οποίαν είχεν ο Νοέμβριος είκοσιν, απήλθεν η μακαρία ψυχή τού ουρανίου τούτου Πατρός εις τους ουρανούς ένθα απολαμβάνει πλουσίους τους καρπούς των αγώνων του. Όταν δε επήγαιναν να ενταφιάσουν το τίμιον και σεβάσμιον λείψανον αυτού, επλησίασεν εις αυτό ασθενής τις μετά πίστεως, όστις είχε δεινήν ασθένειαν και δεν ηδύνατο να σταθή όρθιος τελείως, αλλά έκυπτε χαμαί προς την γην το πρόσωπον· και μόλις ήγγισεν εις τον κράββατον, του εφάνη ότι έβαλε τις την χείρα του εις τα τούτου οπίσθια και στραφείς ηρώτα τον αδελφόν, όστις ήτο πλησίον του, αν εκείνος του ήγγισεν· ο δε είπεν όχι· όθεν εγνώρισεν ότι ήτο η δύναμις του Θεού η επισκιάζουσα τον Άγιον, ήτις και του έδωκεν ευθύς την ίασιν και έμεινεν όρθιος μη έχων ποσώς ασθενείας λείψανον. Έτερος δε ασθενής εβασανίζετο δεινώς από πνεύμα ακάθαρτον και εγγίζων εις τον τάφον του Αγίου, έφυγεν ευθύς το δαιμόνιον όπερ τον έθλιβεν. Άλλος τις αδελφός επειράζετο πολύ από το πάθος της πορνείας και τόσον πόλεμον και σκάνδαλον είχεν εις την σάρκα, ώστε εκινδύνευε να πέση εις απόγνωσιν· απελθών δε ούτος εις τον τάφον του Αγίου, εξωμολογήθη μετά δακρύων ζητών βοήθειαν· και παρευθύς (ω του θαύματος!) έπαυσεν ο πόλεμος και έμεινεν ο αδελφός του λοιπού άλυπος και απείραστος, δοξάζων τον Κύριον και ευχαριστών τον Άγιον. Φθάνουσιν αυτά τα ολίγα, τα οποία με συντομίαν εγράψαμεν, να φανερώσουν την αρετήν και παρρησίαν του Αγίου προς Κύριον, ότι εάν είχα δέκα γλώσσας και στόματα δεν θα με έφθαναν να τον ευφημίσω κατά το πρέπον προς αυτάρκειαν. Συ δε, ω μακάριε των Οσίων Πατέρων συμμέτοχε και των Αγίων Αγγέλων συνόμιλε, πρέσβευε πάντοτε υπέρ ημών των ικετών και δούλων σου, ως έχων παρρησίαν προς Κύριον και δίωκε πάντα πειρασμόν αφ’ ημών και πάσαν δυσχέρειαν· αποδίωξον με την ράβδον της προσευχής σου από την Εκκλησίαν του Θεού πάσαν αίρεσιν, ότι όσα θέλεις δύνασαι, επειδή ευρίσκεσαι εις το φως του Κυρίου εις τας ακηράτους μονάς αυλιζόμενος, φυλάξας την λαμπάδα της ασκητικής ευποιϊας ακοιμητον και απολαμβάνεις εκείνα τα άρρητα αγαθά της αιωνίου τρυφής και μακαριότητος, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω ανάρχω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου